ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ

Το μνημόσυνο στη μνήμη των αδελφών Δημητ. και Γρ. Σκορδά

eleftheros-logos_19290819_skorda

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, 19-08-1929

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΒΑΛΕΣΗΣ. Άρχων Υμνωδός του Οικουμενικού Θρόνου

Ύφος ψαλτικό, κωνσταντινουπολίτικο. Φωνή απαλή, μελωδική. Ο ήχος της γεμίζει την εκκλησία της Παναγίας. Αν αφεθείς, στο άκουσμά της, μέσα στο χώρο το μυστηριακό, ρίγος συγκίνησης σε κυριεύει. Συμπλήρωσε εξήντα χρόνια στο ψαλτήρι επάνω. Επιδιώξαμε και είχαμε την ευτυχία να συζητήσουμε μαζί του. Απλός, προσηνής, ουσιαστικός, ειλικρινής, ευχάριστος.Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1926. Ο πατέρας του Αντώνης Βάλεσης, γεννημένος το 1887, ήταν τσαγκάρης. Η μητέρα του Μαριγούλα, το γένος Παναγιώτη Στεφανή, εξαδέλφη του παπα-Αλκιβιάδη Στεφανή, γεννημένη το 1886, ήταν αγρότισσα.Στο Δημοτικό Σχολείο, διευθυντή είχε τον Ευστράτιο Λιάκατο. Όταν πήγε στο τότε Ημιγυμνάσιο, τελείωσε την πρώτη τάξη και στη δεύτερη, σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, τον βρήκε ο πόλεμος του 1940.

Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί και καλοί χριστιανοί, τον οδήγησαν προς την εκκλησία. Ντυνόταν παπαδάκι και έψελνε μαζί με άλλα παιδιά στο αριστερό ψαλτήρι, κοντά στον Παναγιώτη Καβαδά. Στο δεξιό ψαλτήρι ήταν ο Αθανάσιος Πούπουρας, ψάλτης Κωνσταντινουπολίτης, το ύφος του οποίου επηρέασε σημαντικά τον Στρατή. Η αγάπη του προς τους εκκλησιαστικούς ύμνους και η σωστή φωνή του τον οδήγησαν να γίνει μέλος της Χορωδίας του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, όπου συνάντησε μεγαλύτερους και ώριμους ερασιτέχνες της ψαλτικής, τους Ραφαήλ Σουσαμλή, Στρατή Αλτιπαρμάκη, Χαρίλαο Κορομηλά, Νίκο Τσεσμελή και άλλους.

Η άλλη του αγάπη, μετά την εκκλησία, ήταν το ποδόσφαιρο και η ομάδα του χωριού, ο «Όλυμπος», με τις μπλε-άσπρες φανέλες, στη διοίκηση του οποίου ήταν οι Δημήτριος Παπάνης, Νικόλαος Πιτιάς, Γιάννης Γούναρης, Γιώργος Κουτσκουδής, Αριστής Τζανετής και Απόλλων Στάικος. Ο πρώτος από αυτούς διαπίστωσε το ποδοσφαιρικό ταλέντο του μικρού Στρατή Βάλεση και τον προόριζε για τη βασική ομάδα.

Η επίθεση όμως των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940, καθώς και η κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς την άνοιξη του 1941, άλλαξαν πολλά πράγματα. Πρώτα πρώτα σταμάτησε το σχολείο. Πού μυαλό για ποδόσφαιρο. Η κατοχή ήταν σκληρή. Η ανέχεια μεγάλη. Θυμάται πως υπήρξε περίοδος, που για 40 μέρες στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ψωμί ούτε κάστανα ούτε μήλα και πως στην οικογένεια έτρωγαν μόνο χόρτα και ελιές. Γύρω στο 1944, φίλοι του στο χωριό, ο Γρηγόρης Δημητρίου Παπουτσέλης (Παπέλ’) και ο Γιώργος Ταμβακέλης, που ήταν μαθητές, στη βυζαντινή μουσική, του δασκάλου Παναγιώτη Καβαδά, τον προέτρεψαν να παρακολουθήσει κι αυτός μαθήματα. Τους άκουσε και διδάχτηκε βυζαντινή μουσική από τον Καβαδά, για έξι μήνες, αρκετούς για ν’ αποκτήσει γερές βάσεις, αφού, όπως ο ίδιος λέει, «ο Καβαδάς ήταν πολύ καλός δάσκαλος». Ο δάσκαλος του πήγε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας ως ψάλτης. Ο Στρατής τον ακολούθησε και το 1945, σε ηλικία 19 χρονών, ορίστηκε αριστερός ψάλτης της εκκλησίας για ένα χρόνο. Εκεί τον άκουσε ο Μητροπολίτης Ιάκωβος ο Α’ και είπε στον πρωτοπρεσβύτερο της Παναγίας, τον Νικόλα Παπουτσέλη: «τον αριστερό της Αγίας Τριάδας να τον κατεβάσεις στην Παναγία». Έτσι, το 1946 παίρνει το διορισμό του ως αριστερός ψάλτης στην εκκλησία της Παναγίας. Δεξιά έψελνε ο Γιάννης Παπαδόπουλος, πολύ καλός γνώστης της βυζαντινής μουσικής.

Default 2
Ανταλλαγή αναμνηστικών σε κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα. Δεξιά διακρίνεται ο Ευστράτιος Βάλεσης.
Ο Στρατής ήδη είχε ερωτευθεί τη μουσική αυτή, τόσο πολύ, που εκτός της μελέτης που έκανε μόνος του παρακολουθούσε τις εκτελέσεις των ύμνων όλων των καλών ψαλτάδων της Μυτιλήνης. Εξελίχθηκε και βελτιώθηκε τόσο πολύ, που κάποια μέρα, στο παπουτσίδικο του πατέρα του, όπου βοηθούσε, ο παλιός του δάσκαλος, ο Καβαδάς, του λέει: «Εμ τώρα συ πρέπ’ να δείχτ’ς σι μένα…».Ευγνωμονεί το δάσκαλο του, που τον κατηύθυνε σωστά στα μονοπάτια της βυζαντινής μουσικής και σε ανταπόδοση του καλού που του έκανε, κάθε χρόνο, την ημέρα των ψυχών, μαζί με τους γονείς και τους νονούς του μνημονεύει και το όνομα του Παναγιώτη Καβαδά.Το 1949 στρατεύτηκε και παρουσιάστηκε μαζί με 17 Αγιασώτες, τον Παναγιώτη Βουνάτσο, τονΣτρατή Γεωργαλά και άλλους, στο Κέντρο Διαβιβάσεων, στο Βόλο. Σε 18 μέρες αποσπάστηκε στο Χαϊδάρι και εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστής. Υπηρέτησε 37 μήνες, μέχρι το 1952.
Γύρισε στο χωριό και βρήκε τη μεγάλη του αγάπη, την ποδοσφαιρική ομάδα «Όλυμπος», διαλυμένη. Ορισμένοι όμως δραστήριοι παλιοί φίλαθλοι, όπως ο Στρατής Γαββές, ο Στρατής Βέτσικας και άλλοι, κατάφεραν και οργάνωσαν ξανά την ομάδα, με τη συμβολή του Στρατή Βάλεση και του γυμνασιάρχη Κώστα Τζηρίδη. Μάλιστα, με πρόταση του ίδιου του Στρατή, τα χρώματα της ομάδας, από μπλε-άσπρο έγιναν πράσινο-άσπρο. Κι αυτό, γιατί ήταν οπαδός του Παναθηναϊκού. Στο πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του καινούργιου «Ολύμπου» ήταν ο δήμαρχος Στρατής Τραγάκης, ο Στρατής Γαββές, ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο Παναγιώτης Βλαστάρης και ο ίδιος ο Στρατής Βάλεσης.Ευτυχής συγκυρία για την ομάδα: την εποχή αυτή ήρθε στην Αγιάσο ως γυμναστής στο Γυμνάσιο ο Χρίστος Μητσιώνης, άριστος επιθετικός ποδοσφαιριστής και αργότερα προπονητής στην ομάδα. Μαζί του ο «Όλυμπος» είχε πολύ καλές στιγμές.Ο Στρατής έπαιξε πέντε χρόνια ως αμυντικός. Θυμάται τη μαζική παρουσία του κόσμου. Κάθε αγώνα παρακολουθούσαν πάρα πολλοί θεατές, ιδιαίτερα εκδηλωτικοί, κυρίως στα παιχνίδια με τον «Αιγέα», την ποδοσφαιρική ομάδα του Πλωμαρίου. Το κάθε παιχνίδι, με την ομάδα αυτή, χαρακτηριζόταν από έντονο πάθος και από τις δυο πλευρές.
Για τους αγώνες αυτούς ο Στρατής θυμάται δυο περιστατικά και τα δυο στο Πλωμάρι. Την ομάδα μας, πάντα συνόδευε μεγάλος αριθμός φιλάθλων, στους αγώνες της έξω από το χωριό. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένας φιλόλογος καθηγητής στο Γυμνάσιο, ο Κώστας Μπουζέας. Ψηλός, αδύνατος, σοβαρός, βαρήκοος, άριστος επιστήμονας, σεβαστός από τους μαθητές και από την κοινωνία της Αγιάσου. Φανατικός οπαδός του «Ολύμπου». Σ’ έναν αγώνα λοιπόν, στο Πλωμάρι, διαιτητής ήταν ο δικηγόρος Χιωτέλης, που αδικούσε κατάφωρα τον «Όλυμπο». Ο Μπουζέας καθόταν απέναντι από το γήπεδο, σ’ ένα μπαλκόνι. Αγανακτισμένος ο Μπουζέας από την αδικία, κατέβηκε μέσα στο γήπεδο και άρχισε να προτρέπει τους παίκτες ν’ αποχωρήσουν. Αντέδρασε ο διαιτητής και λέει στον Μπουζέα: «αν αποχωρήσουν, η ομάδα θα τιμωρηθεί. Είμαι δικηγόρος και ξέρω τους νόμους». Και ο Μπουζέας: «Απορώ, κύριε Χιωτέλη, τίνα σχέσιν έχει η υψηλόφρων θέμις με τα κάτω άκρα». Και η ομάδα αποχώρησε. Σ’ έναν άλλον πάλι αγώνα, έγινε ένα φάουλ εις βάρος του «Αιγέα», έξω από την περιοχή του. Τρέχει ο Δημήτριος Προκοπίου Τσαμπλάκος (Μανάρικος) να το χτυπήσει. Ο Στρατής, έχοντας εμπιστοσύνη σε γερό αριστερό του σουτ, τον εμποδίζει και εκτελεί ο ίδιος το φάουλ. Η μπάλα μπαίνει στα δίχτυα, τα τρυπά, χτυπά στον απέναντι τοίχο και κατεβάζει ένα κομμάτι σοβά. Σε χρόνο μηδέν, κατεβαίνει ο πρόεδρος του «Αιγέα» και λέει στον Στρατή: «πιο σιγά, θα σκοτώσεις κανέναν άνθρωπο». Όταν πρόεδρος του «Ολύμπου» ήταν ο Στρατής Τζίνης, ο Σύλλογος ανέβαζε και θεατρικές παραστάσεις για την ενίσχυσή του. Σε μια από αυτές, στην κωμωδία του Ψαθά «Φον Δημητράκης», με σκηνοθέτη τον Ηλία Ψυρκούδη, έλαβε μέρος και ο Στρατής.
Default 6
Ο Ευστράτιος Βάλεσης με άλλους ιεροψάλτες κατεβαίνει από την εξέδρα υποδοχής του Οικουμενικού Πατριάρχη, για να λάβει μέρος στη μεγάλη πομπή, στις 12-8-2006, στην Αγιάσο
Ας γυρίσουμε όμως στην ψαλτική. Όταν απολύθηκε από το στρατό, το 1952, στη θέση του αριστερού ψάλτη είχε τοποθετηθεί ο Προκόπης Λιγέλης. Σ’ ένα χρόνο φεύγει ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Λιγέλης ορίζεται δεξιός και κατεβαίνει πάλι ως αριστερός ψάλτης από την Αγία Τριάδα, όπου είχε πάει ο Στρατής Βάλεσης. Μέχρι το θάνατο του Λιγέλη διακόνησε στο αριστερό ψαλτήρι.Με τη γυναίκα του τη Σοφία, το γένος Παναγιώτη Παπάνη, ειδώθηκαν και αλληλοερωτεύθηκαν σε μια κηδεία. Οι επαφές τότε γίνονταν με νεύματα. Η σχέση, αδιάλειπτη για τρία χρόνια, οδήγησε στο γάμο το 1955. Καρποί του γάμου είναι ο Αντώνης (1959), απόφοιτος της Νομικής και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που ασχολείται έντονα με τη δημοσιογραφία. Ακόμη ένας γιος, ο Παναγιώτης (1965), είναι ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας.
Default 9
Στιγμιότυπο από την ακολουθία του Όρθρου της Εορτής της 15ης Αυγούστου, στον Ιερό Ναό της Παναγίας Αγιάσου, όπου χοροστάτησε η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Στο δεξιό ψαλτήρι διακρίνεται ο Ευστράτιος Βάλεσης.
Εξήντα χρόνια λοιπόν διακονίας στην ψαλτική τέχνη. Πώς αυτό να περάσει απαρατήρητο; Έτσι, κάποιο βράδυ του Αυγούστου, μετά το Μεγάλο Εσπερινό της παραμονής της μεγάλης γιορτής της Παναγίας, στο Συνοδικό της Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος παρουσίασε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο το δεξιό ψάλτη και του έπλεξε το εγκώμιο. Εντελώς αυθόρμητα ο Πατριάρχης, για να δείξει τη μεγάλη του ικανοποίηση για τον άνθρωπο αυτό, τον ονομάζει «Άρχοντα Υμνωδό του Οικουμενικού Θρόνου», οφίκιο που θα του αποδοθεί στις 23 Οκτωβρίου από το Μητροπολίτη Μυτιλήνης.
Default 12
Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, μετά την αναγόρευση του Ευστρατίου Βάλεση σε Άρχοντα Υμνωδό του Οικουμενικού θρόνου, του χαρίζει εικόνα της Παναγίας. Παρίστανται οι Σεβ. Μητροπολίτες Μυτιλήνης Ιάκωβος (αριστερά) και Δημήτριος Σεβαστείας (δεξιά), καθώς και ο Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Συκής
Default 15
Αναμνηστική φωτογραφία από διεξαγωγή ποδοσφαιρικού αγώνα στο Χριστοφίδειο Γυμναστήριο Αγιάσου.
Άξιος ο Στρατής ο Βάλεσης. Τον ευχαριστούμε. Για τα τόσα χρόνια προσφοράς του στην εκκλησία και στο χωριό. Γι’ αυτό που είναι. Για την καλοσύνη του, την ευπρέπεια και την ταπεινοφροσύνη. Και γιατί μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του, για δυο ώρες, όλα όσα αφορούν τη ζωή του.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 158/2007

ΤΑ ΛΑΜΠΡΙΓΙΑΤΚΑ

Το Πάσχα είναι μέρα χαράς, αγάπης, ειρήνης. Εμείς όμως οι Έλληνες είμαστε, ως γνωστόν, ανάποδος λαός. Καταφέρνουμε λοιπόν να εκδηλώνουμε τη χαρά μας με πολεμικές εκδηλώσεις, με κροτίδες, με ντουφεκιές, με βαρελότα και έτσι μετατρέπουμε το βράδυ της Ανάστασης από νύχτα ειρήνης σε μέρα (από τις λάμψεις!) εμπόλεμων πρώτης γραμμής.

Και από τη… μάχη αυτή δε λείπουν δυστυχώς ούτε οι τραυματίες (πολύ συνηθισμένο) ούτε οι νεκροί (καμιά φορά). Εμ λαός με τέτοια ιστορία, γεμάτη πολέμους και περιπέτειες, δε θα μπορούσε να αντιδρά και πιο ήρεμα! Και βέβαια πρωταγωνιστές σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο, ποιος άλλος από μας τα παιδιά, που προετοιμαζόμαστε βδομάδες πριν γι’ αυτή τη νύχτα της μεγάλης έκρηξης.

Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Ο πόλεμος όμως θέλει και πολεμοφόδια, γι’ αυτό όλο και κάποιο κατώι κάποιου σπιτιού της γειτονιάς θα μεταμορφωνόταν λίγο πριν από κάθε Πάσχα σε… εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού. Και μιλάμε για οργανωμένη μαζική παραγωγή από βαρελότα και πολύκροτα, τόσα πολλά, ώστε στο άψε σβήσε μπορούσαμε να μετατρέψουμε την εκκλησία σε… Σεράγεβο!

Αρχίζαμε λοιπόν με την προμήθεια των υλικών. Το πιο δύσκολο ήταν το μαύρο μπαρούτι, που χρειαζόμαστε και που έπρεπε να το αγοράσουμε με τη βοήθεια πάντα κάποιου μεγαλύτερου ξάδερφου, γιατί σ’ εμάς δύσκολα έδιναν τα μαγαζιά – βέβαια υπήρχε και η περίπτωση της λαθροχειρίας από τις προμήθειες του κυνηγού της οικογένειας, αλλά αυτό είχε και τις ανάλογες συνέπειες. Αλλά ποιος τα λογάριαζε αυτά! Κατόπιν χρειαζόμαστε χοντρό στρατσόχαρτο και το πιο κατάλληλο ήταν από χάρτινα τσουβάλια που χρησιμοποιούσαν για τις ζωοτροφές, που τα βρίσκαμε σχετικά εύκολα.

Με αυτά τα βασικά υλικά άρχιζε η κατασκευή του βαρελότου (λέξη ιταλικής προέλευσης) ή με το ελληνικό του όνομα «τρίγωνο», εξαιτίας του σχήματός του. Κόβαμε το χαρτί σε λουρίδες πάχους ως 10 εκατοστών και μήκους 60-70. Μετά, αφού βάζαμε στην άκρη του χαρτιού λίγα γραμμάρια μπαρούτι, αρχίζαμε να το διπλώνουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματιστεί στο τέλος ένα τρίγωνο αρκετά φουσκωτό, στο μέγεθος και στο σχήμα που έχουν τα σημερινά τρίγωνα που αγοράζουμε από το ζαχαροπλαστείο. Στο τέλος με λίγη αλευρόκολλα κολλούσαμε την άκρη του χαρτιού και το βαρελότο ήταν σχεδόν έτοιμο.

Αφού κάναμε αρκετά κομμάτια, έπρεπε να κατασκευάσουμε και να τοποθετήσουμε το φιτίλι, το ζωτικότερο σημείο της όλης κατασκευής. Παίρναμε λοιπόν λίγο μπαρούτι και το μουσκεύαμε με οινόπνευμα (κλεμμένο από το ντουλάπι της γιαγιάς που το είχε για εντριβές) μέχρι να γίνει ένας πολτός. Μέσα στον πολτό βαφτίζαμε κομμάτια σπάγγου και μετά τα αφήναμε να ξεραθούν, πράγμα που γινόταν πολύ γρήγορα λόγω της εξάτμισης του οινοπνεύματος. Τα φιτίλια μας τώρα ήταν έτοιμα. Τέλος με ένα μυτερό καρφί ανοίγαμε μια τρύπα μέχρι την καρδιά του βαρελότου και χώναμε ένα κομμάτι φιτίλι μέχρι να ακουμπήσει στο μπαρούτι. Τα πυρομαχικά αυτού του τύπου ήταν τώρα έτοιμα για τη μεγάλη νύχτα.

Περισσότερο περίπλοκη ήταν η κατασκευή του πολύκροτου (του πολυβόλου δηλαδή, όπως λέει και το όνομά του). Στην περίπτωση αυτή το άπλωμα του μπαρουτιού στο χαρτί και το τύλιγμα ήταν διαφορετικά. Οι λουρίδες τώρα του χαρτιού διπλώνονταν κατά πλάτος και γίνονταν, κατά κάποιο τρόπο, ένας σωλήνας γεμάτος μπαρούτι, που τον τσακίζαμε μετά, κατά μήκος, σε 5-6 σημεία και τον δέναμε με σπάγγο πολύ σφιχτά, αφού κάναμε τα ανάλογα κολλήματα στο χαρτί. Τέλος τοποθετούσαμε με τον ίδιο τρόπο το φιτίλι σε μια αρχή και τώρα είχαμε αντί μιας, πέντε ή έξι εκρήξεις σε ρυθμό πολυβόλου. Τέλος για συμπλήρωμα ετοιμάζαμε και από ένα δυο κλειδιά ο καθένας για το ενδεχόμενο της έλλειψης άλλων πυρομαχικών. Θα απορείτε ίσως πώς τα κλειδιά μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα πυρομαχικά μας. Όλα γίνονται όμως, όταν υπάρχει λίγη φαντασία. Και πρώτα πρώτα, όταν μιλάμε για κλειδιά, εννοούμε τις κλειδάρες εκείνες που είχαν οι… καστρόπορτες των σπιτιών της Αγιάσου που ζύγιζαν κοντά ένα κιλό το καθένα. Αυτά συνήθως ήταν… θηλυκά με μια βαθιά τρύπα στην άκρη και γι’ αυτό ήταν κατάλληλα για τη δουλειά μας. Παίρναμε λοιπόν το κλειδί από κάποια άχρηστη κλειδαριά και βάζαμε στην τρύπα πέντε έξι κεφάλια από σπίρτα. Μετά βάζαμε μέσα στην τρύπα μια μεγάλη και χοντρή πρόκα. Με ένα κομμάτι σύρμα δέναμε το κεφάλι της πρόκας και την άλλη του σύρματος τη δέναμε στο κεφάλι του κλειδιού.

Κρατώντας τώρα την όλη κατασκευή από το σύρμα με μια απότομη κίνηση χτυπούσαμε την πρόκα με το κλειδί σε έναν τοίχο. Αποτέλεσμα; Ένας δυνατός κρότος ή καμιά φορά και κάποιο χέρι τραυματισμένο από θραύσματα του κλειδιού, αν δεν ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό ή αν η δόση των σπίρτων έπεφτε μεγαλύτερη.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε εδώ να αναφέρουμε και τους φελλούς με την εκρηκτική ύλη στη μέση, που τους βάζαμε σε ειδικά πιστολάκια και έκαναν διαβολεμένο θόρυβο. Επειδή όμως τα πιστολάκια χαλούσαν εύκολα, η εφευρετικότητά μας έκανε και εδώ το θαύμα της. Ανακαλύψαμε ένα καινούργιο σύστημα πυροδότησης των φελλών, που μας διευκόλυνε κιόλας να τους πετούμε μακριά και να σκάνε μπροστά σε κείνους που θέλαμε να τρομάξουμε. Παίρναμε ένα κομμάτι σύρμα και του δίναμε σχήμα ενός μικρού κύκλου χωρίς να ενώνονται τελείως τα άκρα του. Ανάμεσα στις δύο άκρες του σύρματος προσαρμόζαμε το φελλό και το πετούσαμε ψηλά. Με το που έπεφτε η όλη κατασκευή στο έδαφος, το σύρμα πυροδοτούσε το φελλό και το τρόμαγμα του ανύποπτου περαστικού ήταν… εξασφαλισμένο εκατό τοις εκατό!

87_1995_lamprigiatka2
Πολύκροτο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Μια φορά μάλιστα συνέβη και το εξής απίστευτο. Μια γειτονοπούλα μου επέστρεφε από το γαλατά με ένα πιάτο γιαούρτι που την είχε στείλει να αγοράσει η μάνα της. (Την εποχή εκείνη το γιαούρτι το πουλούσαν χύμα με την οκά, από μεγάλες πήλινες κούπες κατευθείαν στο πιάτο του καταναλωτή). Εγώ είχα έτοιμο το σύρμα με το φελλό και το πέταξα ψηλά, για να πέσει μπροστά της και να την τρομάξει. Για κακή μου τύχη όμως ο φελλός πέφτει μέσα στο πιάτο με το γιαούρτι και εκεί εξερράγη, κάνοντας το γιαούρτι κατάμαυρο από την καπνιά. Στη συνέχεια το πιάτο γλιστρά από τα χέρια του τρομαγμένου κοριτσιού και γίνεται χίλια κομμάτια. Η συνέχεια της ιστορίας καταντά θλιβερή, γιατί έφαγα διπλό το ξύλο της χρονιάς μου: και από τη μάνα του κοριτσιού και από τη δική μου, που υποχρεώθηκε να πληρώσει και το σπασμένο πιάτο με το περιεχόμενο του.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω στη διήγησή μας. Κάποτε τέλειωναν όλες αυτές οι προετοιμασίες, ενώ παράλληλα πλησίαζε η μεγάλη ώρα της Ανάστασης. Τώρα όλη η παλιοπαρέα με τις τσέπες, τους κόρφους και όπου αλλού, γεμάτες από πυρομαχικά, είχαμε αραδιαστεί σε κάποιο ψηλό σημείο στο προαύλιο της εκκλησίας και σαν καλοί χριστιανοί με το αναμμένο κεράκι στο χέρι περιμέναμε το “Χριστός Ανέστη”. Και πριν καλά καλά τελειώσει ο παπάς τη φράση του, μια ομοβροντία από μαζικές εκρήξεις συντάραζε το χώρο της εκκλησίας. Τα βαρελότα, το ένα μετά το άλλο, έπαιρναν φωτιά από τα αναμμένα κεράκια και μετά εκσφενδονίζονταν στον αέρα πάνω από τα κεφάλια των πιστών και… όποιον πάρει ο χάρος. Οι γυναίκες, αλαλιασμένες έτρεχαν να απομακρυνθούν πατείς με πατώ σε. Η όλη επιχείρηση πάντως δεν κράταγε πάνω από ένα δυο λεπτά, γιατί όλο και κάποιος χωροφύλακας θα μας έπαιρνε στο κυνήγι, έτσι για τα μάτια του κόσμου. Αλλά πού να μας πιάσει, που ήμαστε όλοι κατοστάρηδες και εκείνος βέβαια δεν έδειχνε και μεγάλο ζήλο στο νυχτερινό κυνηγητό στα καλντερίμια του χωριού. Εμείς πάντως ήμαστε ικανοποιημένοι που και κείνη τη χρονιά είχαμε καταφέρει να μετατρέψουμε τη νύχτα της Ανάστασης σε νύχτα του… Αγίου Βαρθολομαίου. Του χρόνου πάλι βλέπουμε!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87/1995

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Αναρίθμητοι είναι αυτοί που έχουν γράψει για την Αγιάσο και για το προσκύνημά της. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Ηλίας Βενέζης, που τόσο αγάπησε το νησί μας και που τόσο δέθηκε μαζί του. Το γλαφυρό σχετικό κείμενο του κρίναμε σκόπιμο, ευκαιριακά, να το αναδημοσιεύσουμε από το μηνιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό της Μητρόπολης Μυτιλήνης «Ο Ποιμήν» (έτος ΚΑ \ Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1959, αριθ. 8-9, σσ. 277-281). Οφείλουμε να σημειώσουμε ενημερωτικά ότι τηρήσαμε την ορθογραφία της δημοσίευσης και ότι προσθέσαμε φωτογραφίες.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Σήμερα θα πάμε στη Λέσβο. Όχι για να γνωρίσουμε την πόλι της Μυτιλήνης ή το νησί ολόκληρο. Αλλά για να επισκεφθούμε ένα μονάχα μέρος του, μια μικρή πολιτεία ξακουστή σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο και στα παράλια της Μικρασίας: στην Αγιάσο. Είνε στην καρδιά του νησιού κάτω από τον λεσβιακόν Όλυμπο. Και είνε το λίκνο του θαύματος. Εκεί είνε το προσκύνημα της Παναγίας του Λουκά, που επί γενεές γενεών του Αιγαιοπελαγίτικου και του Μικρασιατικού Ελληνισμού εστάθηκε η παραμυθία και η ελπίδα.

Στεφανωμένη απ’ τον Όλυμπο, κυκλωμένη απ’ τα δάση με τις ελιές και με τις καστανιές, πνιγμένη στην πρασινάδα και στα νερά, η Αγιάσος είνε ένα μέρος μαγευτικό. Κι οι Αγιασιώτες κι οι Αγιασιώτισσες είνε ένας τόνος μοναδικός σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο. Από τα παλαιότερα χρόνια, όταν η ζωή των χωριών ήταν πολύ περιωρισμένη, στην Αγιάσο υπήρχε ένας αέρας ελευθερίας ανάμεσα στους νέους και στις νέες, ένας αέρας κεφιού και χαράς, ένας τόνος αριστοφανικός, χωρίς ψεύτικες σεμνοτυφίες. Οι νέες φορούσαν μεταξωτά σαλβάρια, χρωματιστά, το ένα πάνω στ’ άλλο, στολίζονταν με γαρούφαλα και με λουλούδια, τα παλληκάρια του χωριού ντύνονταν τις βράκες τους. Τώρα, όσο πάει λιγοστεύουν οι γυναίκες που φορούν σαλβάρια και τα παλληκάρια ντύνονται «φράγκικα». Αλλά ο αέρας πνέει πάντα ο ίδιος πάνω στα πρόσωπα της Αγιάσου.

Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα...
Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα…

Η μεγάλη εκκλησία της, η περιώνυμη, είνε το «κατοικητήριον» της αρχαίας εικόνος της Παναγίας της λεγομένης «του Λουκά». Αυτήν την εικόνα λένε τα χρονικά πως την είχε φέρει απ’ την Ιερουσαλήμ ο ιερεύς Αγάθων ο Εφέσιος στον καιρό των εικονομάχων, τότε που ήταν εξόριστη στη Λέσβο η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία. Είχε την επιγραφή: «Μήτηρ Θεού η Αγία Σιών». Ο καλός γέροντας διδάσκαλος της Αγιάσου, ο Στρατής Κολαξιζέλλης, που έγραψε σε τεύχη πολλά, με πίστι και αφοσίωσι στον τόπο του συγκινητική, τον «θρύλον και την ιστορίαν της Αγιάσου», γράφει πως από την Αγίαν Σιών, συντομώτερα την Αγία-σων, και με μια λέξι και ένα τόνο την Αγίασον, έγινε η Αγιάσος.

Με τα χρόνια που περνούσαν, με τους αιώνες των κατατρεγμών του Γένους, η Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου ξαπλώνει ολοένα στους αιγαιοπελαγίτικους πληθυσμούς την παραμυθίαν της. «Η εκκλησία της Παναγίας εις τα χρόνια των δεινών εξεδήλωσε το πένθος αυτής δια την υποδούλωσιν, επιχρίσασα την εικόνα της Παναγίας με ασπράδια αυγών αναμεμιγμένα με την στάκτην των κηρίων. Ξεκρέμασε και το σήμαντρον, δια να μη ερεθίζη με τον ήχον του τα νεύρα των τυχόν διερχομένων Τούρκων. Δια να κάνη δε το προσκλητήριον των καλογήρων, των μαθητών του σχολείου και των λαϊκών κατοίκων, διώρισε ένα υπάλληλον, τον κράχτην, ο οποίος περνών από τα κελλία και τις οικίες κτυπούσε τις θύρες λέγων: «Ορίστε εις την Εκκλησίαν!».

Εκεί, σ’ αυτήν την εκκλησία, ήταν το «κρυφό σχολειό», όπου οι λόγιοι καλόγεροι βεβαίωναν τα παιδιά, «με ύφος προφητών», ότι θα έρθη το πλήρωμα του χρόνου. Εκεί ήταν ο ξενώνας των ταξιδιωτών και των προσκυνητών, το νοσοκομείο των αρρώστων, το ψυχιατρείο των ψυχοπαθών.

Είχα μάθει κι εγώ να την ακούω, παιδί, εκεί στα παράλια της Μικρασίας, που ζούσαμε, την Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου, την Παναγία της Αγιάσου. Όλοι οι χριστιανοί της Ανατολής την ήξεραν και την προσκυνούσαν. Όπως η Παναγία της Τήνου στην άλλη άκρη του Αιγαίου, η Παναγία της Αγιάσου σ’ ετούτα τα νερά, τα κοντινά στην Τουρκία, επώπτευε τα πάντα: Τις καρδιές των ανθρώπων, την ελπίδα και την χίμαιρα. Όλοι στην Αιολική γη, στις πιο κρυφές τους ώρες, στη χαρά και στον κίνδυνο, καταφεύγανε σ’ εκείνη και της ζητούσανε, πότε το ένα, πότε το άλλο, πότε την ελπίδα, πότε τη δύναμι της καρτερίας, πότε τη βοήθεια.

Εκεί, στα μέρη της Ανατολής, ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία στο πρόσωπο του Τούρκου ήταν πάντα ασίγαστος. Οι αλύτρωτοι Έλληνες εκεί, έπρεπε να μελετούν πάντα στα κρυφά τ’ όνομα της Ελλάδας και να κρύβουνε πίσω απ’ τα εικονίσματα τα μαυρισμένα απ’ τον καιρό, τα λαχεία του Εθνικού Στόλου, που δίνανε στα βασιλικά καράβια βοήθεια. Οι μαννάδες, οι αρραβωνιαστικές, οι γερόντοι, τα παλληκάρια – όλα σ’ όλες τις δύσκολες ώρες τους τ’ αποθέτανε στα πόδια της Παναγίας της Αγιάσου. Ως και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού την Παναγία της Αγιάσου είχανε προστάτισσά τους. Κάνανε το κοντραμπάντο των όπλων, του καπνού, κινδυνεύοντας να χτυπηθούνε κάθε στιγμή με τον Τούρκο, για κέρδος. Όμως τότε οι καιροί ήταν άλλοι, υπήρχε μια αγνότητα, ακόμα και στους κοντραμπατζήδες. Κι αυτοί πίσω από τα όπλα και τον καπνό – το λαθρεμπόριο τους – βλέπανε την Ελλάδα. Και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού και των Μοσχονησιών, όταν τα πράματα τούς έρχονταν ζόρικα, γυρίζανε τα μάτια τους καταπάνω στον Όλυμπο, στο γυμνό βράχο τον ψηλότερο του νησιού, και ξέροντας πως η Παναγία ξαγρυπνά κάτω απ’ τον βράχο, μες στα χρυσά της χρώματα, την παρακαλούσανε να τους παρασταθή.

Και η Παναγία της Αγιάσου σπάνια αρνιότανε τη χάρι της. Όλες οι ψυχές σ’ ετούτα τα μέρη, τα θαλασσινά και ταραγμένα, της χρωστούσανε. Και ο άνθρωπος μπορεί να ξεχνά το χρέος του στον άνθρωπο, όμως ποτέ το χρέος στο Θεό. Γι’ αυτό είχε πάντα να λέη στον πλαϊνό του, στα παιδιά του, στα εγγόνια του, για τη χάρι της, που ξαγρυπνούσε εκεί στην Αγιάσο, κοντά στα δάση με τις καστανιές, κοντά στις βρακούσες τις Αγιασιώτισσες, μες στα πλατάνια και στη βουή των νερών.

Έτσι έμαθα κι’ εγώ, στα παιδικά μου χρόνια, για την Παναγία της Αγιάσου. Όταν ερχόταν το Δεκαπενταύγουστο, πάνω στη Λέσβο, και στα παράλια της Μικρασίας, οι γυναίκες, οι γερόντισσες κι οι κοπέλλες ντύνονταν για χάρι της στα μαύρα. Κι όλοι κι όλες το ονειρεύονταν: πότε να αξιωθούνε να περάσουνε τη θάλασσα, κι από κει πέρα να πάνε πεζή όλο το δρόμο, να βρίσκωνται στην Αγιάσο την παραμονή της Παναγίας, κι εκεί να ξενυχτήσουνε, με την προσευχή και στο θυμίαμα, ικετεύοντας.

Πέρασαν από τότε, από κείνα τα παιδικά χρόνια μας, πολλά. Και σχεδόν όλα αλλάξανε: αλλάξανε οι πατρίδες μας, η γη μας, το αίσθημά μας, ο τρόπος που δεχόμαστε τη φιλία, την ευτυχία και το θάνατο, ο ρυθμός που σκοτώνουμε μέσα μας τη γαλήνη της καλής πράξεως που ήταν αποκούμπι των πατέρων μας. Όλα γινήκαν δύσκολα, όλοι βιάζονταν να φτάσουν όπου είνε να φτάσουν, το καλό και το κακό άρχισαν να μη ξεχωρίζουν καθαρά, να μη έχη περίγραμμα ο χαρακτήρας και η συνείδησι. Συχνά ωστόσο ανακαλύπτουμε πως κάτι μένει καθαρό, αναλλοίωτο.

Θα σας περιγράψω τώρα μιαν εικόνα της θεωρίας των πιστών που οδεύουν, παραμονή της Παναγίας, να προσκυνήσουν τη χάρι της στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου. Η μέρα είνε ζεστή του καλοκαιριού, καίει ο ήλιος αποθεμένος στα δάση των ελαιών της Μυτιλήνης. Φυσά γερό μελτέμι που σηκώνει σύννεφα τη σκόνη στους δρόμους που πάνε στην Αγιάσο. Κι’ εκεί μες στη σκόνη, μες στο μελτέμι και στον ήλιο, βρίσκουμε τις μάννες και τους παππούδες μας να συνεχίζουν, στα πρόσωπα των σημερινών ανδρών και γυναικών της Λέσβου, το τιμιώτερο αυτού του τόπου: την παράδοσι. Αμέτρητες θεωρίες, άνθρωποι χιλιάδες, γυναίκες και παιδιά και παλληκά-ρια και γερόντοι, οι πιο πολλοί ντυμένοι στα μαύρα, άλλοι στολισμένοι τα καλά τους, άλλοι άρρωστοι, οι πιο πολλοί κι’ οι πιο πολλές ξυπόλυτες, ανηφορίζουν με τα πόδια, κάνοντας σε πέντε-έξη ώρες το δρόμο για να φτάσουν στην Αγιάσο. Στάζει ο ίδρος απ’ τα πρόσωπά τους, γίνεται λάσπη με τη σκόνη, τα μάτια τους είνε βαθουλωμένα απ’ τη νηστεία και την αγρύπνια και απ’ την κούρασι. Πολλές γυναίκες βαδίζουν έχοντας δεμένα τα χέρια πίσω από την ράχη τους. Είνε μαρτυρικό. Όμως, κανένας δεν το βάζει κάτω. Γιατί εκεί πέρα, στα δάση με τις καστανιές που θα φτάσουν – στην Παναγιά – είνε η ελπίδα.

Τέλος φτάνω στο χωριό, στην Αγιάσο. Πολλές γυναίκες αρχίζουν να κάνουν το δρόμο, από κει και πέρα ως στην εκκλησιά, σερνάμενες στα γόνατα πάνω στο καλντερίμι. Έτσι είχαν το τάμα τους. Ο πόνος είνε δριμύς. Όμως, εκτός απ’ το συσπασμένο πρόσωπο, απ’ τα πανιασμένα χείλια, τίποτα δεν ακούγεται, κανένας βόγγος. Βόγγους ακούς μόνο στους αρρώστους που κείτονται, πατείς με πατώ σε, σ’ όλη την αυλή της εκκλησιάς και που τους έχουν φέρει εκεί για να γυρέψουν έλεος απ’ την Παναγιά. Στην είσοδο του Ναού, όπου ο συνωστισμός είνε μέγας, τα πρόσωπα που φτάνουνε, σκονισμένα και ξάγρυπνα και νηστικά, άξαφνα φωτίζονται από βίαιη λάμψι. Εκεί στο βάθος κατασκεπασμένη από χρυσάφι, αυστηρή και γαλήνια, μ’ εκείνη την απόκοσμη ηρεμία που μπόρεσαν να δώσουν μόνο οι βυζαντινοί αγιογράφοι, περιμένει η Παναγιά η Αγιασιώτισσα. Βουρκώνουν τα στραγγισμένα μάτια, καθώς την αντικρύζουνε, οι καρδιές χτυπούν, η ψυχή αγαλλιά, όλα χάνουν το περίγραμμα του παρόντος, γίνονται επαύριον, ελπίδα για ό,τι είνε νάρθη, καρτερία για ό,τι είνε νάρθη.

Είχα το προνόμιο να ξαναπάω στην Αγιάσο εδώ και δυο μήνες μαζί με τον Μεγάλον Δεσπότη της Μυτιλήνης, τον κύριον Ιάκωβον. Προσκυνήσαμε την Παναγία του Λουκά, γύρω μας ήταν οι ιερείς και οι διάκοι και τα παιδιά του σχολείου με λουλούδια στα χέρια και οι κορούλες της Αγιάσου. Προσκυνήσαμε, ακούσαμε το ιστορικό της Παναγιάς απ’ τον υπέργηρο πια διδάσκαλο της Αγιάσου, τον Κολαξιζέλλη, ακούσαμε τις σοφές πληροφορίες του Δεσπότη, πήγαμε στα λαμπρά Αναγνωστήρια της Αγιάσου, στον τάφο του τέκνου της Αγιάσου και σοφού ακαδημαϊκού Γρ. Παπαμιχαήλ, πήγαμε στο Σανατόριο που, παλαίοντας σκληρά, έκαμε πριν από χρόνια εκεί, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος, που έφυγε τόσο πικραμένος απ’ τον κόσμο τούτον.

Όταν το βράδυ ξεκινούσαμε να φύγουμε, είχαμε αφήσει εκεί, στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου, την καρδιά μας.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 89/1995