Ασθένιαι και θεραπείαι αυτών προ 30ετίας

Με το «ιατρικό» επάγγελμα συνέβαινε κάτι το πολύ παράδοξο για την εποχή εκείνη. Δεν το ασκούσαν αποκλειστικά μόνον οι άνδρες, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά κυρίως γυναίκες!
Πιο πολλές ήτανε οι γιατροσόφαινες, παρά οι αγκαθούρες που φύτρωναν στις γειτονιές.

Με το "ιατρικό" επάγγελμα συνέβαινε κάτι το πολύ παράδοξο για την εποχή εκείνη. Δεν το ασκούσαν αποκλειστικά μόνον οι άνδρες, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά κυρίως γυναίκες!
Πιο πολλές ήτανε οι γιατροσόφαινες, παρά οι αγκαθούρες που φύτρωναν στις γειτονιές.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 15-04-1970

ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΚΛΑΙΤΕ

Μάθετε να κλαίτε! Αυτή είναι η τελευταία συνταγή της … μακροζωΐας.

Default 1
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΦΩΝΗ, 12-03-1959

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

1. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ – ΡΥΜΟΤΟΜΙΑ

Η Αγιάσος είναι ένας οικισμός που αναπτύχθηκε με βάση έναν πρωταρχικό άξονα. Ο χαρακτήρας του οικισμού είναι αστικός (βλέπουμε το συνεχές οικοδομικό σύστημα) και οι αυλές λείπουν τελείως ή είναι ελάχιστες. Σε όσα σπίτια υπάρχουν αυλές, αυτές είναι περιστοιχισμένες από ψηλούς μαντρότοιχους και τελείως απομονωμένες από το δρόμο. Οι στενοί, σκοτεινοί δρόμοι, όπου επικρατεί η συνεχής επανάληψη του βασικού παραλληλεπιπέδου όγκου με την πολύ περιορισμένη πλαστικότητα, είναι αρκετά καταθλιπτικοί.

Στην Αγιάσο έχουμε την εκκλησία της Παναγίας, που αποτελεί το κέντρο του οικισμού, βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο και γύρω της αναπτύσσεται ο οικισμός σε σχήμα χωνιού. Προς αυτήν οδηγούν όλοι οι κύριοι δρόμοι, ακολουθώντας το δρόμο της αγοράς, με διεύθυνση κάθετη προς τις υψομετρικές καμπύλες. Καθώς από την περιφέρεια του χωνιού συγκλίνουν προς το κέντρο, συναντιούνται σε οξείες γωνίες, που η διαμόρφωσή τους αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της Αγιάσου. Οι δρόμοι αυτοί είναι απότομα ανηφορικοί (ανεβαίνουν περίπου 180m) και για να ευκολύνεται το ξενέρισμά τους ανοίγεται στη μέση τους αυλάκι, που στο τοπικό ιδίωμα το λένε λαγκάδ. Οι απότομες κλίσεις υπαγορεύουν επίσης (λόγοι στατικότητας) τη διαμόρφωση στενομέτωπων σπιτιών, σε τρόπο που οι τοίχοι τους να δημιουργούν αντιστήριξη του ενός με το άλλο. Και επειδή είναι δύσκολο να υπάρξουν αυλές, το πράσινο ξεχύνεται στα μπαλκόνια και γεφυρώνει τους δρόμους, που για τους Αγιασώτες είναι χώροι «ζωής. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα καφενεία τους, στην κεντρική πλατεία, είναι συμφιλιωμένα με το δρόμο και έτσι όπως είναι διαμορφωμένα, με μεγάλα ανοίγματα που κλείνονται με τζαμωτά, εξουδετερώνουν το φράγμα του τοίχου και ενοποιούν τους μέσα και έξω χώρους.

Μερική άποψη της Αγιάσου. Στο βάθος το Καστέλι. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Μερική άποψη της Αγιάσου. Στο βάθος το Καστέλι. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Διακρίνουμε στην Αγιάσο ξεχωριστές γειτονιές, οι οποίες είναι: α) η Καρυά, η περιοχή στην εκκλησία της Παναγίας, β) η Μπουτζαλιά γ) ο Απέσος δ) το Σταυρί και ε) η Αγριά, που είναι στα ψηλότερα σημεία του οικισμού. Μπορούμε να πούμε ότι οι παραπάνω γειτονιές έχουν σαν κέντρα τους τις δύο εκκλησίες του χωριού, οι τρεις πρώτες την εκκλησία της Παναγίας και οι άλλες δύο την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Επίσης εδώ μπορούμε να πούμε ότι έχουμε άλλες δύο γειτονιές, το Καμπούδι και το Μαυριώτη, που είναι κι αυτές στα ψηλά σημεία του χωριού. Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι δύο είσοδοι-έξοδοι του χωριού είναι η κύρια αιτία της απομόνωσης των γειτονιών μεταξύ τους, αν και παλαιότερα η κύρια αιτία ήταν η διαφορετική κοινωνική σύνθεσή τους, δηλαδή γειτονιές πλουσιότερων και φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Η Καρυά και το Σταυρί συγκεντρώνουν τα καλύτερα δείγματα παλιών αρχοντικών.

2. ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ (ΤΥΠΟΙ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ)

Κατ’ αρχάς είναι φανερή η ομοιότητα με την απέναντι μικρασιατική ακτή και αυτό φαίνεται και από τα χρησιμοποιούμενα οικοδομικά υλικά και τους τρόπους κατασκευής.

Τα κυριότερα παραδοσιακά υλικά είναι η πέτρα και το ξύλο, που προέρχονται είτε από ντόπιες πηγές είτε από την απέναντι ακτή. Από τα πετρώματα του νησιού, τα ηφαιστειακά του βορείου τμήματος είναι και τα καλύτερα, κυρίως γιατί συχνά παρουσιάζονται σε μορφή τόφφων με συμπαγή σύσταση και ποιότητα, που τα κάνει κατάλληλα για λεπτή αρχιτεκτονική επεξεργασία. Το ξύλο πάλι το προμηθεύονται από τα πλούσια δάση του νησιού, από πεύκα, καστανιές, λεύκες και κυπαρίσσια.

Παλαιά μεγάλη πόρτα αγιασώτικου σπιτιού. (Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Παλαιά μεγάλη πόρτα αγιασώτικου σπιτιού.
(Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Η πέτρα χρησιμοποιήθηκε στα θεμέλια και στην κατακόρυφη φέρουσα κατασκευή. Οι εξωτερικοί τοίχοι, που το πάχος τους ποικίλλει από 60-80εκ., είναι όλο πέτρινοι ή βλέπουμε και την παρεμβολή στρώσεων από τούβλα στην τοιχοποιία κατά το βυζαντινό πρότυπο. Επίσης στον τελευταίο όροφο βλέπουμε λεπτούς τοίχους από μπαγδατί. Στις γυμνές τοιχοποιίες φαίνεται καθαρά όλη η μαστοριά του τεχνίτη, κυρίως στην προσεκτική κατασκευή των γωνιών και το αρμολόγημα. Για την παρασκευή κονιαμάτων χρησιμοποιούνται ο ασβέστης (στο τέλος του 19ου αιώνα), η άμμος και ο πηλός, ενώ οι πιο προσεγμένες κατασκευές έχουν χτιστεί με κουρασάνι. Όταν το κονίαμα είναι με ασβέστη, οι αρμοί συνήθως ξεχειλίζουν και διαμορφώνονται έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα λεπτό πλέγμα ή γίνονται επίπεδοι και πλατιοί και σκεπάζουν το μεγαλύτερο μέρος της πέτρας. Όπου πάλι χρησιμοποιείται πηλός, οι αρμοί ξεπλένονται γρήγορα και δίνουν την εντύπωση ξερολιθιάς, γι’ αυτό ανάμεσα στις οριζόντιες στρώσεις τα κενά γεμίζονται με πολλές μικρές πέτρες. Για να βελτιώσουν τη συνεκτικότητα του τοίχου στην περίπτωση αυτή, συχνά ενσωματώνουν ξύλινο σκελετό, συνήθως από καστανιές (φριγγί) κυρίως μετά το σεισμό του 1867. Εκτός από τους τοίχους των οικοδομών, οι πελεκάνοι (πετράδες) έχτιζαν και τους χαρακτηριστικούς αναληματικούς ξερότοιχους (σέτια), που συγκρατούσαν το χώμα στις πλαγιές των βουνών κι επέτρεπαν τη δενδροφύτευσή τους σχεδόν ως την κορυφή.

Η αφθονία του ξύλου είναι ο σημαντικότερος λόγος, που η θολωτή κατασκευή στην Αγιάσο είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Όλες οι οριζόντιες φέρουσες κατασκευές, τα πατώματα, οι στέγες και τα πρέκια των ανοιγμάτων φτιάχνονται από ξύλο. Από ξύλο επίσης φτιάχνονται λεπτοί μη φέροντες τοίχοι, σκάλες, δάπεδα, οροφές, κουφώματα, κιγκλιδώματα και εντοιχισμένα έπιπλα.

Η κατασκευή των πατωμάτων γίνεται ως εξής: Επάνω στους μακριούς τοίχους του παραλληλεπιπέδου που πρόκειται να καλυφτεί πατούν ως τρεις κορμοί, τα σιμιντούκια ή κιρίζια, χωρίζοντάς το σε μικρότερα ανοίγματα. Πάνω τους πατούν τα δοκάρια, οι κιρισλιμέδες, σε αποστάσεις ως 40εκ. μεταξύ τους και σ’ αυτούς τέλος καρφώνονται τα σανίδια. Η ίδια κατασκευή χρησιμοποιείται και στα δώματα, όπου συμπληρώνεται με την αναγκαία μόνωση. Αυτή αποτελείται συνήθως από ένα στρώμα ξερών φυκιών, 7-10εκ., την κουμιδιά, που σκεπάζεται μ’ ένα παχύ στρώμα λάσπης. Το χώμα συνήθως το ανανέωναν κάθε φθινόπωρο και κάποτε το συγκρατούσαν με μια σειρά από πλάκες, τα πουπλάτσα. Στην απόληξη των δωμάτων σχηματίζεται συνήθως ένα γείσο από πλάκες που προεξέχουν κατά 10-15εκ. και από πάνω γίνεται μια υπερύψωση με πέτρες που συγκρατούν το χώμα. Μέσα τους ενσωματώνονται πήλινοι σωλήνες, οι τσουρουχλήτες, που λειτουργούν σαν υδρορροές. Οι καπνοδόχοι (πκαρήδες) διαμορφώνονται χαμηλοί και είναι πέτρινοι ή πήλινα ενσωματωμένα δοχεία ή χυτές κατασκευές από λάσπη. Τα δώματα αντικαταστάθηκαν από την τετράριχτη, ξύλινη κεραμωτή στέγη, που τελικά επικράτησε.

 Στις ξύλινες στέγες βασικά μορφολογικά στοιχεία αποτελούν η διαμόρφωση του γείσου, που φτάνει να προεξέχει μέχρι και 50εκ. και του πκαρή, ψηλής και λεπτής καπνοδόχου, που παρουσιάζεται σε πολλές ποικιλίες.

Χαρακτηριστικές ξύλινες κατασκευές είναι επίσης οι λεπτοί, μη φέροντες τοίχοι από τσατμά ή μπαγδατί. Είναι φτιαγμένοι από ξύλινο σκελετό που πάνω του καρφώνονται οι μπαγδατόπηχες, ξύλινες οριζόντιες πήχεις ή καλάμια, που σοβατίζονται και από τις δύο μεριές με ασβεστοκονίαμα, εμπλουτισμένο με φλοιούς δημητριακών, ψιλοκομμένο άχυρο ή γιδότριχες (κιντίρ) για μεγαλύτερη συνοχή. Το πάχος τους ποικίλλει από 15-20εκ. και χρησιμοποιούνται σαν εσωτερικοί διαχωριστικοί ή σαν εξωτερικοί στον τελευταίο όροφο, οπότε στις γωνιές τα φορτία της στέγης αναλαμβάνονται από ξύλινα κολονάκια που τους πλαισιώνουν. Κάποτε η εξωτερική τους επιφάνεια δεν επιχρίεται, αλλά επενδύεται με οριζόντιες, καλά προσαρμοσμένες σανίδες, που λέγονται πετσώματα. Ο λόγος που προτιμάται η ελαφριά αυτή κατασκευή για τους ψηλότερους ορόφους είναι ότι προσφέρεται για το άνοιγμα πολλών παραθύρων και φεγγιτών και ότι κυρίως δίνει τη δυνατότητα να σχηματιστούν προεξοχές του πατώματος, τα λεγόμενα σαχνισίνια, που αυξάνουν σημαντικά τον κατοικήσιμο χώρο. Η στήριξή τους γίνεται με τους παρακάτω τρεις τρόπους: α) Με μια σειρά προβόλων, που δημιουργούνται από την προεξοχή των δοκαριών του πατώματος, β) Με ξύλινες και αργότερα σιδερένιες αντηρίδες και γ) Με οποιονδήποτε από τους δυο προηγούμενους τρόπους, που στη συνεχεία κρύβεται με καμπύλη κατασκευή φτιαγμένη από τσατμά.

Εκτός από την πέτρα και το ξύλο συναντούμε επίσης μιά περιορισμένη χρήση σιδηρών κατασκευών, κυρίως σε αντηρίδες, σε φεγγίτες και σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών. Όσο για τη διαμόρφωση των εξωτερικών οριζόντιων επιφανειών, αυτές συνήθως στρώνονται με πέτρινες πλάκες. Οι δρόμοι καλύπτονται με λιθόστρωτο, που λέγεται ντουσεμές. Οι μέθοδοι κατασκευής δείχνουν πολλές ομοιότητες με τη Βόρεια Ελλάδα, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία.

Στην περιοχή της Αγιάσου συναντάμε δύο τύπους κατοικιών: α) Τα αγροτικά καταλύματα και β) το χωριάτικο σπίτι.

α) Τα αγροτικά καταλύματα βρίσκονται έξω από το χωριό, στα περιβόλια, στα κτήματα ή άλλους ερημικούς τόπους. Σχετίζονται αφ’ ενός με τη συγκομιδή της σοδειάς ή είναι καλοκαιρινά εξοχικά. Είναι πολύ απλά, πέτρινα, με μακρόστενο παραλληλεπίπεδο σχήμα και με δώμα, τα παλιότερα, ή με δίριχτη κεραμωτή στέγη. Η είσοδος είναι από τη μεγάλη πλευρά του παραλληλεπιπέδου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η συνήθεια των Αγιασωτών αγροτών να μένουν μακριά από τα μόνιμα σπίτια τους είναι συνδεδεμένη με το πρόβλημα της εργασίας. Με τις ελιές είχαν απασχόληση μόνιμα μέχρι τον Απρίλη και το καλοκαίρι δούλευαν στους μπαχτσέδες, όπου μετέφεραν τη διαμονή τους. Επειδή η πιο πολλή μέρα περνούσε με δουλειά στο ύπαιθρο, σε πολλές περιοχές δεν έχτιζαν μόνιμες κατοικίες, αλλά κάτι πολύ πρόχειρα καταλύματα από φύλα και κλαδιά δένδρων, που τα χαλούσαν, όταν έφευγαν και τα ξανάφτιαχναν τον άλλο χρόνο. Η προστασία που τους προσέφεραν ήταν στοιχειώδης, λίγο ίσκιο το καταμεσήμερο και λίγο ασφαλέστερο βραδινό ύπνο.

β) Το χωριάτικο σπίτι συνήθως είναι διώροφο και περιστοιχισμένο από βοηθητικά κτίσματα μέσα σε μια μικρή αυλή, έτσι που το σύνολο να αποτελεί μια κλειστή προς το δρόμο μονάδα. Οι μονάδες αυτές είναι κολλητές η μια στην άλλη ή χωρίζονται με στενές λουρίδες, όπου υπάρχουν αυλάκια που εξυπηρετούν την αποχέτευση. Η καθαυτό κατοικία περιορίζεται στον όροφο του κυρίως σπιτιού, όπου ανεβαίνει κανείς με ξύλινη εσωτερική σκάλα. Στο ισόγειο βρίσκεται πάντα το κατώγ’, όπου αποθηκεύεται το λάδι και άλλα τρόφιμα. Οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι, ντάμια για τα κατοικίδια, φούρνος, πλυσταριό, αποχωρητήριο, μπαίνουν οι περισσότεροι στην αυλή και μερικοί στο ισόγειο μαζί με το κατώγ’. Επειδή το ισόγειο και η αυλή είναι για συναφείς χρήσεις, έχουν τον ίδιο χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά ο χώρος του ισογείου μόλις μπεις, κι όπου ξεκινά η σκάλα, λέγεται μεσ’αυλή και πλακοστρώνεται συνήθως με τον ίδιο τρόπο, όπως και έξω. Η αυλόπορτα είναι ξύλινη, δίφυλλη, όπως και η εξώπορτα του σπιτιού. Σπανιότερα η εξώπορτα βλέπει απευθείας στο δρόμο. Τα δύο κύρια δωμάτια του ορόφου ο ουντάς και το μαγειρειό, συνδέονται με το αξάτο, που είναι ο χώρος όπου βγαίνει η σκάλα, στην πρόσοψη σχηματίζουν σαχνισίνια, για μεγαλύτερη όσο το δυνατόν εκμετάλλευση χώρου, με τρόπο που δηλώνεται η εσωτερική δομή του σπιτιού. Για να τονιστεί η σημασία του οντά, το σαχνισίνι του προεξέχει περισσότερο, βρίσκεται δε, σχεδόν πάντα, πάνω από την είσοδο, που φέρει καφασωτό για το φωτισμό της μεσ’αυλής. Στη μέσ’αυλή υπάρχει, δίπλα στην είσοδο, το αποχωρητήριο και απέναντι ένα ξύλινο πατάρι, ο σουφάς, για να καλύπτονται οι πρόσθετες ανάγκες που δημιουργεί η έλλειψη αυλής.

Η «Καφενταρία», επιβλητικό κτίσμα στην Αγορά της Αγιάσου. (Φωτογραφία Μιχάλη Κορομηλά)
Η «Καφενταρία», επιβλητικό κτίσμα στην Αγορά της Αγιάσου.
(Φωτογραφία Μιχάλη Κορομηλά)

Επίσης βλέπουμε και τριώροφα στενομέτωπα σπίτια. Η χρήση των χώρων σ’ αυτά παραμένει η ίδια, αλλά κάθε όροφος αποτελεί και χωριστό δωμάτιο. Στην όψη δεν υπάρχουν σαχνισίνια, αλλά μικρά ξύλινα μπαλκόνια.

Η επίπλωση των σπιτιών αποτελείται κυρίως από ξύλινα εντοιχισμένα έπιπλα, που δένουν αρμονικά με τον ξύλινο διάκοσμο των ορόφων και τις επιμελημένες ταμπλαδωτές πόρτες. Εντύπωση επίσης προκαλούν οι ευφυείς λύσεις, που επινοούνται για να καλυφτούν λειτουργικές ανάγκες με τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση χώρου. Έτσι βλέπει κανείς παράθυρα που είναι συγχρόνως και πλύστες, πλύστες που είναι μαζί και πιατοθήκες, πόρτες που λειτουργούν συγχρόνως και σαν φύλλα ντουλαπιών.

Λιθόστρωτος δρόμος Αγιάσου με το «λαγκάδ » στο μέσον, που χρησίμευε για το ξενέρισμα. (Φωτογραφία Γιάννη Π. Χατζηβασιλείου)
Λιθόστρωτος δρόμος Αγιάσου με το «λαγκάδ » στο μέσον, που χρησίμευε για το ξενέρισμα.
(Φωτογραφία Γιάννη Π. Χατζηβασιλείου)

Στο χαμηλότερο μέρος του μέσα σπιτιού υπάρχει αρχικά το τζάκι, η γωνιά με το ράφι του από πάνω στολισμένο, δύο αντικριστοί καναπέδες κατά μήκος των τοίχων κι ο σουφράς, που γύρω του γευματίζει η οικογένεια καθισμένη καταγής, ένα ψηλό, περιμετρικό ράφι με όλα τα μπακιρικά και τα πιατικά του σπιτιού πάνω αραδιασμένα, το γυαλοντούλαπο με τα γυαλικά και τέλος το εικονοστάσι με το κρεμαστό καντήλι. Συχνά από το ταβάνι κρέμονται ξερά οπωρικά, σκεύη ή ακόμα και η κούνια του μωρού γι’ αυτό βλέπουμε να υπάρχουν κρίκοι σ’ αυτό. Στο σοφά όπου συγκεντρώνονται τα παράθυρα, υπάρχουν γύρω γύρω τα στρώματα διπλωμένα και ξύλινες κασέλες με το ρουχισμό του σπιτιού και τα προικιά των κοριτσιών. Εκεί κοιμάται η οικογένεια, αλλά και φιλεύονται οι ξένοι.

Το μόνο σημαντικό κινητό έπιπλο είναι η ξυλόγλυπτη κασέλα, το σιντούτσ’. Εκτός από την εξυπηρέτηση λειτουργικών σκοπών, αποτελούσε συγχρόνως και διακριτικό σημάδι της κοινωνικής θέσης του οικοδεσπότη. Σκαλιζόταν από τον ίδιο το νοικοκύρη ή από επαγγελματίες ταγιαδόρους ή από σαμαράδες, συνήθως πάνω σε ξύλο καρυδιάς ή καστανιάς. Παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στα μέσα του 18ου αιώνα. Τα θέματα τους είναι παρμένα από τη φύση, την παράδοση ή την καθημερινή ζωή και αποδίδονται με τρόπο καθαρά συμβολικό, αποβλέποντας όχι τόσο στην περιγραφική ακρίβεια, αλλά κυρίως στη διακόσμηση. Γι’ αυτό υπάρχει εξάλλου και η ομοιότητα με τα μοτίβα των κεντημάτων. Είναι από τα πιο γνήσια παραδείγματα της ντόπιας λαϊκής τέχνης, το οποίο σώζεται μέχρι τις μέρες μας με πολύ καλούς μάστορες της τέχνης της ξυλογλυπτικής, που έχουν, μπορούμε να πούμε, σήμερα παγκόσμια ακτινοβολία.

Άλλες κατασκευές που συγκέντρωσαν την προσοχή και το ενδιαφέρον του Αγιασώτη τεχνίτη είναι οι κομψές και προσεγμένες δημόσιες βρύσες. Τις συναντάμε είτε έξω από εκκλησίες ή στον περίβολό τους, σε σταυροδρόμια, στην πλατεία ή και σε απλούς δρόμους στην είσοδο του χωριού. Η αντιπροσωπευτικότερη είναι αυτή στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας. Είναι με πέτρινο τόξο σχηματιζόμενο από πεσσούς. Αποτελεί ένα προσεγμένο τμήμα τοιχοποιίας, που ενσωματώνεται σε μια κοινή τοιχοποιία. Τα στολίδια της είναι απλά σύμβολα (ρόδακες, ρόμβοι), που είναι σκαλισμένα πάνω στα λαξευτά της μέρη.

Ένα ντάμι στο Ξυλόκαστρο-Παλιοκαρυά (16-8-87) (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ένα ντάμι στο Ξυλόκαστρο-Παλιοκαρυά (16-8-87) (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Βλέπουμε λοιπόν ότι επιδράσεις προερχόμενες κυρίως από την ισλαμική Ανατολή, αλλά και από την ευρωπαϊκή Δύση, αφομοιώθηκαν πλήρως στο αγιασώτικο ιδίωμα, που χαρακτηρίζεται από μία λιτότητα και υπαγορεύεται από την εξυπηρέτηση βασικών λειτουργικών αναγκών.

ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΩΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 41/1987

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΙΟΥ Ή ΤΗΣ ΓΛΑΣΤΡΑΣ

ΘΕΣΗ

Η τοποθεσία Σπήλιος ή Γλάστρα βρίσκεται ΝΔ του λόφου Καστέλι, όπου υπήρχε ενετικό φρούριο. Η μετάβαση στην τοποθεσία αυτή γίνεται από μονοπάτι που περνά πίσω από το νεκροταφείο του χωριού, ύστερα από πεζοπορία 35′. Μπορεί επίσης να πάει κανείς εκεί και από το λόφο Καστέλι, μόνο που η διαδρομή είναι μεγαλύτερη.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Το σπήλαιο ήταν γνωστό από πολύ παλιά. Επίσημα αναφέρεται στο βιβλίο του Στρατή Κολαξιζέλη «Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου» – Μυτιλήνη 1947, καθώς και στο βιβλίο του Γεωργίου Α. Δουκάκη «Ο Τουρισμός της νήσου Λέσβου» Αθήναι 1959.

σπιλ0001

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ

Το στόμιο του σπηλαίου βρίσκεται στη βάση βράχου και έχει πλάτος 2Μ και μέγιστο ύψος 1 Μ, είναι δε στραμμένο προς τα Β-ΒΑ και βλέπει στον απέναντι λόφο Καστέλι. Μπροστά από το στόμιο είναι πεσμένος βράχος, αποσπασμένος από τον υπερκείμενο του στομίου βράχο. Το μέγιστο βάθος του σπηλαίου είναι 47Μ, ενώ το μέγιστο πλάτος φτάνει τα 4Μ και το μέγιστο ύψος περίπου 7Μ κατά θέσεις. Ο κατά μήκος άξονας του σπηλαίου έχει διεύθυνση ΝΔ.

Μετά την είσοδο στο σπήλαιο, υπάρχει ο πρώτος θάλαμος – διάδρομος του σπηλαίου. Στα δεξιά υπάρχει βραχώδης έξαρση που τον χωρίζει από το δεύτερο θάλαμο. Η βραχώδης έξαρση στο μπροστινό της τμήμα σχηματίζει στένωμα 1Μ περίπου, δια του οποίου μπαίνουμε στο δεύτερο θάλαμο. Αυτός έχει δύο μεγάλους χώρους. Ο πρώτος παρουσιάζει στο αριστερό του μέρος μικρές τυφλές κοιλότητες, ενώ αντίθετα στο δεξιό μέρος του είναι πεσμένος ένας βράχος και πάνω του είναι πεσμένοι άλλοι βράχοι. Γενικά η δεξιά πλευρά παρουσιάζει σημεία κατάρρευσης, κατά θέσεις. Μια δεύτερη στένωση πλάτους 0,70Μ οδηγεί στον τρίτο θάλαμο ωοειδούς σχήματος. Από φαρδύτερη στένωση οδηγούμαστε σε μικρότερο τέταρτο θάλαμο, που συνεχίζει σε μακρόστενο διάδρομο πλάτους 1-1,5, που στο βάθος στενεύει και παρουσιάζει ανοδικό έδαφος με μία μικρή οπή στο βάθος που συνεχίζει προς δυτικά. Η είσοδος στην οπή αυτή είναι αδύνατη, είναι δε πολύ πιθανό το σπήλαιο να συνεχίζει πίσω από αυτή σε απροσδιόριστο βάθος.

Το έδαφος είναι χωμάτινο, ενώ κατά θέσεις είναι πεσμένοι μικροί βράχοι από την οροφή ή τη δεξιά πλευρά του σπηλαίου.

Σ όλο το μήκος του σπηλαίου υπάρχουν σταλακτίτες μαστοειδείς ή ταινιωτοί, με μέγιστο μήκος 0,5 μέχρι 1Μ και μέγιστη διάμετρο 0,40Μ. Σε πολλές περιπτώσεις οι σταλακτίτες έχουν ενωθεί με τους σταλαγμίτες και έτσι σχηματίζονται διάφορα συμπλέγματα με ποικίλα σχήματα, όπως επιτάφιος, δαντέλες κ.λ.π. Τόσο δεξιά όσο και αριστερά των τοιχωμάτων υπάρχουν πετρώματα που σχηματίζουν μια ωραία μωσαϊκή όψη. Ο πρώτος θάλαμος φωτίζεται από το φως που μπαίνει από το στόμιο του σπηλαίου, στη συνέχεια όμως χρειάζεται τεχνητός φωτισμός.

ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑ

Η θερμοκρασία κατά το μήνα Ιούλιο ήταν 15°C, ενώ η εξωτερική ήταν περίπου 28°C. Η υγρασία είναι περίπου 90%. Από την οροφή του σπηλαίου πέφτουν κατά θέσεις σταγόνες νερού, ενώ επίσης διάφορες θέσεις των αριστερών τοιχωμάτων σκεπάζονται από υγρασία.

ΒΟΤΑΝΙΚΗ

Το σπήλαιο βρίσκεται μέσα σε ελαιώνα, ενώ σε μικρή απόσταση περιτριγυρίζεται από πευκοδάσος. Η είσοδος του σπηλαίου καλύπτεται από πιτραμίθρα και δάφνη, ενώ υπάρχουν επίσης φτέρες, τσουκνίδες, φτλέλια, ρίγανη, ποντικάγκαθα, βρύα και διάφορα άλλα αγρωστώδη. Στο εσωτερικό βρέθηκαν φυτρωμένοι μύκητες (μανιτάρια), ενώ σε διάφορες θέσεις των τοιχωμάτων υπήρχαν ρίζες και ριζίδια δέντρων.

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

Σύμφωνα με το Στρατή Κολαξιλέλη “… υπάρχουν σταλακτίτες με περίεργες μορφές, δια τους οποίους οι περασμένες γενεές πίστευαν ότι είναι αγάλματα Θεών, απολιθωμένοι μαστοί, κρεβατές Ανηραΐδων κ.τ.λ. αναλόγως του σχήματος αυτών”.

Υπάρχει ακόμα η πρόληψη, ευρύτατα διαδομένη μεταξύ των κατοίκων της Αγιάσου, ότι, αν ακουστεί βλασφημία μέσα στο σπήλαιο, τότε κλείνει η είσοδος του.

Ο αγαπητός μας φιλόλογος καθηγητής και Λυκειάρχης Δημήτριος Σκλεπάρης μας γράφει τα εξής σχετικά με την παράδοση που επικρατεί για το σπήλαιο: «Αυτά γενήκανε τα παλιά χρόνια, τα πολύ παλιά. Δεν τα προφτάξαμε μεις, ούτε οι παππούδες μας, που μας τα διηγήθηκαν, ακουστά και αυτοί από τους προπάππους τους, σαν παραμύθι: Κυνηγημένος ο κόσμος έφευγε να κρυφτεί. Τη σπηλιά αυτή την ήξεραν και ήρτεν η ώρα που χρειάστηκε. Σ’ αυτήν έτρεξαν. Μα καθώς ήταν πολύς κόσμος, από την τρεχάλα και τη βιασύνη σέρνοντας τη μαρμαρένια πλάκα να κλείσ’ η σπηλιά, έμειν’ απ’ όξω η ασημένια παντούφλα της αρχοντοπούλας. Αυτή τους πρόδωσε. Όταν ψάχνοντας τη βρήκαν οι Αγαρηνοί, με τα πολλά, τράβηξαν την πόρτα, μπήκαν μέσα, έκοψαν, σκλάβωσαν. Από τότες τρέχουν οι πέτρες, είναι τα δάκρυα του κόσμου που χάθηκε. Τρέχουν από τα μάτια, κυλάνε από το πρόσωπο στο στήθος, τα βυζιά και στάζουν στη γη. Έγινε θρήνος και οδυρμός. Άγγελος Κυρίου μετάτρεψε τα κόκαλά τους σε πέτρες, που ακόμα στάζουν – κλαίνε για το χαλασμό που γένηκε».

ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε σαν καταφύγιο από ντόπιους «νταμγκατζήδες», δηλ. παραχαράκτες για την κατασκευή πλαστών τουρκικών χάλκινων νομισμάτων (μπαγκίρες), με τη χρησιμοποίηση του μεταλλικού νταμγκά (μήτρας).

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Το σπήλαιο έχει τοπικό τουριστικό ενδιαφέρον. Συνιστάται για επίσκεψη από ντόπιους και ξένους φυσιολάτρες.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Μ. ΧΟΥΤΖΑΙΟΣ κτηνίατρος

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΧΟΥΤΖΑΙΟΣ φυσικός

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 13/1982