ΤΟ ΔΙΠΛΟΥΝ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ

27/10/1955

Σχετικώς με τον φόνον του Κ. Στεφανή και του υιού του Ιωάννου ετών 13, υπάρχουν εξ εγκύρου πηγής αι κάτωθι πληροφορίαι:
Το έγκλημα διεπράχθη εις την θέσιν «Σινά Μάννα» της περιοχής «Άνδρια» Αγιάσου.
Δράσται αυτού είνε ο Π. Καζαντζής ετών 19 ανεψιός του δράκου της Αγιάσου Ν. Καζαντζή με συνεργόν τον Γ. Καλογεράν. Αμφότεροι δε ωμολόγησαν την απαισίαν πράξιν των.
Ανακρίσεων ως εγράψαμεν και εις το προηγούμενον φύλλον μας επελήφθησαν αμέσως ο Εισαγγελεύς κ. Δ. Μουδήλος, ο Δ/τής Χωρ/κής κ. Γ. Μουργκόγιαννης, ο υποδ/τής Αγιάσου κ. Γ. Ρίγλης και ο Ειρηνοδίκης κ. Δ. Τσουμάκης.
Πλέον των 60 ατόμων ανεκρίθησαν εγγράφως και έτερα 20 προφορικώς μόνον.
Η ανάκρισις εκάλυψεν συνολικώς 70 ώρας έως ότου οι κακούργοι ωμολόγησαν την πράξιν των.
Εκτός των αμυχών τας οποίας είχεν ο Καζαντζής εις το πρόσωπον και τας χείρας αι οποίαι ήγειραν κατ’ αυτού υποψίας, εις την λύσιν της σκοτεινής ταύτης υποθέσεως συνετέλεσεν και ένας πέτσινος σάκος αμερικανικός, με φερμουάρ, ο οποίος ευρέθη εις την οικίαν του Καζαντζή και ο οποίος εις το άκρον των μανικιών φέρει, εσωτερικώς, κιλίδας αίματος. Τον σάκον αυτόν δεν ηθέλησε να τον εξαφανίση ο δράστης διότι τον ελυπήθη προφανώς επειδή τον είχεν αγοράση αντί 200 δραχμών!
Η σκηνή του φόνου δύναται να σκιαγραφηθή ως εξής:
Ο Κ. Στεφανής συνέλαβεν επ’ αυτοφώρω τους δράστας να κλέπτουν τα καυσόξυλά του και τους έκαμε δριμείας παρατηρήσεις. Ο Καζαντζής τη στιγμή που ενεφανίσθη ο Στεφανής εφόρτωνε τον όνον του ενώ ο Καλογεράς προσεποιείτο ότι δήθεν εζήτει μίαν αίγα που έχασε!
Ο Στεφανής τους ηπείλησε ότι θα τους καταγγείλη, τότε δε ο Καζαντζής του επετέθη. Επηκολούθησε πάλη, ο δε Καλογεράς επενέβη δια να βοηθήση τον Καζαντζή. Ο Στεφανής μη δυνηθείς να αντιμετωπίση και τους δύο κατεβλήθη, ούτω δε εύρεν ευκαιρίαν ο Καζαντζής και τον εφόνευσε. Ακολούθως ο Καλογεράς δια του πελέκεως του εφόνευσε και τον υιόν του Στεφανή δια να μη υπάρχει αυτόπτης μάρτυς του φόνου.
Ακολούθως οι δράσται εξηφανίσθησαν. Ο μεν Καζαντζής κατηυθύνθη προς την περιοχήν της Γέρας όπου συνηντήθη με τον αγρότην Τσουπήν ο οποίος τον είδε αιματωμένον, ο δε Καλογεράς διήλθεν δια του κτήματός του οδηγών τον όνον του Καζαντζή και έφθασε εις την οικίαν του.
Είναι βέβαιον ότι προηγουμένως οι δράσται έσπευσαν να εξαφανίσουν τα φονικά των όργανα, ο δε Καζαντζής εξηφάνισε και τα ενδύματά του ύστερα από την ερώτησιν του Τσουπή γιατί είναι αιματωμένος.
Οι κακούργοι δεν ομολόγησαν εισέτι πού έκρυψαν τα φονικά των όργανα και τα αιματωμένα των ενδύματα. Αμφότεροι ήσαν συστηματικοί κλέπται καυσοξύλων, πλέον δε των 4000 οκ. έκλεψαν από διάφορα κτήματα και ιδίως του Ασωμάτου και τα επώλησαν εις τα διάφορα γειτονικά χωρία και εις το Σανατόριον!
Αι αγροκλοπαί αυταί λέγεται ότι εκαλύπτοντο υπό του αδελφού του Καζαντζή υπηρετούντος εις την Αγροφυλακήν.

ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

ΕΦΟΝΕΥΣΕ ΘΗΡΙΩΔΩΣ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΥΙΟΝ ΔΙΑ ΠΕΛΕΚΕΩΣ ΔΡΑΣΤΗΣ ΕΙΣ ΕΞΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΗΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΗ

εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ

25/10/1955

Την παρελθούσαν Τρίτην αποτρόπαιον διπλούν έγκλημα έλαβε χώραν εις την τοποθεσίαν «Άντρια» Αγιάσου εις απόστασιν μιας περίπου ώρας από το Σανατόριον. Εις την προαναφερθείσαν θέσιν είχον μεταβεί από πρωίας ο Ευστράτιος Στεφανής ετών 48 διατηρών αγγειοπλαστείον εις το Σταυρί μετά του υιού του Ιωάννου ετών 13 αφού προηγουμένως ο Στεφανής είχεν είπη εις την σύζυγόν του Αγγελική ότι θα μετέβαινε δια να την συναντήση εις έτερον κτήμα των, ένα καστανιώνα, εις τον οποίον αύτη θα επήγαινε δια να συλλέξη κάστανα Η σύζυγος του Στεφανή ματαίως αναμένουσα τούτον επέστρεψε μόνη το εσπέρας εις την οικίαν της όταν δε είδεν ότι δεν ήτο εκεί ο σύζυγός της ειδοποίησε τους συγγενείς της Σ. Τάλιον Μ. Μπουρλήν και Σ. Σαρέλλη οι οποίοι παραλαβόντες φανούς την 10ην νυκτερινήν μετέβησαν εις το κτήμα του Ε. Στεφανή όπου ευρέθησαν προ αποτροπαίου θεάματος. Ο Ε. Στεφανής και ο υιός του έκειντο εντός λίμνης αίματος νεκροί εις απόστασιν ενός μέτρου ο εις από του άλλου. Το κρανίον του Κων/νου είχεν ανοίξη εις το οπίσθιον μέρος και ο ατυχής μικρός έφερε βαθύ τραύμα δια πελέκεως κάτωθεν της δεξιάς σιαγόνος.

Έντρομοι επέστρεψαν εις Αγιάσον αναφέραντες το γεγονός εις τον ειρηνοδίκην κ. Δ. Τσουμάκην και εις τον Δ/τήν της υποδιοικήσεως Αγιάσου κ. Γ. Ρίγλην, αμφότεροι δε την 12ην μεσονύκτιον ώραν με ομάδα ανδρών της Χωροφυλακής μετέβησαν επί τόπου διενεργήσαντες αυτοψίαν. Την πρωίαν της επομένης κατέφθασαν εις Αγιάσον  ο Εισαγγελεύς κ. Διονύσιος Μουδήλος και ο Δ/τής της Διοικήσεως Χωρ/κής κ. Μουρκόγιαννης επιληφθέντες αμέσως ανακρίσεων. Αμφότεροι μετέβησαν το απόγευμα εις τον τόπον του εγκλήματος και προέβησαν εις λεπτομερή έρευναν.

Το έγκλημα παρουσιάζετο σκοτεινόν, πλέον δε των 20 ατόμων ανεκρίθησαν χωρίς να προκύψη τίποτε το διαφωτιστικόν, μέχρι της στιγμής που συνελήφθη ο Παν. Καζαντζής ή Καρακάσης, εξάδελφος του διαβοήτου κακούργου Καζαντζή ο οποίος αμέσως εθεωρήθη ύποπτος. Ούτος προτού συλληφθή εβοήθησε εις την μεταφοράν και ταφήν των πτωμάτων και έλαβε μέρος εις την κηδείαν. Ο Καζαντζής φέρει αμυχάς εις το πρόσωπον και τας χείρας τας οποίας δεν ημπορεί να δικαιολογήση. Επίσης ευρέθησαν ίχνη ζώου τα οποία άρχιζαν από την περιοχήν του εγκλήματος κατευθυνόμενα προς τον αγροτικόν οικίσκον του. Ούτος ωμολόγησε την πράξιν του ισχυριζόμενος ότι εφόνευσε τον Ε. Στεφανήν, τον δε υιόν του εφόνευσε έτερος ξυλοκόπος που ήτο μαζί του, ο οποίος και συνελήφθη.

Αιτία του φόνου είνε η κλοπή καυσοξύλων. Ο Στεφανής είχε διαπιστώσει ότι συστηματικά του εκλέπτοντο καυσόξυλα τα οποία εχρησιμοποίει δια τας αγγειοπλαστικάς εργασίας του. Την μοιραίαν δε πρωίαν συνέλαβε επ’ αυτοφώρω τον δράστην μετά του οποίου ως φαίνεται διεπληκτίσθη με αποτέλεσμα να τον φονεύση ούτος δια πελέκεως, ακολούθως δε να φονεύση και τον διανοητικώς ανάπηρον υιόν του δια να εξαφανίση τον μόνον υπάρχοντα μάρτυρα της φονικής σκηνής.

Το απόγευμα της χθες επέστρεψεν εξ Αγιάσου ο Δ/τής Χωρ/κής Μ. Μουργκόγιαννης.

Το εσπέρας ανεκοινώθη επισήμως ότι το σκοτεινόν διπλούν έγκλημα της Αγιάσου διελευκάνθη πλήρως, δράσται δε είναι οι Π. Καζαντζής ετών 19 και Γ. Καλογεράς ετών 25, οι οποίοι και ωμολόγησαν την ειδεχθή πράξιν των.

ΟΠΩΣ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

Μεταφορά στο μονοτονικό και επεξεργασία από την εφημερίδα «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 30/03/1956

Το άρθρο αναφέρεται στο συγκρότημα των Ανανία Καραμανλή-Παναγιώτη Ταμβάκη με θέμα «Το Καραβάνι»

Να μάς ζήσει η Αγιάσος. Η πρασινολουσμένη, η γεροδεμένη, η ατίθαση, η μερακλού, η θυμόσοφη Αγιάσος. Είναι το τελευταίο οχυρό τής ωραίας λεσβιακής παράδοσης που στέκει αλύγιστο κι’ ακατάλυτο στις διαβρωτικές επιθέσεις του ξενόφερτου επιθέσεις του ξενόφερτου πολιτισμού, με τους μοντερνισμούς του, με τις λόξες του, με τα άνοστα και τα κακά κοσμοπολίτικα γούστα του.

Η Αγιάσος είναι η Ιερά Καλύβη στην οποία βρήκε καταφύγιο η κυνηγημένη από το σνομπισμό και τη ξενομανία μας λεσβιακή παράδοση, αυτή που αποτελεί την ιστορική συνέχεια τής φυλής, δια μέσου ιών οιωνών, αυτή που περισώζει μέσα στην πλούσια έκφρασή της την ιστορική καταγωγή μας και την πορεία μας μέσα στο χρόνο.

Στην εποχή που ζούμε, για μας, τους πολλούς, η Αποκριά έχασε το νόημά της, δε μιλά στην ψυχή μας σαν πανάρχαιο έθιμο, δεν προσθέτει κανένα τόνο, κανένα παλμό στην καθημερινή ζωή μας. Ενώ στα παλιά χρόνια…

Ο τελευταίος πόλεμος και η ψυχολογία που δημιούργησε έδωσαν τη χαριστική βολή στη συνέχεια της παράδοσης – και φυσικά της αποκριάτικης εθιμοτυπίας. Θέρισε τους γεροντότερους, που ήταν οι φορείς και οι θεματοφύλακες των παλαιών ηθών και εθίμων, που δε συγκινούν πια, μήτε εμπνέουν τη μεταπολεμική γενιά. Στα χωριά «εισέβαλε» ο πολιτισμός, ο βιομηχανοποιημένος, με το ραδιόφωνο, με τους μουσικούς εκφυλισμούς του, με τις ερωτικές ξετσιπωσιές του, με την πολυτέλεια των εμφανίσεων και των επιδείξεών του, με την προσποίηση και την υποκρισία του.

Μέσα στο λεσβιακό μας περίγυρο, μονάχα η Αγιάσος μπόρεσε να διατηρήσει ένα τρόπο ζωής που επιτρέπει, αν όχι πάντα, σε καθορισμένες περιστάσεις, τη συμβίωση της ιθαγενούς αρχαίας παράδοσης με τα νέα στοιχεία που εισάγει στη ζωή μας ο κοσμοπολιτισμός που καταργεί τα φυλετικά σύνορα, εξαφανίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιό σύμβολα, αποχρωματίζει και αφομοιώνει.

Μια εκδήλωση αυτής της θερμής πίστης που περισώζει ο Αγιασώτης προς τα «πάτρια», προς τα πατρογονικά ήθη και έθιμα είναι και το ιδιότυπο, το σπαρταριστό και σπινθηροβόλο χρονιά­ρικο Καρναβάλι της που — χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει – εξακολουθεί να τελετουργείται μέσα στα γραφικά σοκάκια της, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα, «εν πανδήμω συναγερμώ». Ένα Καρναβάλι που πέρα απ’ το σκηνοθετημένο θεαματισμό του, με παλιά και με νέα πρότυπα, προσφέρει τη ζωντανή του σάτιρα, με το εκφραστικότατο αγιασώτικο γλωσσάρι, χωρίς γλωσσοδέτη, με αριστοφάνεια ελευθεροστομία, σάτιρα δουλεμένη με πηγαία στιχουργική δεξιοτεχνία, σάτιρα που ξεσκεπάζει, απογυμνώνει, γελοιοποιεί, καυτηριάζει, ρεζιλεύει, τιμωρεί και διδάσκει. Δεν της διαφεύγει τίποτε. Είναι ένα πλήρες αποκριάτικο σατιρικό χρονικό, γεμάτο από εκρήξεις σπιρτόζικης λαϊκής εξυπνάδας, από χιούμορ που η τσουχτερή του γεύση προκαλεί στο ακροατήριο πυρετώδη κατάσταση ευθυμίας.

Θα δώσουμε παρακάτω μερικά απολαυστικά κομμάτια από το φετινό αποκριάτικο χρονικό — όσα επιτρέπει η σεμνότυφη λο­γοκρισία – αν και εκείνα που έ­χουν το πιο καλό ζουμί είναι αυτά ακριβώς που εμπίπτουν στην απαγορευτική δικαιοδοσία της.

ΣΕΙΡΙΟΣ

Στην οργάνωση του φετινού Αγιασώτικου Καρναβαλιού συνέβαλαν δυο κυρίως τοπικοί παράγοντες: Το λαμπρό «Αναγνωστήριο» που ενεθάρρυνε την προσπάθεια με την προκήρυξη επάθλου και ο ενθουσιώδης γυμναστικός Σύλλογος «Όλυμπος», με το θυμελικό του θίασο, που ανέλαβε τη φροντίδα και τα έξοδα και το συντονισμό της δουλειάς. Και στις δυο οργανώσεις οφείλεται θερμός, θερμότατος έπαινος.

Δε θα κάνουμε περιγραφή, γιατί είναι πια εκτός τόπου και χρόνου. Θα περιοριστούμε στο σατιρικό χρονικό που απαγγέλθηκε απ’ τους Τσιγγάνους αποκριάτικους τροβαδούρους. Το πρώτο κεφάλαιο αφιερώνεται στην Κύπρο. Βρυγμός και τριγμός οδόντων εναντίον του Τυράννου και μπόλικη πατριωτική έξαρση.

Ύστερα απ’ την απαραίτητη αυτή εισαγωγή, ο Καρνάβαλος βρίσκει το γνήσιο εαυτό του καθώς απευθύνεται στους συγχωριανούς του αρσενικούς και θηλυκούς:

Γεια σας, χουριανοί. καλμάνδις νιες,

γριγιές, τσι νοι, τσι γερ,

χρόνια τώρα σάς διουβάζου

σεις του γδι τσι του γδουχέρ.


Αλλάξιτί του του διουλί

κάτσιτι τσι στσιφτείτι

κι’ απ’ ένα πάριτι παπά

στου σπιτ τσι διαβαστείτι.


Γιατί σαν που παγαίνιτι

σάς δίνου τα προυφόνια∙

ούλ σας τρουβά θα πιάσιτι

σι πέντι δέκα χρόνια.


Φουνάγ’ς·γαβγίγ’ς, μο πους φουνάγ’ς

να ρε διαβόλ’ η μέρα!

Μπόμπα θα ρίξου να τναχτούν

τα γδια σας στουν αγέρα!


Κάνιτι πους δεν έχιτι

μηδί στουν ήλιου μοίρα

του καλουτσαίρ’ μες τ’ Σουλουγάν’

τρέχ’ πουταμός γη μπύρα.


Αμπείς μες τ’ Παναγιώτ’ τ’ Αβγού

έγ’τσι ’νι τα σπουδαία

ρατσί, μιζέ, τραγούδ’, χουρό

Ρηνούλα τσι ιδέα.


Μι μια ματιά που θα τουν ρίξ

τα πουρτουφόλια αδειάζιν

άλλους τα δαμασνέλια τρω

τσι φνουν τα δόντια μδιάζιν.


Αμ στουν τσινηματόγραφου

την κάθα Τσυριατσή

γη πιο πουλλές σα τς πασπατέψ

είνι χουρίς βρατσί.


Άμα δεν πάν στου σινιμά

δεν τόχιν σι καλό ντουν.

Δίν’ του πιν’τάρ στα μούζικα

τσι ζλουν τουν αφαλό ντουν.


Είχαν γ’ αθρώπ’ κουμάτ λαδέλ’

να πλιούν να κάν’ τη δλιά ντουν,

ξουδιάσαντου στα θέατρα

στσ’ πούντρις τσι στα μαλλιάντουν.


Μι τσ’ μόδις, μι τα θέατρα,

τσι μι τα πανηγύρια

πληθήκαν κβάρα πράματα

πριβόλια τσι σουθήρια.


Ότ’ λουγιους γ’νατσής τσ’ αν είσι

έφτου π’ θέλ’ αυτή θά γέν’

Μη σας φαίνιτι σπουδαίου,

τσ’ νύχτας γιου καδής κμαντέρν!


Και αποτεινόμενος προς το ασθενές φύλον:

Δείτι να συμμουρφουθείτι,

να γινείτι ν’κουτσαρές,

γιατ’ αλλιώς του γαργαλούπ’ σας

έ θα δει πουτές χαρές.


Σ’ όποιου ρουμνίδ’ πας τσι σταθείς

παντού γουτζμοί ακγιότι,

-τσι δε ξέριν τι κάν’

-όπ’ φτάξ ……..


Α μπεις σαν έρτ’ του καλουτσαίρ

τσι βάλιν τσ’ ζαπουνέδις

κβάρα πουδάρια παραλούν

μι σας παλιουκαχπέδις.


Επακολουθούν οι συμβουλές του Καρνάβαλου – Ατσίγκανου προς τις Αγιασώτισες περί του πώς δέον να συμπεριφέρονται προς τους αρσενικούς. Τις παραλείπουμε για ευνόητους λόγους και φθάνουμε στα φιλοσοφικά συμπεράσματά του:

Θα μας καταπουντίσ’ ου Θιός

μι τα μυαλά που πάτι, ιμκρές,

μιγάλις στα σκουτνά

παλούτσα σαλαγάτι.


Ποίτσι του σίφνα τσ’ άλλ’ φουρά

ποίτσι σεισμό, πλημμύρις

που για να σάσιν οι ζημιές

παγήκαν τσβάλια λίρις.


Ύστιρα έκαψι τσ’ ιλιές

χάλασι του μαξούλ’

τσ’ ίσαμ’ να ξιχμουνιάσουμι

χ…. μι τσίτσβου ούλ’.


Πατήσαμί του στου χουρτάρ

σαν του σαρανταένα

τα σώβρακά μας ολουνούν

πράσνα ‘νι καμουμένα


Αλλά για να μη ξανασυμβούν όλα αυτά τα δεινά και τα ξορκισμένα πρέπει και οι αρσενικοί ν’ αλλάξουν τρόπο συμπεριφοράς:

Τσι γναίτσις να τσ’ αφήνητι

να μην τσ’ αυγουλουγάτι

μι κάθι ψυλλουπήδημα

που πίσου τους κουλλάτι.


Να σφίξιτι τουν π…. σας

να πα να παντριφτείτι

σα θέλιτι ξιθαρριτά

καρπέτα να πατείτι.


Οι Αγιασώτες δε βρίσκουν έλεος στη σκέψη του Ατσίγγανου:

Στου χουρό τσι στα τραγούδια

σ’ έφτα μόνον έχιν τ’ χάρ’

σαν τους πεις κουμάτ’ για δλιούδα

πεισματώνιν σα τσ’ γαδάρ’.


Γι ουκνιά πας τα τουμάρια ντουν

τσείτι μι του καντάρ’

γι’ αυτό τσι του μπακέτου ντουν

έχ’ πάντα δυο τσιγάρ’.


Δραχμή, δραχμή, ξοικουνουμούν

τσι πέρνιν τουν καπνό ντουν,

τίλιγια γ’ οι διαβόλ’ θα δουν

τσι γ’ναίκα στου πλιβρό ντουν;


Απί ταχτέρ ίσαμ’ του βράδ’

στουν καφινέ καθούντι

βαστούν πλια τα τσιφάλια ντουν

τσ’ ούλ’ μέρα διαλουγούντι.


Έχιν τσι δίτσου γ’ οι καϊμέν’

γιατί σαν που μας ποίκαν

δεν έχουμι πια άκαρου

τα στμόνια μας κουπήκαν.


Πίνιν καφέδις βιρισέ

παίζιν τσι τα σκαμπίλια,

τσ’ οι καφιτζήδις κάντι ούλ’

μι κριμασμένα χείλια.


Ροζ ποίκαν τα δαχτύλια ντουν

απί του γράψι-γράψι

θα χάσιν τσι τα μάτια ντουν

απί του κλάψι -κλάψι.


Και έρχεται η σειρά των κοτζαμπάσηδων της Αγιάσου που η συμπόνια τους προς τους φτωχούς είναι, ως γνωστόν, παροιμιώδης. Ο Καρνάβαλος τούς περνά κι’ αυτούς γερό μπερντάκι:

Φέτου που ήταν μαγκουσιά

γ’ αρχόντ’ ξιπατουθήκαν

τα σπίτια ντουν αδιάσαντα

τίπουτα δεν αφήκαν.


Ρούχα, τσι λάδια, τσι φαγιά

σ’τσ’ φτουχοί τσ’ αθρώπ μοιράζαν

τσ’ ότ’ γύριβγις τσι δεν τούχαν

απόξου ταγουράζαν.


Έφτου που δίδαξι Χριστός

κάνα του τα καημένα

όσ’ είχαν δυο χιτώνια

δίναν σ’τσ’ φτουχοί του ένα.


Γυμνό τσ’ αξπόλ’τουν άμα δουν

δεν ξέριν τα τουν κάν’

η γ’ όριξή ντουν κόβιτι

δε θέλιν μήδ’ α φάν.


Σαν πας τσι πείς ντουν του γκα’μόσ’

τα σκότια ντουν στρατζίζιν.

σι μουρμουρίγ’ς τσι φτοί πί τνάλλ’

τα μούτσνα ντουν γυρίζιν.


Στιάνου σα δουν μπρος τ’ μπόρτα ντουν

τα μάτια ντουν δακρύζιν

μέσα σφαλιόντι τσι μι μιας

του πέτρουμα κουρντίζιν.


Εδώ η οργή του Καρνάβαλου ξεχειλίζει ακράτητη:

Έδγιου γιου κόσμους υπουφέρν’

γιατί λείπ’ η γι’ αμόνοιασ’

στ’ παράδσου κάθντι μιτρητοί

γι’ άλλ’ είνι ούλ’ μες τ’ κόλασ’.


Ταχιά σα δείξι του μαξούλ’

τσ’ φτουχοί θα χρειγιαστείτι

φτοι θα καλντίζιν μες τη δλιά

τσι σεις θα σουδιαστείτι.


Πολλά ’νι τα παράξινα

π’ γέντι μες του χουριό

τσι δυο-τρεις είνι γι’ οι γνουστσοί

π’ τρών’ τ’ παλαβού του βιό.


Δλιά θελ’ γιου κόσμους, ρε πιδιά,

τσ’ αφήτι τα μπαμπάγια

μι τ’ άγριου μη ντούν πιάνιτι

μο αλλάξιτι τα χνάρια.


Γοι χουρτασμέν’ τσ’ νηστσοί έ τσ’ ρουτούν

δε τσ’ δίνιν σημασία

μό που γι’ ου Θιος θα τσ’ κανουνίσ’

στ’ Διφτέρα Παρουσία.


Σαν π’ λέγιν είνι τσι κουντά,

πα δεν πα δυο βδουμάδις

προυχτές του έμαθα τσι γω

απί κάτ’ Γιαχουβάδις.


Έγτουτι όσ’ είνι φτουχοί

θά γένιν αρχουντάδις

τσι τ’ φτώχτια θα τνη μοιραστούν

γι’ Αρχόντ’ μι τσ’ γιαχουβάδις


Η τελευταία παράσταση του Καρναβαλιού έγινε μέσα στο γυμναστήριο που έγινε με δαπάνη που διέθεσε ο εν Αμερική φιλόπατρις νοσταλγός Γεώργιος Χριστοφίδης. Ο αποκριάτικος τροβαδούρος δεν τον ξέχασε:

Να ζήσ’ η Χριστουφίδης μας

τσ’ Αγιάσους του καμάρ’

που φτος μουνάχα βρέθιτσι

τσι ποίτσι μας μια χάρ’.


Μας έκανι του Γήπιδου

μι σινδρουμή μιγάλ’

τσι φέτους του γιουρτάσαμι

ιδώ του Καρναβάλ’.

ΤΟΥ ΜΛΑΡ Τ’ ΑΓΙΑΣΟΤ

Τσείνα τα χρόνια, ένας Αγιασσώτ’ς που έκανι του τζαμπάζ, τσι γύρζι τα χουριά, πούλ’σι ένα μλαρ, σ’ ένα Καστρινό

ΑΓΙΑΣΟΣ, ΝΕΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΙΟΣ

ΝΕΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΙΟΣ, 01-12-1951