9-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Έξω χαλάει ο κόσμος. Τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούν να φύγουν. Οι δρόμοι φράξανε απ’ τα χιόνια. Πάγωσαν όλα. Γράφω όλη μέρα

23/12/1940

Χιόνια, χιόνια. Ένα γόνατο. Μας φωνάζουν, γίνονται συνεργεία και ανοίγουν το δρόμο. Τ’ αυτοκίνητα πρέπει να φύγουν στην Κορυτσά. Καμιά ξεχωριστή σκηνή σήμερα. Όλοι το βράδυ είμαστε στεναχωρεμένοι. Το δωμάτιό μας οι αξιωματικοί θα το πάρουν για εστιατόριό τους. Εμείς πού θα πάμε; Πρέπει ο αξιωματικός να έρθει σε καλό δωμάτιο κι ο φαντάρος ας κοιμάται στα υγρά. Μια που κοιμάται τι θέλει την πολυτέλεια. Άλλο να τρως ξύπνιος κι άλλο να κρυώνεις κοιμισμένος. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, το δόντι. Κι αυτά τα γράφω τα μεσάνυχτα. Ίσως να μου περάσει ως το πρωί.


24/12/1940

Παραμονή των Χριστουγέννων. Τίποτα το ξεχωριστό. Είμαστε σ’ ένα χωριουδάκι αποκλεισμένοι από κάθε χαρά.


25/12/1940

Η μικρή καμπάνα του χωριού καλεί τους πιστούς. Ο παπάς πήγε σ’ άλλο χωριό να μαζέψει πιο πολλά. Κάτι φαντάροι στην εκκλησία ψέλνουν κι έτσι λειτουργούνται κι οι χωριάτες. Το μεσημέρι μας δίνουν πιλάφι, ένα μήλο και κρασί. Το δόντι μου δεν μ’ αφήνει να συνέλθω. Πάω στο γιατρό. Θα μου δώσει αύριο σημείωμα να πάω να το βγάλω κάπου. Περνάει έτσι η μέρα. Το βράδυ από κάθε σπίτι ακούγονται τα τραγούδια των φαντάρων που το’ ριξαν έξω.


26/12/1940

Πάλι χιονίζει. Συνηθίσαμε πια στην κατάσταση τούτη. Κοπάδια αγριόχηνες περνάνε όλη τη μέρα. Παίρνω σημείωμα για τον οδοντογιατρό στο Αμύνταιο για να το βγάλω μα ο γιατρός είν’ άρρωστος. Στο νοσοκομείο κείτουνται και στους διαδρόμους τραυματίες. Κομμένα πόδια, χέρια, μια κόλαση γεμάτη πληγωμένους. Το δόντι μου πονάει. Δεν έχω πια τη δύναμη ν’ αντέξω στους πόνους. Μ’ αδυνάτισαν τόσο! Γράμμα δεν έχω πάρει ακόμα απ’ τους δικούς μου. Το βράδυ σπίτι μαγειρεύω για όλους τους φαντάρους κρέας με πατάτες. Ευχάριστη απασχόληση. Τρώμε μαζί και κουβεντιάζουμε ως τις 10.


27/12/1940

Πήγα στ’ Αμύνταιο. Ο γιατρός μου’ βαλε φάρμακο μα ξακολουθούν οι πόνοι. Ο καιρός άσχημος. Χιονοθύελλα πάλι.


28/12/1940

Έξω χαλάει ο κόσμος. Τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούν να φύγουν. Οι δρόμοι φράξανε απ’ τα χιόνια. Πάγωσαν όλα. Γράφω όλη μέρα. Βγάζω ένα σατυρικό χειρόγραφο περιοδικό «Ο Ελέφαντας» για την 1η του Γενάρη, έμμετρο. Είμαστε κλεισμένοι σπίτι. Ούτε για φαΐ δεν μπορούμε να βγούμε.


29/12/1940

Ο καιρός ίδιος. Χιόνι κι αέρας. Περνάμε τη μέρα μας σπίτι. Μαγειρεύουμε στη σόμπα και λέμε ιστορίες.


30/12/1940

Ίδια η ζωή μας. Σήμερα είχαμε λιακάδα. Δουλέψαμε αρκετά στ’ αυτοκίνητα.


31/12/1940

Πήγα στη Φλώρινα για το δόντι μου. Κανείς δε μου δίνει σημασία. Είναι τόσοι οι τραυματίες που ένας πονόδοντος είναι ασήμαντο πράμα. Φεύγω χωρίς αποτέλεσμα. Πόνεσε η καρδιά μου. Χέρια πόδια κομμένα, μάτια βγαλμένα, μια κόλαση πληγωμένων.

Το βράδυ σπίτι έρχονται παιδιά και μας ψέλνουν τα κάλαντα. Τα βάλαμε να πούνε τραγούδια σχολικά.

-Παρακαλώ, παρακαλώ 
μητέραν και πατέραν
γαρ γαρ αμάν
Την θάλασσαν πείσαν τσαϊρ (περιβόλι) 
Την Άρτεν(Αρτέμιδα) έπαρ κι έλα,
οφ οφ αμάν.
Η Κρσάρα (κότα) πίη νερόν 
και τερί σον ουρανόν
έρτε και ο πετεινόν
κρούετιν ένα φτερόν

δηλ. Η κότα πίνει νερό και
τηράει στον ουρανό,
έρχεται κι ο πετεινός
και της χτυπάει ένα φτερό.

Ο Σταβρίς ο Κεμεντζές 
με κάμποσα παιδιά
επήρεν την παρέανατ
κι ερούξε τα χωρία 
κι επήγε στα χωριά.

Μας θυμίζουν τα σπίτια μας μέρα που είναι. Μπορεί να κλαίνε αυτή τη στιγμή σπίτι. Είναι οι μέρες τούτες που κάθε άνθρωπος ζητάει τον δικό του. Πόσα σπίτια σήμερα είναι σκοτεινά κι άραχνα!

Νεπε Χάμπω, ντο ένε ατό το 
χάλις εσέν θαφτάω σε
γάδαρον και σύρωτο δουκάλις=

Τι είναι Χάμπω αυτό το χάλι σου,
εσένα θα κάνω γάιδαρο να τραβάω το καπίστρι σου.

Σι Τσαπίκλισας την μπόρτα 
χιομάτο ιν παπία
έφααν και χόρτασαν τις
Στάβρετσος φαντία.

Η γριά σπιτονοικοκυρά μας μας δίνει λίγη πίτα και ξηρές αχλάδες. Είναι το γλύκισμα της βραδιάς μας. Έτσι η σκέψη μας χορταίνει με τις περιπλανήσεις που κάνει στα περασμένα ευτυχισμένα χρόνια. Είμαστε όλοι δυστυχισμένοι.

«Ο θεός έπλασεν την θάλασσαν φαρδίαν και πλατείαν κι ουκ άφησεν μιαν πάντζουρον (παράθυρο) να βλέπουν τα χαμψίαν»

Ναι, δεν άφησε ένα παράθυρο να βλέπουν τα χαψιά.

Είναι 2¼ το πρωί και ξαγρυπνώ μπρος στην γκαζόλαμπα καπνίζοντας. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το δόντι πονάει φοβερά. Μέσα στους γιατρούς είμαστε μα αυτοί δεν έχουν καιρό. Είναι τόσοι οι πληγωμένοι!

Η πιπιλομάτενα,ουγέ αναθεμάτεναν 
αν κι δι τε μαν τε ναν
εγώ θα κλεφτάτεναν=

Η πιπιλομάταινα που ανάθεμά την που αν δε μου την δώσετε εγώ θα την κλέψω.

Σιν Τραπεζούντας σο λιμάς (λιμάνι) 
κιντάν τρια παπόριε.
Το έναν περ (πήρε) τα σίδερα
και τ’ άλλο σιλατσίδες (επιβάτες)
το πίον και μικρότερον
περ όμορφες κουτσίδες (κορίτσια)
Ο ήλεν (ήλιος) εβασίλεψεν 
σαράτσια (στα ράτσια) μερέα 
(βασίλεψε πίσω απ’ τα βουνά)
Ντη κόριτσι το φίλεμα
μιρίζ τρανταφιλέα.
Νέπε νέπε Θόδωρε 
όλε σενέν άπορε
πάτις τρος τιν καβουρμόν
και βαρέσκεσε σορμόν.
Τρως το ξύγαλαν το στίπον
και αροθυμάς στον ύπνον.

Παιδί Θόδωρε όλοι σε λένε άπορε πολύ έφαγες καβουρμά και κοιμήθηκες πολύ, τρως το γιαούρτι το πολύ ξινό και θυμώνεις στον ύπνο σου.

Σικοσάρα (κότα) πα σορμάν (στο ρουμάνι) 
Πα σορμόν σερέβ χορτάρε
κι οξοπίς φορι τορτάρε
και μαραιν τα παλικάρε.

Η κότα πάει στο ρουμάνι και γυρεύει χορτάρι και ξοπίσω (έρχεται) φορεί κάλτσες και μαραίνει τα παλικάρια.

Αυτά γράφτηκαν το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Ήρθανε παιδιά και τραγούδησαν.

8-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Σήμερα τα ίδια. Ο αέρας έκοψε λίγο και φάνηκαν τα γύρω βουνά. Χιόνι. Εν’ άσπρο σάλι τυλίχτηκε η Μακεδονία

19/12/1940

Σήμερα τα ίδια. Ο αέρας έκοψε λίγο και φάνηκαν τα γύρω βουνά. Χιόνι. Εν’ άσπρο σάλι τυλίχτηκε η Μακεδονία. Όλα σταμάτησαν. Με κόπο ένα αυτοκίνητο πήγε στ’ Αμύνταιο κ’ έφερε τρόφιμα. Συνεργεία άνοιξαν το δρόμο. Το μεσημέρι ήρθε ο Δουκάκης μαζί μ’ άλλους 10. Όλοι τους παγωμένοι, ταλαιπωρημένοι. Του δίνουμε κονιάκ. Ώρες κάνει να συνέλθει. Το βράδυ κοιμήθηκε νωρίς. Είναι άρρωστος. Η περιπέτεια τούτη τον αφάνισε. Δίπλα μου στην ίδια κουβέρτα μουγκρίζει πονεμένα. Αδέρφι πόσο υπέφερες! Έτσι πέρασε και τούτη η μέρα ανάμεσα στην άγρια χειμωνιά που ‘ναι γνώρισμα της Ροδώνας.


20/12/1940

Το κρύο μαλάκωσε λίγο. Μας έκαναν προσκλητήριο και μας μίλησε ο διοικητής. Δουλειά τώρα. Τ’ αμάξια ένα ένα διορθώνονται. Όλοι σε κίνηση. Φαΐ ξερό. Ψάχνω για ξύλα, δεν έχει. Πέρασε η μέρα χωρίς κανένα επεισόδιο. Έχουμε αρρώστους πολλούς απ’ την τελευταία περιπέτεια. Το βράδυ σπίτι τα παιδιά κουβεντιάζουν για γυναίκες. Μάταιος πόθος που τον κεντρίζει μια αρρωστημένη φαντασία. Έχω πέσει στο διάβασμα. Λίγα βιβλία βρεθήκαν στο σπίτι. Σήμερα διάβασα το «Η άτιμη παρθένα» του Ν. Δούρου.

Τα παιδιά έχουν απόψε κέφι. Ο Σωτήρης μάγκας Αθηναίος κάνει τόσες ξυπνάδες σε βάρος του Αλεξανδροπολίτη Κουρτίδη. Ο Δουκάκης είναι ακόμα άρρωστος στο πόδι.


21/12/1940

Τίποτα το ξεχωριστό. Σήμερα είχαμε λιακάδα για λίγο. Το χιόνι δε λιώνει. Χτες βράδυ κατέβηκαν λύκοι στο χωριό. Είναι τώρα λίγες μέρες που άρχισαν να γυρεύουν το φαΐ τους στα χωριά. Ένα οδηγό κι ένα ναύτη τους φάγανε στο δρόμο της Φλώρινας. Πόσοι κίνδυνοι!


22/12/1940

Κάνω υπηρεσία στη Μοίρα. Επιβλέπω για τη συντήρηση των αυτοκινήτων. Τ’ απόγευμα άρχισε να χιονίζει. Το βράδυ μας δώσανε ρέγγα. Βρήκα κρέας και ψώνισα. Μαγειρεύω για τους 6 συντρόφους. Την ώρα που τρώμε άξαφνα μου πονάει το δόντι που με κάνει να φρίξω. Οι πόνοι εξακολουθούν και τώρα που γράφω. Είναι 2 πρωινή. Κάθουμαι στο τραπέζι. Μια μικρή γκαζόλαμπα μου φωτάει. Μ’ ένα μαχαίρι προσπαθώ να βγάλω το βούλωμα του δοντιού. Άδικος κόπος. Μου πονάει χειρότερα. Έτσι θα ξημερωθώ απόψε. Οι σύντροφοι κοιμούνται μακάρια. Ακούω τα ροχαλητά και τις ανάσες τους. Το μυαλό μου πάει στα μακρινά, στους δικούς μου, στην αγάπη μου. Τι δυστυχισμένος που ‘ναι κανείς στη μοναξιά του θε μου! Έξω χιονίζει.

7-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

15/12/1940

Ο ύπνος μου ήταν βαθύς μα λίγος. Ξυπνάνε οι άλλοι κι αναγκάζουμαι να σηκωθώ. Νιώθω κουρασμένος πολύ. Είναι Κυριακή σήμερα. Ταχτοποιώ τα ρούχα μου, συγυρίζω. Νοικοκυριό σήμερα. Έξω χιονίζει. Τα βουνά χάνουνται μες την ομίχλη. Κι όμως τ’ αυτοκίνητα φεύγουν για την Κορυτσά. Φορτώνω τ’ απόγευμα άλευρα. Ο λοχαγός με διατάζει να παραδώσω τ’ αμάξι. Από τώρα θα’ μια στο γραφείο του λοχαγού. Ο Δουκάκης φεύγει στην Κορυτσά το μεσημέρι.


16/12/1940

Όλη νύχτα κρύωνα. Ο ύπνος είναι μαρτυρικός. Τα πόδια μου είναι σίδερο. Κι όμως είμαστε σε σπίτι. Κανένας δεν τολμά να παραπονεθεί. Σκέφτονται όλοι τ’ άλλα παιδιά που πολεμάνε στην πρώτη γραμμή με τούτο το κρύο. Πρέπει να’ ναι 12 κάτω απ’ το μηδέν. Ο αέρας φέρνει το χιόνι, το στροβιλίζει και το στοιβάζει στις λακκούβες. Χώνεται κανείς ως το γόνατο καθώς περπατάει.

Τ’ αυτοκίνητα πρέπει να φύγουν. Δουλεύω πάνω στ’ αμάξι δυο ώρες να το βάλω μπρος για να φύγει με το νέο οδηγό μα τίποτα. Είναι παγωμένο. Παγώνω. Δεν βαστώ πια. Τα χέρια μου είναι σαν ξένα κι όμως κάνω την τελευταία προσπάθεια. Το βάζω μπρος. Φεύγει. Σε λίγο φτάνει μια είδηση. Τ’ αμάξι πάγωσε, τα νερά πετάνε απ’ το ψυγείο που έσπασε. Όλα μένουν στο δρόμο. Ούτ’ ένα δεν προχωρεί. Έχουν σπάσει οι μηχανές απ’ τον πάγο. Δεν μπορεί κανείς να τα βάλει με τα στοιχειά της φύσης. Είμαι άρρωστος. Τ’ απόγευμα λυγίζω. Η γριά, η «γιαγιά» με νοιάζεται σαν μάνα. Πόσο καλόκαρδη είναι! Αχ η γυναίκα, νιώθεις πως σε φυλάγει κάτω απ’ τις φτερούγες της. Κρύο φοβερό. Ως πότε θα κρατήσει τούτο το μαρτύριο θεέ μου. Είναι βράδυ πια. Ο Δουκάκης δε γύρισε. Τι να ‘γινε με τα χιόνια; Θε μου, φύλαγε τ’ αδέρφια μας. Οι τρεις παλιολαδίτες  γελάνε με το Γιάννη το συνοδηγό μου. Είναι απλό παιδί, λένε παραμύθια κι αστειεύονται. Ο ένας ρίχνει στον άλλο (βιτζες) .


17/12/1940

Είμαστε αποκλεισμένοι απ’ τα χιόνια. Ο αέρας μανιασμένος σφυρίζει και στοιβάζει το χιόνι μπρος στις πόρτες. Χάθηκαν τ’ αυτοκίνητα. Σπάσανε οι μηχανές, όλα σταμάτησαν. Δεν έχουμε τρόφιμα. Το μεσημέρι βρίσκουν το συνάδελφο Καλατζή απ’ την Αθήνα παγωμένο μες τ’ αυτοκίνητο. Με κόπο τον πάνε στο νοσοκομείο τ’ Αμυνταίου. Όλη μέρα κλεισμένοι μες το σπίτι. Δεν έχουμε ειδήσεις για τα παιδιά που λείπουν τόσες μέρες. Τι να ‘γιναν;

18/12/1940


Η νύχτα ήτανε μαρτυρική. Τα πόδια σίδερο. Από μι’ αραμάδα του παραθυριού μπουκάρει το χιόνι κι ασπρίζει την κουβέρτα μου. Ένα ψιλό χιόνι σαν σκόνη παγωμένη. Δε ζεσταινόμαστε. Όλοι παραπονιούνται. Τι κακό είναι τούτο. Πότε θα ξημερώσει!

Δεν μπορούμε να βγούμε έξω. Προσπαθώ να πάρω φαΐ δικό μου και του συντρόφου μου το μεσημέρι. Είμ’ αξούριστος 10 μέρες-στα γένια και τα μουστάκια μου κολλάει το ψιλό χιόνι. Στο φύσημα παγώνει στο πρόσωπό μου. Ο αέρας με τυφλώνει. Κρατώ τις καραβάνες και τα χέρια μου μουδιάζουν. Τ’ αυτιά μου πονάνε. Παρατώ το φαΐ και γυρίζω. Χώνουμε στο χιόνι. Κανένας δεν μπορεί να ξεμυτίσει. Έχουμε αυτοκίνητα που κατάντησαν ακίνητα. Χαθήκαμε απ’ τον άλλο κόσμο. Δεν έχουμε κουραμάνα. Τα κλαδιά σπάζουν παγωμένα τρίζοντας απ’ τ’ αγριόδεντρα. Στη Ροδώνα πάντα γίνεται τούτο το κακό. Αέρας και χιόνι που κρατάει βδομάδες. Γι’ αυτό δα και δε γίνονται τα γεννήματα. Καταραμένος τόπος. Αγοράζουμε απ’ τη σπιτονοικοκυρά ψωμί και φαΐ. Τι να ‘γιναν οι σύντροφοί μας! Τρεις παγωμένους βρήκανε σήμερα. Τόσος κόσμος χάνεται θεέ μου!

6-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Η μέρα τούτη στάθηκε μια απ’ τις πιο δύσκολες κι ανάποδες της ζωής μου. Γράφω τούτες τις γραμμές στις 12-12-40 γιατί χτες δεν βρήκα καιρό

11/12/1940

Η μέρα τούτη στάθηκε μια απ’ τις πιο δύσκολες κι ανάποδες της ζωής μου. Γράφω τούτες τις γραμμές στις 12-12-40 γιατί χτες δεν βρήκα καιρό. Ήταν η μέρα για ξεκούραση μα στις 11 το πρωί έρχεται μια διαταγή και ο λαχνός πέφτει σε μένα και σ’ άλλους 7. Επικεφαλής είναι ένας νεαρός δόκιμος. Φορτώνουμε πυρομαχικά απ’ τη Φλώρινα. Εγώ παίρνω 22 κάσες οβίδες εκρηκτικές απ’ τ’ αεροδρόμιο. Επικίνδυνο φορτίο, με μια προστριβή γινόμαστε στάχτη, μα αυτό είναι τυχερό. Ξεκινάμε στις 5 τ’ απόγευμα. Ανεβαίνουμε το βουνό, ανηφοριά 19 χιλιόμετρα. Στο 15ο χιλιόμετρο χιονίζει. Ομίχλη και το χιόνι παγωμένο. Τ’ αμάξια ντελαπάρουν. Σταματάμε και πάλι ξεκινάμε. Βάζω τις αλυσίδες και σε λίγο μένω μόνος. Τίποτα δε βλέπω, ο δρόμος δε φαίνεται και ο αέρας φέρνει το χιόνι και το στοιβάζει στα τζάμια. Είμαι βρεμένος απ’ το πέρασμα των αλυσίδων. Προχωρώ με κόπο. Ένα αμάξι γκρεμισμένο. Κατεβαίνουμε απ’ την άλλη μεριά το βουνό. Το χιόνι με ζαλίζει. Δε βλέπω. Τουλίπες σαν πλατανόφυλλα ……….   Ως την Κορυτσά το ίδιο μαρτύριο. Φτάνουμε στις 10½. Εδώ βρέχει. Κρυώνω. Δε βρίσκουμε άσυλο. Πού να κοιμηθούμε; Γυρνώ βρεμένος με την ελπίδα να βρω τον αδερφό μου. Τίποτα. Ας είχα έναν δικό μου! Μπαίνω μέσα σ’ ένα κτίριο. Ένας λόχος ειν’ εδώ. Ρωτώ το σκοπό αν μπορώ να μείνω. Πάω στο μαγειρείο. Ανάβει φωτιά. Ο μάγερας είναι χωριανός μου. Ω, τι τύχη! Ο Κ. Μπρουσκέλης. Μου κάνουν φασκόμηλο. Το ρουφώ και συνέρχουμαι στη φωτιά. Κοιμάμαι μες το μαγειρείο μαζί τους. Τα ξημερώματα ξυπνώ. Κρυώνουν τα πόδια μου τρομερά. Βλέπω τον Κώστα κι απ’ τον ύπνο, καθώς είμαι ζαλισμένος δεν τον γνωρίζω. Πού βρίσκουμαι; Τώρα σκέφτουμαι πόσο δυστυχισμένος ειν’ ο άνθρωπος. Είμαι σκεπασμένος με μια Ιταλική κουβέρτα, λάφυρο του πολέμου. Ποιος να την σκεπάζονταν πριν; Τι φοβερό. Ίσως νά ‘ναι ο ιδιοχτήτης της κουβέρτας σκοτωμένος. Ίσως. Πονάνε τα νεφρά μου.


12/12/1940

Ο Μιχάλης Πασχαλιάς (Φωτογραφία Αντώνη Πρωτοπάτση. 1942)

Όλη μέρα περιμένω να ξεφορτώσουμε. Γυρνώ στην πόλη. Μπαίνω σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και χαζεύω τις σοκολάτες. Ένας φαντάρος ψωνίζει. Ακούω τη φωνή του και στέκομαι απομωραμένος. Είναι ο Μιχάλης Πασχαλιάς. Φιλιόμαστε. Πόσο έχουμε αλλάξει κι οι δυο! Στο καφενείο τα λέμε κάμποση ώρα και σε λίγο χωρίζουμε.

Γυρνάμε στη Ροδώνα στις 9 το βράδυ. Ο επιλοχίας ο Μαγκάς στο δωμάτιό μας είναι άρρωστος. Έρχεται ο γιατρός. Του δίνει συμβουλές, φάρμακα όμως δεν υπάρχουν. Τώρα πρέπει να κοιμηθώ, είμαι άγρυπνος και τα μάτια μου κλείνουν.


13/12/1940

Ξεκούραση σήμερα. Ξεκούραση του αυτοκινήτου. Δουλεύουμε όλη μέρα, καθαρίζουμε. Τίποτα ξεχωριστό. Τη νύχτα στο δωμάτιο δεν κλείνουμε μάτι. Ο επιλοχίας Μαγκάς ξεφωνίζει απ’ τους πόνους. Μες τον ύπνο μου ακούω φωνές. Κάνει εμετό και φωνάζει. – Στρατή αδερφέ μου, σώσε με! Τον κρατώ στην αγκαλιά μου τρομαγμένος. Τίποτα δεν μπορεί να του σταματήσει τους πόνους. Το πρωί τον πάνε στο νοσοκομείο.


14/12/1940

Στις 8 φεύγουμε για την Κορυτσά. Το ταξίδι σχετικά καλό. Ο δρόμος απ’ τη Φλώρινα γεμάτος χιόνια. Συνεργεία και τρακτέρ ανοίγουν το δρόμο.

Στην κορυφή του βουνού βρίσκουμε ένα συνεργείο από κοπέλες του Αντάρτικου που σκάβουν τους πάγους. Σταματώ και τους δίνω το παγούρι με το κονιάκ. Ντρέπουνται

– Σας το κερνάει το κορίτσι μου. – Να ζήσετε, μου εύχονται και πίνουν γελαστές.

Φτάνουμε στην Κορυτσά. Βρίσκω τον Πάνο Τζανή. Ψωνίζω μεταξωτά.

Φεύγουμε στις 5 μμ.

Ο δρόμος απ’ την Καστοριά έχει παγώσει. Ατέλειωτη φάλαγγα από 120 αυτοκίνητα πάει μπροστά και στην ανηφοριά μουγκρίζουν και σκαρφαλώνουν με κόπο. Σταματούν και πάλι ξεκινούν. Γλίστρα. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε και μ’ αλυσίδες. Γκρεμίζονται 4. Το πρωί στις 4½ φτάνουμε στη βάση μας. 13½ ώρες ταξίδι. Τι μαρτύριο είναι τούτο! Όλο και χειρότερα πάνε τα ταξίδια μου κι είμαστε ακόμα στο Δεκέμβριο. Θεέ μου τι χειμώνας είναι στη Μακεδονία!