ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ

Ο Μεθόδιος Κουρκουλής υπήρξε ένας φλογερός Αγιασώτης δάσκαλος, ιερωμένος και πατριώτης, που πρώτος το 1905 άνοιξε το δρόμο των Αγιασωτών για το Νέο Κόσμο, δημιουργώντας πολλές καλές ελπίδες σε πολλούς φτωχούς, αλλά δημιουργικούς συγχωριανούς του.

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου – ο μετέπειτα πρωθιερέας Μεθόδιος Κουρκουλής – γεννήθηκε στην Αγιάσο γύρω στα 1860, αφού στα 1886, λαϊκός ακόμα, διευθύνει το Ελληνικό Σχολείο Αγίας Παρασκευής με βοηθό του τον Ευστράτιο Κουσβή. Σύμφωνα με πληροφορία του Χρίστου Παρασκευαΐδη, «ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου ή Κουρκουλής προσεπάθησε να εξυψώση το Σχολείον κατά το παράδειγμα του σχολείου Αγιάσου εις Ημιγυμνάσιον με δύο γυμνασιακάς τάξεις». Πάντως ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου αποχώρησε από την Αγία Παρασκευή μετά τις γιορτές του Πάσχα και τον «διεδέχθη ο εξ Αγιάσου Δημήτριος Βαμβουρέλλης».

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με τη σύζυγό του
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με τη σύζυγό του

Στην Αγιάσο, όπου τον βρίσκουμε στη συνέχεια, γίνεται ιδρυτικό μέλος του Αναγνωστηρίου που, πέρα από του να είναι ένας απλός όμιλος φιλαναγνωστών, έπαιζε ρόλο έξοχα εθνικό. Ο ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης πληροφορεί ότι το Αναγνωστήριο επί Τουρκοκρατίας «…δια του πρωθιερέως Μεθοδίου Κουρκουλή… έκαμνε θρησκευτικά κηρύγματα». Στην πραγματικότητα γίνονταν κηρύγματα εθνεγερτικά με προκάλυμμα θρησκευτικό. Ο πρώην δάσκαλος έχει γίνει ήδη κληρικός. Ο Γιάννης Χατζηβασιλείου μας έδωσε την προφορική πληροφορία ότι το νέο του όνομα Μεθόδιος του το έδωσε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Μεθόδιος Αρώνης, που τον χειροτόνησε.

Κατά την κατάληψη της Κρήτης το 1897, που γέννησε πολλές εθνικές ελπίδες και στους υπόδουλους Λέσβιους, η Αγιάσος βρισκόταν «ως εν επαναστάσει». «Ο ιατρός Γρηγόριος Τζαννετής, ο πρωθιερεύς Μεθόδιος Κουρκουλής και ο δικηγόρος Ευστράτιος Τζαννετής ανεγίγνωσκον εις επήκοον των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων τα πύρινα άρθρα των αθηναϊκών εφημερίδων. Το Αναγνωστήριον μετετράπη εις “φλογερό καμίνι”, το οποίον με τις εθνικές μυσταγωγίες του έστειλεν εις τας Αθήνας εξήκοντα εθελοντάς».

Ο Μεθόδιος Κουρκουλής, έχοντας σπουδάσει θεολογία κι έχοντας διδακτική προϋπηρεσία στην Αγία Παρασκευή, υπηρέτησε σαν δάσκαλος και στον τόπο του, την Αγιάσο. Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 προσλήφθηκε σαν ιεροκήρυκας στη θρησκευτική αδελφότητα «Ευσέβεια» της Σμύρνης και στη συνέχεια υπηρέτησε σαν ιεροκήρυκας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Το 1905 αναχώρησε για την Αμερική, όπου διορίστηκε προϊστάμενος του ιερού ναού Αγίας Τριάδας στη Νέα Υόρκη. Ο ιερός αυτός ναός φέρει μέχρι σήμερα τα ίχνη του αγαθού ιερέα, καθώς και των Αγιασωτών μαστόρων-ξυλουργών. Γιατί γύρω στα 1919 προσκάλεσε από την Αγιάσο τον Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη (ίσως και άλλους), για να φιλοτεχνήσουν τα ξύλινα μέρη του ναού.

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με την οικογένειά του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: «Τη λίαν μοι αγαπητή οικογενεία του γαμβρού μου Παναγιώτου Βαμβουρέλλη την οικογενειακήν ταύτην εικόνα αφιερώ. Μνήμης ένεκεν και αγάπης εξιδιασμένης. Εν Σμύρνη 1904 Αυγ. 3. Αδελφός Πρόθυμος. Πρωτ. Μεθόδιος Κουρκουλής»
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με την οικογένειά του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: «Τη λίαν μοι αγαπητή οικογενεία του γαμβρού μου Παναγιώτου Βαμβουρέλλη την οικογενειακήν ταύτην εικόνα αφιερώ. Μνήμης ένεκεν και αγάπης εξιδιασμένης. Εν Σμύρνη 1904 Αυγ. 3. Αδελφός Πρόθυμος. Πρωτ. Μεθόδιος Κουρκουλής»

Η δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή στη Νέα Υόρκη είναι πολύπλευρη και πολυσήμαντη. Ο Στρατής Κολαξιζέλης αναφέρει ότι «εκέρδισε την αγάπην του ποιμνίου του» και ότι «με τον Βλαστόν της “Ατλαντίδος” έδρασεν εις τα εθνικά ζητήματα και κατά τον βαλκανοτουρκικόν πόλεμον του 1912 συνέβαλεν εις τον καταρτισμόν της λεσβιακής φάλαγγος, η οποία συνέτεινεν εις την ενίσχυσιν των εθνικών δυνάμεων».

Ο Σόλων Βλαστός, ο εκδότης της «Ατλαντίδος», γεννήθηκε στη Σύρο στα 1852 και πέθανε στο Παρίσι στα 1927. Στις 3-3-1894 πρωτοεκδόθηκε στη Νέα Υόρκη η «Ατλαντίς» σαν εβδομαδιαίο φύλλο, που εξελίχτηκε από τα 1905 σε πολυσέλιδη καθημερινή εφημερίδα. Η «Ατλαντίς» έγινε για πολύ καιρό το κύριο όργανο των Ελλήνων της Αμερικής, γνωρίζοντας ευρύτατη διάδοση. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους η «Ατλαντίς» συνετέλεσε πολύ στην καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων μεταναστών, που έσπευσαν επιστρέφοντας στην Ελλάδα να ταχθούν κάτω από τις εθνικές σημαίες. Βασικός συνεργάτης του Βλαστού και πύρινος αρθρογράφος της εφημερίδας ήταν ο Μεθόδιος Κουρκουλής. Στις 9-1-1913 γράφει: «Δι’ όλων των εκ της πόλεως ταύτης (Elko-Nevada) διερχομένων τραίνων αθρόοι απέρχονται οι Έλληνες εκ της Καλιφόρνιας και της Νεβάδας. Μέχρι τούδε πολλαί εκατοντάδες Ελλήνων εργατών απήλθον, όπως παράσχωσι την βοήθειάν των εις την αγωνιζομένην πατρίδα των. Το ευγενές τούτο πατριωτικόν αίσθημα των Ελλήνων πρέπει να γίνει σοβαρό μάθημα και αξιομίμητο παράδειγμα προς όλους… Οι Έλληνες εργάται απέδειξαν ότι είναι αντάξιοι πολίται της πατρίδος των δια της αθρόας αναχωρήσεώς των. Η τοιαύτη των πράξις δικαίως επισύρει την μεγάλην εκτίμησιν και τον θαυμασμόν παντός πατριώτου».

Οι ανταποκρίσεις οι σχετικές με την αναχώρηση των επιστράτων είναι καθημερινές και θερμές: «Υπό τους ήχους μουσικής ανεχώρησαν εκ του σιδηροδρομικού σταθμού… Οι Έλληνες της πόλεως Spokane, Wash.), πανηγυρίζοντες την αθρόαν αναχώρησιν των στρατευσίμων, επί δύο ολοκλήρους ημέρας διεσκέδαζον δια χορών και ασμάτων». Στις 10-1-1913 «Ουκ ολίγοι εκ των εμπορευομένων ομογενών σπεύδοντες εις την εκπλήρωσιν του υψίστου πατριωτικού καθήκοντος, εγκαταλείπουν σημαντικάς εμπορικάς επιχειρήσεις. Η αθρόα έξοδος των Ελλήνων επιστράτων αποτελεί άριστον δείγμα του πατριωτικού αισθήματος, όπερ διαπνέει την φυλήν». Παράλληλα στην Ατλαντίδα φιλοξενούνται στίχοι που προτρέπουν τους Έλληνες μετανάστες να γυρίσουν στην πατρίδα:

Γυρίστε πίσω! ο στρατός τον Τούρκο να νικήσει

θέλει κορμιά ηρωικά, θέλει καρδιές μεγάλες,

θέλει τον όρκο τρομερό κι ακόμα πιο μεγάλο

το Χάρτη του Βελεστινλή, που χρόνια μελετάει.

(30-8-1911, Σ. Ματσούκας)

Έτσι μάχεται με την πένα. Κι έτσι σχηματίζεται από τα 1909 ο εθελοντικός Λόχος Νέας Υόρκης, που ίσως τμήμα του είναι η περίφημη «Λεσβιακή Φάλαγγα».

Στις 5 Οκτωβρίου 1911 αγοράζεται το κτίριο και ιδρύεται το Ελληνικό Σχολείο της Νέας Υόρκης. Και σ’ αυτή την εθνική προσπάθεια ο Μεθόδιος Κουρκουλής – παλιός δάσκαλος ο ίδιος – δε μένει αμέτοχος. Η «Ατλαντίς» της 5-10-1911 γράφει: «Ο Μ.Κ. από του άμβωνος στηρίζει το σχολείο λέγοντας: “Το σχολείον είναι ο έτερος στυλοβάτης, εξ ίσου και περισσότερον ακόμη αναγκαίος του στυλοβάτου της εκκλησίας. Εγγράψατε τα τέκνα σας εις το σχολείον“». Φυσικά αποτελεί μαζί με άλλους φιλογενείς την «Επιτροπή του Σχολείου», η οποία και αγοράζει «το λαμπρό κτίριο» αντί 33.000 δολαρίων. Η «Ατλαντίς» δημοσιεύει τη φωτογραφία του σχολείου τρίστηλη (5-10-1911). Ο λόγος του από τον άμβωνα, η προσπάθεια να διατηρήσουν οι Έλληνες την εθνική τους ταυτότητα μέσα στην πανσπερμία των εθνών της Αμερικής, με τη φοίτηση των Ελληνόπουλων σ’ ελληνικό σχολείο, ίσως θυμίζει Κοσμά Αιτωλό. Με τέτοια θέρμη κήρυσσε κι εκείνος την αναγκαιότητα ίδρυσης ελληνικών σχολείων κατά την Τουρκοκρατία.

Επειδή και στην Αγιάσο ήταν γνωστή η φιλεκπαιδευτική δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή, στις 30-9-1935 του στέλνεται επιστολή από το Αναγνωστήριο, στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «Ως γνωστόν εξ Αγιάσου κατάγονται πλείστοι όσοι εκ των διαβιούντων εις τα τέσσαρα σημεία της απεράντου Αμερικανικής Δημοκρατίας. Επιθυμούντες δε όπως η μόρφωσις των τέκνων των ομοχωρίων μας γίνεται κατά το μάλλον τέλεια, φιλοδοξούμεν να συμβάλωμεν και ημείς… Επιθυμούμεν όθεν όπως ευαρεστηθήτε και μας γνωρίσητε τίνων προσόντων λειτουργούς της εκπαιδεύσεως προτιμά η ομογένεια της Αμερικής…». Αν και δε φαίνεται να ευοδώθηκε αυτή η συγκεκριμένη προσπάθεια των Αγιασωτών, αφού κανένας Αγιασώτης δάσκαλος δεν πήγε στην Αμερική, εντούτοις ο Μεθόδιος Κουρκουλής στη νέα του πατρίδα δεν ξέχασε ποτέ την Αγιάσο και τους συγχωριανούς του. Βρισκόμαστε στις δυο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Τότε που το έθνος μας κι ολόκληρη η Βαλκανική γνώριζαν δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα, με μεγαλύτερα την ανεργία και τη φτώχεια. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της εποχής προτείνουν και προτρέπουν για μετανάστευση. Είναι μια κακή λύση, που προκάλεσε αφαίμαξη στο έθνος μας και που με τις τότε συνθήκες θεωρήθηκε πανάκεια. Και θεωρήθηκαν τυχεροί όσοι κατάφεραν να μεταναστεύσουν. Ο υποστηρικτής τους, που ήδη βρισκόταν στη χώρα προορισμού, θεωρήθηκε ευεργέτης. Ο Μεθόδιος Κουρκουλής από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στην Αμερική, το 1905, υποστήριξε πολλούς για να μεταναστεύσουν. Έτσι μέσα σε 4-5 χρόνια, αναφέρει ο Στρατής Κολαξιζέλης, αναχώρησαν από την Αγιάσο γύρω στους 1.000 μετανάστες. Την πληροφορία επιβεβαιώνει κι ο Σταύρος Τάξης, ο οποίος γράφει σχετικά: «Ου σμικρόν δ’ ευεργετεί νυν (1909) την Κοινότητα (Αγιάσο) δια της θερμής αυτού φιλοπατρίας και ο εν Νέα Υόρκη της Αμερικής εκκλησιαστικός προϊστάμενος της εκείσε Ελλ. ορθοδόξου κοινότητος, Μεθόδιος Κουρκουλής, μεγάλως συντελών υπέρ της καλής αποκαταστάσεως και προόδου των εν Αμερική μεταβαινόντων συμπολιτών αυτού».

Και η Αγιάσος επίσης δεν ξέχασε ποτέ το εκλεκτό της τέκνο, αφού σε δύσκολες περιστάσεις επικαλείται τη βοήθειά του «ηθικήν και υλικήν». Έτσι στο βιβλίο του Αναγνωστηρίου, που φέρει τον τίτλο «Επίσημος αλληλογραφία», καταχωρείται επιστολή της Διοίκησης του σωματείου προς το Μεθόδιο Κουρκουλή με ημερομηνία 1-10-1926, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε «Το παλαιότερον των σωματείων της Αγιάσου… ούτινος τυγχάνετε ιδρυτής ανακαινισθέν τελείως και θέσαν νέας προοδευτικάς βάσεις… στερούμενον όμως επαρκών πόρων… ποιείται έκκλησιν προς υμάς τον ιδρυτήν του και ζητεί την υμετέραν συνδρομήν, ηθικήν και υλικήν».

Η εθνική, θρησκευτική και φιλεκπαιδευτική δράση του φλογερού αυτού τέκνου της Αγιάσου συνεχίζεται ακατάπαυστα ως τα 1942, οπότε ο θάνατος τον βρίσκει «ιερατεύοντα» ακόμη στην Αγία Τριάδα Νέας Υόρκης.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987

 

ΧΡΙΣΤΟΦΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Ένας από τους φωτισμένους δασκάλους, ένας από τους μύστες της θεατρικής παιδείας, ένας από τους ακάματους εργάτες της προκοπής του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου υπήρξε κι ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Συνεχιστής, αλλά κι ανανεωτής μιας μακρόχρονης παράδοσης. Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1905, όταν ακόμα η Λέσβος στέναζε κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή, κι άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1974. Ήταν παιδί του κτηματία Χρύσανθου Χατζηπαναγιώτη από δεύτερο γάμο με τη Μαρία Γυμνάγου. Ετεροθαλή αδέρφια του ήταν η Δέσποινα, σύζυγος Πολυδώρου Αναστασέλη και μητέρα του γνωστού λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, ο Μιχαήλ κι ο Παναγιώτης. Ο Χριστόφας είχε την ατυχία να ορφανέψει σε μικρή ηλικία και από τον πατέρα του και από τη μητέρα του. Η ορφάνια αυτή, όπως ήταν φυσικό, άσκησε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, στον ευαίσθητο ψυχικό του κόσμο. Σ’ αυτή θα πρέπει ίσως να αναγάγουμε τις διάφορες φοβίες του, να αποδώσουμε την ανασφάλεια που κυριαρχούσε μέσα του, την έλλειψη προσωπικού θάρρους, τα προβλήματα που είχε με τον εαυτό του, την εσωστρέφειά του, τις κάποιες έμμονες ιδέες του. Σε μια ηλικία κρίσιμη, κατά την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη της οικογενειακής θαλπωρής, ο Χριστόφας γνώρισε τη στέρηση και τον αβάσταχτο πόνο της.

Όταν τέλειωσε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του, ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε με έξοδα του Καλαγανείου Κληροδοτήματος στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, στην οποία είχαν φοιτήσει πριν απ’ αυτόν κι αρκετοί άλλοι συμπατριώτες του. Κατατάχτηκε στους μαθητές της, μαζί με το συμμαθητή του Ιωάννη Χατζηνικολάου, το Σεπτέμβριο του 1921 κι αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1926. Εδώ του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει μαθήματα θεολογικά και παιδαγωγικά από εκλεκτούς επιστήμονες της εποχής εκείνης, τον Κωνσταντίνο Δυοβουνιώτη, το Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, τον Αμίλκα Αλιβιζάτο, το Σπυρίδωνα Καλλιάφα κι άλλους. Έλαβε το με αριθμό 390/19-6-1926 διδασκαλικό πτυχίο, το οποίο του άνοιγε το δρόμο για τη δημοτική εκπαίδευση. Ο νεαρός Ριζαρείτης ήταν σε θέση, με τα ξεχωριστά του προσόντα, με την άρτιά του κατάρτιση, με τη μουσική του παιδεία, να υπηρετήσει σωστά κι ευσυνείδητα τον τόπο του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)
Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)

Το 1927 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πήρε απολυτήριο από το 22° Σύνταγμα Πεζικού της Ταξιαρχίας Αρχιπελάγους. Την ίδια χρονιά, στις 20 Οκτωβρίου, διορίστηκε δάσκαλος στο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων Μανταμάδου. Την εποχή αυτή επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης ήταν ο Ιωάννης Καπερνάρος. Στο Μανταμάδο ο νεαρός Ριζαρείτης υπηρέτησε μέχρι το 1933 κι άφησε εποχή. Οι Μανταμαδιώτες, άνθρωποι προοδευτικοί και πνευματώδεις, εκτίμησαν τα προσόντα του και τις ικανότητές του και τον βοήθησαν στο έργο του. Ο «αναγνωστηριακός» δάσκαλος δεν ήταν δυνατό να περιοριστεί μόνο στα διδακτικά του καθήκοντα. Η αγάπη του για τη σκηνή βρήκε διέξοδο σε θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες μάλιστα πήραν μέρος και γυναίκες, πράγμα που αποτελούσε νεοτερισμό κι ερχόταν σ’ αντίθεση με τα ήθη της εποχής. Το 1932 σκηνοθέτησε το έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Σκλάβα», το οποίο παρουσίασε ο Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων «η Ομόνοια» Μανταδάμου.

Το Νοέμβριο του 1933 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης μετατέθηκε στο Β’ μεικτό πεντατάξιο δημοτικό σχολείο Αγιάσου και σ’ αυτή τη θέση παρέμεινε μέχρι το 1964, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Στην ιδιαίτερή του πατρίδα οι προϋποθέσεις για δραστηριότητες ήταν ασυγκρίτως καλύτερες, το κλίμα ήταν ευνοϊκότερο. Εδώ ρίζωσε, εδώ βρήκε την οικογενειακή θαλπωρή που στερήθηκε, όταν ακόμα ήταν παιδί. Συμπαραστάτης του από το 1928 η πιστή σύζυγός του Πηνελόπη, με την οποία απόχτησε πέντε γιους, το Μένανδρο, το Στρατή, τον Παναγιώτη, το Βασίλη και το Χρύσανθο, από τους οποίους οι τρεις ακολούθησαν, όπως κι ο ίδιος, το λειτούργημα του εκπαιδευτικού.

Υπήρξε δάσκαλος μεγάλης επιβολής. Διακρινόταν ανάμεσα στους συναδέλφους της εποχής του, χάρη στα πνευματικά χαρίσματα και στις παιδαγωγικές του δεξιότητες. Οι γνώσεις του ήταν πλατιές, οι ιδέες του προοδευτικές, οι κρίσεις του ξάστερες, η αγάπη του για το παιδί ανεξάντλητη. Η διδασκαλία του ζέσταινε τις τρυφερές νεανικές ψυχές κι η μαγεύτρα αφηγηματική του ικανότητα, η βαριά επιβλητική φωνή του, που με δυσκολία και κρυφά μπορέσαμε να μαγνητοφωνήσουμε όταν ζούσε, ξέκλεβε το μυαλό και το έφερνε κοντά στις πηγές της γνώσης και της παιδείας. Λαύριζε μέσα του ο πόθος της πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας της νεολαίας. Η υπερβολική του ευσυνειδησία τον έκανε να θεωρεί δικό του θέμα την κάθε μαθητική περίπτωση. Ήταν φίλος της τάξης και της πειθαρχίας, ήταν η προσωποποίηση του ενδιαφέροντος για το παιδί. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών του ήταν ικανοποιητικά σε μεγάλο βαθμό. Στο Χατζηπαναγιώτη, ήθελες δεν ήθελες, έπρεπε να μάθεις γράμματα. Πολλοί χρωστάμε σ’ αυτόν τις βάσεις, όλοι τον θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη. Πολλές φορές εξοργιζόταν – ήταν από τη φύση του ένας νευρικός δάσκαλος – στενοχωριόταν αφάνταστα, άμα συναντούσε την αμέλεια, την απροσεξία, την πνευματική νωθρότητα. Η νευρικότητα βέβαια ζημιώνει το διδακτικό έργο, αλλά δεν είναι εύκολο μπαίνοντας κανείς στο σχολείο να αφήνει έξω τις προσωπικές του αδυναμίες και τα ελαττώματά του. Η αυστηρότητα του Χατζηπαναγιώτη – το όνομά του μπορούσε να λειτουργήσει στα παιδιά και σαν φόβητρο – ήταν γαλβανισμένη με παιδαγωγικό έρωτα. Ας μην ξεχνούμε πως αναφερόμαστε σε μια εποχή αυταρχικής εκπαίδευσης, σε μια εποχή δασκαλοκεντρική, σε μια εποχή που είχαν θεοποιηθεί ξεπερασμένες σήμερα παιδαγωγικές θεωρίες και μοντέλα. Ας μην ξεχνούμε ακόμα πως το κακό ξεκινούσε από ψηλά, από το Υπουργείο Παιδείας, από τις κεντρικές υπηρεσίες, από τους προϊστάμενους, γενικά από τη δομή και τους μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας. Ο δάσκαλος έπρεπε να είναι τυποποιημένος, να δουλεύει σαν ρομπότ, να εκτελεί απαρέγκλιτα κάθε διαταγή, να τρέμει κάθε ανώτερό του. Το καλούπωμα αυτό για ορισμένους ήταν εύκολο, για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν βασανιστικό, ψυχοκτόνο.

Όταν κάποτε ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου, προϊστάμενος με αυταρχικές ιδέες κι αστυνομική νοοτροπία, βρήκε στην Αγιάσο αξύριστους και χωρίς γραβάτα το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και τον επίσης μακαρίτη δάσκαλο Παναγιώτη Τσόκαρο, έκρινε σωστό να ζητήσει έγγραφη απολογία και να κυκλοφορήσει εγκύκλιο, στην οποία γινόταν λόγος για το θανάσιμο έγκλημά τους. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης από ιδιοσυγκρασία φοβόταν υπερβολικά τους επιθεωρητές, όπως φοβόταν και τις ευθύνες. Το 1963, όταν ήρθε έγγραφο να αναλάβει τη διεύθυνση, αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας στον επιθεωρητή: «Θέλεις να ακολουθήσεις στην κηδεία μου, κάνε με διευθυντή». Από όλους τους προϊστάμενους εκείνος που μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά τον ψυχικό κόσμο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου Ιωάννης Τουρνάς. «Όταν θέλεις να έρθω στην τάξη σου, Χριστόφα, θα έρθω όχι για να σε επιθεωρήσω, αλλά για να απολαύσω τη διδασκαλία σου», του έλεγε κάθε φορά. Ήταν ο προϊστάμενος που εκτιμούσε στο πρόσωπο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη τον άνθρωπο, όχι μόνο τον υπάλληλο κι υφιστάμενο. Ως δάσκαλος ο Χατζηπαναγιώτης άφησε στην Αγιάσο εποχή. Της παιδαγωγικής του παρουσίας τα χνάρια μένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη όλων όσοι διατελέσανε μαθητές του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης δεν περιορίστηκε μονάχα στα πλαίσια του σχολείου, στα διδακτικά του καθήκοντα. Οι πνευματικές του ανησυχίες, το πάθος του για το θέατρο κι η διάθεσή του για προσφορά τον έφεραν από νωρίς στο Αναγνωστήριο, στο πνευματοκαλλιτεχνικό κέντρο της Αγιάσου, το οποίο από τα τέλη του περασμένου αιώνα ακτινοβολεί στο χώρο της Λέσβου, αλλά και στο πανελλήνιο. Η ζωή του σ’ ένα στενό περιβάλλον θα ήταν ανιαρή, χωρίς ενδιαφέρον. Θα έσβηνε σιγά σιγά μέσα στις βιοτικές μέριμνες, μέσα στην καταθλιπτική μόνωση, μέσα στην πνευματική απραγμοσύνη και στον εφησυχασμό. Το Αναγνωστήριο στάθηκε για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη σωτήριο λιμάνι, όπως και για τόσους άλλους Αγιασώτες, και συγχρόνως ανοιχτό πεδίο δράσης και πραγματώσεων. Χωρίς το Αναγνωστήριο ο δάσκαλος θα ήταν άοπλος κι ανίσχυρος στο δύσβατο δρόμο των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, χωρίς το δάσκαλο το Αναγνωστήριο θα καθυστερούσε αισθητά στον τομέα της θεατρικής παράδοσης και της σκηνοθεσίας.

Untitled-14
Αναμνηστική φωτογραφία από την παράσταση του έργου του Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» από τον «Ερασιτεχνικό Όμιλο Αγιάσου» το 1932, στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται από αριστερά: Αμαλία Στρατηγού, Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου, Παναγιώτης Δόγκας, Ειρήνη Τσέγκου, Κλεονίκη Τσέγκου, Δημήτριος Μουτζουρέλης, Χριστόφας Μούχαλος, Αντώνιος Αναστασέλης, Δημήτριος Τσέγκος, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, Παναγιώτης Τσόκαρος, Βασίλειος Στρατηγός και Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

Από παιδί ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης παρακολουθούσε τη θεατρική ερασιτεχνική κίνηση της Αγιάσου, η οποία είχε αρχίσει, σύμφωνα με συγκεκριμένες πληροφορίες, από τον περασμένο αιώνα. Το 1915, ενώ ήταν ακόμα δεκάχρονο παιδί, τόλμησε ν’ ανεβεί για πρώτη φορά στη σκηνή, την οποία από τότε αγάπησε κι υπηρέτησε με πάθος. Έπαιξε στο πολύ γνωστό την εποχή εκείνη έργο του Κ. Πέρβελη «Γιαννούλα», στο οποίο είχε λάβει μέρος κι ο επίσης μακαρίτης Στρατής Ιωσηφέλης, ένα από τα πιο δυναμικά στελέχη του ερασιτεχνικού θεάτρου της Μυτιλήνης. Η μεγάλη του αγάπη για τη σκηνική τέχνη τον έφερνε συχνά στο κατάστημα του φανοποιού Μιλτιάδη Μιχ. Σουσαμλή, του γνωστού με το παρωνύμιο Χρόνης, μέσα στο Χάνι της εκκλησίας της Παναγίας, όπου γίνονταν συζητήσεις πάνω σε θέματα θεάτρου και καταστρώνονταν ερασιτεχνικές παραστάσεις. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Μιλτιάδης Σουσαμλής ήταν ένας άνθρωπος του λαού με έντονη καλλιτεχνική διάθεση, ένας ασπούδαχτος ηθοποιός, ένας λάτρης του θεάτρου. Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου 1941, του αποδόθηκαν κατά την ημέρα της κηδείας από το Αναγνωστήριο τιμές μεγάλου ευεργέτη, εκφωνήθηκε επικήδειος από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, κι αργότερα, το 1953, ανακηρύχτηκε μεγάλος ευεργέτης του σωματείου.

Το πυρετικό ενδιαφέρον του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη για το Αναγνωστήριο, η αυτοκατάρτισή του σε θέματα θεάτρου κι η ασυνήθιστη δραστηριότητά του δεν άργησαν να εκτιμηθούν. Το 1923 απονεμήθηκε από το Αναγνωστήριο σ’ αυτόν και σ’ άλλους ο τίτλος του ερασιτέχνη, επειδή δίδαξαν ερασιτεχνικά και προς όφελος του σωματείου τα έργα του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Γκόλφω» και «Η Σκλάβα». Το 1924 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στην οποία πρωτοεμφανίστηκαν γυναίκες. Από το 1925 πήρε το προβάδισμα κι ανάλαβε τη σκηνοθετική φροντίδα των ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως κι άλλοι κατά καιρούς ασχολήθηκαν με τη σκηνοθεσία. Από τους παλαιούς αξίζει να μνημονεύσουμε το μακαρίτη Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, ο οποίος σκηνοθέτησε πολλά έργα και συνεργάστηκε στενά με το Αναγνωστήριο και με το «Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1925 ως παράρτημα του πρώτου.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης έδωσε όλο του το είναι στην υπόθεση του ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιάσου. Με συνεχείς προσπάθειες κατόρθωσε να ανυψώσει τη σκηνοθεσία και να εξασφαλίσει λαμπρές παραστάσεις. Παρακολουθούσε τη θεατρική κίνηση, το ρεπερτόριο της εποχής, έβρισκε τους ικανούς συνεργάτες, διάκρινε τους ταλαντούχους ερασιτέχνες, έκανε διανομή των ρόλων, έτσι που να είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία, άρχιζε εξαντλητικές πρόβες κι έδινε στον τόπο του, παρ’ όλο που στην αρχή τα μέσα ήταν πολύ φτωχά και περιορισμένα, ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ήταν πρόσωπο απόλυτου σεβασμού κι εμπιστοσύνης, γι’ αυτό και κατόρθωνε πάντοτε να ασκεί επίδραση στους μαθητευόμενους ηθοποιούς – ερασιτέχνες, να επιβάλλει την πειθαρχία, να διεγείρει το φιλότιμο και να εκμεταλλεύεται με καταπληκτική μαεστρία την καλλιτεχνική δυνατότητα όλων. Είχε τον τρόπο να γεννά τον έρωτα για το θέατρο και στους άλλους, να δονεί τις ευαίσθητες χορδές τους, να θέτει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της προσωπικής του παρουσίας. Ήταν άνθρωπος συνεργάσιμος, σεβόταν τις απόψεις των άλλων, παραδεχόταν τα σφάλματά του. Πολλές φορές είχε εκρήξεις θυμού, φουρτούνιαζε, διαβολοέστελνε, αλλά η έξαψη διαρκούσε λίγο, για να δώσει τη σειρά της στη γαλήνη και στη φιλικότητα.

Προπολεμικά ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης σκηνοθέτησε αρκετά έργα, που τα ανέβασε στη σκηνή το Αναγνωστήριο κι ο «Ερασιτεχνικός Όμιλος Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1926 ως παράρτημα του πρώτου. Απ’ αυτά αναφέρουμε μόνο εκείνα, για τα οποία έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες από τον ίδιο ή από άλλες πηγές: 1) Franz Grillparzer «Το στοιχειό του πύργου» (1929), Τίμου Μωραϊτίνη «Δακτυλογράφος ζητεί θέσιν», Γρηγορίου Ξενόπουλου «Ραχήλ» (1931), Αλεξάνδρου Bisson «Η Άγνωστος» (1931), Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» (1932), Σπύρου Μελά «Το χαλασμένο σπίτι» (1936), Baudoin Daubigny «Οι δύο λοχίαι» (1937), «Ανησυχίαι πενθερού» (1937).

Στα χρόνια της Κατοχής και λίγο αργότερα, οι δύσκολες καταστάσεις στάθηκαν πραγματική τροχοπέδη στη δράση του Αναγνωστηρίου. Ύστερα από 52 χρόνια έμελλε το σωματείο να διαλυθεί σύμφωνα με απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 183/1946) και να περιέλθει η περιουσία του για διαφύλαξη, όπως όριζε το Καταστατικό, στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μέχρις ότου ήθελε ιδρυθεί νέο σωματείο με τον ίδιο σκοπό. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 9 Μαΐου 1952, με εγκριτική απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 305), το Αναγνωστήριο επανιδρύθηκε, για να συνεχίσει την πολύπλευρη δράση του. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, της πείνας, της δυστυχίας, του κατατρεγμού, των πολιτικών παθών και της τρομοκρατίας, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οικογενειάρχης δάσκαλος, ο γνήσιος δημοκράτης, ο πολέμιος του φασισμού – έμειναν ιστορικοί οι καβγάδες του με τον αχώριστο φίλο και συγγενή του, αλλά θαυμαστή των Γερμανών Ευστράτιο Χριστοφαρή ή Καμπά – υπόφερε πάρα πολύ. Είχε οργανωθεί, όπως και τόσοι άλλοι Αγιασώτες, στο ΕΑΜ. Είχε μάλιστα κάνει κι ομιλίες, πράγμα που το χρησιμοποιούσαν αργότερα κακόβουλοι παράγοντες. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εκδήλωσης της 25ης Μαρτίου 1944, η οποία είχε ερεθίσει σε μεγάλο βαθμό τους Γερμανούς. Στα χρόνια του εμφυλίου κατηγορήθηκε ότι έκρυβε όπλα, γι’ αυτό και τον έδειραν στην Αστυνομία. Σωστά ειπώθηκε πως «έβαλαν χέρι στην αγία τράπεζα». Ήταν η πράξη αυτή μια πικρή μετακατοχική εμπειρία ενός αγαθού ανθρώπου, ενός αγνού ‘Ελληνα.

Με την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου άρχισε μια νέα εποχή, χαράχτηκε ένας νέος δρόμος πνευματοκαλλιτεχνικών πραγματώσεων. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης βρήκε ανοιχτό πεδίο δράσης και σκηνοθέτησε πάρα πολλά έργα, Ελλήνων και ξένων θεατρικών συγγραφέων. Συνεργάστηκε στενά με πολλά δυναμικά στελέχη και ιδιαίτερα με τον εκλεκτό συμπαραστάτη του Πάνο Πράτσο, άξιο πρόεδρο του ιδρύματος, τον οποίο εκτιμούσε πάρα πολύ. «Εναν τέτοιο θερμουργό ονειρεύτηκα και αμέσως από την πρώτη στιγμή γινήκαμε αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες», μου έγραψε στην από 28 Σεπτεμβρίου 1971 επιστολή του, όταν του είχα ζητήσει πληροφορίες για το ερασιτεχικό θέατρο Αγιάσου.

Το είδος, στο οποίο η συνεργασία του τιμώμενου με τον Πάνο Πράτσο απόδωσε περισσότερο, είναι η οπερέτα. Χάρη στη μουσική κατάρτιση του Πάνου Πράτσου, στις σκηνοθετικές προσπάθειες του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και στην καλλιτεχνική συμμετοχή του κεραμιστή-ζωγράφου Χαράλαμπου Πανταζή, καθώς κι άλλων στελεχών, το Αναγνωστήριο μπόρεσε να παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία μουσικά κι άλλα έργα και να αποσπάσει ευμενέστατα σχόλια. Η παρουσίαση οπερετών από έναν ερασιτεχνικό όμιλο αποτελεί πραγματικό άθλο.

Όλα τα έργα που σκηνοθετήθηκαν από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη μετά την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου μας είναι γνωστά. Άφθονες πληροφορίες υπάρχουν στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, στα προγράμματα, στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο κι αλλού. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε με χρονολογική σειρά μόνο εκείνα τα έργα στα οποία εργάστηκε ως σκηνοθέτης, μόνος του ή με άλλους, όπως τον Πάνο Πράτσο ή το Γιάννη Αλεντά, από το 1954 μέχρι το 1972: Δημητρίου Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» (1954), Νικολάου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας» (1954), Χριστόφα Κανιμά «Τι να τα κάνω τα καλά» (1933, 1954 και 1965), Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1955,1956 και 1967), καθώς επίσης και «Η τύχη της Μαρούλας» (1956), Σπύρου Μελά «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1957), Στρατή Αναστασέλη «Ζαμπνιές» (1957), σε συνεργασία με το Χριστόφα Κανιμά, Κατριβάνου – Οικονομίδη «Το άνθος του γιαλού» (1958), Λαντισλάους Φοντόρ «Τόπο στα νιάτα» (1960), Αθηνάς Σημηριώτη – Γ. Πομόνη «Θαλασσινές αγάπες» (1961), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Οι απάχηδες των Αθηνών» (1962, 1963), καθώς επίσης και «Το κορίτσι της γειτονιάς» (1963), Δημήτρη Ψαθά «Μικροί Φαρισαίοι» (1964), Αλέκου Σακελλάριου – Χρίστου Γιαννακόπουλου «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1966), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Η γυναίκα του δρόμου» (1970), Παντελή Χορν «Το φιντανάκι» (1972), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Πώς περνούν οι παντρεμένοι» (1972) και Γεωργίου Μουτζουρέλη «Ο ανάποδος που έγινε αρνί» (1972).

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η συμβολή του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη στο ερασιτεχνικό θέατρο της Αγιάσου. Μόνο όσοι έχουν πείρα πάνω σ’ αυτά τα θέματα είναι ικανοί να ακριβοζυγίσουν τους κόπους και τις θυσίες του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης πρωτοστάτησε ακόμα και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Το 1935, όταν πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο φιλόλογος Ηλίας Κουφέλης, οργάνωσε στην Καφενταρία μαζί με άλλους στις 25 Δεκεμβρίου «Μουσικοφιλολογική Βραδιά», η οποία σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Στο πρόγραμμα της παραπάνω εκδήλωσης αναγράφονται, εκτός των άλλων, είκοσι οχτώ μέλη της Χορωδίας, διευθυντής της οποίας ήταν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Το επόμενο έτος, στις 25 Δεκεμβρίου 1936, πρωτοστάτησε πάλι με τη Χορωδία σε μουσικοφιλολογική βραδιά, που πραγματοποιήθηκε και πάλι στην Καφενταρία. Λίγο αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου 1937, κατάρτισε τμήμα εκκλησιαστικής Χορωδίας, η οποία έψαλλε στην εκκλησία μόνο κατά τις επίσημες εορτές. Το 1939 έλαβε μέρος και σ’ άλλη αξιόλογη μουσικοφιλολογική βραδιά, η οποία οργανώθηκε για να τιμηθούν ο τότε μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου κι άλλοι επίσημοι. Ακόμα θα πρέπει να σημειώσουμε πως διατέλεσε γενικός γραμματέας του Αναγνωστηρίου για πρώτη φορά το 1935, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, κι αργότερα σ’ όλα τα διοικητικά συμβούλια για δώδεκα χρόνια, από τον Αύγουστο του 1962 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1974, και σύμβουλος από 8 Σεπτεμβρίου 1974 μέχρι που πέθανε.

Η δράση του και η συμβολή του στην ανύψωση του Αναγνωστηρίου εκτιμήθηκαν πάρα πολύ απ’ όλους και ιδιαίτερα από το φιλόμουσο κοινό και από τους ανθρώπους των γραμμάτων. Από το 1937 ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο ιστορικός της Αγιάσου, τον συγκαταριθμεί ανάμεσα σ’ εκείνους που εργάστηκαν με ζήλο για το σωματείο. Το προηγούμενο έτος μάλιστα είχε εκτιμηθεί η μέχρι τότε προσφορά του και ανακηρύχτηκε παμψηφεί επίτιμο μέλος του Αναγνωστηρίου. Το 1974 το τότε Διοικητικό Συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου ήταν ο Πάνος Πράτσος, προέπεμψε με κάθε τιμή τον εκλεκτό εταίρο στην αιώνια κατοικία του. Στις 24 Ιουλίου 1977 το ίδρυμα, οργανώνοντας φιλολογικό μνημόσυνο για να τιμήσει παλαιούς αναγνωστηριακούς, έκρινε σκόπιμο να εξάρει την προσωπικότητα του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη με ομιλητή τον επίτιμο δικηγόρο Γιάννη Γιαννάκη. Μαρτυρίες τιμής αποτελούν και τα διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς για τον αείμνηστο δάσκαλο στα διάφορα λεσβιακά έντυπα.

Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)
Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)

Όλοι θυμούνται το φανατικό τοπικιστή, που δεν άλλαζε το χωριό του με τίποτε, που γι’ αυτό θυσίασε κάθε πιθανή προσωπική εξέλιξη και πρόοδο. Τον πακτωλό της καλοσύνης, της αγαθότητας, της τιμιότητας και της αρετής, τον άνθρωπο που ήταν αδύνατο να βλάψει ή να κακολογήσει συνάνθρωπο, έστω κι αν ήταν εχθρός του. Τον αφιλοχρήματο και αφιλοκερδή, που πληρωνόταν για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με την ηθική ικανοποίηση. Τον εραστή της απλότητας των τρόπων, της συμπεριφοράς και της εμφάνισης, που προτιμούσε σαν άλλος κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης το τσαλακωμένο και λιγδιασμένο ρούχο και το παλιό και λιωμένο παπούτσι, που αντιπαθούσε τους επιδειξίες, τους ανθρώπους της θεαματικής προβολής. Τον αναζητητή του περιθωρίου και της σκιάς, τον άνθρωπο που απόφευγε τη δημοσιότητα, τις φωτογραφήσεις, τις ηχογραφήσεις, που δεν μπόρεσε σ’ όλη του τη ζωή να κατανικήσει τη μεγάλη μετριοφροσύνη του. Τον ευσυνείδητο δουλευτή, που έπρεπε να φέρει σε πέρας την εργασία που είχε αναλάβει από δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από παρακίνηση άλλων. Το φίλο του λαού, που μπορούσε να κάνει παρέα μ’ όλους, ακόμα και μ’ αυτούς, που οι περισσότεροι τους περιφρονούσαν και τους απόφευγαν. Τον πρόθυμο συντρέχτη κάθε αδύνατου, κάθε κατατρεγμένου, κάθε πονεμένου. Τον καλλιτέχνη που μεταστοιχείωνε τον ελεύθερο χρόνο του σε πολύτιμη προσφορά στον τόπο του, που διεύρυνε τους ορίζοντες της θεατρικής παιδείας των συγχωριανών του. Το μάγο αφηγητή, το γνώστη της παλαιάς Αγιάσου, της ιστορίας, των θρύλων και των παραδόσεών της, το ευρετήριο του αμίμητου θείου του Ξενοφώντα Σουσαμλή (Ξινόφ’), του οποίου τα ανέκδοτα δεν έπαψαν να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα ίσαμε τις μέρες μας. Τον αξιοπρεπή που δεν ανεχόταν ταπεινώσεις, τον ειλικρινή που έπρεπε να του φερθείς τίμια, να του μιλήσεις με λόγια σταράτα. Τον οργίλο, που θύμωνε και ξεθύμωνε γρήγορα, για να γίνει άκακο αρνί, πράο ανθρωπάκι. Το χαμηλόθωρο, σκυφτό περιπατητή της Αγιάσου, που μοίραζε το χρόνο του στην οικογένειά του, στο σχολείο, όσο υπηρετούσε, στο Αναγνωστήριο και γιατί όχι και στο καφενείο του Στρατή Πληγωνιάτη για κανένα ουζάκι, που τον έφερνε στο κέφι, έλυνε τη γλώσσα του και του άνοιγε διεξόδους, για να ξεχνά κάποια βασανιστικά προβλήματα που τον απασχολούσαν. Τον άνθρωπο της χαράς και της παρέας, τον εύθυμο, τον ομιλητικό, το θυμόσοφο, το ξενύχτη, αν το καλούσε η περίσταση. Τον αποδεκτό απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, Αγιασώτη, αυτόν που τίμησε την προσωνυμία «δάσκαλος».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΣ

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΣ

Ο Γρηγόρης Κουρβανιός γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 23 Δεκέμβρη 1923 και πέθανε στις 26 Δεκέμβρη 1985. Ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά του ζαχαροπλάστη και φωτογράφου Χριστόφα Κουρβανιού. Γνώρισε από νωρίς τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής. Ρίχτηκε όμως με θάρρος στον αγώνα. Γράμματα πολλά δεν ευτύχησε να μάθει. Μια αντιπαιδαγωγική ενέργεια τον σταμάτησε στην προτελευταία τάξη του Δημοτικού. Εντάχτηκε νωρίς στο ΕΑΜ και υπηρέτησε την υπόθεση της Εθνικής Αντίστασης από τον Αύγουστο του 1943, σύμφωνα με την ταυτότητα της ΠΕΑΕΑ /62142 / 25-10-1984. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική και συνεργάστηκε με τους Σουσαμλήδες, το Στρατή, το Μάριο, το Βασίλη… Έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας και συνέχισε την οικογενειακή παράδοση. Δέθηκε στενά με το Αναγνωστήριο από το 1972. Είχε προσληφθεί ως κλητήρας, αλλ’ εργάστηκε με μεράκι κι επιτυχία σε διάφορους ειδικούς τομείς. Ήταν ο βιβλιοθηκάριος, ο δακτυλογράφος, ο φωτογράφος, ο μουσικός, ο υπεύθυνος σκηνής, ο επιγραφοποιός, ο χειριστής μηχανημάτων…
Εργάστηκε για το λόφο Καστέλι, για την ύδρευσή του, για την αξιοποίησή του. Εργάστηκε για το Λαογραφικό Μουσείο του Αναγνωστηρίου. Συνεργάστηκε γόνιμα με το «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών» Αθήνας…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986

“ΓΚΡΙΝΙΑ” Μια αγιασώτικη σατιρική εφημερίδα

Στο σημείωμά μας αυτό θ’ ανα­φερθούμε στη «Γκρίνια», στηριζόμενοι σε τρία φύλλα, που μας παραχώ­ρησε ο εκλεκτός συνεργάτης μας Μιλτιάδης Σκλεπάρης

skleparis_mihalisΟι Αγιασώτες από την εποχή του μεσοπολέμου άρχισαν ν’ ασχολούνται συστηματικά ή ερασιτεχνι­κά με τον τύπο, με τη δημοσιογρα­φία. Έθεσαν σε κυκλοφορία εφημε­ρίδες και περιοδικά, που τυπώνο­νταν στην Αγιάσο ή στη Μυτιλήνη, όπου τα μέσα ήταν περισσότερο σύγχρονα. Εκτός από τα κανονικά έντυπα, υπήρχαν κι άλλες εκδόσεις χειρογραφημένες ή δακτυλογραφη­μένες. Δυστυχώς κι από τις πρώτες κι από τις δεύτερες δεν υπάρχουν στη διάθεση του μελετητή πλήρεις σειρές. Συνέπεια τούτου είναι η αδυ­ναμία για μια σωστή έρευνα κι αξιο­λόγηση. Ευχής έργο θα ήταν να συγκεντρωθούν όλες. Σ’ αυτό θα μπορούσαν να βοηθήσουν όσοι έχουν σκόρπια φύλλα. Το Αναγνω­στήριο είναι ο καλύτερος χώρος για τη διασφάλισή τους.

Στο σημείωμά μας αυτό θ’ ανα­φερθούμε στη «Γκρίνια», στηριζόμενοι σε τρία φύλλα, που μας παραχώ­ρησε ο εκλεκτός συνεργάτης μας Μιλτιάδης Σκλεπάρης. Τη σατιρική αυτή εφημερίδα την έβγαζε ο αδελ­φός του Μιχάλης Σκλεπάρης, που ή­ταν λαογραφικός συνεργάτης του «Τρίβολου». Ήταν δακτυλογραφη­μένη ή χειρογραφημένη. Φαίνεται ότι βγήκε αρκετές φορές. Στο κύριο άρθρο του φύλλου της 1-1-1946 αναφέρεται ότι «Το αγαπημένο όργανο των καβγατζήδων χασομέρηδων, πι­στό σα γάτα στις προγραμματικές δηλώσεις του, συνεχίζει τον αγώνα που ανέλαβε για γκρίνια, κέφι, χα­ρά και υψηλή φιλολογία, χωρίς να δίνει διάρα στους κουφιοκεφαλάκηδες, που πασχίζουν με κάθε τρόπο να του φράξουν το δρόμο που πέ­ντε χρόνια ακολουθεί».

gkrinia

Για να δοθεί μια εικόνα της ποιό­τητας της «Γκρίνιας», θα πρέπει ν’ α­ναφερθούμε σε κάποια κείμενά της. Το πρώτο φύλλο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι δακτυλογραφημέ­νο, εικονογραφημένο, διαστάσεων 23X35, και κυκλοφόρησε την 1η Γενάρη 1945. Από τα περιεχόμενα αξίζει να δώσουμε το κύριο άρθρο:

ΓΙΑΤΙ ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ

Καθετί που γίνεται έχει τις αφορ­μές του, τα αίτια και τους σκοπούς του. Η επανέκδοση λοιπόν της «Γρίνιας» γίνεται για τους παρακάτω λό­γους. Τα παράξενα π’ ακούμε και μα­θαίνουμε, τα παράναγκα που γίνον­ται, οι λόξες και τα φάλτσα που βλέ­πουμε, οι αδιαντροπιές και οι παλαβάδες αρκετών μάς δώσανε τις αφορμές και γίνανε αιτία να βγάλου­με στη φόρα τ’ άπλυτα και τις μπομπές όχι δυστυχώς όλων, παρά αυτουνών που θα ’χουν την τύχη να τους αρπάξει το σχέδιο. Σκοπός μας είναι να δώσουμε ένα καλό λούστρο μερικούς – που να το θυμούνται σ’ όλα τους τα χρόνια – για να ξεθυμάνουμε.

Το όφελος που θα έχει αυτό το κοπάνισμα είναι μεγάλο. Γιατί από τώ­ρα και μπρος ο καθένας θα προσπα­θεί το καθετί που κάνει να το λογα­ριάζει. Την κάθε κουβέντα που θα πει να τη σκέφτεται. Θα βάζει ο νους του τα χτυπήματα της «Γκρίνιας» και θα πιάνεται η καρδιά του. Μα είναι μερικοί – θα μου πείτε – που δε δί­νουν διάρα ή, πιο σωστά, κάνουν πως δεν τους πιάνουν τα γράμματα. Λίγο μας νοιάζει για τους τέτοιους. Γιατί μας φτάνει κι ευχαριστούμα­στε και με τούτο μονάχα, πως όλοι οι αναγνώστες και οι συνεργάτες μας θα κατατοπίζουνται σ’ όλα και θα μαθαίνουν το καθένα απ’ την όρτα κι απ’ την ανάποδη.

Κατοπινούς σκοπούς μας βάζου­με το κέφι, τη χαρά και την υψηλή φιλολογία! Μα πιο πολύ επιδιώκου­με και θα προσπαθήσουμε να φέρου­με με τ’ αρθρίδιά μας σε διάσταση και καβγά τον ένα με τον άλλο συ­νεργάτη και φίλο κι έτσι, βάζοντας μεις τα φτίλια, θα βλέπουμε τη φα­γωμάρα και τη γκρίνια από μακριά και θα σπούμε πλάκα.

Γρινιάρης

Στη συνέχεια υπάρχουν «Μποναμάδες» (Αναστασέλη Στρατή= τον Ηλία Ψυρκούδη. Σουσαμλή Όμηρον = Μια μετρική κτλ.), σατιρικά δίστιχα αφιερωμένα σε πρόσωπα, με το γε­νικό τίτλο «Το κασιάνι μας», κι άλλα τσουχτερά και πικάντικα, όπως «Γοι ψόφ» (αναφορά στην παράσταση του έργου του Στρατή Αναστασέλη «Γοι ψοφ» στη Μυτιλήνη το Σεπτέμ­βρη του 1944, «Νέα βιβλία», «Οι κυ­νηγοί μας», «Αγώνας για τη ζωή», «Αποφάσεις» (Να ανοιχθεί λουκουματζίδικο στο Ξενοφών Σουσαμλή. Να σταλούν συλλυπητήρια στον Παπανδρέου και Γλύξμπουργκ για την απώλεια της Ελλάδας. Να σταλεί Σδαναός, να μεσολαβήσει για τη συμφιλίωση αυτουνών που έβαλαν ίσκα το Αναγνωστήριο. Να κάνουμε διανομή 17,50 δράμια κάστανα στους Εγγλέζους. Να ανατεθεί η ε­πιχείρηση της τρίχας του λουτρού, που θα ανοίξει αυτές τις μέρες, στον Προκόπη Λιγέλη. Να μοιραστεί για το πρώτο 10ήμερο του Γενάρη η α­νάλογη ποσότητα ξιδιού, για να καλ­μάρουν τα νεύρα της αντίδρασης. Να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πο­σότητα αχλιάς, για να γίνει ο σχετι­κός έλεγχος. Να δοθεί τραχονοπάρτι τα μεσάνυχτα των Φώτων κτλ.), “Τι λένε οι προσωπικότητες της ΣΔΑ και της ΣΤΑ» κτλ.

Το δεύτερο φύλλο είναι επίσης δακτυλογραφημένο και εικονογρα­φημένο, διαστάσεων 20X29 1/2, εξασέλιδο, αλλά λειψό κατά τις πρώτες δυο σελίδες, και κυκλοφόρησε στις 16 Γενάρη 1945. Από τα περιεχόμε­να του αξίζει να σημειώσουμε τα παρακάτω:

ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΙΑ

Πραγματικά είναι αδιάντροπος. Κατάργησε στο θέατρο το ρόλο των γυναικών και κάνει αυτός τη γυναί­κα. Τουλάχιστον παιδί δεν είναι. Εί­ναι αρκετά μεγάλος και έπρεπε να το σκεφθεί πριν ανεβεί πάνω στη σκηνή και κάνει την κυρία Ντόνα Λουκία. Κοντά σ’ αυτόν έμπλεξε κι ο Ηλίας, γιατί, μπορούμε να πούμε ότι αυτός είναι αιτία και χαρακτηρί­στηκε η κωμωδία αχαζάδα. Ναι, η Ντόνα Λουκία κατέστρεψε την Κω­μωδία. Γιατί απλούστατα ο αδιάντροπος που ανέβηκε στη σκηνή με τη στάση του και με τους μορφα­σμούς του και με τα διάφορα ανάλα­τα αστεία που έκανε κατόρθωσε να εξισώσει την Κωμωδία με τους «Ψόφους».

Στη συνέχεια υπάρχει ένα κείμε­νο με τίτλο «Εντυπώσεις απ’ το ΦΟΜ», «Ο χορός του Βούδα», κτλ.

Το τρίτο φύλλο είναι τετρασέλιδο, χειρογραφημένο, διαστάσεων 19 1/2Χ29 1/2, χωρίς εικονογράφηση, και κυκλοφόρησε την 1 Γενάρη 1946. Σημειώνουμε το κύριο άρθρο «Θα τη βγάζουμε», τους «Μποναμάδες» (Ευστρ. Βαμβουρέλην: Μουστακοδέτη. Σαρ. Μαλιάκα, Γιαν. Κουρβανέλη: Διαβουλόξλου, κτλ.), μια διαμαρ­τυρία «θιγομένου» με τίτλο «Τάδε λέγει Κύριος», τις «Σελίδες απ’ το η­μερολόγιο…» (7 Δεκέμβρη 1939), τις «Αποφάσεις», τις «Ειδήσεις» (Εξ ημιεπισήμου πηγής αγγέλλεται ότι ο Ευσ. Δελόγκος ενυμφεύθη με τη δίδα Άντρια. Παράνυμφοι παρέστη­σαν η Λαξ και Καλό Πριβόλ). Χαρα­κτηριστική είναι και η ακροτελεύτια είδηση: Τελευταία ώρα. Πή­ραμε απ’ τις ποινικές το παρακάτω τηλ/μα: Πάτερα, πε του α μι βγάλιν.

gkrinia_paper

Η έκδοση της «Γκρίνιας» ήταν μια καλή προσπάθεια, παρά τις ατέ­λειες. Ξεπήδησε από το κλίμα που καλλιέργησε ο «Τρίβολος» του Στρα­τή Παπανικόλα κι από την αγιασώτικη σατιρική διάθεση.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986