ΤΟ ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ ΧΤΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

Η Αγιάσος βρίσκεται σε υψόμετρο κι ο Όλυμπός της έχει 967 μέτρα. Ευνοήθηκε και προικίστηκε από τη φύση με μεγάλη απλοχεριά, με οργιώδη βλάστηση. Τις ορεινές, βραχώδεις, γυμνές ή με άγρια βλάστηση εκτάσεις της, η εργατικότητα των κατοίκων της, με σέτια, πεζούλες που έφτιαξε και με κουβαλητό χώμα στον ώμο, τις μετέβαλε σε αποδοτικούς και προσοδοφόρους ελαιώνες. Ύστερα από το Πλωμάρι και τη Γέρα έρχεται τρίτη στην παραγωγή της ελιάς. Σε μια καλή σοδειά φτάνει τις 20-22 χιλιάδες μόδια. Το μόδι υπολογίζεται σε 500 κιλά ελιές με απόδοση κατά μέσο όρο σε λάδι 120 με 125 κιλά. Η γη της είναι κατατμημένη σε μικρά κομμάτια. Κτήματα μεγάλα και συγκεντρωμένα δεν υπάρχουν, όπως σε άλλα χωριά. Όλοι έχουν ένα κομμάτι γης, λίγα δέντρα, ένα δυο μόδια, να κρεμάζουν τον τροβά τους και να βάζουν της σοδειάς των το λάδι. Πολλοί λίγοι, ελάχιστοι ήταν οι πραγματικοί ακτήμονες. Λίγα μόδια είχαν οι περισσότεροι. Γύρω στα 70-90 μόδια 15-20 άτομα. Και από τα 100 και πέρα 2-3.

Για το μάζεμα της παραγωγής απασχολιόνταν σχεδόν όλοι όσοι μπορούσαν να εργαστούν. Λίγες οικογένειες μεγάλων, ή με όνομα παραγωγών, δεν παίρναν μέρος στο μάζεμα. Η προετοιμασία για το μάζεμα άρχιζε, άμα περνούσε του Σταυρού. Καπαρώνονταν οι ραβδιστάδες, οι μαζώχτρες και οι δευτερωτήδες. Από τότες οι τσαγκαράδες και οι ραφτάδες αρχίζανε τα νυχτέρια, για να κάνουν τα παπούτσια και τα ρούχα της δουλειάς, κι ύστερα τα λαμπριάτικα. Τα νυχτέρια τους τέλειωναν το μέγα Σάββατο, με τη Λαμπρή. Ύστερα από τα κάστανα που μαζεύανε, κόβανε και τα μεροκάματα για τις ελιές. Από το Νοέμβρη άρχιζε το πρώτο σήκωμα, μάζευαν τ’ αυγουστιάτικα ξεράδια. Άμα είχε μαξούλι και πεσούρα, ακολουθούσαν ακόμα ένα δυο σηκώματα. Πριν από τα Φώτα κανείς δεν μπορούσε να ραβδίσει ελιές. Εκτός, με ειδική άδεια που έπαιρνε από το Ζαϊράτ (Αγροτικό Συμβούλιο) ή από το Αγρονομείο και μόνο για λαγκάδια και μέρη, στα οποία χάνονταν οι ελιές. Ύστερα από τα Φώτα, που άρχιζε ο ραβδισμός, από τις 3.30′ με 4 το πρωί όλη η Αγιάσος ήταν στο πόδι και σε κίνηση. Οι κεχαγιάδες πήγαιναν και ξυπνούσαν τις μαζώχτρες, για να τους πουν, ανάλογα με τον καιρό που επικρατούσε, πού θα παν και αν θα παν στη δουλειά, και πού θα βγουν, για να συγκεντρωθούν για το ξεκίνημα.

Συνήθως η συγκέντρωση και το ξεκίνημα γινόταν από το Σταυρί. Από κει κατευθύνονταν στις περισσότερες περιφέρειες του λιώνα. Γι’ αυτό κάθε μέρα, τις πρωινές ώρες, γινόταν της παλαβής. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Δεν μπορούσες και ήταν αδύνατο να γνωρίσεις άντρα ή γυναίκα, όπως ήταν θωρακισμένοι για το κρύο. Οι άντρες με τις κουκούλες ή τις μαντίλες στο κεφάλι σα σαρίκια, για να μην κρυώνουν τα αυτιά, και οι γυναίκες κουκουλωμένες με τα άσπρα τσιμπέρια με τις πολύχρωμες πούλιες, που φαίνονταν μόνο η μύτη και τα μάτια τους. Για να βρει κανείς τους δικούς του, έτρεχε από τη μια ως την άλλη, φωνάζοντας ονόματα αντρικά και γυναικεία της παρέας του. Μόνο έτσι μπορούσε να τους βρει. Οι άντρες πήγαιναν στα καφενεία που ήταν όλα ανοιχτά. Οι γυναίκες με σταυρωμένα τα χέρια τους στο στήθος βάζαν τις παλάμες τους κάτω από τις μασχάλες τους και ακουμπώντας πάνω στα ντουβάρια, να μην τις βρίσκει το ξεροβόρι, μεταπατούσαν για να ζεσταθούν.

Στις 4.15′ άρχιζε η κάθοδος των μυρίων στην πατωμένη της Καρίνης. Άνθρωποι και ζώα κατέβαιναν μέσα στο σκοτάδι, όπως κατεβαίνει φουσκωμένος χείμαρρος. Την ώρα που ξεκινούσαν σφύριζαν και οι μπουρούδες των μηχανών, φωνάζοντας τους εργάτες των για τη δουλειά, για να προλάβουν να πετάξουν τις ελιές του κόσμου με 12 στόματα που βγάζαν κάθε μέρα. Σφύριζαν το μεσημέρι και το βράδυ που σκολούσαν από τη δουλειά. Στο δρόμο μες στο σκοτάδι είχαμε και τις συναντήσεις των ερωτευμένων, που δεν έχαναν την ευκαιρία. Πριν χωρίσουν συνεννοούνταν και συμφωνούσαν πού και τι σημάδι θα βάλουν, για να ξέρει όποιος φτάσει πρώτος, αν πέρασε ο άλλος ή είναι ακόμα πίσω. Πολλοί ανεβαίνοντας τα βράδια και βλέποντας τα σημάδια τα χαλούσαν, για να τους παιδεύουν. Στα κτήματα φτάνανε ύστερα από μικρή ή μεγάλη πεζοπορία. Άναβαν φωτιές και όρθιοι ένα γύρω περίμεναν να ξημερώσει για να πιάσουν δουλειά. Αρκετές φορές όμως την πάθαιναν. Μόλις έπιαναν δουλειά και περνούσαν μια δυο ώρες, άρχιζε η βροχή ή το χιόνι, που τους ανάγκαζε να τα παρατήσουν και να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Να κάνουν έναν πρωινό περίπατο αρκετών ωρών και να μην πάρουν δεκάρα. Αυτό ήταν για του πατέρα τους την ψυχή. Για να πάρουν το μισό μεροκάματο, έπρεπε να φτάσει το μεσημέρι.

Δεν υπήρχε χειρότερο να ανεβαίνεις το Γολγοθά, την πατωμένη της Καρίνης, βρεμένος, με τις βράκες οι γυναίκες μούσκεμα, και να σε πιτσιλίζουν με τη λάσπη από το πρόσωπο ως σ’ όλα σου τα ρούχα τα γλιστρήματα των ζώων μέσα στις λακούβες. Όταν τα πράγματα έρχονταν βολικά, από την Κούστερη, το Κλιτς κι από αλλού σκολούσαν στις 3.30′ κι έφταναν στο χωριό στις 5.30 με 6 η ώρα. Ώσπου να ετοιμάσει η γυναίκα το βραδινό φαγητό και να ρδνιαστεί για την άλλη μέρα, να δει και καμιά δουλειά του σπιτιού ή της φαμίλιας της, φτάνανε μεσάνυχτα. Της μένανε 3 με 4 ώρες να ξεκουραστεί. Αυτή η δουλειά βαστούσε 5-6 μήνες. Πώς άντεχαν αυτοί οι οργανισμοί, ύστερα από τόση σκληρή δουλειά και κακή διατροφή με όσπρια, αρμυρά, τηγανητά, είναι άξιο απορίας.

Σήμερα ξεκινάν το πρωί στις 7 με 7.30′ με το αυτοκίνητο το αγροτικό και στις 3.30′ με 4 όλοι βρίσκονται στα σπίτια τους. Τώρα το λιομάζωμα έγινε διασκέδαση, πανηγύρι. Όλος ο λιώνας γέμισε κονσερβοκούτια και πλαστικά κεσεδάκια από γιαούρτια. Εμάς, που τα φτάσαμε και τα ζήσαμε, μας κάνουν να απορούμε και να διερωτώμεθα πώς άντεχε και βαστούσε ο κόσμος μ’ αυτές τις συνθήκες. Πώς λοιπόν να μη φαίνονται στους νέους διογκωμένες υπερβολές και σαν ψέματα, που τα ακούν σαν παραμύθια από τις γιαγιάδες τους!

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 26/1985

Απ’ του Καλάμ’ …

Μες στου Κάμπου φώναζι Αμπλίκους:
Κύριιιιιι, μας φέραν φρέσκα ψάρια στα ψαράδικα.
Ρώτ’σι ένας που φοβούνταν φαίνιτι μην είνι απί του Κόλπου τς Γέρας.
Απού πού είνι, ε Τίν(ι), τα ψάρια;
Λέγ(ι) Αμπλίκους:
Απ’ του Καλάμ’

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 28/1985

ΜΥΡΤΑ ΑΜΑΝΙΤΟΥ

Η Μύρτα Αμανίτου ήταν ένας άνθρωπος με καλλιτεχνική διάθεση, με προοδευτικές αντιλήψεις, με φιλολογικά ενδιαφέροντα. Είχε δεχτεί την επίδραση του παππού της Κομνηνού Αμανίτου, λαμπρού μουσικού της Αγιάσου, καθώς επίσης και του πατέρα της Γιάννη, ο οποίος, εκτός από την ιατρική που είχε σπουδάσει, αγάπησε υπερβολικά το Αναγνωστήριο της πατρίδας του κι έδωσε ώθηση στο ερασιτεχνικό θέατρο από τις αρχές του αιώνα. Η ίδια ανέβηκε από νωρίς στη σκηνή και κατόρθωσε να επιβληθεί. Το 1924 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας». Ας σημειωθεί πως στην παράσταση αυτή πήραν μέρος για πρώτη φορά γυναίκες της Αγιάσου. Το 1931 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Αλέξανδρου Μπισσόν «η Άγνωστος». Κι αργότερα όμως, παρ’ όλο που ήταν εγκατεστημένη στη Θερμή, από όπου καταγόταν η μάνα της, δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για την Αγιάσο. Πάντοτε στην υπηρεσία του τόπου της, πάντοτε πρόθυμη για το καλό και για την πρόοδό του.

Αναμνηστική φωτογραφία των ερασιτεχνισσών από την παράσταση του έργου «Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1924). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Ευστρ. Αγγελή, Μερόπη Παπαγεωργίου, Μύρτα Αμανίτου, Μαριγούλα Γρ. Τζανετή (πίσω), Ηλέκτρα Κολαξιζέλη, Μαρίκα Κοντούλη, Αγγ. Κουρτζή, Έλλη Μιχ. Σκλεπάρη και Έλλη Κοντούλη. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Μαρίκα Κοντούλη-ΤοκμακΙδου)
Αναμνηστική φωτογραφία των ερασιτεχνισσών από την παράσταση του έργου «Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1924). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Ευστρ. Αγγελή, Μερόπη Παπαγεωργίου, Μύρτα Αμανίτου, Μαριγούλα Γρ. Τζανετή (πίσω), Ηλέκτρα Κολαξιζέλη, Μαρίκα Κοντούλη, Αγγ. Κουρτζή, Έλλη Μιχ. Σκλεπάρη και Έλλη Κοντούλη.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Μαρίκα Κοντούλη-ΤοκμακΙδου)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 31/1985

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ. Ένας λαμπρός κορνετίστας

Ευστράτιος Ρόδανος
Ευστράτιος Ρόδανος

Ο Ευστράτιος Ρόδανος γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1885, πριν από έναν αιώνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης, γνωστός και με τα παρατσούκλια Άννα ή Μαργιουλέλ(ι), ήταν ένας από τους παλαιούς μουσικούς της Αγιάσου. Ήταν βιολιτζής κι άνοιξε το δρόμο και στα παιδιά του.
Ο Ευστράτιος έδειξε από νωρίς πως είχε κλίση στη μουσική, πως ήταν ταλέντο. Η κορνέτα τον είχε μαγέψει. Δεκατετράχρονος μπήκε στην κομπανία του πατέρα του. Όταν έγινε 19 χρονών, έφυγε στην Αμερική και δούλεψε σκληρά σ’ εργοστάσια. Παράλληλα όμως, ιδίως τα σαββατοκύριακα, έπαιζε με κομπανίες σ’ ελληνικά κέντρα της Νέας Υόρκης. Εδώ έμαθε ακόμα ένα μουσικό όργανο, το σαντούρι.
Στην Αμερική έμεινε 8 χρόνια. Το 1913 εγκατέλειψε τη μακρινή ήπειρο, επέστρεψε στο απελευθερωμένο νησί και σχημάτισε στην Αγιάσο κομπανία με τον αδερφό του Νικόλαο, που έπαιζε εμφώνιο, με τον Παναγιώτη Σουσαμλή που έπαιζε κλαρίνο, με τον Αχιλλέα Σουσαμλή που έπαιζε βιολί, καθώς και με άλλους.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου ο Ευστράτιος Ρόδανος στρατεύτηκε κι υπηρέτησε στη γνωστή μπάντα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Εδώ εξελίχτηκε περισσότερο και γνώρισε πολλούς καλούς μουσικούς. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, επέστρεψε πάλι στην Αγιάσο και συγκρότησε την παλαιά κομπανία, η οποία ήταν περιζήτητη κι άφησε εποχή στον τόπο μας. Κοντά του μαθήτεψαν και τα παιδιά του, ο Βασίλης, ο Σταύρος κι ο Χαρίλαος, εκλεκτοί μουσικοί και συνεχιστές μιας παράδοσης…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 28/1985