ΟΙ ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ

Άλλοτες το τζάκι, η γωνιά, όπως το έλεγαν οι παλιότεροι, ήταν ο αφαλός του σπιτιού. Μάζευε κοντά του όλη τη φαμίλια, προπαντός τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες, όταν το κρύο αντρείευε και τα στοιχειά της φύσης λυσσομανούσαν. Η μέσα τιμητική θέση ήταν για τους μεγάλους, για τον παππού και για τη γιαγιά, για τον πατέρα και για τη μάνα. Στο έξω μέρος, πλάι στο κατώφλι της γωνιάς, αραδιάζονταν στο στρωμένο τσουπί ή στην καρπέτα τα μωρά, χρησιμοποιώντας κάποτε μαξιλαράκια ή και σκαμνάκια. Η φωτιά πολεμούσε με τα ξύλα που της αντιστέκονταν, αφήνοντας δω κι εκεί αστράκια, σημάδι αλλαξοκαιριάς ή και «αφλουγής». Έγλειφε λαίμαργα με τις κοκκινωπές γλωσσίτσες της τον τέντζερη ή το τέστο, που καμάρωναν στη ράχη της πυροστιάς κι ανάδιναν λογής λογής μυρουδιές. Το πήλινο τσουκάλι παραδίπλα άγγιζε διακριτικά τη χόβολη κι όλο διψούσε και ζητούσε τη δροσιά του κρύου νερού. Το μπρίκι ήταν πάντοτε σ’ επιφυλακή για καφέ ή για ζεστό. Τα κάστανα παραχώνονταν με τη μασιά κι αν δεν ήταν χαρακωμένα με το μαχαίρι ή δαγκωμένα στην άκρη πετάγονταν κι έκαναν κρότο, παρασέρνοντας κάποτε μαζί τους στάχτες και καρβουνάκια. Η πύρα, παρ’ όλο που δεν άπλωνε σ’ όλη την κάμαρη -μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα-, όμως ξεμάργωνε το κορμί, ραχάτευε τα κουρασμένα μέλη, μέρευε την ψυχή κι έλυνε τη γλώσσα για όμορφες ιστορίες, για παραμύθια.

Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη
Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη

Το τζάκι δούλευε σχεδόν ολοχρονίς. Σταματούσε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, γιατί ο κόσμος συνήθως μαγείρευε στις αυλές, στο ύπαιθρο. Ήθελε και τούτο την ανάπαυσή του, τη φροντίδα του, τις διακοπές του. Οι νοικοκυρές το έντυναν με το δαντελωτό «καπτέλι» και με το φαντό «πκαροπάνι», το αρμάτωναν με λογής λογής χρειαζούμενα μικροαντικείμενα, αλλά και με θυμητάρια, το συγύριζαν κάθε λίγο και λιγάκι, γιατί ήταν η βιτρίνα του σπιτιού. Καλοί γειτόνοι το αρμάρι, όπου φύλαγαν το ψωμί και τα φαγητά, άλλα και η πιατοθήκη με το τακίμι της. Δεν έλειπαν και οι θυρίδες για το μπρίκι, για το καφεκούτι, για τη ζαχαριέρα, για το αλατερό, για το δαδί…

Κοντά σ’ όλα όμως και ο «πκαρής», η καπνοδόχος, είχε τις απαιτήσεις του. Ήθελε κι αυτός τα στολίδια του, για να μπορεί να φιγουράρει στα ύψη. Γι’ αυτά φρόντιζαν οι χτιστάδες, που ήταν τεχνίτες με γούστο και με περίσσιο μεράκι. Ζητούσε μια φορά το χρόνο και το καθάρισμά του και τούτο χρειαζόταν το μάστορά του, τον καπνοδοχοκαθαριστή. Ο καπνός που ανηφόριζε παιχνιδίζοντας άφηνε ίχνη στα τοιχώματα, που με τον καιρό γίνονταν ένα σκληρό μαύρο πουρί, που το έλεγαν καπνιά. Μ’ αυτό μουτζούρωναν το πρόσωπο τους οι καρνάβαλοι. Μ’ αυτό, ανακατεμένο με λάδι, μπλάστρωναν τις πληγές των ζώων οι πρακτικοί γιατροί κι οι γιάτρισσες. Η σκόνη του εξάλλου ήταν γιατρικό και για τα σπασίματα.

Η φωτιά που πύρωνε τη χαρά των ανθρώπων είχε και τους κινδύνους της. Οι μεγάλοι τους γνώριζαν και φοβόντουσαν. Πόσα σπίτια και πόσα χωριά δε λαμπάδιασαν στα χρόνια που πέρασαν; Πόσα γιαγκίνια δεν έμειναν στη μνήμη των γερόντων; Τα παιδιά όμως δεν ήξεραν, γι’ αυτό κι έκαναν χάζι, κάθε φορά που άναβε κάποιος «πκαρής». Ήταν γι’ αυτά ένα παιχνίδι, μια διασκέδαση. «Πήρι φουτιά», «ίψι πκαρής» φώναζαν με χαρά, κάποτε όμως και με αγωνία, στις περιπτώσεις που χτυπούσε δαιμονισμένα η καμπάνα της εκκλησιάς. Στην αρχή ξελοχούσε ο «πκαρής», ντουμάνιαζε, βούιζε. Φλόγες θυμωμένες ξεπετιούνταν από τ’ ανοίγματα κι έζωναν το «καπέλο» του. Σιγά σιγά όμως αδυνάτιζαν και τελικά έσβηναν. Μάρτυρας μόνο ο αγέρας, που είχε μολευτεί και μύριζε κάπνα.

Ο καθένας ήταν υποχρεωμένος να καθαρίσει τον «πκαρή» του, γιατί αν έπιανε φωτιά μπορούσε να μεταδοθεί στην ξυλεία της στέγης, από κει στα «χατίλια» κι ύστερα ν’ αγκαλιάσει όλο το σπίτι. Κοντά στο δικό του κινδύνευε και το σπίτι του γείτονα. Άλλος φώναζε τον καπνοδοχοκαθαριστή, του έδινε κάτι, σε χρήμα ή σε είδος, και «φουκαλιούσε» τον «πκαρή». Άλλος φρόντιζε μόνος του να τον καθαρίσει. Υπήρχαν κι αυτοί που έβαζαν επίτηδες φωτιά κι έκαιγαν τις καπνιές. Διάλεγαν μέρες βροχερές ή χιονιάδες, για να είναι μικρότερος ο κίνδυνος, αλλά και για ν’ αποφύγουν το πρόστιμο που πλήρωναν οι παραβάτες.

Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του...
Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του…

Το επάγγελμα του καπνοδοχοκαθαριστή δεν το είχαν σε υπόληψη. Μουτζούρικη δουλειά, βλέπεις, περιφρονημένη. Δεν καταδεχόταν να την κάνει ο καθένας, αλλά κι αν την έκανε δεν μπορούσε να στηριχτεί μόνο σ’ αυτή για το καθημερνό ψωμί της φαμίλιας του. Έπρεπε να έχει και άλλο «ζαναχάτι».

Τα εργαλεία της δουλειάς του καπνοδοχοκαθαριστή ήταν δυο τρία «τούμπα», σωλήνες μεταλλικοί. Βίδωνε τον ένα στον άλλο, ανάλογα με το ύψος του ταβανιού και του «πκαρή». Στο άκρο του ενός εφάρμοζε έναν κόφτη, μια ξύστρα, σαν αυτή που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές, για να ξεκολλούν τη ζύμη από τη σκάφη. Στο άκρο του άλλου έδενε μια «φρουκαλιά», ένα είδος σκούπας από ξερούς «αξίστες» ή από θυμάρι ή από πρίνο. Ο καπνοδοχοκαθαριστής μαντιλοδενόταν, έμπαινε στο άνοιγμα του «πκαρή» κι άρχιζε να ξύνει τα τοιχώματα. Οι καπνιές κομμάτια κομμάτια ξεκολλούσαν κι έπεφταν κάτω με θρύμματα και σκόνη. Όταν τέλειωνε η πρώτη δουλειά, άρχιζε το «φρουκάλ’μα». Ό,τι άφηνε η ξύστρα, το έριχνε κάτω η «φρουκαλιά». Ο καπνοδοχοκαθαριστής γινόταν αγνώριστος, όταν τέλειωνε είχε το κακό του χάλι. Γινόταν μαύρος σαν Αράπης κι η αμοιβή του ψίχουλα.

Καπνοδοχοκαθαριστές παλιότερα στην Αγιάσο ήταν οι δυο Προκόπηδες, ο Κακαλιός κι ο Γαβές. Το δεύτερο τον θυμόμαστε καλά, πριν από τριάντα χρόνια που συχωρέθηκε. Ψηλός, μαυριδερός, κακογερασμένος, κατατρεγμένος από τη ζωή. Ήταν φαμελίτης – είχε τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι – κι έκανε κατά καιρούς πολλές δουλειές, για να τα βγάζει πέρα. Νεωκόρος της Αγίας Τριάδας και της Παναγίας, φροντιστής του ξωκλησιού στο Καστέλι, ιεροψάλτης εξ ακοής ως αγράμματος, καθαριστής των δημοτικών αποχωρητηρίων, βοηθός του λατερνατζή Ξενοφώντα Σουσαμλή, οργανοπαίχτης – ήταν ειδικός στο ντέφι -, λούστρος, νεκροθάφτης…

Στις μέρες μας δεν έχουν στάχτη τα περισσότερα τζάκια. Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν οι συνήθειες. Τώρα έγιναν είδος διακοσμητικό, κοστίσιμο. Οι ιστορίες του παππού και τα παραμύθια της γιαγιάς λιγόστεψαν. Οι καλικάντζαροι δεν μπαίνουν πια από τον «πκαρή», όπως άλλοτε το δωδεκαήμερο. Ούτε ο Αϊ-Βασίλης κατεβαίνει, για να αφήσει τα δώρα του στα παιδιά. Οι καπνοδοχοκαθαριστές πάνε να γίνουν αχρείαστοι. Ένα μικρό διάστημα δούλεψε ο Γιώργος Προκοπίου, ο Τζίφος. Τα τελευταία χρόνια κι ο μεγάλος γιος του Προκόπη Γαβέ, το «Νικέλ’», κάνει αργά και που αυτή τη δουλειά, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Τα καλοριφέρ, οι θερμάστρες πετρελαίου, οι ξυλόσομπες, οι ηλεκτρικές κουζίνες, οι στόφες, τα πετρογκάζ, τα αερόθερμα, τα «μάτια» έβγαλαν ουσιαστικά το τζάκι από το παλιό σπίτι, το αχρήστεψαν…

Πύργος Ηλείας, 27.2.1992

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992

Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΜΑΡΙΓΛΗΣ

Αλκιβιάδης Μαριγλής (Σκίτσο Μίλτη Παρασκευαΐδη)
Αλκιβιάδης Μαριγλής
(Σκίτσο Μίλτη Παρασκευαΐδη)

Ο πατέρας μου Αλκιβιάδης Μαριγλής ήταν από τη μικρή του ηλικία πολύ ζωηρός. Του άρεσε η περιπέτεια. Ένα φεγγάρι έκανε δάσκαλος στο Αμπελικό. Μόλις έγραφε γράμμα στους δικούς του, η γιαγιά μου έλεγε πως όπου να ‘ναι θα γυρίσει ο Αλκιβιάδης, γιατί όσο περνούσε καλά δεν έγραφε.

Είχε μια μεγάλη παρέα «από καλά παιδιά», που του έμοιαζαν στο χαρακτήρα και που φυσικά εκείνος ήταν ο αρχηγός τους. Παίζανε θεατρικά έργα, επηρεασμένοι από περιοδεύοντες θιάσους. Κάποτε για τις ανάγκες μιας παράστασης έκλεψε το φόρεμα της γιαγιάς μου Βικτώριας. Ευτυχώς που η γιαγιά μου κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και πρόλαβε να το πάρει πίσω, γιατί ήταν ολοκαίνουργιο και θα το γυρίζανε αγνώριστο.

Έκανε πολλές πλάκες στους φίλους του και είχε πολύ χιούμορ. Κάποτε τους παρέσυρε να πάνε στη Σμύρνη με το βαπόρι χωρίς εισιτήρια. Αυτός όμως ήταν γνωστός με τον πλοίαρχο και πέρασε θαύμα, αλλά οι φίλοι του φτυάριζαν κάρβουνο, έως ότου φτάσουν στον προορισμό τους. Ήταν όμως καταφερτζής, γιατί παρ’ όλα που τους έκανε τον συγχωρούσαν. Ήταν βλέπεις η καρδιά της παρέας, των εμπνεύσεων για νέες περιπέτειες και πολύ ανοιχτοχέρης.

Αγαπούσε την καλοπέραση, την καλοφαγία και τις διασκεδάσεις. Ήταν φιλακόλουθος και είχε κάποιο εκκλησιαστικό οφίκιο. Έκανε τον τελετάρχη με υψηλό καπέλο και ρεντικότα. Μεγάλη ήταν η αγάπη του και για τη γυναίκα του και για τα παιδιά του.

Λάτρευε την Ελλάδα και έγραφε, όντας το νησί ήταν υπόδουλο, εναντίον των Τούρκων, γι’ αυτό και τον καταζητούσε η αστυνομία. Η γιαγιά μου έτρεχε, έπεφτε στα πόδια της Ελληνίδας γυναίκας του Τούρκου διοικητή και έχυνε πολλά δάκρυα, για να τον γλιτώνει.

Ο Αλκιβιάδης Μαριγλής, γνωστός και με το παρατσούκλι «Μπουγλίτσα», στο ρυθμό της εποχής του... (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Ευδοκία Μαριγλή-Σκάρκου)
Ο Αλκιβιάδης Μαριγλής, γνωστός και με το παρατσούκλι «Μπουγλίτσα», στο ρυθμό της εποχής του…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Ευδοκία Μαριγλή-Σκάρκου)

Πίστευε στον αθλητισμό, γι’ αυτό και ίδρυε συλλόγους, μέσω των οποίων γινόταν προπαγάνδα για ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων. Επίσης ήταν από εκείνους που βοήθησαν το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου, του οποίου μάλιστα διατέλεσε και πρόεδρος.

Με την εφημερίδα του «ο Σκορπιός» καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα της κοινωνίας στην οποία ζούσε και συνελάμβανε ως καλός ρεπόρτερ τα πιο καυτά θέματα.

Αγαπούσε το θέατρο και ήταν ερωτευμένος με τη μεγάλη μας Μαρίκα Κοτοπούλη και με την αντίζηλο της Κυβέλη. Όταν ερχόταν θίασος, δεν έχανε καμιά παράσταση.

Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στο Σουδάν, αλλά δεν τον σήκωνε η ξενιτιά. Η καρδιά του ήταν στην Αγιάσο και στο νησί γενικά.

Είχε μεγάλες γνωριμίες με τον αείμνηστο Βενιζέλο και το Γεώργιο Παπανδρέου και με όλους τους ισχυρούς της εποχής. Πολιτικά ανήκε στο Φιλελεύθερο Κόμμα. Είχε επίσης φίλους τον Ηλία Βενέζη, το Στρατή Μυριβήλη και πολλούς άλλους ανθρώπους των γραμμάτων.

Βοηθούσε πολύ τον κόσμο, έστω και αν ο ίδιος είχε μεγάλη οικογένεια και ανάλογες ανάγκες. Ποτέ δεν αρνήθηκε τη βοήθειά του είτε ήταν σε χρήμα είτε λόγω των γνωριμιών του για κάποια εξυπηρέτηση.

Αγαπούσε τον κόσμο και τον αγαπούσε και αυτός. Στην κηδεία του – πέθανε στις 9 Ιανουαρίου 1937 από ζαχαροδιαβήτη, σε ηλικία 57 ετών – εκτός από το δεσπότη Μυτιλήνης με όλο τον κλήρο ήταν και ο δεσπότης Καλλονής, αντιπροσωπεία από την Αγιάσο και πλήθος κόσμου που κατελάμβανε τρεις δρόμους. Τον κηδέψαμε από το πατρικό σπίτι, Ερεσού και Φιλικών 6, κατά την επιθυμία του.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992

Η ΠΡΩΤΗ ΛΑΪΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΕΓΧΟΡΔΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Όπως ξέρουμε, από όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί στην Αγιάσο, εκτός από το βιολί και το σαντούρι άλλα έγχορδα όργανα, και ειδικά το μπουζούκι, δεν είχαν θέση μέσα στις παλιές ορχήστρες, που στο σύνολο τους αποτελούνταν από πνευστά, κορνέτα, τρομπόνι, εμφώνιο, κλαρίνο, τούμπα, πλαισιωμένα με το βιολί και το σαντούρι. Ήταν αρκετοί οι μουσικοί οργανοπαίχτες πνευστών, με πρώτο και καλύτερο το Στρατή Ρόδανο (Άννα).

Η πρώτη ορχήστρα με έγχορδα συγκροτήθηκε στην Αγιάσο το 1934 με 1935. Τα μέλη της ήταν αρχικά τρία. Ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας έπαιζε κιθάρα και ήταν παράλληλα ο στιχουργός της ορχήστρας. Είναι γνωστός από τους θαυμάσιους σατιρικούς στίχους, με τους οποίους χρόνια πολλά τροφοδοτούσε το αγιασώτικο καρναβάλι. Ακόμα και όταν έγινε μόνιμος κάτοικος Αθηνών δεν έπαψε να γράφει, αυτό άλλωστε πέρασε και στην ιστορία του, ως ο πιο καλός σατιρικός στιχουργός, βραβευμένος από την επιτροπή του Βάλειου Διαγωνισμού. Ας μη λησμονούμε όμως ότι ο Βαγιάνας ασκούσε και το επάγγελμα του κουρέα. Το αναφέρω αυτό, γιατί θα χρειαστεί αργότερα για τη δικαιολόγηση ορισμένων σχέσεων ανθρώπων, για τη μετέπειτα πορεία της ορχήστρας αυτής. Δε σας κρύβω ότι πολλοί προθυμοποιήθηκαν να μου δώσουν άγνωστα στοιχεία, ειδικά για το Λευτέρη Καλέλη, που είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα και κάπως τραγικά… Ο Λευτέρης Καλέλης, ένας φτασμένος καλλιτέχνης, που ασφαλώς, αν ζούσε σήμερα, θα ήταν – χωρίς υπερβολή – μια από τις μεγαλύτερες φίρμες στο χώρο του μπουζουκιού. Έπαιζε μπουζούκι, έγραφε και μελοποιούσε τραγούδια, που συγκεντρώνω και πιστεύω σύντομα να τα έχω όλα στη διάθεσή μου…

 κιθαρίστας Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και οι μπουζουκτσήδες Λευτέρης Καλέλης (επάνω) και Στρατής Σεντουκάς, στη «Φαμάκα»... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)
κιθαρίστας Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και οι μπουζουκτσήδες Λευτέρης Καλέλης (επάνω) και
Στρατής Σεντουκάς, στη «Φαμάκα»…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)

Τρίτος στην παρέα ήταν ο Στρατής Σεντουκάς ή Κλουστρή. Έπαιζε μπουζούκι, ήταν δεξιοτέχνης στους αυτοσχεδιασμούς και ο τραγουδιστής της ορχήστρας. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Τελάλης, αλλά με την πάροδο του χρόνου έγινε Σεντουκάς από το επάγγελμα που ασκούσε ο παππούς του, που έφτιαχνε σεντούκια. Το παρατσούκλι Κλουστρή το κληρονόμησε πάλι από τον παππού του, ο οποίος είχε μεγάλο μουστάκι, που το έκλωθε κάπως παράξενα και επίμονα, με αποτέλεσμα να τον βαφτίσουν Κλουστρή. Σ’ αυτά οι Αγιασώτες δε χρειάζονται ιδιαίτερη προσπάθεια, για να σε βαφτίσουν…

Αργότερα στο τρίο προστέθηκε και τέταρτος, ο Στρατής Παπαγεωργίου, στην αρχή με κιθάρα και μετέπειτα με βιολί. Η ζωή της ορχήστρας αυτής κράτησε με αυτή τη σύνθεση μέχρι το Φεβρουάριο του 1941. Μέσα στην Κατοχή εξακολούθησε να εργάζεται ακόμα, επήλθαν όμως πολλές αλλαγές. Άλλα μέλη έφυγαν, άλλα προστέθηκαν, θα τα πούμε όμως μια άλλη φορά. Ο Στρατής Σεντουκάς έφυγε το Φεβρουάριο του 1941 για τη Μέση Ανατολή και κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο. Θα προσπαθήσω να τον σκιαγραφήσω, στηριζόμενος στις πληροφορίες που μου έδωσε και ο ίδιος.

Ο Στρατής Σεντουκάς γεννήθηκε το 1921. Το πατρικό του σπίτι ήταν στο Σταυρί, λίγο πιο πάνω από το εκκλησάκι του Ταξιάρχη (Αστράτιου). Κάτω από το σπίτι ήταν καφενείο, το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα – είναι το καφενείο της χήρας Λαλαδέλη – με τη μεγάλη του μουριά, η οποία χαρίζει άφθονο ίσκιο και δροσιά στους θαμώνες του.

Προπολεμική αναμνηστική φωτογραφία. Διακρίνονται από αριστερά ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας, ένα κοριτσάκι (;), ο Στρατής Σεντουκάς και ο Λευτέρης Καλέλης. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Προπολεμική αναμνηστική φωτογραφία. Διακρίνονται από αριστερά ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας, ένα κοριτσάκι (;), ο Στρατής Σεντουκάς και ο Λευτέρης Καλέλης.
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Το Σταυρί, όπως είναι γνωστό, πήρε το όνομά του από τα σημεία της κατάληξης των δρόμων, που σχηματίζουν σταυρό. Ο ένας είναι αυτός που ανεβαίνει από την αγορά, περνά κάτω από τη γέφυρα, πάει προς το εργαστήριο αγγειοπλαστικής του Νίκου Κουρτζή και στο γκρεμισμένο ελαιοτριβείο του Σαπουναδέλη (Τουκιστή) και καταλήγει στην Καρίνη. Ο δεύτερος είναι αυτός, που από τη γέφυρα η μια του ευθεία βλέπει προς την Αγία Τριάδα και η άλλη προς τα σπίτια Σαμοθρακή, Τζανετή, παπα-Παπουτσέλη και που ενώνεται με το δρόμο του Σανατορίου. Το Σταυρί κάποτε ήταν η πάνω αγορά της Αγιάσου με αρκετά καφενεία, μπακάλικα, αρτοποιεία, καπνοπωλείο, σιδηρουργεία, ραφεία, κουρεία… Ακόμα και μανάβικο είχε, καίτοι αυτό δεν ήταν απαραίτητο, γιατί από το Σταυρί περνούσαν όλοι οι μανάβηδες, Κεραμιώτες, Ιππειώτες, Μοριανοί. Κάθε πρωί οι Σταυριώτες είχαν και έχουν ακόμα και σήμερα το προνόμιο να διαλέγουν και να παίρνουν τα καλύτερα προϊόντα σε είδη μαναβικής, τη μόστρα… Το Σταυρί είναι μια θαυμάσια τοποθεσία με αρκετά δέντρα, με το μεγάλο πλάτανο που δεσπόζει στην πολύ μικρή πλατεία του και που χαρίζει πάρα πολύ ίσκιο και δροσιά, προπαντός τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες. Έχει τη γραφικότητά του. Με τη γέφυρα, την πρασινάδα, την παλιά μαρμάρινη βρύση του γίνεται θέμα φωτογράφισης για πολλούς ξένους. Και σήμερα ακόμα υπάρχουν και λειτουργούν δυο καφενεία. Το ένα είναι του Καμτζουρέλη, δίπλα στη γέφυρα. Το άλλο είναι αυτό που αναφέραμε παραπάνω. Από τα παλιά μαγαζιά άλλα είναι κλειστά και άλλα έχουν χρησιμοποιηθεί για διάφορες δραστηριότητες, ξυλουργεία ως επί το πλείστον. Το ελαιοτριβείο του Τζανετή εξαφανίστηκε και όλοι οι χώροι του, μηχανουργείο, αποθήκες, αμπάρια άλλαξαν όψη. Το Σταυρί έχει ακόμα και σήμερα μεγάλη κίνηση. Δεν έχει όμως την παλιά του εκείνη αίγλη, τη μεγάλη κοσμοσυρροή. Ποιος από τους μεγάλους θα ξεχάσει το τι γινόταν τα πρωινά και τα βραδινά την εποχή του λιομαζώματος, που εκατοντάδες νέοι και νέες και άνθρωποι κάθε ηλικίας έφταναν εκεί περιμένοντας να συγκροτηθεί ο ταϊφάς, για να ξεκινήσουν όλοι μαζί για το κτήμα; Πανηγύρι καθημερινό… Πόσες αγάπες δεν άρχισαν από εκεί; Πόσους σεβντάδες και πόσο κουράγιο καθημερινά έδινε το Σταυρί στο επίπονο ανεβοκατέβασμα της Πατωμένης, με την ελπίδα για τους νιους και τις νιες πως κάπου θα φτάσουν και θα συναντήσουν το αγαπημένο τους πρόσωπο; Γι’ αυτό άλλωστε τραγουδήθηκε από την παρέα με το γνωστό τους τραγούδι (Στο Σταυρί πα στο γεφύρι….). Το Σταυρί, ας μην ξεχνούμε, είναι η πάνω πόρτα εισόδου στην Αγιάσο. Σήμερα το φαινόμενο αυτό σχεδόν έχει εκλείψει. Τα μουλάρια, τις φοράδες και τα γαϊδούρια τα αντικατάστησαν τ’ αυτοκίνητα και τα μηχανάκια. Στου Μπογιατζή πάμε πια με αυτοκίνητο… Και όμως, όσο και αν σας φανεί παράξενο, μια μέρα το χρόνο ξαναζωντανεύει… όχι όμως από μαζώχτρες και ραβδιστάδες, αλλά από προσκυνητές, που την παραμονή της Παναγίας ξεκινούν κατά εκατοντάδες από τα γύρω χωριά, κυρίως από τη Μυτιλήνη, για να ‘ρθουν με τα πόδια στη Μεγαλόχαρη.

Τα παλιά χρόνια ο κόσμος γλεντούσε πιο τακτικά. Υπήρχαν μέρες που έπαιζαν ταυτόχρονα και τρεις ορχήστρες σε διάφορα στέκια. Πολλές φορές μέσα στην πατινάδα που φέρνανε βόλτα τους μαχαλάδες τα παλικάρια, για να κάνουν καντάδα στις αγαπημένες τους, τύχαινε να συναντηθούν στον ίδιο μαχαλά οι παρέες και τότε τα πράγματα μπέρδευαν, είχαμε παρατράγουδα, ποιος θα πάρει την πρωτιά, ποιανού λόγος θα περάσει. Πολλές φορές κατέληγαν σε καβγά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι πρώτοι που το έβαζαν στα πόδια ήταν οι οργανοπαίχτες. Έβαζαν το πολύτιμο όργανο κάτω από τη μασχάλη, για να το προστατέψουν, και μην τους είδατε… Πολλές φορές επικρατούσε η λογική. Τότε και οι δυο ορχήστρες μαζί έπαιζαν τις επιλογές των ενδιαφερομένων στα κορίτσια τους. Μετά χώριζαν, για να συνεχίσουν ο καθένας χωριστά το γλέντι του.

Έκανα όλο αυτό τον πρόλογο, θέλοντας να τονίσω ότι τα μουσικά ακούσματα του Στρατή αρχίζουν μέσα από την κούνια, μια που σχεδόν καθημερινά στο καφενείο τους έπαιζε μουσική. Από παιδί άρχισε να μαθαίνει σε χρόνο ρεκόρ και να τραγουδά τα νέα τραγούδια (δίσκους), που αυτή την εποχή μετριόντουσαν στα δάχτυλα, δεν υπήρχε υπερπαραγωγή, όπως σήμερα. Μέσα στο καφενείο που ήταν, όπως είπαμε, κάτω από το σπίτι τους, κρεμόταν στον τοίχο μια κιθάρα. Ήταν σύνηθες φαινόμενο τότε στα καφενεία και στα κουρεία να υπάρχουν έγχορδα μουσικά όργανα, άλλωστε πολλοί είναι οι κουρείς και οι καφετζήδες που έπαιζαν κιθάρα ή μαντολίνο. Αυτή λοιπόν την κιθάρα έπιασε ο Στρατής, μ’ αυτή πρωτόπαιξε τις πρώτες νότες. Παρέλειψα να σας πω ότι έπαιζε ραμόνα (φυσαρμόνικα). Από πολύ μικρός ακόμα είχε ένα παγιαυλί (φλογέρα) από καλάμι, που του το ‘χε φτιάξει κάποιος γέρος, που ερχόταν το Δεκαπενταύγουστο και καθόταν στο κελί κάτω από τη σκάλα στην εκκλησία της Παναγίας που ανεβαίνει στο γυναικωνίτη. Τον θυμάμαι και εγώ αυτόν το γέρο. Νομίζω ότι έμενε και μετά το πανηγύρι στην Αγιάσο. Νικόλα νομίζω τον έλεγαν. Έφτιαχνε παγιαυλιά και τα πουλούσε στα παιδιά. Θυμάμαι που δεν είχε λεφτά να τ’ αγοράσει ο Πάνος μας και προσπαθούσε να το φτιάξει από μόνος του. Ο Πάνος Κουτσκουδής ήταν και αυτός ένα εξαίρετο μουσικό ταλέντο. Δεν υπήρχε όργανο που να μην το έπαιζε, φυσαρμόνικα, φλογέρα, οκαρίνα, χαβάγια, κιθάρα, μαντολίνο, πιάνο. Το βιολί που το αγαπούσε πάρα πολύ το απόφευγε λόγω μιας αγκύλωσης από τραυματισμό στο μικρό του δάχτυλο, που τον εμπόδιζε να παίζει. Στο ακορντεόν ήταν σπεσιαλίστας. Ποιος από τους μεγάλους δε θυμάται τον Πάνο με το ακορντεόν. Σκεφτείτε, έπαιρνε ένα χόρτο ή μια κλωστή, τη δάγκωνε, με το ένα χέρι την τέντωνε και την έκανε χορδή, ανάλογα με το τέντωμα και τα τσιμπήματα με το νύχι του άλλου του χεριού έβγαζε τις νότες που ήθελε και έπαιζε διάφορους σκοπούς. Ήταν συνομήλικοι, μέλη της Χορωδίας του Αναγνωστηρίου. Και οι δυο μαζί με τον Πάνο Παγωτέλη και το Βασίλη Βασιλάκη (Αριστίγια) παίζανε στις φιλολογικές βραδιές. Ρώτησα το Στρατή αν ζητούσαν τότε από τους πατεράδες τους να πάνε να σπουδάσουν μουσική. Μόνο σφαλιάρες θα εισπράτταμε, μου απάντησε… Τα ταλέντα γενικά, μου είπε, αδικούνται, να μην πω χάνονται εδώ στην επαρχία, και έφερε παράδειγμα το Χαρίλαο Ρόδανο, το Στρατή Ψύρρα και το Γιάννη Σουσαμλή ή Κακούργο… Φυσικά ο καθένας δικαιούται χωριστά το δικό του κεφάλαιο. Ελπίζω στο μέλλον να μπορέσω να ασχοληθώ με τον καθένα χωριστά.

Επανέρχομαι στο Στρατή. Μετά από την κιθάρα έπιασε για πρώτη φορά το μπουζούκι του Λευτέρη Καλέλη, που κι αυτός σύχναζε στο καφενείο του Στρατή, που είχε νοικιασμένο ο Γρηγόρης Λαλαδέλης (Καμτζουρέλ ). Επειδή κάθε τόσο η μουσική έπαιζε, ο Λευτέρης, για να μην τρέχει κάθε τόσο στο σπίτι να πάρει ή να θέσει το μπουζούκι του, το κρέμαγε και αυτός μέσα στο καφενείο. Ακόμα, αν θέλετε, ήταν και σαν δόλωμα, πρόκληση, για τους πελάτες, που όπως το έβλεπαν κρεμασμένο ήταν πολύ πιο εύκολα να πουν στο Λευτέρη παίξε μας ένα σκοπό, παρά να τον στείλουν στο σπίτι να πάει να το φέρει. Το ταλέντο και η θέληση νομίζω δε χρειάζονται πολύ χρόνο για να αξιοποιηθούν! Έτσι έγινε και με το Στρατή… Πήρε γρήγορα δικό του μπουζούκι και το ‘ριξε στη μελέτη. Όταν μια μέρα τον άκουσε ο Λευτέρης να παίζει έμεινε έκπληκτος από τον τρόπο και την ευχέρεια που διέθετε στο παίξιμο και του ζήτησε να συνεργαστούν. Ο Λευτέρης Καλέλης, όπως προανάφερα, ήταν ένας φτασμένος ταλαντούχος μουσικός. Μουσική δε διάβαζε, όμως ήταν δεξιοτέχνης στους αυτοσχεδιασμούς. Ήταν οικογένεια τα Καλέλια, πρέπει να ‘ναι ξαδέλφια με το γνωστό Παναγιώτη Καλέλη, που ακόμα με το παίξιμο του και τα τραγούδια του συγκινεί, είναι δε σολίστ σ’ ένα από τα σωματεία της Μυτιλήνης που καταβάλλουν προσπάθειες για τη διατήρηση και τη διάδοση της παραδοσιακής μουσικής. Ο Λευτέρης έφυγε πρόωρα από τη ζωή και μαζί και το ταλέντο του… Κρίμα που τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα, να είχαμε τουλάχιστον ακουστική επαφή με το παίξιμο του, με το ταλέντο του… Ο Λευτέρης τότε ήταν επαγγελματίας, έπαιζε πότε μόνος του, πότε με το Ραφαήλ Σουσαμλή, που τον συνόδευε με το σαντούρι. Δούλευε ως ελεύθερος μουσικός και πρέπει να συνεργαζόταν και με το Βασίλη Βαγιάνα. Παρ’ όλες τις αναζητήσεις μου δεν κατάφερα να πληροφορηθώ πότε άρχισε η συνεργασία και πως. Ο Βασίλης δε φημιζόταν για το καλό του παίξιμο, είχε όμως το κάτι άλλο, ήταν φοβερός στον αυτοσχεδιασμό, στο στίχο. Στη στιγμή μπορούσε να γράψει και να προσαρμόσει, ανάλογα με την περίπτωση και τις απαιτήσεις του γλεντιού, έξυπνες ρίμες, που τις έλεγαν υπό τύπον μπάλου ή αμανέ, και το χρήμα έπεφτε άφθονο, γιατί συγκινούσαν, βλέπετε. Η μουσική από μόνη της συγκινεί, ο στίχος όμως μαζί της δίνει άλλη διάσταση στη συγκίνηση, αγγίζει πολύ βαθιά την ψυχή. Με το Βαγιάνα εγώ δε θα ασχοληθώ, υπάρχουν άλλοι που είναι πολύ πληροφορημένοι για το έργο του, ειδικά το σατιρικό, που προσέφερε στο αγιασώτικο καρναβάλι… Τα χρόνια πολλά… οι θύμησες μπερδεμένες… Όπως μου εξομολογήθηκε ο Στρατής, παρ’ όλη την επιμονή μου, δε θυμόταν να μου πει τίποτα απ’ όλα αυτά. Χάνουμε λάδια πια, Προκόπη μου, είπε, το μόνο που μου τόνισε είναι ότι η τόση τους επιτυχία οφειλόταν στις μεταξύ τους καλές σχέσεις και στο ότι και αυτοί μαζί με τις παρέες διασκέδαζαν, με λίγα λόγια πρώτα ικανοποιούσαν το δικό τους κέφι, παίζοντας και τραγουδώντας, και μετά της παρέας. Μου είπε όμως άλλα σημαντικά, που νομίζω θα είναι άγνωστα σε πολλούς. Όταν τον ρώτησα για το αν ήταν αλήθεια ότι ήταν έτοιμοι να πάνε στην Αθήνα να χτυπήσουν δίσκο, συγκεκριμένα (Στο Σταυρί πα στο γεφύρι…), βγήκε το συμπέρασμα πως η ορχήστρα τους ήταν η πρώτη ορχήστρα μπουζουκιών που μπήκε στα μεγάλα σαλόνια, στα μεγάλα τζάκια της Μυτιλήνης τα τότε χρόνια, όπως του Παναγή Δουκαρέλη (εμπορία αυτοκινήτων, μοναδικός αντιπρόσωπος τότε), του Μπίνου, του Λαλέλη, του Στέλιου Κουρουμπακάλη και άλλων. Ο Παναγής Δουκαρέλης ήταν αυτός που θα αναλάμβανε τα έξοδα όλα για τη μετάβασή τους στην Αθήνα για το δίσκο. Δεν πραγματοποιήθηκε αυτό το ταξίδι. Βασική αιτία η ανεμελιά, που οφειλόταν πιο πολύ στην επαρχιώτικη δειλία, και ο πόλεμος που μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον Οκτώβρη του 1940.

Ο Λευτέρης Καλέλης (αριστερά), ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και ο Στρατής Σεντουκάς στα κέφια τους... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)
Ο Λευτέρης Καλέλης (αριστερά), ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και ο Στρατής Σεντουκάς στα κέφια τους…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)

Ήταν φαίνεται η πιο αξιόλογη έγχορδη ορχήστρα σε ολόκληρη τη Μυτιλήνη, περιζήτητη. Από ό,τι μου είπε, παίζανε σε αριστοκρατικά κέντρα, όπως η «Αίγλη», κέντρο που ήταν τότε απλησίαστο για το λαουτζίκο… Ας μην ξεχνούμε ότι ο τόπος μας έχει χαρακτηριστεί το πλούσιο νησί με τους φτωχούς κατοίκους… Τα τότε χρόνια η αντίθεση ήταν ακόμα μεγαλύτερη και πιο εμφανής από σήμερα. Αιτία ήταν οι πολύ νωπές πληγές από τη μικρασιατική καταστροφή. Το νησί μας δέχτηκε αρχικά το μεγάλο όγκο των προσφύγων, που πολλοί ρίζωσαν και φτιάχτηκαν εδώ, άλλοι έμειναν προσωρινά και μετά έφυγαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πολλές φορές θα σας έτυχε σε συζήτηση επάνω ν’ ακούσετε… Έκανα ή πέρασα από τη Μυτιλήνη…

Ο Στρατής μου είπε ακόμα ότι τότε που έπαιζαν στην «Αίγλη», στο συνοικισμό της Απάνω Σκάλας, στο κέντρο του Κουτσομύτη, είχε έρθει για λίγες μέρες ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μεταξύ των τότε μουσικών έγινε λόγος για ένα καλό μπουζούκι που παίζει στου Κουτσομύτη. Πήγε, τον άκουσε και εντυπωσιάστηκε τόσο, που περίμενε και όταν πέρασε η ώρα πήρε το θάρρος και του ζήτησε να τον ακούσει, είχε καταλάβει πως αυτός ο μπουζουκτσής ήταν το κάτι άλλο και πως μια μέρα θα γινόταν μεγάλος δάσκαλος… Μπορεί τότε ο Τσιτσάνης να ήταν ένα καλό φημισμένο μπουζούκι, δεν μπορεί όμως κανείς να πει πως ήταν τόσο αναγνωρισμένος όσο μεταπολεμικά και τώρα μετά το θάνατο του… Του ζήτησε τη γνώμη του. Ο άλλος δέχτηκε να τον ακούσει. Αν ήταν μερικά χρόνια μετέπειτα, ίσως να μην μπορούσε να τον πλησιάσει. Τον έβαλε και έπαιξε λίγα κομμάτια. Τι να σου δείξω του λέει, ένα έχω να σου πω, όταν παίζεις, μην περιορίζεσαι μόνο στις νότες του δίσκου, βάζε μέσα και δικά σου, έχεις από ό,τι βλέπω τις δυνατότητες, είσαι πολύ καλός. Αν κατεβείς καμιά φορά στην Αθήνα, έλα να με βρεις.

Παρέλειψα να σας πω, όπως μου είπε ο ίδιος, ότι ο Στρατής Ρόδανος (Άννα), ο πατέρας του Χαρίλαου, είχε αναγνωρίσει το ταλέντο του, τη δυνατότητα να τυπώνει σωστά τον κάθε δίσκο που άκουγε. Είχε γερό αυτί, όπως λένε στη μουσική γλώσσα. Για την ικανότητά του αυτή τον έστελνε στο Καμπούδι, στο μοναδικό τότε καφενείο που υπήρχε, του Στρατή Γαββέ, που το είχε νοικιασμένο και το δούλευε ο Σπύρος Τινέλης (Μανιά), ο οποίος ήταν από τους πρώτους που έφεραν ραδιοπικάπ στην Αγιάσο. Μερακλής όπως ήταν, όποιος δίσκος κυκλοφορούσε έπρεπε να ακουστεί στο μαγαζί του Σπύρου… Μετά την ακρόαση ο Στρατής πήγαινε στο Σταυρί – κάτω από τη γέφυρα υπήρχε η παράγκα – καπνοπωλείο του Παναγιώτη Ευαγγελινέλη και αμέσως από κάτω ήταν το καφενείο του Προκόπη Χτενά. Εκεί μέσα τον περίμενε ο Στρατής Ρόδανος έτοιμος με μολύβι και κόλλα πενταγράμμου. Τον έβαζε να ψιθυρίζει σιγά σιγά το σκοπό και, όπως ήταν γνώστης της μουσικής, τους ήχους τους έγραφε σε νότες. Από εκεί, ύστερα από πρόβες ήταν έτοιμο το τραγούδι να παιχτεί από όλη την ορχήστρα. Ο Ρόδανος παρότρυνε το Στρατή να συνεχίσει τη μουσική, ήταν δε πρόθυμος να τον διδάξει. Αυτός όμως του απαντούσε αργότερα, από επιπολαιότητα. Τώρα μεγάλος, κι αν δεν του χρειάστηκε η μουσική για επάγγελμα, ωστόσο αναγνωρίζει το ασυγχώρητο λάθος του και συνιστά σ’ όποιον κάποτε δίνεται η ευκαιρία να μάθει κάτι να μην το αψηφά και να μην το αφήνει, με τη δικαιολογία του… αργότερα…

Η συνεργασία του Σεντουκά, Βαγιάνα, Καλέλη και Παπαγεωργίου κράτησε μέχρι που κηρύχτηκε ο πόλεμος και τα ισοπέδωσε όλα… Ο Στρατής Σεντουκάς έφυγε στη Μέση Ανατολή το Φεβρουάριο του 1941. Κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο και έλαβε μέρος σ’ όλες τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού, δεν κλείστηκε σε στρατόπεδο (σύρματα), όπως συνηθίζεται να λένε. Πού καιρός λοιπόν για μπουζούκια και τέτοια… Φυσικά μέσα στη δίνη του πολέμου, αν καμιά φορά βρισκόταν κάτι σχετικό, έριχνε λίγες πενιές, διασκεδάζοντας ο ίδιος μαζί και οι συνάδελφοι του. Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, ο Ιερός Λόχος ήταν από τις πρώτες ελληνικές μονάδες στρατού που ήρθαν στην Ελλάδα. Όταν απολύθηκε από το στρατό, έμεινε στην Αθήνα, έψαχνε για δουλειά… Παλιά μου τέχνη κόσκινο, λέει και η παροιμία. Λεφτά είχε. Βρήκε ένα καλό μπουζούκι, το αγόρασε, κατηφόρισε προς τις Τζιτζιφιές, πήγε και βρήκε τον Τσιτσάνη… Φίρμα πια αυτός, δε θυμόταν το μικρό αμούστακο παιδαρέλι από τη Μυτιλήνη. Ωστόσο τον κράτησε. Πάντοτε όμως οι φίρμες εκμεταλλεύονται τους μικρούς… Τα λεφτά λίγα, αναγκάστηκε να φύγει. Στο μεταξύ σχετίστηκε με το Βαμβακάρη και πιο πολύ με τον αδελφό του Αργύρη. Έπαιξε μαζί τους, λίγο ακόμα να γίνει επαγγελματίας. Το μπουζούκι και γενικά αυτούς που ασχολούνταν με τα νυχτερινά κέντρα την εποχή εκείνη, συνήθως ο λαός τους συνέδεε με τους ανθρώπους του υπόκοσμου. Γενικά είχαν μειωμένη υπόληψη, χασικλήδες, πρεζάκηδες τους αποκαλούσαν και πολλά τραγούδια που λέγονταν τότε είχαν τέτοιου είδους θέματα. Αυτή η ρετσινιά τον βασάνιζε από πολύ παλιά, μάλιστα σε μια κόντρα με τον πατέρα του, σχετικά με το θέμα, του έκανε δριμείες παρατηρήσεις, λέγοντάς του: μαστούρας θέλεις να καταντήσεις. Είχε ήδη μια προσωπική εμπειρία… Κάποτε κάποιος, άγνωστος τότε καλλιτέχνης, σήμερα γνωστός στο πανελλήνιο, με δίσκους, με προβολή στην TV, με συναυλίες, προσωπικό στυλ του αποδίδουν σήμερα, μη έχοντας δουλειά ζήτησε να τον πάρουν να παίξει μαζί τους. Ας βγάλει και αυτός ένα ψωμί… ήρθε που ήρθε από τη Μυτιλήνη, ας βγάλει τα έξοδά του, είπε ο Λευτέρης. Τον δέχτηκαν. Αυτή τη μέρα παίζανε στη «Φαμάκα». Είναι και σήμερα ακόμα το εξοχικό κέντρο του Σταυριού. Πήρε το όνομα «Φαμάκα» από το όνομα κάποιου καραβιού, γιατί πράγματι είναι στενόμακρο και καταλήγει στην άκρη σαν πλώρη καραβιού, μόνο τα ξάρτια του λείπουν… που όμως τα αναπληρώνουν τα πανύψηλα πεύκα, που δεσπόζουν στην πλώρη του… και σκορπίζουν άφθονο ίσκιο και δροσιά. Τη μέρα, μα ιδίως τα βράδια, είναι πανόραμα… Μέσα από το άνοιγμα που αφήνουν ο λόφος του Μαυριώτη από τ’ αριστερά, και του Σπανού το ράχτο από δεξιά, προσφέρει μια θαυμάσια θέα, φαίνεται πολύ μέρος από το καταπράσινο τμήμα του νησιού με αρκετά χωριά που φεγγοβολούν τις νύχτες σαν πυγολαμπίδες. Όπως έπαιζαν λοιπόν στη «Φαμάκα» – η ώρα είχε προχωρήσει – σε μια στιγμή ο τύπος του πρότεινε τσιγαρλίκι. Αδελφέ μου, του λέει, ρούφα μια πρέζα… Στην αρχή δεν το ‘πιασε, όταν όμως του το ξανάπε, κακώς το δέχτηκε ο Στρατής… Ήταν η μόνη φορά που ήρθαμε σε σύγκρουση με το Λευτέρη, γιατί αυτός ήταν που έκανε την πρόταση. Του λέω, ή εγώ ή αυτός, και έφυγα από το πάρκο. Η ώρα, όπως σας είπα, ήταν προχωρημένη. Αποτέλεσμα να διακόψουν και έτσι δεν είχε έκταση το επεισόδιο. Φυσικά ουδέποτε τον πήραν μαζί τους. Όσο γι’ αυτόν τον καλλιτέχνη, από πληροφορίες και άλλων μουσικών, προκύπτει ότι ανέβαινε τακτικά στην Αγιάσο. Δεν ψυχραθήκαμε ποτέ άλλοτε, θα μου πει, αυτό άλλωστε ήταν το μεγάλο μας πλεονέκτημα. Ενεργούσαμε πάντοτε με γνώμονα τη λογική, ο εγωισμός δεν κατάφερε να μας παρασύρει. Αυτό μου το τόνισε επίμονα και επέμενε στην άποψή του ότι η επιτυχία οφειλόταν στην καλή συνεργασία τους. Αυτή η εμπειρία και η παρατήρηση του πατέρα του ήταν χαραγμένη βαθιά μέσα στη μνήμη του… Αυτός ήταν ο λόγος, καίτοι του δόθηκε η ευκαιρία, να αποστραφεί το δρόμο της νύχτας. Έγινε ταξιτζής. Με το ιδιόκτητο του ταξί μεγάλωσε τα τρία παιδιά του, δυο αγόρια και ένα κορίτσι, που είναι εκπαιδευτικοί. Το μεράκι του να χτυπήσει δίσκο το πραγματοποίησε. Κάποιος Καλλιθιώτης μουσικός, ο Δημήτρης Ευσταθίου, τον άκουσε να παίζει και να τραγουδά. Μαζί μ’ αυτόν χτύπησαν ένα δίσκο με τίτλο «Καλλιθέα».

Στο καφενείο του Στρατή Τάλιου στο Σταυρί, την επόμενη των Φώτων, πριν από αρκετά χρόνια. Διακρίνονται από αριστερά οι μουσικοί Σταύρος Ρόδανος, Στρατής Παπάνης, και Χαρίλαος Ρόδανος, καθώς και οι «χορευτές» Γιάννης Καλφαγιάννης, Γιάννης Γιαταγανέλης, (;) και Ευάγγελος Κοντής (Μπουνατσέλης)
Στο καφενείο του Στρατή Τάλιου στο Σταυρί, την επόμενη των Φώτων, πριν από αρκετά χρόνια. Διακρίνονται από αριστερά οι μουσικοί Σταύρος Ρόδανος, Στρατής Παπάνης, και Χαρίλαος Ρόδανος, καθώς και οι «χορευτές» Γιάννης Καλφαγιάννης, Γιάννης Γιαταγανέλης, (;) και Ευάγγελος Κοντής (Μπουνατσέλης)

Τον ρώτησα αν υπάρχει διαδοχή. Υπάρχει μου απαντά και σε πολύ βελτιωμένη μορφή. Ο μικρός του γιος κατάφερε να ξεπεράσει τον πατέρα του… Νομίζω πως κάθε πατέρας θα πρέπει να νιώθει περήφανος, όταν το παιδί του τον ξεπερνά. Καίτοι σπούδασε μαθηματικός, προτίμησε το ελεύθερο επάγγελμα (είδη υγιεινής), κληρονόμησε όμως το ταλέντο του πατέρα του. Έμαθε να γράφει και να διαβάζει μουσική. Είναι δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, συνεργάζεται τακτικά με τον Πολυκαντριώτη και με το Νικολόπουλο, λαβαίνει μέρος σε συναυλίες, πήγε τουρνέ για τρεις μήνες στην Αμερική, στο Σικάγο, δούλεψε στη Λυρική Σκηνή με έργα Χατζηδάκη, Ξαρχάκου και άλλων Ελλήνων συνθετών. Όλα αυτά όμως χωρίς αποκλειστική επαγγελματικότητα μουσικού.

Πετυχημένος οικογενειάρχης ο Στρατής, συνταξιούχος τώρα πια, χαιρόταν τη ζωή… Και ενώ όλα πήγαιναν καλά και ωραία, ξαφνικά και αναπάντεχα έχασε τη γυναίκα του… Ας του ευχηθούμε να βρει παρηγοριά στα παιδιά του και τα εγγόνια του. Το Στρατή την Κλουστρή τον θυμούνται και τον αγαπούν όλοι οι κάποιας ηλικίας Αγιασώτες, γιατί στο πρόσωπο του ξυπνούν παλιές όμορφες αναμνήσεις, τότε που ο κόσμος ήταν αγνός, πιο μπεσαλής, τότε που διασκέδαζε αυθόρμητα και που η Κλουστρή τραγουδούσε με λόγια και μουσική τον καημό του. Γι’ αυτό πολλές φορές τον σταματάνε πολλοί στο δρόμο και τους ακούς να λένε συγκινημένοι… Ε ρε Στρατιέλ’… πού ‘νι, ρε, έφτα τα χρόνια τα παλιά, θμάσι;… Και αν κανείς από τους νέους ρωτήσει ποιος είναι αυτός, να του λεν… η Κλουστρή, ένας καλός τραγουδιστής, ένα καλό μπουζούκι, που εργάστηκε με το Λευτέρη Καλέλη και το Βαγιάνα, με ανθρώπους που τα ονόματά τους πέρασαν στην παράδοση της Αγιάσου…

Η ζωή της ορχήστρας αυτής δε σταμάτησε όταν έφυγε ο Στρατής, αλλά συνεχίστηκε και μέσα στην Κατοχή και μεταπολεμικά, πλαισιωμένη και με άλλα πρόσωπα. Ένας επιζών είναι ο Στρατής Παπαγεωργίου, για τον οποίο θα γράψουμε άλλη φορά.

Αγιάσος, 27.7.1991

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ

Ο δάσκαλος Βασίλειος Ιακώβου (1949)
Ο δάσκαλος Βασίλειος Ιακώβου (1949)

Ο Βασίλειος Ιακώβου γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1910, όταν το νησί ήταν ακόμα σκλαβωμένο και οι κάτοικοί του έπλαθαν το όνειρο της λευτεριάς. Οι γονείς του, Αντώνιος και Μαρία, άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, τον βοήθησαν όσο μπορούσαν, για να τανύσει τα φτερά του στον ορίζοντα της ζωής, που ανοιγόταν απειλητικός, με μαύρα σύννεφα πολέμου, με καταστροφές, αλλά και με ελπίδες…

Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων και στο Ημιγυμνάσιο της γενέτειράς του και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Αργότερα, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1939 – 1940, φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία των Ιωαννίνων1, αλλά τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του2. Τις συνέχισε κατόπιν στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης, από την οποία έλαβε πτυχίο το 19471.

Οι βιοτικές ανάγκες τον υποχρέωσαν να μπει από νωρίς στον αγώνα της ζωής. Το 1931 διορίστηκε εισπράκτορας διοδίων στην τότε Κοινότητα Αγιάσου3. Αργότερα διορίστηκε αγροφύλακας στο Αγρονομείο Αγιάσου (1943 – 1945)4. Η σταδιοδρομία του ως εκπαιδευτικού άρχισε το 19525. Διορίστηκε στην περιφέρεια Βοΐου Κοζάνης και υπηρέτησε στα Μονοτάξια Δημοτικά Σχολεία Δραγασιάς6 και Πλατανιάς7. Το 1959 μετατέθηκε στη Λέσβο8 και υπηρέτησε στο Εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο Μανδαμάδου9, στο Τριτάξιο Δημοτικό Σχολείο Περάματος10 και τέλος στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου11, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε12.

Ο Βασίλειος Ιακώβου υπήρξε ικανός δάσκαλος. Στο πέρασμά του από τα σχολεία της Μακεδονίας και της Λέσβου άφησε καλό όνομα ως άνθρωπος με αυθορμησία, με φιλεργία, με καλοσύνη, με υπευθυνότητα. Οι μαθητές του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.

Με την είσοδο του στην εκπαίδευση το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε κυρίως στα διδακτικά του καθήκοντα. Προπολεμικά όμως, αλλά και λίγο αργότερα, δραστηριοποιήθηκε και σε άλλους τομείς. Αγάπησε το Αναγνωστήριο και το υπηρέτησε ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Έπαιξε με επιτυχία σε διάφορα έργα, όπως το «Χαλασμένο σπίτι» του Σπύρου Μελά (1936)13, «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημητρίου Κορομηλά (1938)14, «Γοι ψόφ’» του Στρατή Αναστασέλη (1944)15. Το 1945 μάλιστα εκλέχτηκε και πρόεδρος του «Ερασιτεχνικού Ομίλου Αγιάσου»16. Επίσης ενδιαφέρθηκε μαζί με άλλους για την εξασφάλιση μόνιμης θεατρικής στέγης κοντά στον Κήπο της Παναγίας17.

Η παλαιά δασκάλα της Αγιάσου Δέσποινα Βάλεση, συγγενής του Βασιλείου Ιακώβου από την πλευρά της μητέρας του Μαρίας Βαλέση... Πίσω από τις μαθήτριες διακρίνεται ο παιδονόμος Αντώνιος Βάλεσης ή Τσακπίνης... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ελευθέριος Καμπιρέλης)
Η παλαιά δασκάλα της Αγιάσου Δέσποινα Βάλεση, συγγενής του Βασιλείου Ιακώβου από την πλευρά της μητέρας του Μαρίας Βαλέση… Πίσω από τις μαθήτριες διακρίνεται ο παιδονόμος Αντώνιος Βάλεσης ή Τσακπίνης… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ελευθέριος Καμπιρέλης)

Παράλληλα ο Βασίλειος Ιακώβου ενδιαφέρθηκε για την αθλητική κίνηση του τόπου του. Αγάπησε και στήριξε το Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος», σωματείο που ιδρύθηκε το 192518.

Το μεγάλο όμως πάθος του ήταν η δημοσιογραφία. Διέθετε χειροκίνητο τυπογραφείο, το οποίο αρχικά λειτούργησε στο Χάνι και αργότερα στον Κάτω Κάμπο. Το 1931 συνεργάστηκε με άλλους φιλοπρόοδους νέους για την έκδοση της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας «Αγιάσος»19. Αργότερα ήταν ιδιοκτήτης της επίσης εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας «Λαϊκή Φωνή» (1932 – 1935)20, η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε «Ηχώ της Αγιάσου» (1936 – 1937)21. Αποκλειστικά όμως δική του ήταν η σατιρική εφημερίδα «Φουρτουτήρα» (1932 – 1934)22.

Ο Βασίλειος Ιακώβου είχε από νωρίς προοδευτικό προσανατολισμό και δημοκρατική ιδεολογία. Εντάχθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ και πρόσφερε υπηρεσίες στην κοινή υπόθεση. Πρωτοστάτησε μαζί με άλλους για τον επισιτισμό και για την τάξη23. Για ένα διάστημα μάλιστα διατέλεσε και γραμματέας του Λαϊκού Δικαστηρίου, θεσμού ο οποίος λειτούργησε στην κωμόπολη για την απονομή της δικαιοσύνης24. Εξαιτίας της ιδεολογικής πολιτικής τοποθέτησής του διώχτηκε και υπόφερε μαζί με πολλούς άλλους. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου κατηγορήθηκε ως «ληστοτρόφος» – έτσι αποκαλούνταν οι τροφοδότες των ανταρτών, – πέρασε από στρατοδικείο και εξορίστηκε αρχικά στην Ικαρία και αργότερα στη Μακρόνησο.

Στις 25 Οκτωβρίου 1988 έκλεισε ο κύκλος της πολυτάραχης ζωής του. Όλοι όσοι τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του τον τίμησαν ως υπεύθυνο σκυταλοδρόμο της ζωής, ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, ως εργάτη της πνευματοκαλλιτεχνικής κίνησης, ως ευσυνείδητο δάσκαλο…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μου έδωσε ο γιος του Γεώργιος Ιακώβου, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
  2. Κατατάχτηκε ως έφεδρος στις 10 Οκτωβρίου 1940 και απολύθηκε την 1 Μάιου 1941. Πιστοποιητικόν τύπου Α’ / Στρατολογικόν Γραφείον Μυτιλήνης / Εν Μυτιλήνη τη 29 Ιουλίου 1976.
  3. Η επιβολή διοδίων εγκρίθηκε με Απόφαση της Νομαρχίας Λέσβου (1777 / 6.2.1931). Ο Βασίλειος Ιακώβου διορίστηκε με Πράξη του Κοινοτικού Συμβουλίου (67/ 15.2.1931) και υπηρέτησε από 19 Φεβρουαρίου μέχρι και 31 Αυγούστου 1931. Βεβαίωσις Δήμου Αγιάσου / Αριθ. Πρωτ. 2011 / Εν Αγιάσω τη 9 Οκτωβρίου 1979.
  4. Υπηρέτησε από 25.6.1943 μέχρι 18.7.1945. Βεβαίωση Αγρονομείου Αγιάσου / Αριθ. Πρωτ: Α.Γ. 172 / Αγιάσος, 23 Φεβρουαρίου 1980.
  5. ΦΕΚ τ. Γ’ 53 / 28.2.1952.
  6. Διαταγή του Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Βοΐου Κοζάνης με Αριθ. Πρωτ. 722/ 5.4.1952.
  7. Διαταγή του Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Κοζάνης με Αριθ. Πρωτ. 2424/ 13.11.1953.
  8. Διαταγή ΥΠΕΠΘ με Αριθ. Πρωτ. 41674 / 26.8.1959.
  9. Διαταγή ΠΥΣΣΕ Νομού Λέσβου με Αριθ. 73 / 5.10.1959.
  10. Διαταγή της Β’ Γενικής Επιθεώρησης Στοιχειώδους Εκπαίδευσης με Αριθ. 755 / 16.5.1960.
  11. Διαταγή του Γενικού Επιθεωρητή Α’ Περιφέρειας Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Λέσβου με Αριθ.712 / 24.6.1967.
  12. ΦΕΚ τ. Γ’ 332 / 29.7.1976.
  13. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, Ιστορία του Αναγνωστηρίου Αγιάσου η Ανάπτυξις 1894 – 1975. Αθήνα 1975, σ. 86.
  14. Περ. «Αγιάσος» 23(1984), σ. 6.
  15. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 109.
  16. ό.π., σ. 148.
  17. Περ. «Αγιάσος» 24 (1984), σ. 8.
  18. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 142. Περ. «Αγιάσος» 15 (1983), σ. 15.
  19. Γ. Βαλέτα, Αιολική Βιβλιογραφία 1566 -1939. Αθήναι 1939, σ. 142 (970). Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου της νήσου Λέσβου. Τεύχος πέμπτον. Μυτιλήνη 1953, σ. 441. Σωτήρη Βουνάτσου, Τύπος και Αγιάσος. Περ. «Αγιάσος» 7 (1981), σσ. 2 – 3. Πρβλ. «Αγιάσος» 20 (1984), σ. 5. Αντώνη Πλάτωνος, Η ιστορία της λεσβιακής δημοσιογραφίας. Περ. «Μυτιλήνη» Δ’ (1991), σσ. 189 – 221, 204.
  20.  Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 160 (1117). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., 8 (1982), σ. 2. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σσ. 204,207.
  21. Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 169 (1190). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., σ.2,10 (1982), σ. 5. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σσ. 204, 208.
  22. Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 152 (1050). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., σ. 10 (1980), σ. 4. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σ. 207.
  23. Βλέπε σχετικά, Όμηρου Κοντούλη, Μια εποποιία. Εφ. «Ευθύνη» (Μυτιλήνης) 7 Μάρτη 1985 (48), σ. 2.
  24. Απόστολου Ε. Αποστόλου, Μνήμες. Αθήνα 1985, σ. 111.

Ευχαριστώ θερμά τον αγαπητό φίλο Κώστα Μίσσιο ,που ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημά μου και έθεσε στη διάθεσή μου φωτοαντίγραφα των εγγράφων του Συνταξιοδοτικού Φακέλου του Βασιλείου Ιακώβου, ο οποίος βρίσκεται στα Αρχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθώς επίσης και τον εκλεκτό συνάδελφο Γεώργιο Iακώβου για τις χρήσιμες πληροφορίες που μου έδωσε.


Βρισκόμαστε στο 1931, αρχή της τελευταίας προπολεμικής δεκαετίας, όταν ξυπνούν και δραστηριοποιούνται οι Αγιασώτες. Μια ομάδα ανήσυχων και προοδευτικών ανθρώπων με αυξημένο ενδιαφέρον και αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, γνώστες των προβλημάτων της, εισβάλλουν δυναμικά στο χώρο της δημοσιογραφίας. (Πάνος Κολαξιζέλης, Γ. Χατζηπαυλής, Θωμάς Βινικίου, Β. Ιακώβου, Π. Τζανετής, Ε. Παπασταματίου, Π. Χατζέλλης, Γ. Χατζημωυσής). Στο μικρό τυπογραφείο του χωριού, ανήκει στο δάσκαλο Βασ. Ιακώβου, και στη συνέχεια στα τυπογραφεία της Μυτιλήνης, εκδίδουν την εβδομαδιαία εφημερίδα «Αγιάσος», που εκτός από τα τοπικά νέα διαθέτει στήλη λογοτεχνική. Είναι η πρώτη και η πιο αξιόλογη εφημερίδα του χωριού, γι’ αυτό άλλωστε κατόρθωσε να επιζήσει για μια ολόκληρη δεκαετία. Μετά απ’ αυτήν ακολουθούν: «Η Λαϊκή Φωνή», που αργότερα μετονομάζεται σε «Ηχώ της Αγιάσου», ο «Παρατηρητής», η «Επαρχιακή», η «Αγροτοεργατική Φωνή της Λέσβου» και τα «Νέα της Αγιάσου».

(Αντώνη Πλάτωνος, Η ιστορία της λεσβιακής δημοσιογραφίας. «Μυτιλήνη» Δ’ (1991), σ. 204).
Φύλλο της εφημερίδας «Φουρτουτήρα» (μονόφυλλη, διαστάσεων 34X22), που εξέδιδε ο Βασίλης Ιακώβου. (Παραχωρήθηκε από τον Πάνο Πράτσο)
Φύλλο της εφημερίδας «Φουρτουτήρα» (μονόφυλλη, διαστάσεων 34X22), που εξέδιδε ο Βασίλης Ιακώβου. (Παραχωρήθηκε από τον Πάνο Πράτσο)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 69/1992