ΛΑΪΚΟ ΔΗΜΟΤΟΛΟΓΙΟ

Βίβλους γινέσϊους τ’ Αγιασώτ’

Μαρούλα γένν’σι τν Αξνήθρα, Αξνήθρα γένν’σι του Ραδίτσ’, Ραδίτσ’ γένν’σι του Λιμόν’, Λιμόν’ γένν’σι του Λαχανέλ’, Λαχανέλ’ γένν’σι τ’ Πατάτα, Πατάτα γένν’σι του Πρίνου τσι του Πρινίτ’, Πρινίτ’ς γένν’σι του Λαδιέλ’, Λαδιέλ’ γένν’σι του Μακαρόν’, Μακαρόν’ γένν’σι του Ψυρούτσ’, Ψυρούτσ’ γένν’σι τ’ Φασούλα, Φασούλα γένν’σι τ’ Σούμα, Σούμα γένν’σι τ’ Κτσια τσ’ ένα σουρό φύτρα τσι γιννήματα τς γης…, απί παλιγγινισίας μέχρι του γιαγκίν’ σκατουγινιές δικατέσσιρ’ς.

Κτσια γένν’σι του Ρουγίδ’, Ρουγίδ’ γένν’σι του Μαντάτσ’, Μαντάτσ’ γένν’σι τ’ Μύγια, Μύγια γένν’σι τ’ Σφήγκα, Σφήγκα γένν’σι του Μπάμπουρα, Μπάμπουρας γένν’σι τ’ Ψείρα, Ψείρα γένν’σι του Φίδ’, Φίδ’ γένν’σι τ’ Αβδιλέλ’, Αβδιλέλ’ γένν’σι του Λαφιάτ’, Λαφιάτ’ς γένν’σι του Κόσσφα, Κόσσφας γένν’σι του Κούκου τσι τ’ Κουκβάγια, Κουκβάγια γένν’σι τ’ Τσίσσα τσ’ ένα σουρό άλλα έντουμα, τσ’ έπειτα απού τ’ Κτσια μέχρι τς σεισμοί σκατουγινιές δικατέσσιρ’ς.

Τσίσσα γένν’σι τ’ Κατσίκα, Κατσίκα γένν’σι του Γαϊδούρ’, Γαϊδούρ’ γένν’σι του Κάταρου, Κάταρους γένν’σι του Πιτνό, Πιτνός γένν’σι του Τράγου, Τράγους γένν’σι του Λαφέλ’, Λαφέλ’ γένν’σι του Λαγό, Λαγός γένν’σι του Πέρκου, Πέρκους γένν’σι του Παπέλ’, Παπέλ’ γένν’σι τν Αρνάδα, Αρνάδα γένν’σι τ’ Κουτουπούλα, Κουτουπούλα γένν’σι του Αβγό (έδιου υπάρχ’ διαφουνία ποιος γιννήστσι πρώτους) τσ’ ένα σουρό άλλα πιτούμινα, ούλα μαζί σκατουγινιές δικατέσσιρ’ς.

Κουτουπούλα γένν’σι τ’ Πατούνα, Πατούνα γένν’σι του Σπληνιάρ’, Σπληνιάρ’ς γένν’σι του Μάτ’, Μάτ’ γένν’σι τ’ Ματουφλάδα, Ματουφλάδα γένν’σι του Πουδαρά, Πουδαράς γένν’σι τ’ Τσιφάλα, Τσιφάλα γένν’σι του Σκανταλιάρ’, Σκανταλιάρ’ς γένν’σι του Φαγά, Φαγάς γένν’σι τουν Αφτλά, Αφτλάς γένν’σι τ’ Κουτσλιά, Κουτσλιά γένν’σι του Δάχτλα, Δάχτλας γένν’σι του Κουλουκότσ’, Κουλουκότσ’ γένν’σι του Φουνιά, του Κακούργου τσι του Ληστή, Ληστής γένν’σι του Κόλαρου, Κόλαρους γένν’σι του Ψουλέλ’, Ψουλέλ’ γένν’σι τς έγχρουμ’, Μτζουρέλ’, Κουτσίν’ τσ’ Αραπίνα, Αραπίνα γένν’σι του Γούναρου τσι του Γρουνέλ’ τσ’ ένα σουρό άλλα τιτράπουδα μι παθουλουγικά προυβλήματα τσι τιλευταία γιννήστσι γη Γρούνινα. Απού δε τ’ Γρούνινα κατάγιτι γι Αγιασώτ’ς.

Αμήν.

Αγιάσος, 22.1.1993

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 101/1997

ΤΣΙΝΟΥΡΙΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ

Όταν πρωτοεφαρμόστηκε ο Φ.Π.Α., πολύς κόσμος παραξενεύτηκε και αναστατώθηκε και άλλος τόσος διερωτιότανε τι είναι αυτός ο φόρος. Την ίδια περίπου εποχή έκαναν λόγο οι τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα και οι εφημερίδες και για τη μάστιγα του αιώνα μας, το AIDS, το οποίο ορμητικά και απειλητικά ερχόταν και στην Ελλάδα. Μια Αγιασώτισσα λοιπόν, που δεν κατάλαβε καλά τι ήταν αυτό το AIDS, όταν το άκουσε στην τηλεόραση, παραξενεύτηκε και ρώτησε τον άντρα της:

Τίντα νι, ε Τίν’, κανέ τσινούριου φόρου μας βάλαν πάλι;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ Πρεσβύτερος- Ιεροδιδάσκάλος

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 79/1993

ΚΑΛΑ ΤΣ ΠΗΡΙΣ!

Ο πατήρ Ερμόλαος Χατζηαποστόλου (Πιτσλέλ’) διατέλεσε εφημέριος στον ιερό ναό Τιμίου Προδρόμου Λισβορίου κατά τα έτη 1953-1956 και όλοι όσοι τον θυμούνται μιλάνε με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Ανάμεσα στα άλλα μιλάνε και για τη μεγάλη ευστροφία και ετοιμολογία του. Κάποτε λένε πουλούσανε στο χωριό ντομάτες και ένας χωριανός πήγε και αγόρασε. Ο πατήρ Ερμόλαος, θέλοντας να αγοράσει και αυτός, τον πλησίασε και τον ρώτησε πόσα πήρε τις ντομάτες. Ο αγοραστής, για να τον πειράξει, του είπε:

Ε τς πλήρουσα, βιρισέ τς πήρα!

Τότε ο πατήρ Ερμόλαος, χωρίς να χάσει καιρό, απαντά:

Ε, σαν είνι, καλή τιμή έχιν. Καλά τς πήρις!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ Πρεσβύτερος-Ιεροδιδάσκαλος

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 79/1993

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ – ΓΟΙ ΞΙΜΠΑΜΠΟΥΛΙΣ

Η άνοιξη έπρεπε να ‘χει μπει για τα καλά. Η φύση της Αγιάσου ξυπνημένη από το λήθαργο του βαριού χειμώνα λουλούδιαζε και ευωδούσε. Τα μαγιάτικα όμως τριαντάφυλλα με τις μοσκοβολιές τους ήταν ο δικός μας παράδεισος. Γιατί; Μα κει κυρίως μπορούσαμε να βρούμε σωρό από «ξιμπαμπούλις», για να τις μετατρέψουμε, βασανίζοντές τες, σε δέσμια… αεροπλάνα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι «ξιμπαμπούλις» (επιστημονικό όνομα μηλολόνθη) είναι μικρά έντομα της οικογένειας των σκαθαριών, με λαμπερά χρυσίζοντα χρώματα (από όπου και το όνομά τους: ξιμπαμπούλα = χρυσή μπαμπούλα) που εμφανίζονται την άνοιξη και τρέφονται με το νέκταρ των λουλουδιών και με ώριμα φρούτα κυρίως αχλάδια.

Αυτές λοιπόν αποτελούσαν το δικό μας στόχο. Μετά το σχολειό πετούσαμε σε μια άκρη το «τρουβάδ’» (τη σχολική σάκα), τρώγαμε στα γρήγορα και μετά, εξοπλισμένοι με αδειανά κουτάκια από σπίρτα ή τσιγάρα, τρέχαμε στις παρυφές του χωριού, σε μέρη που ξέραμε πως αφθονούσαν τα λουλούδια, να μαζέψουμε «ξιμπαμπούλις». Τις πιάναμε εύκολα και τις βάζαμε στα κουτάκια, αφού προηγουμένως τα γεμίζαμε με τριαντάφυλλα, για να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους. Όποιος πετύχαινε και καμιά «παπούτσα», ήταν ο ήρωας της μέρας. Οι «παπούτσες» ήταν μεγαλύτερες σε μέγεθος, με λαμπερότερα πρασινόχρυσα χρώματα και πολύ πιο δυνατές και ανθεκτικές για το… βαρύ έργο που τις περίμενε.

Αφού τέλειωνε επιτυχώς το πρώτο μέρος της επιχείρησης, επιστρέφαμε θριαμβευτές στη γειτονιά και άρχιζε το… β’ ημίχρονο. Η προσπάθεια τώρα ήταν να βάλουμε στο χέρι το καρούλι του ραψίματος της γιαγιάς. Αυτή δεν ήταν εύκολη δουλειά, γιατί ήταν συνήθως κρυμμένο σε απρόσιτα μέρη και τα παρακάλια μας δεν απέδιδαν πάντα καρπούς. Όποιος κατάφερνε λοιπόν να εξασφαλίσει το περιπόθητο καρούλι γινόταν αντικείμενο του φθόνου των άλλων. Γιατί η πιο κατάλληλη κλωστή για… χαλινάρι που θα βάζαμε στη «ξιμπαμπούλα» ήταν μόνο του καρουλιού, λεπτή και δυνατή να μη σπάει και δραπετεύει άδοξα ο… κρατούμενος και παράλληλα να μην έχει πολύ βάρος για να την σηκώνει εύκολα η ταλαίπωρη «ξιμπαμπούλα».

Η τελευταία φάση του δράματος και η πιο διασκεδαστική ήταν το δέσιμο και το πέταγμα του… αεροπλάνου. Με κάποιες επιδέξιες κινήσεις, για να μην τραυματίσουμε το έντομο, το δέναμε από το λαιμό και μετά το αφήναμε να πετάξει κρατώντας την άλλη άκρη της κλωστής. Τότε ήταν που γινόταν το έλα και να δεις με τις κόντρες μεταξύ μας ποιανού η «ξιμπαμπούλα» θα πέταγε πιο ψηλά, ποιανού θα έμενε περισσότερη ώρα στον αέρα, ποιανού θα είχε περισσότερη αντοχή. Και αλίμονο στα δύστυχα έντομα, που θα ξέφευγαν από τα χέρια μας, με την κλωστή να κρέμεται πίσω τους σαν μια ατέλειωτη ουρά, μέχρι να μπλέξουν στα σύρματα του ηλεκτρικού ή σε κανένα κλαδί και να μείνουν εκεί κρεμασμένα, θύματα αθώα των δικών μας παιχνιδιών.

Δεν ξέρω βέβαια τι γνώμη έχουν οι… «ξιμπαμπούλις» – μάλλον δε θα συμφωνούν – εγώ όμως (και πιστεύω και πολλοί από σας), με νοσταλγία θυμάμαι αυτά τα χρόνια, που αλίμονο δε θα ξανάρθουν…

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 79/1993