ΤΟ ΡΟΥΔΑΝ’

Πρώτη μέρα στο σχολείο πριν 40 τόσα χρόνια και θαρρώ πως ήταν χθες. Το «τρουβάδ’» (πάνινη σχολική τσάντα) στον ώμο, με την πλάκα μέσα και ένα κομμάτι σπασμένο κοντύλι, καμιά τριανταριά κουτσούβελα της προκοπής (για να θυμηθούμε και λίγο τον Εφταλιώτη) μαζευτήκαμε γύρω από τη δασκάλα μας, τη Μαμώλινα, θεός σχωρέσ’ την, για να μάθουμε… γραφήν και ανάγνωσιν.

Η δασκάλα τράβηξε μια μακριά ίσια γραμμή στον πίνακα, έφτιαξε και ένα μεγάλο κουλούρι, ίσα ίσα να ακουμπά επάνω στη γραμμή και μας είπε ότι αυτό είναι το «ρουδάν’», που τρέχει πάνω στο δρόμο και δεν πρέπει ούτε να ανεβαίνει πάνω από τη γραμμή ούτε να πέφτει από κάτω.

Σαν γύρισα το μεσημέρι στο σπίτι, με ρώτησε η μάνα μου τι μάθαμε την πρώτη μέρα στο σχολείο. Της απάντησα πως μάθαμε για το «ρουδάν’» και μάλιστα συμπλήρωσα πως το σχολείο είναι εύκολο πράγμα, αφού μας μαθαίνουν παιχνίδια, που ήδη τα ξέρουμε. Και η μάνα μου τι λες, βρε, αυτό που μάθατε είναι το γράμμα όμικρον. Και η δική μου απάντηση: Όχι, είναι το «ρουδάν’»! Ξέρεις εσύ καλύτερα από την κυρία μας; Δασκάλα είσαι εσύ; Και έκλεισα οριστικά τη συζήτηση. Μετά άρπαξα το «ρουδάν’» πίσω από την πόρτα και βγήκα τρέχοντας στο δρόμο για… μελέτη και πρακτική εξάσκηση. Καημένα χρόνια, πώς τρέχετε πιο γρήγορα κι από το «ρουδάν’»!

83_1994_roudan1

Αλήθεια τι κόπος, τι ψάξιμο, τι αγωνία μέχρι να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε το περιπόθητο στεφάνι από τσέρκι, που θα μας χάριζε ατέλειωτες ώρες τρέξιμο μέχρι ξεθεώματος. Αλλά ποιος λογάριαζε όλα αυτά; Λίγο το ‘χες να διαθέτεις το δικό σου «ρουδάν’» και να κάνεις τρέχοντας όλες αυτές τις περίτεχνες φιγούρες και να συναγωνίζεται με τους φίλους σου σε ταχύτητα και δεξιοτεχνία; Κι ακόμα περισσότερο να βλέπεις θολό από το φθόνο το μάτι του γειτονόπουλου, που δε διέθετε δική του… ρόδα. Να σε παρακαλάει με τις ώρες να του δανείσεις το δικό σου για μια βόλτα και συ να αρνείσαι συνήθως υπεροπτικά ή τέλος να του το παραχωρείς για λίγο με άκρα συγκατάβαση. Και με το δίκιο σου βέβαια! Γιατί, για να βρεθεί το πολύτιμο τσέρκι, έπρεπε να σπαταληθούν ώρες πολλές στο ψάξιμο για κανένα χαλασμένο και πεταμένο βαρέλι. Άντε μετά χωρίς εργαλεία να το διαλύσεις και να βγάλεις το κεντρικό τσέρκι, που ήταν το καλύτερο, γιατί τα υπόλοιπα ήταν συνήθως λοξά και δεν μπορούσες να τα κατευθύνεις στο να κρατούν μια ίσια πορεία.

Και να ‘ταν μόνο αυτό! Αμ τον κίνδυνο να σε μαγκώσει ο Γιαννατσής, ο ποτοποιός, και να σου σπάσει τα παΐδια, πού τον πας; Θα μου πεις ποιος του ‘πε να αφήσει έξω από το μαγαζί του το βαρέλι με τα ολοκαίνουρια τσέρκια, σκέτη πρόκληση. Φταίμε εμείς που του το κάναμε φύλλο και φτερό και την άλλη μέρα βρήκε μόνο τα ξύλα και βλαστήμαγε θεούς και δαίμονες;

Και άντε επιτέλους βρέθηκε με όποιο τρόπο το «ρουδάν’». Τώρα χρειαζόμαστε και τη «ζεύλα», δηλαδή το ειδικό εργαλείο για την οδήγηση. Καινούριος πάλι μπελάς. Άντε να παρακαλάς με τις ώρες το Δμήτ’ το Καμπιρέλ’ (το γιο του σιδερά ντε) να σου βρει και να σου στραβώσει κατάλληλα το σίδερο-οδηγό του ροδανιού, εργαλείο εντελώς απαραίτητο για τις φιγούρες και τη δεξιοτεχνία στην οδήγηση.

Ε, μετά από όλα αυτά είναι για να δανείζεις στον πάσα ένα τη ρόδα σου; Ζωή κι αυτή!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 83/1994

Η ΠΑΝΑΓΙΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΕΝΘΙΛΗΣ

Στα δεξιά του αμαξωτού δρόμου, που ανεβαίνει από το Σταυρί και κατευθύνεται προς το Σανατόριο, υπάρχει ένα παρακλάδι που οδηγεί στο ναΰδριο της Παναγιούδας της Πενθίλης. Σύμφωνα με αφήγηση του μακαρίτη σήμερα Χριστόφα Σταυρακέλη (πέθανε το 1988), ο οποίος είχε περιβόλι και ερχόταν συχνά σ’ αυτό, κάθε χρόνο, γύρω στα μέσα Μαΐου – μέσα Ιουνίου, ανεξήγητη ευωδιά έβγαινε από το δάσος της περιοχής, το οποίο αποτελείται από πεύκα, βάτους και πουρνάρια… Κατά τον ιστορικό Στρατή Κολαξιζέλη, εκεί υπήρχε η Πενθίλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ως τις μέρες μας πολλά λείψανα, σκορπισμένα σ’ ολόκληρη την περιοχή. Μέσα στα περιβόλια έχουν βρεθεί κατά καιρούς παλαιά νομίσματα, τεμάχια από σπασμένα πιάτα, πιθάρια, κεραμίδια και άλλα πήλινα αντικείμενα περασμένων αιώνων. Καθώς μου διηγήθηκε ο Ιωάννης Βαρουτέλης (πέθανε το 1980), ο ομοχώριος Ευστράτιος Τινός, επίσης μακαρίτης σήμερα, βρήκε ένα «ταγάρι» γεμάτο χρυσό, πάνω από το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στη στροφή του δρόμου προς την Παναγιούδα της Πενθίλης, αριστερά, μέσα σε πουρνάρια… Ακόμη στην περιοχή αυτή βρέθηκαν ιερά αντικείμενα. Η αδερφή του παπα-Νικόλα Παπουτσέλη Ανδρονίκη, σύζυγος Παναγιώτη Σκλεπάρη, ψάχνοντας προπολεμικά για χόρτα στην περιοχή, το μαχαίρι της συνάντησε αντίσταση… Έτσι ανάσυρε από τη γη ένα εικόνισμα μικρού μεγέθους, των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Αυτό το εικόνισμα δωρίστηκε από την οικογένεια του παπα-Νικόλα Παπουτσέλη στο Προσκύνημα της Παναγίας. Αφού καθαρίστηκε και συντηρήθηκε το 1938 από το Ρώσο τεχνικό Βασίλειο Ραχτσέβσκι, μπήκε σε πινακοθήκη, που είναι αναρτημένη στην τρίτη κολόνα δεξιά, καθώς μπαίνουμε στο Προσκύνημα της Παναγίας.

Αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι της Παναγιούδας στην Πενθίλη (8 Σεπτεμβρίου 1937). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Δημήτριος Καβαδάς)
Αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι της Παναγιούδας στην Πενθίλη (8 Σεπτεμβρίου 1937).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Δημήτριος Καβαδάς)

Όταν χτιζόταν το νέο ξωκλήσι της Παναγίας της Πενθίλης το 1936, γιατί το παλιό είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει, οι εργάτες βρήκαν ανθρώπινους σκελετούς μεγάλων διαστάσεων! Τα οστά αυτά τα συγκέντρωσαν οι εργάτες και τα έβαλαν για ασφάλεια σε θυρίδες, στους τοίχους του νέου ναϋδρίου, ενώ θα έπρεπε να προσκληθούν ειδικοί επιστήμονες, για να τα μελετήσουν. Αυτό μου διηγήθηκε ο τότε εργαζόμενος Ευστράτιος Περγάμαλης (Κουκόνα).

Όταν ήταν αρχιερατικός επίτροπος ο πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Γ. Μυτιληναίος, οργανώθηκε γιορτή και από τότε κάθε χρόνο με πομπή μεταφερόταν στολισμένη η μεγάλη εικόνα της Παναγίας μέσα σε ανοιχτό αυτοκίνητο. Αφού τέλειωνε ο όρθρος στο ναό της Παναγίας, ξεκινούσε η πομπή με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Προπορεύονταν τα παιδιά, ντυμένα με ιερατικές στολές και κρατώντας εξαπτέρυγα, οι τέσσερις εφημέριοι του ιερού ναού της Παναγίας και ο διάκονος, ο οποίος σ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς θυμιάτιζε την ιερή εικόνα. Τα πρώτα χρόνια που καθιερώθηκε η γιορτή, στις 8 Σεπτεμβρίου, δρομολογούσαν και λεωφορείο το οποίο μετέφερε προσκυνητές από το Σταυρί. Σήμερα η γιορτή αυτή έχει ατονήσει. Μεταφέρεται βέβαια άλλη εικόνα της Παναγίας, τελείται λειτουργία και μεταφέρεται ξανά η εικόνα στο ναό με κωδωνουκρουσίες…

Διατηρώ ιερές αναμνήσεις από τη γραφική τοποθεσία της Πενθίλης, γιατί σε νεαρή ηλικία υπήρξα μέλος της «Χριστιανικής Αδελφότητας η Θεοτόκος», την οποία είχε ιδρύσει ο τότε εφημέριος του ιερού Προσκυνήματος ριζαρείτης οικονόμος Παναγιώτης Στόικος. Απαρτιζόταν από 150 μέλη και είχε καταστατικό, εγκεκριμένο από το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, καθώς και σφραγίδα που έγραφε γύρω γύρω «Χριστιανική Αδελφότης Αγιάσου, η Θεοτόκος», με χρονολογία 1932 και με σταυρό στο κέντρο. Επίσης υπήρχε δανειστική βιβλιοθήκη για τα μέλη της. Ποιος έχει σήμερα τη σφραγίδα, το καταστατικό και τα βιβλία της βιβλιοθήκης της Αδελφότητας, δε γνωρίζω. Κάθε Κυριακή και Τετάρτη απόγευμα γινόταν ομιλία από τον πρόεδρο ιερέα Παναγιώτη Στόικο. Έκτακτα όμως μιλούσαν στα μέλη της Αδελφότητας και οι ιεροκήρυκες που έρχονταν στον ιερό ναό της Παναγίας. Οι ιεροκήρυκες αυτοί ήταν ο Ιωάννης Καψιμάλης και ο Χριστόδουλος Παπαγιάννης. Η επέτειος της Αδελφότητας γιορταζόταν τη μέρα του Γενεσίου της Θεοτόκου. Ολα τα μέλη της Αδελφότητας ξεκινούσαμε από τον Απέσο και περπατώντας ανεβαίναμε στο ξωκλήσι της Παναγίας. Στη γιορτή αυτή συμμετείχε και ο οργανωμένος σύλλογος οργανοπαικτών Αγιάσου.

Εκφράζουμε την ευχή ν’ αναβιώσει η ωραία αυτή γιορτή, όπως καθιερώθηκε προπολεμικά από τον τότε αρχιερατικό επίτροπο Εμμανουήλ Μυτιληναίο…

ΑΓΙΑΣΙΩΝΙΤΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

ΑΛΛΟΥΓΥΡΙΔΑ ΤΣΙ ΚΑΜΤΣΙ

Εσείς την ξέρετε με το όνομα σβούρα, γιατί, καθώς γυρίζει με ταχύτητα, ένα διαρκές σβου, ου, ακούγεται, που της έδωσε και το ηχοποίητο όνομά της. Και ποιο παιδί δεν έχει παίξει με το περίεργο αυτό κατασκεύασμα, που καρφώνεται με τη μύτη στο χώμα και περιστρέφεται σαν τρελό, όταν του δώσεις την κατάλληλη κίνηση με ένα κομμάτι σπάγγο, που με επιδεξιότητα τυλίγεται γύρω του.

Η δική μας όμως εφευρετικότητα, την οποία υπαγόρευε η ανάγκη προσαρμογής του παιχνιδιού στα δεδομένα της Αγιάσου, του άλλαξε λίγο τη μορφή, τη χρήση και τελικά και το όνομα, που δε μας ικανοποιούσε πια. Ας γίνω λίγο πιο σαφής, για να δείτε με λεπτομέρεια όλα τα στάδια της προσαρμογής και του ξαναβαφτίσματος. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να εξασφαλίσουμε τη μισή δραχμή, που χρειαζόταν για την αγορά της σβούρας από το «Κουρβανέλ» και σας βεβαιώνω ότι αυτό δεν ήταν πάντα και πολύ εύκολο. Ευτυχώς που μερικοί άνθρωποι είχαν την… καλή συνήθεια να πεθαίνουν και την εποχή εκείνη (όπως πάντα) και έτσι εμείς τα πιτσιρίκια τρέχαμε σαν τρελοί να προλάβουμε να «φουρέσουμι» (να βάλουμε δηλ. στην κηδεία τα ειδικά άμφια και να σηκώσουμε τα εξαπτέρυγα), για να μας δώσουν, εκτός από τα κόλλυβα, και καμιά δραχμή ή και ολόκληρο δίδραχμο σ’ αυτόν που σήκωνε το σταυρό), για τον κόπο μας. Πώς λέει το ευαγγέλιο «με τον ιδρώτα του προσώπου σου να κερδίζεις την επιούσια… σβούρα σου». «Αμ’ έπος, αμ’ έργον» λοιπόν.

Μετά την αγορά της σβούρας άρχιζε η… χειρουργική επέμβαση. Με ένα «καρδουψάλ’δου» (μια τανάλια δηλαδή) της βγάζαμε τη σιδερένια μύτη και στη θέση της καρφώναμε ένα καρφί με πλατύ ημισφαιρικό κεφάλι, από αυτά που καρφώναμε στις σόλες, στις αρβύλες μας, για να μη λιώνουν εύκολα.

Τώρα η σβούρα μας ήταν έτοιμη να ξαναβαφτιστεί και το όνομα αυτής «αλλουγυρίδα»!! Όνομα και πράμα δηλαδή, γιατί μετά τη χειρουργική επέμβαση, όταν άρχιζε η περιστροφή της (και θα δείτε πώς) η αλλουγυρίδα μας δεν έμενε σταθερή σε ένα μέρος, αλλά στριφογύριζε αλλού κι αλλού (αλλουγυρίδα) σαν παλαβή. Ίσως βέβαια το έκανε αυτό, για να αποφύγει τα χτυπήματά μας, όπως το αφηνιασμένο άλογο αποφεύγει το καμουτσίκι.

Θα μου πείτε τι σχέση έχει η σβούρα (συγνώμην η αλλουγυρίδα ήθελα να πω) με το καμουτσίκι. Εμ δεν τα είπαμε όλα ακόμα. Δε σας είπα από την αρχή ότι η εφευρετικότητά μας έκανε πάντα το θάμα της; Γιατί νομίζετε κάναμε όλη την προηγούμενη χειρουργική επέμβαση με κίνδυνο να μας… πεθάνει ο ασθενής; Έπρεπε να του αλλάξουμε τα πόδια, για να μπορεί να στριφογυρίζει στο μοναδικό επίπεδο μαρμαροστρωμένο χώρο που διαθέταμε, δηλαδή το προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας. (Για μας ο χώρος αυτός ήταν ιερότερος και από το ιερό της εκκλησίας, γιατί με την απλοχωριά του μας γέμιζε τις ατελείωτες ώρες του παιχνιδιού. Αν έλειπε και το «Κουμλέλ’» ο καντηλανάφτης, τόσο πιο καλά θα ήταν τα πράγματα, αλλά ο άτιμος ήταν εφτάψυχος και σαββατογεννημένος και δεν τον έπιαναν οι κατάρες μας).

Το «μαστίγωμα» της σβούρας... (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «μαστίγωμα» της σβούρας… (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Στο παιχνίδι μας τώρα. Με μια επιδέξια κίνηση των δακτύλων δίναμε την πρώτη περιστροφική κίνηση στην αλλουγυρίδα μας και μετά με ένα απότομο και δυνατό χτύπημα με το «καμτσί» που είχαμε ετοιμάσει (ένα κανονικό καμουτσίκι, για άλογα δηλαδή) την κάναμε να στριφογυρίζει με δύναμη αλλού κι αλλού σαν αλλοπαρμένη. Και μόλις πήγαινε να ηρεμήσει λίγο, δώσ’ του καινούρια «καμτσικιά» στα πλευρά και δώσ’ του να συνεχίζει το αφηνιασμένο στριφογύρισμα σαν εκστασιασμένος δερβίσης του τούρκικου στρατού.

Και θα μας έβρισκε το βράδυ κάποια ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού, ξεθεωμένους από το τρέξιμο και τις αλύπητες καμτσικιές, εκτός κι αν προλάβαινε το «Κουμλέλ’» και μας μετέτρεπε εμάς τώρα σε τρελές από το τρέξιμο «αλλουγυρίδες», καθώς θα μας κυνήγαγε με κάποιο αυτοσχέδιο «καμτσί». Εμείς πάντως ήμαστε ευτυχισμένοι (αχ αυτή η ανέμελη παιδική ηλικία!!), γιατί εκτός από όλα τα άλλα είχαμε γίνει και εντελώς ανέξοδα «νονοί» (όχι βέβαια της νύχτας) αλλά της σβούρας, που την ξαναβαφτίσαμε και μάλιστα τόσο πετυχημένα «αλλουγυρίδα». Άξιοι νονοί δε νομίζετε!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΙΑ ΚΑΙ ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Το επάγγελμα του ασβεστοποιού

 Το επάγγελμα του ασβεστοποιού στην Αγιάσο είναι πολύ παλιό. Θα πρέπει να έχει τις ρίζες του από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της. Από τότε δηλαδή που η Αγιάσος άρχισε να συγκροτείται ως οικισμός.

Κορυφαίος ασβεστοποιός της Αγιάσου ήταν ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, μαζί με τους πρώτους άλλους ασβεστοποιούς, όπως ήταν ο Βρανέλης, που είχε και το επώνυμο Ασβεστάς, και κάποιος Αρβανιτέλης. Πολύ παλαιός ασβεστάς ήταν και ο Μωυσής.

Η έρευνά μας ανάγεται στην εποχή από το 1870 και μετά. Πριν από το έτος αυτό θα πρέπει να ήταν ασβεστάδες οι γονείς των παραπάνω και θα πρέπει να εγκαταστάθηκαν στην Αγιάσο μαζί με τους άλλους πολλούς και διαφόρους επαγγελματίες που είχαν κάποια φοροαπαλλαγή. Συγκεκριμένα ο πρώτος μαρτυρημένος ασβεστοποιός της Αγιάσου, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο πατέρας του Παρασκευά Κουδουνέλη, έλκει την καταγωγή του από την Ήπειρο.

Επίσης γνωστός ασβεστοποιός της δεκαετίας του 1930 και μετέπειτα ήταν ο Παναγιώτης Τσάκωνας, που είχε το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα ασβεστοκάμινο στο Καμπούδι, κάτω από το σημερινό Ίδρυμα Ανιάτων και που έβγαζε 11.000 καντάρια ασβέστη, δηλαδή 484.000 οκάδες.

Οι παραπάνω έβγαλαν επαγγελματίες ασβεστοποιούς, τους γιους των, όπως ο Τζάνος Κουδουνέλης, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο Κλεάνθης Κουδουνέλης και ο Ευστράτιος Κουδουνέλης. Από τους Βρανέληδες (Ασβεστάδες) ασβεστοποιοί βγήκαν ο Χριστόφας Βρανέλης και ο Ευστράτιος Βρανέλης.

Οι εργάτες λιώνουν ασβέστη για το νέο κτίριο του Αναγνωστηρίου, που θεμελιώθηκε το Σεπτέμβρη του 1962... Ο πρόεδρος Πάνος Πράτσος εποπτεύει...
Οι εργάτες λιώνουν ασβέστη για το νέο κτίριο του Αναγνωστηρίου, που θεμελιώθηκε το Σεπτέμβρη του 1962… Ο πρόεδρος Πάνος Πράτσος εποπτεύει…

Άλλοι που ασχολήθηκαν με το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν ο Μιχαήλ Κουταλέλης, ο Δημήτριος Κουταλέλης, ο Ιωάννης Σιμέλης, ο Νικόλαος Βέτσικας, ο Αντώνιος Καλατζής, ο Παράσχος Λαμπρινός, ο Ευστράτιος Τοπαλής ή Μπάτα, ο Γρηγόριος Κουδουνέλης (συνεχιστής των Κουδουνέληδων ασβεστοποιών), ο Αθανάσιος Μαϊστρέλης, από τη Μικρασία, και ο γιος του Βασίλειος, που ασχολήθηκε πρόσκαιρα ως ασβεστοποιός και μετά έγινε αγροφύλακας. Άλλοι επαγγελματίες ασβεστοποιοί υπήρξαν ο Ευστράτιος Κωμαΐτης (Γούλα), ο Αθανάσιος Κωμαΐτης (Γούλα) και ο Μιχαήλ Παπαπορφυρίου ή Διακέλης.

Πού λειτουργούσαν τα καμίνια

Ασβεστοκάμινα είχαν κατασκευαστεί και λειτουργούσαν σε όλη την περιφέρεια της Αγιάσου, κυρίως όμως μέσα στον ελαιώνα και μέσα στα ρουμάνια, γιατί εκεί υπήρχε η καύσιμη ύλη, δηλαδή οι πρίνοι και τα κλαδιά από τα κλαδέματα και από τα σκολέματα των ελαιοκτημάτων. Η κυριότερη περιοχή όμως ήταν από το Καμπούδι μέχρι τη Φούσα. Πάνω σ’ όλο αυτό το βουνό υπάρχουν και σήμερα ακόμα διάσπαρτα παντού τα παλιά καμίνια, που μαρτυρούν τον κόπο και τα βάσανα των φτωχών εκείνων βιοπαλαιστών.

Πώς ετοιμαζόταν το καμίνι

Ανάλογα με τη χωρητικότητα που επιθυμούσε ο ασβεστοποιός, ανοιγόταν με τον κασμά και με τα άλλα διαθέσιμα τότε εργαλεία (λοστοί, βαριές, φτυάρια, σφυριά) ένας λάκκος. Η βάση του λάκκου μετά χτιζόταν στο κάτω μέρος από μέσα και γύρω γύρω σε ύψος 60 πόντων περίπου με λυγδόπετρες, που δεν ασβεστοποιούνται, και πάνω από τις λυγδόπετρες πάλι ολύγυρα στο λάκκο γινόταν πατούρα από λυγδόπετρα.

Το εσωτερικό χτίσιμο, πάνω από την πατούρα, συνεχιζόταν πια με μαρμαρόπετρα και με λάσπη. Έτσι το καμίνι ήταν έτοιμο, αφού φυσικά είχαν αφήσει και την πόρτα του καμινιού, από την οποία θα το «τάιζαν» με κλαδιά ή ξύλα. Να σημειωθεί ότι και η πόρτα κατασκευαζόταν από λυγδόπετρες, για να μην ασβεστοποιηθεί και καταρρεύσει. Αυτή ήταν η υποδομή του ασβεστοκάμινου, που αργότερα θα φορτωνόταν με μαρμαρόπετρα για ασβεστοποίηση.

Πώς φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο

Αφού έβρισκαν το νταμάρι από μάρμαρο, έβγαζαν με λοστούς, με βαριοπούλες και καμιά φορά και με φουρνέλα τις πέτρες, τις οποίες στη συνέχεια τεμάχιζαν με τη μικρή βαριοπούλα και το σφυρί σε διάφορα κομμάτια, μικρά, μεσαία, μεγάλα.

Έτσι άρχιζαν από την πατούρα να χτίζουν το καμίνι, δηλαδή τοποθετούσαν τις πέτρες που θα ασβεστοποιούνταν. Στη βάση έβαζαν τις μικρές, μετά τις μεσαίες και στο πάνω μέρος – στον τρούλο, όπως τον έλεγαν – έβαζαν τις μεγάλες πέτρες, που τις έλεγαν «κλειδί», γιατί εκεί, σ’ αυτό το σημείο, έκλεινε, «κλείδωνε» το καμίνι. Το κλειδί ήταν και ο καλύτερος ασβέστης, γιατί βρισκόταν στο κέντρο της φωτιάς και ψηνόταν καλά.

Πώς συγκεντρωνόταν η καύσιμη ύλη

Από τα ρουμάνια κόβανε τους πρίνους και τους κάνανε δεμάτια. Κάθε δεμάτι είχε οχτώ αγκαλιές κλαδιά. Από τους ελαιώνες μάζευαν τα κλαδέματα και τα σκολέματα και τα έκαναν επίσης δεμάτια. Όλα αυτά τα δεμάτια τα στέριωναν με δυο μεγάλες πέτρες, για να μην τα πάρει ο αέρας, μέχρι που να ξεραθούν και να έρθει η ώρα τους να χρησιμοποιηθούν.

Αφού φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο και ήταν έτοιμο να δεχτεί τη φωτιά, κουβαλούσαν τα δεμάτια γύρω από το καμίνι. Για τη μεταφορά τους χρησιμοποιούσαν ένα ξύλινο δίχαλο, ένα «τσατάλι» περίπου δυο μέτρων. Το τσατάλι το κάρφωναν πάνω στο δέμα, δηλαδή το έμπηγαν μέσα με δύναμη και με μεγάλη επίσης προσπάθεια το σήκωναν ψηλά και το τοποθετούσαν πάνω στο κεφάλι τους. Έτσι μετέφεραν όλα τα δεμάτια κοντά στο καμίνι. Ανάλογα με τη χωρητικότητα του καμινιού απαιτείτο και ανάλογος αριθμός δεματιών. Για ένα ασβεστοκάμινο π.χ. 4.000 οκάδων απαιτούντο 180-200 δεμάτια κλαδιά.

Η φωτιά έμπαινε συνήθως πολύ πρωί, γιατί χρειαζόταν ένα εικοσιτετράωρο συνεχόμενης τροφοδότησης, για να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Γι’ αυτή τη δουλειά ασχολούνταν οπωσδήποτε δυο άτομα. Ο ένας τροφοδοτούσε το καμίνι. Με τη βοήθεια ενός σιδερένιου δίχαλου, «τσαταλιού», έπαιρνε τα δέματα και τα έσπρωχνε από την πόρτα μέσα στο καμίνι. Ο άλλος έφερνε τα γύρω δεμάτια κοντά στο πρώτο. Επειδή όμως ο πρώτος καιγόταν από τις φωτιές, κουραζόταν πολύ, διψούσε και πεινούσε, γινόταν εναλλαγή στο έργο τους. Μετά είκοσι τέσσερις ώρες τροφοδοσίας τελείωνε το έργο της ασβεστοποίησης και χρειαζόταν στη συνέχεια ένα ακόμα εικοσιτετράωρο, για να κρυώσει το καμίνι και για να αρχίσει το έργο της εκφόρτωσής του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια ως καύσιμη ύλη χρησιμοποίησαν μόνο ξύλα (κουτούκια πεύκων) ή εκχυλισμένο ελαιοπυρήνα. Ο Γιάννης Σιμέλης (Σνάν’) είναι ο πρώτος στην Αγιάσο που χρησιμοποίησε μηχάνημα εκτόξευσης μέσα στο καμίνι εκχυλισμένου ελαιοπυρήνα.

Εκφόρτωση του καμινιού

Ειδοποιούνταν τέσσερις έως πέντε κιρατζήδες (αγωγιάτες), οι οποίοι με τα μουλάρια τους αναλάμβαναν τη μεταφορά του ασβέστη στο χωριό, μέσα σε τρίχινα τσουβάλια. Να σημειωθεί ότι κάθε αγωγιάτης έφερνε δυο ζεύγη τσουβάλια, ώστε το ένα ζεύγος να μένει στο καμίνι για γέμισμα, μέχρι που να επανέλθει ο ίδιος στο καμίνι, και τούτο για να μη χάνεται χρόνος.

Αν είχε βρεθεί προηγουμένως ο αγοραστής του ασβέστη, το προϊόν παραδινόταν κατευθείαν στην οικοδομή του. Αν όχι, αποθηκευόταν, συνήθως στα σπίτια, μέσα σε παλιά κιούπια, βαρέλια ή στέρνες και σκεπαζόταν αεροστεγώς για να μη λιώσει, μέχρι που να πουληθεί. Πάντως φρόντιζαν – και τους συνέφερε αυτό – να έχουν βρει προηγουμένως τον πελάτη. Αποθήκευση συνήθως γινόταν όταν έκλεινε ο καιρός, για να έχουν κάποιο στοκ το χειμώνα, που κατά κανόνα απόφευγαν το κάψιμο του καμινιού, εκτός βέβαια αν υπήρχε και την εποχή αυτή αγοραστικό ενδιαφέρον.

Δυσκολίες του επαγγέλματος

Το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν επίπονο και σκληρό. Το παραγόμενο είδος φτωχό, ο ανταγωνισμός μεγάλος. Οι κόποι, τα ξενύχτια δεν έφερναν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Η ζήτηση ήταν μικρή, πολλές φορές τελείως ανύπαρκτη, γιατί εξαρτιόταν από την οικονομική ευρωστία του κάθε ενδιαφερόμενου. Η γενική οικονομική κατάσταση δεν επέτρεπε αισιοδοξία και δεν έκανε τον καθένα να ασχοληθεί με το επάγγελμα αυτό. Όσοι βρέθηκαν επαγγελματίες ασβεστοποιοί πάλεψαν σκληρά. Πολλοί εγκατέλειψαν το επάγγελμα και στράφηκαν σε άλλες εργασίες. Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ και η νέα τεχνική. Η χρησιμοποίηση του τσιμέντου έδρασε σε βάρος της χρήσης του ασβέστη. Έτσι από 15 και πλέον επαγγελματίες ασβεστοποιούς στο τέλος έμειναν ουσιαστικά δυο, ο Ιωάννης Σιμέλης (Σνάν’), που συνέχισε το επάγγελμα ως το τέλος της ζωής του και ο Γρηγόριος Ευστρατίου Κουδουνέλης, που το 1964 μετανάστευσε στη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι τα έτη 1935-1936 οι ασβεστοποιοί Αγιάσου, για να αποφύγουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, συνέστησαν την «Εταιρεία Ασβεστοποιών Αγιάσου» η οποία λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια διαλύθηκε λόγω ασυμφωνίας των εταίρων της.

Δεν πρέπει να ξεχαστούν και οι σύζυγοι των ασβεστοποιών, που στα σπίτια τους πουλούσαν λιανικώς ασβέστη και έβγαζαν το σχετικό χαρτζιλίκι τους. Γι’ αυτό και το χωριό ήταν πάντα πεντακάθαρο και κάτασπρο, γιατί υπήρχε και σχετική αστυνομική διάταξη γι’ αυτό.

Άδεια ασβεστοποίησης

Πρέπει να σημειωθεί ότι για να καεί κάθε καμίνι χρειαζόταν προηγουμένως σχετική άδεια του Δασαρχείου Μυτιλήνης. Έπρεπε να πληρωθεί πρώτα ο φόρος, που ήταν ανάλογος με τη χωρητικότητα του καμινιού, και για το σκοπό αυτό ερχόταν επιτόπου ο δασικός υπάλληλος και μετρούσε στο καμίνι. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι φτωχοί αυτοί βιοπαλαιστές πήγαιναν για το σκοπό αυτό στη Μυτιλήνη με τα πόδια. Αν δεν έβγαζαν άδεια και αν τους ανακάλυπταν, επιβαλλόταν βαρύ πρόστιμο και το καμίνι δεν έφτανε για την πληρωμή του.

Τι γινόταν σε περίπτωση βροχής

Κατά κανόνα τα καμίνια ψήνονταν το καλοκαίρι, γιατί τότε χτίζονταν και τα γιαπιά και υπήρχε ζήτηση. Όταν καμιά φορά συνέβαινε να πέσει απότομη βροχή, γινόταν το εξής: Όταν το καμίνι ήταν στο στάδιο της καύσης, δεν υπήρχε μεγάλος κίνδυνος, γιατί η θερμοκρασία του ήταν υψηλή, περίπου 2.000 βαθμοί και το νερό της βροχής που έπεφτε γινόταν ατμός και τη νύφη την πλήρωναν οι ασβεστοποιοί που το τροφοδοτούσαν και που γίνονταν μουσκίδι. Όταν όμως είχε πια καεί το καμίνι και βρισκόταν στο στάδιο του εικοσιτετράωρου, για να κρυώσει, ο ασβεστοποιός, όπου κι αν βρισκόταν, μέρα ή νύχτα, έπρεπε να τρέξει στο καμίνι του και να το προστατέψει με κάθε τρόπο, για να αποφύγει την καταστροφή.

Η γιορτή των ασβεστοποιών

Το σινάφι των ασβεστοποιών Αγιάσου γιόρταζε τη γιορτή του στις 20 Ιουλίου, δηλαδή του Αϊ-Λια. Τη μέρα εκείνη ξεχνιούνταν οι κόποι και τα βάσανά τους και το έριχναν έξω. Στα καφενεία που σύχναζαν στρώνονταν τα τραπέζια με εκλεκτούς μεζέδες, με γιουβέτσια και με ποτά. Έτσι άρχιζαν πρώτα τα λιανοτράγουδα κι όταν έφταναν στο κέφι έστελναν και ειδοποιούσαν τα νταούλια και τα βιολιά. Και κατέφθαναν εκεί οι περίφημες κομπανίες της Αγιάσου. Το γλέντι αυτό κρατούσε τουλάχιστον τρεις μέρες. Κορυφαίος στο επάγγελμα, αλλά και κορυφαίος στο γλέντι αυτό ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, ο οποίος δεν έχανε ποτέ τη γιορτή αυτή κι ας γκρίνιαζε η συμβία του Μαριγώ. Μια φορά κανείς γλεντάει τη φτώχεια του!

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994