ΤΟ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ

18/06/1953

Η σπίθα του Αθλητισμού στην Αγιάσο είχε ανάψει πριν από 25 χρόνια απ’ τ’ Αναγνωστήριο πούχε ιδρύσει Αθλητικό τμήμα και λειτουργούσε σαν παράρτημά του. Στην αρχή κι’ ωσότου ιδρυθεί ανεξάρτητο αθλητικό Σωματείο από μαθητάς του Γυμνασίου και μη, η προπόνησις γινότανε μέσα στην αυλή του Α΄ Δημοτικού Σχολείου παρ’ όλο που ο χώρος ήταν μικρός για ποδόσφαιρο. Το επέβαλε όμως η ανάγκη γιατί δεν υπήρχε άλλος χώρος κατάλληλος. Όταν αργότερα ιδρύθη και ανεγνωρίσθη (1930-1932) από το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης ο Γυμναστικός Σύλλογος ο «Όλυμπος» σαν ανεξάρτητο Σωματείο με δική του δ/σι ζήτησε απ’ την τότε Κοινότητα Αγιάσου να τού παραχωρήσει το εις θέσιν «Καμπούδι» οικόπεδό της που βρίσκεται λίγα μέτρα έξω απ’ τα σχολεία, και που ως τότε χρησιμοποιόταν ως Κεραμοποιείο για να το διαμορφώσει σε αθλητικό γήπεδο. Τότε ο αθλητισμός μεσουρανούσε και παντού είχε ξαπλώσει σαν επιδημία προσβάλοντας μικρούς και μεγάλους, ακόμα και στα πιο μικρά χωριά. Υπό την επίδρασιν της ιδέας αυτής του αθλητισμού το τότε κοινοτικό συμβούλιο δια πράξεώς του παρεχώρησε το οικόπεδο εις τον Γυμναστικόν Σύλλογον «Όλυμπος» με σκοπό να γίνει και να χρησιμοποιηθεί ως γήπεδον του Συλλόγου και των Σχολείων.

Αλλά είναι ευνόητον ότι από ένα κεραμοποιείο, δεν ξεπετιέται απ’ τη μίαν ημέρα στην άλλη γήπεδο αθλητικό. Η διαμόρφωσίς του απαιτούσε χρήματα κι’ αυτά δεν υπήρχαν. Επιχορήγησις εξ άλλου δεν υπήρχε ελπίς να δοθεί από κανένα οργανισμό του χωριού. Ως τόσο το γήπεδο διαμορφώθηκε για να επαληθεύσει ακόμη μια φορά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι όταν υπάρχει αγάπη σύμπνοια και πραγματική όρεξη για δουλειά, πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν.

Η τότε Δ/σι του Γυμναστικού Συλλόγου ο «Όλυμπος» αποτελουμένη απ’ τους αείμνηστο Μιλτιάδη ή Χρόνη Σουσαμλή, Στρατή Καββαδέλη, Αντώνιον Ηρ. Αναστασέλη, Δημήτριον Μουτζουρέλη, Μιχαήλ Xατζηευστρατίου, Παν. Πολυπάθου και Χριστόφα Μούχαλο για να βάλουν τον οικονομικό πυρήνα στο Ταμείο του συλλόγου, οργάνωσαν μια θεατρική παράσταση που έπαιξαν και οι ίδιοι με το έργο «Μια νύχτα, μια ζωή» του Σπύρου Μελά. Κι’ αργότερα έκανε ένα μεγάλο σάλτο, οργάνωσε και τον πρώτο χορό που δόθηκε μες την Αγιάσο με οργανωτική Επιτροπή τον αείμνηστο Παν. Κουλα­ξιζέλη, Δημήτρ. Μουτζουρέλη, Μιλτιάδη Σκλεπάρη, Παν. Πολυπάθου, Αντ. Αναστασέλη που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία παρ’ όλη την αντίδραση που βρήκαν απ’ τη στενοκεφαλιά τ’ Αγιασώτη και τις σεμνότυφες προλήψεις του. Εκ παραλλήλου κατόρθωσαν με τις επίμονες ενέργειες του Δ/κού Συμβουλίου του Γυμναστικού Συλλόγου και επί Υπουργού της Παιδείας του κ. Γεωργ. Παπανδρέου να χαρακτηρίσουν το Γυμναστήριο ως σχολικό και να πάρουν απ’ το Τμήμα Φυσ. Αγωγής μέσον και χάρις στον κ. , Παπανδρέου 20.000 δρ. κρατική επιχορήγηση.

Το ποσόν των 20.000 δραχ. έφερε διπλή χαρά στο Συμβούλιο του Συλλόγου, γιατί απ’ τη μια θα διηύρυνε και θα εβελτίωνε το γήπεδό του κι’ απ’ την άλλη θα έδινε δουλειά στα εργατικά χέρια που τα μάστιζε η ανεργία εκείνη την εποχή λό­γω της διετούς αφορίας της ελιάς. Με τις 20.000 δραχμές αυτές και με την προσωπική εργασία των μελών που αφ’ εαυτού των προσεφέρθησαν να εργασθούν και με τη βοήθεια όλων των φιλάθλων, έγιναν οι απαραίτητοι εκβραχισμοί και το γήπεδο ηυρύνθη σ’ όλη του την έκταση, εκτός από ένα ελάχιστο τμήμα στις άκρες του, κι’ έτσι μπορούν να γυμνάζονται τώρα μ’ όλη τους την άνεση οι ποδοσφαιρισταί μας, και να δίνουν και ματς.

Η ψυχή όμως αυτής της προσπαθείας ήταν ο μακαρίτης Μιλτιάδης ή Χρόνης Σουσαμλής, φαναρτζής το επάγγελμα κι’ αγράμματος, αλλά πλημμυρισμένος από αγάπη προς κάθε τι, που απέβλεπε στο γενικό καλό και στη πρόοδο.

Δίκαιο είναι η Δ/σις του Γυμναστικού Συλλόγου, και διότι διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος του Συλλόγου, αλλά και από ευγνωμοσύνη προς τις τόσο αποδοτικές του προσπάθειες, ν’ αναρτήσουν την φωτογραφία του μακαρίτη εις τα γραφεία του Συλλόγου.

Τελευταία είχαμε δύο ποδοσφαιρικές συναντήσεις, μία στας 25 Μαΐου, και η άλλη προχθές.

Είχε μετεκληθή η ομάδα του «Αχιλλέως» από την Μυτιλήνη. Το αποτέλεσμα της συναντήσεως ήταν εις βάρος του Συλλόγου μας (5 με 3. )

Η δεύτερη συνάντησις έγινε στις 7 Ιουνίου, με αντίπαλο τον «Κεραυνό» του Αφάλωνα, ενισχυμένο όμως όπως εμάθαμε με ποδοσφαιριστάς από τη Μυτιλήνη.

Ενίκησε ο «Κεραυνός» (4 με 2) αλλά με πολύ σκληρό αγώνα.

Φυσικά τ’ αποτελέσματα δεν έχουν σημασία.

Η διοίκησις του «Ολύμπου» απέβλεπε εις το να συγκεντρώσει τον κόσμον και το ενδιαφέρον της νεολαίας προ παντός προς τον αθλητισμόν, να κινήσει την άμιλλα αναμεταξύ των νέων και να τους βγάλει απ’ τα καφενεία. Τόσο ήτο το ενδιαφέρον  του κόσμου που δεν έμεινε γυναίκα στο σπίτι και άνδρας στο καφενείο. Εκτός απ’ την αρτηριοσκλήρωση που δεν κινείται ποτές και πουθενά. Όλη η Αγιάσος έτρεξε να δη και να παρακολουθήσει τα νιάτα μες το στίβο που πλάθει τα ατσαλένια κορμιά με το γερό πνεύμα.

Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στους Στρατή Γαββέ Πρόεδρο, Μιχ. Γαλετσέλη, Στρατή Βέτσικα, Κώστα Τζιρίδη και Στρατή Βάλεση που αποτελούν το Συμβούλιο του Συλλόγου και ένα μεγάλο μπράβο στους ποδοσφαιριστάς της ομάδος του «Ολύμπου» Χρ. Μητσώνη, Μ. Παπάνη, Ευστρ. Βάλεση, Ηρακ. Xατζησάββα, Ευστρ. Τζιρίδη, Σταύρο Νουλέλη. Αριστείδη Σκλεπάρη, Κουτρή, Τσαμπλάκο, Ευστρ. Παπάνη και Κουρουμπακάλη. Η προσπάθεια του Γυμναστικού μας Συλλόγου πρέπει και αξίζει να υποστηριχθεί απ’ όλους.

Αγιάσος 12-6-1953

ΜΙΣΚ.

ΟΠΩΣ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

Μεταφορά στο μονοτονικό και επεξεργασία από την εφημερίδα «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 30/03/1956

Το άρθρο αναφέρεται στο συγκρότημα των Ανανία Καραμανλή-Παναγιώτη Ταμβάκη με θέμα «Το Καραβάνι»

Να μάς ζήσει η Αγιάσος. Η πρασινολουσμένη, η γεροδεμένη, η ατίθαση, η μερακλού, η θυμόσοφη Αγιάσος. Είναι το τελευταίο οχυρό τής ωραίας λεσβιακής παράδοσης που στέκει αλύγιστο κι’ ακατάλυτο στις διαβρωτικές επιθέσεις του ξενόφερτου επιθέσεις του ξενόφερτου πολιτισμού, με τους μοντερνισμούς του, με τις λόξες του, με τα άνοστα και τα κακά κοσμοπολίτικα γούστα του.

Η Αγιάσος είναι η Ιερά Καλύβη στην οποία βρήκε καταφύγιο η κυνηγημένη από το σνομπισμό και τη ξενομανία μας λεσβιακή παράδοση, αυτή που αποτελεί την ιστορική συνέχεια τής φυλής, δια μέσου ιών οιωνών, αυτή που περισώζει μέσα στην πλούσια έκφρασή της την ιστορική καταγωγή μας και την πορεία μας μέσα στο χρόνο.

Στην εποχή που ζούμε, για μας, τους πολλούς, η Αποκριά έχασε το νόημά της, δε μιλά στην ψυχή μας σαν πανάρχαιο έθιμο, δεν προσθέτει κανένα τόνο, κανένα παλμό στην καθημερινή ζωή μας. Ενώ στα παλιά χρόνια…

Ο τελευταίος πόλεμος και η ψυχολογία που δημιούργησε έδωσαν τη χαριστική βολή στη συνέχεια της παράδοσης – και φυσικά της αποκριάτικης εθιμοτυπίας. Θέρισε τους γεροντότερους, που ήταν οι φορείς και οι θεματοφύλακες των παλαιών ηθών και εθίμων, που δε συγκινούν πια, μήτε εμπνέουν τη μεταπολεμική γενιά. Στα χωριά «εισέβαλε» ο πολιτισμός, ο βιομηχανοποιημένος, με το ραδιόφωνο, με τους μουσικούς εκφυλισμούς του, με τις ερωτικές ξετσιπωσιές του, με την πολυτέλεια των εμφανίσεων και των επιδείξεών του, με την προσποίηση και την υποκρισία του.

Μέσα στο λεσβιακό μας περίγυρο, μονάχα η Αγιάσος μπόρεσε να διατηρήσει ένα τρόπο ζωής που επιτρέπει, αν όχι πάντα, σε καθορισμένες περιστάσεις, τη συμβίωση της ιθαγενούς αρχαίας παράδοσης με τα νέα στοιχεία που εισάγει στη ζωή μας ο κοσμοπολιτισμός που καταργεί τα φυλετικά σύνορα, εξαφανίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιό σύμβολα, αποχρωματίζει και αφομοιώνει.

Μια εκδήλωση αυτής της θερμής πίστης που περισώζει ο Αγιασώτης προς τα «πάτρια», προς τα πατρογονικά ήθη και έθιμα είναι και το ιδιότυπο, το σπαρταριστό και σπινθηροβόλο χρονιά­ρικο Καρναβάλι της που — χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει – εξακολουθεί να τελετουργείται μέσα στα γραφικά σοκάκια της, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα, «εν πανδήμω συναγερμώ». Ένα Καρναβάλι που πέρα απ’ το σκηνοθετημένο θεαματισμό του, με παλιά και με νέα πρότυπα, προσφέρει τη ζωντανή του σάτιρα, με το εκφραστικότατο αγιασώτικο γλωσσάρι, χωρίς γλωσσοδέτη, με αριστοφάνεια ελευθεροστομία, σάτιρα δουλεμένη με πηγαία στιχουργική δεξιοτεχνία, σάτιρα που ξεσκεπάζει, απογυμνώνει, γελοιοποιεί, καυτηριάζει, ρεζιλεύει, τιμωρεί και διδάσκει. Δεν της διαφεύγει τίποτε. Είναι ένα πλήρες αποκριάτικο σατιρικό χρονικό, γεμάτο από εκρήξεις σπιρτόζικης λαϊκής εξυπνάδας, από χιούμορ που η τσουχτερή του γεύση προκαλεί στο ακροατήριο πυρετώδη κατάσταση ευθυμίας.

Θα δώσουμε παρακάτω μερικά απολαυστικά κομμάτια από το φετινό αποκριάτικο χρονικό — όσα επιτρέπει η σεμνότυφη λο­γοκρισία – αν και εκείνα που έ­χουν το πιο καλό ζουμί είναι αυτά ακριβώς που εμπίπτουν στην απαγορευτική δικαιοδοσία της.

ΣΕΙΡΙΟΣ

Στην οργάνωση του φετινού Αγιασώτικου Καρναβαλιού συνέβαλαν δυο κυρίως τοπικοί παράγοντες: Το λαμπρό «Αναγνωστήριο» που ενεθάρρυνε την προσπάθεια με την προκήρυξη επάθλου και ο ενθουσιώδης γυμναστικός Σύλλογος «Όλυμπος», με το θυμελικό του θίασο, που ανέλαβε τη φροντίδα και τα έξοδα και το συντονισμό της δουλειάς. Και στις δυο οργανώσεις οφείλεται θερμός, θερμότατος έπαινος.

Δε θα κάνουμε περιγραφή, γιατί είναι πια εκτός τόπου και χρόνου. Θα περιοριστούμε στο σατιρικό χρονικό που απαγγέλθηκε απ’ τους Τσιγγάνους αποκριάτικους τροβαδούρους. Το πρώτο κεφάλαιο αφιερώνεται στην Κύπρο. Βρυγμός και τριγμός οδόντων εναντίον του Τυράννου και μπόλικη πατριωτική έξαρση.

Ύστερα απ’ την απαραίτητη αυτή εισαγωγή, ο Καρνάβαλος βρίσκει το γνήσιο εαυτό του καθώς απευθύνεται στους συγχωριανούς του αρσενικούς και θηλυκούς:

Γεια σας, χουριανοί. καλμάνδις νιες,

γριγιές, τσι νοι, τσι γερ,

χρόνια τώρα σάς διουβάζου

σεις του γδι τσι του γδουχέρ.


Αλλάξιτί του του διουλί

κάτσιτι τσι στσιφτείτι

κι’ απ’ ένα πάριτι παπά

στου σπιτ τσι διαβαστείτι.


Γιατί σαν που παγαίνιτι

σάς δίνου τα προυφόνια∙

ούλ σας τρουβά θα πιάσιτι

σι πέντι δέκα χρόνια.


Φουνάγ’ς·γαβγίγ’ς, μο πους φουνάγ’ς

να ρε διαβόλ’ η μέρα!

Μπόμπα θα ρίξου να τναχτούν

τα γδια σας στουν αγέρα!


Κάνιτι πους δεν έχιτι

μηδί στουν ήλιου μοίρα

του καλουτσαίρ’ μες τ’ Σουλουγάν’

τρέχ’ πουταμός γη μπύρα.


Αμπείς μες τ’ Παναγιώτ’ τ’ Αβγού

έγ’τσι ’νι τα σπουδαία

ρατσί, μιζέ, τραγούδ’, χουρό

Ρηνούλα τσι ιδέα.


Μι μια ματιά που θα τουν ρίξ

τα πουρτουφόλια αδειάζιν

άλλους τα δαμασνέλια τρω

τσι φνουν τα δόντια μδιάζιν.


Αμ στουν τσινηματόγραφου

την κάθα Τσυριατσή

γη πιο πουλλές σα τς πασπατέψ

είνι χουρίς βρατσί.


Άμα δεν πάν στου σινιμά

δεν τόχιν σι καλό ντουν.

Δίν’ του πιν’τάρ στα μούζικα

τσι ζλουν τουν αφαλό ντουν.


Είχαν γ’ αθρώπ’ κουμάτ λαδέλ’

να πλιούν να κάν’ τη δλιά ντουν,

ξουδιάσαντου στα θέατρα

στσ’ πούντρις τσι στα μαλλιάντουν.


Μι τσ’ μόδις, μι τα θέατρα,

τσι μι τα πανηγύρια

πληθήκαν κβάρα πράματα

πριβόλια τσι σουθήρια.


Ότ’ λουγιους γ’νατσής τσ’ αν είσι

έφτου π’ θέλ’ αυτή θά γέν’

Μη σας φαίνιτι σπουδαίου,

τσ’ νύχτας γιου καδής κμαντέρν!


Και αποτεινόμενος προς το ασθενές φύλον:

Δείτι να συμμουρφουθείτι,

να γινείτι ν’κουτσαρές,

γιατ’ αλλιώς του γαργαλούπ’ σας

έ θα δει πουτές χαρές.


Σ’ όποιου ρουμνίδ’ πας τσι σταθείς

παντού γουτζμοί ακγιότι,

-τσι δε ξέριν τι κάν’

-όπ’ φτάξ ……..


Α μπεις σαν έρτ’ του καλουτσαίρ

τσι βάλιν τσ’ ζαπουνέδις

κβάρα πουδάρια παραλούν

μι σας παλιουκαχπέδις.


Επακολουθούν οι συμβουλές του Καρνάβαλου – Ατσίγκανου προς τις Αγιασώτισες περί του πώς δέον να συμπεριφέρονται προς τους αρσενικούς. Τις παραλείπουμε για ευνόητους λόγους και φθάνουμε στα φιλοσοφικά συμπεράσματά του:

Θα μας καταπουντίσ’ ου Θιός

μι τα μυαλά που πάτι, ιμκρές,

μιγάλις στα σκουτνά

παλούτσα σαλαγάτι.


Ποίτσι του σίφνα τσ’ άλλ’ φουρά

ποίτσι σεισμό, πλημμύρις

που για να σάσιν οι ζημιές

παγήκαν τσβάλια λίρις.


Ύστιρα έκαψι τσ’ ιλιές

χάλασι του μαξούλ’

τσ’ ίσαμ’ να ξιχμουνιάσουμι

χ…. μι τσίτσβου ούλ’.


Πατήσαμί του στου χουρτάρ

σαν του σαρανταένα

τα σώβρακά μας ολουνούν

πράσνα ‘νι καμουμένα


Αλλά για να μη ξανασυμβούν όλα αυτά τα δεινά και τα ξορκισμένα πρέπει και οι αρσενικοί ν’ αλλάξουν τρόπο συμπεριφοράς:

Τσι γναίτσις να τσ’ αφήνητι

να μην τσ’ αυγουλουγάτι

μι κάθι ψυλλουπήδημα

που πίσου τους κουλλάτι.


Να σφίξιτι τουν π…. σας

να πα να παντριφτείτι

σα θέλιτι ξιθαρριτά

καρπέτα να πατείτι.


Οι Αγιασώτες δε βρίσκουν έλεος στη σκέψη του Ατσίγγανου:

Στου χουρό τσι στα τραγούδια

σ’ έφτα μόνον έχιν τ’ χάρ’

σαν τους πεις κουμάτ’ για δλιούδα

πεισματώνιν σα τσ’ γαδάρ’.


Γι ουκνιά πας τα τουμάρια ντουν

τσείτι μι του καντάρ’

γι’ αυτό τσι του μπακέτου ντουν

έχ’ πάντα δυο τσιγάρ’.


Δραχμή, δραχμή, ξοικουνουμούν

τσι πέρνιν τουν καπνό ντουν,

τίλιγια γ’ οι διαβόλ’ θα δουν

τσι γ’ναίκα στου πλιβρό ντουν;


Απί ταχτέρ ίσαμ’ του βράδ’

στουν καφινέ καθούντι

βαστούν πλια τα τσιφάλια ντουν

τσ’ ούλ’ μέρα διαλουγούντι.


Έχιν τσι δίτσου γ’ οι καϊμέν’

γιατί σαν που μας ποίκαν

δεν έχουμι πια άκαρου

τα στμόνια μας κουπήκαν.


Πίνιν καφέδις βιρισέ

παίζιν τσι τα σκαμπίλια,

τσ’ οι καφιτζήδις κάντι ούλ’

μι κριμασμένα χείλια.


Ροζ ποίκαν τα δαχτύλια ντουν

απί του γράψι-γράψι

θα χάσιν τσι τα μάτια ντουν

απί του κλάψι -κλάψι.


Και έρχεται η σειρά των κοτζαμπάσηδων της Αγιάσου που η συμπόνια τους προς τους φτωχούς είναι, ως γνωστόν, παροιμιώδης. Ο Καρνάβαλος τούς περνά κι’ αυτούς γερό μπερντάκι:

Φέτου που ήταν μαγκουσιά

γ’ αρχόντ’ ξιπατουθήκαν

τα σπίτια ντουν αδιάσαντα

τίπουτα δεν αφήκαν.


Ρούχα, τσι λάδια, τσι φαγιά

σ’τσ’ φτουχοί τσ’ αθρώπ μοιράζαν

τσ’ ότ’ γύριβγις τσι δεν τούχαν

απόξου ταγουράζαν.


Έφτου που δίδαξι Χριστός

κάνα του τα καημένα

όσ’ είχαν δυο χιτώνια

δίναν σ’τσ’ φτουχοί του ένα.


Γυμνό τσ’ αξπόλ’τουν άμα δουν

δεν ξέριν τα τουν κάν’

η γ’ όριξή ντουν κόβιτι

δε θέλιν μήδ’ α φάν.


Σαν πας τσι πείς ντουν του γκα’μόσ’

τα σκότια ντουν στρατζίζιν.

σι μουρμουρίγ’ς τσι φτοί πί τνάλλ’

τα μούτσνα ντουν γυρίζιν.


Στιάνου σα δουν μπρος τ’ μπόρτα ντουν

τα μάτια ντουν δακρύζιν

μέσα σφαλιόντι τσι μι μιας

του πέτρουμα κουρντίζιν.


Εδώ η οργή του Καρνάβαλου ξεχειλίζει ακράτητη:

Έδγιου γιου κόσμους υπουφέρν’

γιατί λείπ’ η γι’ αμόνοιασ’

στ’ παράδσου κάθντι μιτρητοί

γι’ άλλ’ είνι ούλ’ μες τ’ κόλασ’.


Ταχιά σα δείξι του μαξούλ’

τσ’ φτουχοί θα χρειγιαστείτι

φτοι θα καλντίζιν μες τη δλιά

τσι σεις θα σουδιαστείτι.


Πολλά ’νι τα παράξινα

π’ γέντι μες του χουριό

τσι δυο-τρεις είνι γι’ οι γνουστσοί

π’ τρών’ τ’ παλαβού του βιό.


Δλιά θελ’ γιου κόσμους, ρε πιδιά,

τσ’ αφήτι τα μπαμπάγια

μι τ’ άγριου μη ντούν πιάνιτι

μο αλλάξιτι τα χνάρια.


Γοι χουρτασμέν’ τσ’ νηστσοί έ τσ’ ρουτούν

δε τσ’ δίνιν σημασία

μό που γι’ ου Θιος θα τσ’ κανουνίσ’

στ’ Διφτέρα Παρουσία.


Σαν π’ λέγιν είνι τσι κουντά,

πα δεν πα δυο βδουμάδις

προυχτές του έμαθα τσι γω

απί κάτ’ Γιαχουβάδις.


Έγτουτι όσ’ είνι φτουχοί

θά γένιν αρχουντάδις

τσι τ’ φτώχτια θα τνη μοιραστούν

γι’ Αρχόντ’ μι τσ’ γιαχουβάδις


Η τελευταία παράσταση του Καρναβαλιού έγινε μέσα στο γυμναστήριο που έγινε με δαπάνη που διέθεσε ο εν Αμερική φιλόπατρις νοσταλγός Γεώργιος Χριστοφίδης. Ο αποκριάτικος τροβαδούρος δεν τον ξέχασε:

Να ζήσ’ η Χριστουφίδης μας

τσ’ Αγιάσους του καμάρ’

που φτος μουνάχα βρέθιτσι

τσι ποίτσι μας μια χάρ’.


Μας έκανι του Γήπιδου

μι σινδρουμή μιγάλ’

τσι φέτους του γιουρτάσαμι

ιδώ του Καρναβάλ’.

Η ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΑΓΙΑΣΟΥ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ

Τη μονοτονία, το άγχος της καθημερινής πεζής πραγματικότητος μετετόπισε στους χώρους του ονείρου στη Λουτρόπολη της Θερμής, η Φιλαρμονική του Δήμου της Αγιάσου

Η ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΑΓΙΑΣΟΥ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 12-06-1970

Ο ΑΧΟΡΤΑΓΟΣ

Το “Μπουρίνι” πρόσθεσε ακόμη μια επιτυχία του, στην τόσο πλούσια προσφορά του στον καλλιτεχνικό χώρο.
Ο κ. Αλέκος Πεσμαζόγλου, η ψυχή και ο νους του προοδευτικού Σωματείου έχει τη φιλοδοξία πάντα να παρουσιάζη μια ξέχωρη δραστηριότητα.

"Ο Αχόρταγος από το "Μπουρίνι".

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 27-05-1970