Η Αγιάσος απέκτησε συγχρονισμένο Γυμναστήριο

Η Αγιάσος απέκτησε συγχρονισμένο Γυμναστήριο, το «Χριστοφίδειον Γυμναστήριον». -Ένας ευγενικός δωρητής που εδαπάνησε πολλά για την Αγιάσο. -Αμείωτο πάντα το ενδιαφέρον του αν και λείπει 40 ολόκληρα χρόνια απ’ το χωριό του. -Τα επίσημα εγκαίνια του Γυμναστηρίου. -Ο κ. Γεώργιος Χριστοφίδης αποθεώνεται στο Γυμναστήριο.

εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ

20/12/1955

Σε πολλές Κοινότητες του νησιού μας οι ξενιτεμένοι των έχουν κοσμήσει τα χωριά των με διάφορα έργα: ύδρευσις, δρό­μοι, Σχολεία κλπ. που τα βλέπει ο ξένος επισκέπτης και τα θαυμάζει. Μόνο στην Αγιάσο δεν υπήρχεν έργο που να έγινε με τη συμβολή των ξενιτεμένων της. Και υπάρχουν πολλοί ξενιτεμένοι. Πάνω από 1000 θάναι κυρίως στην Αμερική. Αρκετοί απ’ τους ξενιτεμένους είναι πολύ καλά εγκαταστημένοι με κα­λές δουλειές και αρκετά χρήμα­τα που τα κέρδισαν με τον ιδρώτα τους και την έντιμη και μακροχρόνια εργασία τους.

Κανείς όμως δεν θυμήθηκε τη γενέτειρά του. Να μη ξέρουν τις ανάγκες του χωριού των; Αδύνατον. Αρκετές φορές εστάλησαν εκκλήσεις απ’ την Κοι­νότητα, απ’ την Εκκλησία, από Σχολεία, Σωματεία κλπ. σε πολλούς που μπορούσαν να βοηθήσουν. Άλλοι μεν δεν απήντησαν καθόλου και άλλοι απήντησαν στέλλοντας ασήμαντα ποσά.

Ύστερα απ’ τον αείμνηστο Θ. Βάλλα και τη Βασιλική Βαλασοπούλου που χάρισαν ο πρώ­τος το κτήμα του, και η δεύτερη το σπίτι της και 100 λίρες Αιγύπτου στο «Αναγνωστήριο» παρουσιάστηκε ο κ. Γεώργιος Χριστοφίδης (Δασκαλέλ’) που με μια του επιστολή στον «Γυμναστικό» γεμάτη θάρρος και ελπίδες και με ένα χρηματικό ποσό 15. 000. 000 ως πρώτη δό­ση όπως έγραφε, κάνει την καλή αρχή με αντικειμενικό σκο­πό ν’ αποκτήσει η γενέτειρά του συγχρονισμένο Γυμναστήριο. Στο ίδιο γράμμα του εβεβαίωνε πως θα αναλάβει να ολοκληρώσει το έργο. Και η βεβαίωση αυτή επαλήθευσε με δεύτερο έμβασμά του εκ 5.000.000 δρχ.

Με τα λεφτά αυτά η Δ/σις του Γυμναστικού έκανε τη περίφραξι του γηπέδου και καλλωπίστηκεν όλος εκείνος ο χώρος. Απ’ την είσοδο του Σχολείου και κατά μήκος του γηπέδου ως την είσοδο του Χατζησπυρείου Νοσοκομείου προέβη ο «Γυμναστικός» στην δενδροφύτευση του δρόμου.

Παρ’ όλο που έφυγε από παι­δί ο κ. Γεώργ. Χριστοφίδης στη ξενιτιά και ζει 45 χρόνια τώρα μακριά απ’ τον τόπο του δεν έπαυσε να θυμάται και να μα­θαίνει απ’ τις εφημερίδες και επιστολές φίλων και συγγενών του το τι γίνεται στο χωριό του και να τα παρακολουθεί όλα με μεγάλο ενδιαφέρον.

Οι ανταποκρίσεις που δημο­σιεύονται στις τοπικές εφημερίδες (και ιδίως στον αγαπητό «Δημοκράτη» που κάθε τόσο Α­πασχολούμε τις πολύ τιμές του στήλες που μάς παρέχει πρόθυμα και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε από καρδιάς) παρακολουθούνται με ιδιαίτερον ενδιαφέρον και Αναδημοσιεύονται πολλές φορές απ’ τον ελληνόφωνο Αμερικα­νικό τύπο εφ’ όσον αναφέρονται στη συμβολή Ελλήνων που ευδοκίμησαν στην Αμερική απ’ τη μια, για να τους παρουσιά­ζουν σαν παράδειγμα και απ’ την άλλη για να τους φέρουν σε ψυχική επαφή με το τόπο τους.

Το καλοκαίρι ήρθε ο κ. Γιώργος Χριστοφίδης στο χωριό με τη λαχτάρα ν’ αρχίσει -μια και θάταν εδώ- τη δουλειά του Γυ­μναστηρίου ο ίδιος. Σκοπός του ν’ αποτελειώσει το Γυμναστήριο και φεύγοντας να το παραδώσει έτοιμο, στο Σύλλογο.

Όμως δεν είχε τελειώσει η διαδικασία των τύπων της απαλλοτριώσεως.

Τελικά, χάνοντας την υπομονή του, και λαχταρώντας πάντα να δη το Γυμναστήριο πραγμα­τοποιούμενο έβανε μπρος, με το ζήλο του πρακτικού ανθρώπου, που δεν θέλει να χάνει τον και­ρό του. Άρχισε με την ανέγερ­ση ολοκλήρου κτιρίου με δυο αίθουσες αποδυτηρίων, με ντου­λάπες, κρεμάστρες, λουτήρες, αποχωρητήρια με εγκαταστάσεις δεξαμενής νερού και δίπλα στο κτίριο αυτό έκανε, μπουφέ.

Στη πρόσοψη του κτιρίου ενετοίχισε πλάκα με την αφιέρωση: «Αφιερώνεται στους νέους της Αγιάσου εις μνήμην του πατρός μου Δημητρ. Χριστοφίδη (δασκαλέλ’) δημοδιδασκάλου Αγιάσου ΓΕΩΡ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ». Πιο πέρα και στο μέσον του γηπέδου και κατά μήκος του, έφτιαξε κερκί­δες Από μπετόν που μπορούν να καθίσουν άνετα 600 άτομα. Στις μετώπες των κερκίδων έ­γραψε διάφορα ρητά Αρχαίων σοφών. Για να Αποπερατωθούν όλα αυτά τα έργα, χρειάσθηκε πάνω από μήνα εντατικής εργασίας. Δούλευαν αρκετοί εργάτες, πολλές φορές και με τα ηλεκτρικά φώτα ως τις 9 με 10 τη νύχτα. Από το πρωί ως αργά τη νύχτα. Ανασκουμπωμένος δούλευε και ο ίδιος μες το λιοπύ­ρι κι’ έτρεχε από δω κι’ από κει πότε για να κατευθύνει την δουλειά και πότε για να επιβλέπει το ξεφόρτωμα των αυτοκι­νήτων με τα υλικά και τη μεταφορά των. Τέτοια εντατική εργασία δεν φανταζόμαστε να δούλεψε στην Αμερική. Ήθελε τη δουλειά που θα κάνη παρέχον­τας με τόση απλοχεριά το χρήμα του, να την ποτίσει και με τον προσωπικό του ιδρώτα. Στη μετώπη του κτιρίου και με με­γάλα γράμματα αναγράφεται το όνομα του Γυμναστηρίου: «ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΕΙΟΝ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟΝ».

Δικαιολογημένη απότιση φό­ρου τιμής και ευγνωμοσύνης προς τον ευγενικό δωρητή. Υπολογίζεται πως ξόδεψε περί τας 100.000 νέες δραχμές.

Στις 9 Οκτωβρίου είχαν αποπερατωθεί όλα και αναγγέλθη­καν τα επίσημα εγκαίνια και τα βαφτίσια του Γυμναστηρίου.

Από πολύ νωρίς την Κυριακή εκείνη, όλη η Αγιάσος ήταν στο «Καμπούδη» και θαύμαζε και καμάρωνε το πολιτισμένο έργο του κ. Χριστοφίδη. Απ’ τη Μυτιλήνη ήρθαν ο δεσπότης που έκανε τον Αγιασμό, ο κ. Νομάρ­χης, ο κ. Επιθ. Φυσικής Αγω­γής, αντιπροσωπεία των αθλητι­κών σωματείων Μυτιλήνης, η φανφάρ του Ορφανοτροφείου και πολλοί φίλαθλοι.

Ύστερα απ’ τον αγιασμό μίλησε ο δεσπότης από μικροφώνου που είχε εγκατασταθεί εκεί για τον σκοπό αυτό, ο κ. Νομάρχης ο κ. Επιθ. Φυσ. Αγωγής, ο κ. Δήμαρχος Αγιάσου που είπε μεταξύ άλλων ότι «το Δημοτικόν Συμβούλιον με την υπ’ αριθ. 163/7/10/55 ομόφωνη απόφασή του έδωσε το όνομα του Χριστοφίδου στο γυμναστήριον». Κάθε φορά που ανεφέρετο το όνομα του κ. Χριστοφίδου απ’ τους επισήμους χαλούσε ο κόσμος από τα χειροκροτήματα του κόσμου. Στο τέλος πλησιάζει κατασυγκινημένος απ’ τις θερμές εκδηλώσεις στο μικρόφωνο ο κ. Χριστοφίδης για να ευχαριστήσει τους επισήμους για τα θερμά και κολακευτικά των λόγια. Το τι έγινε τη στιγμή που επανέλαβε και έκανε έτσι επίσημα τη δήλωση πως θα εξακολουθήσει παρέχων την οικονομική συνδρομήν του μέχρις ότου αποπερατωθεί ολόκληρο το γυμναστήριο, δεν περιγράφεται. Η ατμόσφαιρα εδονείτο πολλή ώρα απ’ τα χειροκροτήματα.

Αμέσως έγινε παρέλασις της αντιπροσωπείας των αθλητικών σωματείων Μυτιλήνης με τα λάβαρά των και την φανφάρ του Ορφανοτροφείου Μυτιλήνης. Μετά την παρέλασιν κατήλθεν στο γήπεδο για ποδοσφαιρική συνάντηση η ομάς του «Ολύμπου» Αγιάσου και «Άρεως» Μυτιλήνης. Πριν αρχίσει το ματς οι δυο ομάδες φωτογραφηθήκανε έχοντας στο μέσον των τον κ. Χριστοφίδην που έβαλαν και έδωσε και το εναρκτήριον λάκτισμα υπό τα θερμά και παρατεταμένα χειροκροτήματα του κόσμου. Με τη ποδοσφαιρική συνάντηση έληξε η όμορφη αυτή γιορτή των εγκαινίων του «Χριστοφιδείου Γυμναστηρίου».

Ο κ. Γ. Χριστοφίδης ενίσχυσεν οικονομικά και το Γυμνασιακόν παράρτημα Αγιάσου καθώς και το Αναγνωστήριόν της. Ευχόμεθα και ελπίζουμε πως το παράδειγμα του κ. Χριστοφίδη θα βρεθούν να το μιμηθούν και άλλοι.

Την επαύριο των εγκαινίων ο κ. Χριστοφίδης ανεχώρησε για τη θετή του πατρίδα την Αμερική με τις ολόθερμες ευχές της νεολαίας και ολοκλήρου της Αγιάσου.

ΜΙΣΚΑ

ΣΤΡΑΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ. Ένας Αγιασώτης πολυτεχνίτης…

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Αντώνη Πρωτοπάτση (Pazzi) (Μελάνι, 14X20. Κάτοχος: Παν. Ρ. Σουσαμλής)

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα. Την ξέρανε στα χωριά του Πολιχνίτου και κυρίως της Γέρας, όπου τους φώναζαν ταχτικά ως το 1939-1940, που παίζανε μερόνυχτα κι όχι σπάνια και βδομάδα σωστή. Είχε και μπάρμπα μουσικό, που ήταν παντρεμένος στη Γέρα, το Γιώργο Καμπά. Έπαιζε κλαρίνο με την κομπανία των Νείρων, που ήταν άφταστη στα ευρωπαϊκά και στις καντάδες, με τον καλλίφωνο τραγουδιστή και μουσικό (τρομπόνι) Θεοφάνη, που ήταν γαμπρός του Καμπά.

Ήταν πολυτεχνίτης, χωρίς να είναι και ερημοσπίτης, όπως θέλει το λαϊκό ρητό. Είχε το καφενείο με τα μπαλκόνια πάνω στο γεφύρι, στο Σταυρί, (σημερινό σπίτι Στρατή Στεφάνου). Έκανε έπιπλα, καρέκλες, χτένια, καρούλια, σαγίτες για τις κρεβατές, αδράχτια κι άλλα. Με επινόησή του, που πρόσθεσε στα πόδια ραπτομηχανής, το ξασμένο και λαναρισμένο μαλλί, που θα έκανε στο αδράχτι γρίζα μια γυναίκα σε δέκα μέρες, το έκανε μόνο σε εφτά και όλο ντούζ’κο (το ίδιο). Απ’ τα θεμέλια έχτισε κι αποτέλειωσε ένα καλύβι του στις Λάμπες. Ακόμα έκανε και βάρκα του Κυνηγετικού Ομίλου για το κυνήγι της πάπιας στη Μεγάλη Λίμνο. Κι όλα αυτά αυτοδίδαχτος. Ό,τι δουλειά κι αν καταπιανόταν, την έβγαζε πέρα. Και ό,τι έβγαινε απ’ τα χέρια του ήταν σωστό καλλιτέχνημα και μιλούσε.

Στη φωτογραφική τέχνη που ασχολήθηκε, όταν παράτησε το όργανό του, χρειάστηκε να παρακολουθήσει λίγες μέρες κοντά στον πρόσφυγα φωτογράφο Παν. Χατζέλη, για να μάθει την τέχνη. Το 1927 που ο Χατζέλης μετέφερε το φωτογραφείο στη Μυτιλήνη, για να χτίσουν το σημερινό Ξενώνα, που στεγάζει την Αστυνομία και το Αγρονομείο, δημιούργησε δικό του φωτογραφείο στον Κάτω Κάμπο, δίπλα στο σπίτι του Παν. Κωμαΐτη.

Οι Καμπάδες που φτάσαμε είχαν διαψεύσει το παρατσούκλι τους, που στην τουρκική θα πει χοντρός. Απεναντίας ήταν κανονικοί στο σώμα και στο μυαλό όλοι τους ξυράφια κι όχι καμπάδες.

Θαύμαζε παθολογικά τους Γερμανούς (χωρίς να είναι φίλος τους) για τις προόδους, τις εφευρέσεις και τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα. Με τρεις νεαρούς Γερμανούς τουρίστες, που πέρασαν το 1937 παίζοντας ερασιτεχνικά ακορντεόν, που δεν είχε διαδοθεί ακόμα εδώ στην Ελλάδα, ήταν ξετρελαμένος με το παίξιμο και τα όργανά τους. Τους πήρε στο σπίτι του και τους περιποιήθηκε όσο μπορούσε. Όταν τον ρωτήσαμε, αν τον τραχανά που τους πρόσφερε τον πήρανε για στόκο και τον κολλούσαν στα τζάμια, πειράχτηκε πολύ.

Το καλοκαίρι του 1938 που ήρθε από το Μόναχο, όπου σπούδαζε, ο Πάνος Κολαξιζέλης κι απ’ την Αθήνα ο Πάνος Πανανής, που ήταν δημ. υπάλληλος, για να του εξάψουν πιο πολύ το θαυμασμό που είχε για τους Γερμανούς, συναγωνίζονταν ποιος θα του πει το πιο μεγάλο και τερατώδικο ψέμα. Ο Κολαξιζέλης του είπε πως απ’ τα ράχτα, που έχουμε μπόλικα και άχρηστα, οι Γερμανοί βγάζουν το καλύτερο μαλλί. Κι ο Πανανής, πιο τερατολόγος, του είπε πως στην Αθήνα κάποιος έχει φέρει μια ράτσα κότες απ’ τη Γερμανία, που, όταν γίνουν δυο χρονώ, αντί αβγά γεννούν πλέλια, φτάνει στην τροφή τους μέρα παρά μέρα να τους δίνεις και ζωικές τροφές (κρέας, ψάρια) και να τις έχεις σε ζεστό μέρος το χειμώνα. Αυτό δεν το χώρεσε το μυαλό του κι αντέδρασε. Με την επιβεβαίωση του Κολαξιζέλη και την υπόσχεση του Πανανή, πως θα φροντίσει να του στείλει μια κότα απ’ την Αθήνα, προσποιήθηκε πως το δέχτηκε. Όταν γύρισε ο Κομνηνός Τσοκαρέλης απ’ την Αθήνα όπου είχε πάει του έφερε μια παράξενη μαύρη γυμνολαίμισσα κότα μέσα σε μια κλούβα. Οι αμφιβολίες του άπιστου Θωμά διαλύθηκαν μεμιάς σαν καπνός. Κατουρημένος απ’ τη χαρά του για το πρωτάκουστο απόχτημά του, την έδειχνε καμαρωτός και περήφανος στα καφενεία και στο δρόμο που τραβούσε για το σπίτι του, στην Μπουτζαλιά. Στα καφενεία και στις γειτονιές οι συζητήσεις ήταν για την κότα που γεννά τα πλέλια. Το σπίτι του έγινε τόπος προσκυνήματος. Εντολή στη γυναίκα του, το Βγενιώ, να την έχει σαν τα δυο της τα μάτια. Γιατί, όσο αξίζει η κότα, δεν αξίζουν και οι δυο τους (ήταν άτεκνοι). Την είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Μα αυτή και έβρεχε και έσταζε παντού κι όπου τύχαινε. Το Βγενιώ τραβούσε τα μαλλιά της για τη φορτούνα που ήρθε στο κεφάλι της, με τις κουτσουλιές που δεν πρόφταινε να καθαρίζει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έφτασε ο καιρός και φύγανε στις Λάμπες για τις ελιές. Μαζί τους πήραν και την κότα.

Μια μέρα, χωρίς να προσέξει και να το καταλάβει, δεν έκλεισε καλά την πόρτα του καλυβιού ο Καμπάς. Μαυρισμένα τα μάτια της κότας από το μεγάλο περιορισμό που την είχαν, βρήκε την ευκαιρία και ξεπόρτισε. Ώσπου να σηκωθεί να βγει έξω ο Καμπάς, η κότα έγινε άφαντη. Ευτυχώς που έφυγε απ’ τον ίδιο και δεν έφυγε απ’ το Βγενιώ. Τι θα γινόταν και γω δεν ξέρω. Όσο περνούσαν οι μέρες και δε βρισκόταν η κότα, τόσο μεγάλωνε η στεναχώρια του Καμπά. Αντίθετα το Βγενιώ χαιρόταν, γιατί γλύτωσε από τις κουτσουλιές της, που δεν προλάβαινε να καθαρίζει, και τη φασαρία της, που έκανε άνω κάτω τα πάντα μέσα στο σπίτι.

Ανέβηκαν στο χωριό, για να κάνουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Την παραμονή των Φώτων, κατά το έθιμο, πήγαμε και του είπαμε τα κάλαντα, με τα παρακάτω στιχάκια που κάναμε.

Άρχισε, γλώσσα μ’, άρχισε, άρχισε μη φοβάσαι,
και τα τραγούδια που θα πεις, καλά να τα θυμάσαι.
Γοι φίλοι σου γοι Γερμανοί, που ‘ρταν απ’ άλλου τόπου,
του τραχανό που τς φίλιψις τουν πήρανε για στόκου.
Μην απαντέγς για να γιννήσ’ γη όρθα, που στείλαν, πλέλια,

θαν αφαν’στείς να τνη ταγίγς χαψέλια τσ’ αντιρέλια.
Σ’ τούτο το σπίτι που ‘ρταμι τα κάλαντα να πούμε,
χρόνια πολλά και ευτυχή, για να του ευχηθούμε…

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Χαράλαμπου Πανταζή

Με τα στιχάκια αυτά άναψε σαν μπαρούτι και φούσκωσε σαν τη θάλασσα. Να πάρει την πιστογεμή; να μας πετάξει κανά κουμάρι; έδωσε τόπο στην οργή, έκανε τα πικρά γλυκά. Την ώρα που μας κερνούσε το Βγενιώ, κουνώντας το κεφάλι της, δαγκάνοντας τα χείλη της και δείχνοντας τον με τα μάτια της, μας έλεγε πως ήταν όλος φωτιά και λαύρα. Μας ευχαρίστησε μ’ ένα πικρό, γεμάτο φαρμάκι χαμόγελο που δεν μπόρεσε να κρύψει, μα ούτε και να γλυκάνει λίγο.

Πριν από το 1940, στα Βατερά, ένας πλανόδιος Πλωμαρίτης μανάβης διαλαλούσε την πραμάτεια του, φωνάζοντας: ωραία, ζουμερά, αγιασώτικα ροδάκινα. Όταν τα είδαν, πως είναι δεύτερης ποιότητας, ο Στρατής Παπανικόλας, ο Θείελπης Λευκίας, που αγαπούσαν τα πειράγματα κι ήταν τρυπ’τήρια σωστά, καθώς και ο γιατρός Καραμάνος, που δεν πήγαινε παρακάτω, (μακαρίτες και οι τρεις), νόμισαν πως τους δόθηκε η ευκαιρία να μας βάλουν στην τσιργίνα, να μας πειράξουν, να μας πθέψουν, να μας κουρδίσουν, για να σπάσουν πλάκα. Το πρώτο κέντρισμά τους ήταν, αν ό,τι βγάζει η Αγιάσος είναι σαν αυτά τα ροδάκινα. Μονάχοι τους πέσανε στη φάκα. Χωρίς καμιά επιδίωξη, καμιά προσπάθεια ή προετοιμασία. Ούτε μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως θα πάνε για μαλλί και θα βγουν κουρεμένοι. Για κάτι τέτοια και προπαντός αυθόρμητα τρελαινόταν κι ήταν η ψυχή του Καμπά. Χαρούμενος, γελαστός και με έκδηλη την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, ξεκρεμάζει τον κυνηγετικό του τροβά, χώνει μέσα το χέρι του, βγάζει και προσφέρει σ’ όλους από ένα ροδάκινο, γιατί άλλο δε χωρούσε η χούφτα του, που μείνανε όλοι κατάπληκτοι, με γουρλωμένα κι ορθάνοιχτα τα μάτια, αποσβολωμένοι, και με τα ροδάκινα στο χέρι, χωρίς να βγάζουν άχνα κανείς τους για κάμποση ώρα. Δίνοντας τους τα ροδάκινα, τους είπε. Να, ποια είναι τ’ αγιασώτικα κι όχι αυτά που σας φέρνει και σας γελά ο Κατσούπς, ο Λουβιάρς (έτσι λέγαν τότες τους Πλωμαρίτες). Και γυρίζοντας στον Πλωμαρίτη, που τα είχε κι αυτός χαμένα από το ανέλπιστο περιστατικό, και πριν ακόμα του πει κουβέντα, νομίζοντας πως θα τον βάλει μπροστά για την απάτη που κάνει, λέγει: Κι να κάνου, φαμ’λίκς κι φτουχός άθριπους είμι κι τρέχου απ’ κη μια ως κη άλλ’ κι κάνου ό,κ(ι) μπουρώ, να βγάλου του ψουμί σκιά μουρέλια μ’.

Στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας
Αναμνηστική φωτογραφία πάνω στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας (3 Αυγούστου 1936). Εικονίζονται από αριστερά προς τα δεξιά: Γιάννης Χατζηνικολάου, Στρατής Καβαδέλης, Στρατής
Παπανικόλας, Στρατής Αναστασέλης (πίσω), Κομνηνός Τσοκαρέλης και Μιλτιάδης Σκλεπάρης

Η καλή η μέρα φαίνεται από το πρωί. Όλα ήρθαν στον Καμπά βολικά κι από μόνα τους. Πέτυχε να μην πάρουμε χαμπάρι τα ροδάκινα που είχε στον τροβά του. Μ’ αυτά τους κατέπληξε και τους αποσβόλωσε. Αλλιώς θα μας έπρηζαν και θα μας έσκαζαν στο πθέψ’μου.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ. τ. 011 & 012-1982

ΣΤΡΑΤΗΣ Π. ΤΖΙΝΗΣ

Συνεχίζοντας την προσπάθεια καταγραφής γεγονότων που σχετίζονται με την Αγιάσο και όχι μόνο, επισκεφτήκαμε την 1 του Απρίλη του 2004, ημέρα Πέμπτη, στο διαμέρισμά του, στην οδό Ασπασίας 69, στο Χολαργό, το Στρατή Παναγιώτη Τζίνη και του πήραμε συνέντευξη. Συμπληρωματικά και διευκρινιστικά στοιχεία ζητήσαμε κατά τη δεύτερη επίσκεψή μας στις 13 του Ιούνη του 2005. Ο Στρατής Τζίνης, ενενηντατριάχρονος σήμερα, υπηρέτησε την ιδιαίτερή του πατρίδα από διάφορες θέσεις και την ωφέλησε ποικιλοτρόπως, κατά κοινή ομολογία, ακόμη και κατά τους χαλεπούς καιρούς του ανοίκειου και επιζήμιου εθνικά ναρθηκισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βασικά χαρακτηριστικά του η εργατικότητα, η προθυμία, ο ενθουσιασμός, η εντιμότητα, η τόλμη, η κοινωνικότητα, το ασίγαστο πάθος για το λαϊκό πολιτισμό και η έντονη διάθεσή του για προβολή του τόπου…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 10 Σεπτεμβρίου 1912. Ο πατέρας μου Παναγιώτης ήταν τσαγκάρης και ήταν γιος του Προκοπή Τζίνη. Η μητέρα μου λεγόταν Μαρία Μουτζουρέλη. Νουνά μου ήταν η πολύ καλή ράφτρα του χωριού Ειρήνη Αρβανιτέλη.

 

Το τσαγκαράδικο ο πατέρας μου το είχε στην Μπουτζαλιά, απέναντι από το σπίτι μας. Απασχολούσε και έναν κάλφα, το Στρατή Χρυσή, που ήταν γνωστός πιο πολύ με το παρατσούκλι «Κατζάλ’». Ήταν επιδέξιος τεχνίτης και έκανε λογιώ λογιώ παπούτσια, εργατικά, μποτίνια, παντόφλες. Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Default 5
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων (18-1-1928). Διακρίνονται, από αριστερά: Στρατής Γιάννη Χατζηβασιλείου (Μπαλώτης), Πάνος Βασ. Τζανής, Στρατής Δημητρ. Δούκαρος, Νικόλαος Γεωργ. Βουνάτσος (μπροστά), Στρατής Παν. Τζίνης και Μιχάλης Παν. Χατζηπαναγιώτης (Σκανταλιάρης).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Φιλίτσα Σταυρακέλη-Σκλεπάρη)
Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Εγώ δεν ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Το ακολούθησε όμως ο αδερφός μου, ο Δημητρός, που ήταν μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν πολύ μερακλής. Άμα έκανε παπούτσια και τα έβαζε στη ζυγαριά, το βάρος τους ήταν ακριβώς το ίδιο. Ο αδερφός μου παντρεύτηκε την Αμερισούδα Τάλιου. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση στο ίδιο τσαγκαράδικο, που ήταν, όπως είπα, στην ωραία Μπουτζαλιά, κοντά στο σπίτι του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, στη γωνία. Μετά ο αδερφός μου τα παράτησε και τελικά συνταξιοδοτήθηκε ως υπάλληλος της ΔΕΗ. Από τότε που δούλευα στον Αλαμανέλη, τον είχα πάρει στο μηχανοστάσιο.

 

Εγώ δεν έμαθα την τέχνη του πατέρα μου. Πήγαινα στο τσαγκαράδικο, για να ξεκαρφώνω ή για να ισιώνω «καρφέλια». Είχα κλίση στη ζωγραφική. Είχα μάλιστα και ένα τρίποδο και το έστηνα απέναντι από το μαγαζί μας, όπου υπήρχε άδειος χώρος. Ανεβαίνοντας ο Ξενοφώντας Σουσαμλής, ο γνωστός Ξινόφ’ς, με έβλεπε και έλεγε στον πατέρα μου: Ρε, τι θέλ’ς τσι του βάζ’ς του μουρό στου παπ’τσίδ’κου; Εν του βλέπ’ς τούτου; Και έδειχνε το τρίποδο.

 

Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου και είχα δασκάλους το Στυλιανίδη, το Φωτεινέλη, το Λιάκατο. Μετά φοίτησα στο Ημιγυμνάσιο και είχα καθηγητές το Νουλέλη, τον Κύπριο, το Σκούνιογλου. Πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και θυμάμαι τους συμμαθητές μου Παναγιώτη Τζανή και τον αυτοκινητιστή Στρατή Δούκαρο. Τα γράμματα δεν τα ήθελα. Με τραβούσαν οι μηχανές. Πήγαινα λοιπόν στο σταθμό του Ηλεκτροφωτισμού της Αγιάσου, παρακολουθούσα και μάθαινα. Θυμάμαι τους μηχανικούς, τον Πάρη Λεωνιδόπουλο, το Στέλιο, καθώς και τον ηλεκτρολόγο Παναγιώτη, που τον έλεγαν Νυχτερίδα.

 

Ο σταθμός παραγωγής ρεύματος ήταν σε αποθήκη, δίπλα στου Κακλαμάνου, στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι του Χρίστου Χατζηκομνηνού, της Μπίλιας. Ήταν μια εγγλέζικη μηχανή Κάμπελ με γεννήτρια. Πήγαινα κάθε βράδυ και λάδωνα, αλλά έκανα και άλλες δουλειές, γιατί με εμπιστευόντουσαν, παρ’ όλο που οι μηχανές αυτές δούλευαν με δυο λουριά και ήταν επικίνδυνες. Προηγουμένως ο σταθμός ήταν κοντά στην Αγορά, δίπλα στο σπίτι του Δημητρού Καραμάνου, όπου υπήρχε μια αποθήκη, ένα μαγαζί. Εκεί λειτούργησε η πρώτη μηχανή.
Πήγαινα μαζί με τον Παναγιώτη, τη Νυχτερίδα. Σηκώναμε σκάλες και κάναμε εγκαταστάσεις. Όταν είδε ότι είχα προχωρήσει, με άφηνε μόνο και σιγά σιγά άρχισα να κάνω και εγώ μικροεγκαταστάσεις.

Default 8
Ο Στρατής Τζίνης και η κινηματογραφική μηχανή του, που και αυτή αποτελεί έκθεμα της Λαογραφικής Συλλογής του.
Ανάδοχος του Ηλεκτροφωτισμού στην Αγιάσο ήταν η Βάνα, κόρη του γιατρού Στρατή Δούκαρου και σύζυγος του δικηγόρου Στρατή Αλαμανέλη. Πρέπει να σημειώσω πως για ένα μικρό χρονικό διάστημα πήγα και στη Μυτιλήνη, στο Ηλεκτρολογικό Κατάστημα του Διονύση Χατζή, που ήταν καλός άνθρωπος και είχε συνεργείο με ηλεκτροτεχνίτες. Μετά με φώναξαν στον Ηλεκτροφωτισμό της Καλλονής, όπου και εργάστηκα επί δυο χρόνια. Εδώ υπήρχε μηχανή που λειτουργούσε για τον Ηλεκτροφωτισμό, αλλά και για το άλεσμα των σιτηρών. Ήταν του Συμεών Πρασακάκη, ο οποίος αργότερα έγινε και κουμπάρος μου, με πάντρεψε. Κουμπάρα μας έγινε και η Χρυσούλα, η κόρη του Στρατή και της Βάνας Αλαμανέλη. Με τη μεσολάβηση του Στρατή Δούκαρου, ο οποίος είχε μάθει για μένα, ήρθα ως ηλεκτροτεχνίτης στην Αγιάσο. Άμα ανακοίνωσα στον Πρασακάκη πως θα φύγω, στενοχωρέθηκε πολύ και έκλαψε. Στην Αγιάσο είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους όσοι υπηρέτησαν στον Ηλεκτροφωτισμό, από διάφορες θέσεις. Θυμάμαι τον εισπράκτορα Μιλτιάδη Σκλεπάρη, τους μηχανικούς Γιώργο Τσάκωνα και Στρατή Αλτιπαρμάκη ή Ρουγίδ’, που ήταν και μουσικός, τους βοηθούς Δημητρό Τζίνη και Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, καθώς και άλλους.

 

Ήμουνα πρακτικός, δεν είχα τελειώσει τεχνική σχολή. Τοποθετήθηκα όμως ως ναύτης το 1932 στο πολεμικό «Ήφαιστος», από το οποίο πήρα και απολυτήριο. Εδώ γεμίζαμε τις μπαταρίες για τα υποβρύχια. Το σκάφος αυτό ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά.

 

Όταν απολύθηκα, επέστρεψα στην Αγιάσο και άρχισα να δουλεύω πάλι στου Αλαμανέλη. Εντωμεταξύ χτιζόταν στην Καρυά η γνωστή Ηλεκτρομηχανή, η οποία τέλειωσε το Μάιο του 1936. Οφείλω να πω ότι δεν πήρα μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, γιατί δε με επιστράτευσαν. Πολύ αργότερα έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και έλαβα άδεια ηλεκτροτεχνίτη. Ως το 1963 ήμουνα υπάλληλος του Αλαμανέλη στον Ηλεκτροφωτισμό. Από το 1963 ως το 1970 εργάστηκα έχοντας άδεια εργοδηγού. Ήμουνα υπεύθυνος για όλο το δίκτυο της Αγιάσου, του οποίου έφτιαξα και τις εγκαταστάσεις. Υπήρχε στην Αγιάσο Γραφείο της ΔΕΗ, με προϊστάμενο εμένα και με γραμματέα το Δημητρό Καραμάνη.

 

Από το 1970 έως το 1974 ήμουνα δήμαρχος της Αγιάσου. Με κάλεσε επί Χούντας ένας ανώτερος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος είχε καλέσει προηγουμένως και άλλους, και μου είπε: Θέλουμε δήμαρχο. Του είπα ότι εγώ είμαι αγράμματος, ότι είμαι υπάλληλος της ΔΕΗ. Στο διάλογο με έβλεπε κρύο και ασκούσε πίεση. Το θέμα της ΔΕΗ είπε ότι θα το ρυθμίσει αυτός. Από τώρα, μου είπε, είσαι δήμαρχος. Του απάντησα ότι πρώτα πρέπει να εξηγηθούμε. Θα αναλάβω, αλλά θα δώσετε λεφτά, για να κάνουμε έργα στην Αγιάσο. Έτσι δέχτηκα. Ως δήμαρχος επικάλυψα αρχικά το χείμαρρο Απέσο, από το παρεκκλήσι περίπου της Αγίας Παρασκευής έως την Αγία Σωτήρα, ο οποίος περνώντας μέσα από το χωριό αποτελούσε εστία μόλυνσης. Αργότερα προχώρησα από το γεφύρι του Νεκροταφείου προς τα κάτω. Προχωρούσα συστηματικά. Διανοίξαμε και καθαρίσαμε με προσωπική εργασία το δρόμο από το Σανατόριο ως τον Ψωριάρη, ο οποίος βοηθούσε στην αξιοποίηση των γύρω περιοχών, από το Καγιάνι μέχρι τα Άντρια. Ανακαίνισα το Δημοτικό Ελαιοτριβείο. Δημιούργησα ομάδα Προσκοπισμού, καθώς επίσης και Φιλαρμονική. Ενδιαφέρθηκα για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, των οποίων την οργάνωση μετά από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα ο Δήμος Αγιάσου, καθώς και για την τουριστική αξιοποίηση του τόπου.

Default 11
Από την οργάνωση των Γ’ Χριστοφιδείων (9-8-1959). Στο μικρόφωνο ο ευεργέτης Γεώργιος Χριστοφίδης, δεξιά του ο Στρατής Τζίνης, πίσω του ο αθλητής Άρης Κουζέλης, δεξιά του ο δάσκαλος Πολύδωρος Πρινίτης και ο γραμματικός του Δήμου Μιχάλης Γαλετσέλης, με τα χαρτιά στο χέρι…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Αναβιώσαμε το έθιμο να πηγαίνουν καβαλάρηδες στον Προφήτη Ηλία και ο κόσμος να τους περιμένει κατά την επιστροφή τους στον Απέσο. Επίσης, στις 22 Σεπτεμβρίου 1973, αναπαραστήσαμε με επιτυχία τον παραδοσιακό αγιασώτικο γάμο, τον οποίο είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και πολλοί ξένοι τουρίστες, που επισκέφτηκαν το νησί μας. Για την επιτυχία αυτής της αναπαράστασης βοήθησαν πάρα πολλοί. Ανάμεσά τους και οι μουσικοί μας, με πρωτοπόρο το βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο. Συνεργείο της τηλεόρασης κινηματογράφησε την όλη τελετή με τα ενδιαφέροντα έθιμα της παλιάς εποχής.

 

Συνέβαλα στην ίδρυση του Λαογραφικού Συλλόγου Αγιάσου «η Παράδοση» το 1973, του οποίου διατέλεσα και πρόεδρος. Κύριος στόχος η διατήρηση, η αναβίωση και η προβολή εθίμων του τόπου μας, όπως είναι το Καρναβάλι, η Περικεφαλαία, η Σούσα, αλλά και άλλες πνευματοκαλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως είναι οι θεατρικές παραστάσεις.

 

Επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1964 – 1989, υπηρέτησα ως Επίτροπος στην Εκκλησία της Παναγίας. Συνεργάστηκα αρμονικά και αποδοτικά με τον πρωτοσύγκελο και μετέπειτα μητροπολίτη Ιάκωβο, με τους ιερείς, με τους επιτρόπους. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν πολλά, το Ξενοδοχείο, το Πνευματικό Κέντρο, η δενδροφύτευση της αυλής της Εκκλησίας, το Βυζαντινό Μουσείο, όπου είχα έναν καλό και τίμιο άνθρωπο, το Στρατή Καλυφό, το Λαϊκό Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1982 και που στεγάζεται κάτω ακριβώς από το Βυζαντινό Μουσείο, η διευθέτηση και η ταξινόμηση του αρχειακού υλικού, η καταγραφή των κειμηλίων. Επίσης πραγματοποιήθηκε η γεώτρηση στο Χάνι, σε βάθος 35 μέτρων, που έδωσε νερό στην εκκλησία. Το μαγαζί που είχε ο Κωνσταντής Μαϊστρέλης, η Αφατσιά, έγινε δεξαμενή διαστάσεων 4×4 μέτρα. Επίσης μπορούμε ν’ αναφέρουμε την τοποθέτηση καλοριφέρ στο ναό, το φωτισμό του κωδωνοστασίου, της αυλής και του εσωτερικού του ναού, καθώς και την αξιοποίηση του χώρου κάτω από το Συνοδικό, που λειτουργούσε παλαιότερα ως κρύπτη. Υπηρεσίες πρόσφερα και από άλλες θέσεις, όντας μέλος διαφόρων Επιτροπών, όπως του Χατζησπύρειου Κληροδοτήματος.

Default 14
Ο Στρατής Τζίνης ως πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου επιδεικνύει τη νέα ελαιοσυλλεκτική μηχανή, το γνωστό «σκαντζόχοιρο».
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Έκανα και τρία χρόνια, από το 1968 – 1970, πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου. Κατόρθωσα να αυξήσω τα πιεστήρια και από πέντε να τα κάνω εφτά.

 

Επί είκοσι εφτά περίπου χρόνια, από το 1946 -1973, είχα συνεταιρικά με τον Αλαμανέλη την επιχείρηση του Κινηματογράφου. Ήταν, βέβαια, στο όνομα της συζύγου μου Σαπφώς, γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος της ΔΕΗ. Χειμερινός κινηματογράφος ήταν ο «Όλυμπος», σε ακίνητο του Στέφανου Βρανιάδη. Θερινός κινηματογράφος ήταν η «Όασις», που λειτουργούσε σε χώρο του Κήπου της Παναγίας. Βοηθούσαν ο Νίκος Τσεσμελής ως μηχανικός, ο Γρηγόρης Ψαρρός ή Χαντράλης ως τιτλαδόρος, η σύζυγός μου Σαπφώ ως ταμίας και ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης στην είσοδο.

 

Ενδιαφέρθηκα και για τον αθλητισμό. Επί δεκαπέντε χρόνια ήμουνα πρόεδρος του Αθλητικού Ποδοσφαιρικού Συλλόγου «Όλυμπος». Συνεργάστηκα στενά με το μεγάλο ευεργέτη, ομογενή που έμενε στη Νέα Υόρκη, Γεώργιο Δημητρίου Χριστοφίδη. Μου έλεγε: Εσύ θα επιστατείς, δε θα δουλεύεις, δε θα σκάβεις, και εγώ θα πληρώνω, για να γίνει το Γυμναστήριο. Έγινε απαλλοτρίωση των γύρω χώρων και επέκταση. Έγιναν οι κερκίδες, τα καινούρια αποδυτήρια με ύδρευση του Χριστοφίδειου Δημοτικού Γυμναστηρίου. Το αθλητικό σωματείο δεν περιοριζόταν μόνο στον αθλητισμό, αλλ’ έκανε και άλλες εκδηλώσεις. Ανεβάσαμε στη σκηνή και θεατρικά έργα. Σκηνοθέτης ήταν ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

 

Όταν έφυγα από την Εκκλησία, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα της ίδρυσης ιδιωτικής λαογραφικής συλλογής, με εκθέματα κυρίως τοπικής βιοτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Στην προσπάθεια αυτή με βοήθησαν κάποιοι χωριανοί, που μου χάρισαν αρκετά είδη. Ξόδεψα όμως και πολλά χρήματα, για ν’ αγοράσω ή για να φτιάξω είδη που έχουν πια εκλείψει. Ρώτησα για τη χρήση και λειτουργικότητα του κάθε αντικειμένου και συγκέντρωσα χρήσιμες πληροφορίες, που τις έχω καταχωρίσει σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Η συλλογή αυτή, που στεγάζεται σε οίκημα της συζύγου μου στην είσοδο του χωριού, στην Καρυά, άρχισε να λειτουργεί από τις 16 Μαρτίου του 1990. Την επισκέπτονται πολλοί ντόπιοι και ξένοι χωρίς εισιτήριο και εκφράζουν τα θερμά τους συγχαρητήρια.

 

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 παντρεύτηκα τη Σαπφώ Παναγιώτη Κουτσκουδή και το 1949 γεννήθηκε ο γιος μας Παναγιώτης, ο οποίος σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Είναι παντρεμένος με τη δικηγόρο Ντίνα Παπαγιάννη και έχουν ένα γιο, το Στρατή, μαθητή Γυμνασίου σήμερα».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 149/2005

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ. Ο πλανόδιος λαϊκός ζωγράφος της Ρωμιοσύνης

Ο φουστανέλας ζωγράφος Θεόφιλος
Ο φουστανέλας ζωγράφος Θεόφιλος

Η περίπτωση του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του πλανόδιου λαϊκού ζωγράφου της Ρωμιοσύνης, απασχόλησε και εξακολουθεί ν’ απασχολεί, από τις αρχές κιόλας της περασμένης εκατονταετηρίδας ως τις μέρες μας, τους εργάτες της τέχνης, των γραμμάτων και της επιστήμης. Πρώτος καταπιάστηκε ευθυμογραφικά με το Θεόφιλο, ως ιδιόρρυθμο ζωγράφο, ο λόγιος και λαογράφος Γεώργιος Αδρακτάς, ο οποίος δημοσίευσε στο πανελλήνιας εμβέλειας «Εθνικόν Ημερολόγιον» (1901) του Κωνσταντίνου Σκόκου τη «χωριάτικη ιστορία», όπως την υποτιτλίζει, «Ο φουστανελλάς ζωγράφος», εικονογραφώντας την μάλιστα με πέντε γελοιογραφίες-σκίτσα, που φιλοτέχνησε ο νεαρός τότε ζωγράφος και χαράκτης Δημήτριος Γαλάνης. Πρώτος όμως μελετητής στάθηκε ο λαογράφος Κίτσος Μακρής με το πρωτόλειό του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο» (1939). Στη συνέχεια το ενδιαφέρον για το Θεόφιλο εκδηλώθηκε εντονότερα και η βιβλιογραφία πλουτίστηκε και συνεχίζει να πλουτίζεται ολοένα και περισσότερο με μονογραφίες, με άρθρα, με λευκώματα, με αφιερώματα, καθώς και με ενδιαφέρουσες αναφορές, μαρτυρίες και πληροφορίες, δικών μας και αλλοεθνών, ειδικών σε θέματα της τέχνης του χρωστήρα και μη. Στον κατάλογο αυτών οι οποίοι εστίασαν κατά καιρούς την προσοχή τους στο Θεόφιλο, ερευνητικά ή απλώς περιστασιακά, συγκαταλέγονται πολλοί και σημαντικοί χρυσικοί του λόγου και της τέχνης, όπως ο Γουναρόπουλος, ο Ουράνης, ο Μυριβήλης, ο Μελάς, ο Σικελιανός, ο Ελύτης, ο Βενέζης, ο Τόμπρος, ο Τσαρούχης, ο Σπητέρης και ο Σεφέρης, για να περιοριστώ σε ορισμένους μονάχα προδρομικούς, χωρίς να θέλω με αυτή την επιλεκτικότητα να υποτιμήσω τον πνευματικό μόχθο κανενός.

Παρ’ όλες τις φιλότιμες ερευνητικές προσπάθειες υπάρχουν ακόμη σκοτεινά σημεία στη ζωή και στο έργο του ζωγράφου. Το αποτέλεσμα είναι ν’ αναπαράγονται ως την εποχή μας παντοειδείς εικοτολογίες και ανακρίβειες, εναρμονιζόμενες με το συντηρούμενο «παραμύθι» του Θεόφιλου, το οποίο ως προς ορισμένα σημεία θα μπορούσε ν’ απολιπανθεί από την πλεονάζουσα λογοκοπία, χωρίς να χάσει την αίγλη του.

Ο Θεόφιλος, σύμφωνα με επίσημες καταχωρίσεις αρμόδιων θεσμοθετημένων οργάνων και υπηρεσιών της πολιτείας στη Μυτιλήνη (Δήμος, Νομαρχία, Στρατολογία) γεννήθηκε το 1871. Για το πού ακριβώς γεννήθηκε υπάρχει διχογνωμία. Από τους περισσότερους ως τόπος γέννησης θεωρείται η Βαρειά, το γραφικό αυτό προάστιο της Μυτιλήνης, όπου υπήρχε πύργος της οικογένειας του Θεόφιλου. Ήταν ένα από τα οχτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια, της φαμίλιας του τσαγκάρη Γαβριήλ Χατζημιχαήλ Κεφάλα – το βαφτιστικό με το πέρασμα του χρόνου υποκατέστησε το επώνυμο – και της Πηνελόπης, θυγατέρας του αγιογράφου Κωνσταντή Ζωγράφου, ο οποίος καταγόταν από τα Μοσχονήσια.

Ο Θεόφιλος υπήρξε εγγονός του αγιογράφου, αλλά δε γνωρίζουμε σίγουρα αν μαθήτεψε κοντά του και αν επηρεάστηκε απ’ αυτόν. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα παιδικά και για τα νεανικά του χρόνια είναι ελλιπείς και ανεξακρίβωτες. Επομένως δεν έχουμε σαφή γνώση για τα εγκύκλια μαθήματα που παρακολούθησε και για τις όποιες ασχολίες του. Βέβαιο πάντως είναι ότι μετά τη χειραφέτησή του πήρε των ομματιών του και ήρθε στη Σμύρνη, που ήταν πολυάνθρωπη πολιτεία, βασικά ελληνοχριστιανική, όπως και το Αϊβαλί, με έντονη παρουσία Μυτιληνιών. Οι λόγοι της αποδημίας του δε μας είναι γνωστοί. Ίσως να ήθελε ν’ απεγκλωβιστεί από ένα περιβάλλον απόρριψης, εμπαιγμού και χλεύης. Τον θεωρούσαν ονειροπαρμένο, μονόχνοτο, οκνηρό, ανεπρόκοπο, αχμάκη. Πολλά από αυτά που λέγονται για την εδώ περιπετειώδη ζωή του, για τις εκκεντρικές του ενέργειες και για τις καλλιτεχνικές του πραγματώσεις, δεν αποκλείεται να είναι συνηθισμένα μυθεύματα. Αναφέρεται ότι κυκλοφορούσε στο χώρο του Ελληνικού Προξενείου, αυτοπροσδιοριζόμενος «θυροφύλαξ», δηλαδή καβάσης, κλητήρας, φορώντας φουστανέλα, η οποία λειτουργούσε ως σύμβολο εθνικής λεβεντιάς και αντρειοσύνης. Αναφέρεται ακόμη ότι κάποτε, θέλοντας να υπερασπιστεί τη ζωή του Έλληνα προξένου, εναντίον του οποίου έγινε απόπειρα δολοφονίας, σκότωσε έναν Τούρκο, πράξη που τον ανάγκασε να φύγει από τη Σμύρνη και να έρθει στη Θεσσαλία και συγκεκριμένα στα χωριά του Πηλίου. Ενδιαφέρουσα και η πληροφορία που τον θέλει ερωτευμένο με κάποια κοπέλα, την Ειρήνη, την οποία όμως έκλεισαν τ’ αδέρφια της σε σχολείο καλογραιών, για να θέσουν τέρμα σ’ αυτή τη σχέση.

Από τη Σμύρνη ο Θεόφιλος έφυγε πιθανότατα το 1897, τη χρονιά που κηρύχτηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ίσως να του κέντρισαν το ανύπνωτο εθνικό φρόνημα η συνταραχτική είδηση της κατάληψης της Κρήτης και το συνακόλουθο ξεσήκωμα των απανταχού Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων και των αλύτρωτων της Μικρασίας και της πατρίδας του Λέσβου. Λέγεται ότι κατατάχτηκε σε αντάρτικό σώμα ως εθελοντής και ότι έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις του παράτολμου και ατυχούς πολέμου, στο Βελεστίνο και στο Δομοκό.

Στα πηλιορείτικα χωριά ο Θεόφιλος έμεινε τριάντα περίπου χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, σύμφωνα με μια από τις αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες. Εδώ ολοκλήρωσε το δεύτερο κύκλο της ζωής και των πραγματώσεών του στο χώρο της λαϊκής ζωγραφικής. Γνώρισε τον τόπο και τον αγάπησε. Ολοχρονίς γύριζε με τα σύνεργα της τέχνης του, για να ικανοποιεί το μεράκι της ψυχής του και για να εξασφαλίζει παράλληλα την καθημερινή του επιβίωση. Παντού άφησε ζωγραφιές του, σε σανίδια, σε τενεκέδες, σε σπίτια, σε αρχοντικά, σε μαγαζιά, σε μύλους. Χαρακτηριστικές αυτές που φιλοτέχνησε στον Άνω Βόλο, στο αρχοντικό του Γιάννη Κοντού, ο οποίος του συμπαραστάθηκε με πολλή αγάπη.

Το 1927, παρακινημένος πιθανότατα από τη νοσταλγία, αλλά και από ένα ατύχημα που του προκάλεσε κάποιος γκρεμίζοντάς τον από τη σκάλα, στην οποία ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, επέστρεψε στο νησί του. Εντωμεταξύ πολλά είχαν συμβεί, πολλά είχαν αλλάξει. Η Λέσβος είχε απελευθερωθεί το 1912 από τον τούρκικο ζυγό και δυο χρόνια αργότερα είχε ενσωματωθεί στον κορμό της μητέρας πατρίδας. Ο ελληνισμός της Μικρασίας είχε πάρει το δρόμο της προσφυγιάς μετά το χαλασμό του 1922 και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επουλώσει τις πληγές του.

Το 1929 συνάντησε στη Μυτιλήνη το Θεόφιλο ο διαπρεπής Λέσβιος τεχνοκρίτης και εκδότης καλλιτεχνικών βιβλίων και περιοδικών Στρατής ΕλευΘεριάδης-Teriade, ο οποίος ανέπτυσσε τη δράση του στο Παρίσι, όντας φίλος μεγάλων καλλιτεχνών, όπως ο Ματίς, ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Τζακομέτι και άλλοι. Του ζήτησε να φιλοτεχνήσει ζωγραφιές, προσφέροντάς του τα υλικά, πανί κάμποτ και χρώματα. Η συμφωνία αυτή ίσχυσε και ο αμητός της στάθηκε πλούσιος και επωφελής για τον τόπο μας.

Στη Λέσβο ο Θεόφιλος συνέχισε τον τρόπο της ζωής του, ολοκληρώνοντας το στερνό κύκλο της δημιουργικής περιόδευσης. Έχοντας ως ορμητήριο την πρωτεύουσα, επισκεπτόταν τακτικά τις κωμοπόλεις και τα χωριά, για ν’ αποτυπώσει την τέχνη του, όπου έβρισκε πρόσφορη επιφάνεια, σε τοίχους, σε σανίδια, σε τενεκέδες, σε χαρτόνια. Φιλοτέχνησε έργα παντού, σε σπίτια, σε πύργους, σε καφενεία, σε μαγαζιά, αλλά πολλά από αυτά, όπως ήταν φυσικό, καταστράφηκαν με την πάροδο του χρόνου.

Οι ζωγραφιές του Θεόφιλου ξεφεύγουν από τα ασφυχτικά πλαίσια της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Είναι ξεχείλισμα ψυχής που συντηρείται από τη βρυσομάνα της εθνικής παράδοσης και του λαϊκού μας πολιτισμού. Διακριτικά τους γνωρίσματα η απλότητα, η αφέλεια, η φυσικότητα, η εκφραστική ποικιλία και η ποιότητα, ο αυθορμητισμός, η καλή χρήση του φωτός. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος είναι κατά κανόνα δικής του μείξης και παρασκευής. Οι ιδιόγραφες λεζάντες των έργων του, με ορθογραφικά σφάλματα και με σολοικισμούς, άλλοτε σύντομες και άλλοτε αναλυτικές, μαρτυρούν τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του, αλλά παράλληλα και τον πλούτο και τη ζέση της καρδιάς του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εκτός των άλλων, η ολίσθησή του στον ταυτισμό με πρότυπά του, με το Μεγαλέξαντρο και με αγωνιστές του ’21 και όχι μόνο, η αξιοποίηση χαλκογραφιών, χαλκομανιών, εικονογραφημένων δελταρίων, χρωμολιθογραφιών και φωτογραφιών, με δυνατότητα αισθητής απεξάρτησης, καθώς και ο ετεροχρονισμός, που είναι έκδηλος π.χ. στο έργο «Ο ναύτης και η Ευρυδίκη», στο οποίο συνταιριάζεται το παρόν με το απώτερο παρελθόν.

Θεματολογικά ο Θεόφιλος φιλοτέχνησε ζωγραφιές, οι οποίες πιστοποιούν το ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων και υποδηλώνουν τις ιδέες του, τη φυσιολατρία του, τη θρησκευτικότητά του, την προσήλωσή του στην εθνική παράδοση, το φλογερό πατριωτισμό του, τον έντονο τοπικισμό του και την άδολη αγάπη του προς τον άνθρωπο.

Εμπνευσιακά ο Θεόφιλος αντλεί τα θέματά του από την αρχαία ελληνική μυθολογία και φιλολογία, από τη βυζαντινή ιστορία, από τους χρόνους της Τουρκοκρατίας και από την Επανάσταση του 1821, από τη νεότερη ελληνική ιστορία, από την παγκόσμια ιστορία, από τη χριστιανική παράδοση, από τη ζωή και από τη δράση των γεωργών, των ποιμένων, των αλιέων και των κυνηγών, από το χώρο των επαγγελμάτων, από τα πανηγύρια και από τα γλέντια. Ιδιαίτερη σημασία έχουν εξάλλου και οι τοπιογραφικές επιδόσεις του Θεόφιλου, καθώς και οι προσωπογραφίες επώνυμων, αλλά και χαρακτηριστικών τύπων, που φιλοτέχνησε με μεράκι.

Τα έργα του Θεόφιλου φυλάγονται σε μουσεία, σε πινακοθήκες, σε ιδιωτικές συλλογές. Ίσως κάποια έργα του να μην έχουν ακόμη εντοπιστεί, να μην έχουν δηλωθεί και να μην έχουν γίνει γνωστά. Από τους χώρους μόνιμης έκθεσης και διατήρησης έργων αξίζει να μνημονεύσουμε το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά. Το μουσείο αυτό ιδρύθηκε, με δαπάνες του Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, στο προάστιο Βαρειά και στη συνέχεια δωρήθηκε στο Δήμο Μυτιλήνης. Λειτουργεί από το 1965. Ο Teriade το στόλισε με 86 πίνακες, οι οποίοι ανήκαν στην ιδιωτική συλλογή του και φιλοτεχνήθηκαν από το Θεόφιλο κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πίνακες του Θεόφιλου εκθέτονται και στο πλησιόχωρο Μουσείο – Βιβλιοθήκη Στρατή ΕλευΘεριάδη-Teriade. Έργα όμως του Θεόφιλου σώζονται και αλλού, όπως π.χ. στο καφενεδάκι, που λειτουργούσε άλλοτε στην Καρύνη της Αγιάσου, για τις ζωγραφιές των τοίχων του οποίου έγραψαν ο Κώστας Ουράνης και αργότερα ο Στρατής Μυριβήλης, στη νουβέλα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», και για τις οποίες όψιμα εκδήλωσε το σωστικό της ενδιαφέρον η πολιτεία.

Ο Θεόφιλος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής. Ήταν άνθρωπος ονειροπόλος, με φλογερή εφηβική καρδιά ως το γέρμα του βίου του. Ήταν καλοσυνάτος, ταπεινός, απερηφάνευτος, απείραχτος, ανεξίκακος. Γνώρισε δυσκολίες, εξευτελισμούς, βάσανα, πειράγματα, κάποτε κακόγουστα, και έλλειψη συμπόνιας. Έζησε παρεξηγημένος, γιατί η συμπεριφορά του σε αρκετές περιπτώσεις λογιζόταν αποκλίνουσα, αφού κυκλοφορούσε ως τσολιάς, παρακινημένος από το μεράκι της εθνικής αντρειοσύνης, αφού μασκαρευόταν αποκριάτικα Μεγαλέξαντρος, αφού συγκροτούσε «στρατό» από μικρά παιδιά, εξοπλίζοντάς τα με ψεύτικα κοντάρια και σπαθιά, με χαρτονένιες περικεφαλαίες και ασπίδες, αφού διηγόταν ως παραμυθάς απίθανες ιστορίες των απελευθερωτικών αγώνων του Έθνους.

Ο Θεόφιλος πέθανε στις 26 του Μάρτη του 1934 στη Μυτιλήνη, στο σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, το οποίο σώζεται ως τις μέρες μας στην οδό Δήλου 27, στο Βουναράκι. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να ξεπεράσει η φήμη του τα σύνορα της Ελλάδας. Ο κατατρεγμένος φουστανελάς ζωγράφος δεν ήταν δυνατό να φανταστεί πως θα υπήρχαν άνθρωποι που θα διέβλεπαν την αξία του και πως οι μεταγενέστεροι θα τον τιμούσαν όσο δεν τίμησαν κανένα λαϊκό μας ζωγράφο.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 146/2005

«Ο Θεόφιλος μπήκε στις καρδιές των ανθρώπων και στα μεγάλα σαλόνια. Μπήκε στο Λούβρο με το τσουβαλάκι, τα σύνεργά του κι από κει σίκτίρει τους ακατάδεχτους επικριτές του να γλείφουν εκεί που φτύσανε. Αυτούς που εμπορεύτηκαν την τέχνη του και τη στέρησαν απ’ το λαό, το λαό που πλήρωσε το Θεόφιλο με αγάπη και στοργή».
(Στρατής Αναστασέλλης, Ο φίλος μου ο Θεόφιλος, Κείμενα, Αθήνα 1981, σ. 28).