ΓΩ ΤΣΛΕΛ’, ΣΥ ΜΑΛΟΥΤΣ’

Προπολεμικά στην Αγιάσο ζούσε το Τσλελ’, ένας χαμάλης που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Κάθε μέρα πηγαίνοντας στο σπίτι του, περνούσε έξω από το φούρνο του Σάββα (Φίδ’). Κάποτε ένας γκεβεζές θέλοντας να γελάσει με τη φτώχεια του άλλου, έδεσε ένα χιλιάρικο στην άκρη μιας κλωστής και το ‘βαλε στο δρόμο. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο και παρατηρούσε τι γινόταν έξω από το φούρνο. Εκτελώντας το συνηθισμένο δρομολόγιο του το Τσλελ’, είδε το χιλιάρικο κι έσκυψε να το πιάσει. Το χιλιάρικο όμως “περπατούσε” και το Τσλέλ’, νομίζοντας ότι το φύσαγε ο αέρας, το ακολούθησε. Δεν άργησε όμως να καταλάβει ότι κάποιος του έκανε καλαμπούρι. Στενοχωρέθηκε γι’ αυτό τον εμπαιγμό και απευθυνόμενος στο δράστη είπε: Ε πειράζ’, θαν έρτ’ τσι γη στσης γη ώρα. Σήμιρα γω Τσλέλ’ τσι συ Μαλούτσ’! Στουν άλλου κόσμου γω Μαλούτσ’ τσι συ Τσλελ’! Ο Βασίλης ο Μαλούκης ήταν τότες ο “Ωνάσης” της Αγιάσου.

ΕΡΜΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 53/1989

Περιμένουμε τα σχόλιά σας!