ΝΑ ΣΦΑΛΕΙΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ Σ’ Σ’ ΒΟΛΤΙΣ…

Είχα ανιβεί απ’ τν Αυστραλία σν Αγιάσου ένα καλουτσαίρ’, για να μι δει γη μάνα μ’ τσι να δω τσι του χουριό κουμμάτ’, ύστιρα απί τόσα χρόνια που είχα σ’ ξινιτιά. Μια μέρα μσόβραδα ήθιλα να πάγου στ’ Μυτιλήν’. Εν ίβρισκα μέσου, αλλά για καλή μ’ τύχ’ ίβρα τουν Αντών’ του Μηνά μπρουστά μ’. Θα σι πάρου γω, ρε, έλα στου σταθμό σι καμιά ιμσή ώρα. Θα σ’ απαντέχου στου αυτουκίνητου, είπι τσι γέλασι καλόκαρδα γι Αντών’ς μι του γέλιουντ που μοιάζ’ σα π’ κακαρίζ’ γη πλάδα, άμα κάν’ του αβγό. Άμανι πήγα ίσια κάτου, σα π’ κάνττου μπρουστά τσι μ’ απάντιχι, φάνταζι πιο μιγάλους απ’ τ’ αυτουκίνητουντ. Ίμπαμι μέσα. Αντών’ς κάτσι σα π’ καθίζαν γοι παλιοί γοι ιν’κουτσυροί πα στου γάδαρου. Απ’ τη μια μιριά βάστα του τιμόν’ τσι απ’ τν άλλ’ είχι του χέριντ όξου τσι χάδιβγι τ’ λαμαρίνα, σα π’ χαδέβς του ζο τσι του χτυπάς λαφριγιά πα στου καπνουδέτ’. Άμανι πιάσαμι τς κατφόρις, Αντών’ς ζούβσι τ’ μηχανή τσ’ αφήτσι να τσλα μουναχόντ τ’ αυτουκίνητου, για να μη κάφτ’ τ’ μπιζίνα. Για να τουν κουλακέψου κουμμάτ’, τ’ λέγου. Καλό κάρου έχ’ς, ρε Αντών’. Ναι, συμφών’σι γι Αντών’ς τσι τα χείλιαντ πήγαν στ’ αφτιάντ. Βλέπ’ς του, λέγ’, τίλουγια μουντέν’ στου κατήφορου τσι αφήτσι ντου να τσλα πιο ανιγκασκά. Φουβήθκα, προυπαντός σα που ίπιρνι τς βόλτις. Πιο σιγά, λέγου, ρε Αντών’. Φουβάσι, λέγ’, τσι έκανι πάλι του γέλιουντ. Άμα φουβάσι, να κάν’ς ό,τ’ κάνου γω. Να σφάλεις τα μάτια σ’ σ’ βόλτις!

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 66/1991

Περιμένουμε τα σχόλιά σας!