ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΓΑΜΟΣ. Δουσίματα, γλέντια, δισίματα…

Πριν απί πουλλά χρόνια γοι γάμ’ τσι γοι βαφτίσεις γίνονταν στα σπίτια. Καλέναν τς συγγινείς τσι τς φίλ(ι), αλλά παγαίναν τσι πουλλοί που εν είχαν καμιά σχέσ’ μι του σπιτικό. Κάναν τν αρριβώνα του πρώτου, δίναν ένα λόγου πότι θα ποίσιν του γάμου τσι γη λόγουσντουν ήνταν τσι συμβόλιου. Ανάρια βρίσκονταν κανείς να μη σταθεί στου λόγουντ ντόμπρους, που λέγαμι. Αλλά τσι φτον τουν πλέρουνι γη κόσμους μι του παραπάνου. Οπ’ τουν ίβλιπι, τουν απουστρέβνταν. Λέγαν ένας μι τουν άλλουν: τούτους είνι μπασιμπουζούκς, ετ ‘ χρειγιάζιτι μηδί καλ(ι)μέρα, αφού ένι στάστσι στου λόγουντ.

Ίσιαμι να έρτ’ γη ώρα να γέν(ι) γη γάμους, συντάζαν τν εγκλαβή, του συμβόλιου που λέγαμι. Ε θμούμι τσι καλά, γιου παπάς τνη σύνταζι μι δυο μαρτύρ’ γή κανένας γραμματιζούμινους έγ(ι)τσεινις τς ιπουχές. Μες στν εγκλαβή βάζαν τσι του παραμικρό που θέλαν να όώσιν στ’ νύφ’. Πρώτου πρώτου του σπίτ’, ύστιρα τα κτηματέλια τς, κανέ σουθηρέλ(ι) μες στουν Άγιανν(ι) γή αλλού πούβιτα. Ύστιρα βάζαν τα κινητά, καζάνια, λιγκέρις, καπατσιαστά, στρώματα, μαξιλάρις, παπλώματα τσι ό,τ’ άλλου είχι γη νύφ’. Γαμπρός ήθιλι να στείλ(ι) δυο τρεις μπουκάλις φαραγκουμένις μι ρατσί, κουνιάκ, ζαγλαπίδις, σταφίδις, που μοιράζνταν στου γάμου μι τς χειριές, μια πραστιά για του καζάν(ι), μια για του τζιτζιρέ, μια μασιά μιγάλ(ι), ένα ντρουβά δαδί, δυο τσβάλια, ένα χάσκου τσι ένα σταρένιου αλεύρ’, τσι ό,τ’ ψούνια χρειγιάζιτι του σπίτ’. Κάναν τσι μπαλιζέ τσι μοιράζαν ένα καζάν(ι) μιγάλου. Είχι μαστόρσις γ(ι)ναίτσις, που τς φουνάζαν τσι αναλαβαίναν τ’ ζουρλούδσα τη δλεια, γιατί άμα εν ήξιρις μπόργι να του πιτάξς ούλου του καζάν(ι). Στου στινό του συγγινουλόγ(ι) στέρναν μια μιγάλ(ι) πλουμσμέν(ι) φαγιάντσα μι μπόλ(ι)σα κανέλα, απί μια σι κάθι σπίτ’. Σ’ φίλ(ι) στέρναν πιάτου μπαλιζέ, ήνταν του προυσκλητήριου. Γοι κουπέλις που τουν μοιράζαν ήνταν λεύτιρις, στουλ(ι)σμένις μι τα καλάντουν. Παγαίναν, γιατί είχαν τν ιδέα πους θα τς κουλλήσ’ να παντριφτούν τσι φτες μάνι μάνι. Έφτοι που παίρναν του μπαλιζέ τουν αδειάζαν τσι βάζαν μες στου πιάτου κάρτσις, μαντίλια, κανέ ρούχου. Ούλα τούτα τα μοιράζνταν, άμανι τιλειώναν. Τα δυο τα σπιτικά, τς νύφς τσι τ’ γαμπρού αλληλουδουρζόνταν πκάμσα, ρούσικα, τσιμπέρια τσι άλλα.

gamos1
Αναμνηστική φωτογραφία από το γάμο του Στρατή Παυλέλη και της Φωτεινής Κανιμά, στον Ασώματο, πριν από 60 περίπου χρόνια. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Μουτζουρέλης)

Αφού τιλειώναν γοι προυιτοιμασίις, αρχίζαν τσι στουλίζαν του σπίτ’ μι τ’ προύκα τς νυφς. Γιμίζαν μια ιμσάντιρα μι στρώματα, μαξιλάρις τσιντμένις, μαξιλάρια, σιντόνια μαλλένια τσι καλουτσιρνά μι ταντέλις, πισκίρια, μισάλια, μισάλις τσι ό,τ’ άλλου είχι. Αφού τιλειώναν τσι ρίχταν μια ματιά, για να είνι σίγουρ’ πους τα ποίκαν ούλα καλά, αρχίζαν να ιτοιμάζιν τουν ουντά για τ’ αντρόγ(ι)νου. Ένα στρώμα γιμάτου μι απουκόμματα ρούχουν, παλιουμάλλια τσι ό,τ’ άλλου είχαν, μια μαξιλάρα, δυο προυστσέφαλα, τα σιντόνια, του καπλαντ’σμένου του πάπλουμα, ένα τραπέζ’ μι δυο καρέγλις, ένα κμάρ’ νιρό τσι μια σουπιέρα μιγάλ(ι) μι μια βρασμέν(ι) παχιά όρθα μι τα πουδάρια λόρτα, για να δείξ’ γη γαμπρός σ’ νύφ’ πους τσι συ έδγιτς θα τα σκώγ’ς σα πέσουμι, γιατί γοι παλιές γοι γ(ι)ναίτσις έγιουτι είχαν μισάν(ι)χτα για τ’ αδιάντρουπα, ένα μπουκάλ(ι) κρασί δναμουτκό τσι φρούτα.

Ιτοιμάζαν ένα τιτράδιου που γράφταν ούλ(ι) τς καλισμέν(ι) μέσα τσι του δίναν σι ένα γή σι δυο μπαρμπέρδις που ξύριζαν τσάμπα, ειδουποιούσαν τς παπάδις τσι άρχιζι του Ησαΐα. Ιντουμιταξύ ούλου του συγγινουλόγ(ι) ήνταν ιπιστρατιβμένου, για να παραβλαντίζ’ τ’ Κουκουβάλα του γέρου, του Φουνιά, τσι του Θείου του Σκλιπάρ’. Μπουρεί να είχι τσ’ άλλ(ι), αλλά γω έφτοι θμούμι, που λέγαν πους δέναν του γαμπρό τσι ένι μπόργι να ποίσ’ τη δλειαντ. Άμανι βλέπαν έναν απί τς ιδυό τσι μπρόβιρνι, ίδρους κρυγιός τς έκουφτι. Πστεύγαν πλια σίγουρα πους έδινι του γαμπρό, πους τν ώρα που λέγαν τα γράμματα γοι παπάδις φτος δέχα μια κλουστή τσι έκανε τρεις κόμπ’. Έφτα άμανι γίνονταν, τέλειουνι πλια, γαμπρός γέν’ντου ανίκανους, άμα δε ντουν λυούσαν. Τσι απαντέχαν να φύγ’ γιου κόσμους, να πέσ’ γη νύφ’ μι του γαμπρό, να δουν τ’ απουτιλέσματα. Γοι σμπιθέρις, για να μη ντουν πιάσ’ του γαμπρό του δέσ(ι)μου, κριμάζαν στ’ μέσηντ απού μέσα π’ του παντιλόνιντ του ψαλίδ’, ένα κουμμάτ’ δίχτ’, ένα σκόρδου, ένα γαλαμπό τσι ό,τ’ άλλου ίβαζι νούσντουν, αλλά ούλα ήνταν ανίκανα να μιτατρέψιν τν ιδέα τς αυτουυπουβουλής.

Τσιρνούσαν πλια του κόσμου, για να χιριτήσ’. Δίναν τσι ένα πιατέλ(ι) σταφίδις μι τς ζαγλαπίδις ανικατουμένις μαζί μι μια μοίρα κλιτς στου καθέναν. Φεύγουντας, πουλλοί λουγιάζαν να κλέψιν π’ του σπίτ’ ό,τ’ βρίσκαν, γιατί λέγαν, σα δε κλέψιν, δε στιριών(ι) γάμους. Άμανι ξιζαλ(ι)ζόνταν, κάναν πλια τουν απουλουγ(ι)σμό, να δουν τι λείπ’ απ’ του σπίτ’.

Άμα βλουγούσαν τ’ αντρόγ(ι)νου, σκώναν του κμπάρου στα χέρια τσι τουν βάζαν να τάξ’. Άμα δένι έταζι, ε ντουν κατιβάζαν τσι ανιγκάζντου να τάξ’ ρατσιά, γιουβέτσια τσι έδγιτς γλύτουνι τσι παγαίναν πλια στου καφινέ τσι διασκιδάζαν μέρις μι τς μουσικές. Οσουναφουρά για τα χρυσαφικά που κριμάζαν σ’ νύφ’, συνιχίζιτι τσι σήμιρα, εν ιξαφανίσ’τσι μαζί μι τ’ άλλα, απόμνι πλια καντέμ του έθιμου.

Αφού έφιβγι απ’ του σπίτ’ πλια ούλους κόσμους, χιριτούσαν τ’ αντρόγ(ι)νου τσι γοι γουνιοί, ιφτσόνταν να είνι στιριουμέν(ι) τσι καλά ξιμπιρδέματα. Γαμπρός ουδήγα τ’ νύφ’ στ’ κάμαρ’, αλλά θάργι πους τουν παν σ’ καρμανιόλα, γιατί είχι τν ιδέα πους τουν δέσαν τσι ε θα μπουρεί να τα ξιμπιρδέψ’. Αφού ξικουκαλίζαν τν όρθα μι τς υπουδείξις τ’ γαμπρού, πίναν του κρασί τσι ιτοιμάζνταν να πέσιν. Γαμπρός όμους ε ντα ίβλιπι τα πράματα καλά, γιατί του πλιντ, απί τν ώρα που είδι τ’ Κουκουβάλα, του πήρι γη νύπνους τσι ε ντου’ χι στου νουντ να νιώσ’. Βρε απού δω, βρε απού κει, τίπουτα, εν ανιμίζντου, ψόφσι για καλά. Ίδρουνι, ξαναΐδρουνι, μο που σάλιουνι σαν του σάλιακα του βασιλ(ι)τσιώτκου. Άμανι ίβλιπι πους ήνταν αδύνατου να ποίσ’ τίπουτα, ξάπλουνι, τουν ίπιρνι νύπνους, μι τ’ πίκρα στ’ αχείλ(ι). Γοι σμπιθέρις εν είχαν νου να ξμιρώσ’, για να παν να κόψιν τ’ ζημιά που λέγαν, να δουν τ’ τιμή τς νυφς, ότι ήνταν παρθένα, να ρίξιν τα μπαξίσια μες στου στρώμα τσι να πάριν του σιντόν(ι) μι τα αίματα, να δουν τσοι γοι ιγ(ι)τόν(ι)σις, να ξιθαρρέσιν πους σών(ι) τσι καλά γη νύφ’ ήνταν παρθένα. Αλίμουνου άμα δένι βιβιόνταν. Θαν αρχίζαν του κουτσουμπόλ(ι) τσι γοι καβγάδις, που ε θαν είχαν πουτές τιλειουμό.

Άμανι παγαίναν στου σπίτ’, είχαν μαζίντουν γη μια γάλα, μια βίκα, τσι γη άλλ(ι) καρδουπαπούδις μι του γιρλίσιου του μέλ(ι) σα δναμουτκό για του γαμπρό. Γιγέδσις τσι μαθμένις τσι γοι δυο, μόλις αντικρίζαν τ’ αντρόγ(ι)νου, γνιβγόνταν μια πι τν άλλ(ι) τσι σκώναν τα φρύδια ντουν πρους τα πάνου. Κόντιβγι ύστιρα γη μάνα τ’ κόρ’ τσι μάθινι για ούλ(ι) τν ιπιχείρησ’. Άμανι ήταν γοι ιπιθέσεις άκαρπις, γοι σμπιθέρις γύριζαν πρους τουν’ Άγλια τσι καταριόνταν τ’ Κουκουβάλα για του κακό που ποίτσι στ’ αντρόγ(ι)νου. Τα καθοίτσια καθούνταν σ’ πόρτις ταχτέρ ταχτέρ, να μάθιν τι γίν(ι)τσι. Μόλις ίν(ι)γι γη πόρτα τσι μπρουβέρναν, αρχίνζι του ψι ψι ψι, άλλ(ι) ίλιγι μάγια τουν ποίκαν του γαμπρό, γιατί αγάπα τ’ τάδι τσι έκανι πέρα, άλλ(ι) ε τν ίβρι γαμπρός καλή τσι θα τν αφήσ’. Αφήναν τς ιδλειές τ’ σπιτιούντουν τσι ούλ(ι) τ’ μέρα τα’ χαν μι τ’ αντρόγ(ι)νου, γη μια τό ‘κουφτι, γη άλλ(ι) τ’ αμπόλιβγι.

Του βράδ’ πάλι γοι σμπιθέρις παγαίναν στου σπίτ’ μι ματζούνια, κουκνάρια, αμυγδαλουπαπούδις μι του μέλ(ι), μπριζόλις, καλό κρασί, τσι γη μάνα τς νυφς καθουγίδιβγι τ’ κόρ’ να μην πέσ’ σα μλάρ’, μου να γαργαλίξ’ κουμμάτ’ του γαμπρό, για να τουν ιριθίσ’. Φεύγουντας πάλι, καρσλαντίζαν τουν Άγλια, τουν παρακαλιούσαν τσι φτον να βουγηθήσ’, τσι ύστιρα τσι γοι δυο μαζί παγαίναν τσι σ’ Παναγιά να πουν του καμόντουν τσι να γυρέψιν τσι φνης τ’ βουγήθεια. Άμα τιλειώναν, φεύγαν στα σπίτια ντουν τσι συμφουνούσαν πάλι να πιράσ’ γη μια απ’ του σπίτ’ τς αλλουνής, μόλις χαράξ’ ,τσι να παν να δουν. Αφού παγαίναν τσι τ’ δεύτιρ’ τ’ μέρα τσι ένι γέν’ ντου τίπουτα τσι γαμπρός ούλου τσι έλιουνι σαν του τσηρί, απουφασίζαν να έβριν του κατάλληλου τουν άθριπου να πα σ’ Κουκουβάλα τσι να διαπραγματιφτεί μαζίντ του λύσ(ι)μου. Γη Κουκουβάλα είχι παπτσίδκου, έφτου πο ‘χ(ι) γη Κουτσούκα ξυλουργείου, ήνταν δε ξακστός τιχνίτ’ς. Άμανι έκανι παπούτσια, τα ίβαζι μες στ’ ζγαριά τσι εν απείχι του ένα μι τ’ άλλου σι βάρους μηδί ένα γραμμάριου. Σν αρχή έκανι πους ε ξέρ’ χαμπάρ’, ύστιρα αφού του ‘βγαζι στου μιγ(ι)ντάν(ι) τσι σάζαν τι θα τ’ δώσιν, έσιρνι του χουτζιρέ, ίβγαζι ένα κτέλ(ι) που βάζαν τα σπίρτα τ’ τφιτσιού, ίβγαζι τ’ κλουστή πουμέσα μι τς τρεις τς κόμπ’, φόργι τα ματουγυάλιαντ τσι έλι τς κόμπ’ μπρουστά στουν άθριπου. Μουρμούρζι μες στα δόντια, ίλιγι απ’ τν ανάπουδ’ τα γράμματα, ίπιρνι τς παράδις τσι έδνι τ’ κλουστή μέσα σι ένα χαρτέλ(ι) στουν άθριπου. Τσι τ’ ίλιγι να τνη πα στου γαμπρό τα ίσα, χουρίς νά σταθεί πούβιτα, τσι να πει πους τουν έλ(ι)σι τσι είνι καλά. Μόλις ίβλιπι γαμπρός τ’ κλουστή μι τς κόμπ’ ιλ(ι)μέν(ι) τσι τ’ βιβαίουνι τσι γη άθριπους πους είδι τ’ Κουκουβάλα μι τα μάτιαντ που μάγιβγι τσι έλι τς κόμπ’, πίστιβγι, ίβγαζι τ’ σκουριασμέν(ι) τν ιδέα τσι γίν’ντου φιλούρ’. Ποιος μπόργι πλια να τουν βαστάξ’ τσι να τουν ζαπλαντίσ’. Να ‘νταν μόδους να τνη καταπιεί ζουντανή τ’ νύφ’. Σάνι μαθαίναν πλια τα σμπιθιρκά πους ιπέτυχι γη ιπίθισ’, πιτούσαν τα μπαξίσια μες στου στρώμα τσ’ αρπούσαν του σιντόν(ι) τσι σν ιγ(ι)τουνιά τσι σ’ παραμαχαλάδις καμιά φουρά, για να παρατήσ’ πλια του κουτσουμπόλ(ι). Ύστιρα αρχίζαν τα γλέντια, γοι αντίγαμ’ που λέγαν, τσι παρατίζαν άμα δεν είχαν πλια τακάτ να σταθούν λόρτ’.

Έγιουτις γοι ιστουρίις βαστάξαν πάρα πουλλά χρόνια, τσακ που γίν’τσι του Παπτσέλ(ι) παπάς. Τότις απαγόριψι τς γάμ στα σπίτια τσι τς κουλμπήθρις τς βλόγα σν ακκλησιά. Ιντουμιταξύ πιθάναν τσι έφτοι γοι τύπ’ που ξιμπιρδέβγαν τς βρουμουδλειές εις βάρους τουν αφιλών ανθρώπουν.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 16/1983

Περιμένουμε τα σχόλιά σας!