ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, 19-08-1929
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ
Το μνημόσυνο στη μνήμη των αδελφών Δημητ. και Γρ. Σκορδά
Αναγνωστήριο του λεσβιακού εντύπου και φωτογραφικού φακού
Το μνημόσυνο στη μνήμη των αδελφών Δημητ. και Γρ. Σκορδά
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, 19-08-1929
Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί και καλοί χριστιανοί, τον οδήγησαν προς την εκκλησία. Ντυνόταν παπαδάκι και έψελνε μαζί με άλλα παιδιά στο αριστερό ψαλτήρι, κοντά στον Παναγιώτη Καβαδά. Στο δεξιό ψαλτήρι ήταν ο Αθανάσιος Πούπουρας, ψάλτης Κωνσταντινουπολίτης, το ύφος του οποίου επηρέασε σημαντικά τον Στρατή. Η αγάπη του προς τους εκκλησιαστικούς ύμνους και η σωστή φωνή του τον οδήγησαν να γίνει μέλος της Χορωδίας του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, όπου συνάντησε μεγαλύτερους και ώριμους ερασιτέχνες της ψαλτικής, τους Ραφαήλ Σουσαμλή, Στρατή Αλτιπαρμάκη, Χαρίλαο Κορομηλά, Νίκο Τσεσμελή και άλλους.
Η άλλη του αγάπη, μετά την εκκλησία, ήταν το ποδόσφαιρο και η ομάδα του χωριού, ο «Όλυμπος», με τις μπλε-άσπρες φανέλες, στη διοίκηση του οποίου ήταν οι Δημήτριος Παπάνης, Νικόλαος Πιτιάς, Γιάννης Γούναρης, Γιώργος Κουτσκουδής, Αριστής Τζανετής και Απόλλων Στάικος. Ο πρώτος από αυτούς διαπίστωσε το ποδοσφαιρικό ταλέντο του μικρού Στρατή Βάλεση και τον προόριζε για τη βασική ομάδα.
Η επίθεση όμως των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940, καθώς και η κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς την άνοιξη του 1941, άλλαξαν πολλά πράγματα. Πρώτα πρώτα σταμάτησε το σχολείο. Πού μυαλό για ποδόσφαιρο. Η κατοχή ήταν σκληρή. Η ανέχεια μεγάλη. Θυμάται πως υπήρξε περίοδος, που για 40 μέρες στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ψωμί ούτε κάστανα ούτε μήλα και πως στην οικογένεια έτρωγαν μόνο χόρτα και ελιές. Γύρω στο 1944, φίλοι του στο χωριό, ο Γρηγόρης Δημητρίου Παπουτσέλης (Παπέλ’) και ο Γιώργος Ταμβακέλης, που ήταν μαθητές, στη βυζαντινή μουσική, του δασκάλου Παναγιώτη Καβαδά, τον προέτρεψαν να παρακολουθήσει κι αυτός μαθήματα. Τους άκουσε και διδάχτηκε βυζαντινή μουσική από τον Καβαδά, για έξι μήνες, αρκετούς για ν’ αποκτήσει γερές βάσεις, αφού, όπως ο ίδιος λέει, «ο Καβαδάς ήταν πολύ καλός δάσκαλος». Ο δάσκαλος του πήγε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας ως ψάλτης. Ο Στρατής τον ακολούθησε και το 1945, σε ηλικία 19 χρονών, ορίστηκε αριστερός ψάλτης της εκκλησίας για ένα χρόνο. Εκεί τον άκουσε ο Μητροπολίτης Ιάκωβος ο Α’ και είπε στον πρωτοπρεσβύτερο της Παναγίας, τον Νικόλα Παπουτσέλη: «τον αριστερό της Αγίας Τριάδας να τον κατεβάσεις στην Παναγία». Έτσι, το 1946 παίρνει το διορισμό του ως αριστερός ψάλτης στην εκκλησία της Παναγίας. Δεξιά έψελνε ο Γιάννης Παπαδόπουλος, πολύ καλός γνώστης της βυζαντινής μουσικής.
Από την εποχή του Ίκαρου ο άνθρωπος ονειρεύεται να ξεκολλήσει από τη γη, να ανέβει ψηλά, να επικοινωνήσει με το Θεό… Και από τότε που οι αδελφοί Μονγκολφιέροι με την περίφημη “Μονγκολφιέρα” τους, το πρώτο αερόστατο, έκαναν το όνειρο αυτό πραγματικότητα, η εξέλιξη στον τομέα αυτόν υπήρξε αλματώδης, μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή εποχή των υπερηχητικών αεροπλάνων, των πυραύλων και των διαστημοπλοίων.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο και συμπτωματικό που την ημέρα της γιορτής της Αγίας Τριάδας (του Αγίου Πνεύματος) τη μέρα αυτή διάλεξαν οι Αγιασώτες να στέλνουν μήνυμα στο… Θεό με το περίφημο “φανάρι”, που υψωνόταν μεγαλόπρεπα στον ουρανό μέχρι να χαθεί στα βάθη του ορίζοντα ή να καταπέσει φλεγόμενο, ανάλογα με την περίσταση… και την τέχνη των κατασκευαστών.
Και επειδή εμείς οι μικροί μιμούμαστε συνήθως τους μεγάλους, θα σας περιγράψω την κατασκευή του δικού μας φαναριού, που δεν ήταν τίποτε άλλο από μια μικρογραφία της κατασκευής των μεγάλων. Μάλιστα πολλές φορές το δικό μας φανάρι ξεπερνούσε σε ύψος και διάρκεια πτήσης το φανάρι των μεγάλων.
Τα υλικά για την κατασκευή ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν, η τέχνη όμως και το μεράκι των κατασκευαστών μετρούσαν για την επιτυχία. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να κατασκευαστεί ένας συρμάτινος σκελετός σε σχήμα αβγού από λεπτό σύρμα, για να μην είναι μεγάλο το βάρος. Στη συνέχεια η όλη κατασκευή ντυνόταν με κόλλες χρωματιστές και λεπτές, κολλημένες μεταξύ τους με αλευρόκολλα και στερεωμένες με τον ίδιο τρόπο πάνω στο συρμάτινο σκελετό. Το αερόστατο μας ήταν σχεδόν έτοιμο και του έλειπε μόνο η δύναμη που θα το ύψωνε στον ουρανό.
Μια φωτιά λοιπόν από φρύγανα πεύκου που βγάζουν μπόλικο καπνό ήταν ό,τι έπρεπε για τη δουλειά μας. Κρατούσαμε προσεκτικά από πάνω της το “φανάρι” μας σε κάποια απόσταση ασφάλειας, μέχρι να γεμίσει με καπνό από το άνοιγμα που είχαμε προβλέψει στη βάση. Για ενίσχυση μάλιστα του καπνού καθ’ οδόν προς τα ύψη είχαμε προβλέψει να εφοδιάσουμε την όλη κατασκευή με ένα σφουγγάρι βουτηγμένο στο πετρέλαιο και κατάλληλα στερεωμένο με σύρμα μέσα στο φανάρι, που το ανάβαμε την τελευταία στιγμή. Το φανάρι μας τώρα γεμάτο καπνό και ζεστό αέρα γινόταν σιγά σιγά πανάλαφρο και άρχιζε μεγαλόπρεπα να απογειώνεται προς τον ουρανό.
Γεμάτοι περηφάνια για το κατόρθωμα, το παρακολουθούσαμε με το βλέμμα να χάνεται στα ύψη και τα βάθη του ορίζοντα. Η μόνη μας ευχή ήταν νη μη φυσήξει ξαφνικά κανένας δυνατός αέρας, γιατί πολύ εύκολα μπορούσε να ταρακουνήσει το φανάρι μας και τελικά να το πυρπολήσει και να πέσει φλεγόμενο σε κάποια πλαγιά. Ευτυχώς που γύρω από το χωριό δεν υπήρχαν και πολλά πεύκα και έτσι δεν ήταν άμεσος ο κίνδυνος πυρκαγιάς, αλλιώς τι θα βρίσκανε να κάψουνε οι σημερινοί φερέλπιδες… εμπρηστές;
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 88/1995
ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 29-01-1933