6-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Η μέρα τούτη στάθηκε μια απ’ τις πιο δύσκολες κι ανάποδες της ζωής μου. Γράφω τούτες τις γραμμές στις 12-12-40 γιατί χτες δεν βρήκα καιρό

11/12/1940

Η μέρα τούτη στάθηκε μια απ’ τις πιο δύσκολες κι ανάποδες της ζωής μου. Γράφω τούτες τις γραμμές στις 12-12-40 γιατί χτες δεν βρήκα καιρό. Ήταν η μέρα για ξεκούραση μα στις 11 το πρωί έρχεται μια διαταγή και ο λαχνός πέφτει σε μένα και σ’ άλλους 7. Επικεφαλής είναι ένας νεαρός δόκιμος. Φορτώνουμε πυρομαχικά απ’ τη Φλώρινα. Εγώ παίρνω 22 κάσες οβίδες εκρηκτικές απ’ τ’ αεροδρόμιο. Επικίνδυνο φορτίο, με μια προστριβή γινόμαστε στάχτη, μα αυτό είναι τυχερό. Ξεκινάμε στις 5 τ’ απόγευμα. Ανεβαίνουμε το βουνό, ανηφοριά 19 χιλιόμετρα. Στο 15ο χιλιόμετρο χιονίζει. Ομίχλη και το χιόνι παγωμένο. Τ’ αμάξια ντελαπάρουν. Σταματάμε και πάλι ξεκινάμε. Βάζω τις αλυσίδες και σε λίγο μένω μόνος. Τίποτα δε βλέπω, ο δρόμος δε φαίνεται και ο αέρας φέρνει το χιόνι και το στοιβάζει στα τζάμια. Είμαι βρεμένος απ’ το πέρασμα των αλυσίδων. Προχωρώ με κόπο. Ένα αμάξι γκρεμισμένο. Κατεβαίνουμε απ’ την άλλη μεριά το βουνό. Το χιόνι με ζαλίζει. Δε βλέπω. Τουλίπες σαν πλατανόφυλλα ……….   Ως την Κορυτσά το ίδιο μαρτύριο. Φτάνουμε στις 10½. Εδώ βρέχει. Κρυώνω. Δε βρίσκουμε άσυλο. Πού να κοιμηθούμε; Γυρνώ βρεμένος με την ελπίδα να βρω τον αδερφό μου. Τίποτα. Ας είχα έναν δικό μου! Μπαίνω μέσα σ’ ένα κτίριο. Ένας λόχος ειν’ εδώ. Ρωτώ το σκοπό αν μπορώ να μείνω. Πάω στο μαγειρείο. Ανάβει φωτιά. Ο μάγερας είναι χωριανός μου. Ω, τι τύχη! Ο Κ. Μπρουσκέλης. Μου κάνουν φασκόμηλο. Το ρουφώ και συνέρχουμαι στη φωτιά. Κοιμάμαι μες το μαγειρείο μαζί τους. Τα ξημερώματα ξυπνώ. Κρυώνουν τα πόδια μου τρομερά. Βλέπω τον Κώστα κι απ’ τον ύπνο, καθώς είμαι ζαλισμένος δεν τον γνωρίζω. Πού βρίσκουμαι; Τώρα σκέφτουμαι πόσο δυστυχισμένος ειν’ ο άνθρωπος. Είμαι σκεπασμένος με μια Ιταλική κουβέρτα, λάφυρο του πολέμου. Ποιος να την σκεπάζονταν πριν; Τι φοβερό. Ίσως νά ‘ναι ο ιδιοχτήτης της κουβέρτας σκοτωμένος. Ίσως. Πονάνε τα νεφρά μου.


12/12/1940

Ο Μιχάλης Πασχαλιάς (Φωτογραφία Αντώνη Πρωτοπάτση. 1942)

Όλη μέρα περιμένω να ξεφορτώσουμε. Γυρνώ στην πόλη. Μπαίνω σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και χαζεύω τις σοκολάτες. Ένας φαντάρος ψωνίζει. Ακούω τη φωνή του και στέκομαι απομωραμένος. Είναι ο Μιχάλης Πασχαλιάς. Φιλιόμαστε. Πόσο έχουμε αλλάξει κι οι δυο! Στο καφενείο τα λέμε κάμποση ώρα και σε λίγο χωρίζουμε.

Γυρνάμε στη Ροδώνα στις 9 το βράδυ. Ο επιλοχίας ο Μαγκάς στο δωμάτιό μας είναι άρρωστος. Έρχεται ο γιατρός. Του δίνει συμβουλές, φάρμακα όμως δεν υπάρχουν. Τώρα πρέπει να κοιμηθώ, είμαι άγρυπνος και τα μάτια μου κλείνουν.


13/12/1940

Ξεκούραση σήμερα. Ξεκούραση του αυτοκινήτου. Δουλεύουμε όλη μέρα, καθαρίζουμε. Τίποτα ξεχωριστό. Τη νύχτα στο δωμάτιο δεν κλείνουμε μάτι. Ο επιλοχίας Μαγκάς ξεφωνίζει απ’ τους πόνους. Μες τον ύπνο μου ακούω φωνές. Κάνει εμετό και φωνάζει. – Στρατή αδερφέ μου, σώσε με! Τον κρατώ στην αγκαλιά μου τρομαγμένος. Τίποτα δεν μπορεί να του σταματήσει τους πόνους. Το πρωί τον πάνε στο νοσοκομείο.


14/12/1940

Στις 8 φεύγουμε για την Κορυτσά. Το ταξίδι σχετικά καλό. Ο δρόμος απ’ τη Φλώρινα γεμάτος χιόνια. Συνεργεία και τρακτέρ ανοίγουν το δρόμο.

Στην κορυφή του βουνού βρίσκουμε ένα συνεργείο από κοπέλες του Αντάρτικου που σκάβουν τους πάγους. Σταματώ και τους δίνω το παγούρι με το κονιάκ. Ντρέπουνται

– Σας το κερνάει το κορίτσι μου. – Να ζήσετε, μου εύχονται και πίνουν γελαστές.

Φτάνουμε στην Κορυτσά. Βρίσκω τον Πάνο Τζανή. Ψωνίζω μεταξωτά.

Φεύγουμε στις 5 μμ.

Ο δρόμος απ’ την Καστοριά έχει παγώσει. Ατέλειωτη φάλαγγα από 120 αυτοκίνητα πάει μπροστά και στην ανηφοριά μουγκρίζουν και σκαρφαλώνουν με κόπο. Σταματούν και πάλι ξεκινούν. Γλίστρα. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε και μ’ αλυσίδες. Γκρεμίζονται 4. Το πρωί στις 4½ φτάνουμε στη βάση μας. 13½ ώρες ταξίδι. Τι μαρτύριο είναι τούτο! Όλο και χειρότερα πάνε τα ταξίδια μου κι είμαστε ακόμα στο Δεκέμβριο. Θεέ μου τι χειμώνας είναι στη Μακεδονία!

ΕΠΙΚΗΡΥΞΗ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΓΕΡΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΟΥ…

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που η χώρα μας γνώρισε την αγριότητα του εμφύλιου πολέμου. Σκοπιμότητες; συμφέροντα, ιδεολογικές διαφορές την έφεραν στο χείλος του γκρεμού. Όλοι οι Έλληνες έζησαν έντονα μια εποχή φανατισμού, μισαλλοδοξίας, τρομοκρατίας, βίας… Χωρίς πάθος και χωρίς προκατάληψη αναδημοσιεύουμε δύο υπουργικές αποφάσεις και εγκρίσεις (Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Αθήναις τη 30 Σεπτεμβρίου 1946, τεύχος δεύτερον, αριθμός φύλλου 161, σσ. 938-939), που έχουν σχέση με Γεραγώτες και Αγιασώτες αντάρτες…

 

Αριθ. πρωτ. 34/417/3

Περί επικηρύξεως ληστών εν τω Νομώ Λέσβου.

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις 1) του Α.Ν. 453/1945 «περί λήψεως μέτρων προς εμπέδωσιν της Δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως» επαναφερθέντος εν ισχύι διά του από 4-5-46 Ν.Δ., 2) του από 4-5-46 Ν.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυόντων Νόμων «περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας», 3) του Νόμου 4575/1930 «περί χρηματικών αμοιβών δια την καταστολήν της ληστείας» και 4) του Α.Ν. 655/1945 «περί αρμοδιότητος και οργανώσεως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως», αποφασίζομεν:

Εγκρίνομεν την υπ’ αριθ. 6 από 4-7-46 απόφασιν της Ε.Δ.Α.Ν. Λέσβου, δι’ ης επικηρύσσονται εις ληστάς, ως λίαν επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν ασφάλειαν οι 1) Καβαρινός Εμμανουήλ του Ιωάννου, 2) Καραβατάκης Γεώργιος του Δημητρίου, 3) Παππάς ή Παπαδημητρίου Τρύφων του Νικολάου, κάτοικοι Σκοπέλου-Γέρας-Μυτιλήνης, 4) Σκοπελίτης Ιωάννης του Σταύρου, 5) Σκοπελίτης Γεώργιος του Σταύρου, κάτοικοι Παλαιοκήπου-Γέρας, διότι διωκόμενοι άπαντες δυνάμει ενταλμάτων συλλήψεως του Ανακριτού Μυτιλήνης δι’ εγκληματικήν δράσιν των φυγοδικούσι και ηνωμένοι εις ομάδα παρανόμως οπλοφορούσαν και επιδιδομένην εις τρομοκρατικάς πράξεις εις βάρος των νομιμοφρόνων πολιτών της περιφερείας Γέρας.

Επίσης εγκρίνομεν την διά της αυτής ως άνω αποφάσεως προκηρυχθείσαν χρηματικήν αμοιβήν, ην καθορίζομεν εις δραχμάς τριών μεν εκατομμυρίων (3.000.000) διά την σύλληψιν ή τον φόνον, ενός δε εκατομμυρίου (1.000.000) διά την αποτελεσματικήν κατάδειξιν εις τας αρμοδίας Αρχάς εκάστου των ανωτέρω επικηρυσσομένων ληστών.

 

*Αριθ. πρωτ. 34/417/5

Περί επικηρύξεως ληστών εν τω Νομώ Λέσβου.

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις 1) του Α.Ν. 453/1945 «περί λήψεως μέτρων προς εμπέδωσιν της Δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως» επαναφερθέντος εν ισχύι διά του από 4-5-46 Ν.Δ., 2) του από 4-5-46 Ν.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυόντων Νόμων «περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας, 3) του Νόμου 4575/1930 «περί χρηματικών αμοιβών» διά την καταστολήν της ληστείας» και 4) του Α.Ν. 655/1945 «περί αρμοδιότητος και οργανώσεως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως», αποφασίζομεν.

Εγκρίνομεν την υπ’ αριθ. 10 από 1 -8-1946 απόφασιν της Ε.Δ.Α.Ν. Λέσβου, δι’ ης επικηρύσσονται εις ληστάς, ως λίαν επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν ασφάλειαν οι

1) Αγρίτης Γεώργιος του Νικολάου, ετών23,

2) Γανέλλης Ευστράτιος του Ιωάννου, ετών 42,

3) Καρέτας Δούκας του Ευστρατίου, ετών 34,*

5) Τσουλέλλης Ιωάννης του Παναγιώτου, ετών 25,

6) Αγρίτης Αντώνιος του Νικολάου, ετών 38 και

7) Σουσαμλής Όμηρος του Αχιλλέως, ετών 25,

άπαντες εξ Αγιάσσου-Λέσβου, διότι βαρυνόμενοι με εγκληματικάς πράξεις και διωκόμενοι δυνάμει των υπ’ αριθ. 1033 και 27/46 ενταλμάτων συλλήψεως του Ανακριτού Μυτιλήνης και των υπ’ αριθ. 328 και 342/46 Βουλευμάτων των Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης, φεύγοντες δε την σύλληψιν ηνώθησαν εις ομάδα και φέρουν παρανόμως πολεμικά όπλα και επιδίδονται εις τρομοκρατικάς και εγκληματικάς πράξεις εις βάρος των νομιμοφρόνων κατοίκων της περιφερείας Αγιάσου.

Επίσης εγκρίνομεν την διά της αυτής ως άνω αποφάσεως προκηρυχθείσαν χρηματικήν αμοιβήν, ην καθορίζομεν εις δραχμάς εξ μεν εκατομμυρίων (6.000.000) διά την σύλληψιν ή τον φόνον, τριών δε εκατομμυρίων (3.000.000) διά την αποτελεσματικήν εις τας αρμοδίας Αρχάς κατάδειξιν εκάστου των ανωτέρω επικηρυσσομένων.

Η παρούσα ισχύει από της δημοσιεύσεώς της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Εν Αθήναις τη 19 Σεπτεμβρίου 1946.

Ο Υπουργός Σ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ

*Στη δημοσιευόμενη υπουργική απόφαση παραλείπεται, πιθανότατα από τυπογραφικό λάθος, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και η ηλικία του με αύξοντα αριθμό 4 αντάρτη.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 66/1991