Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Η κοπέλα της Λέσβου, ως που να φτάσει σε ηλικία που έπρεπε ν’ αρβωνιαστεί κι ακόμα πέρα, άλλο δεν έκαμε παρά να υφαίνει η ίδια τα προικιά της

ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ

ΝΕΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΙΟΣ, 01-12-1951

Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΓΕΡΑΣ

Είναι γνωστό πια και έξω από το νησί μας ότι τα χωριά της Γέρας με την αλματώδικη εξέλιξή τους τα τελευταία τούτα χρόνια ξεπέρασαν στην πρόοδο και στην ανάπτυξη…

exelixis_19400506_gera

ΕΞΕΛΙΞΙΣ, 06/05/1940

ΔΗΛΩΣΙΣ

Default 1
ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, 31-08-1954

Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ…

Το 1962, μου πρότειναν από το Αναγνωστήριο της Αγιάσου, που τότε στεγαζόταν στο Χάνι, να γράψω την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας. Μου έφεραν ένα δεμένο βιβλίο με κόλλες πενταγράμμου και παρουσία και του Στρατή Τσόκαρου μου είπαν ότι η αμοιβή μου θα είναι πέντε δραχμές η σελίδα και εγώ δέχτηκα. Η αμοιβή μου αυτή τότες ήταν μικρή, γιατί η δουλειά αυτή ήταν πολύ δύσκολη για ένα μουσικό, αλλά επειδή επρόκειτο για το Αναγνωστήριο δέχτηκα. Τότες πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο Πάνος Πράτσος και ταμίας ο φαρμακοποιός Πάνος Ευαγγελινός.

Εγώ την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας την ήξερα πολύ καλά, γιατί επί αρκετά χρόνια έπαιζα με την ορχήστρα του πατέρα μου, που μπορώ να πω ότι ήταν ο καλύτερος την εποχή εκείνη, όχι μόνο γιατί ήξερε πάρα πολλά, αλλά και γιατί ό,τι έπαιζε με την τρομπέτα του το χρωμάτιζε, του έδινε ομορφιά. Άρχισα λοιπόν να γράφω συρτά, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, διάφορες μελωδίες και καθιστικά τραγούδια. Έγραφα αρκετό καιρό. Έγραψα στο βιβλίο αυτό και ρουμανικές χόρες και σέρβικα, που τα είχα μάθει από τον πατέρα μου και από το μεγάλο καλλιτέχνη του σαντουριού Γιώργο Χατζέλη ή Καχίνα, με τον οποίο έπαιξα κατά καιρούς.

Τέλος, όταν κάποια μέρα τέλειωσα αυτή τη δουλειά, πήγα στο παλιό Αναγνωστήριο. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί ο δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οποίος μου υπόδειξε και έβαλα σε κάποιο σημείο του βιβλίου την υπογραφή μου. Το βιβλίο αυτό υπάρχει στο αρχείο του Αναγνωστηρίου. Από τότες μέχρι σήμερα γράφω. Έγραψα επίσης παραδοσιακή μουσική για το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και έστειλα βιβλίο παραδοσιακής μουσικής στο Υπουργείο Πολιτισμού. Επίσης έχω γραμμένα και πολλά άλλα μουσικά κομμάτια που βρίσκονται στο προσωπικό μου αρχείο.

Ο δεξιοτέχνης τρομπετίστας Ευστράτιος Ρόδανος (1923)
Ο δεξιοτέχνης τρομπετίστας Ευστράτιος Ρόδανος (1923)

Η δεκαετία του 1930-1940 ήταν εποχή, που είχε ακμή η μουσική σε ολόκληρο το νησί και υπήρχαν αξιόλογες ορχήστρες στη Μυτιλήνη και στα κεφαλοχώρια, στο Πλωμάρι, στη Γέρα, στον Πολιχνίτο… Στην παραδοσιακή μουσική η Αγιάσος προπορευόταν. Τότες τα συγκροτήματα αποτελούνταν ως επί το πλείστον από έξι όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπέτα, τρομπόνι και μπάσο. Η ορχήστρα η δικιά μας ήταν αυτή την εποχή στην ακμή της. Τότες διασκέδαζε ο κόσμος με την οργανική μουσική, γι’ αυτό διακρίνονταν οι δεξιοτέχνες των διαφόρων οργάνων. Οι γλεντζέδες φώναζαν τη μουσική στα καφενεία ή στα σπίτια και έπρεπε να είναι και οι έξι, να είναι συμπληρωμένη η ορχήστρα. Πολλές φορές μας φώναζαν να παίξουμε σε κάποιο καφενείο και δε χόρευαν, μόνο άκουγαν τα ωραία παραδοσιακά κομμάτια που παίζαμε, τα σαρκιά, όπως το «Αμάν, Αλλάχ», το «Ισπαχάν», το «Αραβικό», το «Γιασελίμ», κάτι αθάνατα σμυρνιά: το «Ταμπαχανιώτικο», η «Γαλάτα», το «Ματζόρε», το «Μινόρε». Επίσης, όταν μας γύριζαν βόλτα στα καλντερίμια της Αγιάσου, παίζαμε τα ωραία αραβικά του δρόμου. Είχαμε πελατεία τις καλύτερες παρέες της Αγιάσου, όπως οι σοφέρηδες, οι φορτηγατζήδες και άλλοι. Αυτοί μας παίρνανε και καμιά φορά στη Μυτιλήνη. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ χειμωνιάτικο μας κατέβασαν στη Μυτιλήνη και παίζαμε σε κάποιο κεντρικό καφενείο της προκυμαίας, στο οποίο μαζεύτηκε κόσμος και μας άκουγε. Και άλλη μια φορά πάλι οι ίδιοι μας πήγαν σε κάποιο σπίτι του Πατσαβέλα, στη Μυτιλήνη, και ήρθαν απέξω από το σπίτι μουσικοί και έλεγαν «οι Άννες παίζουν». Φίρμα μεγάλη τότες.

Κάποτε, προπολεμικά, μου είπε ο πατέρας μου να σηκωθώ επάνω. Ήταν μεσάνυχτα, Δεκέμβρης του 1933. «Έλα μαζί μας», μου είπε, «να παίξεις βιολί. Θα πάμε σ’ ένα σπίτι, σε γάμο». Εγώ πανικοβλήθηκα. Είχα δυο χρόνια που άρχισα βιολί και του είπα ότι δεν ήμουν έτοιμος να παίξω με ορχήστρα. «Μη φοβάσαι», μου είπε, και έτσι πήγα, με φόβο βέβαια, αλλά μπόρεσα και έπαιξα μέχρι το πρωί. Δεν πέρασαν μερικές μέρες και με ξαναφώναξε. Αυτή τη φορά ήταν ξημέρωμα. «Πάμε να παίξουμε», μου είπε, «στο καφενείο του Λαμπέλη, στο Σταυρί». Ήταν μια παρέα από τις καλύτερες της Αγιάσου. Εκείνη η μέρα μου έμεινε στη μνήμη. Παίζαμε όλη τη μέρα και διαδόθηκε σ’ όλη την Αγιάσο πως παίζει η μουσική στο Σταυρί και πως παίζω κι εγώ βιολί. Τότες δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα ούτε ραδιόφωνα ούτε τηλεόραση και η καλή μουσική ήταν περιζήτητη. Αμέσως ο κόσμος με αγκάλιασε. Ήμουν τότε 18 χρονών παιδί. Από κείνη τη μέρα πια έμεινα μόνιμος στην ορχήστρα του πατέρα μου όλο το χειμώνα του 1933, μέχρι που ήρθε η άνοιξη και στείλαμε τον αδερφό μου Σταύρο στη Μυτιλήνη, σε κάποιον καλλιτέχνη, τον καλύτερο, που λεγόταν μπαρμπα-Μιλτιάδης, για να μάθει κλαρίνο. Το καλοκαίρι του 1934 συμπληρώθηκε η ορχήστρα μας.

Με την πάροδο του χρόνου η ορχήστρα μας έγινε διάσημη σ’ όλο το νησί. Μας καλούσαν σε διάφορα χωριά, σε γάμους, σε χοροεσπερίδες, σε πανηγύρια. Αυτό ήταν το ξεκίνημά μας στο επάγγελμα του μουσικού. Εγώ όμως δε σταμάτησα να μελετώ σ’ όλη τη ζωή μου. Προσπαθούσα να γίνω καλύτερος στο δύσκολο αυτό όργανο και νομίζω ότι κάτι κατόρθωσα.

Το 1900 το νησί μας ήταν τουρκοκρατούμενο. Ο πατέρας μου ήταν μόλις 15 χρονών και σ’ αυτή την ηλικία έπαιζε τρομπέτα με την κομπανία του πατέρα του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ’). Ύστερα από πολλά χρόνια, μας διηγείτο πολλά γεγονότα της εποχής εκείνης, όταν ήταν παιδί 15 χρονών. Και θυμάμαι που μας είπε ότι τότες πήγαν να παίξουν σ’ ένα «σουνέτ’», σε κάποιο χωριό και την ώρα που έπαιζαν και διασκέδαζαν, ένας Τούρκος έβαλε ένα φέσι στο κεφάλι του. Επειδή ήταν μικρός, τον έκανε γούστο. Αυτός αμέσως άρπαξε το φέσι και το χτύπησε κάτω. Οι Τούρκοι το θεώρησαν προσβολή και σηκώθηκαν όρθιοι. Ως και οι γέροι Τούρκοι σηκώθηκαν, αλλά το Μαργιουλέλ’, άρπαξε ένα φέσι και το έβαλε στο κεφάλι του. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι μουσικοί. «Να βάλουμε φέσι, να βάλουμε», είπε και έτσι οι Τούρκοι ηρέμησαν. Τέτοια ιστορικά ανέκδοτα μας έλεγε πολλές φορές.

Θυμάμαι επίσης που μας είπε και κάτι άλλο. Παίζανε, μας είπε, σε μια πανήγυρη στη Γέρα και λίγο παραπέρα, σε άλλο καφενείο, έπαιζε η ντόπια μουσική, οι Κουτλήδες, που ήταν καλοί οργανοπαίχτες. Ήρθε κάποιος και τους είπε ότι την ερχόμενη Κυριακή θα γίνει ένας πολύ πλούσιος γάμος και σε λίγο οι συγγενείς θα βγουν να κάνουν βόλτα, ν’ ακούσουν τις μουσικές και να διαλέξουν για το γάμο. Πράγματι, σε λίγο ήρθαν οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης και πήγαν ν’ ακούσουν τη μουσική των Κουτλήδων. Αυτοί ήταν ενημερωμένοι και έπαιξαν ένα μαρς πολύ ωραία. Ύστερα ήρθαν σε μας. «Γιε μ’», είπε το Μαργιουλέλ’, «παίξε αυτό το ωραίο καραβλάχικο σόλο με την τρομπέτα, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να πετύχουμε». Αμέσως αυτός άρχισε το σόλο με την τρομπέτα και τους καθήλωσε. Σε λίγο μπήκαν μέσα και τους έκλεισαν για το γάμο. Μ’ ένα σόλο που έπαιξε πήρανε το γάμο. Και άλλα πολλά μας έλεγε. Σε ηλικία 20 χρονών, το 1905, έφυγε στην Αμερική και εκεί έμεινε 8 χρόνια και επέστρεψε το 1913, οπότε και παντρεύτηκε.

Το 1992, με παρότρυνε ο Στρατής Χατζηφώτης, υπάλληλος του Ο.Τ.Ε. Αγιάσου, ν’ αρχίσω να διδάσκω ενόργανη μουσική σε κορίτσια και αγόρια, στο Αναγνωστήριο. Εγώ στην αρχή δίστασα, μετά όμως δέχτηκα, Ήταν σύμφωνος και ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Μέσα σε μια εβδομάδα γράφτηκαν γύρω στους 25 μαθητές, κορίτσια και αγόρια. Τα μαθήματα άρχισαν. Μου έφερε ο Στρατής Χατζηφώτης και πέντε έξι μικρά κιθαρόνια. Η αρχή για μένα ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε να διδάξω τέσσερα όργανα: βιολί, κιθάρα, μπουζούκι και μαντολίνο. Και η ειδικότητά μου ήταν στο βιολί και στο μαντολίνο. Πήρα όμως μεθόδους μουσικής των παραπάνω οργάνων και κατόρθωσα να διδάξω και τα τέσσερα όργανα με μεγάλη επιτυχία. Οι μαθητές κάθε βράδυ έρχονταν και μέρα με τη μέρα προόδευαν. Η αμοιβή μου ήταν τριακόσιες δραχμές το μάθημα από τον κάθε μαθητή και ένα μηνιαίο δώρο των 15.000 δραχμών από το Αναγνωστήριο. Η διδασκαλία της μουσικής βάσταξε με πολλούς μαθητές γύρω στα τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό κάναμε εφτά εμφανίσεις στη σκηνή του Θεάτρου του Αναγνωστηρίου με μεγάλη επιτυχία, με ελεύθερη είσοδο. Ο κόσμος της Αγιάσου έτριβε τα μάτια του. Πάνω στη σκηνή δεκατρία κορίτσια και αγόρια, με τα όργανα στο χέρι, όταν άρχισαν να παίζουν, τα χειροκροτήματα ήταν ατέλειωτα. Πέρασα ευτυχισμένες στιγμές εκείνη την εποχή για το μεγάλο κατόρθωμα που πέτυχα. Στις συναυλίες αυτές έλαβε μέρος και η Παιδική Χορωδία του Πάνου Πράτσου με τραγούδια σμυρνέικα. Αυτή τη στιγμή που γράφω, οι μαθητές έμειναν πέντε έξι, γιατί μεγάλωσαν και πήγαν στο Γυμνάσιο και Λύκειο και έχουν μεγάλο φόρτο εργασίας.

Αγιάσος, 21-3-1996

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 93/1996