ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

Με χαρά ο γνωστός δια την φιλομάθειάν του λαός της Αγιάσου είδε την έκδοση της “Εφημερίδος των Λεσβίων”, εφημερίδος καθαυτό Λεσβιακής, και από την οποίαν ελπίζει πράγματι μια ηθική υποστήριξη σε κάθε τι που θα τον αφορά

efimeris-lesvion_19361025_nea-apo-tin-agiaso

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΛΕΣΒΙΩΝ, 25-10-1936

ΕΡΕΣΟΣ Η ΠΡΩΤΗ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

Δεν είναι καθόλου υπερβολή όταν γράφουμε ότι η Ερεσός η πατρίδα της Σαπφούς και του Θεοφράστου, είναι σήμερα η πρώτη κοινότης της νήσου Λέσβου εις ανάπτυξιν, εις εξέλιξιν και πρόοδον, και ότι, όπως έλαμπε η Ερεσός η παλαιά, έτσι λάμπει και η νέα.

exelixis_19400624_eressos

ΕΞΕΛΙΞΙΣ, 24-06-1940

ΣΤΡΑΤΗΣ Π. ΤΖΙΝΗΣ

Συνεχίζοντας την προσπάθεια καταγραφής γεγονότων που σχετίζονται με την Αγιάσο και όχι μόνο, επισκεφτήκαμε την 1 του Απρίλη του 2004, ημέρα Πέμπτη, στο διαμέρισμά του, στην οδό Ασπασίας 69, στο Χολαργό, το Στρατή Παναγιώτη Τζίνη και του πήραμε συνέντευξη. Συμπληρωματικά και διευκρινιστικά στοιχεία ζητήσαμε κατά τη δεύτερη επίσκεψή μας στις 13 του Ιούνη του 2005. Ο Στρατής Τζίνης, ενενηντατριάχρονος σήμερα, υπηρέτησε την ιδιαίτερή του πατρίδα από διάφορες θέσεις και την ωφέλησε ποικιλοτρόπως, κατά κοινή ομολογία, ακόμη και κατά τους χαλεπούς καιρούς του ανοίκειου και επιζήμιου εθνικά ναρθηκισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βασικά χαρακτηριστικά του η εργατικότητα, η προθυμία, ο ενθουσιασμός, η εντιμότητα, η τόλμη, η κοινωνικότητα, το ασίγαστο πάθος για το λαϊκό πολιτισμό και η έντονη διάθεσή του για προβολή του τόπου…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 10 Σεπτεμβρίου 1912. Ο πατέρας μου Παναγιώτης ήταν τσαγκάρης και ήταν γιος του Προκοπή Τζίνη. Η μητέρα μου λεγόταν Μαρία Μουτζουρέλη. Νουνά μου ήταν η πολύ καλή ράφτρα του χωριού Ειρήνη Αρβανιτέλη.

 

Το τσαγκαράδικο ο πατέρας μου το είχε στην Μπουτζαλιά, απέναντι από το σπίτι μας. Απασχολούσε και έναν κάλφα, το Στρατή Χρυσή, που ήταν γνωστός πιο πολύ με το παρατσούκλι «Κατζάλ’». Ήταν επιδέξιος τεχνίτης και έκανε λογιώ λογιώ παπούτσια, εργατικά, μποτίνια, παντόφλες. Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Default 5
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων (18-1-1928). Διακρίνονται, από αριστερά: Στρατής Γιάννη Χατζηβασιλείου (Μπαλώτης), Πάνος Βασ. Τζανής, Στρατής Δημητρ. Δούκαρος, Νικόλαος Γεωργ. Βουνάτσος (μπροστά), Στρατής Παν. Τζίνης και Μιχάλης Παν. Χατζηπαναγιώτης (Σκανταλιάρης).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Φιλίτσα Σταυρακέλη-Σκλεπάρη)
Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Εγώ δεν ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Το ακολούθησε όμως ο αδερφός μου, ο Δημητρός, που ήταν μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν πολύ μερακλής. Άμα έκανε παπούτσια και τα έβαζε στη ζυγαριά, το βάρος τους ήταν ακριβώς το ίδιο. Ο αδερφός μου παντρεύτηκε την Αμερισούδα Τάλιου. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση στο ίδιο τσαγκαράδικο, που ήταν, όπως είπα, στην ωραία Μπουτζαλιά, κοντά στο σπίτι του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, στη γωνία. Μετά ο αδερφός μου τα παράτησε και τελικά συνταξιοδοτήθηκε ως υπάλληλος της ΔΕΗ. Από τότε που δούλευα στον Αλαμανέλη, τον είχα πάρει στο μηχανοστάσιο.

 

Εγώ δεν έμαθα την τέχνη του πατέρα μου. Πήγαινα στο τσαγκαράδικο, για να ξεκαρφώνω ή για να ισιώνω «καρφέλια». Είχα κλίση στη ζωγραφική. Είχα μάλιστα και ένα τρίποδο και το έστηνα απέναντι από το μαγαζί μας, όπου υπήρχε άδειος χώρος. Ανεβαίνοντας ο Ξενοφώντας Σουσαμλής, ο γνωστός Ξινόφ’ς, με έβλεπε και έλεγε στον πατέρα μου: Ρε, τι θέλ’ς τσι του βάζ’ς του μουρό στου παπ’τσίδ’κου; Εν του βλέπ’ς τούτου; Και έδειχνε το τρίποδο.

 

Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου και είχα δασκάλους το Στυλιανίδη, το Φωτεινέλη, το Λιάκατο. Μετά φοίτησα στο Ημιγυμνάσιο και είχα καθηγητές το Νουλέλη, τον Κύπριο, το Σκούνιογλου. Πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και θυμάμαι τους συμμαθητές μου Παναγιώτη Τζανή και τον αυτοκινητιστή Στρατή Δούκαρο. Τα γράμματα δεν τα ήθελα. Με τραβούσαν οι μηχανές. Πήγαινα λοιπόν στο σταθμό του Ηλεκτροφωτισμού της Αγιάσου, παρακολουθούσα και μάθαινα. Θυμάμαι τους μηχανικούς, τον Πάρη Λεωνιδόπουλο, το Στέλιο, καθώς και τον ηλεκτρολόγο Παναγιώτη, που τον έλεγαν Νυχτερίδα.

 

Ο σταθμός παραγωγής ρεύματος ήταν σε αποθήκη, δίπλα στου Κακλαμάνου, στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι του Χρίστου Χατζηκομνηνού, της Μπίλιας. Ήταν μια εγγλέζικη μηχανή Κάμπελ με γεννήτρια. Πήγαινα κάθε βράδυ και λάδωνα, αλλά έκανα και άλλες δουλειές, γιατί με εμπιστευόντουσαν, παρ’ όλο που οι μηχανές αυτές δούλευαν με δυο λουριά και ήταν επικίνδυνες. Προηγουμένως ο σταθμός ήταν κοντά στην Αγορά, δίπλα στο σπίτι του Δημητρού Καραμάνου, όπου υπήρχε μια αποθήκη, ένα μαγαζί. Εκεί λειτούργησε η πρώτη μηχανή.
Πήγαινα μαζί με τον Παναγιώτη, τη Νυχτερίδα. Σηκώναμε σκάλες και κάναμε εγκαταστάσεις. Όταν είδε ότι είχα προχωρήσει, με άφηνε μόνο και σιγά σιγά άρχισα να κάνω και εγώ μικροεγκαταστάσεις.

Default 8
Ο Στρατής Τζίνης και η κινηματογραφική μηχανή του, που και αυτή αποτελεί έκθεμα της Λαογραφικής Συλλογής του.
Ανάδοχος του Ηλεκτροφωτισμού στην Αγιάσο ήταν η Βάνα, κόρη του γιατρού Στρατή Δούκαρου και σύζυγος του δικηγόρου Στρατή Αλαμανέλη. Πρέπει να σημειώσω πως για ένα μικρό χρονικό διάστημα πήγα και στη Μυτιλήνη, στο Ηλεκτρολογικό Κατάστημα του Διονύση Χατζή, που ήταν καλός άνθρωπος και είχε συνεργείο με ηλεκτροτεχνίτες. Μετά με φώναξαν στον Ηλεκτροφωτισμό της Καλλονής, όπου και εργάστηκα επί δυο χρόνια. Εδώ υπήρχε μηχανή που λειτουργούσε για τον Ηλεκτροφωτισμό, αλλά και για το άλεσμα των σιτηρών. Ήταν του Συμεών Πρασακάκη, ο οποίος αργότερα έγινε και κουμπάρος μου, με πάντρεψε. Κουμπάρα μας έγινε και η Χρυσούλα, η κόρη του Στρατή και της Βάνας Αλαμανέλη. Με τη μεσολάβηση του Στρατή Δούκαρου, ο οποίος είχε μάθει για μένα, ήρθα ως ηλεκτροτεχνίτης στην Αγιάσο. Άμα ανακοίνωσα στον Πρασακάκη πως θα φύγω, στενοχωρέθηκε πολύ και έκλαψε. Στην Αγιάσο είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους όσοι υπηρέτησαν στον Ηλεκτροφωτισμό, από διάφορες θέσεις. Θυμάμαι τον εισπράκτορα Μιλτιάδη Σκλεπάρη, τους μηχανικούς Γιώργο Τσάκωνα και Στρατή Αλτιπαρμάκη ή Ρουγίδ’, που ήταν και μουσικός, τους βοηθούς Δημητρό Τζίνη και Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, καθώς και άλλους.

 

Ήμουνα πρακτικός, δεν είχα τελειώσει τεχνική σχολή. Τοποθετήθηκα όμως ως ναύτης το 1932 στο πολεμικό «Ήφαιστος», από το οποίο πήρα και απολυτήριο. Εδώ γεμίζαμε τις μπαταρίες για τα υποβρύχια. Το σκάφος αυτό ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά.

 

Όταν απολύθηκα, επέστρεψα στην Αγιάσο και άρχισα να δουλεύω πάλι στου Αλαμανέλη. Εντωμεταξύ χτιζόταν στην Καρυά η γνωστή Ηλεκτρομηχανή, η οποία τέλειωσε το Μάιο του 1936. Οφείλω να πω ότι δεν πήρα μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, γιατί δε με επιστράτευσαν. Πολύ αργότερα έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και έλαβα άδεια ηλεκτροτεχνίτη. Ως το 1963 ήμουνα υπάλληλος του Αλαμανέλη στον Ηλεκτροφωτισμό. Από το 1963 ως το 1970 εργάστηκα έχοντας άδεια εργοδηγού. Ήμουνα υπεύθυνος για όλο το δίκτυο της Αγιάσου, του οποίου έφτιαξα και τις εγκαταστάσεις. Υπήρχε στην Αγιάσο Γραφείο της ΔΕΗ, με προϊστάμενο εμένα και με γραμματέα το Δημητρό Καραμάνη.

 

Από το 1970 έως το 1974 ήμουνα δήμαρχος της Αγιάσου. Με κάλεσε επί Χούντας ένας ανώτερος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος είχε καλέσει προηγουμένως και άλλους, και μου είπε: Θέλουμε δήμαρχο. Του είπα ότι εγώ είμαι αγράμματος, ότι είμαι υπάλληλος της ΔΕΗ. Στο διάλογο με έβλεπε κρύο και ασκούσε πίεση. Το θέμα της ΔΕΗ είπε ότι θα το ρυθμίσει αυτός. Από τώρα, μου είπε, είσαι δήμαρχος. Του απάντησα ότι πρώτα πρέπει να εξηγηθούμε. Θα αναλάβω, αλλά θα δώσετε λεφτά, για να κάνουμε έργα στην Αγιάσο. Έτσι δέχτηκα. Ως δήμαρχος επικάλυψα αρχικά το χείμαρρο Απέσο, από το παρεκκλήσι περίπου της Αγίας Παρασκευής έως την Αγία Σωτήρα, ο οποίος περνώντας μέσα από το χωριό αποτελούσε εστία μόλυνσης. Αργότερα προχώρησα από το γεφύρι του Νεκροταφείου προς τα κάτω. Προχωρούσα συστηματικά. Διανοίξαμε και καθαρίσαμε με προσωπική εργασία το δρόμο από το Σανατόριο ως τον Ψωριάρη, ο οποίος βοηθούσε στην αξιοποίηση των γύρω περιοχών, από το Καγιάνι μέχρι τα Άντρια. Ανακαίνισα το Δημοτικό Ελαιοτριβείο. Δημιούργησα ομάδα Προσκοπισμού, καθώς επίσης και Φιλαρμονική. Ενδιαφέρθηκα για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, των οποίων την οργάνωση μετά από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα ο Δήμος Αγιάσου, καθώς και για την τουριστική αξιοποίηση του τόπου.

Default 11
Από την οργάνωση των Γ’ Χριστοφιδείων (9-8-1959). Στο μικρόφωνο ο ευεργέτης Γεώργιος Χριστοφίδης, δεξιά του ο Στρατής Τζίνης, πίσω του ο αθλητής Άρης Κουζέλης, δεξιά του ο δάσκαλος Πολύδωρος Πρινίτης και ο γραμματικός του Δήμου Μιχάλης Γαλετσέλης, με τα χαρτιά στο χέρι…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Αναβιώσαμε το έθιμο να πηγαίνουν καβαλάρηδες στον Προφήτη Ηλία και ο κόσμος να τους περιμένει κατά την επιστροφή τους στον Απέσο. Επίσης, στις 22 Σεπτεμβρίου 1973, αναπαραστήσαμε με επιτυχία τον παραδοσιακό αγιασώτικο γάμο, τον οποίο είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και πολλοί ξένοι τουρίστες, που επισκέφτηκαν το νησί μας. Για την επιτυχία αυτής της αναπαράστασης βοήθησαν πάρα πολλοί. Ανάμεσά τους και οι μουσικοί μας, με πρωτοπόρο το βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο. Συνεργείο της τηλεόρασης κινηματογράφησε την όλη τελετή με τα ενδιαφέροντα έθιμα της παλιάς εποχής.

 

Συνέβαλα στην ίδρυση του Λαογραφικού Συλλόγου Αγιάσου «η Παράδοση» το 1973, του οποίου διατέλεσα και πρόεδρος. Κύριος στόχος η διατήρηση, η αναβίωση και η προβολή εθίμων του τόπου μας, όπως είναι το Καρναβάλι, η Περικεφαλαία, η Σούσα, αλλά και άλλες πνευματοκαλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως είναι οι θεατρικές παραστάσεις.

 

Επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1964 – 1989, υπηρέτησα ως Επίτροπος στην Εκκλησία της Παναγίας. Συνεργάστηκα αρμονικά και αποδοτικά με τον πρωτοσύγκελο και μετέπειτα μητροπολίτη Ιάκωβο, με τους ιερείς, με τους επιτρόπους. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν πολλά, το Ξενοδοχείο, το Πνευματικό Κέντρο, η δενδροφύτευση της αυλής της Εκκλησίας, το Βυζαντινό Μουσείο, όπου είχα έναν καλό και τίμιο άνθρωπο, το Στρατή Καλυφό, το Λαϊκό Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1982 και που στεγάζεται κάτω ακριβώς από το Βυζαντινό Μουσείο, η διευθέτηση και η ταξινόμηση του αρχειακού υλικού, η καταγραφή των κειμηλίων. Επίσης πραγματοποιήθηκε η γεώτρηση στο Χάνι, σε βάθος 35 μέτρων, που έδωσε νερό στην εκκλησία. Το μαγαζί που είχε ο Κωνσταντής Μαϊστρέλης, η Αφατσιά, έγινε δεξαμενή διαστάσεων 4×4 μέτρα. Επίσης μπορούμε ν’ αναφέρουμε την τοποθέτηση καλοριφέρ στο ναό, το φωτισμό του κωδωνοστασίου, της αυλής και του εσωτερικού του ναού, καθώς και την αξιοποίηση του χώρου κάτω από το Συνοδικό, που λειτουργούσε παλαιότερα ως κρύπτη. Υπηρεσίες πρόσφερα και από άλλες θέσεις, όντας μέλος διαφόρων Επιτροπών, όπως του Χατζησπύρειου Κληροδοτήματος.

Default 14
Ο Στρατής Τζίνης ως πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου επιδεικνύει τη νέα ελαιοσυλλεκτική μηχανή, το γνωστό «σκαντζόχοιρο».
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Έκανα και τρία χρόνια, από το 1968 – 1970, πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου. Κατόρθωσα να αυξήσω τα πιεστήρια και από πέντε να τα κάνω εφτά.

 

Επί είκοσι εφτά περίπου χρόνια, από το 1946 -1973, είχα συνεταιρικά με τον Αλαμανέλη την επιχείρηση του Κινηματογράφου. Ήταν, βέβαια, στο όνομα της συζύγου μου Σαπφώς, γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος της ΔΕΗ. Χειμερινός κινηματογράφος ήταν ο «Όλυμπος», σε ακίνητο του Στέφανου Βρανιάδη. Θερινός κινηματογράφος ήταν η «Όασις», που λειτουργούσε σε χώρο του Κήπου της Παναγίας. Βοηθούσαν ο Νίκος Τσεσμελής ως μηχανικός, ο Γρηγόρης Ψαρρός ή Χαντράλης ως τιτλαδόρος, η σύζυγός μου Σαπφώ ως ταμίας και ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης στην είσοδο.

 

Ενδιαφέρθηκα και για τον αθλητισμό. Επί δεκαπέντε χρόνια ήμουνα πρόεδρος του Αθλητικού Ποδοσφαιρικού Συλλόγου «Όλυμπος». Συνεργάστηκα στενά με το μεγάλο ευεργέτη, ομογενή που έμενε στη Νέα Υόρκη, Γεώργιο Δημητρίου Χριστοφίδη. Μου έλεγε: Εσύ θα επιστατείς, δε θα δουλεύεις, δε θα σκάβεις, και εγώ θα πληρώνω, για να γίνει το Γυμναστήριο. Έγινε απαλλοτρίωση των γύρω χώρων και επέκταση. Έγιναν οι κερκίδες, τα καινούρια αποδυτήρια με ύδρευση του Χριστοφίδειου Δημοτικού Γυμναστηρίου. Το αθλητικό σωματείο δεν περιοριζόταν μόνο στον αθλητισμό, αλλ’ έκανε και άλλες εκδηλώσεις. Ανεβάσαμε στη σκηνή και θεατρικά έργα. Σκηνοθέτης ήταν ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

 

Όταν έφυγα από την Εκκλησία, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα της ίδρυσης ιδιωτικής λαογραφικής συλλογής, με εκθέματα κυρίως τοπικής βιοτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Στην προσπάθεια αυτή με βοήθησαν κάποιοι χωριανοί, που μου χάρισαν αρκετά είδη. Ξόδεψα όμως και πολλά χρήματα, για ν’ αγοράσω ή για να φτιάξω είδη που έχουν πια εκλείψει. Ρώτησα για τη χρήση και λειτουργικότητα του κάθε αντικειμένου και συγκέντρωσα χρήσιμες πληροφορίες, που τις έχω καταχωρίσει σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Η συλλογή αυτή, που στεγάζεται σε οίκημα της συζύγου μου στην είσοδο του χωριού, στην Καρυά, άρχισε να λειτουργεί από τις 16 Μαρτίου του 1990. Την επισκέπτονται πολλοί ντόπιοι και ξένοι χωρίς εισιτήριο και εκφράζουν τα θερμά τους συγχαρητήρια.

 

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 παντρεύτηκα τη Σαπφώ Παναγιώτη Κουτσκουδή και το 1949 γεννήθηκε ο γιος μας Παναγιώτης, ο οποίος σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Είναι παντρεμένος με τη δικηγόρο Ντίνα Παπαγιάννη και έχουν ένα γιο, το Στρατή, μαθητή Γυμνασίου σήμερα».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 149/2005

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΟΥΚΑΡΟΣ

Default 1
Ο Ευστράτιος Δούκαρος γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 Ιουνίου του 1882. Πατέρας του ήταν ο Αλέξανδρος Δούκαρος και μητέρα του η Λουκία Κυπρίου. Ο Ευστράτιος Δούκαρος έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία ενός έτους και τον μεγάλωσε η μητέρα του. Στην Αγιάσο έζησε τα παιδικά του χρόνια και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. Συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, από το οποίο και αποφοίτησε. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1907, μετά από τέσσερα χρόνια σπουδές, πήρε το πτυχίο του. Είχε διατελέσει βοηθός στο Πολιτικό Νοσοκομείο Αθηνών.
Default 3
Από το «Πανελλήνιον Ημερολόγιον Λέσβου 1914», σ. 307
Default 5
Επειδή ήταν πνεύμα ανήσυχο, θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του. Έτσι πήγε στο Παρίσι, όπου ασκήθηκε στη Χειρουργική για δυο χρόνια. Ακολούθως πήγε στις Βρυξέλλες, για να ειδικευτεί στη Γυναικολογία.
Μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές γύρισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου άρχισε να εργάζεται ως χειρουργός. Το 1912 παντρεύτηκε την Ουρανία Γεωργαλά από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), με την οποία απόχτησε μια κόρη, την Ιωάννα (Βάνα), τη μετέπειτα σύζυγο του διακεκριμένου άλλοτε δικηγόρου της Μυτιλήνης Στρατή Αλαμανέλη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος άνοιξε στη Μυτιλήνη την πρώτη Χειρουργική και Γυναικολογική Κλινική, με συνεργάτη του το χειρουργό του Βοστάνειου Ιερού Νοσοκομείου Σταύρο Πασχαλίδη. Με μεγάλη επιτυχία οι δυο τους πρώτοι έκαναν εγχειρήσεις στομάχου, ήπατος και κύστεως. Ας σημειωθεί ότι και πριν από αυτούς έκαναν εγχειρήσεις άλλοι γιατροί στη Μυτιλήνη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο Ευστράτιος Δούκαρος διετέλεσε και μέλος της Χειρουργικής και Γυναικολογικής Εταιρείας των Παρισίων, στην οποία έστελνε και περιστατικά της ειδικότητάς του. Ακόμα εξυπηρετούσε και το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης ως το 1932, χρονιά κατά την οποία πέθανε. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος, που στην αίθουσα των συνεδριάσεων του παραπάνω Νοσοκομείου ήταν αναρτημένη η φωτογραφία του.
Ο Δούκαρος δε διακρίθηκε μόνο ως χειρουργός. Ήταν άνθρωπος πολυπράγμων και δραστήριος, πνεύμα προοδευτικό και δημιουργικό. Με την Αγιάσο, τη γενέτειρά του, διατηρούσε στενούς δεσμούς. Η κλινική του ήταν ανοιχτή για κάθε δυστυχισμένο. Λόγω της κοινωνικής του θέσης, στα χρόνια της δουλείας, έκανε το μεσάζοντα ανάμεσα στους κοινοτάρχες της Αγιάσου και στο μουτεσαρίφη. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912 συνέχισε να κάνει το ίδιο μεταξύ κοινοταρχών και γενικών διοικητών ή νομαρχών.
Ήταν άνθρωπος που αγάπησε τον τόπο του και ήθελε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε. Η προσφορά του για τον τόπο του ήταν μεγάλη και με τη δημιουργία, από τον Αύγουστο του 1927, του πρώτου ηλεκτρικού εργοστασίου, που πρωτολειτούργησε με πετρελαιομηχανή Kambel, 45 ίππων, σε ακίνητο του Νικόλα Στεφανή, στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Το πρώτο αυτό ηλεκτρικό εργοστάσιο, για το μεγάλο θόρυβο που έκανε, μεταφέρθηκε στο δρόμο προς την Καρυά, σε ακίνητο του Αθανασίου Κακλαμάνου. Όμως και εκεί για τον ίδιο λόγο δε στέριωσε. Λειτούργησε 3-4 χρόνια και πάλι το σήκωσαν. Από το 1936 μεταφέρθηκε και λειτούργησε έξω από το χωριό, σε ένα οικόπεδο του Δήμου, απέναντι ακριβώς από το νεκροταφείο του χωριού, στο δρόμο για τη Μυτιλήνη. Η όλη διαχείριση του ηλεκτρικού εργοστασίου στη συνέχεια πέρασε στα χέρια της κόρης του Βάνας, της συζύγου του Ευστρατίου Αλαμανέλη. Ας σημειωθεί ότι για την ηλεκτροδότηση της Αγιάσου τοποθετήθηκαν στύλοι από καστανιά, πού κόπηκαν από σωθήρι του Κύπριου, του πεθερού του Δούκαρου. Από το 1932 μέχρι το 1963 εργάστηκε ως υπάλληλος του ηλεκτρικού εργοστάσιου και ο Στρατής Τζίνης. Λίγο αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1968, το ηλεκτρικό εργοστάσιο περιήλθε στη ΔΕΗ. Ο προοδευτικός Ευστράτιος Δούκαρος σχεδόν ταυτόχρονα με το ηλεκτρικό εργοστάσιο ίδρυσε και ελαιοτριβείο στο Ίππειος, το οποίο υφίσταται και το εκμεταλλεύεται ο εγγονός του Αλέκος Αλαμανέλης.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος, στην απόφαση του Δημητρίου Χατζησπύρου να ιδρύσει στην Αγιάσο μεγάλο νοσοκομείο για όλες τις αρρώστιες, ήταν αντίθετος, γιατί πίστευε πως δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθούν στην κωμόπολη γιατροί όλων των ειδικοτήτων. Το νοσοκομείο στη συνέχεια χτίστηκε από το Δημήτριο Χατζησπύρου στην περιοχή Καμπούδι, αλλά αντιμετώπισε στη λειτουργία του πολλά προβλήματα και εδώ και αρκετά χρόνια λειτουργεί ως Ίδρυμα Ανιάτων.
Ο Δούκαρος για το μειλίχιο του χαρακτήρα ήταν πρόσωπο αγαπητό στην κοινωνία της Λέσβου και κυρίως της πρωτεύουσας. Παρ’ όλα αυτά, κατά την πολιτική διαίρεση του 1916-1917, σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, ο Δούκαρος ως φανατικός αντιβενιζελικός, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γαλλία, ποτίστηκε με πίκρα από τους αντιπάλους του, τους βενιζελικούς. Αντίθετα, ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρου, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γερμανία, ήταν φανατικός βενιζελικός.
Το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, με ψήφισμά του, στις 6 Μαΐου 1932 τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος πέθανε το 1932 σε ηλικία 50 μόλις ετών. Ο πρόωρος θάνατος του στέρησε την Αγιάσο και γενικότερα τη Λέσβο από έναν άνθρωπο της επιστήμης και της προσφοράς. Οι φτωχοί και γενικά τα Φιλανθρωπικά Ιδρύματα της Μυτιλήνης έχασαν το στήριγμα και τον προστάτη τους.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997