ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ

Το πανηγύρι της Αγίας Φωτεινής, της Αγια-Φουτιάς, όπως το λέγαμε, πριν από τον πόλεμο του ’40 γινόταν πολύ ωραίο, στη γραφική τοποθεσία των Λάμπου Μύλων. Τότες ζούσε εκεί ο γερο-Παλιβάνης με την πολυμελή του οικογένεια. Με δική του πάντοτε πρωτοβουλία, τη Λαμπροπέμπτη έπρεπε να πάει από το πρωί στους Λάμπου Μύλους η ορχήστρα μας των έξι οργάνων. Όταν φτάναμε εκεί, κατευθυνόμασταν στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, όπου γινόταν η πρωινή λειτουργία. Είχε και μέσα και απέξω πολύ κόσμο και προπαντός γυναίκες. Το ανοιξιάτικο πρωινό ήταν πολύ ευχάριστο.

Όταν τέλειωνε η λειτουργία, ξεκινούσαμε εμείς μπροστά, παίζοντας ένα εμβατήριο, και μετά ερχόταν όλη η οικογένεια του γερο-Παλιβάνη, με αυτόν επικεφαλής και δίπλα του τον οικογενειακό του φίλο, τον υπασπιστή του Κώστα Ηλιογραμμένο (Κουντάρα). Όλη αυτή η πομπή φτάναμε στο κέντρο του χωριού, στο καφενείο των Παλιβάνηδων, όπου σταματούσαμε, για να παίξουμε. Εντωμεταξύ γέμιζε το καφενείο από κόσμο και μέσα και απέξω και άρχιζαν να του σερβίρουν τα γκαρσόνια. Εμείς μπαίναμε στο ιδιαίτερο του καφενείου και η μεγάλη κόρη του Παλιβάνη μας σερβίριζε το φαγητό. Ήταν πλούσιο το γεύμα μας, τυριά, μυζήθρες, γιαούρτια και άλλα. Μετά αρχίζαμε να παίζουμε και σε λίγο άρχιζαν οι χοροί. Παίζαμε μέχρι τη μια και πολλές φορές και μέχρι τις δυο μετά τα μεσάνυχτα. Ο τελευταίος χορός ήταν της οικογένειας των Παλιβάνηδων.

Κάποτε, σ’ αυτό το πανηγύρι, μας πήρε έξω από το χωριό ο Κώστας Ηλιογραμμένος, ο υπασπιστής του γερο-Παλιβάνη. Ήταν πρωί, πριν πάμε ακόμα στη λειτουργία. Αυτός κρατούσε μια μεγάλη ανθοδέσμη. Κρυφτήκαμε σε κάτι θάμνους, δίπλα στον αμαξόδρομο, με τα όργανά μας και περιμέναμε να υποδεχτούμε το γιο του Παλιβάνη, το Νικολή, που ήταν αρραβωνιασμένος τότε με μια κοπέλα από την Πηγή. Κάποτε φάνηκε ο αραμπάς με τους αρραβωνιασμένους. Βγήκε ο Ηλιογραμμένος από την κρύπτη του και τους πρόσφερε την ανθοδέσμη. Εμείς παιανίζοντας πήραμε το δρόμο της επιστροφής…

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997

ΟΙ ΛΑΤΕΡΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Από πολύ μικρός είχα τη μανία να ρωτώ τους γέρους και να μαθαίνω πράγματα που δεν τα ήξερα. Για τη λατέρνα, που από την πρώτη στιγμή κίνησε το ενδιαφέρον μου, ρώτησα τον παππού μου. Απ’ αυτόν έμαθα για την τύχη της στο χωριό μας.

Την πρώτη λατέρνα, καταπώς μου διηγήθηκε, την έφερε στην Αγιάσο από την Πόλη ο Προκόπιος Τσιχλής , κατά το 1900, ίσως και νωρίτερα. Όταν την έφερε, έγινε το έλα και να δεις, δεν έπαιρνε ανάσα από την πολλή δουλειά. Οι τότε σατιρογράφοι μάλιστα πήραν αφορμή από το γεγονός αυτό, έγραψαν στίχους και τους έβαλαν σκοπό μέσα στη λατέρνα. Οι στίχοι ήταν επιτυχημένοι και έλεγαν:

Ήρτι τ’ όργαλου τ’ Τσιχλή
τσ’ έπιξί μας τρεις σκουποί,
πήρι τα γρουσέλια μας
τσι τα δικαρέλια μας.
 

Στη συνέχεια έβαλαν σκοπό στη λατέρνα άλλους στίχους, τους οποίους εμπνεύστηκαν οι σατιρογράφοι από ένα άλλο γεγονός. Κάποιος Αγιασώτης, ονομαζόμενος Καλαλές, έκλεψε κάτι «χράμια», τα πούλησε και με τα χρήματα που πήρε οργάνωσε γλέντι μαζί με άλλους όμοιούς του. Οι στίχοι αυτοί έλεγαν:

Θα σι σκουτώσου, Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.
 

Ένα άλλο περιστατικό, που έγινε σκοπός της λατέρνας, είναι δεμένο με το Δημητρό Ρούγκο, ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε πιάσει κάποιο παιδί, για να κάνει βρομοδουλειά μαζί του. Οι στίχοι έλεγαν:

Βρε Ρούγκου Δημητρό,
πλήρουσί του του μουρό,
γη, σα δεν του πληρώσ’ς,
να του πληρώσου γω.
 

Και ένα άλλο γεγονός, που ίσως ήταν και το τελευταίο της περιόδου εκείνης. Κάποια όμορφη Μπουτζαλιώτισσα, που την έλεγαν Κλεανθίτσα, άφησε την Αγιάσο και έφυγε στα ξένα. Οι Αγιασώτες έγραψαν τους αποχαιρετιστήριους στίχους.

Ουραία Μπουτζαλιά μου,
που ‘σταν καμπαναριό
τσι σ’ έκανι γι Ρούγκους
σουστό πουταναριό.
Ουραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
γιατί την Κλεανθίτσα
δε θα την ξαναδείς.
 

Ίσως να υπήρξαν και άλλοι στίχοι για την Μπουτζαλιά και για το Ρούγκο. Η Μπουτζαλιά άκμαζε, γιατί ήταν η πιο πλούσια συνοικία του χωριού, λόγω της εργατικότητας των κατοίκων. Όλα τα σπίτια ήταν εργαστήρια λογής λογής. Οι γυναίκες ύφαιναν και είχαν πολλά φλουριά και λίρες, που αποκόμιζαν από τα είδη που παρήγαγαν και πουλούσαν σ’ όλο το νησί. Ο Ρούγκος, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, ήταν άνθρωπος της δουλειάς, καπάτσος. Γνώριζε τα πάντα, εκμεταλλευόταν το «ταλέντο» του και ζούσε σε βάρος των άλλων.

Τους σκοπούς τους πέρναγε στις λατέρνες πρώτα ο θείος μου ο Στρατής Ρόδανος. Θυμάμαι πως κουβαλούσαν τη λατέρνα μέσα στο σοκάκι, έξω από τα σπίτια μας. Με ένα άσπρο παγιαυλί στο στόμα ο θείος μου ρύθμιζε τους στίχους και έκανε τη συναρμολόγηση ολόκληρου του σκοπού.

kourtsiad
Ο Αθανάσιος Καμαρός ή Κουρτσάδης (αριστερά) με τον Παναγιώτη Αντώνα, που περνούσε σκοπούς στις λατέρνες.

Μετά τον Τσιχλή λατερνατζήδες στην Αγιάσο ήταν ο Σωκράτης ο Βάλεσης (Μασόνους), ο Μήτσος τ’ Αγλάγ(ι), ο Θανάσης Καμαρός ή Κουρτσιάδης και ο Πάνος η Χτένα. Από δω και πέρα άρχισε να βασιλεύει το άστρο της λατέρνας, όπως και τόσα άλλα. Έπαψαν ν’ ακούγονται το νταβούλι του Λαγού, καθώς και ο ζουρνάς και η γκάιντα, που έπαιζε ο Ανδρέας Κινάνης. Σε κάθε κουϊτούκι μέσα στο χωριό στάθμευε και μια λατέρνα. Τότες που βγαίναμε πατινάδα, να δούμε τις «γιαβουκλούδες» μας, που μας περίμεναν, κάναμε πρώτα ρεφενέ για τα έξοδα και την αμοιβή της λατέρνας, και μετά ξεκινούσαμε. Και τούτο, γιατί τα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν πολλά χρήματα, όπως τώρα. Το τάλιρο ήταν άλλοτε ίσαμε μυλόπετρα για μας.

Ένα διάστημα οι μουσικές ήταν ανύπαρκτες, γιατί όλοι οι μουζικάντες ήταν στρατευμένοι. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, κυρίως όμως μετά το 1922, άρχισαν να οργανώνονται οι κομπανίες. Δυο ήταν ξακουστές σ’ όλο το νησί. Η μια ήταν του θείου μου, του Στρατή Ρόδανου, και η άλλη του Παναγιώτη Σουσαμλή (Κακούργου). Αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και τα μπουζούκια. Στη μεταξική περίοδο θυμάμαι ότι είχαμε, εκτός από τις δυο γνωστές κομπανίες , και πέντε μικρά άλλα συγκροτήματα, που είχαν διάφορα όργανα.

Ο θείος μου Στρατής Ρόδανος ήταν και αυτοδίδακτος ταλαντούχος δάσκαλος μουσικής. Ένα σπίτι, που ανήκε σε μια θεια μου που ήταν στην Αμερική, το είχε ωδείο. Από το πρωί ως το βράδυ αυτή ήταν η δουλειά του. Έβγαζε τσιράκια, μουσικούς. Αναρίθμητοι οι μαθητές του. Έπαιζε μια τρόμπα, που δεν πιστεύω να έπαιζε άλλος κανείς. Όταν έπαιζε σε παρέα καλή, χαιρόσουν να τον ακούς. Είναι αμέτρητες οι φορές που γλέντησα μαζί του και δεν είναι δυνατόν να σας δώσω να καταλάβετε το μέτρο της μεγάλης του αξίας. Και ο Παναγιώτης Σουσαμλής όμως ήταν άφταστος. Το κλαρίνο του ήταν αδύνατο να το παίξει άλλος.

stoixio
Αναμνηστική φωτογραφία από την Αγία Παρασκευή Λέσβου (9 Οκτωβρίου 1938), στην οποία είχαν μεταβεί οι ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου “η Ανάπτυξις” Αγιάσου και παρουσίασαν το δράμα του Φραγκίσκου Γκρίλλπαρτσερ “Το στοιχειό του Πύργου”. Διακρίνονται από αριστερά ο Στρατής Στεφάνου, ο Βασίλειος Ρόδανος, γιος του Στρατή Ρόδανου, ο Πάνος Πράτσος, αντιπρόεδρος του Αναγνωστηρίου, και ο Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).

Εάν ζούσαν σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, θα γίνονταν σε πολύ λίγο χρόνο εκατομμυριούχοι και θα τους θαύμαζε όλος ο κόσμος. Εγώ τους απόλαυσα. Δε θυμάμαι να πέρασε βδομάδα, χωρίς να τους χαρώ. Ακόμα και στο Σανατόριο τους πήγαμε, μέσα στα χιόνια, με τον Κώστα Βουλβούλη.

Χρυσά αξέχαστα χρόνια! Πολλές φορές ξετυλίγονται μέσα στη μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, που κρατά την ανάσα μου και εύχομαι να μη φτάσει ποτέ στο τέλος. Έφυγαν τα χρόνια τα καλά και τα τρισευτυχισμένα και ήρθαν τα άχαρα και τα δυστυχισμένα.

(Αγιάσος, 19 Απριλίου 1987)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989

ΧΟΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

ΑΓΙΑΣΟΣ, ΒΟΥΓΙΟΥΚΑΣ, ΓΕΩΡΓΑΝΤΗΣ, ΓΛΕΖΕΛΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, ΖΑΧΑΡΙΟΥ, ΗΛΙΟΓΡΑΜΕΝΟΣ, ΚΑΖΑΚΟΣ, ΚΑΦΕΝΤΑΡΙΑ, ΚΟΛΑΞΙΖΕΛΗ, ΚΟΥΝΕΛΗΣ, ΚΟΥΡΤΖΕΛΗΣ, ΚΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΜΑΚΑΡΩΝΗΣ, ΞΕΝΕΛΗΣ, ΟΛΥΜΠΟΣ, ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ, ΡΟΔΑΛΟΣ, ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ, ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ, ΣΤΟΪΚΟΥ, ΤΖΑΝΕΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ, ΧΑΤΖΗΠΡΟΚΟΠΙΟΥ, ΧΟΡΟΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, 19-02-1931

ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ. ΟΛΗ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΗ (10)

neos-kirix_19341009_deka-meres-stin-agiaso-(10)-ΑΓΙΑΣΟΣ- ΗΛΙΟΓΡΑΜΜΕΝΟΣ-ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ-ΜΟΥΣΙΚΗ-ΜΠΑΡΜΠΑ ΣΤΕΛΙΟΣ-ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ-ΝΕΟΣ ΚΗΡΥΞ-ΣΟΥΣΑΜΛΗΣ-ΤΡΙΒΟΛΟΣ-ΤΙΝΣ

ΝΕΟΣ ΚΗΡΥΞ, 09-10-1934