ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΟΣ

Η εκδοτική δραστηριότητα, με τη μορφή του Τύπου, παρατηρείται στην ‘ Αγιάσο στη δεκαετία του 1930-1940. Για την εποχή αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν πάρουμε υπόψη τις τεχνολογικές ανεπάρκειες του καιρού και τις υλικοτεχνικές υποδομές που απαιτεί μια εκδοτική δρα­στηριότητα. Συγχρόνως είναι δηλωτική μιας σφύζουσας ζωής, οικονομικής και πληθυσμιακής,

ΠΗΓΗ: περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ τ.7,8,10



Θα ήταν κοινότυπο να επαναλάβουμε τη σημασία της λειτουργίας του Τύπου, την επίδρασή του στη διαμόρφω­ση των διαφόρων επιλογών της κοινής γνώμης, την τεράστια συμβολή του στην πληροφόρηση του ατόμου, μ’ όλα βέβαια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή σκοπιμότη­τες, που μπορεί να παρουσιάζει ή να εξυπηρετεί μια πληροφόρηση. Και αναφερόμαστε στις τέτοιες ιδιομορ­φίες του Τύπου, γιατί πέρα από την επιφανειακή του μορφή και δομή, πρέπει να τον δούμε στην αιτιακή του προέλευση. Πρέπει να τον βλέπουμε σαν ένα όργανο που ξεκινά από κοινωνικές ομάδες και σχηματισμούς, τις εκφράζει και αποτελεί το μέσο με το όποιο διατυπώνουν και προπαγανδίζουν την ιδεολογία τους. Κι αυτό γίνεται αναγκαστικά είτε υπάρχει οργανωμένη εκδοτική επιχείρηση, με διακηρυγμένους πολιτικούς ή κομματικούς στό­χους, είτε υπάρχει απλώς έκδοση οιουδήποτε εντύπου (περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) από μεμονωμένο πρόσω­πο, το οποίο μπορεί βέβαια να μη συνδέεται οργανωτικά ή άμεσα με τα παραπάνω, αλλά δεν μπορεί και να μην αποτυπώσει, ενσυνείδητα ή όχι, στα γραφόμενά του και στον τρόπο που τα παρουσιάζει την οποιαδήποτε ιδεολο­γία του, την αντίληψή του για το καθετί.

Αβίαστα λοιπόν μπορούμε να πούμε πως μέσα από τον Τύπο, στην όποια του μορφή, αποτυπώνονται κάθε φορά οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους, καταγράφονται τα οποι­αδήποτε γεγονότα του καιρού που αναφέρονται και γενικά μας δίνεται η ευκαιρία να διακρίνουμε τις κάθε είδους θέσεις, απόψεις, αντιλήψεις για το κάθε θέμα.
Εντοπίζοντας λοιπόν τα παραπάνω και σ’ έναν Τύπο τοπικής κυκλοφορίας και εμβέλειας, θεωρητικά τουλάχι­στο πρέπει, μέσα κι από έναν τέτοιο Τύπο, να μας δίνονται οι κοινωνικοπολιτικές συντεταγμένες του χρό­νου και του τόπου που αναφέρεται. Έτσι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον τοπικό Τύπο της Αγιάσου.
Η εκδοτική δραστηριότητα, με τη μορφή του Τύπου, παρατηρείται στην ‘ Αγιάσο στη δεκαετία του 1930-1940. Για την εποχή αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν πάρουμε υπόψη τις τεχνολογικές ανεπάρκειες του καιρού και τις υλικοτεχνικές υποδομές που απαιτεί μια εκδοτική δρα­στηριότητα. Συγχρόνως είναι δηλωτική μιας σφύζουσας ζωής, οικονομικής και πληθυσμιακής, παίρνοντας βέβαια υπόψη μας όλες τις κοινωνικές ανισότητες και διαμάχες και τις μονόπλευρες οικονομικές ευρωστίες ορισμένων τάξεων και επαγγελμάτων. Ακόμα, σύμφωνα με τις παραπάνω αφετηρίες και διαπιστώσεις, ό Τύπος της ‘ Αγιάσου είναι ένας καθρέφτης όχι όμως τόσο διαυγής κι ευδιάκριτος, στον οποίο, με λίγη προσοχή, μπορούμε να διακρίνουμε, ακόμα κι από παραμικρές λεπτομέρειες, όλα τα ιδιαίτερα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά των χρό­νων εκείνων.
Η πρώτη εφημερίδα που κυκλοφορεί στο χώρο της ‘ Αγιάσου είναι η «Α γ ι ά σ ο ς». Πρώτοι εκδότες της και στελεχικό δυναμικό: Πάνος Κολαξιζέλλης, Βασίλης Ια­κώβου, Χριστόφας Μαλακέλλης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο φαρμακοποιός Π. Ευαγγελινός και μετέπειτα Βασίλης Χατζηπαυλής, Πάνος Πολυπάθου, Στρ. Παρής, Λ. Χατζηκωσταντής και Ευστρ. Βέτσικας. Τα σκίτσα της εφημερίδας ήταν του Χαράλα­μπου Πανταζή, σκαλισμένα σε λινόλεουμ από τον Πάνο Παγωτέλλη.

Είναι το μακροβιότερο έντυπο, το πληρέστερο και πιο ολοκληρωμένο σε σχέση με εκείνα που θα κυκλοφορή­σουν συγχρόνως ή μεταγενέστερα απ’ αυτό. Η αρθρογραφία του και η ειδησεογραφία του, αδέσμευτη κομματι­κά, δεν μπορεί να μην αποφύγει μια γενικότερη αρνητική τοποθέτηση απέναντι σε κοινωνικοπολιτικές ομάδες αντίθετης ιδεολογίας με την κρατούσα και το κατεστημέ­νο της. Κάποτε αυτό το κατεστημένο δημιουργεί πλεγμα­τικές προσωπικά καταστάσεις, στενή αντίληψη κι ανάλογες έτσι αρθρογραφίες. Στο φ. της 15-11-31 διαβάζουμε σχετικά «ο δημοδιδάσκαλος κ. (αναφέρεται το όνομα) εμήνυσε τον κ. (αναφέρεται το όνομα), διότι του απέδωσε την κατηγορίαν του κομμουνιστού». Από κάποιο άλλο φύλλο (23-8-31) αντιγράφουμε: «…αστυνομική δύναμις μεταβάσα συνέστησε την διάλυσίν των. Ούτοι όμως ηρνήθησαν υβρίζοντες και τότε αύτη συστήσασα εις τον καλόν κόσμον να απέλθη ηναγκάσθη να ετοιμασθή όπως κάμη χρήσιν των όπλων, οπότε οι κομμουνισταί ετράπησαν εις άτακτον φυγήν». Σχετικά με τη δίκη για τα παραπάνω επεισόδια, διαβάζουμε στο φ. της 30-8-31 μια περικοπή από την εισαγγελική αγόρευση «…η κοινωνία της Αγιά­σου έχει τρομοκρατηθεί από τα καθημερινά επεισόδια των ανωτέρω κομμουνιστών και εκτός τούτου η αυστηρά τιμωρία των θ’ αποτελέσει ηθικήν αμοιβήν και ενίσχυσιν της Αστυνομίας της Αγιάσου».
Η γενικότερη όμως θέση της εφημερίδας απέναντι σε κοινωνικές διαμάχες και καταστάσεις μπορούμε να πούμε πως δεν έχει κανένα στοιχείο εμπάθειας ούτε και διακρίνεται για στενή αντίληψη των συμβαινόντων σε μια εποχή που άλλα έντυπα, πανελλήνια και λεσβιακά, έφτα­ναν σε σημεία παροξυσμού και γελοιότητας για παρόμοια θέματα.
Το κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της «Αγιάσου» (19-4-31) είναι γραμμένο στη δημοτική. Στο φ. της 8-11- 31 δημοσιεύονται «Οι Μοιραίοι» του Κ. Βάρναλη. ‘Αργό­τερα (10-1-32) διαβάζουμε αναδημοσιευμένη μια καταγ­γελία της Ενώσεως Ελλήνων Νομικών για βασανιστήρια, πολιτικών κρατουμένων για το ιδιώνυμο, με τίτλο «Εν απάνθρωπον έγκλημα εις βάρος κρατουμένων νέων εις τας φυλακάς Αβέρωφ».
Γενικά μέσα από την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως αυτή δίνεται με απλές, καθημερινές εκδηλώσεις και ειδήσεις, παρουσιάζεται, ανάγλυφα πολλές φορές η κοινωνική διάρθρωση του χώρου της Αγιάσου, η οικονο­μική κατάσταση των διάφορων κοινωνικών ομάδων, η φτώχεια, η μιζέρια κι η ανέχεια των πενεστέρων τάξεων. Σχετικά σταχυολογούμε μερική ειδησεογραφία. Στο φ. της 2-8-31 και με τον τίτλο «Μια ερασιτεχνική παράσταση για τα φτωχά παιδιά του ημιγυμνασίου μας» διαβάζουμε: «Η επιτροπή της συνεδρίασης απηύθυνε σ’ όλους τους γονιούς θερμή παράκληση να στείλουν τα παιδιά τους στο ημιγυμνάσιο, μα ένα πικρό χαμόγελο, μια άρνηση ζωγρα­φίστηκε στα πρόσωπά τους, όχι γιατί δεν υπήρχε προθυ­μία και καλή θέληση, μα γιατί προς στιγμήν αναλογίστηκαν τις 200-300 δρχ. που θα ‘θελαν για δίδακτρα και βιβλία». Στο φ. της 5-7-31, από ρεπορτάζ για κάποια σύσκεψη γονέων αντιγράφουμε: «Ο λόγος ακολούθως δίδεται εις τους γονείς – 25 περίπου, οι οποίοι δηλούν ότι είναι πρόθυμοι να στείλουν τα παιδιά των εις το ημιγυμνάσιον και αντιλαμβάνονται καθ’ όλην την έκτασιν το κακόν της αγραμματοσύνης, αλλ’ η οικονομική κρίσις είναι εκείνη η οποία τους αναγκάζει να αποσύρωσι τα παιδιά των από το σχολείον, διότι δυσκολεύονται να καταβάλουν και αυτάς τας 60 δρχ. του απολυτηρίου εκ του Δημοτικού». Στο φ. της 20-12-31 διαβάζουμε ανάμεσα σ’ άλλα για ένα χορό του Ερασιτεχνικού Ομίλου «για κείνους που πεινούν και υποφέρουν», όπως γράφει χαρακτηριστικά, για να συνεχί­σει: «Είναι γεγονός εξακριβωμένο πως από πολλά σπίτια σήμερα λείπει και αυτό το μαύρο ψωμί και πως πολλές οικογένειες την Άγια αυτή Ημέρα θα κοιμηθούν νηστι­κοί». Στο φ. της 15-5-32 βρίσκουμε δημοσιευμένο άρθρο με τίτλο «Η κρίσις που διέρχονται οι προλετάριοι διανοούμενοι», το οποίο ανάμεσα σ’ άλλα αναφέρει «Ένας εργάτης, ένας σκαφτιάς ευρίσκει σήμερον εργασίαν ευκολότερα παρά ένας εγγράμματος απόφοιτος γυμνα­σίου. Τα γυμνάσια όλου του κράτους φαμπρικάρουν κάθε χρόνο και παραδίδουν εις την κοινωνίαν καραβάνια ολόκληρα νέων εγγραμμάτων ηλικίας 16-18 ετών που ζητούν επί ματαίω εργασίαν εις εν οιονδήποτε γραφείον και αντί πενιχρός αμοιβής».


Τα ρεπορτάζ όμως και η ειδησεογραφία στην «Αγιάσο» φθάνει σ’ όλα τα θέματα, από τα πιο δημοσιοποιημένα μέχρι σε περιοχές πολλές φορές ιδιαίτερης ιδιωτικής ζωής, με πλήρη περιγραφή προσώπων και περιστατικών. Έτσι, εκτός από αναγγελίες απαγωγών (του τύπου: ο τάδε… χθες απήγαγε την… κτλ.), στο φ. της 4-10-31 και κάτω από την είδηση «Συνελήφθη παρά των οργάνων της Αστυνομίας ο επί διετίας καταδιωκόμενος Φώτιος Μπράτσος», διαβάζουμε: «Περί ώραν 2αν πρωινήν της παρελ­θούσης Τετάρτης συνελήφθη εντός της οικίας της… (αναφέρεται το όνομα)… συζύγου του… (όνομα), ο δι’ ευνοήτους λόγους εισελθών… (όνομα) υπό των εν αυτή αναμενόντων συγγενών της… (αναφέρονται 3 ονόματα) παρά των οποίων και εδάρη ανηλεώς». Παράλληλα κάθε φύλλο της εβδομαδιαίας «Αγιάσου», είναι γεμάτο από μικρές λιγόλογες ειδήσεις, διαφημίσεις ντόπιων καταστημάτων και προϊόντων, αναγγελίες για μετακομίσεις καταστημάτων μέσα στην Αγιάσο και ειδικά το φθινόπωρο, όταν στο τέλος της καλοκαιρινής περιόδου πολλά καφενεία μετακομίζουν στο εσωτερικό του χωριού, για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Γενικά μπορούμε να πούμε πως η «Αγιάσος», ανεξάρτητα από αντικειμενικές τεχνικές ελλείψεις, τυ­πογραφικές ατέλειες ή αβλεψίες, είναι ένα φύλλο καλόπιστης πληροφόρησης για το χώρο που κυκλοφορεί, δημοκρατικής κατεύθυνσης, γι’ αυτό κι άλλωστε το φασι­στικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν ευνοεί την περαιτέρω κυκλοφορία της. Η «ΑΓΙΑΣΟΣ» σταμάτησε να εκδίδεται προσωρινά, αλλά μετέπειτα ξανακυκλοφόρησε σε αραιά διαστήματα μέχρι το 1940 περίπου, από άλλα στελέχη.

ΑΛΛΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

Αμέσως μετά την κυκλοφορία της «ΑΓΙΑΣΟΥ» και μέχρι το 1940, εκδίδονται άλλες 7 εφημερίδες. Βλέπου­με έτσι πόση απήχηση βρήκε ένα πρωτοφανέρωτο για την Αγιάσο προπαγανδιστικό μέσο κι ένας τέτοιος τρόπος καταγραφής των διάφορων συμβαινόντων. Ερέθισε σκέ­ψεις, ξύπνησε ίσως κρυμμένες φιλοδοξίες μα και ικανό­τητες και γενικά έδειξε πόσο η ζωή των χρόνων εκείνων, ήταν εποχή ζωντάνιας, αναζήτησης, πληθωρικών προβλη­μάτων, έντονης αντιπαράθεσης ιδεολογιών και ομάδων.
1) Στις 12.2.32 κυκλοφορεί η «ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ». Ήταν εβδομαδιαία κι ιδιοκτήτης ήταν ό Β. Ιακώβου και διευθυ­ντής ο Θωμάς Παπακωνσταντίνου (Βινίκιος). Εκδίδεται μέχρι το 1936.
2) Συνέχεια της «ΛΑΪΚΗΣ ΦΩΝΗΣ», που έπαψε να βγαίνει, ήταν η «ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ», εβδομαδιαία, με ιδιοκτήτη – διαχειριστή το Β. Ιακώβου. Δεν έχουμε ακριβή ημερομηνία διακοπής της κυκλοφορίας της.
Κοινό γνώρισμα των παραπάνω εντύπων είναι το ότι δε δεσμεύονται οργανωτικά τουλάχιστον με κομματικούς οργανισμούς. Και στις δύο διαβάζουμε σαν προσδιορισμό τους τη φράση «ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΠΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ». Η παρουσίαση των γεγονότων γίνεται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, όπως και στην «ΑΓΙΑΣΟ», αμερόληπτο μπορούμε να πούμε και αρκετά διευκολυντικό για να επισημάνουμε καταστάσεις, αντιλήψεις και γεγονότα τα οποία πιθανόν να μην τα τοποθετούσε άμεσα ή στη ριζική τους αιτία και προέλευση.
Στο φ. της 23.2.36 (ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ) διαβάζουμε:
«Η αντιμετώπιση της βαρυχειμωνιάς και της κατόπιν ταύτης ανεργίας και πείνας δεν γίνεται με λόγια έστω και ευσπλαχνίας. Χρειάζεται κοντά στις ευχές του παπά και η γάτα για τους ποντικούς, χρειάζεται δηλ. κοντά στα λόγια συμπόνιας των πολλών και πρακτικότερο ενδιαφέρον… Πρέπει να νοιώσουν βαθειά ότι τα στομάχια… των ανέργων εργάζονται κι ότι οι άνθρωποι δεν κρατούν τη τσάπα στα χέρια τους και ότι τα παιδιά στο σπίτι περιμένουν το ψωμί των που θα δώσει η φιλανθρωπία και αλληλεγγύη των ανθρώπων εφ’ όσον ο πατέρας δεν μπορεί, αφού μένει άνεργος».
Στο ίδιο φύλλο βρίσκουμε άρθρο με τίτλο «ΑΝΑΓΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ» και με την υπογραφή «Η.Κ. ραφτεργάτης».
Ανάμεσα σ’ άλλα λέει:
«… Είναι ο μόνος κλάδος που θα πει κανείς πως εκεί μέσα ξαναζεί το σύστημα των αφεντάδων. Απ’ τη μια νύχτα ως την άλλη όταν έχει δουλειά είναι σκυμμένος πάνω στη βελόνα για ελάχιστο μεροκάματο, που τις περισσότερες φορές δεν περνά το μεροκάματο των εργατών γης, παρ’ όλο που πρέπει να θυσιάσει κανείς ολάκερα χρόνια για να ειδικευθεί σ’ αυτή τη δουλειά χωρίς να πληρώνεται. Η έλλειψις οργανώσεως τούς καθιστά ανίκανους να διεκδικήσουν τα δίκια των και ακόμα πετιούνται με τον πιο εύκολο τρόπο στο δρόμο όταν αρρωστήσουν και δεν μπορούν να δουλέψουν. Και όταν φτάσει τα 50 χρόνια, οπότε λόγω της φύσεως της εργασίας δεν βλέπει να δουλέψει, τον περιμένει η φτώχεια κι η κακομοιριά».
3) «ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ». Εβδομαδιαία. Ιδιοκτήτης Γιάννης Χατζηαποστόλου. Δ/ντής Ευάγγελος Παπασταματίου. Πρωτοκυκλοφορεί στις 23.6.35.
Το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από τοπικές ειδήσεις και επικαιρότητες.
Κύριο χαρακτηριστικό της η διαφοροποίηση από τις παραπάνω στον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων. Πολλά προβλήματα δεν προβάλλονται ολόπλευρα, ωραιοποιούνται κι αντιμετωπίζονται επιφανειακά. Και η γενικό­τερη αυτή τοποθέτηση της εφημερίδας είναι σχετική και συνάρτηση του ότι απηχεί τις θέσεις του κυβερνώντος κόμματος τότε, του «ΛΑ Ϊ ΚΟΥ». Χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι ένα κύριο άρθρο του Ηλία Λίβανου με τίτλο «Η ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΝΩΝ ΠΑΛ. ΠΟΛΕ­ΜΙΣΤΩΝ. Πώς και διατί συνεστήθη» (φ. 25.4.36). Κάπου διαβάζουμε:
«… Όλος ο πεπολιτισμένος κόσμος, πολύ δε περισσότερον η κατασυκοφαντημένη δικτατορία του Χίτλερ στη­ρίζεται επί των στιβαρών χειρών του εργάτου και έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει την πλέον ριζοσπαστικήν και εργατικήν νομοθεσίαν, ώστε ο εργάτης να έχει απόλυτον εμπιστοσύνην εις το κράτος».


Άλλο χαρακτηριστικό της ίδιας εφημερίδας οι εκτεταμένες περιγραφές εκδηλώσεων, εορτών με λεπτομέ­ρειες και ζωντάνια, από τις οποίες μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για οτιδήποτε.
Στο φ. της 17.8.35 σε ολοσέλιδο ρεπορτάζ με τίτλο «Η ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΣ» διαβάζουμε ανάμεσα σ’ άλλα: Κατά το συνωστισμό δεν έλειψαν και αι απαραίτητες μικροπαρεξηγήσεις και ακούγαμε «Καλέ, μη σπρώχνετε έτσι», συστάσεις που έκαναν διάφορες προπαντός δ/δες σε μερικούς άθελα ή επίτηδες κολλητηρτζήδες. Άλλη πάλι ηκούγετο να φωνάζει «Αχ καλέ, ποιός με τσίμπη­σε», ο αναιδής όμως έκανε την πάπια...Στις λοταρίες άγριος συνωστισμός… στα πατσατζίδικα κίνησις ζωηροτάτη μέχρι το πρωί. Τα καζάνια βγάζουν ατέλειωτους πατσάδες που τους καταβροχθίζουν ξένοι και ντόπιοι πανηγυρισταί».
4) «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΗΣ». Εκδόθηκε το 1934 από τον Προκ. Χατζηευστρατίου. Δε βρήκαμε κανένα φύλλο της.
5) «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ». Εκδόθηκε το 1934 από τον Περ. Τζαννετή και ήταν όργανο του «ΛΑΪΚΟΥ» κόμ­ματος. (Δεν υπάρχει κανένα φύλλο της).
6) «ΝΕΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ». Εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα που πρωτοκυκλοφορεί την 4η Αυγούστου 1939, από το Μάριο Φραντζή. Απηχεί τις απόψεις της 4ης Αυγούστου.
Και σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή (μετά τις 4 Αυγούστου του ’36 δηλ.) διακρίνουμε σ’ όλα πια τα έντυπα, τον αντίκτυπο της φασιστικής δικτατορίας, την ανελευθερία του Τύπου, την αυτολογοκρισία των έκδοτών.
Από τις εφημερίδες της εποχής 1936-1940 λείπουν πια οι ειδήσεις για κοινωνικές διεκδικήσεις, για πολιτική κίνηση, λείπει η προβολή αιτημάτων και προβλημάτων. Όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από ειδήσεις για τη δραστη­ριότητα της EON, για εκδηλώσεις «υπέρ» του καθεστώ­τος και τις δικτατορικές φιέστες, για τους υποκριτικούς εργατοπατερισμούς του Μεταξά.
Και η τέτοια πορεία του Τύπου στην Αγιάσο, φτάνει στα 1940. Η πολεμική μας περιπέτεια σταματάει και νεκρώνει κάθε εκδοτική δραστηριότητα. Κι έτσι αυτή η περίοδος θα ‘ναι η τελευταία. Μετά το 1940 δε βγαίνει κανένα έντυπο.

ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΕΝΤΥΠΑ

Θα ήταν παράλειψη στην εκδοτική κίνηση της Αγιά­σου να μην αναφέρουμε και τα δυο σατιρικά έντυπα που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς, δείγματα κι αυτά ενός ζωντανού, δηκτικού και δροσερού πνεύματος.
1) Τις Απόκριες των χρόνων 1932, 1933, 1934 και μόνο τότε, κυκλοφόρησε από το Βασ. Ιακώβου η σατιρική «ΦΟΥΡΤΟΥΤΗΡΑ». Συνεργάτης ήταν ο Κλ. Καραφύλλης.
Δυστυχώς δε βρήκαμε κανένα φύλλο της, πράγμα που θα μας έδινε πληροφορίες για τις αυθόρμητες αποκριά­τικες εκδηλώσεις, αφού τότε ακόμα δεν υπήρχε οργανω­μένος Καρνάβαλος.
2) Σημαντικά αξιόλογο σατιρικό έντυπο ήταν και μια χειρόγραφη και δακτυλογραφημένη μικρή εφημερίδα που βγήκε από το Μιχ. Σκλεπάρη, η «ΓΚΡΙΝΙΑ». Κυκλοφόρησε δυστυχώς 3 φορές μόνο. α) 1 Γενάρη 1945, β) 16 Γενάρη 1945, γ) 1 Γενάρη 1946. Αν και η τεχνική της και κυκλοφοριακή της πλευρά ήταν λειψή, με τα 3 φύλλα της, μας επιτρέπει να δούμε πως επρόκειτο για κάτι το πνευματώδικο, το έξυπνο, το σατιρικό.
Ορισμένες στήλες της είναι απομίμηση στηλών του «Τρίβολα», χωρίς κάτι τέτοιο να μειώνει το δικό της πνεύμα, τη δική της ιδιαιτερότητα. Νομίζουμε πως αν συνεχιζόταν η έκδοσή της, θα είχε εξελιχτεί στον «Τρίβο­λα» της Αγιάσου. Κάτω από τον τίτλο της «ΓΚΡΙΝΙΑ», παραποιώντας και διακωμωδώντας τα «απαραίτητα κατά νόμον στοιχεία», έγραφε:
«Βγαιν’ σ’ χασ’ τσι σ’ φούσκουσ» και λίγο πιο κάτω «εκδίδεται απί κουμψούδις».
Σ’ ένα φύλλο της και στη μόνιμη στήλη!!! Τ ε λ ε υ τ α ί α ώρα, διαβάζουμε: «Πήραμε από τις Ποινικές το παρακάτω τηλ/μα». «Π ά τ ε ρ α, πέ του α μί βγάλι ν». (Έξυπνο μεν, αυθόρμητο, αλλά και τόσο τραγικό, όταν σκεφτούμε πως το φύλλο αυτό είχε ημερομηνία 1 Γενάρη 1946…).

ΤΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλες οι παραπάνω εφημερίδες τυπώνονταν στην Αγιάσο.
Η αρχή έγινε στις αρχές του 1931, μετά από επίμονες προσπάθειες του Παν. Κολαξιζέλλη, Βασ. Ιακώβου και αργότερα με τη συμμετοχή του Μιλτ. Σκλεπάρη.
Η ιδέα για το τυπογραφείο αρχίζει κι υποβοηθείται από το Χριστουγεννιάτικο χορό του «Ολύμπου» (1930), για τον οποίο ο Παν. Κολαξιζέλλης σκάλισε σε λινόλεουμ τις προσκλήσεις.
Έτσι στις 3.3.1931 δώσανε την πρώτη παραγγελία στοιχείων κλπ. σε στοιχειοχυτήρια των Αθηνών. Το πιεστήριο, χειροκίνητο, διαστάσεων 22,5X23,2, αγοράστηκε από το Τυπογραφείο «ΦΟΙΝΙΞ» της Μυτιλήνης. Οι τυπογραφικές κάσες γίνονται από Αγιασώτες μαραγκούς (Βρανιάδη Γλεζέλλη και Γεώργ. Μουτζουρέλλη).
Η εντύπωση που έκανε το πρώτο αυτό τυπογραφείο ήταν μεγάλη.
Από μια αναλυτική αναφορά του Μιλτ. Σκλεπάρη («Δημοκράτης» 8, 9, 10 Μάη 1967) με τίτλο «ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ», απ’ όπου έχουμε πάρει και τα σχετικά στοιχεία, διαβάζουμε:
«… Τα τυπογραφεία της εφημερίδας μας έγιναν τόπος προσκυνήματος. Απ’ το πρωί ως αργά που νύχτωνε, έμπαινε κι έβγαινε ο κόσμος, κινούμενος από περιέργεια να δει πως γίνεται η στοιχειοθέτηση και η εκτύπωση. Η περιέργεια αυτή έφτανε στο σημείο να πιάνουν τα στοιχεία στα χέρια τους οι επισκέπτες και να τ’ αφήνουν ύστερα να πέφτουν στα κουτουρού στις κάσες, πράγμα που μας κούραζε πολύ στις διορθώσεις. Και δεν έφθανε μόνο αυτό. Πολλές φορές μας διέλυαν και τη στοιχειοθε­τημένη με τόσο κόπο ύλη από το μάρμαρο, που είχαμε έτοιμη, και αναγκαζόμασταν να τη στοιχειοθετήσουμε από την αρχή. Δεν ήταν όμως και σωστό να απαγορεύσουμε την είσοδο στο Τυπογραφείο».
Και πιο κάτω για την κυκλοφορία του πρώτου φύλλου. «… Συνέπεσε την ίδια μέρα ό Γυμναστικός σύλλογος « Όλυμπος» να συναντηθεί για πρώτη φορά με ξένη ομάδα – τον «Ορφέα» Κεραμιών – στο γήπεδο του «Ορφέα».
Οι Κολαξιζέλλης λοιπόν και Ιακώβου, επήραν τα περισσότερα από τα πρώτα αυτά φύλλα και έφυγαν στα Κεραμιά, όπου με καμάρι τα κυκλοφόρησαν, προς γενική κατάπληξη».
Εκτός από το πρώτο αυτό τυπογραφείο, στην Αγιάσο, δημιουργήθηκαν μετά άλλα 3, τα ίδια ή πιο σύγχρονα από το πρώτο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως αναφέραμε, μετά το 1940 σταματάει κάθε εκδοτική δραστηριότητα. Τα χρόνια που ακλουθούν φέρνουν μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις και συ­γκρούσεις, τεχνολογικές εξελίξεις και άλματα.
Οι συγκρούσεις (πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακές διώξεις) δημιουργούν συνθήκες ανελευθερίας, φρενάρουν κάθε δημιουργική κίνηση, νεκρώνουν και αποστερούν το χώρο τους από τα ζωντανά στοιχεία της προοδευτικής σκέψης και δράσης. Όλα αυτά δρουν ανασταλτικά και άμεσα σε μια ενδεχόμενη εκδοτική κίνηση.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις εξάλλου μειώνουν και υποβαθμίζουν τη λειτουργία ενός τοπικού Τύπου. Η ευρεία κυκλοφορία των ραδιοφώνων και των αθηναϊκών εφημερίδων, που φτάνουν στα χωριά με ελάχιστη πια καθυστέρηση, η επικοινωνία γενικά που γίνεται ταχύτατα και αστραπιαία, συναγωνίζονται εξουθενωτικά έναν τοπικό Τύπο. Κάτι τέτοιο βέβαια δε σημαίνει πως έλειψε η σκοπιμότητα και η λειτουργικότητά του. Απλώς δείχνει και σηματοδοτεί την προσαρμογή και το χαρακτήρα που πρέπει να έχει ο τοπικός Τύπος, ο όποιος για να μην ξεπεραστεί και να μη σβήσει, πρέπει να γίνει ζωντανός και πολύπλευρος εκφραστής των άμεσων και ζωτικών προβλημάτων του χώρου του, να κινεί το ενδιαφέρον και να γίνεται ευαίσθητος δέκτης των συνθηκών του καιρού του.
Και μ’ αυτό το πρίσμα βλέπουμε και τη θέση και την προοπτική του Τύπου στην Αγιάσο σήμερα. Δηλ. δε νομίζουμε πως μια ή περισσότερες εφημερίδες για την Αγιάσο είναι ξεπερασμένη ή ουτοπική υπόθεση. Δε νομίζουμε πως έπαψαν τα προβλήματα που πρέπει να επισημανθούν και να προβληθούν, τα αιτήματα που πρέπει να προωθηθούν, οι πολιτιστικές αξίες και στοιχεία που πρέπει να καταγραφούν. Κάθε χώρος, κάθε οργανω­μένη κοινωνική οντότητα, οποιασδήποτε έκτασης και επιπέδου, εκφράζεται μέσα από διάφορες εκδηλώσεις και μέσα, και φυσικά κι από μια εκδοτική κίνηση.
“Έτσι και στην Αγιάσο, παρ’ όλη την πληθυσμιακή αφαίμαξη που έχει υποστεί, μ’ όλες τις δυσμενείς συνέ­πειες σ’ όλους τους τομείς της οικονομικοκοινωνικής και πολιτιστικής της ζωής, νομίζουμε πως υπάρχουν και τα μέσα και οι άνθρωποι που θα αποτυπώσουν στον άλφα ή βήτα βαθμό τη σημερινή Αγιάσο μέσα από μια εκδοτική προσπάθεια και δραστηριότητα.
Ευχαριστώ το Μιλτ. Σκλεπάρη, έναν από τους πρωτεργάτες της εκδοτικής δραστηριότητας στην Αγιάσο, για την προθυμία του να μού παραχωρήσει το αρχείο του από τα παλιά φύλλα πού διασώθηκαν, για συναγωγή στοιχείων, καθώς και τους Στρατή Καβαδέλλη και Γεώργιο Β. Χατζηπαυλή για τις πληροφορίες που μου έδωσαν.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΟΥΝΑΤΣΟΣ

Ο ΚΛΑΡΙΝΙΣΤΑΣ ΚΑΙ ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

Στις 27-8-2003 είχα την ευκαιρία και τη χαρά να επισκεφτώ στο σπίτι του στην Αγιάσο, στην οδό Πρέσπας, το Σταύρο Ρόδανο, τον απόμαχο πια ουραγό της φαμίλιας, η οποία σημάδεψε τις μουσικές πραγματώσεις της Αγιάσου, αλλά και της Λέσβου γενικότερα, επί έναν αιώνα. Η συνέντευξη που δημοσιεύουμε παρακάτω αποβλέπει στη διεύρυνση των γνώσεών μας γύρω από τις κομπανίες του παρελθόντος, μια από τις ονομαστές των οποίων ήταν αυτή των Ρόδανων, και στην ευαισθητοποίηση για διάσωση και αξιοποίηση παντοειδούς αρχειακού υλικού.
Default 2
Ο Σταύρος Ρόδανος πριν από πολλά χρόνια. (Photo-Olympe Στρατή Καμπά)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 8 Ιουλίου του 1916. Είμαι παιδί του Ευστρατίου Παναγιώτη Ρόδανου, ο οποίος πέθανε το 1960, σε ηλικία 75 ετών, και της Αικατερίνης Θεμιστοκλή Καχιλέλη, η οποία πέθανε το 1972, σε ηλικία 83 ετών. Ο Βασίλειος Καχιλέλης που σκοτώθηκε στο Σκρα το 1918 ήταν αδερφός της μητέρας μου.

 

Ο πατέρας μου Ευστράτιος Ρόδανος είχε αδέρφια το Νικόλαο και τη Μαρία, που ήταν σύζυγος του Ηρακλή Δεμιργκέλη. Ήταν μεγαλύτερος από το Νικόλαο κατά δυο χρόνια. Έλεγαν ότι ο προπάππος μου καταγόταν από τη Ρόδο. Ο γιος μου Ευστράτιος, όταν υπηρετούσε στρατιώτης στην Κω, εντόπισε σε ταμπέλα καταστήματος το επίθετο ΡΟΔΑΝΟΣ.

 

Το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν μουσικός. Και ο παππούς μου όμως Παναγιώτης ήταν μουσικός, βιολιστής. Τον έλεγαν «Μαργιουλέλ’», γιατί πάντα έκανε μαργιολιές, αλλόκοτα πράματα. Από αυτόν πήρε και ο θείος μου Νικόλαος, που ονομαζόταν «παπάς», γιατί, κάθε φορά που έπαιρνε χρήματα, συνήθιζε να λέει: «Είμαι παπούτσα χρυσή, τώρα εγώ βλογώ, είμαι παπάς!» Κάποτε, κατεβαίνοντας στην Αγορά, τον αποκάλεσε ένας «παπά». Ο παπα-Κανιμάς, που έτυχε να είναι κοντά, γύρισε, αλλά αυτός που φώναξε είπε: «Συγγνώμην, παπά, δε θέλω εσένα, θέλω το Ρόδανο!» Όπως ο παππούς μου, έτσι και ο θείος μου ήταν άνθρωπος μαργιόλος. Το παρατσούκλι «Άννες», το οποίο είχαν τα αδέρφια Ευστράτιος και Νικόλαος, το χρωστούν σε μια θεία τους, ονομαζόμενη Άννα, με την οποία έμοιαζε πάρα πολύ ο πατέρας μου.

 

Ο πατέρας μου απόχτησε τρία παιδιά, το Χαρίλαο (1914-2003), εμένα και το Βασίλη, που γεννήθηκε το 1919 και πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 2000. Πρώτος μπήκε στη μουσική ο Χαρίλαος, λίγους μήνες μετά εγώ και αργότερα ο Βασίλης.

Default 6
Στην αίθουσα του παλαιού Αναγνωστηρίου, στο Χάνι, που δεν υφίσταται σήμερα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
 

Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου, που ήταν στη θέση του σημερινού Αγριγιώτικου. Τότε δεν ήταν ακόμη μεικτό, ήταν χωρισμένο σε Αρρένων και Θηλέων. Δάσκαλοί μου ήταν, στην πρώτη τάξη ο Ευστράτιος Φωτεινέλης, στη δευτέρα ο Ηλίας Λίβανος, ο Μπασμπαλέλης, στην τρίτη ο Ευστράτιος Κολαξιζέλης, ο Κακάβης, στην τετάρτη ο Ευστράτιος Λιάκατος, στην πέμπτη ο Βασίλειος Γαλετσέλης και στην έκτη ο Περικλής Στυλιανίδης, που είχε μεγάλο μεταδοτικό. Ήμουν πολύ καλός μαθητής και από το Στυλιανίδη έμαθα πολλά. Δώδεκα χρονώ τέλειωσα το Δημοτικό και αμέσως πήγα στο Ημιγυμνάσιο, που είχε τρεις τάξεις. Η τρίτη στεγαζόταν στον «Λουτρό», στο προαύλιο του σχολείου. Διευθυντής ήταν ο φιλόλογος Θεόφιλος Νουλέλης, ενώ καθηγητές ο Δημήτριος Κύπριος, που μας έκανε γαλλικά, και ο Παναγιώτης Σκούνιογλου, που μας έκανε μαθηματικά. Εγώ τέλειωσα την πρώτη τάξη και έφυγα.

Default 9
Το 1958 στο καφενείο του Παναγιώτη Παπαπορφυρίου (Γράμμη), το οποίο σήμερα ανακαινίστηκε σε κατάστημα από το Γεώργιο Ταράνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Δημήτριος Αγρίτης, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), η τραγουδίστρια Λουίζα και ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο).
 

Αρχικά ο πατέρας μου, παρ’ όλο που είχα κλίση στη μουσική, με έστειλε να γίνω τσαγκάρης. Πήγα στο Δημήτριο Παναγιώτη Τζίνη ή Αϊβαλί, που είχε το τσαγκαράδικό του εκεί που αργότερα είχε μαγαζί ο Δημήτριος Ταράνης, ο Γκέγκος, και σήμερα ο γιος του Γεώργιος, στη γωνία του Ταχυδρομείου. Εργάστηκα μερικά χρόνια, μέχρι τα δεκαεφτά μου, και είχα μάθει σχεδόν να τελειώνω παπούτσια.

 

Ο πατέρας μου είχε ένα συγκρότημα με τους Σουσαμλήδες. Έπαιζαν ο πατέρας μου κορνέτα, ο αδερφός του Νικόλαος εμφώνιο, ο Θεόφιλος Ψύρρας, που η γυναίκα του Χαρίκλεια ήταν νουνά του Χαρίλαου, σαντούρι, ο Ευστράτιος Χριστοφαρής ή Καμπάς τρομπόνι, ο Παναγιώτης Σουσαμλής, ο Κακούργος, κλαρίνο και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, βιολί. Οι δυο Σουσαμλήδες ήταν αλκοολικοί και πολλές φορές, όταν βρισκόταν κάποια δουλειά, δεν μπορούσαν να παίξουν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Όταν είδε ο πατέρας μου ότι το έκαναν μια, το έκαναν δυο, δεν άντεξε. Μια μέρα που ο Αχιλλέας δεν πήγε σε μια καλή δουλειά, γιατί ήταν μεθυσμένος, ο πατέρας μου έβαλε στη θέση του το Χαρίλαο, που από μικρός έπαιζε καλά μαντολίνο και μετά το βιολί του παππού. Οι Σουσαμλήδες δυσαρεστήθηκαν και έφυγαν, για να σχηματίσουν δική τους κομπανία. Τον Αχιλλέα Σουσαμλή τον αντικατέστησε ο αδερφός μου, αλλά από την κομπανία έλειπε το κλαρίνο.

Default 12
Στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται, από αριστερά: Κώστας Αγρίτης (σερβιτόρος), Δημήτριος Αγρίτης (Πα-γώνα), Ευστράτιος Παπάνης, Χαρίλαος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Θεόφιλος Ευστρατίου Ψύρρας (παιδί), Ραφαήλ Σουσαμλής, Σταύρος Ρόδανος και Ευστράτιος Σταύρου Ρόδανος (παιδί).
Ο πατέρας μου προβληματίστηκε, αλλά τελικά βρήκε τη λύση. Από τη Στρατιωτική μπάντα, στην οποία είχε υπηρετήσει ως δεκανέας, είχε γνωστό έναν καλό επιλοχία μουσικό, που έπαιζε κλαρίνο. Τον έλεγαν Μανόλη και τότε εργαζόταν σε ορχήστρα της Μυτιλήνης. Τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι ήθελε να στείλει το γιο του, δηλαδή εμένα, για να με μάθει κλαρίνο. Έτσι και έγινε. Ο πατέρας μου με έστειλε στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκα σ’ ένα παλιόσπιτο, δίπλα στο σπίτι του δασκάλου. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, όταν έβγαλα την ποδιά του τσαγκάρη, για να γίνω μουσικός. Έκανα τρεις μήνες μαθήματα από μια χοντρή μέθοδο κλαρίνου. Έκανα από αυτά τα μαθήματα, για να καλλιεργηθώ. Είχα τόσο πολύ εξασκηθεί, που καταλάβαινα πως, ό,τι και αν έπαιζα, θα τα κατάφερνα. Κάποτε ο δάσκαλος μου έγραψε ένα συρτό απλό. Εγώ, παίζοντάς το, διαπίστωσα πως δεν άρμοζε σε μένα, γι’ αυτό και το στόλισα και το παρουσίασα με το δικό μου σύστημα. Περνώντας ο δάσκαλος από το σπίτι, άκουσε που το έπαιζα με το δικό μου τρόπο. Μπήκε μέσα και με ρώτησε αν μου το έχει έτσι γραμμένο. Του απάντησα πως δεν το έχει έτσι γραμμένο, αλλά πως εμείς στην Αγιάσο πρέπει να του δώσουμε χρόνο, για να μπορούν οι άνθρωποι να το χορέψουν. Δε μίλησε. Του ζήτησα να μου δώσει άδεια μια βδομάδα και μου την έδωσε.
Default 15
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς, το οποίο διαχειριζόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης (Σουλουγάνης). Ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ εκτελεί νούμερο με την παρτενέρ του. Στο βάθος διακρίνεται η ορχήστρα.
Όταν ήρθα στην Αγιάσο, ήταν Σάββατο. Την Κυριακή έπαιζε η μουσική στο Σταυρί, στο καφενείο του Ευστρατίου Τάλιου. Την είχε ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης που διασκέδαζε. Μόλις με είδε, μου είπε να πάω στο σπίτι και να πάρω το κλαρίνο. Του είπα ότι δεν ήμουν ακόμη τέλειος, αλλ’ αυτός επέμενε. Έστειλε λοιπόν ένα παιδί στο σπίτι μας και έφερε το κλαρίνο. Με έβαλε κοντά στον πατέρα μου. Εγώ, λόγω του το ότι ήξερα από μικρός όλα τα τραγούδια και τα είχα τυπωμένα στο μυαλό μου, άρχισα να παίζω με το συγκρότημα. Σε ό,τι έπαιζαν δεν έκανα πίσω. Είχα στα χέρια μεγάλη εξάσκηση. Ο κόσμος όλος με τριγύριζε. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, ένα παιδί, και τους παραξένευε που έπαιζα απότομα έτσι κλαρίνο. Όταν τέλειωσε το παίξιμο, ο πατέρας μου είπε πως δε θα πάω πια στη Μυτιλήνη και πως από τη μέρα αυτή ανήκα στην κομπανία. Κατευθείαν μου έδωσαν και το μερδικό μου ολόκληρο.
Αυτό έγινε την ίδια χρονιά με τον αδερφό μου Χαρίλαο. Ο Χαρίλαος άρχισε κατά το Γενάρη, ενώ εγώ κατά τον Αύγουστο. Και από τότε παίζαμε μαζί συνέχεια, εξήντα περίπου χρόνια.

 

Τριάντα σαράντα χρόνια έπαιζα κλαρίνο. Μέσα στο καφενείο όμως ιδιοκτησίας Ευστρατίου Σεντουκά, της Κλουστρής, στο Σταυρί, που το εκμεταλλευόταν άλλοτε ο Γρηγόριος Λαλαδέλης, το Καμτζουρέλ’, και που σήμερα δε λειτουργεί, είχαν κρεμασμένα μουσικά όργανα και εγώ έπιανα την κιθάρα και έπαιζα μόνος μου. Έτσι έμαθα σιγά σιγά και αυτό το όργανο. Το χρόνο τον είχα στο μυαλό μου. Έπιασα σαν αστεία και σε ένα μήνα αυτοδίδακτος τα κατάφερα και έπαιζα με τη δική μας κομπανία.

Default 19
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ, ο Ευστράτιος Παπάνης, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και ο Σταύρος Ρόδανος.
Επίσης έμαθα αργότερα και τζαζ, που το όλο σύστημα μου το προμήθεψε ο συμπατριώτης μουσικός Παναγιώτης Ψαριανός. Ασχολήθηκα με τζαζ επί ένα χρόνο στο καμπαρέ Μυτιλήνης «Βράχος», στο οποίο εργάστηκα δεκαπέντε περίπου χρόνια. Δούλεψα επίσης στο κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατή, του Μιχάλη και του Γιώργου, που ήταν συνέταιροι. Από αυτούς μόνο ο Μιχάλης ήταν παντρεμένος με μια Ασωματιανή, τη Μαρία Χατζηχριστόφα. Στη Μυτιλήνη εργάστηκα δεκαεφτά περίπου χρόνια. Συνταξιοδοτήθηκα το 1980, αλλά και αργότερα δούλευα κλεφτά στην Αγιάσο, σε κανένα έκτακτο. Αντίθετα ο αδερφός μου Χαρίλαος πήρε σύνταξη όχι ως μουσικός αλλά ως αγρότης. Εργάστηκε και αυτός στη Μυτιλήνη, στο αριστοκρατικό κέντρο «Φέμινα» και μετά στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, το οποίο είχε πολλή χαρτούρα. Του έβαζαν λίγα ένσημα και δε μιλούσε, γιατί φοβόταν μη χάσει την αγροτική σύνταξη. Είχε δυόμισι χιλιάδες ένσημα. Με τρεισήμισι χιλιάδες ένσημα θα μπορούσε να πάρει σύνταξη από το ΙΚΑ.
Default 23
Στο Κέντρο του Προκοπίου Δουλαδέλη, στην Καρυά.
Διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), η τραγουδίστρια και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
Default 25
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου, με τις δυο αδελφές, από τις οποίες η μια ήταν τραγουδίστρια (κουτσή) και η άλλη ακροβάτισσα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο καταστηματάρχης Ευστράτιος Δουγραματζής (Φουνιάς), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο) μπροστά και ο Ευστράτιος Παπάνης.
(Φωτογραφία αδελφών Χουτζαίου)
Τότε που άρχισα εγώ να εργάζομαι, ήμασταν ξεχωριστή κομπανία, Ρόδανοι. Νομίζω ότι ήταν το 1934. Μετά πήραμε το Γρηγόριο Μαυροθαλασσίτη, στον οποίο ο πατέρας μου έμαθε εμφώνιο. Ήταν από το Ακράσι. Μας βοηθούσε και σε αγροτικές δουλειές. Ερχόταν και στις ελιές μας, χωρίς να παίρνει χρήματα. Η κομπανία αυτή βάσταξε μέχρι τον πόλεμο του ’40. Μετά αναδιοργανωθήκαμε.
Default 28
Στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, στη Μυτιλήνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό) και ο Σταύρος Ρόδανος. Πίσω διακρίνονται ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Εγώ είχα μπει στο Αναγνωστήριο από μικρό παιδί, υπήρξα μάλιστα και μέλος της Χορωδίας. Τα πρώτα μαθήματα τα πήρα από τους δασκάλους Ευστράτιο Φωτεινέλη και Ευστράτιο Λιάκατο, που μας συγκέντρωναν, εκτός λειτουργίας σχολείου, στον «Λουτρό». Αργότερα, στα πλαίσια του Αναγνωστηρίου πια, μας ανέλαβαν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης και ο Ευστράτιος Χατζηαποστόλου, το Πιτσλέλ’, από τον οποίο έμαθα πολλά πράγματα. Φαίνομαι σε μια αναμνηστική φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 134 (2003) του περιοδικού «Αγιάσος». Είχαμε έρθει τότε σε ρήξη με το Αναγνωστήριο και είχαμε ανεξαρτητοποιηθεί. Μας αποκάλεσαν μάλιστα «γιουβικάδις». Τρεις όμως από τους εικονιζόμενους σ’ αυτή τη φωτογραφία, ο Παναγιώτης Λίβανος, ο Στρατής Τζανετής και ο Στρατής Καμάτσος, ήταν προσκολλημένοι, δεν ανήκαν στη Χορωδία.
Default 31
Ο Σταύρος Ρόδανος συμμετείχε στην εκδήλωση μνήμης του αδελφού του Χαρίλαου, την οποία πραγματοποίησε ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών στο Κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», στις 9-8-2003. (Φωτογραφία Σωτηρίας Βαλαλά)
Με το Αναγνωστήριο συνεργάστηκα και αργότερα και πήρα μέρος ως μουσικός σε έργα που διδάχτηκαν, όπως «Η τύχη της Μαρούλας», οι οπερέτες «Το άνθος του γιαλού», «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα», «Οι ερωτευμένοι μυλωνάδες». Επίσης βοήθησα με άλλους στην ηχογράφηση παραδοσιακών τραγουδιών. Το 1975 μάλιστα ήρθε στο Αναγνωστήριο ο μουσικολόγος Σίμων Καράς. Συνεργαστήκαμε για την ηχογράφηση εγώ, ο Χαρίλαος και ο Κώστας Ζαφειριού, ο οποίος τότε δεν είχε σαντούρι και δανείστηκε από το Γιάννη Σουσαμλή, ο οποίος όμως μετάνιωσε που το έδωσε. «Αχ, τι έκανα, να δώσω το σαντούρι και να μην παίξω εγώ!», έλεγε συχνά. Τότε μας είχε καλέσει ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Πολύ αργότερα ήρθε στην Αγιάσο και ο Νίκος Διονυσόπουλος και γράψαμε πολλά τραγούδια. Έκαναν όμως στο σπίτι του, στην Αθήνα, διάρρηξη και αναγκάστηκε να ξαναέρθει στην Αγιάσο και να τα ξαναγράψει.
Default 34
Από κάποια εκδήλωση, πιθανότατα από Γυμναστικές Επιδείξεις, στο Γυμναστήριο – Γήπεδο της Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Χαρίλαος Ρόδανος, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Παπάνης και Προκόπιος Σουσαμλής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Παν. Κουτσαχειλέλης)
Η μουσική που έχει το Αναγνωστήριο είναι δική μας. Την έγραψε ο Χαρίλαος από μνήμης σε ειδικό βιβλίο. Στο βιβλίο αυτό έγραψε κάποιους σκοπούς και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, που ήταν καλός μουσικός. Ο Χαρίλαος πρέπει να πούμε πως συνεργάστηκε και με το στιχουργό και σατιρογράφο Παναγιώτη Ανεμέλη, ο οποίος έγραφε τραγούδια για μελοποίηση.

 

Εγώ είχα ειδίκευση στην οργανική μουσική, στα πρακτικά. Όταν έπαιζα, στόλιζα με το μυαλό μου, αυτοσχέδιαζα. Κάποτε μάλιστα είχα και μαθητές και τους δίδασκα. Πήρα μέρος ως μουσικός σε γάμους, σε βαφτίσια, σε πανηγύρια, σε μουσικοφιλολογικές βραδιές, σε θεατρικές παραστάσεις, σε χοροεσπερίδες, σε γυμναστικές επιδείξεις, ακόμα και στο γύρισμα της ταινίας «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», και αλλού.

 

Η κομπανία μας έπαιζε, όπου την καλούσαν. Έπαιζε στην «Καφενταρία», στον Κήπο της Παναγίας, στη Φαμάκα, στο εξοχικό κέντρο «Ελβετία», που ήταν στο Μπιζάνι, στη «Χουρέφτιρια», στου Καρά, στης Μαρμάρας, στου Λαγού, στο καφενείο του Βασιλείου Καρατζά, στην Αγορά, που το είχε συνεταιρικά με τα αδέρφια του, Γιώργο και Παναγιώτη, στο καφενείο του Γιάννη Παπαθεοφράστου-Ευστρατίου Δουγραματζή (Φουνιά), που σήμερα είναι σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου. Αρχικά το καφενείο αυτό το είχε ο Γρηγόριος Χριστοφαρής ή Μπαντέλης, ο πεθερός του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, και μετά από αυτόν ο Βασίλειος Συκής, ο πατέρας του Χριστόφα. Επίσης παίζαμε στο καφενείο του Γρηγορίου Χατζηραβδέλη, του Σουλουγάνη, που ήταν εκεί όπου σήμερα είναι το παντοπωλείο του Δημητρίου Μακαρώνη. Ο Χατζηραβδέλης για κάποιο χρονικό διάστημα εκμεταλλευόταν και το Πάρκο του Δήμου, στην Καρυά, στην οποία ήταν και άλλα καφενεία, όπου και εργαστήκαμε. Αναφέρω τα καφενεία των αδελφών Δουλαδέλη, Γιάννη, Ευστρατίου και Προκοπίου, του Παναγιώτη Καμαρού, που προηγουμένως το είχε ο Νικόλαος Βουλβούλης, του Βασιλείου Γραμμέλη, που ήταν στο χώρο, όπου χτίστηκε το σημερινό Αναγνωστήριο, καθώς και των Τζαναβάρηδων. Θυμάμαι που κάποτε ήρθε στο Πάρκο, που το είχε ο Χατζηραβδέλης, το μπαλέτο BAN ΣΤΑΝ, που το αποτελούσαν ένας χορευτής και τέσσερις χορεύτριες.

Default 37
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος, κάτοικος Παλαιοκήπου με καταγωγή από τα Μυστεγνά, Μιχάλης Μουτζουρέλης (Λαγός), Ευστράτιος Παπάνης, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Η κομπανία μας είχε μεγάλο όνομα και μας καλούσαν σε πολλά χωριά του νησιού. Πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή, στο Ακράσι, στο Αμπελικό, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Ευσταθίου, στον Ασώματο, όπου γινόταν το πανηγύρι των Ταξιαρχών, στα Βασιλικά, όπου γινόταν πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου και παίρναμε πολλά λεφτά από τους γλεντζέδες κατοίκους της περιοχής, στο Ίππειος, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Προκοπίου, στην Καλλονή, στα «Π’γαδέλια» Κάτω Τρίτους, όπου γινόταν το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, στις Λάμπες, όπου γίνονταν τα πανηγύρια της Ευαγγελίστριας και της «Αγια-Φουτιάς», στο Λισβόρι, στο Μόλυβο, στον Μπορό, στον Παλαιόκηπο, όπου γίνονταν πολλά γαμήλια γλέντια, στον Παπάδο, συνήθως στο «Σπλέντιντ», στο Πέραμα, στην Πέτρα, στο Πλωμάρι, συνήθως σε χοροεσπερίδες στη Λέσχη, στον Πολιχνίτο, και αλλού.

 

Ήμουν κληρωτός κλάσης 1937. Πήγα στο Ρουφ, στο Σύνταγμα των Τηλεγραφητών. Ήμουν στις Διαβιβάσεις και εκπαιδεύτηκα ως τηλεφωνητής και ασυρματιστής. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, που βάσταξε δυο χρόνια, πήρα μέρος στις εκδηλώσεις της 4ης Αυγούστου, ως αδειούχος, μαζί με τα συγκροτήματα των Αγιασωτών, αλλά και των άλλων Μυτιληνιών, που έρχονταν από το νησί. Πήρα μέρος και το 1938 και το 1939. Έφερναν το κλαρίνο και τα πολιτικά μου ρούχα από την Αγιάσο. Συμμετείχαν ο πατέρας μου, ο θείος μου Νικόλαος, ο Χαρίλαος, ο Βασίλης, σαντουριέρης αλλά και βιολιστής, ο Ευστράτιος Παπάνης, που τότε έπαιζε τρομπόνι, καθώς και ο Νικόλαος Μαυροθαλασσίτης, αν δεν κάνω λάθος. Κάποτε θυμάμαι πως όλες οι μουσικές ήμασταν στο διάδρομο του ξενοδοχείου και πως ο Βασίλης έπαιζε με το σαντούρι διάφορους σκοπούς, τσάμικο, κρητικό. Ενθουσιάστηκαν οι Κρητικοί και φώναζαν «Παίξ’ το, ρε κοπέλι!». Επίσης θυμάμαι πως χόρεψε ο Κώστας Βουλβούλης έναν «μαζωμένο», έναν «ανιγκασκό», αυτοσχεδιάζοντας άσεμνες φιγούρες που εντυπωσίασαν. Πήραμε και βραβείο. Ξεκινήσαμε μάλιστα από το Στάδιο με κατεύθυνση το κέντρο και παίζαμε τα «ξύλα». Όταν φτάσαμε στην Ομόνοια, αρχίσαμε να παίζουμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και να χορεύουν οι βρακάδες. Έγινε χαλασμός.

 

Απολύθηκα το 1939 και το επόμενο έτος έγινε ο πόλεμος. Με πήραν για την Αλβανία. Πήγα στο χωριό Λέσνιτσα ως ασυρματιστής-τηλεγραφητής. Η περιοχή ήταν απυρόβλητη. Μαζί μου ήταν ο Δούκας Κουφέλης, ο Κώστας Κωμαΐτης, που ήταν λοχίας Εφοδιασμού, ο Λευτέρης Καραφύλλης, ο Πρίνος, και ο λοχίας Βασίλης Θεμιστοκλή Νουλέλης, η Ρουδιά, ο οποίος εκτελούσε χρέη επιλοχία και έβγαζε υπηρεσία. Το Λευτέρη, που και αυτός ανήκε στις Διαβιβάσεις, όταν χαλούσε καμιά γραμμή, τον έστελναν μαζί με άλλους, για να αποκαταστήσουν τη βλάβη. Έπαθε πλευρίτιδα, με αποτέλεσμα να τον διώξουν για θεραπεία. Πήρε σύνταξη ως ανάπηρος πολέμου.

Default 40
Στιγμιότυπο από την υποδοχή των συνέδρων του Ιατρικού Συνεδρίου Μυτιλήνης (1957) στο θεραπευτήριον Λέσβου «η Υγεία». Διακρίνονται, από αριστερά: Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης και Χαρίλαος Ρόδανος . Πίσω διακρίνονται οι μαθήτριες και οι μαθητές του άλλοτε ενιαίου Γυμνασίου Αγιάσου, Ευαγγελία Παπουτσέλη, Παναγιώτα (Πίτσα) Δεμιργκέλη, Μυρσίνη Χουτζαίου, Χαρίκλεια Χατζηπροκοπίου, Ελένη (Νίτσα) Ξε-νέλη, Γιάννης Γουγουτάς, Κώστας Ράπτης, Θεμιστοκλής Χατζηνικολάου, Δημήτριος Κουντουρέλης, Ιάκωβος Μουτζουρέλης, Παναγιώτης (Τάκης) Παπάνης και Ευστράτιος Μπόρας.
Εγώ έμεινα όλο το διάστημα στη Λέσνιτσα. Κατά την οπισθοχώρηση αποσυνδέσαμε τα τηλέφωνα. Την Άνοιξη του 1941 πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσω Μπίγλιστας-Κρυσταλλοπηγής. Κατέβαινα με το Χριστόφα Κατσαμπό, τον πατέρα του Γιάννη. Μας χτυπούσαν τα γερμανικά αεροπλάνα. Δεν είχε γίνει ακόμα συνθηκολόγηση. Στο δρόμο μάς έσπασαν οι Γερμανοί τα όπλα. Μας θέριζε η πείνα. Βγάζαμε ωμά πράσα και τα τρώγαμε. Στην Αθήνα μείναμε καμιά δεκαριά μέρες. Κατεβήκαμε στον Πειραιά, βρήκαμε καΐκι και φύγαμε. Φτάσαμε στη Σκάλα Πολιχνίτου και από εκεί με τα πόδια ήρθαμε στην Αγιάσο.

 

Με ατομική πρόσκληση στρατεύτηκα και πήρα μέρος και στον Εμφύλιο. Υπηρέτησα εφτά μήνες στο άλλοτε Χατζησπύρειο Νοσοκομείο Αγιάσου, όπου σήμερα το Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ», καθώς και στη Μυτιλήνη, στο χώρο του Διδασκαλείου. Εδώ με το Γρηγόριο Πολιτάκη ήμασταν ασυρματιστές. Στη συνέχεια έφυγα από τη Λέσβο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη, όπου και έμεινα, με παρέμβαση του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, ως βοηθός εκπαιδευτή νεοσυλλέκτων. Δεν πολέμησα, ήμουν σε ειδικότητα.

Default 43
Η λαϊκή ορχήστρα επί το έργον… Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), ο Κώστας Ευρ. Ζαφειρίου (Καζίνο), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο) και ο τραγουδιστής Φραγκίσκος Μπαγέλης.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Στις 12 Ιουλίου 1944 παντρεύτηκα τη Μαρία Δούκα Κωμαΐτη (Γούλα). Τη μέρα αυτή σκότωσαν στην Αγιάσο τον οδοντίατρο Ευστράτιο Καραφύλλη, τον Πρίνο. Όταν ήρθε στο σπίτι, όπου γινόταν το γλέντι, και μας το είπε η Μυρσινιώ η Γκαγκαμάναινα, ο κόσμος διαλύθηκε. Αποχτήσαμε τρία παιδιά, το Στρατή, που γεννήθηκε το 1945 και πέθανε νέος το 1989, τον Περικλή που έζησε είκοσι μήνες περίπου, και την Ανθούλα, σύζυγο του Παναγιώτη Προκοπίου Βουνάτσου».
Default 46
Ο Σταύρος Ρόδανος (δεξιά) και ο Γιώργος Σαμιακός, ενοικιαστής του Κέντρου Μυτιλήνης «Βράχος».
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Default 48
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ροδανός, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Παπάνης και η τραγουδίστρια Μάγδα… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 142-143/2004

ΣΦΑΛΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑΝΤ…

Κλϊουμέν’ς Καραφίλ’ς φώναξι του Γλίτζου του Ληγόρ’ να τουν βγάλ’ μια φουτουγραφία. Μόλις πήγι να τουν πάρ’ Ληγόρ’ς, Κλϊουμέν’ς σφάλι τα μάτιαντ.

Γιατί σφάλεις τα μάτια σ’, άν’ξι τα, είπι Ληγόρς.

Εμ μ’ αν’χτά μάτια, λέγ’ Κλϊουμέν’ς, βλέπου τσι μες στου καθρέφτ’! Γω θέλου α δω τουν ιαυτό μ’ μι σφαλ’μένα τα μάτια τίλουγιους είμι!

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 66/1991

ΤΣΙΡΖΙ ΑΠΙ ΤΣ ΠΑΡΑΔΙΣ

Φουβούμι, γιατρέ, ίλιγι μια στουν ουδουντουγιατρό του Κλιουμέν’ του Καραφίλ’, πριν έμπ’ μέσα, για να βγάλ’ του δόντι τς.

Γη άλλ’ που είχις μέσα τσίρζι πουλύ.

Μη φουβάσι, λέγ’ γιατρός, γη άλλ’ ένι τσίρζι απ’ του πόνου, τσίρζι απί τς παράδις, άμα τς είπα πόσα θα πληρώσ’.

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 63/1991