ΑΛΛΟΥΓΥΡΙΔΑ ΤΣΙ ΚΑΜΤΣΙ

Εσείς την ξέρετε με το όνομα σβούρα, γιατί, καθώς γυρίζει με ταχύτητα, ένα διαρκές σβου, ου, ακούγεται, που της έδωσε και το ηχοποίητο όνομά της. Και ποιο παιδί δεν έχει παίξει με το περίεργο αυτό κατασκεύασμα, που καρφώνεται με τη μύτη στο χώμα και περιστρέφεται σαν τρελό, όταν του δώσεις την κατάλληλη κίνηση με ένα κομμάτι σπάγγο, που με επιδεξιότητα τυλίγεται γύρω του.

Η δική μας όμως εφευρετικότητα, την οποία υπαγόρευε η ανάγκη προσαρμογής του παιχνιδιού στα δεδομένα της Αγιάσου, του άλλαξε λίγο τη μορφή, τη χρήση και τελικά και το όνομα, που δε μας ικανοποιούσε πια. Ας γίνω λίγο πιο σαφής, για να δείτε με λεπτομέρεια όλα τα στάδια της προσαρμογής και του ξαναβαφτίσματος. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να εξασφαλίσουμε τη μισή δραχμή, που χρειαζόταν για την αγορά της σβούρας από το «Κουρβανέλ» και σας βεβαιώνω ότι αυτό δεν ήταν πάντα και πολύ εύκολο. Ευτυχώς που μερικοί άνθρωποι είχαν την… καλή συνήθεια να πεθαίνουν και την εποχή εκείνη (όπως πάντα) και έτσι εμείς τα πιτσιρίκια τρέχαμε σαν τρελοί να προλάβουμε να «φουρέσουμι» (να βάλουμε δηλ. στην κηδεία τα ειδικά άμφια και να σηκώσουμε τα εξαπτέρυγα), για να μας δώσουν, εκτός από τα κόλλυβα, και καμιά δραχμή ή και ολόκληρο δίδραχμο σ’ αυτόν που σήκωνε το σταυρό), για τον κόπο μας. Πώς λέει το ευαγγέλιο «με τον ιδρώτα του προσώπου σου να κερδίζεις την επιούσια… σβούρα σου». «Αμ’ έπος, αμ’ έργον» λοιπόν.

Μετά την αγορά της σβούρας άρχιζε η… χειρουργική επέμβαση. Με ένα «καρδουψάλ’δου» (μια τανάλια δηλαδή) της βγάζαμε τη σιδερένια μύτη και στη θέση της καρφώναμε ένα καρφί με πλατύ ημισφαιρικό κεφάλι, από αυτά που καρφώναμε στις σόλες, στις αρβύλες μας, για να μη λιώνουν εύκολα.

Τώρα η σβούρα μας ήταν έτοιμη να ξαναβαφτιστεί και το όνομα αυτής «αλλουγυρίδα»!! Όνομα και πράμα δηλαδή, γιατί μετά τη χειρουργική επέμβαση, όταν άρχιζε η περιστροφή της (και θα δείτε πώς) η αλλουγυρίδα μας δεν έμενε σταθερή σε ένα μέρος, αλλά στριφογύριζε αλλού κι αλλού (αλλουγυρίδα) σαν παλαβή. Ίσως βέβαια το έκανε αυτό, για να αποφύγει τα χτυπήματά μας, όπως το αφηνιασμένο άλογο αποφεύγει το καμουτσίκι.

Θα μου πείτε τι σχέση έχει η σβούρα (συγνώμην η αλλουγυρίδα ήθελα να πω) με το καμουτσίκι. Εμ δεν τα είπαμε όλα ακόμα. Δε σας είπα από την αρχή ότι η εφευρετικότητά μας έκανε πάντα το θάμα της; Γιατί νομίζετε κάναμε όλη την προηγούμενη χειρουργική επέμβαση με κίνδυνο να μας… πεθάνει ο ασθενής; Έπρεπε να του αλλάξουμε τα πόδια, για να μπορεί να στριφογυρίζει στο μοναδικό επίπεδο μαρμαροστρωμένο χώρο που διαθέταμε, δηλαδή το προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας. (Για μας ο χώρος αυτός ήταν ιερότερος και από το ιερό της εκκλησίας, γιατί με την απλοχωριά του μας γέμιζε τις ατελείωτες ώρες του παιχνιδιού. Αν έλειπε και το «Κουμλέλ’» ο καντηλανάφτης, τόσο πιο καλά θα ήταν τα πράγματα, αλλά ο άτιμος ήταν εφτάψυχος και σαββατογεννημένος και δεν τον έπιαναν οι κατάρες μας).

Το «μαστίγωμα» της σβούρας... (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «μαστίγωμα» της σβούρας… (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Στο παιχνίδι μας τώρα. Με μια επιδέξια κίνηση των δακτύλων δίναμε την πρώτη περιστροφική κίνηση στην αλλουγυρίδα μας και μετά με ένα απότομο και δυνατό χτύπημα με το «καμτσί» που είχαμε ετοιμάσει (ένα κανονικό καμουτσίκι, για άλογα δηλαδή) την κάναμε να στριφογυρίζει με δύναμη αλλού κι αλλού σαν αλλοπαρμένη. Και μόλις πήγαινε να ηρεμήσει λίγο, δώσ’ του καινούρια «καμτσικιά» στα πλευρά και δώσ’ του να συνεχίζει το αφηνιασμένο στριφογύρισμα σαν εκστασιασμένος δερβίσης του τούρκικου στρατού.

Και θα μας έβρισκε το βράδυ κάποια ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού, ξεθεωμένους από το τρέξιμο και τις αλύπητες καμτσικιές, εκτός κι αν προλάβαινε το «Κουμλέλ’» και μας μετέτρεπε εμάς τώρα σε τρελές από το τρέξιμο «αλλουγυρίδες», καθώς θα μας κυνήγαγε με κάποιο αυτοσχέδιο «καμτσί». Εμείς πάντως ήμαστε ευτυχισμένοι (αχ αυτή η ανέμελη παιδική ηλικία!!), γιατί εκτός από όλα τα άλλα είχαμε γίνει και εντελώς ανέξοδα «νονοί» (όχι βέβαια της νύχτας) αλλά της σβούρας, που την ξαναβαφτίσαμε και μάλιστα τόσο πετυχημένα «αλλουγυρίδα». Άξιοι νονοί δε νομίζετε!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ – Τ’ ΑΡΑΜΠΑΔΕΛ’

Εμείς τα παιδιά της Αγιάσου, της εποχής του ’50, είχαμε πολύ νωρίτερα αντιληφθεί την ανάγκη της απόκτησης Ι.Χ. Κανείς δε γινόταν «κάποιος» στην κοινωνία μας, αν δε διέθετε το ανάλογο τετράτροχο. Και μάλιστα όχι ένα τυχαίο, απρόσωπο προϊόν κάποιας βιομηχανικής παραγωγής, αλλά όχημα χειροποίητο αξίας, φτιαγμένο με μεράκι, με εφευρετικότητα, μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Αν έχουν μάλιστα διασωθεί ακόμα μερικές από αυτές μας τις κατασκευές, σίγουρα σήμερα θα έχουν μεγάλη(…) συλλεκτική αξία για το πρωτότυπο «ντιζάιν» και τη μοναδική και απαράμιλλη προσωπικότητα. Και μάλιστα εμείς, πρωτοπόροι της τεχνολογίας από τότε, φτιάχναμε τις κατασκευές μας καθαρά οικολογικές, με ανακυκλώσιμα υλικά και χωρίς να επιβαρύνουμε καθόλου το περιβάλλον με… φωτοχημικό νέφος.

Και τώρα που σίγουρα εξήψα τη φαντασία σας, ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος.

Λέξη μαγική και θορυβώδης το αραμπαδέλ’, που ακόμα και σήμερα ξυπνά στ’ αυτιά μου ήχους και μετά εικόνες ανεξίτηλες, που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη, όπως και κάθε άλλη σημαντική έννοια, που γέμιζε την παιδική μας ψυχή. Το «αραμπαδέλ’» ήταν μια δύσκολη κατασκευή, που απαιτούσε δεξιοτεχνία, εργαλεία κατάλληλα και υλικά δυσεύρετα για μας. Οι πιο τυχεροί ήταν αυτοί που είχαν κάποιο μεγαλύτερο αδερφό ή ακόμα καλύτερα κάποιο συγγενή μαραγκό για την εξασφάλιση των βασικών υλικών που ήταν τα ξύλα.

Με ξύλα γερά και ανθεκτικά φτιαχνόταν πρώτα το «σασί», που θα σήκωνε και το υπόλοιπο βάρος της κατασκευής. Ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα ήθελε ο κεντρικός άξονας, γιατί σ’ αυτόν θα προσαρμόζονταν το τιμόνι και οι άξονες των τροχών. Το πάτωμα απαιτούσε λεπτά και ανθεκτικά σανίδια, καρφωμένα με πολλή προσοχή, για να μην αφήνουν κενά και για να αντέχουν το βάρος ενός έως δύο επιβατών, ανάλογα με το… μοντέλο.

Αγιασώτικο «αραμπαδέλ ». (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Αγιασώτικο «αραμπαδέλ ».
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Και πάμε τώρα στα δύσκολα. Το πιο δυσεύρετο, αλλά εντελώς απαραίτητο υλικό, ήταν η κεντρική βίδα με παξιμάδι, που συνέδεε σταυροειδώς τον άξονα των μπροστινών τροχών με τον κεντρικό άξονα (ας πούμε το διαφορικό), ώστε να δίνει τη δυνατότητα να στρίβει αξιοπρεπώς το όχημα, σύμφωνα με τις εντολές του οδηγού. Αφού εξασφαλιζόταν κι αυτό, έμενε πια το…σημαντικότερο, δηλαδή οι ρόδες. Εδώ άρχιζαν τα πολύ δύσκολα.

Έπρεπε να εξασφαλισθεί ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου ισόπαχο, ξερό και ιδιαίτερα ανθεκτικό, διαμέτρου 20-25 εκατοστών. Με το πριόνι ή ακόμη καλύτερα στην κορδέλα έπρεπε να κοπούν φέτες πάχους 5-6 εκατοστών, που θα μετατρέπονταν σε ρόδες (κύριες και ρεζέρβες). Τέλος με ειδικό εργαλείο και πολλή υπομονή έπρεπε να ανοιχτεί σε κάθε ρόδα η κεντρική τρύπα, για να προσαρμοστεί στο λίγο λεπτότερο άξονα, ώστε να εξασφαλίζεται η ελεύθερη περιστροφή. Τώρα πια, με την προσθήκη και του τιμονιού, το «αραμπαδέλ » ήταν έτοιμο για δράση, αρκεί να εξασφαλιζόταν και η ανάλογη πίστα για τα… ράλι. Βλέπεις τα καλντερίμια της Αγιάσου δεν ήταν ο καλύτερος δρόμος για ένα άνετο και ασφαλές ταξίδι. Το πλακόστρωτο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας ήταν ό,τι έπρεπε, αλλά το «Κουμλέλ » (ο καντηλανάφτης) δυστυχώς για μας ήταν πανταχού παρών και είχε και βαρύ χέρι, αν μας έπιανε.

Περιοριζόμαστε λοιπόν σε όποιο μικρό χωμάτινο κατηφορικό δρομάκο μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε και εκεί γίνονταν κόντρες, αγώνες ταχύτητας και ευελιξίας, ακόμα και… ατυχήματα. Και όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, δεν έλειπαν ούτε κι αυτά (ασήμαντα ή και σοβαρά), αφού ελλείψει χώρων μέχρι και η ταράτσα της δεξαμενής του χωριού χρησιμοποιήθηκε για πίστα αγώνων. Και οι φίλοι και συμμαθητές Νίκος Πατσής και Κομνηνός Σαμοθρακής θα θυμούνται ακόμα το «σάλτο μορτάλε», που πραγματοποίησαν από το ύψος της δεξαμενής, και τις μέρες που πέρασαν στο νοσοκομείο.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 82/1994