Ο ΚΛΑΡΙΝΙΣΤΑΣ ΚΑΙ ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

Στις 27-8-2003 είχα την ευκαιρία και τη χαρά να επισκεφτώ στο σπίτι του στην Αγιάσο, στην οδό Πρέσπας, το Σταύρο Ρόδανο, τον απόμαχο πια ουραγό της φαμίλιας, η οποία σημάδεψε τις μουσικές πραγματώσεις της Αγιάσου, αλλά και της Λέσβου γενικότερα, επί έναν αιώνα. Η συνέντευξη που δημοσιεύουμε παρακάτω αποβλέπει στη διεύρυνση των γνώσεών μας γύρω από τις κομπανίες του παρελθόντος, μια από τις ονομαστές των οποίων ήταν αυτή των Ρόδανων, και στην ευαισθητοποίηση για διάσωση και αξιοποίηση παντοειδούς αρχειακού υλικού.
Default 2
Ο Σταύρος Ρόδανος πριν από πολλά χρόνια. (Photo-Olympe Στρατή Καμπά)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 8 Ιουλίου του 1916. Είμαι παιδί του Ευστρατίου Παναγιώτη Ρόδανου, ο οποίος πέθανε το 1960, σε ηλικία 75 ετών, και της Αικατερίνης Θεμιστοκλή Καχιλέλη, η οποία πέθανε το 1972, σε ηλικία 83 ετών. Ο Βασίλειος Καχιλέλης που σκοτώθηκε στο Σκρα το 1918 ήταν αδερφός της μητέρας μου.

 

Ο πατέρας μου Ευστράτιος Ρόδανος είχε αδέρφια το Νικόλαο και τη Μαρία, που ήταν σύζυγος του Ηρακλή Δεμιργκέλη. Ήταν μεγαλύτερος από το Νικόλαο κατά δυο χρόνια. Έλεγαν ότι ο προπάππος μου καταγόταν από τη Ρόδο. Ο γιος μου Ευστράτιος, όταν υπηρετούσε στρατιώτης στην Κω, εντόπισε σε ταμπέλα καταστήματος το επίθετο ΡΟΔΑΝΟΣ.

 

Το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν μουσικός. Και ο παππούς μου όμως Παναγιώτης ήταν μουσικός, βιολιστής. Τον έλεγαν «Μαργιουλέλ’», γιατί πάντα έκανε μαργιολιές, αλλόκοτα πράματα. Από αυτόν πήρε και ο θείος μου Νικόλαος, που ονομαζόταν «παπάς», γιατί, κάθε φορά που έπαιρνε χρήματα, συνήθιζε να λέει: «Είμαι παπούτσα χρυσή, τώρα εγώ βλογώ, είμαι παπάς!» Κάποτε, κατεβαίνοντας στην Αγορά, τον αποκάλεσε ένας «παπά». Ο παπα-Κανιμάς, που έτυχε να είναι κοντά, γύρισε, αλλά αυτός που φώναξε είπε: «Συγγνώμην, παπά, δε θέλω εσένα, θέλω το Ρόδανο!» Όπως ο παππούς μου, έτσι και ο θείος μου ήταν άνθρωπος μαργιόλος. Το παρατσούκλι «Άννες», το οποίο είχαν τα αδέρφια Ευστράτιος και Νικόλαος, το χρωστούν σε μια θεία τους, ονομαζόμενη Άννα, με την οποία έμοιαζε πάρα πολύ ο πατέρας μου.

 

Ο πατέρας μου απόχτησε τρία παιδιά, το Χαρίλαο (1914-2003), εμένα και το Βασίλη, που γεννήθηκε το 1919 και πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 2000. Πρώτος μπήκε στη μουσική ο Χαρίλαος, λίγους μήνες μετά εγώ και αργότερα ο Βασίλης.

Default 6
Στην αίθουσα του παλαιού Αναγνωστηρίου, στο Χάνι, που δεν υφίσταται σήμερα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
 

Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου, που ήταν στη θέση του σημερινού Αγριγιώτικου. Τότε δεν ήταν ακόμη μεικτό, ήταν χωρισμένο σε Αρρένων και Θηλέων. Δάσκαλοί μου ήταν, στην πρώτη τάξη ο Ευστράτιος Φωτεινέλης, στη δευτέρα ο Ηλίας Λίβανος, ο Μπασμπαλέλης, στην τρίτη ο Ευστράτιος Κολαξιζέλης, ο Κακάβης, στην τετάρτη ο Ευστράτιος Λιάκατος, στην πέμπτη ο Βασίλειος Γαλετσέλης και στην έκτη ο Περικλής Στυλιανίδης, που είχε μεγάλο μεταδοτικό. Ήμουν πολύ καλός μαθητής και από το Στυλιανίδη έμαθα πολλά. Δώδεκα χρονώ τέλειωσα το Δημοτικό και αμέσως πήγα στο Ημιγυμνάσιο, που είχε τρεις τάξεις. Η τρίτη στεγαζόταν στον «Λουτρό», στο προαύλιο του σχολείου. Διευθυντής ήταν ο φιλόλογος Θεόφιλος Νουλέλης, ενώ καθηγητές ο Δημήτριος Κύπριος, που μας έκανε γαλλικά, και ο Παναγιώτης Σκούνιογλου, που μας έκανε μαθηματικά. Εγώ τέλειωσα την πρώτη τάξη και έφυγα.

Default 9
Το 1958 στο καφενείο του Παναγιώτη Παπαπορφυρίου (Γράμμη), το οποίο σήμερα ανακαινίστηκε σε κατάστημα από το Γεώργιο Ταράνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Δημήτριος Αγρίτης, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), η τραγουδίστρια Λουίζα και ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο).
 

Αρχικά ο πατέρας μου, παρ’ όλο που είχα κλίση στη μουσική, με έστειλε να γίνω τσαγκάρης. Πήγα στο Δημήτριο Παναγιώτη Τζίνη ή Αϊβαλί, που είχε το τσαγκαράδικό του εκεί που αργότερα είχε μαγαζί ο Δημήτριος Ταράνης, ο Γκέγκος, και σήμερα ο γιος του Γεώργιος, στη γωνία του Ταχυδρομείου. Εργάστηκα μερικά χρόνια, μέχρι τα δεκαεφτά μου, και είχα μάθει σχεδόν να τελειώνω παπούτσια.

 

Ο πατέρας μου είχε ένα συγκρότημα με τους Σουσαμλήδες. Έπαιζαν ο πατέρας μου κορνέτα, ο αδερφός του Νικόλαος εμφώνιο, ο Θεόφιλος Ψύρρας, που η γυναίκα του Χαρίκλεια ήταν νουνά του Χαρίλαου, σαντούρι, ο Ευστράτιος Χριστοφαρής ή Καμπάς τρομπόνι, ο Παναγιώτης Σουσαμλής, ο Κακούργος, κλαρίνο και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, βιολί. Οι δυο Σουσαμλήδες ήταν αλκοολικοί και πολλές φορές, όταν βρισκόταν κάποια δουλειά, δεν μπορούσαν να παίξουν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Όταν είδε ο πατέρας μου ότι το έκαναν μια, το έκαναν δυο, δεν άντεξε. Μια μέρα που ο Αχιλλέας δεν πήγε σε μια καλή δουλειά, γιατί ήταν μεθυσμένος, ο πατέρας μου έβαλε στη θέση του το Χαρίλαο, που από μικρός έπαιζε καλά μαντολίνο και μετά το βιολί του παππού. Οι Σουσαμλήδες δυσαρεστήθηκαν και έφυγαν, για να σχηματίσουν δική τους κομπανία. Τον Αχιλλέα Σουσαμλή τον αντικατέστησε ο αδερφός μου, αλλά από την κομπανία έλειπε το κλαρίνο.

Default 12
Στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται, από αριστερά: Κώστας Αγρίτης (σερβιτόρος), Δημήτριος Αγρίτης (Πα-γώνα), Ευστράτιος Παπάνης, Χαρίλαος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Θεόφιλος Ευστρατίου Ψύρρας (παιδί), Ραφαήλ Σουσαμλής, Σταύρος Ρόδανος και Ευστράτιος Σταύρου Ρόδανος (παιδί).
Ο πατέρας μου προβληματίστηκε, αλλά τελικά βρήκε τη λύση. Από τη Στρατιωτική μπάντα, στην οποία είχε υπηρετήσει ως δεκανέας, είχε γνωστό έναν καλό επιλοχία μουσικό, που έπαιζε κλαρίνο. Τον έλεγαν Μανόλη και τότε εργαζόταν σε ορχήστρα της Μυτιλήνης. Τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι ήθελε να στείλει το γιο του, δηλαδή εμένα, για να με μάθει κλαρίνο. Έτσι και έγινε. Ο πατέρας μου με έστειλε στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκα σ’ ένα παλιόσπιτο, δίπλα στο σπίτι του δασκάλου. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, όταν έβγαλα την ποδιά του τσαγκάρη, για να γίνω μουσικός. Έκανα τρεις μήνες μαθήματα από μια χοντρή μέθοδο κλαρίνου. Έκανα από αυτά τα μαθήματα, για να καλλιεργηθώ. Είχα τόσο πολύ εξασκηθεί, που καταλάβαινα πως, ό,τι και αν έπαιζα, θα τα κατάφερνα. Κάποτε ο δάσκαλος μου έγραψε ένα συρτό απλό. Εγώ, παίζοντάς το, διαπίστωσα πως δεν άρμοζε σε μένα, γι’ αυτό και το στόλισα και το παρουσίασα με το δικό μου σύστημα. Περνώντας ο δάσκαλος από το σπίτι, άκουσε που το έπαιζα με το δικό μου τρόπο. Μπήκε μέσα και με ρώτησε αν μου το έχει έτσι γραμμένο. Του απάντησα πως δεν το έχει έτσι γραμμένο, αλλά πως εμείς στην Αγιάσο πρέπει να του δώσουμε χρόνο, για να μπορούν οι άνθρωποι να το χορέψουν. Δε μίλησε. Του ζήτησα να μου δώσει άδεια μια βδομάδα και μου την έδωσε.
Default 15
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς, το οποίο διαχειριζόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης (Σουλουγάνης). Ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ εκτελεί νούμερο με την παρτενέρ του. Στο βάθος διακρίνεται η ορχήστρα.
Όταν ήρθα στην Αγιάσο, ήταν Σάββατο. Την Κυριακή έπαιζε η μουσική στο Σταυρί, στο καφενείο του Ευστρατίου Τάλιου. Την είχε ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης που διασκέδαζε. Μόλις με είδε, μου είπε να πάω στο σπίτι και να πάρω το κλαρίνο. Του είπα ότι δεν ήμουν ακόμη τέλειος, αλλ’ αυτός επέμενε. Έστειλε λοιπόν ένα παιδί στο σπίτι μας και έφερε το κλαρίνο. Με έβαλε κοντά στον πατέρα μου. Εγώ, λόγω του το ότι ήξερα από μικρός όλα τα τραγούδια και τα είχα τυπωμένα στο μυαλό μου, άρχισα να παίζω με το συγκρότημα. Σε ό,τι έπαιζαν δεν έκανα πίσω. Είχα στα χέρια μεγάλη εξάσκηση. Ο κόσμος όλος με τριγύριζε. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, ένα παιδί, και τους παραξένευε που έπαιζα απότομα έτσι κλαρίνο. Όταν τέλειωσε το παίξιμο, ο πατέρας μου είπε πως δε θα πάω πια στη Μυτιλήνη και πως από τη μέρα αυτή ανήκα στην κομπανία. Κατευθείαν μου έδωσαν και το μερδικό μου ολόκληρο.
Αυτό έγινε την ίδια χρονιά με τον αδερφό μου Χαρίλαο. Ο Χαρίλαος άρχισε κατά το Γενάρη, ενώ εγώ κατά τον Αύγουστο. Και από τότε παίζαμε μαζί συνέχεια, εξήντα περίπου χρόνια.

 

Τριάντα σαράντα χρόνια έπαιζα κλαρίνο. Μέσα στο καφενείο όμως ιδιοκτησίας Ευστρατίου Σεντουκά, της Κλουστρής, στο Σταυρί, που το εκμεταλλευόταν άλλοτε ο Γρηγόριος Λαλαδέλης, το Καμτζουρέλ’, και που σήμερα δε λειτουργεί, είχαν κρεμασμένα μουσικά όργανα και εγώ έπιανα την κιθάρα και έπαιζα μόνος μου. Έτσι έμαθα σιγά σιγά και αυτό το όργανο. Το χρόνο τον είχα στο μυαλό μου. Έπιασα σαν αστεία και σε ένα μήνα αυτοδίδακτος τα κατάφερα και έπαιζα με τη δική μας κομπανία.

Default 19
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ, ο Ευστράτιος Παπάνης, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και ο Σταύρος Ρόδανος.
Επίσης έμαθα αργότερα και τζαζ, που το όλο σύστημα μου το προμήθεψε ο συμπατριώτης μουσικός Παναγιώτης Ψαριανός. Ασχολήθηκα με τζαζ επί ένα χρόνο στο καμπαρέ Μυτιλήνης «Βράχος», στο οποίο εργάστηκα δεκαπέντε περίπου χρόνια. Δούλεψα επίσης στο κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατή, του Μιχάλη και του Γιώργου, που ήταν συνέταιροι. Από αυτούς μόνο ο Μιχάλης ήταν παντρεμένος με μια Ασωματιανή, τη Μαρία Χατζηχριστόφα. Στη Μυτιλήνη εργάστηκα δεκαεφτά περίπου χρόνια. Συνταξιοδοτήθηκα το 1980, αλλά και αργότερα δούλευα κλεφτά στην Αγιάσο, σε κανένα έκτακτο. Αντίθετα ο αδερφός μου Χαρίλαος πήρε σύνταξη όχι ως μουσικός αλλά ως αγρότης. Εργάστηκε και αυτός στη Μυτιλήνη, στο αριστοκρατικό κέντρο «Φέμινα» και μετά στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, το οποίο είχε πολλή χαρτούρα. Του έβαζαν λίγα ένσημα και δε μιλούσε, γιατί φοβόταν μη χάσει την αγροτική σύνταξη. Είχε δυόμισι χιλιάδες ένσημα. Με τρεισήμισι χιλιάδες ένσημα θα μπορούσε να πάρει σύνταξη από το ΙΚΑ.
Default 23
Στο Κέντρο του Προκοπίου Δουλαδέλη, στην Καρυά.
Διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), η τραγουδίστρια και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
Default 25
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου, με τις δυο αδελφές, από τις οποίες η μια ήταν τραγουδίστρια (κουτσή) και η άλλη ακροβάτισσα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο καταστηματάρχης Ευστράτιος Δουγραματζής (Φουνιάς), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο) μπροστά και ο Ευστράτιος Παπάνης.
(Φωτογραφία αδελφών Χουτζαίου)
Τότε που άρχισα εγώ να εργάζομαι, ήμασταν ξεχωριστή κομπανία, Ρόδανοι. Νομίζω ότι ήταν το 1934. Μετά πήραμε το Γρηγόριο Μαυροθαλασσίτη, στον οποίο ο πατέρας μου έμαθε εμφώνιο. Ήταν από το Ακράσι. Μας βοηθούσε και σε αγροτικές δουλειές. Ερχόταν και στις ελιές μας, χωρίς να παίρνει χρήματα. Η κομπανία αυτή βάσταξε μέχρι τον πόλεμο του ’40. Μετά αναδιοργανωθήκαμε.
Default 28
Στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, στη Μυτιλήνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό) και ο Σταύρος Ρόδανος. Πίσω διακρίνονται ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Εγώ είχα μπει στο Αναγνωστήριο από μικρό παιδί, υπήρξα μάλιστα και μέλος της Χορωδίας. Τα πρώτα μαθήματα τα πήρα από τους δασκάλους Ευστράτιο Φωτεινέλη και Ευστράτιο Λιάκατο, που μας συγκέντρωναν, εκτός λειτουργίας σχολείου, στον «Λουτρό». Αργότερα, στα πλαίσια του Αναγνωστηρίου πια, μας ανέλαβαν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης και ο Ευστράτιος Χατζηαποστόλου, το Πιτσλέλ’, από τον οποίο έμαθα πολλά πράγματα. Φαίνομαι σε μια αναμνηστική φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 134 (2003) του περιοδικού «Αγιάσος». Είχαμε έρθει τότε σε ρήξη με το Αναγνωστήριο και είχαμε ανεξαρτητοποιηθεί. Μας αποκάλεσαν μάλιστα «γιουβικάδις». Τρεις όμως από τους εικονιζόμενους σ’ αυτή τη φωτογραφία, ο Παναγιώτης Λίβανος, ο Στρατής Τζανετής και ο Στρατής Καμάτσος, ήταν προσκολλημένοι, δεν ανήκαν στη Χορωδία.
Default 31
Ο Σταύρος Ρόδανος συμμετείχε στην εκδήλωση μνήμης του αδελφού του Χαρίλαου, την οποία πραγματοποίησε ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών στο Κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», στις 9-8-2003. (Φωτογραφία Σωτηρίας Βαλαλά)
Με το Αναγνωστήριο συνεργάστηκα και αργότερα και πήρα μέρος ως μουσικός σε έργα που διδάχτηκαν, όπως «Η τύχη της Μαρούλας», οι οπερέτες «Το άνθος του γιαλού», «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα», «Οι ερωτευμένοι μυλωνάδες». Επίσης βοήθησα με άλλους στην ηχογράφηση παραδοσιακών τραγουδιών. Το 1975 μάλιστα ήρθε στο Αναγνωστήριο ο μουσικολόγος Σίμων Καράς. Συνεργαστήκαμε για την ηχογράφηση εγώ, ο Χαρίλαος και ο Κώστας Ζαφειριού, ο οποίος τότε δεν είχε σαντούρι και δανείστηκε από το Γιάννη Σουσαμλή, ο οποίος όμως μετάνιωσε που το έδωσε. «Αχ, τι έκανα, να δώσω το σαντούρι και να μην παίξω εγώ!», έλεγε συχνά. Τότε μας είχε καλέσει ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Πολύ αργότερα ήρθε στην Αγιάσο και ο Νίκος Διονυσόπουλος και γράψαμε πολλά τραγούδια. Έκαναν όμως στο σπίτι του, στην Αθήνα, διάρρηξη και αναγκάστηκε να ξαναέρθει στην Αγιάσο και να τα ξαναγράψει.
Default 34
Από κάποια εκδήλωση, πιθανότατα από Γυμναστικές Επιδείξεις, στο Γυμναστήριο – Γήπεδο της Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Χαρίλαος Ρόδανος, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Παπάνης και Προκόπιος Σουσαμλής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Παν. Κουτσαχειλέλης)
Η μουσική που έχει το Αναγνωστήριο είναι δική μας. Την έγραψε ο Χαρίλαος από μνήμης σε ειδικό βιβλίο. Στο βιβλίο αυτό έγραψε κάποιους σκοπούς και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, που ήταν καλός μουσικός. Ο Χαρίλαος πρέπει να πούμε πως συνεργάστηκε και με το στιχουργό και σατιρογράφο Παναγιώτη Ανεμέλη, ο οποίος έγραφε τραγούδια για μελοποίηση.

 

Εγώ είχα ειδίκευση στην οργανική μουσική, στα πρακτικά. Όταν έπαιζα, στόλιζα με το μυαλό μου, αυτοσχέδιαζα. Κάποτε μάλιστα είχα και μαθητές και τους δίδασκα. Πήρα μέρος ως μουσικός σε γάμους, σε βαφτίσια, σε πανηγύρια, σε μουσικοφιλολογικές βραδιές, σε θεατρικές παραστάσεις, σε χοροεσπερίδες, σε γυμναστικές επιδείξεις, ακόμα και στο γύρισμα της ταινίας «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», και αλλού.

 

Η κομπανία μας έπαιζε, όπου την καλούσαν. Έπαιζε στην «Καφενταρία», στον Κήπο της Παναγίας, στη Φαμάκα, στο εξοχικό κέντρο «Ελβετία», που ήταν στο Μπιζάνι, στη «Χουρέφτιρια», στου Καρά, στης Μαρμάρας, στου Λαγού, στο καφενείο του Βασιλείου Καρατζά, στην Αγορά, που το είχε συνεταιρικά με τα αδέρφια του, Γιώργο και Παναγιώτη, στο καφενείο του Γιάννη Παπαθεοφράστου-Ευστρατίου Δουγραματζή (Φουνιά), που σήμερα είναι σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου. Αρχικά το καφενείο αυτό το είχε ο Γρηγόριος Χριστοφαρής ή Μπαντέλης, ο πεθερός του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, και μετά από αυτόν ο Βασίλειος Συκής, ο πατέρας του Χριστόφα. Επίσης παίζαμε στο καφενείο του Γρηγορίου Χατζηραβδέλη, του Σουλουγάνη, που ήταν εκεί όπου σήμερα είναι το παντοπωλείο του Δημητρίου Μακαρώνη. Ο Χατζηραβδέλης για κάποιο χρονικό διάστημα εκμεταλλευόταν και το Πάρκο του Δήμου, στην Καρυά, στην οποία ήταν και άλλα καφενεία, όπου και εργαστήκαμε. Αναφέρω τα καφενεία των αδελφών Δουλαδέλη, Γιάννη, Ευστρατίου και Προκοπίου, του Παναγιώτη Καμαρού, που προηγουμένως το είχε ο Νικόλαος Βουλβούλης, του Βασιλείου Γραμμέλη, που ήταν στο χώρο, όπου χτίστηκε το σημερινό Αναγνωστήριο, καθώς και των Τζαναβάρηδων. Θυμάμαι που κάποτε ήρθε στο Πάρκο, που το είχε ο Χατζηραβδέλης, το μπαλέτο BAN ΣΤΑΝ, που το αποτελούσαν ένας χορευτής και τέσσερις χορεύτριες.

Default 37
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος, κάτοικος Παλαιοκήπου με καταγωγή από τα Μυστεγνά, Μιχάλης Μουτζουρέλης (Λαγός), Ευστράτιος Παπάνης, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Η κομπανία μας είχε μεγάλο όνομα και μας καλούσαν σε πολλά χωριά του νησιού. Πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή, στο Ακράσι, στο Αμπελικό, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Ευσταθίου, στον Ασώματο, όπου γινόταν το πανηγύρι των Ταξιαρχών, στα Βασιλικά, όπου γινόταν πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου και παίρναμε πολλά λεφτά από τους γλεντζέδες κατοίκους της περιοχής, στο Ίππειος, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Προκοπίου, στην Καλλονή, στα «Π’γαδέλια» Κάτω Τρίτους, όπου γινόταν το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, στις Λάμπες, όπου γίνονταν τα πανηγύρια της Ευαγγελίστριας και της «Αγια-Φουτιάς», στο Λισβόρι, στο Μόλυβο, στον Μπορό, στον Παλαιόκηπο, όπου γίνονταν πολλά γαμήλια γλέντια, στον Παπάδο, συνήθως στο «Σπλέντιντ», στο Πέραμα, στην Πέτρα, στο Πλωμάρι, συνήθως σε χοροεσπερίδες στη Λέσχη, στον Πολιχνίτο, και αλλού.

 

Ήμουν κληρωτός κλάσης 1937. Πήγα στο Ρουφ, στο Σύνταγμα των Τηλεγραφητών. Ήμουν στις Διαβιβάσεις και εκπαιδεύτηκα ως τηλεφωνητής και ασυρματιστής. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, που βάσταξε δυο χρόνια, πήρα μέρος στις εκδηλώσεις της 4ης Αυγούστου, ως αδειούχος, μαζί με τα συγκροτήματα των Αγιασωτών, αλλά και των άλλων Μυτιληνιών, που έρχονταν από το νησί. Πήρα μέρος και το 1938 και το 1939. Έφερναν το κλαρίνο και τα πολιτικά μου ρούχα από την Αγιάσο. Συμμετείχαν ο πατέρας μου, ο θείος μου Νικόλαος, ο Χαρίλαος, ο Βασίλης, σαντουριέρης αλλά και βιολιστής, ο Ευστράτιος Παπάνης, που τότε έπαιζε τρομπόνι, καθώς και ο Νικόλαος Μαυροθαλασσίτης, αν δεν κάνω λάθος. Κάποτε θυμάμαι πως όλες οι μουσικές ήμασταν στο διάδρομο του ξενοδοχείου και πως ο Βασίλης έπαιζε με το σαντούρι διάφορους σκοπούς, τσάμικο, κρητικό. Ενθουσιάστηκαν οι Κρητικοί και φώναζαν «Παίξ’ το, ρε κοπέλι!». Επίσης θυμάμαι πως χόρεψε ο Κώστας Βουλβούλης έναν «μαζωμένο», έναν «ανιγκασκό», αυτοσχεδιάζοντας άσεμνες φιγούρες που εντυπωσίασαν. Πήραμε και βραβείο. Ξεκινήσαμε μάλιστα από το Στάδιο με κατεύθυνση το κέντρο και παίζαμε τα «ξύλα». Όταν φτάσαμε στην Ομόνοια, αρχίσαμε να παίζουμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και να χορεύουν οι βρακάδες. Έγινε χαλασμός.

 

Απολύθηκα το 1939 και το επόμενο έτος έγινε ο πόλεμος. Με πήραν για την Αλβανία. Πήγα στο χωριό Λέσνιτσα ως ασυρματιστής-τηλεγραφητής. Η περιοχή ήταν απυρόβλητη. Μαζί μου ήταν ο Δούκας Κουφέλης, ο Κώστας Κωμαΐτης, που ήταν λοχίας Εφοδιασμού, ο Λευτέρης Καραφύλλης, ο Πρίνος, και ο λοχίας Βασίλης Θεμιστοκλή Νουλέλης, η Ρουδιά, ο οποίος εκτελούσε χρέη επιλοχία και έβγαζε υπηρεσία. Το Λευτέρη, που και αυτός ανήκε στις Διαβιβάσεις, όταν χαλούσε καμιά γραμμή, τον έστελναν μαζί με άλλους, για να αποκαταστήσουν τη βλάβη. Έπαθε πλευρίτιδα, με αποτέλεσμα να τον διώξουν για θεραπεία. Πήρε σύνταξη ως ανάπηρος πολέμου.

Default 40
Στιγμιότυπο από την υποδοχή των συνέδρων του Ιατρικού Συνεδρίου Μυτιλήνης (1957) στο θεραπευτήριον Λέσβου «η Υγεία». Διακρίνονται, από αριστερά: Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης και Χαρίλαος Ρόδανος . Πίσω διακρίνονται οι μαθήτριες και οι μαθητές του άλλοτε ενιαίου Γυμνασίου Αγιάσου, Ευαγγελία Παπουτσέλη, Παναγιώτα (Πίτσα) Δεμιργκέλη, Μυρσίνη Χουτζαίου, Χαρίκλεια Χατζηπροκοπίου, Ελένη (Νίτσα) Ξε-νέλη, Γιάννης Γουγουτάς, Κώστας Ράπτης, Θεμιστοκλής Χατζηνικολάου, Δημήτριος Κουντουρέλης, Ιάκωβος Μουτζουρέλης, Παναγιώτης (Τάκης) Παπάνης και Ευστράτιος Μπόρας.
Εγώ έμεινα όλο το διάστημα στη Λέσνιτσα. Κατά την οπισθοχώρηση αποσυνδέσαμε τα τηλέφωνα. Την Άνοιξη του 1941 πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσω Μπίγλιστας-Κρυσταλλοπηγής. Κατέβαινα με το Χριστόφα Κατσαμπό, τον πατέρα του Γιάννη. Μας χτυπούσαν τα γερμανικά αεροπλάνα. Δεν είχε γίνει ακόμα συνθηκολόγηση. Στο δρόμο μάς έσπασαν οι Γερμανοί τα όπλα. Μας θέριζε η πείνα. Βγάζαμε ωμά πράσα και τα τρώγαμε. Στην Αθήνα μείναμε καμιά δεκαριά μέρες. Κατεβήκαμε στον Πειραιά, βρήκαμε καΐκι και φύγαμε. Φτάσαμε στη Σκάλα Πολιχνίτου και από εκεί με τα πόδια ήρθαμε στην Αγιάσο.

 

Με ατομική πρόσκληση στρατεύτηκα και πήρα μέρος και στον Εμφύλιο. Υπηρέτησα εφτά μήνες στο άλλοτε Χατζησπύρειο Νοσοκομείο Αγιάσου, όπου σήμερα το Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ», καθώς και στη Μυτιλήνη, στο χώρο του Διδασκαλείου. Εδώ με το Γρηγόριο Πολιτάκη ήμασταν ασυρματιστές. Στη συνέχεια έφυγα από τη Λέσβο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη, όπου και έμεινα, με παρέμβαση του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, ως βοηθός εκπαιδευτή νεοσυλλέκτων. Δεν πολέμησα, ήμουν σε ειδικότητα.

Default 43
Η λαϊκή ορχήστρα επί το έργον… Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), ο Κώστας Ευρ. Ζαφειρίου (Καζίνο), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο) και ο τραγουδιστής Φραγκίσκος Μπαγέλης.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Στις 12 Ιουλίου 1944 παντρεύτηκα τη Μαρία Δούκα Κωμαΐτη (Γούλα). Τη μέρα αυτή σκότωσαν στην Αγιάσο τον οδοντίατρο Ευστράτιο Καραφύλλη, τον Πρίνο. Όταν ήρθε στο σπίτι, όπου γινόταν το γλέντι, και μας το είπε η Μυρσινιώ η Γκαγκαμάναινα, ο κόσμος διαλύθηκε. Αποχτήσαμε τρία παιδιά, το Στρατή, που γεννήθηκε το 1945 και πέθανε νέος το 1989, τον Περικλή που έζησε είκοσι μήνες περίπου, και την Ανθούλα, σύζυγο του Παναγιώτη Προκοπίου Βουνάτσου».
Default 46
Ο Σταύρος Ρόδανος (δεξιά) και ο Γιώργος Σαμιακός, ενοικιαστής του Κέντρου Μυτιλήνης «Βράχος».
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Default 48
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ροδανός, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Παπάνης και η τραγουδίστρια Μάγδα… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 142-143/2004

ΑΓΙΑΣΟΣ: ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΡΥΘΜΟ ΖΩΗΣ

Ο αγαπητός φίλος μας και συνεργάτης της «Αγιάσου» δημοσιογράφος και λογοτέχνης Δημήτριος Λεοντής είχε την καλοσύνη ν’ αντιγράψει από την καθημερινή πρωινή πολιτική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Ταχυδρόμος» (φύλλα 12ης και 13ης Αυγούστου 1930) τις αναδημοσιευμένες από την αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» του Δημ. Λαμπράκη ταξιδιωτικές εντυπώσεις του γνωστού λογοτέχνη Κώστα Ουράνη (Κ. Νέαρχου), που αναφέρονται στο νησί μας κι ειδικότερα στην Αγιάσο του 1930.

Οι παραπάνω ταξιδιωτικές εντυπώσεις αργότερα συμπεριλήφθηκαν σε βιβλίο του Κώστα Ουράνη. Σήμερα κυκλοφορεί το βιβλίο του συγγραφέα «Ταξίδια. Ελλάδα» (έκδοση του βιβλιοπωλείου της «Εστίας»), όπου μπορεί κανείς να δει την τελική μορφή του κειμένου (σσ. 287-291. «Η γραφική και γαλήνια Αγιάσο»). Ανάμεσα στο αναδημοσιευμένο κείμενο του «Ταχυδρόμου» και στο κείμενο της έκδοσης της «Εστίας» υπάρχουν κάποιες διαφορές, φραστικές κυρίως.

Το κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αναφέρεται κυρίως στον κόλπο της Γέρας, στην Καρίνη, στον άγνωστο την εποχή εκείνη ζωγράφο Θεόφιλο, στις φυσικές ομορφιές, στις ασχολίες των κατοίκων, στην ανύπαρκτη τότε τουριστική υποδομή και στο «Νέο Ξενώνα», στο Σανατόριο «η Υγεία» και στην άρνηση των κατοίκων να χτιστεί στον τόπο τους, από την οποία εμπνεύστηκε ο δημοσιογράφος και λόγιος Μιχαήλ Ροδάς (1884-1948) κι έγραψε το θεατρικό έργο «Οργή του δάσους»…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα
Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα

Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη

Α’

Ήταν ένα πυρωμένο απομεσήμερο, βαρύ και καταθλιπτικό, όταν αφήσαμε τη Μυτιλήνη, πηγαίνοντας να επισκεφθούμε ένα από τα ορεινά χωριά της νήσου την Αγιάσο. Η ζέστη ήταν τέτοια, ώστε κι αυτός ακόμα ο αέρας που σχημάτιζε η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν καυτός. Έκαιγε τα μάτια μας κι έκανε την αναπνοή μας ξηρή και δύσκολη.

Στον απέραντο ελαιώνα του κόλπου της Γέρας, τον οποίο περνούσαμε, τσιγαρίζονταν εκατομμύρια τζιτζίκια. Φύλλο δέντρου δεν εκινείτο. Από τα χαμόδεντρα που φουντώνουν έως μπροστά στις ακτές του κόλπου, εβλέπαμε τα νερά του ν’ ακινητούνε, γυαλιστερά σαν καθρέφτης πάνω στον οποίο πέφτει κάθετο το φως του ήλιου. Μια άχνα ζέστης επικάθονταν στην επιφάνεια.

Σ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή ο κόλπος αυτός θα συγκρατούσε μαγευμένο το βλέμμα. Είναι από τους πιο ωραίους του κόσμου και η στενή γραφική του είσοδος θυμίζει τα φιόρδ της Νορβηγίας. Δεν υπάρχει όμως ικανότης θαυμασμού που ν’ αντέχει σε μια ζέστη σαν εκείνη που μας εφλόγιζε. Κοιτάζαμε τη γυαλιστερή του έκταση μ’ ένα βλέμμα κατηφές και αδιάφορο – αναστενάζοντας για ένα μόνο πράγμα: για λίγη δροσιά.

Το πέρασμά μας από τα Κεραμιά, ένα μικρό χωριό που το κατοικούσαν άλλοτε οι Τούρκοι και στο οποίο είναι εγκατεστημένοι σήμερα πρόσφυγες, μας έδωσε μια στιγμή χαράς: Στο ρείθρο του δρόμου, που τον έσκιαζαν μεγάλα δέντρα, έτρεχαν μ’ ένα σιγανό μουρμουρητό ποτιστικά νερά. Περάσαμε όμως χωρίς να σταθούμε, αφήνοντας πίσω νεαρές προσφυγοπούλες που άπλωναν στα προαύλια των καλυβιών τους φύλλα καπνού για να ξεραθούν. Ο σωφέρ μας υπόσχεται έναν σταθμό καλύτερο. Πράγματι δε, μετά νέα διαδρομή στο εκτυφλωτικό λιοπύρι, σταματήσαμε σ’ ένα μικρό παράδεισο πρασινάδας, σκιών και τρεχούμενων νερών: την Καρίνη. Τεράστια αιωνόβια πλατάνια έριχναν μιαν ανακουφιστική σκιά σ’ έναν μικρόν ισοπεδωμένο περίβολο, του οποίου το κέντρο κατελάμβανε μια στρογγυλή χαβούζα μ’ ασβεστοχρισμένα τοιχώματα, κατά το ήμισυ γεμάτη νερό. Το νερό φαινότανε ακίνητο, τελματωμένο σχεδόν, στον χωμάτινο όμως πυθμένα της χαβούζας ανέβλυζε αόρατη μια πηγή παγωμένου και άφθονου νερού που ξέφευγε από ένα άνοιγμα και διαχύνονταν κατά μήκος των πλατανιών σε γάργαρο μυστικό ρυάκιο. Δεν υπήρχε στη μικρή αυτή όαση παρά ένα καφενεδάκι, του οποίου όλη η πελατεία εκείνη την ώρα εκείνη ήταν δυο χωρικοί που έπαιζαν κοντσίνα κάτω από έναν πλάτανο. Συνήθως τα εξοχικά αυτά κέντρα ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχαίες ρεκλάμες της σοκολάτας τα τοπία της Ελβετίας. Είναι ξεχαρβαλωμένες παράγκες, οι οποίες εις επίμετρο είναι εφωδιασμένες και μ’ ένα βραχνό φωνόγραφο. Το καφενεδάκι όμως αυτό της Καρίνης ήταν μια επί πλέον ομορφιά στην ομορφιά των νερών και των βαθιών ίσκιων. Μερικά δοκάρια μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υπεστήριζαν μια ξύλινη κληματαριά από την οποία εκρέμονταν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, γλάστρες βασιλικού και γαρύφαλλων στόλιζαν την είσοδο του. Ό,τι όμως το έκανε εξαιρετικό ήταν οι τοιχογραφίες που ήταν ζωγραφισμένες στους εξωτερικούς του τοίχους. Οι τοιχογραφίες αυτές δεν είχαν βέβαια την αξία τοιχογραφιών της καλής βυζαντινής εποχής ή της αναγέννησης. Ήταν απλοϊκά και άτεχνα κατασκευάσματα ενός μεσόκοπου, όπως μου είπαν, αλήτη, ο οποίος περιερχότανε τον τόπο ζωγραφίζοντας, ό,τι τύχαινε – κάποτε για λίγη τροφή, συχνότερα για τη δική του ευχαρίστηση.

Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα...
Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα…

Τα θέματα και ο τρόπος της συνθέσεώς τους θύμιζαν τις λαϊκές χρωμολιθογραφίες που βλέπει κανείς καρφωμένες σ’ όλα τα μικρομάγαζα των ελληνικών επαρχιών. Ο αλήτης ζωγράφος είχε δώσει σ’ αυτές ελεύθερο ρου στη λαϊκή του φαντασία. Είχε ζωγραφίσει συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, ένα περίπατο του Αλή πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων, έναν θεό Άρη, ο οποίος έμοιαζε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μια Αφροδίτη, την οποία κανείς δεν θα ήθελε ως γυναίκα του στην πραγματικότητα.

Αλλά ό,τι ήταν μια χαρά για τα μάτια, ήταν η μουσική ρευστότητα των χρωμάτων, οι γλυκείς συνδυασμοί τους και οι γλυκύτερες ακόμα αντιθέσεις τους, που έκαναν εξ αποστάσεως τους τοίχους του μικρού αυτού καφενείου να φαντάζουν σαν επιστρωμένοι με σπάνιους περσικούς τάπητες.

Από τον παραδεισιακό αυτό σταθμό ίσαμε την Αγιάσο δεν κάναμε άλλο παρά ν’ ανεβοκατεβαίνουμε πετρώδεις λόφους σκεπασμένους μ’ αναρίθμητες ελιές που ασήμιζαν μέσα στον ήλιο και που εδονούντο αδιάκοπα από το τρυπανιστό τσιτσίρισμα των τζιτζικιών. Μολονότι ευρισκόμαστε σ’ αρκετό ύφος από τη θάλασσα, αναπνέαμε και εδώ έναν αέρα φούρνου εργοστασίου, που εξέραινε τη γλώσσα μας κι έκαιγε τους πνεύμονές μας. Ανυπομονούσαμε να φτάσουμε στην Αγιάσο, μάταια όμως την αναζητούσαμε σ’ όλα τα βάθη του ορίζοντος. Επί τέλους αντικρίσαμε μια φάραγγα από την οποία ανέβαιναν προς τον άτρεμο φωτεινό ουρανό πανύψηλες λεύκες με φύλλωμα στενό όπως των κυπαρισσιών. Δεξιά κι αριστερά ανηφόριζαν τη φάραγγα καταπράσινα «μποστάνια». Η παρουσία τους ήταν μια ένδειξις ότι πλησιάζαμε κατωκημένο μέρος. Και πράγματι ύστερα από λίγα λεπτά βλέπαμε τα πρώτα σπίτια της Αγιάσου.

Β’

Η Αγιάσος έχει μια εξαιρετική γραφικότητα. Στον αιώνα αυτόν που η ομοιομορφία διατρέχει τους τόπους σαν ένας ισοπεδωτικός οδοστρωτήρας, είναι μία έκπληξη και μια χαρά να συναντά κανείς μια γωνία που διατηρεί τον παλαϊκό ιδιόρυθμο χαρακτήρα της ζωής. Γιατί και στην Αγιάσο είναι ό,τι και στο Άγιο Όρος. Η ζωή μοιάζει να κινείται με μια αφάνταστη επιβράδυνση, να είναι αιώνες ολόκληροι πίσω από την εποχή μας. Όλα εκεί είναι απλά, ήσυχα, πατριαρχικά, όπως στους καιρούς που η μηχανή δεν είχε ακόμη εμφανισθεί και οι άνθρωποι δεν εγνώριζαν τον πυρετό μας. Τι ωραία και τι ξεκουραστικά που είναι στην Αγιάσο!… Οι στενοί δρομίσκοι με τ’ άνισα καλντερίμια είναι εδώ κι εκεί σκεπασμένοι με καταπράσινες κληματαριές, όπως οι αυλές των επαρχιωτικών σπιτιών και σ’ όλα τα παράθυρα είναι βασιλικοί και γεράνια. Γύρω από τη μεγάλη εκκλησία, όπου συγκεντρώνεται όλη η κίνηση μαγαζάκια, έχουν πάνω τους τέτοιες πράσινες τέντες φυλλωμάτων. Το μάτι θέλγεται αδιάκοπα με τις εναλλαγές του φωτός και των διακοσμητικών σκιών των κρεμαστών φυλλωμάτων πάνω στα ήσυχα καλντερίμια… Στα κατώφλια των σπιτιών γνέθοντας ή σιγοκουβεντιάζοντας, είναι καθισμένες γρηές και νέες, όλες με μεγάλες μαύρες βράκες και με ξύλινα τσόκαρα στα γυμνά τους πόδια. Πολλές από τις νέες αυτές ήταν ωραίες με λυγερές κορμοστασιές και ρόδινα πρόσωπα. Κοίταζαν το πέρασμα μας με συμπαθητική περιέργεια, όταν όμως εδοκίμασα να τις φωτογραφήσω έτρεχαν με γέλια να κρυφτούν. Τα τσόκαρά τους κροτούσαν πάνω στο καλντερίμι και καθώς οι βράκες τους κουνιόνταν στο τρέξιμο έδιναν την αστεία εντύπωση κυνηγημένων χηνών.

Στις ήμερες απογευματινές ώρες που άρχιζε να υποχωρεί η ζέστη, οι πόρτες όλες ήταν ορθάνοιχτες και καθώς περνούσαμε βλέπαμε χωρικούς και χωριάτισσες απασχολημένες σε μικρές βιοτεχνίες. Εδώ μια γυναίκα ύφαινε στον αργαλειό της, μια άλλη πιο πέρα σχεδίαζε χρωματιστές παραστάσεις σε κόκκινα κανάτια, προωρισμένα για το νερό, ένας σκάλιζε το ξύλο, ένας άλλος κατεσκεύαζε τσόκαρα. Ήταν όλος ο παλιός κι αργός ρυθμός της ζωής που περνούσε από τα μάτια μας. Γέροι Αγιασώτες με βράκες και καλπάκια στο κεφάλι ανηφόριζαν αργά -αργά προς το Σταυρί, το ψηλότερο σημείο του χωριού κάτω από τα βαθύσκια δέντρα του οποίου υπάρχουν γραφικά καφενεδάκια, μία νέα γύριζε από τη βρύση με τη βιβλική της στάμνα στο κεφάλι, ένας νέος χωρικός έσερνε το ανθιστάμενο βόδι του, παντού τέτοιες εικόνες γαλήνιας ζωής – και πάνω απ’ αυτές η αργή καμπάνα του Εσπερινού.

 Ο αγαπητός μας συνάδελφος κ. Ροδάς, γράφοντας τελευταίως για την Αγιάσο, ετόνισε το φιλοπρόοδο πνεύμα που έχει αρχίσει να πνέει και στο απόμερο ορεινό χωριό της Μυτιλήνης και του οποίου πρώτη εκδήλωσις είναι η άδεια που έδωσαν επί τέλους οι χωρικοί να κτισθεί στα πεύκα του βουνού τους ένα σανατόριο. Ο κ. Ροδάς είχε εμπνευσθεί ολόκληρο ένα δραματικό έργο που εστηλίτευε την άρνηση έως χθες των Αγιασωτών να δεχθούν σανατόριο έξω από το χωριό τους κι ήταν φυσικό να χαρεί για το νέο αυτό πνεύμα. Εγώ όμως που αγαπάω ιδιαίτερα τα παλιά πράγματα, εχάρηκα κι αυτήν ακόμα την περιπέτεια που υπήρξε η νύχτα την οποία πέρασε στην Αγιάσο. Το μεγάλο ξενοδοχείο το οποίο, όπως έγραψε με ενθουσιασμό ο κ. Ροδάς, κτίζει η εκκλησία, θέλει πολύ ακόμη για να είναι έτοιμο και το οίκημα στο οποίο μ’ έστειλε να καταλύσω ο πρόεδρος της κοινότητος ήταν το σπίτι μιας συμπαθητικής βρακοφορούσας Αγιασώτισσας της κυρα-Δημητρούλας. Α! Το σπίτι της κυρα -Δημητρούλας!…

Πέρασα μια νύχτα και μισή ημέρα χωρίς να μπορέσω να εννοήσω αν ήταν ξενοδοχείο ή ιδιωτική κατοικία, γιατί δεν είχε τίποτα απολύτως απ’ ό,τι περιμένει να βρει κανείς σ’ ένα ξενοδοχείο, έστω και πρωτόγονο, κι είχε, αντιθέτως, ένα σωρό ξένους: Τρεις μουσικούς που ευρίσκονταν στην Αγιάσο για να δώσουν μερικές συναυλίες… τζαζ-μπαντ, δυο Μυτιληνιές χωρικές που είχαν έλθει να προσκυνήσουν την σεβάσμια εκκλησία της Αγιάσου, ένα υπονωματάρχη και τέλος εμένα και τη συνοδό μου.

Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο... Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)
Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο… Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)

Το ισόγειο του σπιτιού κατείχετο από διάφορους πτερωτούς και τετράποδους πελάτες, σ’ ένα πατάρι κούρνιαζαν οι δυο χωρικές με την ίδια την κυρα -Δημητρούλα και στο πρώτο πάτωμα, το οποίο απετελείτο από έναν διάδρομο και ένα δωμάτιο, συνωστιζόμαστε… όλοι εμείς οι άλλοι. Για να φτάσουμε ως στο δωμάτιο που είχε δοθεί σε εμάς, έπρεπε να περάσουμε απ’ όλο το φτερωτό τετράποδο και δίποδο κόσμο που εύρισκε άσυλο στο σπίτι της κυρα-Δημητρούλας το πρωί δε ματαίως αναζητούσαμε μια λεκάνη και ένα δοχείο νερού για να πλυθούμε. Αναγκαστήκαμε να περιορισθούμε στο νερό που περιείχε ένα ποτήρι, χρησιμοποιώντας ως νεροχύτη το παράθυρο του δωματίου. Αλλά η νύχτα ήταν δροσερή στην Αγιάσο, στο παράθυρο του δωματίου μας ευωδίαζε ο βασιλικός, τα σεντόνια μας μύριζαν λεβάντα του βουνού και η κυρα-Δημητρούλα με την βράκα της και τα γυμνά της πόδια ήταν τόσο αγαθή και πρόσχαρη που δεν λυπήθηκα γιατί δεν βρήκαμε τελειωμένο το ανεγειρόμενο «Παλάς» της Αγιάσου.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Οι παραπάνω σε δύο συνέχειες εντυπώσεις από την Αγιάσο του γνωστού ποιητή και πεζογράφου Κώστα Ουράνη πρωτοδημοσιεύτηκαν στο «Ελεύθερον Βήμα» της Αθήνας, σημερινό «Το Βήμα», και αναδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Μυτιλήνης των Στρατή Μυριβήλη και Θείελπι Λεφκία, στα φύλλα 12 και 13 Αυγούστου 1930, με τον τίτλο: Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Αγιάσος, το χωριό με τον παλιό ρυθμό της ζωής. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΕΟΝΤΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 45/1988

ΚΑΛΠ’ΚΑ

Δυο Αγιασιώτις κάλπ’δις καθούντι στ’ Κατσαμπού του καφινέ, απουκάτου απ’ τουν ίστσιου τς Καρυάς. Καλουτσαίρ’, βράζ’ κόσμους. Πα στν ώρα κατιβαίν’ Λάμπ’ς του Κουντουρέλ’, φουρτουμένους σα γουμαρλίδ’κου. μ’λαρ’ μι τρεις κάσις χαλβά για του λιφουρείου.

Για δε, ρε γκ’μπάρι, λέγ’ γιόνας στουν άλλουν, άμα ν’ έχ’ ιδλιά τσι στν άλλ’ τ’ ζουγή, εμ έ θα τουν φραθούν!

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 02/1981

Ο “ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ” ΘΕΙΕΛΠΗΣ ΛΕΦΚΙΑΣ

lefkias (1)
Ο Θείελπης Λεφκίας το 1919 κατά σχέδιο του Αντώνη Πρωτόπατση (1897-1947) εκ του φυσικού, όταν ήταν στρατευμένος και δημοσίευε λογοτεχνικά κείμενα με το ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης.

Μία ξεχωριστή μορφή της πρώτης «Λεσβιακής Άνοιξης», αγιασώτικης καταγωγής, ήταν ο ποιητής, δημοσιογράφος, Βουλευτής και εκδότης του «Ταχυδρόμου» Μυτιλήνης Θείελπης Λεφκίας, που είχε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης, και πατέρα τον Αγιασώτη «ιατροφιλόσοφο» Προκόπιο Λευκία-Βεγιάζη (1840-1918). Για τον Θείελπη Λεφκία (25.2.1898- 21.1.1958) οργανώθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης στις 19 Σεπτεμ­βρίου 1988, με την συμπλήρωση 90 χρόνων από την γέννησή του και 30 χρόνων από τον θάνατο του, τιμητική εκδήλωση από τον Φιλοτεχνικό Όμι­λο Μυτιλήνης «ο Θεόφιλος», κατά την οποίαν μίλησαν ο πρόεδρος του Ομί­λου Μηθυμναίος λογοτέχνης Περικλής Μαυρογιάννης και ο συστηματικός ερευνητής της Νεοελληνικής και ιδιαί­τερα της Λεσβιακής γραμματολογίας συγγραφέας Βαγγέλης Καραγιάννης με θέμα τον Θείελπη Λεφκία ως πρω­τεργάτη της Λεσβιακής Άνοιξης. Ιδιαίτερα ξεχωριστό ενδιαφέρον και για την ιστορία της Αγιάσου παρου­σιάζουν και οι λεπτομέρειες που έχει αποκαλύψει με τις έρευνές του ο Βαγ­γέλης Καραγιάννης και για τον πατέρα του Θείελπη «ιατροφιλόσοφον» Προκόπιον Λεφκίαν-Βεγιάζην και τον πάππον του Βρανάν I. Βεγιαζέλλην (και αργότερα Βεγιάζην).

lefkias (2)

Ο Θειέλπης Λεφκίας όταν ήταν αρχισυντάκτης της Μυτιληναϊκής εφημερίδας “Ελεύθερος Λόγος”, κατά σχέδιο του Φώτη Κόντογλου (1895-1965).

Γενεαλογικά

Κατά τον Καραγιάννην, ο πάππος του Θείελπη Βρανάς ήταν ένας απλός Αγιασώτης, απ’ τους νοικοκυραίους και κτηματίες, που θέλανε τα παιδιά τους να είναι κοντά τους βοηθοί στην καλλιέργεια και τη διαχείριση της περιουσίας τους, και είχε παντρευτεί την Ασωματιανή Ελενούδα Κοντέλλη.

Ο γιος όμως του Βρανά Βεγιαζέλλη Προκόπιος, που γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 20 Αυγούστου 1840, είχε πόθο για γράμματα και αντέδρασε με τρόπο ώστε και το χατίρι του πατέρα του να γίνει και εκείνος να μη χάσει τις σπου­δές. Έτσι, όπως αναφέρει ο Καραγιάννης στο βιβλίο του, ο Προκόπιος «με τα χαράματα πηγαίνει και ποτίζει έναν «μπαχτσέ» τους στα Άντρεια, και μετά τρέχοντας προφταίνει και το σχο­λειό του στο χωριό. Ψέλνει και στην εκκλησία και με τα λεφτά που του δί­νουν αγοράζει βιβλία και μελετά. Με τέτοιον αγώνα μπόρεσε και τέλειωσε το σχολείο της Αγιάσου, όπου και διορί­σθηκε αμέσως δάσκαλος».

Ο πατέρας όμως του Θείελπη που είχε βλέψεις πιο μεγάλες και με προοπτική για ανώτερες σπουδές πιάνει στη Μυτιλήνη δουλειά ως γραμματικός στο μεγάλο τότε εμπορικό του Κουρουβακάλη.

Αργότερα η Κοινότητα Αγιάσου έχο­ντας ανάγκη από γιατρό και εκτιμώ­ντας την φιλομάθεια του Προκόπιου, προτείνει να επιβαρυνθεί με τις μισές δαπάνες και να τον στείλει να σπουδά­σει στην Αθήνα.

Όταν ο Προκόπιος Βεγιάζης έφθασε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1860, μεταγλώττισε το επώνυμο του σε «Λευκίας» και εγγράφτηκε μ’ αυτό στο Πα­νεπιστήμιο, και το 1865 πήρε το δίπλω­μα του γιατρού.

Από υποχρέωση στην Κοινότητα που τον σπούδασε, ο πατέρας του Λεφκία αρχικά σταδιοδρόμησε στην Αγιάσο και κατόπιν στη Γέρα και στο Πλωμάρι, και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Μυ­τιλήνη, όπου κατά τον Καραγιάννη ανέπτυξε «αξιόλογη δράση και σ’ άλ­λους τομείς πέρα απ’ το ιατρικό του επάγγελμα. Είναι πολυμαθέστατος και εγκυκλοπαιδικότατος. Διαβάζει στο πρωτότυπο όλους τους αρχαίους Έλ­ληνες και Λατίνους συγγραφείς και ποιητές. Ξέρει γαλλικά, τούρκικα και λατινικά άπταιστα». Ένα διάστημα ο ιατροφιλόσοφος Προκόπιος Λευκίας ήταν και αντιπρόεδρος του Αναγνω­στηρίου της Μυτιλήνης «Ο Πιττακός», που έβγαλε στα 1877 το δεκαπενθή­μερο ομώνυμο περιοδικό «ποικίλων γνώσεων».

Στην Μυτιλήνη ο πατέρας του Θείελ­πη παντρεύτηκε την Ειρήνη Χ. Κουγιουμτζή, από τα Πάφλα της Λέσβου, που πέθανε πάνω στην γέννα της κόρης τους Ειρήνης.

Το 1890 ο Προκόπιος Λευκίας πα­ντρεύτηκε στη Μυτιλήνη για δεύτερη φορά την Αγλαΐα Καρακούση, η μητέ­ρα της οποίας ήταν αδελφή της συζύ­γου του συγγραφέα της «Συνοπτικής Ιστορίας και Τοπογραφίας της Λέσβου» του 1874 (και 1909) Οικονόμου Σταύρου Τάξη.

Ο ιατροφιλόσοφος Προκόπιος και η Αγλαΐα απέκτησαν παιδιά τον Λέσβανδρο (στις 30 Ιανουαρίου 1894), την Κρινάνθη (στις 23 Απριλίου 1896) και τελευταίο τον Θείελπη (στις 25 Φε­βρουαρίου 1898).

lefkias (6)
Τμήμα οικογενειακής φωτογραφίας που δημοσιεύθηκε ολόκληρη στην σελίδα 253 του 27ου τεύχους του περιοδικού του Γ. Βαλέτα “Αιολικά Γράμματα”, Μαΐου-Ιουνίου 1975: (1) ο Αγιασώτης πατέρας του Θείελπη “ιατροφιλόσοφος” Προκόπιος Λευκίας-Μπεγιάζης, (2) η μητέρα του Θείελπη Αγλαΐα, (3) ο αδελφός του Θείελπη Λέσβανδρος, (4) ο Θείελπης στα γόνατα της γιαγιάς του (5).

Το 1901 κατά παραίνεση του φίλου του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης (πρώην Μητροπολίτη Μυτιλήνης) Κωνσταντίνου ο Προκόπιος διορίζεται για­τρός στις Καρυές του Αγίου Όρους, και κατόπιν στις Μονές Ιβήρων και Ξηροποτάμου, όπου έμεινε έως το θάνατο του, τον Ιούλιο του 1918. Νεκρολογία του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Σάλπιγξ» της 8 Ιουλίου 1918.

Άλλα αδέλφια του Προκόπιου ανα­φέρονται ο Γρηγόριος, ο Δημήτριος, ο Γιαννίκος, η Ευγενούδα και η Σκαρλάτη.

Προφανώς συγγενής του Λεφκία ήταν και ο νεομάρτυς Δημήτριος Μπεγιάζης, που (σύμφωνα με πληροφορίες που μας έδωσε ο Αθανάσιος Τσερνόγλου επικα­λούμενος και το «Μαρτυρολόγιον» του 1972) εμαρτύρησε με βασανισμούς στον Κασαμπά της Μικράς Ασίας το 1816 ή το 1819 μαζί με τον Ασωματιανόν επί­σης νεομάρτυρα Αναστάσιον Πανέραν, διότι υπεστήριζαν την ανωτερότητα της χριστιανικής θρησκείας έναντι της μωα­μεθανικής. Και οι δυο ήσαν καλαθοπλέκτες και εορτάζεται μαζί η μνήμη των στις 11 Αυγούστου. Σχετική ανα­γραφή έγινε στο περιοδικό «Αγιάσος» (Μαΐου-Ιουνίου 1984, τεύχος 22, σελ. 15) με αφορμή την δημοσίευση παλαιάς φωτογραφίας του Αγιασώτη Στρατή Μπεγιάζη.

Η γενικότερη δράση του

Όταν πέθανε ο ιατροφιλόσοφος Προ­κόπιος Λευκίας-Μπεγιάζης στο Άγιον Όρος το 1918, ο γιος του Θείελπης ήταν είκοσι χρονών και είχε αρχίσει να δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα και ποιήματα με το ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης.

Όταν το 1923 μετά την Μικρασιατική καταστροφή απολύθηκε από το στρατό στην Θράκη και επέστρεφε στην Μυτιλήνη, έγινε αρχικά συντάκτης και κα­τόπιν αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος», που διεύθυνε ο Στρατής Παπανικόλας (1894-1952).

Ο Θείελπης έγινε κατόπιν ο στενό­τερος συνεργάτης του Στρατή Μυρι­βήλη στην έκδοση των εφημερίδων της Μυτιλήνης «Καμπάνα» και «Ταχυδρό­μος», διακρίθηκε με την αρθρογραφία του ως υπέρμαχος των ιδεωδών του πατέρα της Ελληνικής Δημοκρατίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου, είχε εκλε­γεί δυό φορές βουλευτής του νομού Λέ­σβου το 1936 και το 1950, εξορίσθηκε στην Αμοργό από την δικτατορία Με­ταξά, είχε υποστεί διώξεις από όλα τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα, επήρε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εθνική αντί­σταση του Ε.Α.Μ. Λέσβου, διέφυγε στις 14.10.1943 στην Τουρκία και στην Μέ­ση Ανατολή και μετά την επιστροφή του στη Λέσβο, φυλακίσθηκε ως αντι­στασιακός, ύστερα από την «Συμφω­νία της Βάρκιζας» το 1945, και βρήκε το 1950 την δυνατότητα να επανεκδώσει τον «Ταχυδρόμο» και να εκλεγεί μαζί με τον λογοτέχνη Ασημάκη Πανσέληνο βουλευτής του «Σοσιαλιστικού Κόμμα­τος Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία («ΣΚΕΑΛ») του Αλ. Σβώλου και του Ηλία Τσιριμώκου.

Ο θάνατος τον βρήκε ξαφνικά νωρίς το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου 1958, πριν αρχίσει η κανονική μεταμεσημ­βρινή εργασία των τυπογράφων του «Ταχυδρόμου», όταν μόνος του στοι­χειοθετούσε ένα δικό του κείμενο.

Βιβλιογραφικά

lefkias (3)
Ο Θείελπης Λεφκίας, κατά σκίτσο του Μίλτη Παρασκευαΐδη, εκ του φυσικού, όταν ήταν διευθυντής της Μυτιληναϊκής εφημερίδος “Ταχυδρόμος”.

Λεπτομέρειες πολλές για την ζωή και τις διάφορες δραστηριότητες του Θείελπη Λεφκία έχει δημοσιεύσει ο μελετητής, ερευνητής και κριτικός της Νεο­ελληνικής λογοτεχνίας και λαογράφος της Λέσβου Βαγγέλης Καραγιάννης σε δυο τεύχη του διμηνιαίου περιοδικού του Γιώργου Βαλέτα «Αιολικά Γράμ­ματα» 27ο και 28ο του 1975, που είναι αφιερωμένα στον «αγωνιστή ποιητή» Θείελπη Λεφκία.

Εκτός από το εκτενές κείμενο του Βαγγέλη Καραγιάννη για τον Θείελπη Λεφκία, που τον χαρακτηρίζει έναν από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Άνοιξης (και έχει κυκλοφορήσει επίσης το 1975 με πολλές προσθήκες και σε ιδιαί­τερο ανάτυπο) τα δυο αυτά τεύχη 27 και 28 των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975, δημοσιεύουν αφιερωματικά κείμενα για τον Λεφκία γραμμένα και από τους Γ. Βαλέταν, Στρατήν Μυριβήλην, Ηλίαν Βενέζην, Ασημάκην Πανσέληνον, Τέρπανδρον Αναστασιάδην, Δημήτρην Λεοντήν, Βασίλην Αρχοντίδην, Π. Σκοπελίτην, Πάνον Ευαγγελινόν, Απόστολον Αποστόλου, Γ. Κορτέσην, Κώσταν Μάκιστον-Παπαχαραλάμπους, Ηλίαν Τσιριμώκον, Μιχ. Γούτον, Χρ. Μολίνον, Στέλιον Κρητικάν κ.ά., καθώς και ένα ποίημα του Αντώνη Πρωτόπατση, αφιερωμένο στον ποιητή Βρανά Μπεγιάζη.

Στο 27ο τεύχος των «Αιολικών Γραμ­μάτων» του 1975 δημοσιεύονται επίσης 14 ποιήματα του Λεφκία, καθώς και έμ­μετρες μεταφράσεις από τον ίδιο 12 ποιημάτων των αρχαίων λυρικών Σαπ­φώς, Ανακρέοντος, Αλφειού, Αλκμάνος, Βακχυλίδη, Φρυνίχου κ.ά. Το ίδιο 27ο τεύχος των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975 είναι πλούσια εικονογραφη­μένο και με διάφορα σχέδια και ανα­μνηστικές φωτογραφίες του Λεφκία και της οικογένειάς του.

Εκτός από τα αποκαλυπτικά δημο­σιεύματα που προαναφέρθηκαν των δύο τευχών (27 και 28) των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975 και από την ολο­κληρωμένη λεπτομερειακή μελέτη του βιβλίου του Βαγγέλη Καραγιάννη «Θείελ­πης Λεφκίας —Ένας από τους πρωτερ­γάτες της Λεσβιακής Άνοιξης» του 1975, πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για την αντιστασιακή δράση του περιλαμ­βάνει και το βιβλίο του Γενικού Γραμ­ματέα του Ε.Α.Μ. Λέσβου «δάσκαλου» και δημάρχου Μυτιλήνης επί πολλά χρόνια Απόστολου Αποστόλου «Μνή­μες» του 1985 (σελ. 142-144), καθώς και το επίσης πολυσέλιδο βιβλίο των Πα­ναγιώτη Κεμερλή (πρωταγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης της Λέσβου) και Αρίστου Πολυχρονιάδη «Η Αντίσταση στη Λέσβο — Πηγές και πτυχές της» του 1988 (σελ. 106, 108-109, 188,221-222).

Διαφωτιστικά για την ζωή και την δραστηριότητα του Θείελπη Λεφκία εί­ναι και όσα περιλαμβάνονται στα τεύχη 8 και 9 του περιοδικού του Γ. Βαλέτα «Αιολικά Γράμματα» του 1972, που εί­ναι αφιερωμένα στον στενότατο φίλο του Θείελπη Αντώνην Πρωτοπάτσην- Ρazzi (1847-1947).

Αποβλέποντας να παρουσιάσουμε τον Λεφκία και στις νεότερες γενιές όσον το δυνατόν πιο εκλαϊκευτικά, κρί­νουμε σκόπιμο να συντάξουμε και σύ­ντομο Χρονολόγιο της ζωής και του έργου του, καθώς και του περιβάλλοντος της εποχής του. Για την σύνταξη του Χρονολογίου που ακολουθεί, εχρησιμοποιήσαμε όλη την βιβλιογραφία, που προαναφέραμε, και (για λόγους που έχουν εκτεθεί στην σελίδα 8 του 69ου τεύχους του περιοδικού «Ηχώ της Αγίας Παρασκευής Λέσβου», Δεκεμ­βρίου 1987 από την λογοτέχνιδα και φιλόλογον Τούλα Αμπατζή) επικαλε­σθήκαμε τηλεφωνικώς επανειλημμένα τις γνώσεις και την μνήμη του φιλό­λογου και ιστορικού Αθανασίου Τσερνόγλου (για τον οποίο σύντομα βιο­γραφικά στοιχεία δημοσιεύθηκαν στον «Δημοκράτη» Μυτιλήνης της 21ης Νοεμ­βρίου 1988).

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1840

Γέννηση στην Αγιάσο του πατέρα του Θείελπη Προκοπίου Μπεγιάζη, που με οικονομικήν ενίσχυση της Κοινότητας του χωριού, σπούδασε στο Πανε­πιστήμιο της Αθήνας ιατρικήν από το 1860 έως το 1865. Κατά την εγγραφή του μεταγλώτισσε το επώνυμο του «Βεγιάζης» στο ελληνοπρεπές αντίστοιχο του «Λευκίας». Επιστρέφοντας στην Λέ­σβο, εσταδιοδρόμησε ως γιατρός («ια­τροφιλόσοφος») αρχικά στην Αγιάσο, κατόπιν στη Γέρα και στο Πλωμάρι και τελικά στην Μυτιλήνη, όπου παντρεύ­τηκε την Ειρήνη Κουγιουμτζή από τα Πάφλα, που πέθανε πάνω στη γέν­να της κόρης των. Το 1890 ο Προκόπιος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Αγλαΐα Καρακούση, με την οποία απέ­κτησε παιδιά τον Λέσβανδρο (1894), την Κρινάνθη (1896) και τελευταίο τον Θείελπη (1898). Πατέρας του ιατροφι­λόσοφου Προκοπίου Λεφκία ήταν ο Αγιασώτης Βρανάς I. Βεγιαζέλης (αργότερα Βεγιάζης) και μητέρα του η Ελενούδα Κοντέλλη που ήταν από τον Ασώματο.

 1898

Γέννηση του Θείελπη Λεφκία στη Μυτιλήνη στις 29 Φεβρουαρίου 1898.

1901

Ο πατέρας του Θείελπη ιατροφιλό­σοφος Προκόπιος Λεφκίας διορίζεται γιατρός στις Καρυές του Αγίου Όρους και κατόπιν στις Μονές Ιβήρων και Ξηροποτάμου, αφήνοντας την ανατρο­φή των δυο παιδιών του στην σύζυγο του Αγλαΐαν, στην οποία στέλνει οι­κονομικές ενισχύσεις. Ο Θείελπης ήταν τότε τριών χρονών και ο αδελφός του Λέσβανδρος οκτώ.

1909

Ο Θείελπης τελειώνει την Αστική Σχολή Μυτιλήνης και κατόπιν το 1915 το Γυμνάσιο Μυτιλήνης με γυμνασιάρ­χες διαδοχικά τον Εμμανουήλ Δαυίδ και τον Ιωάννην Ολύμπιον.

1915

lefkias (4)
Ο Θείελπης Λεφκίας γράφοντας άρθρο για τον “Ταχυδρόμο”.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο Μυτιλή­νης το καλοκαίρι του 1915, μαζί με τον αδελφό του Λέσβανδρο επισκέπτονται τον πατέρα των στο Άγιο Όρος, όπου ο Θείελπης μελετά σπάνιες εκδόσεις αρ­χαίων συγγραφέων. Ο Β. Καραγιάννης στο βιβλίο του του 1975 αναφέρει ότι η επίσκεψη αυτή είχε γίνει και άλλα κα­λοκαίρια. Από την Μυτιλήνη ο Θείελ­πης αλληλογραφεί με τον πατέρα του σε υποκαθαρεύουσα κάνοντας λόγο και για τα χρήματα που τους στέλνει από το Άγιον Όρος («τα χρήματα εδραπέτευσαν από τα θυλάκιά μου ως έπεα πτερόεντα…»). Στην αλληλογρα­φία του μεταξύ άλλων αναφέρει στον πατέρα του ότι ο γυμνασιάρχης του Ιωάννης Ολύμπιος (1864-1946) «πολύ σε υπολήπτεται και πολλάκις με ωμίλησε δια σε και με συνεβούλευσε να τι­μήσω το όνομα, το οποίον φέρω». Στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Σάλπιγγα» της 11.11.1914 δημοσιεύεται το ποίημα του τελειόφοιτου Θείελπη για όσους έπεσαν το 1912 για την απελευθέρωση της Λέσβου, που είχε απαγγελθεί στην εορτή για την απελευθέρωση του νη­σιού από τον συμμαθητή του κατόπιν αρχαιολόγον Στρατήν Παρασκευαΐδην (1896-1969). Τον Ιανουάριο του 1915 που ο Θείελπης ήταν τελειόφοιτος αρ­χίζει να εκδίδει με τους φίλους του Αντώνην Πρωτοπάτσην, Παν. Κεφάλαν, Στρ. Παρασκευαΐδην κ.ά. το πε­ριοδικό «Ελπίδες». Αρχίζει έτσι περίο­δος πλούσιας λογοτεχνικής δημιουρ­γίας του και η χρησιμοποίηση των λο­γοτεχνικών ψευδωνύμων του Γιάννης Μοριάς και Βρανάς Μπεγιάζης.

1917     

Διορίζεται δημόσιος υπάλληλος ως επόπτης φόρου αλιευμάτων της Μυτι­λήνης. Στο τέλος του 1917 πρωτοστατεί στην σύσταση του «Φιλοτεχνικού Ομί­λου Μυτιλήνης» και συμμετέχει στην οργάνωση ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων για φιλανθρωπικούς σκο­πούς.

1918     

Ενισχύει την πνευματική και καλλι­τεχνική κίνηση της Μυτιλήνης με συγ­γραφές, παραφράσεις και μεταφράσεις θεατρικών έργων, με συμμετοχή στις ερασιτεχνικές παραστάσεις των και με ομιλίες του για διάφορα πνευματικά θέ­ματα.

1919-1922

Ο Λεφκίας στρατεύεται τον Απρίλη του 1919 και φεύγει για την μονάδα του (πυροβολαρχία. Σύνταγμα Πεδινού Πυ­ροβολικού Εθνικής Άμυνας) λίγες μέ­ρες πριν αρχίσει με την αποβίβαση στην Σμύρνη, στις 2 Μαΐου 1919, η απε­λευθερωτική εκστρατεία για την σω­τηρία του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Την παραμονή της αποβίβασης στην Σμύρνη, η μονάδα βρισκόταν σταθμευμένη στον Πειραιά.

Μια βδομάδα αργότερα, στις 8 Μαίου 1919, το πλοίο με την μονάδα του αγκυροβολεί για λίγο στη Σκιάθο και ο Λεφκίας σπεύδει να προσκυνήσει τον τάφο του Αλ. Παπαδιαμάντη. Τον Σε­πτέμβρη βρισκόταν στην περιοχή της Δράμας, όπου εμπνέεται ποιήματα νοσταλγικά της Λέσβου. Τον Σεπτέμβρη βρίσκεται για λίγο με άδεια στην Μυτιλήνη, όπου οι σύντροφοι του εκδίδουν το περιοδικό «Τα Νιάτα», με συ­νεργασίες και του Λεφκία, του Πρωτόπατση, του Μάκιστου, του Μυριβήλη, του Π. Κεφάλα, του Γ. Φωτίου, κ.ά. Με την λήξη της άδειας του επιστρέφει στην Ανδριανούπολη, όπου συνεχίζει την επίδοσή του στην ποίηση και το 1920,   1921 και 1922. Στην Θράκη υπη­ρέτησε ως «λοχίας γραφεύς» και ένα διάστημα ως αποσπασμένος οικονομι­κός έφορος στη Χαρισούπολη. Για την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστρο­φής γράφει εντυπωσιακούς στίχους που παραθέτει ο Καραγιάννης στην σελ. 27 του βιβλίου του το 1975.

1922-1924

Με την στρατιωτική κατάρρευση που προκάλεσε η Μικρασιατική καταστρο­φή ο Λεφκίας επιστρέφει στη Μυτιλήνη, ράκος ψυχικό, και γίνεται στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» του Στρατή Παπανικόλα αρχικά συντάκτης και κα-τόπιν αρχισυντάκτης για ένα διάστημα. Συνεργάζεται επίσης στην βδομαδιάτικη εφημερίδα της Μυτιλήνης «Καμπάνα» (1923-1924) του Στρ. Μυριβήλη, για την οποία εδημοσίευσε λεπτομερειακήν βιβλιογραφικήν μελέτην η φιλόλογος και ιστορικός Σοφία Ματθαίου στον 10ο τόμο 1985 του περιοδικού «Μνήμων». Η «Καμπάνα», στην οποία πρωτοδημοσιεύθηκαν «Η ζωή εν τάφω», του Μυριβήλη και το «Νούμερο 31328» του Βενέζη, ήταν όργανο της Ένωσης Εφέδρων Λέσβου, που είχε γενικό γραμματέα της τον Λεφκία.

lefkias (5)
Ο Θείελπης Λεφκίας (αριστερά) και ο Στρατής Μυριβήλης όταν ήσαν συνεκδότες και διευθυντές του “Ταχυδρόμου” Μυτιλήνης.

1925

Ο Λεφκίας με τον Μυριβήλη εκδίδουν την καθημερινή εφημερίδα της Μυτιλήνης «Ταχυδρόμος», που γίνεται αμέσως το κύριο όργανο της νέας πνευματικής και καλλιτεχνικής ανάπτυξης της Λέσβου, που έχει αποκληθεί «Λεσβιακή Άνοιξη».

1932

Ο Μυριβήλης εγκαθίσταται στην Αθήνα για να εκδώσει την «Δημοκρατία» πανελλήνιο όργανο της πολιτικής του Αλεξ. Παπαναστασίου και ο «Ταχυδρόμος» συνεχίζει την έκδοσή του μόνο με τον Λεφκία (Σχετική γελοιογραφία του Μίλτη Ι. Παρασκευαΐδη δημοσιεύθηκε τότε στον «Τρίβολο» του Στρ. Παπανικόλα, της 17 Ιουνίου 1932).

1935

Ο Λεφκίας φυλακίζεται διότι είχε υποστηρίξει την εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης Παν. Τσαλδάρη, της 1ης Μαρτίου 1935, και αποφυλακίζεται με την αμνηστία που δόθηκε για την παλινόρθωση της μοναρχίας.

1936

Στις 26 Ιανουαρίου 1936 εκλέγεται βουλευτής Λέσβου, αλλά από την δικτατορία του Μεταξά της 4ης Αυγούστου εξορίζεται στην Αμοργό και βρίσκεται επί πολλά χρόνια υπό αστυνομικόν διωγμόν που συνεχίζεται και μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940.

1941-1942

Με την επέμβαση του Χίτλερ στο ελληνοϊταλικό μέτωπο της Αλβανίας και την εισβολή των στρατευμάτων του στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας επακολουθεί η κατάρρευση της ελληνικής άμυνας και οι Γερμανοί αποβιβάζονται στην Μυτιλήνη την Κυριακή 4 Μαΐου 1941, ενώ η είσοδος των στην Αθήνα είχε γίνει προηγουμένως, στις 27 Απριλίου. Στο γραφείο του τυπογραφείου του Λεφκία έγινε συνάντηση Λεσβίων πατριωτών στις 25 Νοεμβρίου 1941 με πρωτοβουλίαν του Απ. Αποστόλου και Παν. Κεμερλή και αποφασίσθηκε η ίδρυση Αντιστασιακής Οργάνωσης της Λέσβου με πενταμελή «Κεντρικήν Επιτροπήν Απελευθερωτικού Αγώνα Λέσβου», που με ψευδώνυμα αποτέλουν οι Απ. Αποστόλου («Λεωνίδας»), Παν. Κεμερλής («Παύλος Πράσινος»), Ζήνων Ελευθεριάδης («Πέτρος»), Θείελπης Λεφκίας («Ανακρέων») και Δημ. Σίμος («Δημοσθένης»). Σχετικές λεπτομέρειες δημοσιεύθηκαν το 1988 στο βιβλίο των Παν. Κεμερλή και Αρίστου Πολυχρονιάδη «Η Αντίσταση στη Λέσβο» (σελ. 106-110) και το 1985 από τον Απ. Αποστόλου στο βιβλίο του «Μνήμες», όπου αναφέρεται ότι η πρώτη συνωμοτική κίνηση για την Λεσβιακή Αντίσταση είχε αρχίσει στο σπίτι του ζωγράφου και λογοτέχνη Αντώνη Πρωτοπάτση-Pazzi, που ήταν τότε ξεμοναχιασμένο σ’ ένα δρομίσκο κοντά στην Αγιά Φωτιά (Φωτεινή) λίγο πιο κάτω από το Βοστάνειο Νοσοκομείο (σελ. 95-106).

1943

Καταζητούμενος τον Αύγουστο του 1943 από την Γερμανική Μυστική Αστυνομία ο Λεφκίας, κατευθύνεται κρυφά μαζί με τον αδελφό του Λέσβανδρο, που ήταν έφεδρος ταγματάρχης, και άλλους δυο, σε κρυψώνα του Ε.Α.Μ. που ήταν στο «Μονόπετρο» Γέρας, και αργότερα από παραλίαν του Μανταμάδου διαφεύγει στην Μικρά Ασία στις 14 Οκτωβρίου 1943 και φθάνει στη Μέσην Ανατολή. Ενδιαφέρουσα σχετική περιγραφή δίδει ο Απ. Αποστόλου στο βιβλίο του το 1975 «Μνήμες», σελ. 141-144. Στην Αίγυπτο ο Λεφκίας έρχεται σε επαφή με τον τότε υπουργό των Στρατιωτικών, συμπατριώτη του Βύρωνα Καραπαναγιώτη (πατέρα του διευθυντή των αθηναϊκών εφημερίδων «Το Βήμα» και «Τα Νέα» Λέοντα Β. Καραπαναγιώτη) και σχετίζεται στενότερα με τους Αλέξανδρον Σβώλον και Ηλίαν Τσιριμώκον, καθώς και με άλλους παράγοντες της Κυβέρνησης Τσουδερού. Σχετικές λεπτομέρειες στο βιβλίο του Β. Καραγιάννη «Θείελπης Λεφκίας» του 1975, σελ. 32-33.

1944

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1944 ο Λεφκίας διορίζεται στο Κάιρο «Διευθυντής» στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και εξουσιοδοτείται να υπογράφει αυτός αντί του υπουργού Ηλία Τσιριμώκου, σε περιπτώσεις απουσίας του, «πάσας τας διαταγάς, έγγραφα, καταστάσεις και πράξεις, δια την υπογραφήν των οποίων αρμόδιος κατά την κειμένην Νομοθεσίαν είναι ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας».

Στις 5 Νοεμβρίου 1944 ο Λεφκίας επιστρέφει από την Αίγυπτο στην Αθήνα επικεφαλής του υπουργείου Οικονομίας, και ως αναπληρωτής του Ηλία Τσιριμώκου στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΛΔ. (Σχετικές πληροφορίες στον «Ταχυδρόμο» τις 7 Φεβρουαρίου 1958, που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Θείελπη). Την 1η Δεκεμβρίου 1944 επιστρέφει στη Μυτιλήνη και ορίζεται μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του Ε.Α.Μ. Λέσβου.

1945     

Οργανώνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Λέσβου με προκήρυξη της 14.1.1945, και αρχίζει να εκδίδει στις 3 Φεβρουα­ρίου 1945 την νέα εφημερίδα του «Ανα­τολή», που συνεχίζει την έκδοσή της έως τις 21 Μαΐου 1945. Την άνοιξη συλ­λαμβάνεται και φυλακίζεται και τα τυ­πογραφεία του καταστρέφονται βανδαλικά από όργανα του αντιεαμικού καθεστώτος. Αποφυλακίζεται τον Σε­πτέμβριο του 1945.

1946     

Στις 3 Φεβρουαρίου 1946 αρχίζει να εκδίδει την νέα εφημερίδα του «Ανατο­λή», που συνεχίζει την έκδοσή της έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1946.

1950

Τον Φεβρουάριο του 1950 επανεκδί­δει τον «Ταχυδρόμο» και στις εκλογές του Μαρτίου 1950 εκλέγεται βουλευτής ως αρχηγός του συνδυασμού της ΣΚΕΛΔ στη Λέσβο.

1955

Στις 29 Μαΐου 1955, συντάσσει την ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημο­σιεύεται στις σελ. 35-36 του βιβλίου του 1975 του Βαγγέλη Καραγιάννη, που την χαρακτηρίζει «ερωτικό γράμμα» προς την σύζυγο του Αγάπην (1909-1985), που ήταν κόρη της αδελφής της συζύ­γου του Στρατή Μυριβήλη Ελένης και πρώτη εξαδέλφη του ζωγράφου Αρι­στόδημου Καλδή (1899-1979) και του γεωπόνου και νομάρχη Λέσβου μετά την απελευθέρωση της Λέσβου από τους Γερμανούς Χρήστου Καλδή (1909- 1988). Η διαθήκη του Θείελπη χαρα­κτηρίζεται από τον Καραγιάννην τε­λευταίο ποίημά του και αρχίζει με τα λόγια: «Δεν είναι πολύς καιρός που απ’ το παράθυρο της ψυχής μου βλέπω τα χελιδόνια του φθινοπώρου, τα χελιδό­νια του μισεμού. Εύχομαι να με γελούν τα μάτια μου, γιατί την αγαπώ τη ζωή,…».

1958

Το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου 1958, που είχε πάει στο τυπογραφείο του πριν από τους τυπογράφους του και στοιχειοθετούσε μόνος του δικό του κεί­μενο για τον «Ταχυδρόμο» κλονίσθηκε ξαφνικά πάνω από τις κάσες του στοιχειοθετείου και έπεσε νεκρός από απρό­βλεπτο πνευμονικό οίδημα.

1975

Ο ενθουσιώδης ενισχυτής της νεό­τερης «Λεσβιακής Άνοιξης», ακούρα­στος ερευνητής, ιστορικός και κριτικός της Ελληνικής Λογοτεχνίας Γιώργος Βαλέτας, αποκαλώντας τον Θείελπη «Αγωνιστή ποιητή», του αφιερώνει δυο πολυσέλιδα τεύχη του περιοδικού του «Αιολικά Γράμματα», 27 και 28, Μαΐου· Αυγούστου του 1975, στα οποία συ­νεργάσθηκαν εκείνοι που τον είχαν γνωρίσει καλύτερα και έχουν προανα­φερθεί στο κείμενο μας. Την ίδια χρονιά ο Βαγγέλης Καραγιάννης εκδίδει με τον τίτλο «Θείελπης Λεφκίας-Ένας από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Άνοι­ξης» ανάτυπο από τα τεύχη 27 και 28 των «Λεσβιακών Γραμμάτων», αλλά με πολλές προσθήκες και διορθώσεις, βι­βλίο 46 σελίδων, που περιέχει λεπτομε­ρειακά και τα πορίσματά του από την υποδειγματικήν τακτοποίηση, μελέτη και κριτικήν των υπολειμμάτων του προσωπικού του αρχείου, που διήρπασαν οι Γερμανοί κατακτητές όταν κατά το τέλος Αυγούστου 1943 έκαναν επι­δρομή στο σπίτι του για να τον συλλά­βουν. Το λεηλατημένο αρχείο του Θείελπη παραδόθηκε το 1975 από την σύζυγο του Αγάπην (1909-1985) στον Καραγιάννη, που κατά τον Γ. Βαλέταν «το τακτοποίησε με άκραν επιμέ­λεια και ευσυνειδησία» («Αιολικά Γράμ­ματα» τεύχος 27, σελ. 179). Αργότερα το αρχείο αυτό παραδόθηκε από την Αγάπην Λεφκία στην Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης, που διευθύνει η φιλόλογος Αθανασία Πάλλη.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ

Αποβλέποντας να δώσουμε την εικόνα της προσωπικότητας και της δράσης του Λεφκία όσον το δυνατό πιο εκλαϊκευτικά και για τις νεότερες γενιές, κρίνουμε σκόπιμο μετά το Χρονολόγιό του να παραθέσουμε και αποσπάσματα από χαρακτηρισμούς του από εκείνους που τον είχαν γνωρίσει καλύτερα και πιο στενά.

Κατά τον Γ. ΒΑΛΕΤΑΝ, που διακρίνεται πάντοτε για τους εύστοχους χαρακτηρισμούς του, ο Θείελπης ήταν «το πρώτο ντουφέκι και το πρώτο βόλι της Λεσβιακής Άνοιξης». Κατά τον ίδιο, ο Λεφκίας ήταν «αδάμαστος μαχητής της Δημοκρατίας και της Εθνικής Αντίστασης» και δικαιολογημένα μπορεί να αποκαλείται «αγωνιστής ποιητής».

Ο ΒΑΓΓ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ υπεστήριξε ότι τα «πιστεύω» του Λεφκία, συνοψίζονται και σκιαγράφονται στον νεανικό του στίχο «Μ’ αρέσει εμένα τ’ όνειρο που ζει και δεν πεθαίνει…».

Μετά τον θάνατο του ο ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ έγραψε ότι στα πρώτα του νιάτα όταν πρωτογνώρισε τον Λεφκία είχαν και οι δυο τα ίδια ιδανικά. «Η τέχνη, η εθνική γλώσσα και ο έρωτάς μας προς το Νησί μας».

Κατά τον ΑΣΗΜΑΚΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ, ο Λεφκίας άκουε πάντοτε στη ζωή του «τη φωνή της καρδιάς του και όχι της λογικής».

Ο γερουσιαστής Λέσβου, του κόμματος του Αλ. Παπαναστασίου, ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΡΗΤΙΚΑΣ έγραψε εκτός άλλων για τον Λεφκία ότι «ποτέ του δεν ξέφευγε η γραφή σε άδικες επιθέσεις. Ήταν ντόμπρος στις πράξεις του και βράχος στις δημοκρατικές του πεποιθήσεις».

Κατά τον ΤΕΡΠΑΝΔΡΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΝ ο Λεφκίας «αποζητούσε πάντα να επιτύχει το απόλυτο στους αγώνες του, κι όταν δεν το πετύχαινε γινότανε περισσότερο ορμητικός στην διατύπωση των απόψεών του και περισσότερο εριστικός».

Ο ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ τον εχαρακτήρισε άνθρωπο «με αίσθημα γνήσιο και βαθύ, με εντιμότητα και με πίστη στη φιλία και τον άνθρωπο».

Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΕΟΝΤΗ ο Λεφκίας χαρακτηρίστηκε «μαχητής ανυποχώρητος και ασκητής της δημοσιογραφίας, κάτω από τις πιο άχαρες επαγγελματικές συνθήκες» και η αρθρογραφική του πένα ρωμαλέα, πείσμονη και οιστρηλατημένη «που δονούσε τις καρδιές των Λεσβίων και απηχούσε δυνατά τους παλμούς των, ώστε να αποκαλείται «απαραίτητος θερμοκαυτήρας για τις δημόσιες πληγές ασυδοσίας και αυθαιρεσίας, παραμέλησης και περιφρόνησης του τόπου».

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΔΗΣ έγραψε ότι «ο Θείελπης ήταν ο κατ’ εξοχήν Λέσβιος διανοούμενος. Διαθέτοντας πλούσιο, πηγαίο και χωρίς περιορισμούς θυμικό, αφιέρωσε τον ελεύθερο, ορμητικό, παλικαρίσιο ψυχορμητισμό του στον ύμνο της ομορφιάς της Λέσβου, στην υπεράσπιση των ιδανικών του λαού της και στη λογοτεχνική δημιουργία με βάση πάντα τη λαϊκή παράδοση».

Ο λογοτέχνης και χρονογράφος της Αγίας Παρασκευής ΠΑΝΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΣ έγραψε μεταξύ άλλων: «Μεγάλος σε ψυχισμό, μεγάλος σε πνευματικότητα, ακατάβλητος σε δράση κι ενεργητικότητα κοινωνικοπολιτική. Ήταν για τον τόπο μας ένας οδηγητής… Ήταν μια γλυκιά αστραψιά στα πυκνά σκοτάδια, μια θεραπευτική νυστεριά για τους κακούς όγκους».

Κατά την ΜΥΡΤΑ ΒΟΡΙΑ, ο Θείελπης Λεφκίας «πάντα μιλούσε με μεράκι για ό,τι παλιό και γνήσιο Μυτιληνιό έθιμο».

Σύμφωνα με όσα εδημοσίευσε στον μεταθανάτιο «Ταχυδρόμο» της 7.2.1958 ο Π. ΣΚΟΠΕΛΙΤΗΣ, ο Λεφκίας ήταν άνθρωπος με ακατάβλητη θεληματικότητα, που τα ιδανικά του και οι οραματισμοί του έφταναν ως τη χώρα της ουτοπίας, μα που τα έντυνε με τον πε­ρίλαμπρο μανδύα της πιο συγκινητικής αγάπης για τον άνθρωπο, τον φτωχό, τον αδικημένο, τον κατατρεγμένο».

Κατά τον πρωτεργάτη της Εθνικής Αντίστασης της Λέσβου ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ο Λεφκίας «στο προσκλητήριο για μια παλλεσβιακή εξό­ρμηση, αδίσταχτα κι από τους πρώ­τους, έσπευσε να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του απελευθερωτικού κινήματος. Κι ήταν τεράστια η συμβολή του τότε στα πρώτα μας βήματα».

Στον επικήδειο λόγο του ο Γ. ΚΟΡΤΕΣΗΣ ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πο­τισμένος με τα θεία νάματα του ανθρω­πισμού, του Σοσιαλισμού και της Δη­μοκρατίας αγωνίσθηκε μ’ όλη του τη δύναμη μέσα στα πλαίσια της ελλη­νικής πραγματικότητας για τους φτω­χούς και τους αδύνατους, για κείνους που βγάζουν με τον τίμιο μόχθο της δουλειάς το ψωμί τους».

Ο λογοτέχνης της Αγίας Παρασκευής ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΚΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ αναφέρει: «Ο Θείελπης ήταν από τους πρώτους που οργάνω­σαν στη Γερμανική Κατοχή, και στο νησί μας την Αντίσταση του Ε.Α.Μ.».

Ο κοινωνιολόγος ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΟΥΤΟΣ έγραψε ότι ο Λεφκίας «απαλλαγ­μένους από μικροαστικές προλήψεις, τυπογράφος, διορθωτής και ιδιοκτήτης της εφημερίδας, κατά βάθος όμως ποιη­τής, ζούσε αυτός όπως ήθελε τη ζωή του κι εύρισκε ποίηση σ’ αυτή τη ζωή».

Κατά τον ΧΡΥΣΑΝΘΟ ΜΟΛΙΝΟ «οι δημοσιογραφικοί αγώνες του Λεφκία ήταν ανέκαθεν διαρκείς εκρηκτικές λάβες ενός διαρκώς κοχλάζοντος ηφαιστείου. Ηφαιστείου όχι καθαρώς πολιτι­κού, ούτε κομματικού. Ηφαιστείου κοι­νωνικού. Όχι με την έννοια της επα­ναστατικής δράσης. Αλλά με την ανώ­τερη έννοια του κοινωνικού αποστό­λου, του αναμορφωτή».

Μετά τον θάνατο του ο ΗΛΙΑΣ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΣ έγραψε ότι «ο Θείελπης ήταν από τα μεγαλύτερα ελληνικά τα­λέντα μαχητού της πένας. Ο συνδυα­σμός της τέχνης του λόγου με την πολε­μική διάθεση και το σκληρό χιούμορ τον έκαμε να μας δώσει κείμενα άξια να πάρουν τη θέση τους στην Ανθολογία του ελληνικού λόγου… Τα κείμενα του Λεφκία αποτελούν πλούτο εθνικό».

Ο Αγιαπαρασκευώτης ανώτατος αξιωματικός ΕΥΣΤΡ. Σ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΛΛΗΣ γράφει στο ίδιο 27ο τεύχος των «Αιολικών Γραμμάτων» μεταξύ άλ­λων ότι ο Λεφκίας ήταν «θαρραλέος προόπτης στις πνευματικές εξορμήσεις, πείσμων μαχητής στις ιδεολογικές συ­γκρούσεις» και ότι με το δημοσιογρα­φικό και λογοτεχνικό ταλέντο του εξηκόντιζε τις ιδέες του «με χρώμα και πνοήν, με κίνηση και ρυθμό, με μουσι­κότητα και ήχον, αλλά και νυγμόν και σπάθισμα».

Ο αναγνώστης ας έχει υπόψη ότι όλοι σχεδόν οι προηγούμενοι χαρακτηρι­σμοί της φωτεινής μορφής και του έρ­γου του Λεφκία είναι αποσπασματικά παρμένοι από το αξιοθαύμαστο αφιέ­ρωμα που του έκαμε ο Γ. Βαλέτας στο 27ο τεύχος του περιοδικού του «Αιο­λικά Γράμματα» Μαΐου-Ιουνίου 1975.

Ο Κλ. Παλαιολόγος για τον Θείελπη

Γράφοντας το 1988 το σημερινό μας εκλαϊκευτικό κείμενο με την ευκαιρία των δυο επετείων της γέννησης και του θανάτου του Λεφκία, εκρίναμε απαραί­τητο να παραθέσουμε σχετικούς χα­ρακτηρισμούς και του πρεσβύτερου σύγχρονου κορυφαίου επιζώντος των λογοτεχνών της πρώτης «Λεσβιακής Άνοιξης» ΚΛΕΑΝΘΗ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ (1902-  ), ο οποίος ανταποκρί­θηκε σε παράκλησή μας με γραπτό κεί­μενο του της 28.11.1988, που πρόκειται να δημοσιευθεί αργότερα ολόκληρο, και περιέχει μεταξύ άλλων και τα ακό­λουθα. «Ήταν ομορφάνθρωπος και σε κα­τακτούσε η βαθιά μελωδική φωνή του και η απαλότητα της ματιάς του κι αυτά τα χαιρόσουν όταν ήταν ευχαριστημέ­νος και πιο πολύ όταν γελούσε. Αν τον εύρισκες θυμωμένο, αυτή η γλυκιά φωνή γινόταν βρυχηθμός και η ματιά διεισδυτική, σχεδόν άγρια».

«Η γραφή του ήταν ρωμαλέα και ίσια σαν δωρική κολόνα, σκληρή σαν μάρ­μαρο, αυστηρή σαν παράγγελμα. Ενώ ήταν γλυκύτατος και ποιητικός στην ομιλία του, στα πολιτικά άρθρα, ο λό­γος του ήταν πυκνός και χυμώδης, και η ειρωνεία για τους αντιπάλους έφτανε τον σαρκασμό και τον χλευασμό, γιατί ο Λεφκίας ήταν απόλυτος και ανένδο­τος στις πεποιθήσεις του, ανυποχώρη­τος στις ιδέες του»…

«Έμεινε στη Μυτιλήνη, πάλεψε με την φτωχή δημοσιογραφία του τόπου μας, αλλά διατηρούσε πάντα την ποιητική του διάθεση, τη βελούδινη, χαϊδευ­τική φωνή του και χαιρόταν καθώς συ­νταίριαζε κάθε μέρα με τους άλλους πρωτοπόρους της Λεσβιακής Άνοιξης, τους Βασιβουζούκους».

*

Ο συντάκτης του εκλαϊκευτικού αυ­τού κειμένου μπορεί να αναφέρει ότι επιδοκιμάζει ως απόλυτα αντικειμενι­κούς τους επαίνους που προαναφέρθη­καν στα αποσπάσματα των χαρακτη­ρισμών του Λεφκία, γιατί είχε και ο ίδιος προσωπικές επαφές μαζί του από το καλοκαίρι του 1927, όταν σε ηλικία 16 χρονών, άρχισε να δημοσιεύει στον «Ταχυδρόμο» της Μυτιλήνης σκίτσα του και γελοιογραφίες που εχάρασσε ο ίδιος σε λινόλεουμ.

 ΜΙΛΤΗΣ Χ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΙΔΗΣ

 περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 49/1988