ΑΓΙΑΣΟΣ: ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΡΥΘΜΟ ΖΩΗΣ

Ο αγαπητός φίλος μας και συνεργάτης της «Αγιάσου» δημοσιογράφος και λογοτέχνης Δημήτριος Λεοντής είχε την καλοσύνη ν’ αντιγράψει από την καθημερινή πρωινή πολιτική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Ταχυδρόμος» (φύλλα 12ης και 13ης Αυγούστου 1930) τις αναδημοσιευμένες από την αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» του Δημ. Λαμπράκη ταξιδιωτικές εντυπώσεις του γνωστού λογοτέχνη Κώστα Ουράνη (Κ. Νέαρχου), που αναφέρονται στο νησί μας κι ειδικότερα στην Αγιάσο του 1930.

Οι παραπάνω ταξιδιωτικές εντυπώσεις αργότερα συμπεριλήφθηκαν σε βιβλίο του Κώστα Ουράνη. Σήμερα κυκλοφορεί το βιβλίο του συγγραφέα «Ταξίδια. Ελλάδα» (έκδοση του βιβλιοπωλείου της «Εστίας»), όπου μπορεί κανείς να δει την τελική μορφή του κειμένου (σσ. 287-291. «Η γραφική και γαλήνια Αγιάσο»). Ανάμεσα στο αναδημοσιευμένο κείμενο του «Ταχυδρόμου» και στο κείμενο της έκδοσης της «Εστίας» υπάρχουν κάποιες διαφορές, φραστικές κυρίως.

Το κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αναφέρεται κυρίως στον κόλπο της Γέρας, στην Καρίνη, στον άγνωστο την εποχή εκείνη ζωγράφο Θεόφιλο, στις φυσικές ομορφιές, στις ασχολίες των κατοίκων, στην ανύπαρκτη τότε τουριστική υποδομή και στο «Νέο Ξενώνα», στο Σανατόριο «η Υγεία» και στην άρνηση των κατοίκων να χτιστεί στον τόπο τους, από την οποία εμπνεύστηκε ο δημοσιογράφος και λόγιος Μιχαήλ Ροδάς (1884-1948) κι έγραψε το θεατρικό έργο «Οργή του δάσους»…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα
Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα

Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη

Α’

Ήταν ένα πυρωμένο απομεσήμερο, βαρύ και καταθλιπτικό, όταν αφήσαμε τη Μυτιλήνη, πηγαίνοντας να επισκεφθούμε ένα από τα ορεινά χωριά της νήσου την Αγιάσο. Η ζέστη ήταν τέτοια, ώστε κι αυτός ακόμα ο αέρας που σχημάτιζε η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν καυτός. Έκαιγε τα μάτια μας κι έκανε την αναπνοή μας ξηρή και δύσκολη.

Στον απέραντο ελαιώνα του κόλπου της Γέρας, τον οποίο περνούσαμε, τσιγαρίζονταν εκατομμύρια τζιτζίκια. Φύλλο δέντρου δεν εκινείτο. Από τα χαμόδεντρα που φουντώνουν έως μπροστά στις ακτές του κόλπου, εβλέπαμε τα νερά του ν’ ακινητούνε, γυαλιστερά σαν καθρέφτης πάνω στον οποίο πέφτει κάθετο το φως του ήλιου. Μια άχνα ζέστης επικάθονταν στην επιφάνεια.

Σ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή ο κόλπος αυτός θα συγκρατούσε μαγευμένο το βλέμμα. Είναι από τους πιο ωραίους του κόσμου και η στενή γραφική του είσοδος θυμίζει τα φιόρδ της Νορβηγίας. Δεν υπάρχει όμως ικανότης θαυμασμού που ν’ αντέχει σε μια ζέστη σαν εκείνη που μας εφλόγιζε. Κοιτάζαμε τη γυαλιστερή του έκταση μ’ ένα βλέμμα κατηφές και αδιάφορο – αναστενάζοντας για ένα μόνο πράγμα: για λίγη δροσιά.

Το πέρασμά μας από τα Κεραμιά, ένα μικρό χωριό που το κατοικούσαν άλλοτε οι Τούρκοι και στο οποίο είναι εγκατεστημένοι σήμερα πρόσφυγες, μας έδωσε μια στιγμή χαράς: Στο ρείθρο του δρόμου, που τον έσκιαζαν μεγάλα δέντρα, έτρεχαν μ’ ένα σιγανό μουρμουρητό ποτιστικά νερά. Περάσαμε όμως χωρίς να σταθούμε, αφήνοντας πίσω νεαρές προσφυγοπούλες που άπλωναν στα προαύλια των καλυβιών τους φύλλα καπνού για να ξεραθούν. Ο σωφέρ μας υπόσχεται έναν σταθμό καλύτερο. Πράγματι δε, μετά νέα διαδρομή στο εκτυφλωτικό λιοπύρι, σταματήσαμε σ’ ένα μικρό παράδεισο πρασινάδας, σκιών και τρεχούμενων νερών: την Καρίνη. Τεράστια αιωνόβια πλατάνια έριχναν μιαν ανακουφιστική σκιά σ’ έναν μικρόν ισοπεδωμένο περίβολο, του οποίου το κέντρο κατελάμβανε μια στρογγυλή χαβούζα μ’ ασβεστοχρισμένα τοιχώματα, κατά το ήμισυ γεμάτη νερό. Το νερό φαινότανε ακίνητο, τελματωμένο σχεδόν, στον χωμάτινο όμως πυθμένα της χαβούζας ανέβλυζε αόρατη μια πηγή παγωμένου και άφθονου νερού που ξέφευγε από ένα άνοιγμα και διαχύνονταν κατά μήκος των πλατανιών σε γάργαρο μυστικό ρυάκιο. Δεν υπήρχε στη μικρή αυτή όαση παρά ένα καφενεδάκι, του οποίου όλη η πελατεία εκείνη την ώρα εκείνη ήταν δυο χωρικοί που έπαιζαν κοντσίνα κάτω από έναν πλάτανο. Συνήθως τα εξοχικά αυτά κέντρα ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχαίες ρεκλάμες της σοκολάτας τα τοπία της Ελβετίας. Είναι ξεχαρβαλωμένες παράγκες, οι οποίες εις επίμετρο είναι εφωδιασμένες και μ’ ένα βραχνό φωνόγραφο. Το καφενεδάκι όμως αυτό της Καρίνης ήταν μια επί πλέον ομορφιά στην ομορφιά των νερών και των βαθιών ίσκιων. Μερικά δοκάρια μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υπεστήριζαν μια ξύλινη κληματαριά από την οποία εκρέμονταν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, γλάστρες βασιλικού και γαρύφαλλων στόλιζαν την είσοδο του. Ό,τι όμως το έκανε εξαιρετικό ήταν οι τοιχογραφίες που ήταν ζωγραφισμένες στους εξωτερικούς του τοίχους. Οι τοιχογραφίες αυτές δεν είχαν βέβαια την αξία τοιχογραφιών της καλής βυζαντινής εποχής ή της αναγέννησης. Ήταν απλοϊκά και άτεχνα κατασκευάσματα ενός μεσόκοπου, όπως μου είπαν, αλήτη, ο οποίος περιερχότανε τον τόπο ζωγραφίζοντας, ό,τι τύχαινε – κάποτε για λίγη τροφή, συχνότερα για τη δική του ευχαρίστηση.

Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα...
Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα…

Τα θέματα και ο τρόπος της συνθέσεώς τους θύμιζαν τις λαϊκές χρωμολιθογραφίες που βλέπει κανείς καρφωμένες σ’ όλα τα μικρομάγαζα των ελληνικών επαρχιών. Ο αλήτης ζωγράφος είχε δώσει σ’ αυτές ελεύθερο ρου στη λαϊκή του φαντασία. Είχε ζωγραφίσει συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, ένα περίπατο του Αλή πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων, έναν θεό Άρη, ο οποίος έμοιαζε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μια Αφροδίτη, την οποία κανείς δεν θα ήθελε ως γυναίκα του στην πραγματικότητα.

Αλλά ό,τι ήταν μια χαρά για τα μάτια, ήταν η μουσική ρευστότητα των χρωμάτων, οι γλυκείς συνδυασμοί τους και οι γλυκύτερες ακόμα αντιθέσεις τους, που έκαναν εξ αποστάσεως τους τοίχους του μικρού αυτού καφενείου να φαντάζουν σαν επιστρωμένοι με σπάνιους περσικούς τάπητες.

Από τον παραδεισιακό αυτό σταθμό ίσαμε την Αγιάσο δεν κάναμε άλλο παρά ν’ ανεβοκατεβαίνουμε πετρώδεις λόφους σκεπασμένους μ’ αναρίθμητες ελιές που ασήμιζαν μέσα στον ήλιο και που εδονούντο αδιάκοπα από το τρυπανιστό τσιτσίρισμα των τζιτζικιών. Μολονότι ευρισκόμαστε σ’ αρκετό ύφος από τη θάλασσα, αναπνέαμε και εδώ έναν αέρα φούρνου εργοστασίου, που εξέραινε τη γλώσσα μας κι έκαιγε τους πνεύμονές μας. Ανυπομονούσαμε να φτάσουμε στην Αγιάσο, μάταια όμως την αναζητούσαμε σ’ όλα τα βάθη του ορίζοντος. Επί τέλους αντικρίσαμε μια φάραγγα από την οποία ανέβαιναν προς τον άτρεμο φωτεινό ουρανό πανύψηλες λεύκες με φύλλωμα στενό όπως των κυπαρισσιών. Δεξιά κι αριστερά ανηφόριζαν τη φάραγγα καταπράσινα «μποστάνια». Η παρουσία τους ήταν μια ένδειξις ότι πλησιάζαμε κατωκημένο μέρος. Και πράγματι ύστερα από λίγα λεπτά βλέπαμε τα πρώτα σπίτια της Αγιάσου.

Β’

Η Αγιάσος έχει μια εξαιρετική γραφικότητα. Στον αιώνα αυτόν που η ομοιομορφία διατρέχει τους τόπους σαν ένας ισοπεδωτικός οδοστρωτήρας, είναι μία έκπληξη και μια χαρά να συναντά κανείς μια γωνία που διατηρεί τον παλαϊκό ιδιόρυθμο χαρακτήρα της ζωής. Γιατί και στην Αγιάσο είναι ό,τι και στο Άγιο Όρος. Η ζωή μοιάζει να κινείται με μια αφάνταστη επιβράδυνση, να είναι αιώνες ολόκληροι πίσω από την εποχή μας. Όλα εκεί είναι απλά, ήσυχα, πατριαρχικά, όπως στους καιρούς που η μηχανή δεν είχε ακόμη εμφανισθεί και οι άνθρωποι δεν εγνώριζαν τον πυρετό μας. Τι ωραία και τι ξεκουραστικά που είναι στην Αγιάσο!… Οι στενοί δρομίσκοι με τ’ άνισα καλντερίμια είναι εδώ κι εκεί σκεπασμένοι με καταπράσινες κληματαριές, όπως οι αυλές των επαρχιωτικών σπιτιών και σ’ όλα τα παράθυρα είναι βασιλικοί και γεράνια. Γύρω από τη μεγάλη εκκλησία, όπου συγκεντρώνεται όλη η κίνηση μαγαζάκια, έχουν πάνω τους τέτοιες πράσινες τέντες φυλλωμάτων. Το μάτι θέλγεται αδιάκοπα με τις εναλλαγές του φωτός και των διακοσμητικών σκιών των κρεμαστών φυλλωμάτων πάνω στα ήσυχα καλντερίμια… Στα κατώφλια των σπιτιών γνέθοντας ή σιγοκουβεντιάζοντας, είναι καθισμένες γρηές και νέες, όλες με μεγάλες μαύρες βράκες και με ξύλινα τσόκαρα στα γυμνά τους πόδια. Πολλές από τις νέες αυτές ήταν ωραίες με λυγερές κορμοστασιές και ρόδινα πρόσωπα. Κοίταζαν το πέρασμα μας με συμπαθητική περιέργεια, όταν όμως εδοκίμασα να τις φωτογραφήσω έτρεχαν με γέλια να κρυφτούν. Τα τσόκαρά τους κροτούσαν πάνω στο καλντερίμι και καθώς οι βράκες τους κουνιόνταν στο τρέξιμο έδιναν την αστεία εντύπωση κυνηγημένων χηνών.

Στις ήμερες απογευματινές ώρες που άρχιζε να υποχωρεί η ζέστη, οι πόρτες όλες ήταν ορθάνοιχτες και καθώς περνούσαμε βλέπαμε χωρικούς και χωριάτισσες απασχολημένες σε μικρές βιοτεχνίες. Εδώ μια γυναίκα ύφαινε στον αργαλειό της, μια άλλη πιο πέρα σχεδίαζε χρωματιστές παραστάσεις σε κόκκινα κανάτια, προωρισμένα για το νερό, ένας σκάλιζε το ξύλο, ένας άλλος κατεσκεύαζε τσόκαρα. Ήταν όλος ο παλιός κι αργός ρυθμός της ζωής που περνούσε από τα μάτια μας. Γέροι Αγιασώτες με βράκες και καλπάκια στο κεφάλι ανηφόριζαν αργά -αργά προς το Σταυρί, το ψηλότερο σημείο του χωριού κάτω από τα βαθύσκια δέντρα του οποίου υπάρχουν γραφικά καφενεδάκια, μία νέα γύριζε από τη βρύση με τη βιβλική της στάμνα στο κεφάλι, ένας νέος χωρικός έσερνε το ανθιστάμενο βόδι του, παντού τέτοιες εικόνες γαλήνιας ζωής – και πάνω απ’ αυτές η αργή καμπάνα του Εσπερινού.

 Ο αγαπητός μας συνάδελφος κ. Ροδάς, γράφοντας τελευταίως για την Αγιάσο, ετόνισε το φιλοπρόοδο πνεύμα που έχει αρχίσει να πνέει και στο απόμερο ορεινό χωριό της Μυτιλήνης και του οποίου πρώτη εκδήλωσις είναι η άδεια που έδωσαν επί τέλους οι χωρικοί να κτισθεί στα πεύκα του βουνού τους ένα σανατόριο. Ο κ. Ροδάς είχε εμπνευσθεί ολόκληρο ένα δραματικό έργο που εστηλίτευε την άρνηση έως χθες των Αγιασωτών να δεχθούν σανατόριο έξω από το χωριό τους κι ήταν φυσικό να χαρεί για το νέο αυτό πνεύμα. Εγώ όμως που αγαπάω ιδιαίτερα τα παλιά πράγματα, εχάρηκα κι αυτήν ακόμα την περιπέτεια που υπήρξε η νύχτα την οποία πέρασε στην Αγιάσο. Το μεγάλο ξενοδοχείο το οποίο, όπως έγραψε με ενθουσιασμό ο κ. Ροδάς, κτίζει η εκκλησία, θέλει πολύ ακόμη για να είναι έτοιμο και το οίκημα στο οποίο μ’ έστειλε να καταλύσω ο πρόεδρος της κοινότητος ήταν το σπίτι μιας συμπαθητικής βρακοφορούσας Αγιασώτισσας της κυρα-Δημητρούλας. Α! Το σπίτι της κυρα -Δημητρούλας!…

Πέρασα μια νύχτα και μισή ημέρα χωρίς να μπορέσω να εννοήσω αν ήταν ξενοδοχείο ή ιδιωτική κατοικία, γιατί δεν είχε τίποτα απολύτως απ’ ό,τι περιμένει να βρει κανείς σ’ ένα ξενοδοχείο, έστω και πρωτόγονο, κι είχε, αντιθέτως, ένα σωρό ξένους: Τρεις μουσικούς που ευρίσκονταν στην Αγιάσο για να δώσουν μερικές συναυλίες… τζαζ-μπαντ, δυο Μυτιληνιές χωρικές που είχαν έλθει να προσκυνήσουν την σεβάσμια εκκλησία της Αγιάσου, ένα υπονωματάρχη και τέλος εμένα και τη συνοδό μου.

Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο... Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)
Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο… Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)

Το ισόγειο του σπιτιού κατείχετο από διάφορους πτερωτούς και τετράποδους πελάτες, σ’ ένα πατάρι κούρνιαζαν οι δυο χωρικές με την ίδια την κυρα -Δημητρούλα και στο πρώτο πάτωμα, το οποίο απετελείτο από έναν διάδρομο και ένα δωμάτιο, συνωστιζόμαστε… όλοι εμείς οι άλλοι. Για να φτάσουμε ως στο δωμάτιο που είχε δοθεί σε εμάς, έπρεπε να περάσουμε απ’ όλο το φτερωτό τετράποδο και δίποδο κόσμο που εύρισκε άσυλο στο σπίτι της κυρα-Δημητρούλας το πρωί δε ματαίως αναζητούσαμε μια λεκάνη και ένα δοχείο νερού για να πλυθούμε. Αναγκαστήκαμε να περιορισθούμε στο νερό που περιείχε ένα ποτήρι, χρησιμοποιώντας ως νεροχύτη το παράθυρο του δωματίου. Αλλά η νύχτα ήταν δροσερή στην Αγιάσο, στο παράθυρο του δωματίου μας ευωδίαζε ο βασιλικός, τα σεντόνια μας μύριζαν λεβάντα του βουνού και η κυρα-Δημητρούλα με την βράκα της και τα γυμνά της πόδια ήταν τόσο αγαθή και πρόσχαρη που δεν λυπήθηκα γιατί δεν βρήκαμε τελειωμένο το ανεγειρόμενο «Παλάς» της Αγιάσου.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Οι παραπάνω σε δύο συνέχειες εντυπώσεις από την Αγιάσο του γνωστού ποιητή και πεζογράφου Κώστα Ουράνη πρωτοδημοσιεύτηκαν στο «Ελεύθερον Βήμα» της Αθήνας, σημερινό «Το Βήμα», και αναδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Μυτιλήνης των Στρατή Μυριβήλη και Θείελπι Λεφκία, στα φύλλα 12 και 13 Αυγούστου 1930, με τον τίτλο: Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Αγιάσος, το χωριό με τον παλιό ρυθμό της ζωής. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΕΟΝΤΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 45/1988

ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΙΑ ΚΑΙ ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Το επάγγελμα του ασβεστοποιού

 Το επάγγελμα του ασβεστοποιού στην Αγιάσο είναι πολύ παλιό. Θα πρέπει να έχει τις ρίζες του από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της. Από τότε δηλαδή που η Αγιάσος άρχισε να συγκροτείται ως οικισμός.

Κορυφαίος ασβεστοποιός της Αγιάσου ήταν ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, μαζί με τους πρώτους άλλους ασβεστοποιούς, όπως ήταν ο Βρανέλης, που είχε και το επώνυμο Ασβεστάς, και κάποιος Αρβανιτέλης. Πολύ παλαιός ασβεστάς ήταν και ο Μωυσής.

Η έρευνά μας ανάγεται στην εποχή από το 1870 και μετά. Πριν από το έτος αυτό θα πρέπει να ήταν ασβεστάδες οι γονείς των παραπάνω και θα πρέπει να εγκαταστάθηκαν στην Αγιάσο μαζί με τους άλλους πολλούς και διαφόρους επαγγελματίες που είχαν κάποια φοροαπαλλαγή. Συγκεκριμένα ο πρώτος μαρτυρημένος ασβεστοποιός της Αγιάσου, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο πατέρας του Παρασκευά Κουδουνέλη, έλκει την καταγωγή του από την Ήπειρο.

Επίσης γνωστός ασβεστοποιός της δεκαετίας του 1930 και μετέπειτα ήταν ο Παναγιώτης Τσάκωνας, που είχε το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα ασβεστοκάμινο στο Καμπούδι, κάτω από το σημερινό Ίδρυμα Ανιάτων και που έβγαζε 11.000 καντάρια ασβέστη, δηλαδή 484.000 οκάδες.

Οι παραπάνω έβγαλαν επαγγελματίες ασβεστοποιούς, τους γιους των, όπως ο Τζάνος Κουδουνέλης, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο Κλεάνθης Κουδουνέλης και ο Ευστράτιος Κουδουνέλης. Από τους Βρανέληδες (Ασβεστάδες) ασβεστοποιοί βγήκαν ο Χριστόφας Βρανέλης και ο Ευστράτιος Βρανέλης.

Οι εργάτες λιώνουν ασβέστη για το νέο κτίριο του Αναγνωστηρίου, που θεμελιώθηκε το Σεπτέμβρη του 1962... Ο πρόεδρος Πάνος Πράτσος εποπτεύει...
Οι εργάτες λιώνουν ασβέστη για το νέο κτίριο του Αναγνωστηρίου, που θεμελιώθηκε το Σεπτέμβρη του 1962… Ο πρόεδρος Πάνος Πράτσος εποπτεύει…

Άλλοι που ασχολήθηκαν με το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν ο Μιχαήλ Κουταλέλης, ο Δημήτριος Κουταλέλης, ο Ιωάννης Σιμέλης, ο Νικόλαος Βέτσικας, ο Αντώνιος Καλατζής, ο Παράσχος Λαμπρινός, ο Ευστράτιος Τοπαλής ή Μπάτα, ο Γρηγόριος Κουδουνέλης (συνεχιστής των Κουδουνέληδων ασβεστοποιών), ο Αθανάσιος Μαϊστρέλης, από τη Μικρασία, και ο γιος του Βασίλειος, που ασχολήθηκε πρόσκαιρα ως ασβεστοποιός και μετά έγινε αγροφύλακας. Άλλοι επαγγελματίες ασβεστοποιοί υπήρξαν ο Ευστράτιος Κωμαΐτης (Γούλα), ο Αθανάσιος Κωμαΐτης (Γούλα) και ο Μιχαήλ Παπαπορφυρίου ή Διακέλης.

Πού λειτουργούσαν τα καμίνια

Ασβεστοκάμινα είχαν κατασκευαστεί και λειτουργούσαν σε όλη την περιφέρεια της Αγιάσου, κυρίως όμως μέσα στον ελαιώνα και μέσα στα ρουμάνια, γιατί εκεί υπήρχε η καύσιμη ύλη, δηλαδή οι πρίνοι και τα κλαδιά από τα κλαδέματα και από τα σκολέματα των ελαιοκτημάτων. Η κυριότερη περιοχή όμως ήταν από το Καμπούδι μέχρι τη Φούσα. Πάνω σ’ όλο αυτό το βουνό υπάρχουν και σήμερα ακόμα διάσπαρτα παντού τα παλιά καμίνια, που μαρτυρούν τον κόπο και τα βάσανα των φτωχών εκείνων βιοπαλαιστών.

Πώς ετοιμαζόταν το καμίνι

Ανάλογα με τη χωρητικότητα που επιθυμούσε ο ασβεστοποιός, ανοιγόταν με τον κασμά και με τα άλλα διαθέσιμα τότε εργαλεία (λοστοί, βαριές, φτυάρια, σφυριά) ένας λάκκος. Η βάση του λάκκου μετά χτιζόταν στο κάτω μέρος από μέσα και γύρω γύρω σε ύψος 60 πόντων περίπου με λυγδόπετρες, που δεν ασβεστοποιούνται, και πάνω από τις λυγδόπετρες πάλι ολύγυρα στο λάκκο γινόταν πατούρα από λυγδόπετρα.

Το εσωτερικό χτίσιμο, πάνω από την πατούρα, συνεχιζόταν πια με μαρμαρόπετρα και με λάσπη. Έτσι το καμίνι ήταν έτοιμο, αφού φυσικά είχαν αφήσει και την πόρτα του καμινιού, από την οποία θα το «τάιζαν» με κλαδιά ή ξύλα. Να σημειωθεί ότι και η πόρτα κατασκευαζόταν από λυγδόπετρες, για να μην ασβεστοποιηθεί και καταρρεύσει. Αυτή ήταν η υποδομή του ασβεστοκάμινου, που αργότερα θα φορτωνόταν με μαρμαρόπετρα για ασβεστοποίηση.

Πώς φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο

Αφού έβρισκαν το νταμάρι από μάρμαρο, έβγαζαν με λοστούς, με βαριοπούλες και καμιά φορά και με φουρνέλα τις πέτρες, τις οποίες στη συνέχεια τεμάχιζαν με τη μικρή βαριοπούλα και το σφυρί σε διάφορα κομμάτια, μικρά, μεσαία, μεγάλα.

Έτσι άρχιζαν από την πατούρα να χτίζουν το καμίνι, δηλαδή τοποθετούσαν τις πέτρες που θα ασβεστοποιούνταν. Στη βάση έβαζαν τις μικρές, μετά τις μεσαίες και στο πάνω μέρος – στον τρούλο, όπως τον έλεγαν – έβαζαν τις μεγάλες πέτρες, που τις έλεγαν «κλειδί», γιατί εκεί, σ’ αυτό το σημείο, έκλεινε, «κλείδωνε» το καμίνι. Το κλειδί ήταν και ο καλύτερος ασβέστης, γιατί βρισκόταν στο κέντρο της φωτιάς και ψηνόταν καλά.

Πώς συγκεντρωνόταν η καύσιμη ύλη

Από τα ρουμάνια κόβανε τους πρίνους και τους κάνανε δεμάτια. Κάθε δεμάτι είχε οχτώ αγκαλιές κλαδιά. Από τους ελαιώνες μάζευαν τα κλαδέματα και τα σκολέματα και τα έκαναν επίσης δεμάτια. Όλα αυτά τα δεμάτια τα στέριωναν με δυο μεγάλες πέτρες, για να μην τα πάρει ο αέρας, μέχρι που να ξεραθούν και να έρθει η ώρα τους να χρησιμοποιηθούν.

Αφού φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο και ήταν έτοιμο να δεχτεί τη φωτιά, κουβαλούσαν τα δεμάτια γύρω από το καμίνι. Για τη μεταφορά τους χρησιμοποιούσαν ένα ξύλινο δίχαλο, ένα «τσατάλι» περίπου δυο μέτρων. Το τσατάλι το κάρφωναν πάνω στο δέμα, δηλαδή το έμπηγαν μέσα με δύναμη και με μεγάλη επίσης προσπάθεια το σήκωναν ψηλά και το τοποθετούσαν πάνω στο κεφάλι τους. Έτσι μετέφεραν όλα τα δεμάτια κοντά στο καμίνι. Ανάλογα με τη χωρητικότητα του καμινιού απαιτείτο και ανάλογος αριθμός δεματιών. Για ένα ασβεστοκάμινο π.χ. 4.000 οκάδων απαιτούντο 180-200 δεμάτια κλαδιά.

Η φωτιά έμπαινε συνήθως πολύ πρωί, γιατί χρειαζόταν ένα εικοσιτετράωρο συνεχόμενης τροφοδότησης, για να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Γι’ αυτή τη δουλειά ασχολούνταν οπωσδήποτε δυο άτομα. Ο ένας τροφοδοτούσε το καμίνι. Με τη βοήθεια ενός σιδερένιου δίχαλου, «τσαταλιού», έπαιρνε τα δέματα και τα έσπρωχνε από την πόρτα μέσα στο καμίνι. Ο άλλος έφερνε τα γύρω δεμάτια κοντά στο πρώτο. Επειδή όμως ο πρώτος καιγόταν από τις φωτιές, κουραζόταν πολύ, διψούσε και πεινούσε, γινόταν εναλλαγή στο έργο τους. Μετά είκοσι τέσσερις ώρες τροφοδοσίας τελείωνε το έργο της ασβεστοποίησης και χρειαζόταν στη συνέχεια ένα ακόμα εικοσιτετράωρο, για να κρυώσει το καμίνι και για να αρχίσει το έργο της εκφόρτωσής του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια ως καύσιμη ύλη χρησιμοποίησαν μόνο ξύλα (κουτούκια πεύκων) ή εκχυλισμένο ελαιοπυρήνα. Ο Γιάννης Σιμέλης (Σνάν’) είναι ο πρώτος στην Αγιάσο που χρησιμοποίησε μηχάνημα εκτόξευσης μέσα στο καμίνι εκχυλισμένου ελαιοπυρήνα.

Εκφόρτωση του καμινιού

Ειδοποιούνταν τέσσερις έως πέντε κιρατζήδες (αγωγιάτες), οι οποίοι με τα μουλάρια τους αναλάμβαναν τη μεταφορά του ασβέστη στο χωριό, μέσα σε τρίχινα τσουβάλια. Να σημειωθεί ότι κάθε αγωγιάτης έφερνε δυο ζεύγη τσουβάλια, ώστε το ένα ζεύγος να μένει στο καμίνι για γέμισμα, μέχρι που να επανέλθει ο ίδιος στο καμίνι, και τούτο για να μη χάνεται χρόνος.

Αν είχε βρεθεί προηγουμένως ο αγοραστής του ασβέστη, το προϊόν παραδινόταν κατευθείαν στην οικοδομή του. Αν όχι, αποθηκευόταν, συνήθως στα σπίτια, μέσα σε παλιά κιούπια, βαρέλια ή στέρνες και σκεπαζόταν αεροστεγώς για να μη λιώσει, μέχρι που να πουληθεί. Πάντως φρόντιζαν – και τους συνέφερε αυτό – να έχουν βρει προηγουμένως τον πελάτη. Αποθήκευση συνήθως γινόταν όταν έκλεινε ο καιρός, για να έχουν κάποιο στοκ το χειμώνα, που κατά κανόνα απόφευγαν το κάψιμο του καμινιού, εκτός βέβαια αν υπήρχε και την εποχή αυτή αγοραστικό ενδιαφέρον.

Δυσκολίες του επαγγέλματος

Το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν επίπονο και σκληρό. Το παραγόμενο είδος φτωχό, ο ανταγωνισμός μεγάλος. Οι κόποι, τα ξενύχτια δεν έφερναν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Η ζήτηση ήταν μικρή, πολλές φορές τελείως ανύπαρκτη, γιατί εξαρτιόταν από την οικονομική ευρωστία του κάθε ενδιαφερόμενου. Η γενική οικονομική κατάσταση δεν επέτρεπε αισιοδοξία και δεν έκανε τον καθένα να ασχοληθεί με το επάγγελμα αυτό. Όσοι βρέθηκαν επαγγελματίες ασβεστοποιοί πάλεψαν σκληρά. Πολλοί εγκατέλειψαν το επάγγελμα και στράφηκαν σε άλλες εργασίες. Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ και η νέα τεχνική. Η χρησιμοποίηση του τσιμέντου έδρασε σε βάρος της χρήσης του ασβέστη. Έτσι από 15 και πλέον επαγγελματίες ασβεστοποιούς στο τέλος έμειναν ουσιαστικά δυο, ο Ιωάννης Σιμέλης (Σνάν’), που συνέχισε το επάγγελμα ως το τέλος της ζωής του και ο Γρηγόριος Ευστρατίου Κουδουνέλης, που το 1964 μετανάστευσε στη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι τα έτη 1935-1936 οι ασβεστοποιοί Αγιάσου, για να αποφύγουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, συνέστησαν την «Εταιρεία Ασβεστοποιών Αγιάσου» η οποία λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια διαλύθηκε λόγω ασυμφωνίας των εταίρων της.

Δεν πρέπει να ξεχαστούν και οι σύζυγοι των ασβεστοποιών, που στα σπίτια τους πουλούσαν λιανικώς ασβέστη και έβγαζαν το σχετικό χαρτζιλίκι τους. Γι’ αυτό και το χωριό ήταν πάντα πεντακάθαρο και κάτασπρο, γιατί υπήρχε και σχετική αστυνομική διάταξη γι’ αυτό.

Άδεια ασβεστοποίησης

Πρέπει να σημειωθεί ότι για να καεί κάθε καμίνι χρειαζόταν προηγουμένως σχετική άδεια του Δασαρχείου Μυτιλήνης. Έπρεπε να πληρωθεί πρώτα ο φόρος, που ήταν ανάλογος με τη χωρητικότητα του καμινιού, και για το σκοπό αυτό ερχόταν επιτόπου ο δασικός υπάλληλος και μετρούσε στο καμίνι. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι φτωχοί αυτοί βιοπαλαιστές πήγαιναν για το σκοπό αυτό στη Μυτιλήνη με τα πόδια. Αν δεν έβγαζαν άδεια και αν τους ανακάλυπταν, επιβαλλόταν βαρύ πρόστιμο και το καμίνι δεν έφτανε για την πληρωμή του.

Τι γινόταν σε περίπτωση βροχής

Κατά κανόνα τα καμίνια ψήνονταν το καλοκαίρι, γιατί τότε χτίζονταν και τα γιαπιά και υπήρχε ζήτηση. Όταν καμιά φορά συνέβαινε να πέσει απότομη βροχή, γινόταν το εξής: Όταν το καμίνι ήταν στο στάδιο της καύσης, δεν υπήρχε μεγάλος κίνδυνος, γιατί η θερμοκρασία του ήταν υψηλή, περίπου 2.000 βαθμοί και το νερό της βροχής που έπεφτε γινόταν ατμός και τη νύφη την πλήρωναν οι ασβεστοποιοί που το τροφοδοτούσαν και που γίνονταν μουσκίδι. Όταν όμως είχε πια καεί το καμίνι και βρισκόταν στο στάδιο του εικοσιτετράωρου, για να κρυώσει, ο ασβεστοποιός, όπου κι αν βρισκόταν, μέρα ή νύχτα, έπρεπε να τρέξει στο καμίνι του και να το προστατέψει με κάθε τρόπο, για να αποφύγει την καταστροφή.

Η γιορτή των ασβεστοποιών

Το σινάφι των ασβεστοποιών Αγιάσου γιόρταζε τη γιορτή του στις 20 Ιουλίου, δηλαδή του Αϊ-Λια. Τη μέρα εκείνη ξεχνιούνταν οι κόποι και τα βάσανά τους και το έριχναν έξω. Στα καφενεία που σύχναζαν στρώνονταν τα τραπέζια με εκλεκτούς μεζέδες, με γιουβέτσια και με ποτά. Έτσι άρχιζαν πρώτα τα λιανοτράγουδα κι όταν έφταναν στο κέφι έστελναν και ειδοποιούσαν τα νταούλια και τα βιολιά. Και κατέφθαναν εκεί οι περίφημες κομπανίες της Αγιάσου. Το γλέντι αυτό κρατούσε τουλάχιστον τρεις μέρες. Κορυφαίος στο επάγγελμα, αλλά και κορυφαίος στο γλέντι αυτό ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, ο οποίος δεν έχανε ποτέ τη γιορτή αυτή κι ας γκρίνιαζε η συμβία του Μαριγώ. Μια φορά κανείς γλεντάει τη φτώχεια του!

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994