ΤΑ ΚΛΙΨΙΜΑΤΑ

Οχι! Μη φανταστείτε πως το παιχνίδι μας αυτό είχε καμιά σχέση με την αρχαιότατη… τέχνη της κλοπής. Εμείς δεν παίζαμε καν το αγαπημένο παιχνίδι των πόλεων “κλέφτες και αστυνόμοι”, γιατί απλούστατα στο χωριό δεν είχαμε τέτοιου είδους εμπειρίες.

Τα “κλιψίματα” ήταν απλά ένα παιχνίδι τεχνικής και άσκησης των δέκα δακτύλων, ό,τι χρειαζότανε δηλαδή για τις κρύες μέρες του χειμώνα, που τα χιονισμένα καλντερίμια της Αγιάσου προσφερότανε μάλλον για σκι παρά για τρέξιμο και παιχνίδι. Ένα κομμάτι σπάγκος ως ένα μέτρο μακρύς ήταν το μόνο πράγμα, που χρειαζόμαστε, εκτός βέβαια και από έναν τουλάχιστο πρόθυμο συμπαίκτη. Από εκεί και πέρα η διάρκεια και η ποικιλία του παιχνιδιού εξαρτιόταν από την ευλυγισία των δακτύλων, τη φαντασία, τη δοκιμή, την επανάληψη και τέλος την… αποτυχία.

Θα προσπαθήσω να γίνω λίγο σαφέστερος, αν και η όποια δύναμη της περιγραφής δεν είναι ικανή να δώσει παραστατικά όλη αυτή την πολύπλοκη διαδικασία του παιχνιδιού. Δέναμε λοιπόν τις δυο άκρες του σπάγκου και σχηματιζόταν ένας κύκλος. Κατόπιν πλέκαμε την κλωστή ανάμεσα στα δάκτυλα και των δύο χεριών με ένα συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο και καλούσαμε το συμπαίκτη να μεταφέρει την κλωστή (να την “κλέψει”) στα δικά του δάκτυλα, ώστε να δημιουργηθεί ένα καινούργιο πολύπλοκο… γεωμετρικό σχήμα. Οι κινήσεις ήταν βέβαια προκαθορισμένες και βγαλμένες από προηγούμενη εμπειρία, αλλά η τεχνική και η φαντασία έπαιζαν το δικό τους ρόλο για το σχήμα, που θα προέκυπτε κάθε φορά και δεν μπορούσαμε να το προκαθορίσουμε. Στην επόμενη φάση ο σπάγκος με καινούργιο “κλέψιμο” επέστρεφε στα δάκτυλα του πρώτου παίκτη με ένα καινούργιο πάλι σχήμα, συνήθως πιο πολύπλοκο από το προηγούμενο.

Νηματοπαίγνιο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Νηματοπαίγνιο
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Η μεταφορά του σπάγκου από τον ένα συμπαίκτη στον άλλο συνεχιζόταν για αρκετή ώρα, μέχρι να γίνει κάποιο λάθος στο “κλέψιμο”, να μπερδευτεί ο σπάγκος και να διαλυθεί το σχήμα, οπότε φτου και από την αρχή μέχρι… να βαρεθούμε το παιχνίδι. Εντωμεταξύ όμως είχαμε προλάβει να ονοματίσουμε κάθε σχήμα, που προέκυπτε, με ονόματα που εξήπταν την παιδική μας φαντασία και βλέπαμε στα δάκτυλά μας με τη βοήθεια του σπάγκου, να σχηματίζονται διαδοχικά πότε το ποταμάκι, πότε η κρεβατή (ο αργαλειός), πότε η πολυθρόνα, πότε το κρεβάτι, πότε η ξαπλωτήρα κλπ. κλπ.

Ύστερα από αυτά, μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως το παιχνίδι είναι η πνευματική τροφή του παιδιού και πως μ’ αυτό οξύνει τις αισθήσεις του, πλάθει τα συναισθήματά του, καλλιεργεί τη φαντασία του και γενικά μορφοποιεί το χαρακτήρα του; Και δεν είναι ανάγκη τα παιχνίδια να είναι πολύπλοκα, πανάκριβα, ηλεκτρονικά ένα κομμάτι σπάγκος και λίγη φαντασία είναι αρκετά για να γεμίσουν την παιδική ψυχή με χιλιάδες εικόνες και όνειρα.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 95/1996

ΓΗ ΚΑΡΔΙΣΤΙΡΓΙΑ

Πενία τέχνας κατεργάζεται” λέγανε πολύ σοφά οι Αρχαίοι. Γι’ αυτό και μεις, γνήσιοι απόγονοι τους, μια και λόγω πενίας δεν είχαμε παιχνίδια αγοραστά, τέχνας κατεργαζόμαστε. Και η φαντασία και η εφευρετικότητά μας έκαναν θαύματα. Τα πιο απλά υλικά στα χέρια μας, χρησιμοποιώντας πάντα και την πείρα των μεγαλυτέρων, μετατρέπονταν σε πολύπλοκες κατασκευές, που όξυναν το νου, καλλιεργούσαν τη δεξιοτεχνία των χεριών και τελικά μας διασκέδαζαν ανέξοδα.

Για παράδειγμα, τι μπορείς να κάνεις με ένα καρύδι, εκτός από το να το σπάσεις και να το φας; Μα μπορείς με λίγη υπομονή και πολύ κόπο να το μετατρέψεις σε “καρδίστιργια”. Όλα τα υλικά που χρειάζονταν ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν. Και φυσικά σαν τις συνταγές της μαμάς, χρειαζόμαστε πρώτα απ’ όλα ένα μεγάλο ξερό καρύδι, που έπρεπε να τριφτεί ώρα πολλή πάνω σε άγρια πέτρα από τις δυο πλάγιες μεριές του, ώστε να λεπτύνει το φλούδι μονάχα στο σημείο αυτό.

Κατόπιν με ένα μυτερό σουγιά ή άλλο ανάλογο εργαλείο ανοίγαμε δυο τρύπες αντικριστές, ίσα ίσα να χωράει ένα ξύλο στο πάχος και στο μήκος ενός μολυβιού. Κατόπιν από τις τρύπες ξεκουφαίναμε (αδειάζαμε) το περιεχόμενο του καρυδιού, ώστε να μείνει μόνο το εξωτερικό σκληρό περίβλημα, ό,τι έπρεπε δηλαδή, για να μεταβληθεί το άδειο πλέον καρύδι σε ηχείο. Μια τρίτη τέλος τρύπα μικρότερη έπρεπε να ανοιχτεί σε ένα ακόμα σημείο, στο κέντρο του καρυδιού.

Τώρα δεν έμενε πια παρά να βρούμε ευκαιρία να κλέψουμε το σφοντύλι (ένα μικρό κομμάτι ξύλο σε σχήμα κουραμπιέ) από το αδράχτι της γιαγιάς. Το αδράχτι ήταν το ξύλινο εκείνο εργαλείο, με το οποίο έκλωθαν το νήμα οι παλιές γυναίκες του χωριού. Και στις δυο περιπτώσεις το σφοντύλι έπαιζε το ρόλο του εξισορροποιητικού βαριδιού. Εάν λοιπόν εξασφαλίζαμε και το σφοντύλι, το παιχνίδι μας ήταν σχεδόν έτοιμο να λειτουργήσει και να δώσει εκείνον το μελωδικότατο (για τα δικά μας βέβαια αυτιά!) ήχο κρρρ-κρρρ-κρρρ.

Πώς γινόταν τώρα όλη η συνδεσμολογία. Πώς λέμε στις συνταγές τρόπος παρασκευής; Παίρναμε ένα μικρό και γερό κομμάτι σπάγκο. Τον περνούσαμε από τη μικρή τρύπα του καρυδιού και τον δέναμε σφιχτά στη μέση του ξύλου που είχε σχήμα και μέγεθος μολυβιού, όπως προαναφέραμε. Κατόπιν περνούσαμε το ξύλο στις δυο αντικριστές τρύπες του καρυδιού και τέλος στην κορυφή του ξύλου προσαρμόζαμε σφιχτά το σφοντύλι για αντίβαρο. Το παιχνίδι μας τώρα ήταν έτοιμο να λειτουργήσει.

Η καρδίστιργια (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Η καρδίστιργια
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Με τα δυο δάκτυλα του αριστερού χεριού κρατούσαμε σταθερά το καρύδι από τις δυο κορυφές και με το δεξί χέρι τραβούσαμε το σπάγκο, που προηγουμένως είχαμε προσεκτικά τυλίξει γύρω στο ξύλο. Πριν καλά καλά ξετυλιχτεί, χαλαρώναμε το τράβηγμα και με την αδράνεια τυλιγότανε ξανά στο ξύλο, αλλά ανάποδα. Και η κίνηση αυτή συνεχιζόταν αδιάκοπα (τράβηγμα-χαλάρωμα) μέχρι που ή να κάνεις κάποιο λαθεμένο χειρισμό ή…να σε κατσαδιάσει κανένας μεγάλος, που τον ενοχλούσε το διαρκές κρρρ-κρρρ, που ακουγότανε, καθώς στριφογύριζε η όλη κατασκευή.

Αλλά αυτή ήταν η μοίρα μας. Πού να καταλάβει ο κάθε μεγάλος ότι η μελωδία της ευτυχίας δεν είναι απαραίτητα Μότσαρτ, αλλά μπορεί να είναι ένα διαρκές κρρρ-κρρρ, αρκεί να βγαίνει από μια καρδίστιργια, που την έκανες μόνος σου και με τόσο κόπο!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 92/1996

ΤΟ “ΤΑΝΚΣ”

Παρόλο που ήμαστε παιδιά, που μεγαλώναμε ευθύς μετά τον πόλεμο, τα παιχνίδια μας ήταν γενικά φιλειρηνικά και πολύ λιγότερο πολεμικά. Εξάλλου την εποχή εκείνη δεν είχαμε την αμεσότητα της τηλεοπτικής εικόνας, να μας επηρεάζει, και μόνο κάτι κινηματογραφικά έργα μας θύμιζαν τη φρίκη του πολέμου και μας έφερναν σε επαφή με τις διάφορες πολεμικές μηχανές.

Τη φαντασία μας πάντως πιο πολύ την εξήπταν αυτές οι μυστήριες σιδερένιες μηχανές, που σαν προϊστορικά τέρατα εκινούντο με τις ερπύστριές τους, τσαλακώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους και ξερνώντας φωτιά και καταστροφή από τις περίεργες μπούκες τους! Πού να φανταστούμε τότε πως λίγα χρόνια αργότερα (το μαύρο 1967) θα γνωρίζαμε από κοντά την καταπίεση των τανκς με τη σιδερένια πυγμή και το τσαλαπάτημα της ελευθερίας που τα ακολουθούσε. Ας είναι όμως.

Και μια και σαν παιδιά στην εποχή της στέρησης δεν είχαμε καμιά δυνατότητα να αποκτήσουμε τανκς, έστω και πλαστικά, φροντίζαμε να τα κατασκευάσουμε με τα απλά υλικά που διαθέταμε, ενώ τα υπόλοιπα τα αναλάμβανε η αχαλίνωτη φαντασία μας. Περιμέναμε λοιπόν πώς και πώς να τελειώσει η κλωστή από το καρούλι της μητέρας (καμιά φορά, σαν ήταν βολετό, το βοηθούσαμε κιόλας να τελειώσει πιο γρήγορα), για να πάρουμε το ξύλινο άδειο πια καρούλι, απαραίτητο όμως για το κορμί του «τανκς», που θα μεταμορφωνόταν σε λίγο.

Το «τανκς» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «τανκς»
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Με ένα κοφτερό μαχαίρι, παρμένο κρυφά από το «μαγειριό», την κουζίνα του σπιτιού, κάναμε εγκοπές στις άκρες του καρουλιού, ώστε να αποκτήσει δοντάκια, για να γαντζώνει στο χώμα σαν τις ερπύστριες του «τανκς». Το επόμενο τώρα βήμα της μεταμόρφωσης ήταν πολυπλοκότερο. Παίρναμε ένα κομμάτι ως 10 πόντους λάστιχο (από αυτά που περίσσευαν από τις σφεντόνες μας) και το περνούσαμε μέσα στην τρύπα του καρουλιού. Με ένα μικρό δε καρφάκι το στερεώναμε πάνω στο σώμα του καρουλιού από τη μια μόνο πλευρά, ενώ από την άλλη έμενε ελεύθερο. Στην ελεύθερη τώρα πλευρά του λάστιχου στερεώναμε ένα σπιρτόξυλο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούμε να περιστρέψουμε το λάστιχο αρκετές φορές. Με μια τελευταία και επιτήδεια κίνηση τοποθετούσαμε το σπιρτόξυλο σε μια από τις εγκοπές που είχαμε φτιάξει στις άκρες του καρουλιού. Το «τανκς» μας τώρα ήταν σχεδόν έτοιμο να βαδίσει ενάντια στους… εχθρούς. Το μόνο που του έλειπε ήταν το πολυβόλο, ένα άλλο δηλαδή σπιρτόξυλο κολλημένο στο σώμα του καρουλιού, που παρίστανε την κάννη του κανονιού. Τώρα πια όλα ήταν έτοιμα για τη… μάχη. Μόλις απελευθερώναμε το σπιρτόξυλο, το «τανκς» με τη δύναμη του στριμμένου λάστιχου άρχιζε σιγά σιγά να κινείται, ακόμα και σε ανηφορική επιφάνεια (φρόντιζαν οι… ερπύστριες γι’ αυτό) και να… πυροβολεί προς κάθε κατεύθυνση με το δικό μας… στόμα φυσικά.

Παρ’ όλες του όμως τις ατέλειες (βλέπεις δεν ήταν και από τα πιο… εξελιγμένα μοντέλα), στα δικά μας μάτια φάνταζε σαν το πιο άγριο και αιμοβόρο προϊστορικό τέρας, και η νίκη ήταν σίγουρη, για όποιον διέθετε δυο τρία από αυτά έναντι του αντιπάλου, που πάντα υστερούσε ή σε αριθμό ή σε ποιότητα κατασκευής. Ευτυχώς που τα αποτελέσματα της μάχης ήταν αναίμακτα και το πολύ πολύ οι απώλειες να περιορίζονταν σε κάποιο σπασμένο σπιρτόξυλο ή σε κάποιο κομμένο λάστιχο, που αχρήστευε τα πολεμικά μέσα του αντιπάλου. Αλλά γίνεται πόλεμος χωρίς απώλειες;

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 90/1995

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ – Τ’ ΑΡΑΜΠΑΔΕΛ’

Εμείς τα παιδιά της Αγιάσου, της εποχής του ’50, είχαμε πολύ νωρίτερα αντιληφθεί την ανάγκη της απόκτησης Ι.Χ. Κανείς δε γινόταν «κάποιος» στην κοινωνία μας, αν δε διέθετε το ανάλογο τετράτροχο. Και μάλιστα όχι ένα τυχαίο, απρόσωπο προϊόν κάποιας βιομηχανικής παραγωγής, αλλά όχημα χειροποίητο αξίας, φτιαγμένο με μεράκι, με εφευρετικότητα, μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Αν έχουν μάλιστα διασωθεί ακόμα μερικές από αυτές μας τις κατασκευές, σίγουρα σήμερα θα έχουν μεγάλη(…) συλλεκτική αξία για το πρωτότυπο «ντιζάιν» και τη μοναδική και απαράμιλλη προσωπικότητα. Και μάλιστα εμείς, πρωτοπόροι της τεχνολογίας από τότε, φτιάχναμε τις κατασκευές μας καθαρά οικολογικές, με ανακυκλώσιμα υλικά και χωρίς να επιβαρύνουμε καθόλου το περιβάλλον με… φωτοχημικό νέφος.

Και τώρα που σίγουρα εξήψα τη φαντασία σας, ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος.

Λέξη μαγική και θορυβώδης το αραμπαδέλ’, που ακόμα και σήμερα ξυπνά στ’ αυτιά μου ήχους και μετά εικόνες ανεξίτηλες, που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη, όπως και κάθε άλλη σημαντική έννοια, που γέμιζε την παιδική μας ψυχή. Το «αραμπαδέλ’» ήταν μια δύσκολη κατασκευή, που απαιτούσε δεξιοτεχνία, εργαλεία κατάλληλα και υλικά δυσεύρετα για μας. Οι πιο τυχεροί ήταν αυτοί που είχαν κάποιο μεγαλύτερο αδερφό ή ακόμα καλύτερα κάποιο συγγενή μαραγκό για την εξασφάλιση των βασικών υλικών που ήταν τα ξύλα.

Με ξύλα γερά και ανθεκτικά φτιαχνόταν πρώτα το «σασί», που θα σήκωνε και το υπόλοιπο βάρος της κατασκευής. Ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα ήθελε ο κεντρικός άξονας, γιατί σ’ αυτόν θα προσαρμόζονταν το τιμόνι και οι άξονες των τροχών. Το πάτωμα απαιτούσε λεπτά και ανθεκτικά σανίδια, καρφωμένα με πολλή προσοχή, για να μην αφήνουν κενά και για να αντέχουν το βάρος ενός έως δύο επιβατών, ανάλογα με το… μοντέλο.

Αγιασώτικο «αραμπαδέλ ». (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Αγιασώτικο «αραμπαδέλ ».
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Και πάμε τώρα στα δύσκολα. Το πιο δυσεύρετο, αλλά εντελώς απαραίτητο υλικό, ήταν η κεντρική βίδα με παξιμάδι, που συνέδεε σταυροειδώς τον άξονα των μπροστινών τροχών με τον κεντρικό άξονα (ας πούμε το διαφορικό), ώστε να δίνει τη δυνατότητα να στρίβει αξιοπρεπώς το όχημα, σύμφωνα με τις εντολές του οδηγού. Αφού εξασφαλιζόταν κι αυτό, έμενε πια το…σημαντικότερο, δηλαδή οι ρόδες. Εδώ άρχιζαν τα πολύ δύσκολα.

Έπρεπε να εξασφαλισθεί ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου ισόπαχο, ξερό και ιδιαίτερα ανθεκτικό, διαμέτρου 20-25 εκατοστών. Με το πριόνι ή ακόμη καλύτερα στην κορδέλα έπρεπε να κοπούν φέτες πάχους 5-6 εκατοστών, που θα μετατρέπονταν σε ρόδες (κύριες και ρεζέρβες). Τέλος με ειδικό εργαλείο και πολλή υπομονή έπρεπε να ανοιχτεί σε κάθε ρόδα η κεντρική τρύπα, για να προσαρμοστεί στο λίγο λεπτότερο άξονα, ώστε να εξασφαλίζεται η ελεύθερη περιστροφή. Τώρα πια, με την προσθήκη και του τιμονιού, το «αραμπαδέλ » ήταν έτοιμο για δράση, αρκεί να εξασφαλιζόταν και η ανάλογη πίστα για τα… ράλι. Βλέπεις τα καλντερίμια της Αγιάσου δεν ήταν ο καλύτερος δρόμος για ένα άνετο και ασφαλές ταξίδι. Το πλακόστρωτο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας ήταν ό,τι έπρεπε, αλλά το «Κουμλέλ » (ο καντηλανάφτης) δυστυχώς για μας ήταν πανταχού παρών και είχε και βαρύ χέρι, αν μας έπιανε.

Περιοριζόμαστε λοιπόν σε όποιο μικρό χωμάτινο κατηφορικό δρομάκο μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε και εκεί γίνονταν κόντρες, αγώνες ταχύτητας και ευελιξίας, ακόμα και… ατυχήματα. Και όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, δεν έλειπαν ούτε κι αυτά (ασήμαντα ή και σοβαρά), αφού ελλείψει χώρων μέχρι και η ταράτσα της δεξαμενής του χωριού χρησιμοποιήθηκε για πίστα αγώνων. Και οι φίλοι και συμμαθητές Νίκος Πατσής και Κομνηνός Σαμοθρακής θα θυμούνται ακόμα το «σάλτο μορτάλε», που πραγματοποίησαν από το ύψος της δεξαμενής, και τις μέρες που πέρασαν στο νοσοκομείο.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 82/1994