ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ 1896. Ο αντίκτυπός τους στην Αγιάσο της τουρκοκρατούμενης Λέσβου

Το 1896 αναβίωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο. Περιττό ν’ αναφερθώ στις δυσκολίες πρόσβασης σ’ αυτούς τους αγώνες. Από πού ν’ αρχίσεις και πού να σταματήσεις; Από την τουρκική κατοχή, από την ενημέρωση, από την επικοινωνία, από τα μεταφορικά μέσα; Αντίθετα, όλα αυτά που διαθέτουμε στις μέρες μας, τα οπτικοακουστικά ηλεκτρονικά μέσα, με την τελειότητά τους μας χαρίζουν την αμεσότητα στα γεγονότα που συμβαίνουν στον κόσμο. Είναι αδιανόητο πάντως, και σήμερα ακόμη, να βρεθούν στις κερκίδες του καλλιμάρμαρου Σταδίου δυο Αγιασώτες, με τις εξάπαντος βρακοφορεμένες γυναίκες τους, να παρακολουθούν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όχι, βέβαια, τυχαία. Πήγανε, σύμφωνα με υπάρχουσες πληροφορίες, με αποκλειστικό σκοπό να παρακολουθήσουν τους Αγώνες, οι άνδρες τουλάχιστον. Είναι σα να λέμε τώρα πως κάποιος Αγιασώτης πέταξε με το «Κολούμπια» στη σελήνη.

Το εγχείρημα των δυο αυτών ζευγαριών ήταν κάτι το πολύ τολμηρό, το άκρως πρωτοποριακό, αφού υπήρχαν άνθρωποι, προπαντός γυναίκες, που δεν είχαν δει από κοντά ούτε θάλασσα.

Ήταν μεγάλο το τόλμημά τους γι’ αυτή την εποχή. Για να ξεμυτίσει Αγιασώτης από το χωριό, έπρεπε να υπάρχει μεγάλη ανάγκη. Λόγοι υγείας, βασικά, ή ξενιτεμός. Δεν ήταν εξάλλου μόνο οι δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού, ήταν και το οικονομικό πρόβλημα. Γι’ αυτό πιστεύω πως αυτοί οι άνθρωποι όχι μονάχα ήταν προοδευτικοί και τολμηροί, αλλά όπως φαίνεται, είχαν και κάποια δόση ιδιορρυθμίας, τρέλας. Ιδιότροπος και οξύθυμος άνθρωπος ήταν ο Στυλιανός. Τη γυναίκα του την πήρε από σφοδρό έρωτα. Κι όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να της τις βρέχει με το παραμικρό. Μια μέρα που ράβδιζε ελιές στα «Σιντούτσια», εφτά φορές κατέβηκε από την ελιά και την ξεσκόνισε, καταπώς διηγόταν η γιαγιά του Δημήτρη Καμαρού. Το πραγματικό επίθετό του ήταν Συναδινός, αλλ’ επικράτησε το παρατσούκλι Σκανέλης.

Ο Στυλιανός Παναγιώτη Σκανέλης ήταν ξυλογλύπτης και μαθήτεψε στη Σμύρνη. Ήταν άριστος τεχνίτης. Κατασκεύαζε ακόμη και μουσικά όργανα και κυρίως σαντούρια. Ένα από αυτά σωζόταν εδώ στην Αγιάσο και το είχε ο δισέγγονός του ξυλουργός Παναγιώτης Ευστρατίου Σκανέλης. Δυστυχώς όμως, σε κάποια επισκευή του σπιτιού του, καταστράφηκε από τον εκσκαφέα. Η γυναίκα του καταγόταν από τα Βασιλικά. Ήταν ψυχοκόρη στην οικογένεια Χατζηπροκοπίου και την έλεγαν Τριανταφυλλιά. Το σπίτι τους ήταν εκεί που είναι σήμερα τo Ξενοδοχείο του Αναστάση Καζαντζή, δίπλα στο Βενζινάδικο του Χατζηχρυσάφη. Την παντρεύτηκε από έρωτα. Απέκτησαν τρία κορίτσια. Η Περσεφόνη παντρεύτηκε τον Ευστράτιο Μουτζουρέλη, η Μυρσίνη μετανάστευσε στην Αμερική και παντρεύτηκε τον Τζάνο Ρουμπάπη. Η τρίτη παντρεύτηκε στη Σύρο, όπου χάθηκαν τα ίχνη της μαζί και το όνομά της.

Λέγεται πως όταν ήρθαν στο χωριό άρχισαν τα καλωσορίσματα. Όλη η γειτονιά ήταν στο πόδι. Τα σχόλια έπαιρναν και έδιναν. Η Τριανταφυλλιά, γεμάτη περηφάνια, απαντούσε στα ερωτήματα των γειτόνων, που άλλα ήταν από πραγματικό ενδιαφέρον, και άλλα πονηρά, γεμάτα φθόνο και ζήλια. Ο Στυλιανός ντύθηκε τα καλά του, έκλωσε το μουστάκι, φόρεσε το φέσι του και έτοιμος πια βγήκε στην πόρτα, για να πάει στο καφενείο, στην Αγορά, για τα εύσημα. Όπως ήταν και καλός αφηγητής, φανταζόταν τον εαυτό του τριγυρισμένο από όλους στο καφενείο, να κρέμονται από τα χείλη του, για ν’ ακούσουν τα των αγώνων από πρώτο χέρι, μια και δεν υπήρχε άλλη πληροφόρηση. Δεν πρόλαβε να βγει καλά καλά έξω και ακούει τη θεία γριά Χατζηπροκόπαινα να ρωτά. Ε, τούλουγια, μουρή Τριγιανταφ’λλιά; Αρέσασί σ’ γι αγώνις; Ποια, ω θεία; Έφτα τα χαζλαρέτα που κάναν γι μ’κρήδις; Την άκουσε ο Στυλιανός και του ’ρθε πολλή μαυρίλα και τον πλάκωσε. Το θριαμβευτικό χαμόγελο του προσώπου του έσβησε και έγινε μαύρος σαν την πίσσα από το κακό του. Πλησίαζε με βήματα αργά την Τριανταφυλλιά. Ώστε χαζλαρέτα, ε Τριγιανταφ’λλιά! Σηκώνει το χέρι του και πάρε αυτή, πάρε και εκείνη, για να μάθεις ποια είναι τα χαζλαρέτα, παλιουκουτούτσ’… Θ’μούσ’ του, άμα θα σι ξουνουπάγου πούβιτα, παλιουανιστόρητ’, ανισόρρουπ’… Ξόδιψα ένα σουρό γρόσια, να σι πάγου να δουν, ναν ανοίξιν τα στραβά σ’, τσι συ μ’ λέγ’ς τα χαζλαρέτα. Έτσι άδοξα τέλειωσε το ταξίδι για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 για την καλοκάγαθη, ανενημέρωτη Τριανταφυλλιά…

Το άλλο ζευγάρι, καταπώς λένε, ήταν ο Πολύδωρος Αναστασέλης με τη γυναίκα του. Ήταν ένας άνθρωπος που προέτρεχε της εποχής του. Ήταν προοδευτικός, εφευρετικός, πολυτεχνίτης. Ήταν ένας από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που έφερε αυτοκίνητο, ταξί, στην Αγιάσο. Ακόμη και σήμερα λέγονται ορισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε κατά κόρον, όπως «μη ομιλείτε εις τον οδηγόν», «Αποβιβασθείτε να πάρω την στροφήν μου»… Δεν μπόρεσα να πληροφορηθώ πότε και γιατί παράτησε το αυτοκίνητο, γιατί προσωπικά τον θυμάμαι να ασκεί το επάγγελμα του υποδηματοποιού και το μαγαζί του ήταν δίπλα από του Λευτέρη Ταμβάκη. Σήμερα το χρησιμοποιεί ως γραφείο ο γιος του γιατρού Στρατή Βαμβουρέλη. Ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και στο μαγαζί του μαζεύονταν όλοι οι προοδευτικοί Αγιασώτες. Ήταν δε και εξαιρετικός μάστορας στο παπούτσι. Ακολουθούσε την εξέλιξη, τη μόδα. Δεν έκαναν όποιοι όποιοι παπούτσια σ’ αυτόν. Έπρεπε να έχεις οικονομική ευχέρεια. Η ειδικότητά του ήταν το γυναικείο παπούτσι.

Γυναίκα του είχε πάρει τη Δέσποινα Χατζηπαναγιώτη, την ετεροθαλή αδελφή του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, η οποία μας έλεγε ότι έκανε δεκαεφτά γέννες, αλλ’ αυτό δεν την εμπόδισε να φτάσει στα ενενήντα τρία.

Από αυτές τις γέννες επέζησαν μόνο εφτά παιδιά, η Μαριάνθη, η Αφροδίτη, η Γεωργία, η Ελένη, ο Στρατής, που διακρίθηκε ως λογοτέχνης, ο Αντώνης και ο Βενιζέλος…

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΕΥΣΤΡ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 144/2004