ΤΟ ΤΣΑΤΑΛΕΛ’

Δε θα ισχυριστώ βέβαια ότι το τσαταλέλ’ είναι πρωτότυπο παιχνίδι της Αγιάσου, αφού μάλλον δεν πρόκειται καν για παιχνίδι, αλλά για όπλο και μάλιστα πολύ αποτελεσματικό και επικίνδυνο στα χέρια του κάθε απρόσεχτου και ανεύθυνου παιδιού. Επειδή δε είναι πανάρχαια εφεύρεση και απλά βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου, είναι και πανελλήνια, ίσως δε και παγκόσμια, γνωστό. Προέρχεται από την εξέλιξη και την προσαρμογή στα νέα υλικά της αρχαίας σφενδόνης, που προορισμό είχε την εκσφενδόνιση σε κάποια απόσταση μιας πέτρας εναντίον του εχθρού. Εντωμεταξύ, με την πάροδο του χρόνου, βρέθηκαν άλλοι αποτελεσματικότεροι τρόποι εξόντωσης των εχθρών (ή και των… φίλων καμιά φορά), και η σφεντόνα απόμεινε στα χέρια των παιδιών, για να χρησιμοποιηθεί εναντίον των ανυπεράσπιστων “πετεινών του ουρανού”.

Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν τα πιτσιρίκια της Αγιάσου της εποχής του ’50 να κυκλοφορούμε άοπλα, όπως ήταν αδιανόητο να κυκλοφορεί καουμπόης στα φαρ ουέστ χωρίς πιστόλι στη μέση. Και, όπως και αλλού έχω αναφέρει, τα δικά μας όπλα επειδή ήταν χειροποίητα, φτιαγμένα με μεράκι, είχαν και την προσωπική σφραγίδα και το ταλέντο του κάθε κατασκευαστή. Από κει και πέρα η αποτελεσματικότητά τους εξαρτιόταν και από τη δεινότητα στη σκοποβολή του κάθε χρήστη.

89_1995_tsatalel1

Αλλά ας δούμε πρώτα τα υλικά και τον τρόπο κατασκευής. Το πρώτο που έπρεπε να εξασφαλισθεί ήταν ένα διχαλωτό κλαδί με απόλυτη συμμετρία συνήθως από ελιά (τι πιο πρόχειρο ξύλο στην Αγιάσο!) ή ακόμα καλύτερα από πουρνάρι που είναι και πιο γερό ξύλο. Αφού κοβόταν στο κατάλληλο μέρος, ώστε να δημιουργηθεί ένα τέλειο Υ, έπρεπε να ξεραθεί και να λειανθεί κατάλληλα με ράσπα και γυαλόχαρτο. Το βασικό τσαταλέλ’ τώρα είναι έτοιμο και προχωρούμε στο δεύτερο στάδιο. Από το ψιλικατζίδικο του Ορφανού έπρεπε να αγοράσουμε ένα ζευγάρι τετράγωνα μαύρα ή γκρι λάστιχα, ειδικά για τη δουλειά μας. Σε περιόδους έλλειψης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ένα κομμάτι από σαμπρέλα φορτηγού, αφού κοβόταν με πολύ κοφτερό ψαλίδι σε ισόπαχες λουρίδες. Μόνο που στη δεύτερη αυτή περίπτωση τα λάστιχα αυτά για να τεντωθούν ήθελαν πολύ μεγαλύτερη δύναμη, χώρια που δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρούμε το ψαλίδι της μάνας μας, που πάντα το είχε σε απίθανα σημεία καταχωνιασμένο για το… φόβο των Ιουδαίων. Και τώρα το τρίτο στάδιο. Απαραίτητο συμπλήρωμα στην όλη κατασκευή το πετσάκι, ένα μικρό κομμάτι δέρμα αδιάβροχο, για να είναι μαλακό και ανθεκτικό, κατάλληλο για το ρόλο του γεμιστήρα που θα έπαιζε. Και καλά να βρισκότανε στο σπίτι κανένα παλιό παπούτσι να του κόψουμε τη γλώσσα (στην ανάγκη ας ήταν και καινούργιο), αλλιώς έπρεπε να παρακαλάμε με τις ώρες τα “Καμνέλια”. Ευτυχώς που τα “Καμνέλια” ήταν στην ίδια περίπου ηλικία με μας και καταλάβαιναν τον πόνο μας. Αμα λοιπόν ήταν στα καλά τους, και έλειπε από το μαγαζί καρσί στον καφενέ της Τζιτζίνας ο πατέρας τους, μας έκοβαν κανένα κομμάτι δέρμα στη ζούλα, για να ολοκληρώσουμε την κατασκευή. Τώρα πια δεν έμενε τίποτα άλλο παρά η συναρμολόγηση των κομματιών. Με ένα καλό κομμάτι σπάγκο και με πολλή τέχνη δέναμε τα λάστιχα από τη μια άκρη πάνω στο ξύλινο τσαταλέλ’ και στην άλλη άκρη δέναμε το πετσάκι, αφού του κάναμε δυο κατάλληλες τρύπες. Επιτέλους το όπλο μας ήταν έτοιμο και δε μας έλειπαν παρά μόνο… οι σφαίρες. Ευτυχώς από πέτρες η Αγιάσος άλλο τίποτα, αλλά μη θαρρείτε πως όλες οι πέτρες ήταν κατάλληλες. Έπρεπε με τις ώρες να γυρίζουμε στους δρόμους και στα χαλάσματα, για να βρούμε μικρές στρογγυλές λίτρες, να γεμίσουμε τις τσέπες μας. Αυτό βέβαια είχε σαν αποτέλεσμα, οι τσέπες μας να γίνονται κατάβαρες σαν γκαστρωμένες, αλλά ποιος νοιαζότανε για τέτοιες λεπτομέρειες.

Τώρα πια πάνοπλοι είμαστε έτοιμοι για το μεγάλο σαφάρι στις γύρω εξοχές του χωριού και αλίμονο στα μικρόπουλα που θα αψηφούσαν τη σκοπευτική μας δεινότητα. Συνήθως τέλειωναν την εφήμερη ζωή τους… σουβλιστά στη θράκα, χωρίς καν να μείνουν στην… ιστορία σαν τον Αθανάσιο Διάκο. Και στην ανάγκη, σαν δε βρίσκαμε αρκετά μικρόπουλα, τη μανία μας την πλήρωνε κανένα απρόσεχτο σπιτικό περιστέρι ή και κλωσόπουλο. Αρκετά συχνά βέβαια πλήρωνε τη νύφη και κανένα τζάμι της γειτονιάς με όλες τις παραπέρα συνέπειες. Αλλά τι να γίνει! Σε κάθε πόλεμο υπάρχουν και θύματα και ατυχήματα και… πολεμικές αποζημιώσεις!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 89/1995