Η ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΑ ΑΛΛΟΤΕΣ

Οι κάτοικοι τότε νήστευαν όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όλο το Σαραντάμερο, τις νηστείες των Αγίων Αποστόλων, του Δεκαπενταυγούστου, του Σταυρού και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, υπήρχον όμως και πολλά φαγητά νηστίσιμα, «θαλασσινά» της Πύρρας εις σωρούς, ταραμάδες της Ρωσίας εκλεκτοί, μαύρο χαβιάρι στις βαρέλλες, γλώσσες παστωμένες, και ρόζα Σαχαλίνης.
Από την ημέραν του Ευαγγελισμού, ή από την Κυριακήν των Βαΐων, ερρίπτοντο πυροβολισμοί εις εκδήλωσιν χαράς δια το αναμενόμενον Πάσχα, χωρίς να επεμβαίνη η αστυνομία.
Την Μεγάλην Παρασκευήν Τούρκοι της Μικράς Ασίας έφερον προς πώλησιν κοπάδια αρνίων και εριφίων. Την ιδίαν ημέραν εκρεμάζετο ο σπαγκοραμμένος Βριγιός εις την Πλατείαν της Άνω Αγοράς, εκεί δε ευρίσκετο έως την Δευτερανάστασιν” (Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου. Τεύχος τέταρτον. Μυτιλήνη 1950, σ. 404).

Ο μπισκιτζής (πριονιστής) Γεώργιος Χατζηνικολάου, με τη σύζυγό του Μαριγώ, το γένος Τακιδέλη, με την κόρη του Καλλιόπη, σύζυγο Γεωργίου Κυπρίου και το Ριζαρείτη γιο του, μετέπειτα δάσκαλο, Γιάννη. Στο μέσον ο αδερφός του Παπααρτέμης, κατά κόσμον Αβραάμ, σεβάσμιος εξομολόγος της παλαιάς εποχής. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Π. Χατζηπαναγιώτης).
Ο μπισκιτζής (πριονιστής) Γεώργιος Χατζηνικολάου, με τη σύζυγό του Μαριγώ, το γένος Τακιδέλη, με την κόρη του Καλλιόπη, σύζυγο Γεωργίου Κυπρίου και το Ριζαρείτη γιο του, μετέπειτα δάσκαλο, Γιάννη. Στο μέσον ο αδερφός του Παπααρτέμης, κατά κόσμον Αβραάμ, σεβάσμιος εξομολόγος της παλαιάς εποχής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Π. Χατζηπαναγιώτης).
  • Κυριακή των Βαΐων (τ’ Βαγιού).

Βάγια βάγια του Βαγιώ
τρώνι ψάρια τσι κουλιό.

Εξαντλημένος ο κόσμος από τη σκληρή νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής. Μια πρόχειρη ματιά όξω από τα ψαράδικα αρκεί να στο αποδείξει. Ουρά ο κόσμος να πάρουν κάνα κολιό, «σκουμπριγιά», ή ό,τι άλλο ψάρι βρουν, να φάνε λίγο, «να πιάσουν τον αφαλό τους», να κάνουν και το έθιμο.
Με την άλλη μέρα το πρωί, μόλις απολύσει η εκκλησία, τρέχουν οι γυναίκες με το βαγιόκλαδο στο χέρι για το σπίτι, να προλάβουν τις δουλειές τους. Στο δρόμο οι καθιερωμένες ευχές.
Τσι τ’ χρόν’, Μάριγω.
Τσι τ’ χρόν’, μουρή. Θιος βουλ(ι)κά α τα φέρν(ι).
Τρέχουν οι νοικοκυρές στο σπίτι, να βγάλουν τα ρούχα τους «τα σκουλιάτκα», να βάλουν την ποδιά, να ξύσουν τα ψάρια, ν’ ανάψουν τη φωτιά, να κάνει κάρβουνα, να τα ψήσουν, να τα περιχύσουν λαδολέμονο, να μοσχολοβήσει ο τόπος. Οι άντρες τραβούν στην αγορά, στον «κάμπο». Στο καφενείο θα πιουν τον καφέ τους, θα πουν τα πολιτικά τους, θα συζητήσουν χίλια δυο… Το βράδυ βγαίνει ο Νυμφίος. «ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…» και σβήνουν τα φώτα στην εκκλησιά. Η Μ. Εβδομάδα μπήκε για καλά.

  • Μεγάλη Δευτέρα (Μιγάλ(ι) μαχαίρα).

Νηστεία αυστηρή στο σπίτι. Ούτε λάδι. Θα μεταλάβει ο κόσμος τη Μ. Πέμπτη και πρέπει να προετοιμαστεί. Προετοιμασίες γίνονται και στα σπίτια. Να πλυθούν τα ρούχα, να καθαριστεί λίγο το σπίτι για τη Λαμπρή που έρχεται.

  • Μεγάλη Τρίτη (Μιγάλ(ι) κρίσ’)

Οι προετοιμασίες στα σπίτια συνεχίζονται. Το βράδυ όλος ο κόσμος θα πάει πάλι στην εκκλησιά. Κι είναι μεγάλη η βραδιά. Θα πουν απόψε «τς Κασσιανής του τρουπάρ’» (Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπετούσα γυνή…). Και παρακολουθεί ο κόσμος μ’ ανοιχτό το στόμα το πασίγνωστο αυτό κι όμορφο τροπάρι.

  • Μεγάλη Τετάρτη (Χριστός ιπιάστσι)

Αναβρασμός στο χωριό και ιδιαίτερα στον παιδόκοσμο. Όσα δε μετάλαβαν στο σκολειό, θα μεταλάβουν αύριο, και πρέπει απόψε να φιλήσουν τα χέρια, να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους, να πάρουν καμιά καψούλα ή κανένα βαρελότο, για το Πάσχα. Τ’ απόγευμα θα παν στο ευχέλαιο. «Θα φτσιλιαστεί» ο κόσμος, για να μεταλάβει, κι όταν πάει στο σπίτι θα πλυθεί καλά, και τ’ απόνερα θα τα ρίξει κάπου παράμερα, να μην πατεί τα ευχέλαια.

  • Μεγάλη Πέμπτη (Κότσιν(ι) Πέμτ’)

Πολυάσχολη μέρα. Να σφαχτούν τ’ αρνιά, να βαφτούν τ’ αβγά, να γίνουν οι κουλούρες και τα κουλούρια. Μόλις μεταλάβει ο κόσμος, κατευθείαν στο σπίτι. Περιμένουν πολλές δουλειές. Τ’ αβγά βάφονται πολύχρωμα. Άλλα κόκκινα, άλλα πράσινα, κίτρινα, μπλε. Και τα ομορφότερα απ’ όλα τα πλουμιστά, με το λουλούδι. Κολλούν ένα φυλλαράκι πάνω, το δένουν με μια ψιλή γυναικεία κάλτσα και το ρίχνουν στην μπογιά. Βγάζοντας μετά την κάλτσα και το φυλλαράκι, μένει το πλουμί. Οι κοπέλες μαζεύουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Τα παιδιά γυροφέρνουν όξω από τα σπίτια, να πουλήσουν καμιά μπογιά, να βγάλουν τίποτε.
Μπουγιές για τ’ αβγάαα…, φωνάζουν. Το βράδυ, «τα δώδικα βγατζέλια», η Σταύρωση… «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»

  • Μεγάλη Παρασκευή (Κλιάματα τσι δαρμοί)

Μέρα πένθους σήμερα. «Βάφουν» μαύρο τον αγέρα οι καμπάνες των εκκλησιών. Όλος ο κόσμος το πρωί στην εκκλησιά. Θα γίνει η αποκαθήλωση και ο ενταφιασμός του Κυρίου. Τα παιδιά όλη μέρα πάνω στο καμπαναριό σημαίνουν πένθιμα τις καμπάνες. Το μεσημέρι στο σπίτι φαγητό δεν έχει (Μιγάλ(ι) Παραστσιβγή σήμιρα). Το απόγευμα θα πάμε καμιά βόλτα και στην άλλη εκκλησιά να δούμε «ποιο πιτάφλιου είνι πιο όμουρφου». Συνάμα γυναίκες γύρω γύρω στα επιτάφια λένε το καταλόγι της Παναγιάς (τραγδούν του πιτάφλιου), να παρηγορήσουν τη Θεοτόκο. Το βράδυ η περιφορά των επιταφίων. Κοπέλες ψέλνουν τα εγκώμια (Ω γλυκύ μου έαρ…, μονοφωνεί η πλέον καλλίφωνη). Κατά τη συνάντηση της πομπής των επιταφίων και των δυο εκκλησιών στην αγορά γίνεται ο συναγωνισμός για το ποιος επιτάφιος θα σηκωθεί ψηλότερα απ’ αυτούς που τον κρατούν. Τέλος θα «γκζντουρήξιν τα πιτάφλια».

  • Μέγα Σάββατο (Ούλ(ι) γοι Βριγιοί στου θάνατου)

Μέρα χαράς πλέον σήμερα. «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην…». Στην εκκλησιά σκορπιούνται βαγιόφυλλα. Κοινωνάει και σήμερα ο κόσμος. Ύστερα προετοιμασίες για το βραδινό αναστάσιμο τραπέζι. Βράζει τ’ αρνί στο «τζιτζιρέ» για να γίνει η βραδινή σούπα. Γεμίζουν τ’ αρνί, να ’ναι μισοέτοιμο για αύριο, που έχει πάλι «διφτιρανάστασ’ στν Αγια-Τριγιάδα». Οι εκκλησιές γιορτινοστολίζονται. Βγάλανε πια τα μαύρα.
Μεσάνυχτα χτυπά η καμπάνα για την Ανάσταση.

Σήκου, μουρή Μαργέλ(ι), θα ν’ ανιστήσιν.

Τίντα ’νι, μουρή, σήμανι τσιόλα.

Στην τσέπη τα σπίρτα και τ’ αβγά για ν’ αναστηθούν. «Άφραστον θαύμα», απόψε, χαρούμενα τα πρόσωπα όλων. Σβήνουν τα φώτα και «δεύτε λάβετε φως…». Ξαναφωτίζεται η εκκλησιά με φως αναστημένο. Κι ύστερα όλοι στην αυλή. Μπροστά στην εξέδρα για το «Χριστός ανέστη», και χαλάει ο κόσμος από τα βαρελότα, τις καψούλες, τις τράκες. Οι καμπάνες χτυπούν ασταμάτητα. Γυρίζοντας στην εκκλησιά, οι πόρτες κλειστές. Πρέπει να βροντοφωνάξει ο παπάς το «άρατε πύλας…», για ν’ ανοιχτούν. Και θα γίνει η αναστάσιμη θεία λειτουργία, η ομορφότερη όλης της χρονιάς. Ο κόσμος θα κάτσει να πάρει την ευχή, να ευχηθεί το «Χριστός ανέστη», κι ύστερα γρήγορα στο σπίτι, με τη λαμπάδα και το φως στο χέρι. Στην είσοδο του σπιτιού θα κάνει ένα σταυρό με την κάπνα της λαμπάδας και ύστερα θα μπει. Θ’ ανάψει το καντήλι κι ύστερα η αχνιστή σούπα περιμένει για τ’ αναστάσιμο φαγοπότι.

  • Κυριακή του Πάσχα «Πανήγυρις πανηγύρεων»

Γέλια, χαρές, γιορτινοί στολισμοί. Σήμερα καλημέρα δεν υπάρχει. Μόνο «Χριστός ανέστη», «αληθώς ανέστη». Όλοι, μικροί μεγάλοι, άντρες και γυναίκες με τα «λαμπριγιάτκα» τους, ανεβαίνουν στην Αγια-Τριάδα για τη Δευτερανάσταση. Το απόγευμα γίνεται η Δευτερανάσταση στην κάτω εκκλησιά, στην Παναγιά. Θα πετάξουν και το ποτήρι. Όποιος το πιάσει μεγάλη χαρά γι’ αυτόν.
Κλείνοντας αναφέρουμε και κάτι από τα πιο παλιά χρόνια, για το οποίο κάνει λόγο και ο ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης. «Τ’ Διφτιρανάστασ’ κριμάζαν του Βριγιό στου πλάτανου τ’ απάνου κάμπου. Τσι μαζιβγόνταν τα παλκάρια, μι τα τσόχ(ι)να τα βρατσιά τσι μι τα τφέτσια τσ’ άμα ν’ ακούγαν του «Ξστος ανέστ’» τς Λαμπρής, λέγαν τσι του χουρατό»:
Ανάστα ου Θιός,
κρίνουν τη γη,
σήκου, Αμιρσούδα,
να φάμι του τυρί.

Καλή Ανάσταση λοιπόν. Σ’ όλους, όπου κι αν βρίσκονται. Χριστός ανέστη, σ’ όλης της γης τα πέρατα! Άρατε πύλας οι άρχοντες της γης, να μπει η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η αδελφοσύνη.

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 33/1986