ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΠΑΤΣΕΛΗΣ. Ο ΑΓΡΟΦΥΛΑΞ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ ΤΟΥ

Μαζί με τους σκοτωμένους στους πολέμους μπορεί να λογαριασθεί και ο σφαγιασθείς μάρτυς του καθήκοντος αρχιαγροφύλαξ Ιγνάτιος Πατσέλης

ΠΑΤΣΕΛΗΣ, ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗ, ΦΟΝΟΣ, ΑΓΙΑΣΣΟΣ, ΑΓΙΑΣΟΣ, ΚΑΜΑΡΟΣ, ΠΑΠΑΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ, ΠΕΡΓΑΜΑΛΗΣ, ΚΑΠΑΤΟΣ

ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 23-03-1933

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ – Τ’ ΑΡΑΜΠΑΔΕΛ’

Εμείς τα παιδιά της Αγιάσου, της εποχής του ’50, είχαμε πολύ νωρίτερα αντιληφθεί την ανάγκη της απόκτησης Ι.Χ. Κανείς δε γινόταν «κάποιος» στην κοινωνία μας, αν δε διέθετε το ανάλογο τετράτροχο. Και μάλιστα όχι ένα τυχαίο, απρόσωπο προϊόν κάποιας βιομηχανικής παραγωγής, αλλά όχημα χειροποίητο αξίας, φτιαγμένο με μεράκι, με εφευρετικότητα, μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Αν έχουν μάλιστα διασωθεί ακόμα μερικές από αυτές μας τις κατασκευές, σίγουρα σήμερα θα έχουν μεγάλη(…) συλλεκτική αξία για το πρωτότυπο «ντιζάιν» και τη μοναδική και απαράμιλλη προσωπικότητα. Και μάλιστα εμείς, πρωτοπόροι της τεχνολογίας από τότε, φτιάχναμε τις κατασκευές μας καθαρά οικολογικές, με ανακυκλώσιμα υλικά και χωρίς να επιβαρύνουμε καθόλου το περιβάλλον με… φωτοχημικό νέφος.

Και τώρα που σίγουρα εξήψα τη φαντασία σας, ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος.

Λέξη μαγική και θορυβώδης το αραμπαδέλ’, που ακόμα και σήμερα ξυπνά στ’ αυτιά μου ήχους και μετά εικόνες ανεξίτηλες, που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη, όπως και κάθε άλλη σημαντική έννοια, που γέμιζε την παιδική μας ψυχή. Το «αραμπαδέλ’» ήταν μια δύσκολη κατασκευή, που απαιτούσε δεξιοτεχνία, εργαλεία κατάλληλα και υλικά δυσεύρετα για μας. Οι πιο τυχεροί ήταν αυτοί που είχαν κάποιο μεγαλύτερο αδερφό ή ακόμα καλύτερα κάποιο συγγενή μαραγκό για την εξασφάλιση των βασικών υλικών που ήταν τα ξύλα.

Με ξύλα γερά και ανθεκτικά φτιαχνόταν πρώτα το «σασί», που θα σήκωνε και το υπόλοιπο βάρος της κατασκευής. Ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα ήθελε ο κεντρικός άξονας, γιατί σ’ αυτόν θα προσαρμόζονταν το τιμόνι και οι άξονες των τροχών. Το πάτωμα απαιτούσε λεπτά και ανθεκτικά σανίδια, καρφωμένα με πολλή προσοχή, για να μην αφήνουν κενά και για να αντέχουν το βάρος ενός έως δύο επιβατών, ανάλογα με το… μοντέλο.

Αγιασώτικο «αραμπαδέλ ». (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Αγιασώτικο «αραμπαδέλ ».
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Και πάμε τώρα στα δύσκολα. Το πιο δυσεύρετο, αλλά εντελώς απαραίτητο υλικό, ήταν η κεντρική βίδα με παξιμάδι, που συνέδεε σταυροειδώς τον άξονα των μπροστινών τροχών με τον κεντρικό άξονα (ας πούμε το διαφορικό), ώστε να δίνει τη δυνατότητα να στρίβει αξιοπρεπώς το όχημα, σύμφωνα με τις εντολές του οδηγού. Αφού εξασφαλιζόταν κι αυτό, έμενε πια το…σημαντικότερο, δηλαδή οι ρόδες. Εδώ άρχιζαν τα πολύ δύσκολα.

Έπρεπε να εξασφαλισθεί ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου ισόπαχο, ξερό και ιδιαίτερα ανθεκτικό, διαμέτρου 20-25 εκατοστών. Με το πριόνι ή ακόμη καλύτερα στην κορδέλα έπρεπε να κοπούν φέτες πάχους 5-6 εκατοστών, που θα μετατρέπονταν σε ρόδες (κύριες και ρεζέρβες). Τέλος με ειδικό εργαλείο και πολλή υπομονή έπρεπε να ανοιχτεί σε κάθε ρόδα η κεντρική τρύπα, για να προσαρμοστεί στο λίγο λεπτότερο άξονα, ώστε να εξασφαλίζεται η ελεύθερη περιστροφή. Τώρα πια, με την προσθήκη και του τιμονιού, το «αραμπαδέλ » ήταν έτοιμο για δράση, αρκεί να εξασφαλιζόταν και η ανάλογη πίστα για τα… ράλι. Βλέπεις τα καλντερίμια της Αγιάσου δεν ήταν ο καλύτερος δρόμος για ένα άνετο και ασφαλές ταξίδι. Το πλακόστρωτο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας ήταν ό,τι έπρεπε, αλλά το «Κουμλέλ » (ο καντηλανάφτης) δυστυχώς για μας ήταν πανταχού παρών και είχε και βαρύ χέρι, αν μας έπιανε.

Περιοριζόμαστε λοιπόν σε όποιο μικρό χωμάτινο κατηφορικό δρομάκο μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε και εκεί γίνονταν κόντρες, αγώνες ταχύτητας και ευελιξίας, ακόμα και… ατυχήματα. Και όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, δεν έλειπαν ούτε κι αυτά (ασήμαντα ή και σοβαρά), αφού ελλείψει χώρων μέχρι και η ταράτσα της δεξαμενής του χωριού χρησιμοποιήθηκε για πίστα αγώνων. Και οι φίλοι και συμμαθητές Νίκος Πατσής και Κομνηνός Σαμοθρακής θα θυμούνται ακόμα το «σάλτο μορτάλε», που πραγματοποίησαν από το ύψος της δεξαμενής, και τις μέρες που πέρασαν στο νοσοκομείο.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 82/1994

ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΑΜΕ ΤΟ ΣΑΠΟΥΝΙ

«Σ’ ένα μεγάλο καζάνι, που στο κάτω μέρος είχε «μπουρμά» (κρουνό), για να βγαίνουν τα νερά και το κατάσταμα, ρίχναμε το λάδι, που το υπολογίζαμε σε λαγήνια – το κάθε λαγήνι ζύγιζε εξίμισι οκάδες. Μετά ρίχναμε το κατάσταμα, που το φτιάχναμε σε κάθε λαγήνι. Βάζαμε δηλαδή δυο οκάδες ασβέστη, που τον λιώναμε και τον κάναμε σκόνη, καθώς και δυο οκάδες ανθρακική σόδα. Τον ασβέστη και τη σόδα τα είχαμε σε δοχεία, τα οποία είχαν μια τρύπα στον πάτο. Ρίχναμε νερό στα δοχεία και από εκεί έβγαινε το κατάσταμα, που το παίρναμε και το ρίχναμε μέσα στο καζάνι, όπου είχαμε το λάδι.

Όταν έβραζε το λάδι, ανοίγαμε τον μπουρμά, βγάζαμε το κατάσταμα και το ρίχναμε πάλι στα δοχεία. Από εκεί το ρίχναμε πάλι στο καζάνι. Αυτό γινόταν πολλές φορές, μέχρι να καθαρίσει το λάδι και να σαπουνοποιηθεί, γιατί τα λάδια με τα οποία φτιάχναμε τα σαπούνια ήταν ακάθαρτα.

Όταν γινόταν η σαπουνοποίηση, είχαμε κάτι κάσες – τάβλες τις λέγαμε – και τοποθετούσαμε το σαπούνι σ’ αυτές. Όταν περνούσε ένα εικοσιτετράωρο, πηγαίναμε με κάτι ειδικά μαχαίρια και το κόβαμε σε πλάκες διαφόρων μεγεθών.

Αυτή ήταν η παλαιά μέθοδος. Όταν όμως βγήκε η καυστική σόδα, δε χρειάζονταν πια δοχεία και ασβέστης. Παίρναμε λίγη λίγη απ’ αυτή και τη ρίχναμε μέσα στο καζάνι, με ανάλογη ποσότητα νερού. Όταν έβραζε το λάδι με την καυστική σόδα και το νερό, άρχιζε η σαπουνοποίηση. Για κάθε λαγήνι χρησιμοποιούσαμε μια οκά καυστικής σόδας.

Η απόδοση σε σαπούνι ήταν ανάλογη με το λάδι. Όσο καθαρότερο ήταν το λάδι, τόσο περισσότερο σαπούνι έβγαζε. Το κάθε λαγήνι έδινε γύρω στις οχτώ με δέκα οκάδες σαπούνι».

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Κ. ΠΑΤΣΕΛΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 80/1994

ΦΟΝΟΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑ ΠΑΤΣΕΛΗ

ΑΓΙΑΣΟΣ, ΑΓΙΑΣΣΟΣ, ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗ, ΠΑΤΣΕΛΗΣ, ΠΕΡΓΑΜΑΛΗΣ, ΦΟΝΟΣ

ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 22-01-1933