ΤΟ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ

18/06/1953

Η σπίθα του Αθλητισμού στην Αγιάσο είχε ανάψει πριν από 25 χρόνια απ’ τ’ Αναγνωστήριο πούχε ιδρύσει Αθλητικό τμήμα και λειτουργούσε σαν παράρτημά του. Στην αρχή κι’ ωσότου ιδρυθεί ανεξάρτητο αθλητικό Σωματείο από μαθητάς του Γυμνασίου και μη, η προπόνησις γινότανε μέσα στην αυλή του Α΄ Δημοτικού Σχολείου παρ’ όλο που ο χώρος ήταν μικρός για ποδόσφαιρο. Το επέβαλε όμως η ανάγκη γιατί δεν υπήρχε άλλος χώρος κατάλληλος. Όταν αργότερα ιδρύθη και ανεγνωρίσθη (1930-1932) από το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης ο Γυμναστικός Σύλλογος ο «Όλυμπος» σαν ανεξάρτητο Σωματείο με δική του δ/σι ζήτησε απ’ την τότε Κοινότητα Αγιάσου να τού παραχωρήσει το εις θέσιν «Καμπούδι» οικόπεδό της που βρίσκεται λίγα μέτρα έξω απ’ τα σχολεία, και που ως τότε χρησιμοποιόταν ως Κεραμοποιείο για να το διαμορφώσει σε αθλητικό γήπεδο. Τότε ο αθλητισμός μεσουρανούσε και παντού είχε ξαπλώσει σαν επιδημία προσβάλοντας μικρούς και μεγάλους, ακόμα και στα πιο μικρά χωριά. Υπό την επίδρασιν της ιδέας αυτής του αθλητισμού το τότε κοινοτικό συμβούλιο δια πράξεώς του παρεχώρησε το οικόπεδο εις τον Γυμναστικόν Σύλλογον «Όλυμπος» με σκοπό να γίνει και να χρησιμοποιηθεί ως γήπεδον του Συλλόγου και των Σχολείων.

Αλλά είναι ευνόητον ότι από ένα κεραμοποιείο, δεν ξεπετιέται απ’ τη μίαν ημέρα στην άλλη γήπεδο αθλητικό. Η διαμόρφωσίς του απαιτούσε χρήματα κι’ αυτά δεν υπήρχαν. Επιχορήγησις εξ άλλου δεν υπήρχε ελπίς να δοθεί από κανένα οργανισμό του χωριού. Ως τόσο το γήπεδο διαμορφώθηκε για να επαληθεύσει ακόμη μια φορά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι όταν υπάρχει αγάπη σύμπνοια και πραγματική όρεξη για δουλειά, πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν.

Η τότε Δ/σι του Γυμναστικού Συλλόγου ο «Όλυμπος» αποτελουμένη απ’ τους αείμνηστο Μιλτιάδη ή Χρόνη Σουσαμλή, Στρατή Καββαδέλη, Αντώνιον Ηρ. Αναστασέλη, Δημήτριον Μουτζουρέλη, Μιχαήλ Xατζηευστρατίου, Παν. Πολυπάθου και Χριστόφα Μούχαλο για να βάλουν τον οικονομικό πυρήνα στο Ταμείο του συλλόγου, οργάνωσαν μια θεατρική παράσταση που έπαιξαν και οι ίδιοι με το έργο «Μια νύχτα, μια ζωή» του Σπύρου Μελά. Κι’ αργότερα έκανε ένα μεγάλο σάλτο, οργάνωσε και τον πρώτο χορό που δόθηκε μες την Αγιάσο με οργανωτική Επιτροπή τον αείμνηστο Παν. Κουλα­ξιζέλη, Δημήτρ. Μουτζουρέλη, Μιλτιάδη Σκλεπάρη, Παν. Πολυπάθου, Αντ. Αναστασέλη που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία παρ’ όλη την αντίδραση που βρήκαν απ’ τη στενοκεφαλιά τ’ Αγιασώτη και τις σεμνότυφες προλήψεις του. Εκ παραλλήλου κατόρθωσαν με τις επίμονες ενέργειες του Δ/κού Συμβουλίου του Γυμναστικού Συλλόγου και επί Υπουργού της Παιδείας του κ. Γεωργ. Παπανδρέου να χαρακτηρίσουν το Γυμναστήριο ως σχολικό και να πάρουν απ’ το Τμήμα Φυσ. Αγωγής μέσον και χάρις στον κ. , Παπανδρέου 20.000 δρ. κρατική επιχορήγηση.

Το ποσόν των 20.000 δραχ. έφερε διπλή χαρά στο Συμβούλιο του Συλλόγου, γιατί απ’ τη μια θα διηύρυνε και θα εβελτίωνε το γήπεδό του κι’ απ’ την άλλη θα έδινε δουλειά στα εργατικά χέρια που τα μάστιζε η ανεργία εκείνη την εποχή λό­γω της διετούς αφορίας της ελιάς. Με τις 20.000 δραχμές αυτές και με την προσωπική εργασία των μελών που αφ’ εαυτού των προσεφέρθησαν να εργασθούν και με τη βοήθεια όλων των φιλάθλων, έγιναν οι απαραίτητοι εκβραχισμοί και το γήπεδο ηυρύνθη σ’ όλη του την έκταση, εκτός από ένα ελάχιστο τμήμα στις άκρες του, κι’ έτσι μπορούν να γυμνάζονται τώρα μ’ όλη τους την άνεση οι ποδοσφαιρισταί μας, και να δίνουν και ματς.

Η ψυχή όμως αυτής της προσπαθείας ήταν ο μακαρίτης Μιλτιάδης ή Χρόνης Σουσαμλής, φαναρτζής το επάγγελμα κι’ αγράμματος, αλλά πλημμυρισμένος από αγάπη προς κάθε τι, που απέβλεπε στο γενικό καλό και στη πρόοδο.

Δίκαιο είναι η Δ/σις του Γυμναστικού Συλλόγου, και διότι διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος του Συλλόγου, αλλά και από ευγνωμοσύνη προς τις τόσο αποδοτικές του προσπάθειες, ν’ αναρτήσουν την φωτογραφία του μακαρίτη εις τα γραφεία του Συλλόγου.

Τελευταία είχαμε δύο ποδοσφαιρικές συναντήσεις, μία στας 25 Μαΐου, και η άλλη προχθές.

Είχε μετεκληθή η ομάδα του «Αχιλλέως» από την Μυτιλήνη. Το αποτέλεσμα της συναντήσεως ήταν εις βάρος του Συλλόγου μας (5 με 3. )

Η δεύτερη συνάντησις έγινε στις 7 Ιουνίου, με αντίπαλο τον «Κεραυνό» του Αφάλωνα, ενισχυμένο όμως όπως εμάθαμε με ποδοσφαιριστάς από τη Μυτιλήνη.

Ενίκησε ο «Κεραυνός» (4 με 2) αλλά με πολύ σκληρό αγώνα.

Φυσικά τ’ αποτελέσματα δεν έχουν σημασία.

Η διοίκησις του «Ολύμπου» απέβλεπε εις το να συγκεντρώσει τον κόσμον και το ενδιαφέρον της νεολαίας προ παντός προς τον αθλητισμόν, να κινήσει την άμιλλα αναμεταξύ των νέων και να τους βγάλει απ’ τα καφενεία. Τόσο ήτο το ενδιαφέρον  του κόσμου που δεν έμεινε γυναίκα στο σπίτι και άνδρας στο καφενείο. Εκτός απ’ την αρτηριοσκλήρωση που δεν κινείται ποτές και πουθενά. Όλη η Αγιάσος έτρεξε να δη και να παρακολουθήσει τα νιάτα μες το στίβο που πλάθει τα ατσαλένια κορμιά με το γερό πνεύμα.

Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στους Στρατή Γαββέ Πρόεδρο, Μιχ. Γαλετσέλη, Στρατή Βέτσικα, Κώστα Τζιρίδη και Στρατή Βάλεση που αποτελούν το Συμβούλιο του Συλλόγου και ένα μεγάλο μπράβο στους ποδοσφαιριστάς της ομάδος του «Ολύμπου» Χρ. Μητσώνη, Μ. Παπάνη, Ευστρ. Βάλεση, Ηρακ. Xατζησάββα, Ευστρ. Τζιρίδη, Σταύρο Νουλέλη. Αριστείδη Σκλεπάρη, Κουτρή, Τσαμπλάκο, Ευστρ. Παπάνη και Κουρουμπακάλη. Η προσπάθεια του Γυμναστικού μας Συλλόγου πρέπει και αξίζει να υποστηριχθεί απ’ όλους.

Αγιάσος 12-6-1953

ΜΙΣΚ.

ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΟΣ

Η εκδοτική δραστηριότητα, με τη μορφή του Τύπου, παρατηρείται στην ‘ Αγιάσο στη δεκαετία του 1930-1940. Για την εποχή αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν πάρουμε υπόψη τις τεχνολογικές ανεπάρκειες του καιρού και τις υλικοτεχνικές υποδομές που απαιτεί μια εκδοτική δρα­στηριότητα. Συγχρόνως είναι δηλωτική μιας σφύζουσας ζωής, οικονομικής και πληθυσμιακής,

ΠΗΓΗ: περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ τ.7,8,10



Θα ήταν κοινότυπο να επαναλάβουμε τη σημασία της λειτουργίας του Τύπου, την επίδρασή του στη διαμόρφω­ση των διαφόρων επιλογών της κοινής γνώμης, την τεράστια συμβολή του στην πληροφόρηση του ατόμου, μ’ όλα βέβαια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή σκοπιμότη­τες, που μπορεί να παρουσιάζει ή να εξυπηρετεί μια πληροφόρηση. Και αναφερόμαστε στις τέτοιες ιδιομορ­φίες του Τύπου, γιατί πέρα από την επιφανειακή του μορφή και δομή, πρέπει να τον δούμε στην αιτιακή του προέλευση. Πρέπει να τον βλέπουμε σαν ένα όργανο που ξεκινά από κοινωνικές ομάδες και σχηματισμούς, τις εκφράζει και αποτελεί το μέσο με το όποιο διατυπώνουν και προπαγανδίζουν την ιδεολογία τους. Κι αυτό γίνεται αναγκαστικά είτε υπάρχει οργανωμένη εκδοτική επιχείρηση, με διακηρυγμένους πολιτικούς ή κομματικούς στό­χους, είτε υπάρχει απλώς έκδοση οιουδήποτε εντύπου (περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) από μεμονωμένο πρόσω­πο, το οποίο μπορεί βέβαια να μη συνδέεται οργανωτικά ή άμεσα με τα παραπάνω, αλλά δεν μπορεί και να μην αποτυπώσει, ενσυνείδητα ή όχι, στα γραφόμενά του και στον τρόπο που τα παρουσιάζει την οποιαδήποτε ιδεολο­γία του, την αντίληψή του για το καθετί.

Αβίαστα λοιπόν μπορούμε να πούμε πως μέσα από τον Τύπο, στην όποια του μορφή, αποτυπώνονται κάθε φορά οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους, καταγράφονται τα οποι­αδήποτε γεγονότα του καιρού που αναφέρονται και γενικά μας δίνεται η ευκαιρία να διακρίνουμε τις κάθε είδους θέσεις, απόψεις, αντιλήψεις για το κάθε θέμα.
Εντοπίζοντας λοιπόν τα παραπάνω και σ’ έναν Τύπο τοπικής κυκλοφορίας και εμβέλειας, θεωρητικά τουλάχι­στο πρέπει, μέσα κι από έναν τέτοιο Τύπο, να μας δίνονται οι κοινωνικοπολιτικές συντεταγμένες του χρό­νου και του τόπου που αναφέρεται. Έτσι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον τοπικό Τύπο της Αγιάσου.
Η εκδοτική δραστηριότητα, με τη μορφή του Τύπου, παρατηρείται στην ‘ Αγιάσο στη δεκαετία του 1930-1940. Για την εποχή αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν πάρουμε υπόψη τις τεχνολογικές ανεπάρκειες του καιρού και τις υλικοτεχνικές υποδομές που απαιτεί μια εκδοτική δρα­στηριότητα. Συγχρόνως είναι δηλωτική μιας σφύζουσας ζωής, οικονομικής και πληθυσμιακής, παίρνοντας βέβαια υπόψη μας όλες τις κοινωνικές ανισότητες και διαμάχες και τις μονόπλευρες οικονομικές ευρωστίες ορισμένων τάξεων και επαγγελμάτων. Ακόμα, σύμφωνα με τις παραπάνω αφετηρίες και διαπιστώσεις, ό Τύπος της ‘ Αγιάσου είναι ένας καθρέφτης όχι όμως τόσο διαυγής κι ευδιάκριτος, στον οποίο, με λίγη προσοχή, μπορούμε να διακρίνουμε, ακόμα κι από παραμικρές λεπτομέρειες, όλα τα ιδιαίτερα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά των χρό­νων εκείνων.
Η πρώτη εφημερίδα που κυκλοφορεί στο χώρο της ‘ Αγιάσου είναι η «Α γ ι ά σ ο ς». Πρώτοι εκδότες της και στελεχικό δυναμικό: Πάνος Κολαξιζέλλης, Βασίλης Ια­κώβου, Χριστόφας Μαλακέλλης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο φαρμακοποιός Π. Ευαγγελινός και μετέπειτα Βασίλης Χατζηπαυλής, Πάνος Πολυπάθου, Στρ. Παρής, Λ. Χατζηκωσταντής και Ευστρ. Βέτσικας. Τα σκίτσα της εφημερίδας ήταν του Χαράλα­μπου Πανταζή, σκαλισμένα σε λινόλεουμ από τον Πάνο Παγωτέλλη.

Είναι το μακροβιότερο έντυπο, το πληρέστερο και πιο ολοκληρωμένο σε σχέση με εκείνα που θα κυκλοφορή­σουν συγχρόνως ή μεταγενέστερα απ’ αυτό. Η αρθρογραφία του και η ειδησεογραφία του, αδέσμευτη κομματι­κά, δεν μπορεί να μην αποφύγει μια γενικότερη αρνητική τοποθέτηση απέναντι σε κοινωνικοπολιτικές ομάδες αντίθετης ιδεολογίας με την κρατούσα και το κατεστημέ­νο της. Κάποτε αυτό το κατεστημένο δημιουργεί πλεγμα­τικές προσωπικά καταστάσεις, στενή αντίληψη κι ανάλογες έτσι αρθρογραφίες. Στο φ. της 15-11-31 διαβάζουμε σχετικά «ο δημοδιδάσκαλος κ. (αναφέρεται το όνομα) εμήνυσε τον κ. (αναφέρεται το όνομα), διότι του απέδωσε την κατηγορίαν του κομμουνιστού». Από κάποιο άλλο φύλλο (23-8-31) αντιγράφουμε: «…αστυνομική δύναμις μεταβάσα συνέστησε την διάλυσίν των. Ούτοι όμως ηρνήθησαν υβρίζοντες και τότε αύτη συστήσασα εις τον καλόν κόσμον να απέλθη ηναγκάσθη να ετοιμασθή όπως κάμη χρήσιν των όπλων, οπότε οι κομμουνισταί ετράπησαν εις άτακτον φυγήν». Σχετικά με τη δίκη για τα παραπάνω επεισόδια, διαβάζουμε στο φ. της 30-8-31 μια περικοπή από την εισαγγελική αγόρευση «…η κοινωνία της Αγιά­σου έχει τρομοκρατηθεί από τα καθημερινά επεισόδια των ανωτέρω κομμουνιστών και εκτός τούτου η αυστηρά τιμωρία των θ’ αποτελέσει ηθικήν αμοιβήν και ενίσχυσιν της Αστυνομίας της Αγιάσου».
Η γενικότερη όμως θέση της εφημερίδας απέναντι σε κοινωνικές διαμάχες και καταστάσεις μπορούμε να πούμε πως δεν έχει κανένα στοιχείο εμπάθειας ούτε και διακρίνεται για στενή αντίληψη των συμβαινόντων σε μια εποχή που άλλα έντυπα, πανελλήνια και λεσβιακά, έφτα­ναν σε σημεία παροξυσμού και γελοιότητας για παρόμοια θέματα.
Το κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της «Αγιάσου» (19-4-31) είναι γραμμένο στη δημοτική. Στο φ. της 8-11- 31 δημοσιεύονται «Οι Μοιραίοι» του Κ. Βάρναλη. ‘Αργό­τερα (10-1-32) διαβάζουμε αναδημοσιευμένη μια καταγ­γελία της Ενώσεως Ελλήνων Νομικών για βασανιστήρια, πολιτικών κρατουμένων για το ιδιώνυμο, με τίτλο «Εν απάνθρωπον έγκλημα εις βάρος κρατουμένων νέων εις τας φυλακάς Αβέρωφ».
Γενικά μέσα από την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως αυτή δίνεται με απλές, καθημερινές εκδηλώσεις και ειδήσεις, παρουσιάζεται, ανάγλυφα πολλές φορές η κοινωνική διάρθρωση του χώρου της Αγιάσου, η οικονο­μική κατάσταση των διάφορων κοινωνικών ομάδων, η φτώχεια, η μιζέρια κι η ανέχεια των πενεστέρων τάξεων. Σχετικά σταχυολογούμε μερική ειδησεογραφία. Στο φ. της 2-8-31 και με τον τίτλο «Μια ερασιτεχνική παράσταση για τα φτωχά παιδιά του ημιγυμνασίου μας» διαβάζουμε: «Η επιτροπή της συνεδρίασης απηύθυνε σ’ όλους τους γονιούς θερμή παράκληση να στείλουν τα παιδιά τους στο ημιγυμνάσιο, μα ένα πικρό χαμόγελο, μια άρνηση ζωγρα­φίστηκε στα πρόσωπά τους, όχι γιατί δεν υπήρχε προθυ­μία και καλή θέληση, μα γιατί προς στιγμήν αναλογίστηκαν τις 200-300 δρχ. που θα ‘θελαν για δίδακτρα και βιβλία». Στο φ. της 5-7-31, από ρεπορτάζ για κάποια σύσκεψη γονέων αντιγράφουμε: «Ο λόγος ακολούθως δίδεται εις τους γονείς – 25 περίπου, οι οποίοι δηλούν ότι είναι πρόθυμοι να στείλουν τα παιδιά των εις το ημιγυμνάσιον και αντιλαμβάνονται καθ’ όλην την έκτασιν το κακόν της αγραμματοσύνης, αλλ’ η οικονομική κρίσις είναι εκείνη η οποία τους αναγκάζει να αποσύρωσι τα παιδιά των από το σχολείον, διότι δυσκολεύονται να καταβάλουν και αυτάς τας 60 δρχ. του απολυτηρίου εκ του Δημοτικού». Στο φ. της 20-12-31 διαβάζουμε ανάμεσα σ’ άλλα για ένα χορό του Ερασιτεχνικού Ομίλου «για κείνους που πεινούν και υποφέρουν», όπως γράφει χαρακτηριστικά, για να συνεχί­σει: «Είναι γεγονός εξακριβωμένο πως από πολλά σπίτια σήμερα λείπει και αυτό το μαύρο ψωμί και πως πολλές οικογένειες την Άγια αυτή Ημέρα θα κοιμηθούν νηστι­κοί». Στο φ. της 15-5-32 βρίσκουμε δημοσιευμένο άρθρο με τίτλο «Η κρίσις που διέρχονται οι προλετάριοι διανοούμενοι», το οποίο ανάμεσα σ’ άλλα αναφέρει «Ένας εργάτης, ένας σκαφτιάς ευρίσκει σήμερον εργασίαν ευκολότερα παρά ένας εγγράμματος απόφοιτος γυμνα­σίου. Τα γυμνάσια όλου του κράτους φαμπρικάρουν κάθε χρόνο και παραδίδουν εις την κοινωνίαν καραβάνια ολόκληρα νέων εγγραμμάτων ηλικίας 16-18 ετών που ζητούν επί ματαίω εργασίαν εις εν οιονδήποτε γραφείον και αντί πενιχρός αμοιβής».


Τα ρεπορτάζ όμως και η ειδησεογραφία στην «Αγιάσο» φθάνει σ’ όλα τα θέματα, από τα πιο δημοσιοποιημένα μέχρι σε περιοχές πολλές φορές ιδιαίτερης ιδιωτικής ζωής, με πλήρη περιγραφή προσώπων και περιστατικών. Έτσι, εκτός από αναγγελίες απαγωγών (του τύπου: ο τάδε… χθες απήγαγε την… κτλ.), στο φ. της 4-10-31 και κάτω από την είδηση «Συνελήφθη παρά των οργάνων της Αστυνομίας ο επί διετίας καταδιωκόμενος Φώτιος Μπράτσος», διαβάζουμε: «Περί ώραν 2αν πρωινήν της παρελ­θούσης Τετάρτης συνελήφθη εντός της οικίας της… (αναφέρεται το όνομα)… συζύγου του… (όνομα), ο δι’ ευνοήτους λόγους εισελθών… (όνομα) υπό των εν αυτή αναμενόντων συγγενών της… (αναφέρονται 3 ονόματα) παρά των οποίων και εδάρη ανηλεώς». Παράλληλα κάθε φύλλο της εβδομαδιαίας «Αγιάσου», είναι γεμάτο από μικρές λιγόλογες ειδήσεις, διαφημίσεις ντόπιων καταστημάτων και προϊόντων, αναγγελίες για μετακομίσεις καταστημάτων μέσα στην Αγιάσο και ειδικά το φθινόπωρο, όταν στο τέλος της καλοκαιρινής περιόδου πολλά καφενεία μετακομίζουν στο εσωτερικό του χωριού, για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Γενικά μπορούμε να πούμε πως η «Αγιάσος», ανεξάρτητα από αντικειμενικές τεχνικές ελλείψεις, τυ­πογραφικές ατέλειες ή αβλεψίες, είναι ένα φύλλο καλόπιστης πληροφόρησης για το χώρο που κυκλοφορεί, δημοκρατικής κατεύθυνσης, γι’ αυτό κι άλλωστε το φασι­στικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν ευνοεί την περαιτέρω κυκλοφορία της. Η «ΑΓΙΑΣΟΣ» σταμάτησε να εκδίδεται προσωρινά, αλλά μετέπειτα ξανακυκλοφόρησε σε αραιά διαστήματα μέχρι το 1940 περίπου, από άλλα στελέχη.

ΑΛΛΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

Αμέσως μετά την κυκλοφορία της «ΑΓΙΑΣΟΥ» και μέχρι το 1940, εκδίδονται άλλες 7 εφημερίδες. Βλέπου­με έτσι πόση απήχηση βρήκε ένα πρωτοφανέρωτο για την Αγιάσο προπαγανδιστικό μέσο κι ένας τέτοιος τρόπος καταγραφής των διάφορων συμβαινόντων. Ερέθισε σκέ­ψεις, ξύπνησε ίσως κρυμμένες φιλοδοξίες μα και ικανό­τητες και γενικά έδειξε πόσο η ζωή των χρόνων εκείνων, ήταν εποχή ζωντάνιας, αναζήτησης, πληθωρικών προβλη­μάτων, έντονης αντιπαράθεσης ιδεολογιών και ομάδων.
1) Στις 12.2.32 κυκλοφορεί η «ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ». Ήταν εβδομαδιαία κι ιδιοκτήτης ήταν ό Β. Ιακώβου και διευθυ­ντής ο Θωμάς Παπακωνσταντίνου (Βινίκιος). Εκδίδεται μέχρι το 1936.
2) Συνέχεια της «ΛΑΪΚΗΣ ΦΩΝΗΣ», που έπαψε να βγαίνει, ήταν η «ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ», εβδομαδιαία, με ιδιοκτήτη – διαχειριστή το Β. Ιακώβου. Δεν έχουμε ακριβή ημερομηνία διακοπής της κυκλοφορίας της.
Κοινό γνώρισμα των παραπάνω εντύπων είναι το ότι δε δεσμεύονται οργανωτικά τουλάχιστον με κομματικούς οργανισμούς. Και στις δύο διαβάζουμε σαν προσδιορισμό τους τη φράση «ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΠΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ». Η παρουσίαση των γεγονότων γίνεται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, όπως και στην «ΑΓΙΑΣΟ», αμερόληπτο μπορούμε να πούμε και αρκετά διευκολυντικό για να επισημάνουμε καταστάσεις, αντιλήψεις και γεγονότα τα οποία πιθανόν να μην τα τοποθετούσε άμεσα ή στη ριζική τους αιτία και προέλευση.
Στο φ. της 23.2.36 (ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ) διαβάζουμε:
«Η αντιμετώπιση της βαρυχειμωνιάς και της κατόπιν ταύτης ανεργίας και πείνας δεν γίνεται με λόγια έστω και ευσπλαχνίας. Χρειάζεται κοντά στις ευχές του παπά και η γάτα για τους ποντικούς, χρειάζεται δηλ. κοντά στα λόγια συμπόνιας των πολλών και πρακτικότερο ενδιαφέρον… Πρέπει να νοιώσουν βαθειά ότι τα στομάχια… των ανέργων εργάζονται κι ότι οι άνθρωποι δεν κρατούν τη τσάπα στα χέρια τους και ότι τα παιδιά στο σπίτι περιμένουν το ψωμί των που θα δώσει η φιλανθρωπία και αλληλεγγύη των ανθρώπων εφ’ όσον ο πατέρας δεν μπορεί, αφού μένει άνεργος».
Στο ίδιο φύλλο βρίσκουμε άρθρο με τίτλο «ΑΝΑΓΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ» και με την υπογραφή «Η.Κ. ραφτεργάτης».
Ανάμεσα σ’ άλλα λέει:
«… Είναι ο μόνος κλάδος που θα πει κανείς πως εκεί μέσα ξαναζεί το σύστημα των αφεντάδων. Απ’ τη μια νύχτα ως την άλλη όταν έχει δουλειά είναι σκυμμένος πάνω στη βελόνα για ελάχιστο μεροκάματο, που τις περισσότερες φορές δεν περνά το μεροκάματο των εργατών γης, παρ’ όλο που πρέπει να θυσιάσει κανείς ολάκερα χρόνια για να ειδικευθεί σ’ αυτή τη δουλειά χωρίς να πληρώνεται. Η έλλειψις οργανώσεως τούς καθιστά ανίκανους να διεκδικήσουν τα δίκια των και ακόμα πετιούνται με τον πιο εύκολο τρόπο στο δρόμο όταν αρρωστήσουν και δεν μπορούν να δουλέψουν. Και όταν φτάσει τα 50 χρόνια, οπότε λόγω της φύσεως της εργασίας δεν βλέπει να δουλέψει, τον περιμένει η φτώχεια κι η κακομοιριά».
3) «ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ». Εβδομαδιαία. Ιδιοκτήτης Γιάννης Χατζηαποστόλου. Δ/ντής Ευάγγελος Παπασταματίου. Πρωτοκυκλοφορεί στις 23.6.35.
Το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από τοπικές ειδήσεις και επικαιρότητες.
Κύριο χαρακτηριστικό της η διαφοροποίηση από τις παραπάνω στον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων. Πολλά προβλήματα δεν προβάλλονται ολόπλευρα, ωραιοποιούνται κι αντιμετωπίζονται επιφανειακά. Και η γενικό­τερη αυτή τοποθέτηση της εφημερίδας είναι σχετική και συνάρτηση του ότι απηχεί τις θέσεις του κυβερνώντος κόμματος τότε, του «ΛΑ Ϊ ΚΟΥ». Χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι ένα κύριο άρθρο του Ηλία Λίβανου με τίτλο «Η ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΝΩΝ ΠΑΛ. ΠΟΛΕ­ΜΙΣΤΩΝ. Πώς και διατί συνεστήθη» (φ. 25.4.36). Κάπου διαβάζουμε:
«… Όλος ο πεπολιτισμένος κόσμος, πολύ δε περισσότερον η κατασυκοφαντημένη δικτατορία του Χίτλερ στη­ρίζεται επί των στιβαρών χειρών του εργάτου και έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει την πλέον ριζοσπαστικήν και εργατικήν νομοθεσίαν, ώστε ο εργάτης να έχει απόλυτον εμπιστοσύνην εις το κράτος».


Άλλο χαρακτηριστικό της ίδιας εφημερίδας οι εκτεταμένες περιγραφές εκδηλώσεων, εορτών με λεπτομέ­ρειες και ζωντάνια, από τις οποίες μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για οτιδήποτε.
Στο φ. της 17.8.35 σε ολοσέλιδο ρεπορτάζ με τίτλο «Η ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΣ» διαβάζουμε ανάμεσα σ’ άλλα: Κατά το συνωστισμό δεν έλειψαν και αι απαραίτητες μικροπαρεξηγήσεις και ακούγαμε «Καλέ, μη σπρώχνετε έτσι», συστάσεις που έκαναν διάφορες προπαντός δ/δες σε μερικούς άθελα ή επίτηδες κολλητηρτζήδες. Άλλη πάλι ηκούγετο να φωνάζει «Αχ καλέ, ποιός με τσίμπη­σε», ο αναιδής όμως έκανε την πάπια...Στις λοταρίες άγριος συνωστισμός… στα πατσατζίδικα κίνησις ζωηροτάτη μέχρι το πρωί. Τα καζάνια βγάζουν ατέλειωτους πατσάδες που τους καταβροχθίζουν ξένοι και ντόπιοι πανηγυρισταί».
4) «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΗΣ». Εκδόθηκε το 1934 από τον Προκ. Χατζηευστρατίου. Δε βρήκαμε κανένα φύλλο της.
5) «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ». Εκδόθηκε το 1934 από τον Περ. Τζαννετή και ήταν όργανο του «ΛΑΪΚΟΥ» κόμ­ματος. (Δεν υπάρχει κανένα φύλλο της).
6) «ΝΕΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ». Εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα που πρωτοκυκλοφορεί την 4η Αυγούστου 1939, από το Μάριο Φραντζή. Απηχεί τις απόψεις της 4ης Αυγούστου.
Και σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή (μετά τις 4 Αυγούστου του ’36 δηλ.) διακρίνουμε σ’ όλα πια τα έντυπα, τον αντίκτυπο της φασιστικής δικτατορίας, την ανελευθερία του Τύπου, την αυτολογοκρισία των έκδοτών.
Από τις εφημερίδες της εποχής 1936-1940 λείπουν πια οι ειδήσεις για κοινωνικές διεκδικήσεις, για πολιτική κίνηση, λείπει η προβολή αιτημάτων και προβλημάτων. Όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από ειδήσεις για τη δραστη­ριότητα της EON, για εκδηλώσεις «υπέρ» του καθεστώ­τος και τις δικτατορικές φιέστες, για τους υποκριτικούς εργατοπατερισμούς του Μεταξά.
Και η τέτοια πορεία του Τύπου στην Αγιάσο, φτάνει στα 1940. Η πολεμική μας περιπέτεια σταματάει και νεκρώνει κάθε εκδοτική δραστηριότητα. Κι έτσι αυτή η περίοδος θα ‘ναι η τελευταία. Μετά το 1940 δε βγαίνει κανένα έντυπο.

ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΕΝΤΥΠΑ

Θα ήταν παράλειψη στην εκδοτική κίνηση της Αγιά­σου να μην αναφέρουμε και τα δυο σατιρικά έντυπα που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς, δείγματα κι αυτά ενός ζωντανού, δηκτικού και δροσερού πνεύματος.
1) Τις Απόκριες των χρόνων 1932, 1933, 1934 και μόνο τότε, κυκλοφόρησε από το Βασ. Ιακώβου η σατιρική «ΦΟΥΡΤΟΥΤΗΡΑ». Συνεργάτης ήταν ο Κλ. Καραφύλλης.
Δυστυχώς δε βρήκαμε κανένα φύλλο της, πράγμα που θα μας έδινε πληροφορίες για τις αυθόρμητες αποκριά­τικες εκδηλώσεις, αφού τότε ακόμα δεν υπήρχε οργανω­μένος Καρνάβαλος.
2) Σημαντικά αξιόλογο σατιρικό έντυπο ήταν και μια χειρόγραφη και δακτυλογραφημένη μικρή εφημερίδα που βγήκε από το Μιχ. Σκλεπάρη, η «ΓΚΡΙΝΙΑ». Κυκλοφόρησε δυστυχώς 3 φορές μόνο. α) 1 Γενάρη 1945, β) 16 Γενάρη 1945, γ) 1 Γενάρη 1946. Αν και η τεχνική της και κυκλοφοριακή της πλευρά ήταν λειψή, με τα 3 φύλλα της, μας επιτρέπει να δούμε πως επρόκειτο για κάτι το πνευματώδικο, το έξυπνο, το σατιρικό.
Ορισμένες στήλες της είναι απομίμηση στηλών του «Τρίβολα», χωρίς κάτι τέτοιο να μειώνει το δικό της πνεύμα, τη δική της ιδιαιτερότητα. Νομίζουμε πως αν συνεχιζόταν η έκδοσή της, θα είχε εξελιχτεί στον «Τρίβο­λα» της Αγιάσου. Κάτω από τον τίτλο της «ΓΚΡΙΝΙΑ», παραποιώντας και διακωμωδώντας τα «απαραίτητα κατά νόμον στοιχεία», έγραφε:
«Βγαιν’ σ’ χασ’ τσι σ’ φούσκουσ» και λίγο πιο κάτω «εκδίδεται απί κουμψούδις».
Σ’ ένα φύλλο της και στη μόνιμη στήλη!!! Τ ε λ ε υ τ α ί α ώρα, διαβάζουμε: «Πήραμε από τις Ποινικές το παρακάτω τηλ/μα». «Π ά τ ε ρ α, πέ του α μί βγάλι ν». (Έξυπνο μεν, αυθόρμητο, αλλά και τόσο τραγικό, όταν σκεφτούμε πως το φύλλο αυτό είχε ημερομηνία 1 Γενάρη 1946…).

ΤΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλες οι παραπάνω εφημερίδες τυπώνονταν στην Αγιάσο.
Η αρχή έγινε στις αρχές του 1931, μετά από επίμονες προσπάθειες του Παν. Κολαξιζέλλη, Βασ. Ιακώβου και αργότερα με τη συμμετοχή του Μιλτ. Σκλεπάρη.
Η ιδέα για το τυπογραφείο αρχίζει κι υποβοηθείται από το Χριστουγεννιάτικο χορό του «Ολύμπου» (1930), για τον οποίο ο Παν. Κολαξιζέλλης σκάλισε σε λινόλεουμ τις προσκλήσεις.
Έτσι στις 3.3.1931 δώσανε την πρώτη παραγγελία στοιχείων κλπ. σε στοιχειοχυτήρια των Αθηνών. Το πιεστήριο, χειροκίνητο, διαστάσεων 22,5X23,2, αγοράστηκε από το Τυπογραφείο «ΦΟΙΝΙΞ» της Μυτιλήνης. Οι τυπογραφικές κάσες γίνονται από Αγιασώτες μαραγκούς (Βρανιάδη Γλεζέλλη και Γεώργ. Μουτζουρέλλη).
Η εντύπωση που έκανε το πρώτο αυτό τυπογραφείο ήταν μεγάλη.
Από μια αναλυτική αναφορά του Μιλτ. Σκλεπάρη («Δημοκράτης» 8, 9, 10 Μάη 1967) με τίτλο «ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ», απ’ όπου έχουμε πάρει και τα σχετικά στοιχεία, διαβάζουμε:
«… Τα τυπογραφεία της εφημερίδας μας έγιναν τόπος προσκυνήματος. Απ’ το πρωί ως αργά που νύχτωνε, έμπαινε κι έβγαινε ο κόσμος, κινούμενος από περιέργεια να δει πως γίνεται η στοιχειοθέτηση και η εκτύπωση. Η περιέργεια αυτή έφτανε στο σημείο να πιάνουν τα στοιχεία στα χέρια τους οι επισκέπτες και να τ’ αφήνουν ύστερα να πέφτουν στα κουτουρού στις κάσες, πράγμα που μας κούραζε πολύ στις διορθώσεις. Και δεν έφθανε μόνο αυτό. Πολλές φορές μας διέλυαν και τη στοιχειοθε­τημένη με τόσο κόπο ύλη από το μάρμαρο, που είχαμε έτοιμη, και αναγκαζόμασταν να τη στοιχειοθετήσουμε από την αρχή. Δεν ήταν όμως και σωστό να απαγορεύσουμε την είσοδο στο Τυπογραφείο».
Και πιο κάτω για την κυκλοφορία του πρώτου φύλλου. «… Συνέπεσε την ίδια μέρα ό Γυμναστικός σύλλογος « Όλυμπος» να συναντηθεί για πρώτη φορά με ξένη ομάδα – τον «Ορφέα» Κεραμιών – στο γήπεδο του «Ορφέα».
Οι Κολαξιζέλλης λοιπόν και Ιακώβου, επήραν τα περισσότερα από τα πρώτα αυτά φύλλα και έφυγαν στα Κεραμιά, όπου με καμάρι τα κυκλοφόρησαν, προς γενική κατάπληξη».
Εκτός από το πρώτο αυτό τυπογραφείο, στην Αγιάσο, δημιουργήθηκαν μετά άλλα 3, τα ίδια ή πιο σύγχρονα από το πρώτο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως αναφέραμε, μετά το 1940 σταματάει κάθε εκδοτική δραστηριότητα. Τα χρόνια που ακλουθούν φέρνουν μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις και συ­γκρούσεις, τεχνολογικές εξελίξεις και άλματα.
Οι συγκρούσεις (πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακές διώξεις) δημιουργούν συνθήκες ανελευθερίας, φρενάρουν κάθε δημιουργική κίνηση, νεκρώνουν και αποστερούν το χώρο τους από τα ζωντανά στοιχεία της προοδευτικής σκέψης και δράσης. Όλα αυτά δρουν ανασταλτικά και άμεσα σε μια ενδεχόμενη εκδοτική κίνηση.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις εξάλλου μειώνουν και υποβαθμίζουν τη λειτουργία ενός τοπικού Τύπου. Η ευρεία κυκλοφορία των ραδιοφώνων και των αθηναϊκών εφημερίδων, που φτάνουν στα χωριά με ελάχιστη πια καθυστέρηση, η επικοινωνία γενικά που γίνεται ταχύτατα και αστραπιαία, συναγωνίζονται εξουθενωτικά έναν τοπικό Τύπο. Κάτι τέτοιο βέβαια δε σημαίνει πως έλειψε η σκοπιμότητα και η λειτουργικότητά του. Απλώς δείχνει και σηματοδοτεί την προσαρμογή και το χαρακτήρα που πρέπει να έχει ο τοπικός Τύπος, ο όποιος για να μην ξεπεραστεί και να μη σβήσει, πρέπει να γίνει ζωντανός και πολύπλευρος εκφραστής των άμεσων και ζωτικών προβλημάτων του χώρου του, να κινεί το ενδιαφέρον και να γίνεται ευαίσθητος δέκτης των συνθηκών του καιρού του.
Και μ’ αυτό το πρίσμα βλέπουμε και τη θέση και την προοπτική του Τύπου στην Αγιάσο σήμερα. Δηλ. δε νομίζουμε πως μια ή περισσότερες εφημερίδες για την Αγιάσο είναι ξεπερασμένη ή ουτοπική υπόθεση. Δε νομίζουμε πως έπαψαν τα προβλήματα που πρέπει να επισημανθούν και να προβληθούν, τα αιτήματα που πρέπει να προωθηθούν, οι πολιτιστικές αξίες και στοιχεία που πρέπει να καταγραφούν. Κάθε χώρος, κάθε οργανω­μένη κοινωνική οντότητα, οποιασδήποτε έκτασης και επιπέδου, εκφράζεται μέσα από διάφορες εκδηλώσεις και μέσα, και φυσικά κι από μια εκδοτική κίνηση.
“Έτσι και στην Αγιάσο, παρ’ όλη την πληθυσμιακή αφαίμαξη που έχει υποστεί, μ’ όλες τις δυσμενείς συνέ­πειες σ’ όλους τους τομείς της οικονομικοκοινωνικής και πολιτιστικής της ζωής, νομίζουμε πως υπάρχουν και τα μέσα και οι άνθρωποι που θα αποτυπώσουν στον άλφα ή βήτα βαθμό τη σημερινή Αγιάσο μέσα από μια εκδοτική προσπάθεια και δραστηριότητα.
Ευχαριστώ το Μιλτ. Σκλεπάρη, έναν από τους πρωτεργάτες της εκδοτικής δραστηριότητας στην Αγιάσο, για την προθυμία του να μού παραχωρήσει το αρχείο του από τα παλιά φύλλα πού διασώθηκαν, για συναγωγή στοιχείων, καθώς και τους Στρατή Καβαδέλλη και Γεώργιο Β. Χατζηπαυλή για τις πληροφορίες που μου έδωσαν.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΟΥΝΑΤΣΟΣ

ΑΠΟ ΤΟ «ΖΑΪΡΑΤ» ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗΣ. Ο πραγματογνώμονας – εκτιμητής Νικόλαος Σκλεπάρης αφηγείται…

Στις 16-08-2003, στην Αγιάσο, είχα την ευκαιρία και τη χαρά να πάρω συνέντευξη από το θείο μου Νικόλαο Γεωργίου Σκλεπάρη, ο οποίος υπηρέτησε ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής από το 1948 ως το 1985. Οι θεσμοί «Ζαϊράτ» (τουρκ. ziraat = γεωργία), που ήταν επί Τουρκοκρατίας και λίγο αργότερα Αγροτικό Συμβούλιο, καθώς και η μετέπειτα Αγροφυλακή, όντας στις μέρες μας καταργημένοι ή μεταλλαγμένοι ή υπολειτουργούντες, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Η Αγιάσος ως κατεξοχήν αγροτικό χωριό υπηρετήθηκε από τους παραπάνω θεσμούς και οι μνήμες είναι ακόμη έντονες στους κατοίκους, κυρίως όμως στους ηλικιωμένους.
Default 2
Ο παντοπώλης – πραγματογνώμονας Γεώργιος Ευστρατίου Σκλεπάρης (1873 – 1953) και η σύζυγός του Ρήγαινα Ευστρατίου Κυπρίου (1884 – 1961), το έτος 1906.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Το “Ζαϊράτ” ήταν ένα Συμβούλιο που ρύθμιζε τα αγροτικά ζητήματα. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ζαϊράτ» ίσχυσε μέχρι το 1938, οπότε ανέλαβε η Αγροφυλακή και διορίστηκαν αγρονόμοι. Γινόταν μεγάλος αγώνας των κομμάτων για το ποιος θα πάρει την προεδρία του Αγροτικού Συμβουλίου. Υπήρχαν συνδυασμοί του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στον πρώτο συνδυασμό πρωτοστατούσαν ο Δημήτριος Πράτσος και ο Χριστόφας Στεφάνου, που τους αποκαλούσαν «Λιουντάρια». Μαζί τους ήταν ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης, ο Χαράλαμπος Δούκαρος, ο Βασίλειος Χατζηλεωνίδας, ο Γιάννης Ακριβλέλης, ο μεσίτης Δούκας Μαϊστρέλης, πατέρας του Μπιτού, και άλλοι.
Αυτοί ήταν της άλλοτε δεξιάς. Στην παράταξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, των Βενιζελικών, πρωτοστατούσε ο Ευστράτιος Καπάτος. Συνεργάτες του ήταν ο Ευστράτιος Μιχαήλ Κουτσαχειλέλης, ο Γρηγόριος Ξανθός, ο καφετζής Ευστράτιος Σιμέλης (Σ’νάν’), ο σιδεράς Ευστράτιος Κουτσκουδής και άλλοι. Σ’ αυτή την παράταξη έκλινε και ο πατέρας μου Γεώργιος Σκλεπάρης, που ήταν μπακάλης και που έκανε πραγματογνώμονας. Άλλη ισχυρή παράταξη ήταν αυτή, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Θεμιστοκλής Μακαρώνης, ο αδερφός του Βασίλειος, καθώς και ο Γεώργιος Αλεντάς. Ο Θεμιστοκλής βγήκε πολλές φορές πρόεδρος του «Ζαϊράτ». Με το «Ζαϊράτ» καταγινόταν και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου (Παπάφραχτ’ς). Υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές, αλλά δεν είχαν ρεύμα.

 

Από τις εκλογές των κτηματιών έβγαιναν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητές τους ήταν διάφορες. Συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν για πολλά. Διόριζαν αγροφύλακες (μπιχτσήδις), πραγματογνώμονες, εκτιμητές, καθώς και εισπράκτορες του φόρου. Καθόριζαν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα ζώα, τα υποζύγια, αλλά και τα πρόβατα, θα τα άφηναν στο «μπαχάρ». Έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν δρόμους. Την Πατωμένη, που ξεκινούσε από το Σταυρί και έφτανε στην Καρύνη, τη συντηρούσε κυρίως ο Καπάτος. Άκουγαν τα λογής λογής παράπονα και ικανοποιούσαν τα δίκαια αιτήματα. Ενεργούσαν μετρήσεις κτημάτων για δικαιότερη κατανομή των αγροφυλακτικών (μπιχτσιδιάτ’κων). Η μέτρηση γινόταν πρακτικά, με «κορδέλα» ή με σχοινί που είχε κόμπους. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι παρεμβάσεις, με σκοπό να μη μετρηθεί πολύ το κτήμα. Προγραμμάτιζαν τα «νιμπέτια», για να μπορούν να ποτίζουν όλοι τα κτήματά τους. Ακόμη όριζαν τις αγροζημίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η απογραφή των κτημάτων, έστω και αν γινόταν με τρόπο απλό και εμπειρικό. Όλα ήταν γραμμένα σε τεφτέρια. Όπως ήταν φυσικό, γίνονταν συχνά τροποποιήσεις, μια και πραγματοποιούνταν αγοραπωλησίες και άλλες δικαιοπραξίες. Το κτηματολόγιο αυτό, βάσει του οποίου έβγαιναν οι φόροι, δεν ήταν ούτε ακριβές ούτε δίκαιο.

Default 7
Αναμνηστική φωτογραφία έξω από το Γραφείο των Πράτσων (9-8-1952). Διακρίνονται, από αριστερά, ο έμπορος Δημήτριος Ευστρατίου Πράτσος (1878 -1959), ο οποίος πρωτοστατούσε στα δρώμενα του Αγροτικού Συμβουλίου, ο γιος του Πάνος Πράτσος (1912 – 2002), ο οποίος διακρίθηκε ως πρόεδρος του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», και ο Ασωματιανός Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).
Ως αγροφύλακες υπηρέτησαν πολλοί και ήταν σε όλη την περιφέρεια καμιά τριανταριά. Κάθε χωριό είχε τους δικούς του, οι οποίοι κατά καιρούς παρουσίαζαν αυξομείωση, ανάλογα με τις ανάγκες. Συνήθως είχαν η Αγιάσος δέκα, ο Ασώματος δυο, τα Κεραμιά δυο, το Ίππειος τέσσερις, το Κάτω Τρίτος τρεις, οι Λάμπου Μύλοι δυο και η Σκούντα δυο. Από τους Αγιασώτες έρχονται στη μνήμη μου οι παρακάτω: Αντώνιος Δημέλης, Φρατζέσκος Χατζηχρυσάφης, Γιάννης Μολυβιάτης, μετέπειτα μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος, Παναγιώτης Σαρέλης, Δημήτριος Χρυσάφης (Μπαγνέζος), Θεόδωρος Σαρμουσάκης (Ψ’ταλού), Μιχαήλ Μαϊστρέλης (Μαρούλα), Γιάννης Λαλάς (Ζιμπικούδ’) και οι γιοι του Παναγιώτης και Στέλιος, Βασίλειος Δημητρίου Μαϊστρέλης, αργότερα νεωκόρος, Λευτέρης Καζαντζής (Καρακάσης), Αριστής Μουτζουρέλης (Λαγός), Κώστας Πανάγης, καθώς και τ’ αδέρφια Κώστας και Παναγιώτης Ψαρρός (Χαντράλια).
Αγρονόμοι διατέλεσαν ο Τάσος Σαρηγιάννης, που παντρεύτηκε την Αγιασώτισσα Καλλιόπη Πιτιά, ο Κωνσταντίνος Πανάγος, που είχε δώσει εντολή να φορούν στο δρόμο φίμωτρα και οι κατσίκες, ο Γεώργιος Καμπάς, που ήταν ένας από τους καλύτερους, και ο Δημήτριος Χατζηχρίστος, που υπηρέτησε επί Χούντας. Αρχιφύλακας, «μπασμπιχτσής», ήταν ο Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας). Γραμματείς του Αγρονομείου έκαναν ο Αθανάσιος Διαμαντής, ο Προκόπιος Χατζηφώτης (Λανάρ’) και άλλοι. Εδώ θα έπρεπε να μνημονεύσουμε και τον ειρηνοδίκη Μωυσή Ναούμ, που έμενε στο σπίτι της ξενιτεμένης στη Βραζιλία από το 1954 αδερφής μου Αλίκης, κοντά στον Απέσο. Ήταν καλός άνθρωπος και δημοκράτης. Φεύγοντας από την Αγιάσο, λόγω προαγωγής, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

 

Οι πραγματογνώμονες ήταν, όπως είναι φυσικό, και εκτιμητές, κυρίως προϊόντων. Εγώ διορίστηκα ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής τον Οκτώβριο του
1948 και σταμάτησα το 1985. Αν ενδιαφερόμουνα περισσότερο, θα έπαιρνα και σύνταξη από το ΙΚΑ. Οι πραγματογνώμονες είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) Τακτοποιούσαν τα «νιμπέτια», που ήταν σοβαρή δουλειά, μια και έπρεπε να μετρηθούν τα κτήματα και να κατανεμηθούν δίκαια οι 168 ώρες της εβδομάδας. Ρύθμιζαν τα «νιμπέτια» σε όλα τα λαγκάδια (Λασπούδια, Πόταμα, Παγωνιά, Ντίλ’, Άντριγια). Στον Άγιο Δημήτριο η ρύθμιση γινόταν από τους ίδιους τους περιβολάρηδες. Στο Ξυλόκαστρο το νερό ήταν «καντέμι» και το εκμεταλλεύονταν, κατά κύριο λόγο, αυτοί που είχαν τα αδερφομοίρια, σε ένα από τα οποία ήταν η μάνα, παρ’ όλο που διαμαρτύρονταν οι κτηματίες στα Πόταμα. β) Εκτιμούσαν τα προϊόντα (κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, βύσσινα, αφατσιά). Αυτό έγινε τρεις τέσσερις χρονιές, αλλά μετά καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε άδικο. Βασικά εκτιμητής των παραπάνω προϊόντων στην Αγιάσο ήμουνα εγώ. Ο Δημήτριος Πιπερίτης προτίμησε την περιφέρεια Ίππειου, ενώ ο Αλέκος Πουδαράς της Σκούντας-Μυχούς. Για τις ελιές, που ήταν σε μεγάλη περιφέρεια, υπήρχαν και άλλοι εκτιμητές. Πάντως εγώ εργάστηκα πολύ περισσότερο από όλους. Ο Αλέκος Πουδαράς, ο Δημήτριος Πιπερίτης και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου βάσταξαν λίγα χρόνια. Είχε προταθεί και ο Γεώργιος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιάς), αλλά δε δέχτηκε. Επίσης διορίστηκαν, με τη μεσολάβηση του Προκοπίου Χατζηπροκοπίου (Κεφάλα), ο Χαρίλαος Κορομηλάς και ο Γρηγόριος Ασπρομάτης (Καβουριά).

Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία αγροφυλάκων. Διακρίνονται, από αριστερά: Δημήτριος Χαραλαμπής (Μπαγνέζος), Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας), αρχιφύλακας, Ανέστης (Αριστής) Μουτζουρέλης (Λαγός), Φραντζέσκος Χατζηχρυσάφης και Γιάννης Μολυβιάτης. Καθήμενοι: Κωνσταντίνος Πανάγης, Παναγιώτης Ψαρός (Χαντράλης) και Ελευθέριος Καζαντζής (Καρακάσης).
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Οι φορολογικοί αγροτικοί κατάλογοι καταρτίζονταν ως εξής: Στον κάμπο ως στρέμμα υπολογιζόταν ο χώρος που είχε 10-18 δέντρα και που ήταν μιας ημέρας «ζιβγάρ’». Έλεγαν ότι αυτό το κτήμα είναι μιας ημέρας, δυο, τριών κτλ. ημερών «ζιβγάρ’». Στα ορεινά μέρη υπολογιζόταν ως στρέμμα ο χώρος που είχε 25-32 δέντρα. Ο προσδιορισμός εξαρτιόταν από το είδος και από την ποιότητα των δέντρων. Υπήρχαν, εξάλλου, μικρά και «στραβαλά» δέντρα, κυρίως λιόδεντρα, τα οποία δεν είχαν απόδοση. Αυτά τα δέντρα τα έλεγαν «γαδαρουπόδαρα». Τέλος, αν το κτήμα ήταν χωράφι, τότε ο υπολογισμός γινόταν «προυσαπόκου», δηλαδή κατά προσέγγιση.

 

Αρχικά οι Αγιασώτες είχαν το δικαίωμα πραγματογνωμοσύνης σε όλα τα χωριά. Αργότερα όμως το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε και έτσι κάθε κοινότητα έβγαζε τους δικούς της πραγματογνώμονες. Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο του πραγματογνώμονα είχε και τις δυσκολίες του. Υπήρχαν ανάποδοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι κάποτε έφερναν εμπόδια. Ο πραγματογνώμονας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στο κτήμα, αν δεν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης. Έπρεπε να έχει μαζί του όργανο της τάξεως, δηλαδή αγροφύλακα.

Default 14
Ο Νικόλαος Σκλεπάρης με τη σύζυγό του Βρετανία (Βριτανέλ’) και με τα παιδιά του Φιλίτσα και Ευστράτιο, το 1956
Οι πραγματογνώμονες έκαναν συνήθως συμβιβασμούς, για να μην πηγαίνουν οι υποθέσεις στο δικαστήριο. Επίσης είχαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν αγροφυλακτικά, «μπιχτσιδιάτ’κα». Εγώ αυτή τη δουλειά την έκανα και νωρίτερα, από το 1944-1948, προτού διοριστώ ακόμη πραγματογνώμονας. Έκοβαν διπλότυπα και εισέπρατταν χρήματα. Ο φόρος ήταν ανάλογος με το κτήμα που είχε ο καθένας. Αν είχε, π.χ. κτήμα στο Ίππειος, στους Λάμπου Μύλους, στη Μυχού, πλήρωνε στο Αγροτικό Συμβούλιο του αντίστοιχου χωριού. Ένας εισέπραττε τα αγροφυλακτικά της Αγιάσου, αλλά παράλληλα οι Αγιασώτες, που είχαν κτήματα και σε γειτονικά χωριά, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και αλλού. Εγώ είχα τον κατάλογο της Αγιάσου. Για τα άλλα χωριά, που σήμερα ανήκουν στο δήμο Ευεργέτουλα (Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Κάτω Τρίτος, Λάμπου Μύλοι, Μυχού, Σκούντα) υπήρχε άλλος κατάλογος.
Εισπράκτορας των χωριών αυτών επί τρία χρόνια περίπου ήταν ο Αντώνιος Πολυδώρου Αναστασέλης, ο οποίος μετά έγινε ταξιτζής και τα παράτησε. Τον Αναστασέλη τον διαδέχτηκε ο Παναγιώτης Βασίλας, που θαρρώ πως ήταν από τη Μόρια. Ο τρόπος αυτός της είσπραξης αργότερα, το 1958, καταργήθηκε.
Το «Ζαϊράτ», που ονομάστηκε κατά τη γνώμη έτσι, από τα ζα, και από την προστασία και το κουμάντο των ζώων, είχε στα καθήκοντά του και τον καθορισμό των βοσκότοπων, μουραλότοπων, θρεφαρότοπων. Τα Άντριγια ήταν για τα πρόβατα. Μουλαρότοπος ήταν από τη διασταύρωση μέχρι τη Καρύνη. Η Αγιάσος είχε 300-320 μουλάρια με πληρωμή, 100-150 άλογα και φοράδες, καθώς και 200 περίπου γαϊδούρια. Τα άφηναν στο «μπαχάρ’» από το Μάιο, ξώλαμπρα, μέχρι 10 Αυγούστου. Μετά τα σήκωναν, γιατί έκαναν ζημιές, έτρωγαν τα δέντρα, ήθελαν χλωρασιά. Έπρεπε να πληρώσει κανείς 300 δραχμές, για να αφήσει το μουλάρι του, 350 δραχμές για το άλογο και τη φοράδα του και 250 δραχμές για το γαϊδούρι του. Υπήρχαν και ορισμένοι προύχοντες που δεν πλήρωναν. Τα γαϊδούρια, επειδή δε γίνονταν ζάπι, οι φύλακες δεν τα ήθελαν, δεν τα έπαιρναν. Τα ζώα αυτά βόσκιζαν στις περιοχές Ρουμιού Κάμπους, Κόβιλ’, τς Χανούμ’ς του ντάμ’, Βάγις, Πιρίτουνου, Άγιους Βασίλ’ς, Κ’θαρίστιργια, Ζέβριγια, Κουτσίνηραχ’, Κατσίν’ Λακκούδ’, Αγριλιά, Σλουψατσή, Αγριγιουπήγαδου, τ’ Στιφανέλ’ γι Πόρτα, Μπικρή, Γλίστρα, Αθέρ’στου, Φούσα, Στινό, Μπουγιατζή, Αγριγιά, Ιλέψα, Λάτσ’, Άγιους Στυλιανός. Έφταναν μέχρι το Πρεβεντόριο και μέχρι το Ακκλησίδ’, δηλαδή το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στην είσοδο του χωριού Ασώματος, από την πλευρά της Αγιάσου. Νερό έπιναν τα ζώα στις Βάγις, στην Κόβιλ’ και στη Αγριλιά.

 

Φύλακες των ζώων ήταν τα αδέρφια Γρηγόριος και Παναγιώτης Κολαξιζέλης (Κακέλια), ο Παναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, αδερφός του Ευστρατίου Περγάμαλη (Παλαμ’δά), και ο Γρηγόριος Κακαλιός. Αυτοί πληρώνονταν από τις εισπράξεις. Ήταν υπεύθυνοι αν τα ζώα πήγαιναν κάτω από την Καρύνη και αν έκαναν ζημιές. Τα φύλαγαν προσεχτικά και δεν άφηναν να πάνε σε απαγορευμένους μεράδες. Δεν είχαν ύπνο. Γνώριζαν όλα τα ζώα και μάλιστα ποια είναι «ζημιουλόγ’κα». Τα μουλάρια ακολουθούσαν σα μωρά τις φοράδες. Όταν έδινε κανείς το ζώο του, δεν πλήρωνε τίποτα στο φύλακα. Όταν όμως ζητούσε να του το φέρουν, πλήρωνε ένα δεκάρι. Ήταν επιδέξιοι, έριχναν θηλιά και το έπιαναν. Εκτός από τα υποζύγια υπήρχαν και τα «θρεφάρια», τα οποία έβοσκαν αλλού. Φύλακές τους ήταν ο Γρηγόριος Ζαλπαρίνης και ο Ευστράτιος Καρέτος (Ράρα). Τα αδέσποτα ζώα και αυτά που έμπαιναν σε ξένα κτήματα και έκαναν ζημιά, αν υπήρχε ανάγκη, οι αγροφύλακες τα έφερναν στο χωριό και τα έκλειναν στο «τουκάτ». Ως «τουκάτ»« χρησιμοποιήθηκε ο δημοτικός χώρος, που τον αγόρασε ο Γεώργιος Ευστρατίου Καρατζάς, όπου χτίστηκε το σπίτι, στο οποίο κατοικούσαν παλαιότερα ο Στέφανος και η Θέτη Παλιβάνη, η κόρη του Παναγιώτη Ορφανού. Γειτονικά, από τη μια και από την άλλη, ήταν τα σπίτια του Ανδρέα Δουκάκη και του Ευστρατίου Μπαρή».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 147/2005

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΙΧ. ΣΟΥΣΑΜΛΗΣ (ΧΡΟΝΗΣ)

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Ο πατέρας του Μιχάλης Σουσαμλής ήταν σπουδαίος στην εποχή του κάλφας οικοδομών. Τ’ αδέρφια του όλα μουσικοί επαγγελματίες. Ό ίδιος παραστράτησε κι ακολούθησε άλλο επάγγελμα. Έφτιαχνε φανάρια, λαδόμπρικα, τζεζβέδες, τυροξύστες, γκιούμια. Ήταν φαναρτζής. Αγαπούσε το επάγγελμά του και δούλευε με μεράκι. Όλα τα χρόνια τα πέρασε μέσα στο Χάνι, όπου είχε και το μαγαζί του.

Η καλλιτεχνική διάθεσή του ξύπνησε κι εκδηλώθηκε το 1916-1918, όταν τον πρωτανέβασαν στη θεατρική σκηνή του Αναγνωστηρίου. Έπαιξε στα έργα του Περεσιάδη «Γκόλφω», «Σκλάβα», «Εσμέ», του Βότσαρη «Η ψυχοκόρη και ο λήσταρχος Κρικέλας», κι απέδωσε θαυμάσια τους ρόλους που υποκρίθηκε, γιατί τους ένιωθε, τους αισθανόταν και τους ζούσε, ας ήταν τα γράμματά του λίγα. Τ’ αποκορύφωμα, το ζενίθ της επιτυχίας του, ήταν στο έργο του Δημ. Κορομηλά «ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στό ρόλο του μπαρμπα – Χρόνη, που του ήρθε καλούπι, κόλλησε καλά, επιβλήθηκε, εκτόπισε κι εξαφάνισε τ’ όνομά του. Κανείς πια δεν τον φώναζε μ’ αυτό. Όλοι τον φώναζαν Χρόνη. Και μεις από δω και πέρα Χρόνη θα τον αναφέρουμε.

anagnostiriosl_039
Διαφάνεια Πάνου Ε. Κολαξιζέλη

Ο Χρόνης αγάπησε τ’ Αναγνωστήριο με το θέατρό του όσο λίγοι και πρόσφερε πολλά, πάρα πολλά. Σύχναζε σ’ αυτό. Οι συζητήσεις που έκανε με τα «φραγκέλια» – έτσι λέγανε τα χρόνια κείνα τους μαθητές του Γυμνασίου και τους φοιτητές – ήταν πάντα για το θέατρο, που του είχε γίνει πάθος. Σηκωνόταν απάνω, μονολογούσε με τη βροντερή φωνή του κι έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει. Και στο μαγαζί του, την ώρα της δουλειάς, άφηνε απ’ το χέρι του τη χαβιά κι έκανε τα ίδια, καθώς επίσης και στον περίπατο πρωί και βράδυ. Όσοι τον έβλεπαν και τον άκουγαν δεν ξαφνιάζονταν και δεν τον παρεξηγούσαν, γιατί τον ήξεραν. Τα «φραγκέλια» παρακολουθούσαν το μονόλογο και τον τρόπο που έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει, με μεγάλη προσοχή κι ενδιαφέρον. Όσες φορές βρέθηκε τ’ Αναγνωστήριο σε κρίση και κινδύνεψε να πέσει σε μαρασμό και νάρκη, ο Χρόνης σαν κλώσσα μάζευε τους νέους και με θεατρική παράσταση, που ήξερε τον τρόπο κι έβρισκε τους κατάλληλους ερασιτέχνες να την πάρουν στα χέρια τους, τ’ αναζωπύρωνε και το κρατούσε.

Τα θεατρικά έργα που έπαιζε τ’ Αναγνωστήριο ήταν έργα του βουνού, ειδυλλιακά, με την αθάνατη φουστανέλα. Μ’ αυτή γνώρισε κι ήξερε το θέατρο ο Αγιασώτης. Για πρώτη φορά το 1925 ανέβασαν στη σκηνή έργο σύγχρονο, σαλονιού, το «Κόκκινο πουκάμισο» του Σπύρου Μελά. Ο Χρόνης προσπάθησε να ματαιώσει την παράσταση, χωρίς να το καταφέρει. Συνέχεια διαμαρτυρόταν και φώναζε πως καταστρέφουν το θέατρο, πως αυτό που θα έπαιζαν δεν είναι θέατρο, αλλά μασκαραλίκι. Δεν μπορούσε να το χορτάσει το μυαλό του, όπως και πολλών άλλων Αγιασωτών, πως υπάρχει θέατρο χωρίς φουστανέλα.

Ο Χρόνης ήταν και πρωτοπόρος του αθλητισμού. Το 1930 που αναγνωρίστηκε ως αθλητικό σωματείο ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου «Όλυμπος», στις πρώτες εκλογές πρόεδρο βγάλανε το Χρόνη, αντιπρόεδρο το Μιχάλη Χατζηευστρατίου, γραμματέα τον Αντώνιο Ηρ. Αναστασέλη, ταμία τον Παναγιώτη Αρ. Πολυπάθου και σύμβουλο το Δημήτριο Μουτζουρέλη. Ο Χρόνης φάνηκε αντάξιος της τιμής, που του κάνανε. Στις μέρες της προεδρίας του κατάφερε πολλά και μεγάλα.

Άρχισε με τη θεατρική παράσταση «Μια νύχτα μια ζωή. . .» του Σπύρου Μελά, που δόθηκε στις 25.12.1930 και 4.1.1931. Κατόρθωσαν ν’ ανεβάσουν στη σκηνή για τους γυναικείους ρόλους γυναίκες, τη Μύρτα Αμανίτη και τη Νίνα Σουρλάγκα. Επειδή δε βρέθηκε το τρίτο γυναικείο πρόσωπο, αναγκάστηκε να το υποδυθεί ο Βασίλης Ιακώβου. Ήταν η δεύτερη φορά που στη σκηνή ανέβαιναν γυναίκες. Ακόμα κατόρθωσε για πρώτη φορά να οργανωθεί και να δοθεί στις 14 καί 21.2.1931 χορός στην Αγιάσο, παρ’ όλες τις αντιδράσεις. Την ίδια εποχή ρίχτηκε η ιδέα της έκδοσης εφημερίδας στην Αγιάσο που καρποφόρησε. Κυκλοφόρησε στις 19.4.1931, την Κυριακή του Θωμά, το πρώτο φύλλο της «Αγιάσου». Εκδότες ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο Βασίλης Ιακώβου κι ο Παναγιώτης Ευαγγελινός.

Με αίτησή του ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου ζήτησε από την τότε Κοινότητα να του παραχωρήσει το κεραμοποιείο της, στο Καμπούδι, για γήπεδο. Η Κοινότητα όχι μόνο το παραχώρησε, αλλά επιχορήγησε το Σύλλογο και με 2000 δραχμές. Με το ίδιο ποσό επιχορήγησε το Σύλλογο κι η εκκλησία της Παναγίας. Με αίτησή του ζήτησε κι από το Υπουργείο Παιδείας χρηματική ενίσχυση για εκβραχισμό του κεραμοποιείου. Με ενέργειες του τότε φοιτητή Στρατή Καβαδέλλη επιχορηγήθηκε μέ 20000 δραχμές.

Ο Σύλλογος με επικεφαλής τον πρόεδρο Χρόνη σαν εργάτη άρχισε τον εκβραχισμό και την ισοπέδωση του κεραμοποιείου. Ο Χρόνης, πρωτοπόρος της αθλητικής ιδέας, παρόλο που δούλευε για πρώτη φορά σε βαριά χειρωνακτική εργασία, απέδιδε όσο δυο εργάτες. Μέσα σ’ ένα μήνα το κυπαρισσένιο του κορμί άρχισε να γέρνει και το πρόσωπό του να παίρνει το χρώμα του γηπέδου, από τον ήλιο. Αυτά πρόσφερε ο Χρόνης στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου σαν πρώτος πρόεδρος του.

Η παρέα μας ήταν δεμένη πολύ με το Χρόνη. Τον εκτιμούσαμε και τον σεβόμασταν, γιατί ήταν άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα. Κι ο Χρόνης όμως μας αγαπούσε όλους. Σα βάζαμε στο φούρνο γιουβέτσι, ήταν αδύνατο να μην του βρει «ξούρια». Πότε πως δεν έχει «ζ’μέλ(ι) για βούτ’μα», πότε πως η σάλτσα ήρθε λίγη, πότε πως δεν είναι καλά βρασμένο κι άλλα. Δικαιολογούσε τους φουρνάρηδες, γιατί δεν είχαν τον καιρό να φροντίζουν το γιουβέτσι που θέλει πολλή επιστασία. Και λυπόταν που δεν είχε τον καιρό να ψήσει αυτός το γιουβέτσι στο μαγαζί του, πάνω στο «π’χανέλ(ι)», για να μας δείξει ποιο είναι το γιουβέτσι, που να τρώμε και να γλείφουμε τα δαχτύλια μας.

Ο Χρόνης έγινε και κινηματογραφικός αστέρας. Το φθινόπωρο του 1930, όταν ήρθε στην Αγιάσο ο σκηνοθέτης Ορέστης Λάσκος με συνεργείο για να γυρίσει το έργο του Λόγγου «Δάφνις και Χλόη», έκρινε το Χρόνη κατάλληλο να υποκριθεί το ρόλο του Φιλητά. Ένα γράμμα με τη φίρμα της «Φίνος Φίλμς», που πήρε ο Χρόνης απ’ την Αθήνα και τον ειδοποιούσε να είναι έτοιμος για το γύρισμα μιας καινούργιας ταινίας, τον ξεσήκωσε. Επειδή δε βρήκε βαλίτσα – στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν στην επαρχία βαλίτσες -, ετοιμαζόταν να κατασκευάσει ο ίδιος κι ύστερα να πουλήσει τα εργαλεία του και να κλείσει το μαγαζί του, για ν’ αρχίσει να διαβάζει, γιατί μπορούσε να γυρίσουν καμιά «Φαύστα» ή κανένα «Οθέλλο». Με το ζόρι τον συγκρατούσαμε από τον κατήφορο που πήρε. Καταλάγιασε, σαν πήρε άλλο γράμμα που τού’ γραφε πως το γύρισμα της ταινίας αναβλήθηκε.

Ο Χρόνης ήταν πια γεροντοπαλίκαρο. Δεν τα έθετε όμως κάτω. Ο φτερωτός γιος της Αφροδίτης δεν τον εγκατέλειπε. Φώλιαζε πάντα μες στα σγουρά ποιητικά μαλλιά του και του δημιουργούσε στη φαντασία λογής λογής ειδύλλια. Καμιά από τις κοπέλες, τις οποίες ερωτευόταν ο ίδιος ή του έλεγαν άλλοι πως τον αγαπούν, δεν είχε ιδέα. Πίστευε ό,τι και να του έλεγαν για τις κοπέλες που κατά τη φαντασία του αγαπούσε, όσο απίθανο κι αδύνατο στην πραγματοποίησή του κι αν ήταν. Όπως ότι μια κοπέλα που τον αγαπούσε κατάπιε ένα «γ’δόχειρου» για ν’ αυτοκτονήσει κι ευτυχώς που την προλάβανε, κι άλλα τέτοια. Όταν ο αδερφός του Αχιλλέας του είπε ν’ αφήσει τα ονειροπολήματα και να προσπαθήσει να συνέλθει, γιατί, από αυτές που νομίζει και πιστεύει πως τον αγαπούν, δεν πρόκειται να τον παντρευτεί καμιά ούτε και στη δεύτερη παρουσία, ο Χρόνης απάντησε πως είναι όλες έτοιμες, αλλά αυτός δεν αποφασίζει. Κι είπε στον Αχιλλέα να παρακαλεί κι αυτός να πάρει τη μεγάλη απόφαση, για ν’ αγοράσει στο γιο του, το Στρατή, όχι ένα μόνο κλαρίνο που ήθελε, αλλά μια αραμπαδιά.

Ο Χρόνης πήρε μέρος και στην αγιασώτικη ηθογραφία «Τι να τα κάνω τα καλά» του Χριστόφα Κανιμά, που γράφτηκε για την Έκθεση Μυτιλήνης και που πρωτοπαίχτηκε στις 17 Ιούλη 1933 μέσα στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Στην Αγιάσο παίχτηκε την ίδια χρονιά στον Κήπο της Παναγίας.

Τελευταία φορά ο Χρόνης ανέβηκε στη σκηνή το 1939, όταν παίχτηκε η ίδια ηθογραφία. Πάντα υποδυόταν το ρόλο του Ιν(ι)κόλα. Θα ανέβαινε πολλές φορές ακόμα, αν δε μεσολαβούσε ο πόλεμος του 1940 κι η Γερμανική Κατοχή με τις χίλιες δυο στερήσεις. Η συμπαθητική μορφή του Χρόνη, του ανθρώπου με το κυπαρισσένιο κορμί, με τα ποιητικά σγουρά μαλλιά και με τη βροντερή φωνή, έσβησε στις 3 Δεκέμβρη 1941. Ο θάνατος του παθιασμένου για το θέατρο, τον αθλητισμό και τον έρωτα λύπησε τους αναγνωστηριακούς και την κοινωνία της Αγιάσου. Η Διοίκηση του Αναγνωστηρίου, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Καβαδέλλης, στο με αριθμό 63 πρακτικό της 3 Δεκέμβρη 1941 πήρε την απόφαση να του αποδώσει τιμές μεγάλου ευεργέτη και το επίτιμο μέλος Χριστόφας Χρ. Χατζηπαναγιώτης να εκφωνήσει λόγο και να τον αποχαιρετίσει. Επιφυλάχθηκε να του αποδώσει τις δέουσες τιμές σε κατάλληλο χρόνο. Ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου είχε διαλυθεί τότες. Για την καλή ανάμνησή του πίνακάς του βρίσκεται στην αίθουσα του Αναγνωστηρίου. Από ψηλά ο Χρόνης βλέπει και καμαρώνει το Αναγνωστήριο, που υπηρέτησε ο πατέρας του ως πρόεδρός του, στα πρώτα του βήματα, κι ύστερα αυτός, να στέκει γερά και να στεγάζεται σε ιδιόκτητο κτίριο, όπως το ονειρευόταν από χρόνια κι όπως του αξίζει. Οι λίγες καί φτωχές αυτές γραμμές ας θεωρηθούν ως φιλολογικό του μνημόσυνο.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 4-5/1981