Η ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι δύσκολο, αν μη ακατόρθωτο, να ψηλαφίσει κανείς, μέσα μόνο απ’ τις ποικίλες διηγήσεις των παλιών, τις όμορφες εκείνες εποχές που έζησαν οι πρόγονοί μας, πριν πολλές δεκαετίες, πριν εμείς γεννηθούμε σ’ αυτόν τον τόπο, με την πλούσια πολιτιστική παράδοση και ανάπτυξη στο λόγο και στην τέχνη. Ιδιαίτερα δύσκολο είναι να ζωντανέψουμε τη λαϊκή μας μουσικοχορευτική παράδοση· οι ήχοι πέταξαν, οι γλεντζέδες έφυγαν, τα έθιμα ξεθώριασαν.

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ

Ακριβώς σ’ αυτόν τον τομέα της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης το Αναγνωστήριο, πριν τριάντα περίπου χρόνια, απ’ το 1963, με πρωτεργάτη τον πρόεδρό του Πάνο Πράτσο, με συνεργάτη τον αείμνηστο «δάσκαλό μας», γενικό γραμματέα του Αναγνωστηρίου, Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και βοηθούς εκτελεστές τους μουσικούς Στρατή Ψύρρα και Σταύρο Ρόδανο διέβλεψε πρωτοποριακά την αξία του μουσικού μας πλούτου και με τα τότε πενιχρά μέσα έκαμε τις πρώτες ηχογραφήσεις. Καταγράφηκαν σε παρτιτούρες από παλιούς μουσικούς πάνω από πεντακόσιοι σκοποί και λιγότεροι ηχογραφήθηκαν. Το έργο αυτό αξιολογήθηκε, από ειδικούς και μη, εφάμιλλο προς τα κτίρια που στήθηκαν.

Οι στόχοι αυτής της προσπάθειας ήταν υψηλοί. Ο «δάσκαλός μας» με τη χαρακτηριστική φωνή του μας τους θυμίζει: «Πάλι το λαϊκό τραγούδι και τα παλιά νοσταλγικά χορευτικά απ’ την πλούσια συλλογή του λαογραφικού υλικού του Αναγνωστηρίου Αγιάσου ηχογραφούνται και σήμερα. Έτσι πιστεύουμε ότι διασώζουμε απ’ τη φθορά του χρόνου εκλεκτό λαογραφικό υλικό της όμορφής μας κωμοπόλεως Αγιάσου, που το χαρίζουμε στις παρακάτω γενεές και συμβάλλουμε στην προβολή του χιλιοτραγουδισμένου νησιού μας, της Λέσβου, της νύφης του Αιγαίου σ’ όλη την Ελλάδα…».

Το Αναγνωστήριο δεν έπαψε να διασώζει από τότε μέχρι σήμερα τη λαϊκή μουσική μας παράδοση. Έγιναν δεκάδες ηχογραφήσεις και παρουσιάσεις των τραγουδιών. Τα τελευταία χρόνια δημιούργησε την Παιδική Χορωδία με παιδιά από επτά έως δώδεκα χρονώ, που με τη διδασκαλία του Πάνου Πράτσου υλοποιεί αυτό που λέγεται παράδοση. Και παράδοση είναι τούτο: τα μικρά παιδιά του 1994 τραγουδούν και χορεύουν, με ιδιαίτερη αγάπη και προθυμία, τους νοσταλγικούς εκείνους σκοπούς των προπαππούδων και προγιαγιάδων του 1894!

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Ποιες είναι οι ρίζες της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης και ποια πορεία τράβηξε μέχρι το 1935, εποχή που έρχονται στην Αγιάσο τα πρώτα έγχορδα; Πριν προχωρήσω, πρέπει να πω πως ούτε μουσικολόγος είμαι ούτε μουσικός. Είμαι μόνο γοητευμένος με τη μουσική παράδοσή μας και επιγραμματικά αναφέρω στοιχεία που βγαίνουν απ’ την πολύχρονη έρευνά μου, στηριγμένη πάντοτε στην προφορική παράδοση.

Η Αγιάσος ακολουθεί και αυτή στον πολιτιστικό τομέα γενικά την πορεία των άλλων χωριών της Λέσβου. Έχει όμως κάποιες ιδιαιτερότητες πολύ σημαντικές, κατά τη γνώμη μου, που πηγάζουν από το χώρο, στον οποίο είναι χτισμένη, το Προσκύνημα που διαθέτει και τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν οι παράγοντες αυτοί. Γι’ αυτό, πιστεύω πως κράτησε στοιχεία που δεν κράτησαν άλλα χωριά, δημιούργησε παραλλαγές των μουσικών ακουσμάτων των μικρασιατικών παραλίων ή εμπνεύστηκε καινούργιους μουσικούς δρόμους.

Απελευθερωθήκαμε το 1912 απ’ τον τούρκικο ζυγό και η εξάρτησή μας ήταν σημαντική και καθοριστική απ’ την Ανατολή και την Τουρκία. Η Σμύρνη, αλλά και οι άλλες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων, ήταν οι χώροι επικοινωνίας μας, ιδιαίτερα των Αγιασωτών, που με το Προσκύνημα της Παναγίας είχαμε δοσοληψίες με Σμυρνιούς, Αϊβαλιώτες, Φωκιανούς, Περγαμηνούς…, όχι μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτιστικές.

Φυσικό ήταν, λοιπόν, και στο χώρο της μουσικής και του χορού να δεχτούμε και να αγαπήσουμε τα ανατολίτικα μοτίβα και ιδιαίτερα το σμυρνιοπολίτικο ύφος. Καθώς μας διακρίνει η ξεχωριστή αγάπη για το τραγούδι, η ευχέρεια να συνθέτουμε στίχους και μελωδίες και το πάθος για γλέντι και χορό, δημιουργήσαμε αυτό που λέγεται «Μουσικοχορευτική Παράδοση της Αγιάσου».

Αγιασώτισσες που χορεύουν στην Καρύνη. (Έργο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ)
Αγιασώτισσες που χορεύουν στην Καρύνη. (Έργο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ)

Οι Αγιασώτες τα παλιά τα χρόνια τραγουδούσανε και χορεύανε σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής τους ζωής. Στα γεννητούρια με τις μακρόσυρτες διασκεδάσεις, στους γάμους με τα τραγούδια και τους χορούς της περίστασης, ακόμη και στο θάνατο θέλανε το νεκρώσιμο τους. Οι μουσικές δε σταματούσαν να παίζουν στα πανηγύρια, στα κουιτούκια, στα γλιτώματα, στα σπίτια πολλές φορές, στα κάλαντα, στις πατινάδες, στα ισνάφια. Τρικούβερτο γλέντι γινόταν τις απόκριες και οι γειτονιές αντηχούσαν απ’ τη φωνή του αρχινιστή, του Μεγαλέξανδρου με την περικεφαλαία, που τραγουδούσε τη «Σούσα», τη «Λυγερή» και άλλα. Δεν ήταν μόνο οι οργανωμένες κομπανίες, που σκορπούσαν το κέφι και τον ενθουσιασμό. Αντηχούσαν οι ζουρνάδες και τα νταβούλια και στα κουιτούκια απ’ το 1895 (;) πήραν τη θέση τους και οι λατέρνες.

Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες της Αγιάσου, “οι μουσικάντες”, απλοί άνθρωποι, αλλά και ιδιόρρυθμοι, είχαν έρωτα προς την τέχνη της μουσικής, ευαισθησία, δημιουργικότητα. Υπήρξαν εκτελεστές, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργοί. Έτσι, βαπτισμένοι μέσα στους ρυθμούς και τις μελωδίες των προγόνων τους, εμπλούτιζαν τη μουσική και πρόσθεταν νέα στοιχεία, χωρίς να ξεφεύγουν απ’ την κληρονομιά τους.

Η πρώτη οργανωμένη κομπανία πρέπει να υπήρχε στην Αγιάσο πριν το 1875, με όργανα το σαντούρι, το κλαρίνο και την μπασαβιόλα. Το 1902 η ορχήστρα αποτελείται από σαντούρι, κλαρίνο, βιολί και κορνέτα. Στο Μουσείο του Αναγνωστηρίου υπάρχει φωτογραφία της εποχής με αυτή τη σύνθεση. Από το 1913 έχουμε τα “φυσερά” (χάλκινα όργανα) σε πλήρη σύνθεση, με κορνέτα, τρομπόνι, μπάσο και κλαρίνο, πλαισιωμένα με βιολί και σαντούρι. Η ορχήστρα ήταν συναρμολογημένη με τον καλύτερο τρόπο για τις ανάγκες της δουλειάς και των μελωδιών. Υπήρχαν τα πρίμα όργανα και τα βαρύτονα, που εναρμονισμένα, κυριολεκτικά μάγευαν, ενθουσίαζαν, ζέσταιναν τις καρδιές των Αγιασωτών.

Στις αρχές του αιώνα μας οι σκοποί που παίζονταν ήταν συρτοί και μπάλοι, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, χασάπικα, καλαματιανά, πηδηχτά. Ιδιαίτερα συγκινούσαν τους Αγιασώτες τα καθιστικά και τα τραγούδια του δρόμου. Χαρακτηριστικό είναι πως τους άγγιζαν σκοποί λυπητεροί, αλλά και ενθουσιώδεις. Αντίφαση που ταιριάζει στο χαρακτήρα του Αγιασώτη. Όμως υπήρχαν και οι ευρωπαϊκοί χοροί και κάπου ακούγονταν μαντολίνα και κιθάρες. Αυτό συνέβαινε στις ανώτερες τάξεις και στους μορφωμένους, σε πολύ περιορισμένο κύκλο.

Η εισβολή από το 1911 των αντιγραφών της ευρωπαϊκής αστικής κουλτούρας δεν επηρέασε καθόλου την παράδοσή μας. Ο Αγιασώτης έμεινε πέρα για πέρα πιστός στις μελωδίες των τραγουδιών, που του μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Δε θεώρησε το ανατολίτικο και αιγαιοπελαγίτικο μοτίβο τούρκικο, όπως έτσι θέλανε να το περάσουνε οι στραμμένοι στη Δύση. Και είναι χαρακτηριστικό τούτο: Ο Αγιασώτης έκανε την επιλογή του, χωρίς να έχει ιδέα από “αυθεντικότητες” ή “καθαρότητες” και διατήρησε ό,τι η φωνή της ψυχής του υπαγόρευε. Τολμώ να πω πως προηγήθηκε των διαπιστώσεων των εθνολόγων και μουσικολόγων και διείδε με την ψυχή του πως η μουσικοχορευτική του παράδοση είναι ελληνική, γιατί κρύβει μέσα της στοιχεία και από το μουσικό σύστημα της κλασικής εποχής και έχει άμεση σχέση με τη βυζαντινή μουσική, όπως και με τη μουσική των γειτόνων λαών της Ανατολής. Τούτο το επισημαίνω ιδιαίτερα, γιατί ορισμένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που λέμε “αγιασώτικα” μπορεί να παρεξηγηθούν και να χαρακτηριστούν ξενόφερτα ή τούρκικα.

 

ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ «ΦΥΣΕΡΩΝ»

Στην καλλιτεχνική εκδήλωση του περασμένου καλοκαιριού, στις 7 Αυγούστου 1994, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα Εκατόχρονα του Αναγνωστηρίου, παρουσιάσαμε μια κομπανία, όπως ήταν στις αρχές του αιώνα μας, τα «φυσερά», με σαντούρι, βιολί, κορνέτα, κλαρίνο, λαουτοκιθάρα. Στάθηκε αδύνατο να βρεθεί σ’ ολόκληρη τη Λέσβο μπάσο και τρομπόνι.

Η σκέψη αυτή πήγασε απ’ τις διηγήσεις των παλιότερων για κλαρινατζήδες και κορνετίστες, που μάγευαν, άναβαν τα αίματα των χορευτών, τους άδειαζαν τις τσέπες, που «χαλούσαν τον κόσμο» για δυο τρεις μέρες, τότε που οι άνθρωποι χαίρονταν τη ζωή και τη ζούσαν.

Οι παλιοί μελωδικοί σκοποί και τα τραγούδια, παρμένα απ’ την πλούσια μουσικολαογραφική συλλογή του Αναγνωστηρίου, επιλέχτηκαν απ’ τις εκατοντάδες του αρχείου μας, έτσι, για να δώσουν δείγματα και μόνο της μουσικής παράδοσης της Αγιάσου, που για πρώτη φορά εκτελούνται από «φυσερά».

Η αναβίωση της ορχήστρας των «φυσερών», με το χρώμα-ύφος των παλιών μουσικάντηδων, θεωρείται σχεδόν ακατόρθωτο. Εμείς ξεπεράσαμε τα ποικίλα και μεγάλα προβλήματα και με τη συμμετοχή στρατιωτικών μουσικών παρουσιάσαμε τα «φυσερά», τους χορευτές και τους τραγουδιστές μας. Οι χορευτές, παλιοί και νέοι, χόρεψαν γνήσια και απλά, όπως παλιά χόρευαν, χωρίς επιτηδεύσεις και φιγούρες. Την ίδια εκδήλωση παρουσιάσαμε, ύστερα από πρόσκληση του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» της Αθήνας, στις αρχές Νοεμβρίου, στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Λέγανε πως παλιά οι Αγιασώτες, καθώς την αυγή ξεκινούσαν για τη δουλειά τους και περνούσαν απ’ τα κουιτούκια, όταν το αποσπερινό γλέντι είχε ανάψει, ξεχνούσαν τον προορισμό τους, μαγεύονταν, άκουγαν στην αρχή και έμπαιναν και αυτοί στο γλέντι, στη συνέχεια.

Είμαστε στις αρχές του αιώνα μας. Ας φανταστούμε μια γειτονιά της Αγιάσου με τα σαχνουσίνια της, τα γραφικά της δρομάκια, στο βάθος το κουιτούκι με τα παλικάρια κι απέναντι τις όμορφες κοπέλες να ρίχνουν στα κλεφτά ερωτικές ματιές υπό την “αυστηρή” επίβλεψη των μανάδων. Στο βάθος του δρόμου ξεπροβάλλουν οι μουσικάντες και πίσω αγκαλιασμένα τα παλικάρια στην καθιερωμένη τους πατινάδα. Ο σκοπός που ακούγεται είναι:

 Τα Νταμπάνια ή Ξύλα

Ενθουσιώδης σκοπός του δρόμου, που είναι συνδεδεμένος με τη στήριξη της σκεπής του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου της Αγιάσου το 1878. Ήταν τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός, που αντικαταστάθηκαν οι μύλοι, ώστε όλο το χωριό, με τους βιολιτζήδες μπροστά, βοηθούσαν τους βοδαραμπάδες στην ανηφόρα προς το Καμπούδι, να μεταφέρουν τους τεράστιους καστανίτικους κορμούς-νταμπάνια, που θα στήριζαν τη σκεπή. Πρέπει να είναι εμβατήριο τούρκικο, που το άλλαξαν οι Αγιασώτες και το έφεραν στα μέτρα τους. Η καθεαυτού ονομασία του είναι Κιούρτικο και η μελωδία του είναι μαρς. Το παράγγελναν στις πατινάδες μαζί με ένα αραβικό. Από διηγήσεις του Στρατή Ρόδανου (1885-1960) επί τουρκοκρατίας πήγαιναν και το παίζανε κάθε χρόνο στον Τούρκο διοικητή, στην Αγιάσο, όταν γιόρταζε, τους κέρναγε και τους πλήρωνε καλά. Ξεκίνησε, λοιπόν, από την Αγιάσο, σήμερα παίζεται σ’ όλο το νησί, αλλά αλλαγμένο σε συρτό. Είναι σκοπός του δρόμου, δε χορεύεται στη σωστή του μελωδία, είναι ο κατεξοχήν σκοπός που ξεσηκώνει τους Αγιασώτες. Είναι ο σκοπός μας.

Αραβικό (αράπκου)

Είναι ένας απ’ τους πιο παλιούς σκοπούς (μέσα του 19ου αιώνα) και απ’ τους ωραιότερους. Σκοπός της παρέας, «τσουμπουσλούδκους», όπως τον λέγανε, δηλαδή μεγάλος, που να μην τελειώνει γρήγορα και να γλεντούν οι γλεντζέδες. Αργόσυρτο, γεμάτο παράπονο, φούσκωνε τις ψυχές των παλικαριών, που ξεχείλιζαν από ενθουσιασμό μαζί και κλάμα. Το «αραβικό» αυτό το είχε δώσει ο Παναγιώτης Ρόδανος (1856-1931) σε νότες στον Πάνο Πράτσο το 1930.

Νταμπαχανιώτικο με αμανέ

Ηταν μελωδία σμυρνιά. Το όνομα το πήρε απ’ τα Νταμπάχανα, συνοικία της Σμύρνης. Ήταν ο πιο μερακλίδικος σκοπός και το καθεαυτού «νταμπαχανιώτικο» που παράγγελναν οι Αγιασώτες. Οι παλιοί μουσικοί της Αγιάσου το άλλαξαν και έβαλαν κομμάτια από άλλα νταμπαχανιώτικα και το έκαναν πιο μερακλωμένο. Στο τέλος έκλεινε με τη «χήρα» και ένα «τσάκισμα», αγιασώτικη επινόηση. Στο «νταμπαχανιώτικο» ο αμανές ήταν απαραίτητος. Ο αμανές στο χώρο τον αιγαιοπελαγίτικο εθεωρείτο ανώτερο είδος τραγουδιού, μιλούσε κυρίως για θάνατο και στην πλειονότητα είναι ένα μοιρολόγι. Αποτελείται από πλούσιους αυτοσχεδιασμούς και τον τραγουδούσε ο καλλίφωνος της παρέας:

Αχ, όσο μπορείς, καρδούλα μου,

– αμάν, οχ γιαρέμ, οχ αμάν -,

κρύβε βαθιά τον πόνο,

για να μην ξέρει ο καθείς,

– αμάν, οχ γιαρέμ, οχ αμάν -,

με τι μεράκι λιώνω.

 

Αναμνηστική φωτογραφία από γλέντι Αγιασωτών, στις αρχές του αιώνα. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Στρατής Ρόδανος (τρομπόνι), Ψύρρας ή Μαντάτσ' (κλαρίνο), Παναγιώτης Ρόδανος (βιολί) και Αριστείδης Πολυπάθου ή Βατσίνα (σαντούρι)
Αναμνηστική φωτογραφία από γλέντι Αγιασωτών, στις αρχές του αιώνα. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Στρατής Ρόδανος (τρομπόνι), Ψύρρας ή Μαντάτσ’ (κλαρίνο), Παναγιώτης Ρόδανος (βιολί) και Αριστείδης Πολυπάθου ή Βατσίνα (σαντούρι)

Ισπαχάν

Στις αρχές του αιώνα μας, στην Αγιάσο, υπήρχαν γλεντζέδες, που είχαν μανία να πάρουν τη μουσική, όχι να χορέψουν, αλλά ν’ ακούν διαλεχτές ανατολίτικες μελωδίες, τα σαρκιά. Τέτοιες μελωδίες διάταζαν και μετά το χορό, ιδιαίτερα τις αυγές, όταν ήταν πλέον μερακλωμένοι. Μεγάλη πέραση είχε, όταν το παίζανε με τα «φυσερά»… Ακούγονταν όλα τα όργανα, από το ένα μέχρι το άλλο, σε άριστο συνδυασμό. Απολάμβαναν, κερνούσαν και σπούσαν. Αυτή ήταν η διασκέδαση. Το όνομα Ισπαχάν αραβικό, μάλλον πόλη. Το ύφος του ανατολίτικο, πένθιμο, και ο ρυθμός του αργός. Η μελωδία αυτή μαζί με τα συρτά ήταν η τροφή των μουσικάντηδων, δηλαδή τους απέφεραν πολλά χρήματα. Το γλυκό παίξιμο των φυσερών έδιδε στη μελωδία κάτι το ξεχωριστό.

 

Ανάθεμα τον αίτιο

Οι παλιοί σκοποί της Αγιάσου δεν είχαν λόγια. Υπάρχει όμως με λόγια το παραπάνω καθιστικό. Είναι ίσως το πιο παλιό τραγούδι στην Αγιάσο. Τα λόγια υπήρχαν. Οι Αγιασώτες το θυμούνται απ’ τους πατεράδες τους πριν το 1850. Μοιάζει με μοιρολόγι, τραγούδι του αποχωρισμού, αναθεματίζει τον αίτιο του χωρισμού δυο ερωτευμένων νέων της παλιάς εποχής. Μ’ αυτό είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα οι μουσικολόγοι Σίμων Καράς και Φοίβος Ανωγειανάκης. Ο κανονικός ρυθμός του είναι αργός, όπως παλιά το τραγουδούσαν, σε αντίθεση προς το διαφορετικό χρώμα που πήγε να του δώσει ο Σίμων Καράς στις ηχογραφήσεις του. Τα λόγια του γεμάτα πόνο και παράπονο:

Ανάθεμα τον αίτιο κι ας το ‘χει αμαρτία,

να χωριστούμ’, αγάπη μου, χωρίς καμιά αιτία.

Συ μπαχτσές τσι γω φιντάνι,

να σ’ απαρνηθώ δεν κάνει.

 

Αγάπα με, πουλάκι μου, όπως μ’ αγάπας πρώτα,

τα ξένα λόγια μην ακούς,, μόν’ την καρδιά σου ρώτα.

Σάλτα τσ’ άρπα μ’ απ’ του κύμα,

μη πνιγώ τσ’ έχεις το κρίμα.

 

Θα το ‘χω το παράπονο σε όλη τη ζωή μου

κι όταν σε συλλογίζομαι θα λιώνει το κορμί μου.

Κλαι η καρδιά μ’ τσι δε μιρώνει

σαν της ερημιάς τ’ αηδόνι.

 

Σ’ αφήνω την καληνυχτιά και έχε γεια, χρυσό μου,

πιάσε πως ήταν όνειρο τον αποχωρισμό μου.

Έχε γεια τσι γω παγαίνου

μι τ’ αχείλι του καμένου.

 

Σαν το κεράκι έλιωσα

Η πατινάδα, δηλαδή η βόλτα μέσα στις γειτονιές, ήταν απαραίτητο μέρος του γλεντιού. Με το βασίλεμα του ήλιου, τα παλικάρια αγκαλιασμένα έβαζαν τη μουσική μπροστά και τραβούσαν για τις γειτονιές με τα κουιτούκια. Σωστό πανηγύρι. Μοναδικός τρόπος ν’ αρπάξουν την κλέφτικη ματιά της αγαπητικιάς τους. Ο έρωτας, ο μεγάλος τύραννος του παλικαριού που αγαπά και δε βρίσκει ανταπόκριση, καταντάει τυραννία που δεν μπορεί να παραβγεί με τίποτα. Ασήκωτο το παράπονο του.

«Σαν το κεράκι έλιωσα»: σκοπός του δρόμου. Η μελωδία υπήρχε στις αρχές του αιώνα μας. Τα λόγια μπήκαν ύστερα από τον Πάνο Πράτσο, ο οποίος και στο μουσικό μέρος πρόσθεσε στο τέλος το σόλο, για να κλείσει ομαλά, σύμφωνα με τον τονισμό του.

Τόσο σκληρή και άπονη δεν το ‘λπιζα για να ‘σαι,

να λιώνει το κορμάκι μου και να μην το λυπάσαι.

Δε με λυπάσαι, δεν πονείς, δε βλέπεις, δεν πιστεύεις,

σαν το κεράκι έλιωσα, έσβησα, έλιωσα

και συ ακόμα με παιδεύεις.

 

Κάφτει μι γήλιους, κάφτει μι, κάφτει μι τσι του κάμα,

σα π’ μ’ έκαψι γη αγάπη σου, δε μ’ έκαψι άλλου πράμα.

Κάλλια να μι φαρμάκουνις, παρά να μι πιδεύεις,

είνι τα χείλια σου ρακί, ροζακί, είνι γιατρός

και όταν θέλεις με γιατρεύεις.

 

Ίδρους κρυγιός μι πιριχά, όταν σι δω κουντά μου,

και ένας καπνός απί φουτιά βγαίν’ από την καρδιά μου.

Σαν του μουρό κατάντησα, όπου δεν έχει γνώση,

στα χέρια σου που έμπλεξα, αλίμονο μπερδεύτηκα

και τώρα ποιος θα με γλιτώσει

(δυο φορές και σόλο βιολί).

 

 Στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι

Το Σταυρί, η γνωστή συνοικία της Αγιάσου, είναι χιλιοτραγουδισμένο. Τα παλιά τα χρόνια ήταν ο τόπος πρωινής συνάντησης των ερωτευμένων, όταν ξεκινούσαν οι κοπέλες και τα παλικάρια, κατά εκατοντάδες, για το λιομάζεμα, πριν ακόμα φέξει. Ο ερωτευμένος νέος παρακαλεί να μην τελειώσει αυτή η όμορφη στιγμή, διατεθειμένος να ξαγρυπνά μερόνυχτα για το χατίρι της καλής του. Δύσκολες οι εποχές για τους ερωτευμένους.

«Στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι». Γρήγορο, με στίχους γεμάτους καημό και παράπονο. Η μελωδία του πολύ παλιά. Την είχε σιγοτραγουδήσει ο παπα-Κανιμάς στον Πάνο Πράτσο, όπως τη θυμόταν από παλιούς, και μετά ο τελευταίος έβαλε και τα λόγια. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί πως το στίχο:

«Στου Σταυρί τσι στουν Απέσου

στρώσε μου, κυρά, να πέσου» τον είχε πει το “Καλ’καντέλ’, γι Αμιρικάνους”. Τη δεύτερη στροφή

«Ω θε μου, βρέξε, χιόνισε, κάνι βαρύ χειμώνα,

να κατιβούν γοι πουταμοί, να μη παγαίνου ακόμα» την πήρε απ’ το «Λιουλόγου» του Παπανικόλα, επειδή του άρεσε.

Ανέλυσα σαν το κερί, κάηκα σαν λιβάνι,

με το σεβντά σ’ αρρώστησα και ποιος θενά με γιάνει.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί στου μουνουπάτι,

βάσανα, βάσανα που ‘χ’ η αγάπη.

Ω θε μου, βρέξε, χιόνισε, κάνι βαρύ χειμώνα,

να κατιβούν γοι πουταμοί, να μην παγαίνου ακόμα.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί πα στου γιουφύρι

ξαγρυπνώ, ξαγρυπνώ για θκο σ’ χατίρι.

Όλος ο κόσμος χαίρεται, χαίρεται και γλεντίζει

και μένα η καρδούλα μου σαν κάρβουνο μαυρίζει.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί τσι στουν Απέσου,

στρώσε μου, στρώσε μου, κυρά, να πέσου.

Αφήνω τη καληνυχτιά, πέσε, γλυκά κοιμήσου

και στ’ όνειρο σου να με δεις σκλάβο και δουλευτή σου.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι,

τα παράπουνα, τα παράπουνα να πούμι.

Αυτά τα τραγούδια απετέλεσαν το πρώτο μέρος, τα καθιστικά. Το δεύτερο μέρος περιείχε τραγούδια χορευτικά.

Μουσικοί και χορευτές της παλιάς Αγιάσου... (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)
Μουσικοί και χορευτές της παλιάς Αγιάσου… (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)

Ωραία Μπουτζαλιά

Οι Αγιασώτες χόρευαν σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Χόρευαν συρτά και μπάλους, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, χασάπικα και καλαματιανά σμυρνέικα. Ένα καθαρά αγιασώτικο τραγούδι, που χορεύεται και σαν συρτό, είναι η “Ωραία Μπουτζαλιά”, τραγούδι τονισμένο σε σμυρνέικη μελωδία που υπήρχε. Παλιά δεν το χόρευαν, απλώς το τραγουδούσαν. Έχει ένα ενθουσιαστικό χρώμα. Ξεκίνησε απ’ την ωραία συνοικία της Μπουτζαλιάς, τότε που ήκμαζε το κουιτούκι του Δημητρίου Ρούγκου. Εκεί σύχναζαν μέρα νύχτα πολλοί γλεντζέδες, «τ’ αλάνια τς Μπουτζαλιάς», και πάνω στα γλέντια τους σκάρωναν και τετράστιχα, για να πειράξουν το Ρούγκο, που ήταν χήρος με δυο μικρά παιδιά, αλλά και υπομονετικός, χωρίς να παρεξηγιέται μ’ αυτά που του κάνανε.

Ωραία Μποντζαλιά μου, που ‘σταν καμπαναριό

τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους σουστό πουταναριό.

Ωραία Μπουτζαλιά μου, στα μαύρα να ντυθείς,

‘χάσις την Κλεανθίτσα, δε θα την ξαναδείς.

Ρε Ρούγκου Δημητρό, πλέρουσί του του μουρό

τσι σα δε του πληρώσεις, θα του πληρώσου γω.

Ανάθιμά σι, Καλαλέ, που έκλιψις τα χράμια

τσι πήγις τσι τα έφαγις μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.

Γιου Δημητρός γιου Ρούγκους τσι Αθανάσ’ς τ’ Κουρτσιάδ,

δέσ’μου θέλιν π’ του λιμό τσι ρίξ’μου μες στου πγάδ.

 

Συρτός της νύφης

Πολύ παλιός και πολύ γνωστός είναι ο συρτός της νύφης, σμυρνιός με αμανέ. Το συρτό στην Αγιάσο τον χόρευαν δυο δυο. Τον χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη. Μ’ αυτόν άρχιζε ο χορός και τον παίζανε μέχρι να σηκωθούν να χορέψουν όλοι.

Χαιρόστε, να χαιρόμαστε, γιατί καιρός διαβαίνει κι όποιος θα μπει στη μαύρη γη πίσω δεν ξαναβγαίνει.

Αυτή είναι η προτροπή που βγαίνει μέσα απ’ τους φιλοσοφημένους στίχους του αμανετζή, την όμορφη στιγμή του γάμου, όπου μόνο η χαρά ταιριάζει.

 

Στιγμιότυπο από το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία (Άγλια), πριν από τον πόλεμο. Οι μουσικοί προπορεύονται των καβαλαραίων... (Φωτογραφία Χουτζαίου)
Στιγμιότυπο από το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία (Άγλια), πριν από τον πόλεμο. Οι μουσικοί προπορεύονται των καβαλαραίων… (Φωτογραφία Χουτζαίου)

Καρσιλαμάς μυτιληνιός

Μετά το συρτό διάταζαν καρσιλαμάδες. Είναι πιο γρήγοροι απ’ τα ζεϊμπέκικα και μαλακοί. Τους χόρευαν άνδρες και γυναίκες αντικριστά, χωρίς τραγούδι. Τον καρσιλαμά που ονομάζουμε «μυτιληνιό» το 1978 ο Σίμων Καράς τον ηχογράφησε στο Αναγνωστήριο και από τότε οι εκπομπές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, που αναφέρονται στη Λέσβο, αρχίζουν με τη μελωδία του. Μαζί με τον αγιασώτικο αποτελούν τα διαμάντια της μουσικής μας παράδοσης.

Πες μου, φως μου, στο θεό σου, μ’ αγαπάς για με γελάς,

να με περιπαίζεις θέλεις, τον καιρό σου να περνάς.

Άνοιξε τα χειλάκια σου και πες μου μιαν αλήθεια,

με τα σωστά σου μ’ αγαπάς ή με τα παραμύθια.

Μου λένε να μη σ’ αγαπώ, μου λένε να σ’ αφήσω,

δίχως εσένα, μάτια μου, πώς ημπορώ να ζήσω;

 

Καρσιλαμάς αγιασώτικος

Ετσι τον παράγγελναν τα παλικάρια με τα σαλβάρια. Πολύ ζωηρός στο ύφος του, με κοψίματα και τινάγματα, ξεσήκωνε και τις πέτρες, ιδιαίτερα όταν αντάμωνε σε αρμονία ο ήχος του κλαρίνου του Κακούργου και της κορνέτας της Άννας, του Στρατή Ρόδανου. Δεν έχει λόγια, έχει όμως μέσα του το παράπονο.

 

Γαρουφαλιά

Στα πανηγύρια, στους γάμους και στα γλιτώματα, που στις παρέες βρίσκονταν και γυναίκες, συνηθιζόταν να χορεύεται και ο σμυρνιός καλαματιανός από πολλούς μαζί. Ορισμένοι στίχοι υπήρχαν με το όνομα Γαρουφαλιά, προστέθηκαν όμως και μερικοί από τον Πάνο Πράτσο.

Μ’ αγαπάς, Γαρουφαλιά μου, μ’ αγαπάς για με γελάς,

να με κοροϊδεύεις θέλεις, τον καιρό σου να περνάς.

Όσο μου κάνεις πείσματα, χαίρομαι και γλεντίζω,

κατέχω το πως μ’ αγαπάς και δεν κακοκαρδίζω.

Καρδιά μου που ‘σταν λεύτερη, ποιος σου ‘πε ν’ αγαπήσεις

και πού ‘σουνα βασίλισσα, σκλάβα να καταντήσεις.

 

Φωκιανό

Τα ζεϊμπέκικα, κι αυτά, με το αρρενωπό τους ύφος, χορεύονταν κυρίως από άνδρες. Η προέλευσή τους φαίνεται αρχαιοελληνική, γιατί, όπως γράφει ο Σίμων Καράς «η φυλή των ζεϊμπέκων, που ίσως ήταν ιωνικής καταγωγής, κληρονόμησε αρχαιοελληνικούς χορευτικούς ρυθμούς, αφού το ρυθμικό σχήμα των εννέα χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Σαπφούς». Το φωκιανό είναι βαρύ ζεϊμπέκικο, πολύ παλιό. Το παράγγελναν ιδιαίτερα στην Αγιάσο οι βαρύδες και γονάτιζαν όταν το χόρευαν. Και σήμερα, όταν οι χορευτές διατάξουν ένα βαρύ παλιό ζεϊμπέκικο, οι μουσικάντες βάζουνε το «φωκιανό».

 

Στιγμιότυπο χορού με μαχαίρι, από τις «Αιολικές Εκδηλώσεις» (1970). (Πίνακας Αναγνωστηρίου, έργο Armen (1971). Δωρεά Ζάνου Γουγουτά)
Στιγμιότυπο χορού με μαχαίρι, από τις «Αιολικές Εκδηλώσεις» (1970). (Πίνακας Αναγνωστηρίου, έργο Armen (1971). Δωρεά Ζάνου Γουγουτά)

Χορός με το μαχαίρι

Ένας πολύ χαρακτηριστικός χορός της Αγιάσου είναι ο χορός με το μαχαίρι. Μιμικός χορός, δύσκολος, τον χόρευαν τα Τινέλια στην Αγιάσο και συνεχίζοντας την παράδοση ο μόνος σήμερα που τον χορεύει είναι ο απόγονος τους Βασίλης Τινέλης. Στην αρχή τον χόρευαν αυθόρμητα, αρπάζοντας απ’ το τζάκι τη μασιά, επειδή δεν άφηνε η αστυνομία το μαχαίρι. Χρειάζεται ο χορευτής να έχει δεξιοτεχνία, σταθερότητα στο χέρι, ακρίβεια στις κινήσεις, που γίνονται αστραπιαία. Ο συγχορευτής ακίνητος και απαθής. Βαρύς και επιβλητικός ο χορός, κάπου προκαλεί το φόβο και την αγωνία, αλλά και το γέλιο. Λόγια δεν υπήρχαν. Μετά, το 1963, το τόνισε ο Πάνος Πράτσος.

Βάσανα, καημοί, ως πότε το κορμάκι μου θα τρώτε.

Θάνατο θα προτιμήσω, παρά να σ’ αλησμονήσω.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ’.

Ω λιγνό μου κυπαρίσσι, θάνατος θα μας χωρίσει.

Δε σ’ αρνούμαι, κρύα βρύση, ω λιγνό μου κυπαρίσσι.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ ‘, έχασα του λουγισμό μ.

Το φεγγάρι πήρε βόλτα, στης αγάπης μου την πόρτα.

Αγαπώ σι τσι του ξέρεις, το ‘μαθες τσι δε μι θέλεις.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ’.

Το μαντίλι σου τινάζεις και θαρρώ πως με φωνάζεις.

Το μαντίλι σου διπλώνεις και θαρρώ πως με μαλώνεις.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ.

 

Αγιά μου, Παναγιά μου

Οι χορευτές έπρεπε να κλείσουν με τον πηδηχτό χορό «Βάλ’ του μαζουμένου» ήταν η παραγγελία. Έδιναν και ονόματα, όπως «Μαλαματένια». Λεγόταν και χόρες. Υπήρχαν πολύ δύσκολες χόρες, μάλλον ρουμάνικες με ευρωπαϊκό στιλ και με κάποιες παραλλαγές στη σύνθεση. Σε ορισμένες υπήρχαν και λόγια. Το «Αγιά μου, Παναγιά μου» είναι ένα πηδηχτό, πολύ παλιό ως μελωδία, αλλά με λόγια που τα έβαλε ο Πάνος Πράτσος. Και πάλι ο ερωτευμένος επικαλείται τη βοήθεια της Παναγιάς της Αγιασώτισσας και των Αγίων, να βοηθήσουν ν’ ανταποκριθεί το ταίρι του στην αγάπη του.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Αγιού Γρηγόρη μου,

βοήθα το πουλί μου να ‘ρθει στη γνώμη μου.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Άγιου Στυλιανέ,

βοήθα το πουλί μου, για να μου πει το ναι.

Έλα, χάρε, έλα, χάρε, την ψυχή σκύψε, πάρε,

έλα, πλέλι μ’, μι τα μένα, να πιρνάς χαριτουμένα.

Σε αγαπώ, τι κέρδισα, κοντεύω να πεθάνω

κι η αιτία είσαι συ που τη ζωή μου χάνω.

Μαύρισε γη καρδούλα μου σαν του παπά του ράσου,

μηδί θα τραγουδήσου πια μηδί θενά γιλάσου.

Μι τα σένα θέλου να ‘μι, πα σ’ ένα βουνό καλά ‘μι.

Τρέχουν τα ματέλια μ’, τρέχουν σαν τα σύννιφα που βρέχουν.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Αγιού Λιφτέρη μου,

βοήθα το πουλί μου να γίνει ταίρι μου.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσ’ Αγιά μου Φωτεινή,

λαμπάδα θα σ’ ανάψου για μια μελαχρινή.

Έχι την κρυφά, πουλί μου, την αγάπη τη δική μου,

Αγιασώτισσά μου γλάστρα μι τα λούλουδά σου τ’ άσπρα.

 

Ο κλαρινίστας Στρατής Αχ. Σουσαμλής με τον τυμπανιστή Αριστή Μουτζουρέλη (Λαγό). Στιγμιότυπο από θεατρική παράσταση του Αναγνωστηρίου (12 Αυγούστου 1984). (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)
Ο κλαρινίστας Στρατής Αχ. Σουσαμλής με τον τυμπανιστή Αριστή Μουτζουρέλη (Λαγό). Στιγμιότυπο από θεατρική παράσταση του Αναγνωστηρίου (12 Αυγούστου 1984).
(Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)

Πολύ πλούσια η μουσικοχορευτική μας παράδοση. Τα παραπάνω αποτελούν μια πρώτη συνοπτική προσέγγιση και ένα μικρό δείγμα τραγουδιών και σκοπών, που οι πρόγονοι μας παλιά τραγουδούσαν και χόρευαν. Κι εμείς σήμερα με περηφάνια λέμε πως είναι δικά μας και τα τραγουδούμε και τα χορεύουμε. Υπάρχει σκέψη να γίνει μια έκδοση όλου του μουσικολαογραφικού υλικού, που έχει συγκεντρώσει το Αναγνωστήριο και έχω καταγράψει και εγώ σε κασέτες με διηγήσεις παλιών γλεντζέδων και μουσικών της Αγιάσου.

Τις πληροφορίες για τη σύνθεση της εργασίας μου μου τις έδωσαν ο Πάνος Πράτσος, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Μενέλαος Καμάτσος, ο Βασίλειος Χατζηπαναγιώτης και ο Δημήτριος Αγρίτης. Τους ευχαριστώ.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 91-92/1995

ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΛΕΤΖΕΔΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας.

Το όργαλο, δηλαδή τη λατέρνα, το πρωτοέφερε στην Αγιάσο κατά το 1916-1917 ο Σωκράτης Βάλεσης, ο Μασόνος. Δεν το κράτησε όμως πολύ και το έδωσε. Αμέσως τον διαδέχτηκε ο Αθανάσης Καμαρός, το Κουρτσιάδ’. Αυτός ήταν μερακλής, το είχε πάντα καταστολισμένο μ’ ένα σωρό φανταχτερά μπιχλιμπίδια, που κάθε τόσο τα άλλαζε. Το μεγάλο του μεράκι ήταν να περνά στο όργαλό του κάθε καινούργιο σκοπό που κυκλοφορούσε, κι ας μην είχε άλλο όργαλο να τον ανταγωνίζεται. Τους σκοπούς στα όργαλα τους περνούσε ο μουσικός Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, και τις ποντίλιες τις κάρφωνε στον κύλινδρο ο αδερφός του Ξινόφς, που ήξερε κιόλας να κουρδίζει.

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας. Απέναντι από τα κουϊτούκια κάθονταν οι κοπέλες, αραδιασμένες πάνω στα καριγλιά τους, με τα καλύτερά τους τα στολίδια, το μαργαριτάρι στο λαιμό, τις αρμαθιές τα φλουριά στο στήθος – ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση η καθεμιά – και τα βραχιόλια στα χέρια. Φτάνοντας τα παλικάρια στα κουϊτούκια, πίνανε τα ούζα τους και κάνανε και το χορό τους, αν υπήρχε μουσική, όργαλο ή νταβούλι. Φλερτάρανε, γνέφανε στις κοπέλες και πλέκανε τα ερωτικά τους ειδύλλια. Τα κουϊτούκια άνοιγαν μόνο τ’ απογεύματα της Κυριακής και κάθε μεγάλης γιορτής, που άρχιζε η πατινάδα των παλικαριών, και κλείνανε μόλις νύχτωνε. Δεν ήταν εύκολο να βάλουν λαδολύχναρα ή γκαζόλαμπες. Απ’ τον Αύγουστο του 1927, που χάρη στο χειρούργο γιατρό Στρατή Δούκαρο ηλεκτροφωτίστηκε η Αγιάσος, πήραν φως και τα κουϊτούκια.

Το Κουρτσιάδ’ πήγαινε και έπαιζε με το όργαλό του παντού, όλες τις μέρες της εβδομάδας κι όλες τις ώρες, όπου τον φώναζαν οι παρέες. Τις Κυριακάδες όμως, τ’ απογεύματα που άρχιζε η πατινάδα, δεν πήγαινε πουθενά και σε κανέναν, όσα και να του έδιναν. Ήθελε να είναι συνεπής και να βρίσκεται στο μόνιμο στέκι του, στην Μπουτζαλιά, στο κουϊτούκι του Δημητρού Ρούγκου, που μεσουρανούσε τότες.

Στο κουϊτούκι του Ρούγκου έγιναν οι πιο μεγάλες διασκεδάσεις, τα πιο μεγάλα γλέντια και ξενύχτια. Δεν υπήρχαν τότες περιορισμοί, στο άνοιγμα και στο κλείσιμο, από την αστυνομία. Είχε το πλεονέκτημα να είναι κάτω από το σπίτι του Ρούγκου και σα χήρος με δυο μικρά παιδιά βρισκόταν όλες τις ώρες εκεί. Εκτός από την περαστική πελατεία, ο Ρούγκος είχε και τη μόνιμη που δεν έλειπε, όπως δε λείπει ο Μάρτης από τη μεγάλη σαρακοστή. Είχε την παρέα του, πρώτο και καλύτερο το Κουρτσιάδ’ ,το Γεώργιο Σκλεπάρη ή Θείο, το Στρατή Νιγδέλη ή Δοντά, το Βαγγέλη Κοντή ή Μπουνατσέλ(ι), το Θεόδωρο Χτενά ή Μπουλασίκ, τον Παναγιώτη Βουνάτσο ή Κνα, το Γρηγόρη Νιγδέλη ή Φέσ’ και τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον πασίγνωστο Κακούργο. Ήταν όλοι άνθρωποι του γλεντιού, με σπιρτόζικο πνεύμα, καλαμπουρτζήδες, ετοιμόλογοι και στιχουργοί της στιγμής. Γλεντούσαν ταχτικά και κάπου κάπου βγάζανε και βδομάδα σαν τους παπάδες. Το γλέντι τους ήταν σωστή ιεροτελεστία μέσα στο όχι και τόσο καλά φωτισμένο κουϊτούκι.

Πάνω στο γλέντι ο στιχουργός σηκωνόταν όρθιος και τραγουδούσε τους στίχους στο σκοπό της εποχής. Όλοι της παρέας, όρθιοι, τους επαναλάμβαναν, παίζοντας παλαμάκια, χοροπηδώντας με γέλια και χάχανα και κάνοντας γύρους στο τραπέζι τους. Τις περισσότερες φορές στόχο είχαν το Ρούγκο που τα δεχόταν όλα, ό,τι κι αν του έκαναν, ό,τι κι αν του τραγουδούσαν.

Ο Ρούγκος άφησε εποχή, άφησε και τα παρακάτω τραγούδια, που ακούγονται ακόμα και σήμερα κάπου κάπου:

Ωραία Μπουτζαλιά μου,
που’ σταν καμπαναριό,
τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους
σουστό πουταναρειό.
Ωραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
‘χάσις την Κλεανθίτσα,
δε θα την ξαναδείς.
Ρε Ρούγκου Δημητρό,
πλέρουσι του μουρό,
σα δεν του πληρώνεις
θα του πληρώσου γω.

 Όταν ο Ρούγκος μια μέρα έκαψε τον τέντζερη που μαγείρευε ρεβίθια για να φάει με τα μωρά του, τραγούδησε στην παρέα του:

Δεν έκλιγα του τζιτζιρέ,
μον έκλιγα τ’ αρβίθια,
που μείναν τα μουρά ιν(ι)σκά
τσι κλαίγαν ούλη νύχτα.

 

Για το Στρατή Καλαλέ, τη Γκαγκάνα, που έκλεψε τα χράμια από το σπίτι του, τραγουδούσαν:

Ανάθιμά σι Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.

 

Και για μια απαγωγή τραγουδούσαν:

Γη μέρα ‘νταν Διφτέρα
που ξμέρουνι ταχτέρ,
μας κλέψαν τη Σκαρλάτη
μι του μπουχτσά τς στου χέρ.’
Ταμπακέρα φουσκουμέν(ι),
γη Σκαρλάτ’ αγκαστρουμέν(ι).

Όταν, απόμαχος πια ο Ρούγκος, έκλεισε το κουϊτούκι του, το Κουρτσιάδ’ μετέφερε το όργαλο μόνιμα στου Καρρά, στο κουϊτούκι του Σπύρου Τινέλη, της Μανιάς. Με το όργαλό του το Κουρτσιάδ’ ως τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής γλέντησε και χόρεψε όλη την Αγιάσο, μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου.

Τα ανεπανάληπτα γλέντια που γίνονταν στου Ρούγκου τα ξαναζωντάνεψε – παρ’ όλο που δεν τα εφτασε – και μας τα παρουσίασε από τη σκηνή, με την ηθογραφία του «Ωραία Μπουτζαλιά μου», ο Αντώνης Μηνάς. Το καλλιτεχνικό τμήμα του Αναγνωστηρίου, ανταποκρινόμενο στις προσκλήσεις που πήρε, παρουσίασε το έργο στη Μυτιλήνη, στα κεφαλοχώρια και στα μικρά χωριά του νησιού, καθώς και στην Αθήνα.

Η παρέα Κουρτσιάδ’ – Ρούγκου και Σία ήταν και άφθαστοι φαρσέρ. Φτάνει να έπαιρναν μυρουδιά για κάτι, όπως πήραν μυρουδιά το Κουρτιάδ’ που είχε παραγγείλει κασκαβάλια τυρί για τη σοδειά του. Φρόντισαν, την ώρα που τα πίνανε και γλέντιζαν, να τον φέρουν και να τον κάνουν, όπως ήθελαν. Και δε δυσκολεύτηκαν να τα καταφέρουν. Βρήκαν μια κόφα – μεγάλο κοφίνι πλεγμένο με αλυγαριές με το οποίο μεταφέρανε τα φρούτα εκείνα τα χρόνια, τον βάλανε μέσα κι από πάνω δέσανε μια μεσάλα. Δουλειές νοικοκυρεμένες. Φωνάξανε τον πρόσφυγα χαμάλη Μπάτη, τον πληρώσανε και του αντουνιάσανε την κόφα να πάει το τυρί στο σπίτι του Κουρτσιάδ’. Οι γειτόνισσες του δείξανε το σπίτι, ρίξανε και μια φωνή: «Μούρφουλ(ι), έβγα τσι φέραν του τυρί». Όταν είδε την κόφα το Μουρφούλ(ι), είπε: «Εμ τι του ήθιλι ξτιανός έγιουσου τυρί! Είπαμι να πάρουμι κουμμάτ’, εμ όχ(ι) τσι μια κόφα. Γή τ’ μιγάλ(ι) τ’ φαμλιά έχουμι; Νέισαν, ας είνι». Άμα ξεφόρτωσε το χαμάλη με μια γειτόνισσά της, είπε: «θα θέλ(ι)ς α πάρς τσι τ’ κόφα, μη ξανάρχισι». Όταν έβγαλε τη μεσάλα από πάνω από την κόφα κι είδαν μέσα τον Αθανάση να κοιμάται σα λαγός, τρόμαξαν, ξιπάστηκαν. Τούτο πάλι ήταν από τα ανάγραφα. Έβαλε το Μουρφούλ(ι) το χέρι της πάνω στο κεφάλι του Αθανάση κι είπε: «έγιτιου κασκαβάλ(ι) που είσι, έγιτια τσι χειρότιρα θα παθαίν(ι)ς. Τά σι κάνου γω, θέλ(ι)ς τα τσι παθαίν(ι)ς τα. Μουσταχάκς».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 17/1983

ΟΙ ΛΑΤΕΡΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Από πολύ μικρός είχα τη μανία να ρωτώ τους γέρους και να μαθαίνω πράγματα που δεν τα ήξερα. Για τη λατέρνα, που από την πρώτη στιγμή κίνησε το ενδιαφέρον μου, ρώτησα τον παππού μου. Απ’ αυτόν έμαθα για την τύχη της στο χωριό μας.

Την πρώτη λατέρνα, καταπώς μου διηγήθηκε, την έφερε στην Αγιάσο από την Πόλη ο Προκόπιος Τσιχλής , κατά το 1900, ίσως και νωρίτερα. Όταν την έφερε, έγινε το έλα και να δεις, δεν έπαιρνε ανάσα από την πολλή δουλειά. Οι τότε σατιρογράφοι μάλιστα πήραν αφορμή από το γεγονός αυτό, έγραψαν στίχους και τους έβαλαν σκοπό μέσα στη λατέρνα. Οι στίχοι ήταν επιτυχημένοι και έλεγαν:

Ήρτι τ’ όργαλου τ’ Τσιχλή
τσ’ έπιξί μας τρεις σκουποί,
πήρι τα γρουσέλια μας
τσι τα δικαρέλια μας.
 

Στη συνέχεια έβαλαν σκοπό στη λατέρνα άλλους στίχους, τους οποίους εμπνεύστηκαν οι σατιρογράφοι από ένα άλλο γεγονός. Κάποιος Αγιασώτης, ονομαζόμενος Καλαλές, έκλεψε κάτι «χράμια», τα πούλησε και με τα χρήματα που πήρε οργάνωσε γλέντι μαζί με άλλους όμοιούς του. Οι στίχοι αυτοί έλεγαν:

Θα σι σκουτώσου, Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.
 

Ένα άλλο περιστατικό, που έγινε σκοπός της λατέρνας, είναι δεμένο με το Δημητρό Ρούγκο, ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε πιάσει κάποιο παιδί, για να κάνει βρομοδουλειά μαζί του. Οι στίχοι έλεγαν:

Βρε Ρούγκου Δημητρό,
πλήρουσί του του μουρό,
γη, σα δεν του πληρώσ’ς,
να του πληρώσου γω.
 

Και ένα άλλο γεγονός, που ίσως ήταν και το τελευταίο της περιόδου εκείνης. Κάποια όμορφη Μπουτζαλιώτισσα, που την έλεγαν Κλεανθίτσα, άφησε την Αγιάσο και έφυγε στα ξένα. Οι Αγιασώτες έγραψαν τους αποχαιρετιστήριους στίχους.

Ουραία Μπουτζαλιά μου,
που ‘σταν καμπαναριό
τσι σ’ έκανι γι Ρούγκους
σουστό πουταναριό.
Ουραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
γιατί την Κλεανθίτσα
δε θα την ξαναδείς.
 

Ίσως να υπήρξαν και άλλοι στίχοι για την Μπουτζαλιά και για το Ρούγκο. Η Μπουτζαλιά άκμαζε, γιατί ήταν η πιο πλούσια συνοικία του χωριού, λόγω της εργατικότητας των κατοίκων. Όλα τα σπίτια ήταν εργαστήρια λογής λογής. Οι γυναίκες ύφαιναν και είχαν πολλά φλουριά και λίρες, που αποκόμιζαν από τα είδη που παρήγαγαν και πουλούσαν σ’ όλο το νησί. Ο Ρούγκος, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, ήταν άνθρωπος της δουλειάς, καπάτσος. Γνώριζε τα πάντα, εκμεταλλευόταν το «ταλέντο» του και ζούσε σε βάρος των άλλων.

Τους σκοπούς τους πέρναγε στις λατέρνες πρώτα ο θείος μου ο Στρατής Ρόδανος. Θυμάμαι πως κουβαλούσαν τη λατέρνα μέσα στο σοκάκι, έξω από τα σπίτια μας. Με ένα άσπρο παγιαυλί στο στόμα ο θείος μου ρύθμιζε τους στίχους και έκανε τη συναρμολόγηση ολόκληρου του σκοπού.

kourtsiad
Ο Αθανάσιος Καμαρός ή Κουρτσάδης (αριστερά) με τον Παναγιώτη Αντώνα, που περνούσε σκοπούς στις λατέρνες.

Μετά τον Τσιχλή λατερνατζήδες στην Αγιάσο ήταν ο Σωκράτης ο Βάλεσης (Μασόνους), ο Μήτσος τ’ Αγλάγ(ι), ο Θανάσης Καμαρός ή Κουρτσιάδης και ο Πάνος η Χτένα. Από δω και πέρα άρχισε να βασιλεύει το άστρο της λατέρνας, όπως και τόσα άλλα. Έπαψαν ν’ ακούγονται το νταβούλι του Λαγού, καθώς και ο ζουρνάς και η γκάιντα, που έπαιζε ο Ανδρέας Κινάνης. Σε κάθε κουϊτούκι μέσα στο χωριό στάθμευε και μια λατέρνα. Τότες που βγαίναμε πατινάδα, να δούμε τις «γιαβουκλούδες» μας, που μας περίμεναν, κάναμε πρώτα ρεφενέ για τα έξοδα και την αμοιβή της λατέρνας, και μετά ξεκινούσαμε. Και τούτο, γιατί τα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν πολλά χρήματα, όπως τώρα. Το τάλιρο ήταν άλλοτε ίσαμε μυλόπετρα για μας.

Ένα διάστημα οι μουσικές ήταν ανύπαρκτες, γιατί όλοι οι μουζικάντες ήταν στρατευμένοι. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, κυρίως όμως μετά το 1922, άρχισαν να οργανώνονται οι κομπανίες. Δυο ήταν ξακουστές σ’ όλο το νησί. Η μια ήταν του θείου μου, του Στρατή Ρόδανου, και η άλλη του Παναγιώτη Σουσαμλή (Κακούργου). Αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και τα μπουζούκια. Στη μεταξική περίοδο θυμάμαι ότι είχαμε, εκτός από τις δυο γνωστές κομπανίες , και πέντε μικρά άλλα συγκροτήματα, που είχαν διάφορα όργανα.

Ο θείος μου Στρατής Ρόδανος ήταν και αυτοδίδακτος ταλαντούχος δάσκαλος μουσικής. Ένα σπίτι, που ανήκε σε μια θεια μου που ήταν στην Αμερική, το είχε ωδείο. Από το πρωί ως το βράδυ αυτή ήταν η δουλειά του. Έβγαζε τσιράκια, μουσικούς. Αναρίθμητοι οι μαθητές του. Έπαιζε μια τρόμπα, που δεν πιστεύω να έπαιζε άλλος κανείς. Όταν έπαιζε σε παρέα καλή, χαιρόσουν να τον ακούς. Είναι αμέτρητες οι φορές που γλέντησα μαζί του και δεν είναι δυνατόν να σας δώσω να καταλάβετε το μέτρο της μεγάλης του αξίας. Και ο Παναγιώτης Σουσαμλής όμως ήταν άφταστος. Το κλαρίνο του ήταν αδύνατο να το παίξει άλλος.

stoixio
Αναμνηστική φωτογραφία από την Αγία Παρασκευή Λέσβου (9 Οκτωβρίου 1938), στην οποία είχαν μεταβεί οι ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου “η Ανάπτυξις” Αγιάσου και παρουσίασαν το δράμα του Φραγκίσκου Γκρίλλπαρτσερ “Το στοιχειό του Πύργου”. Διακρίνονται από αριστερά ο Στρατής Στεφάνου, ο Βασίλειος Ρόδανος, γιος του Στρατή Ρόδανου, ο Πάνος Πράτσος, αντιπρόεδρος του Αναγνωστηρίου, και ο Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).

Εάν ζούσαν σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, θα γίνονταν σε πολύ λίγο χρόνο εκατομμυριούχοι και θα τους θαύμαζε όλος ο κόσμος. Εγώ τους απόλαυσα. Δε θυμάμαι να πέρασε βδομάδα, χωρίς να τους χαρώ. Ακόμα και στο Σανατόριο τους πήγαμε, μέσα στα χιόνια, με τον Κώστα Βουλβούλη.

Χρυσά αξέχαστα χρόνια! Πολλές φορές ξετυλίγονται μέσα στη μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, που κρατά την ανάσα μου και εύχομαι να μη φτάσει ποτέ στο τέλος. Έφυγαν τα χρόνια τα καλά και τα τρισευτυχισμένα και ήρθαν τα άχαρα και τα δυστυχισμένα.

(Αγιάσος, 19 Απριλίου 1987)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989