ΤΟ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ

18/06/1953

Η σπίθα του Αθλητισμού στην Αγιάσο είχε ανάψει πριν από 25 χρόνια απ’ τ’ Αναγνωστήριο πούχε ιδρύσει Αθλητικό τμήμα και λειτουργούσε σαν παράρτημά του. Στην αρχή κι’ ωσότου ιδρυθεί ανεξάρτητο αθλητικό Σωματείο από μαθητάς του Γυμνασίου και μη, η προπόνησις γινότανε μέσα στην αυλή του Α΄ Δημοτικού Σχολείου παρ’ όλο που ο χώρος ήταν μικρός για ποδόσφαιρο. Το επέβαλε όμως η ανάγκη γιατί δεν υπήρχε άλλος χώρος κατάλληλος. Όταν αργότερα ιδρύθη και ανεγνωρίσθη (1930-1932) από το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης ο Γυμναστικός Σύλλογος ο «Όλυμπος» σαν ανεξάρτητο Σωματείο με δική του δ/σι ζήτησε απ’ την τότε Κοινότητα Αγιάσου να τού παραχωρήσει το εις θέσιν «Καμπούδι» οικόπεδό της που βρίσκεται λίγα μέτρα έξω απ’ τα σχολεία, και που ως τότε χρησιμοποιόταν ως Κεραμοποιείο για να το διαμορφώσει σε αθλητικό γήπεδο. Τότε ο αθλητισμός μεσουρανούσε και παντού είχε ξαπλώσει σαν επιδημία προσβάλοντας μικρούς και μεγάλους, ακόμα και στα πιο μικρά χωριά. Υπό την επίδρασιν της ιδέας αυτής του αθλητισμού το τότε κοινοτικό συμβούλιο δια πράξεώς του παρεχώρησε το οικόπεδο εις τον Γυμναστικόν Σύλλογον «Όλυμπος» με σκοπό να γίνει και να χρησιμοποιηθεί ως γήπεδον του Συλλόγου και των Σχολείων.

Αλλά είναι ευνόητον ότι από ένα κεραμοποιείο, δεν ξεπετιέται απ’ τη μίαν ημέρα στην άλλη γήπεδο αθλητικό. Η διαμόρφωσίς του απαιτούσε χρήματα κι’ αυτά δεν υπήρχαν. Επιχορήγησις εξ άλλου δεν υπήρχε ελπίς να δοθεί από κανένα οργανισμό του χωριού. Ως τόσο το γήπεδο διαμορφώθηκε για να επαληθεύσει ακόμη μια φορά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι όταν υπάρχει αγάπη σύμπνοια και πραγματική όρεξη για δουλειά, πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν.

Η τότε Δ/σι του Γυμναστικού Συλλόγου ο «Όλυμπος» αποτελουμένη απ’ τους αείμνηστο Μιλτιάδη ή Χρόνη Σουσαμλή, Στρατή Καββαδέλη, Αντώνιον Ηρ. Αναστασέλη, Δημήτριον Μουτζουρέλη, Μιχαήλ Xατζηευστρατίου, Παν. Πολυπάθου και Χριστόφα Μούχαλο για να βάλουν τον οικονομικό πυρήνα στο Ταμείο του συλλόγου, οργάνωσαν μια θεατρική παράσταση που έπαιξαν και οι ίδιοι με το έργο «Μια νύχτα, μια ζωή» του Σπύρου Μελά. Κι’ αργότερα έκανε ένα μεγάλο σάλτο, οργάνωσε και τον πρώτο χορό που δόθηκε μες την Αγιάσο με οργανωτική Επιτροπή τον αείμνηστο Παν. Κουλα­ξιζέλη, Δημήτρ. Μουτζουρέλη, Μιλτιάδη Σκλεπάρη, Παν. Πολυπάθου, Αντ. Αναστασέλη που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία παρ’ όλη την αντίδραση που βρήκαν απ’ τη στενοκεφαλιά τ’ Αγιασώτη και τις σεμνότυφες προλήψεις του. Εκ παραλλήλου κατόρθωσαν με τις επίμονες ενέργειες του Δ/κού Συμβουλίου του Γυμναστικού Συλλόγου και επί Υπουργού της Παιδείας του κ. Γεωργ. Παπανδρέου να χαρακτηρίσουν το Γυμναστήριο ως σχολικό και να πάρουν απ’ το Τμήμα Φυσ. Αγωγής μέσον και χάρις στον κ. , Παπανδρέου 20.000 δρ. κρατική επιχορήγηση.

Το ποσόν των 20.000 δραχ. έφερε διπλή χαρά στο Συμβούλιο του Συλλόγου, γιατί απ’ τη μια θα διηύρυνε και θα εβελτίωνε το γήπεδό του κι’ απ’ την άλλη θα έδινε δουλειά στα εργατικά χέρια που τα μάστιζε η ανεργία εκείνη την εποχή λό­γω της διετούς αφορίας της ελιάς. Με τις 20.000 δραχμές αυτές και με την προσωπική εργασία των μελών που αφ’ εαυτού των προσεφέρθησαν να εργασθούν και με τη βοήθεια όλων των φιλάθλων, έγιναν οι απαραίτητοι εκβραχισμοί και το γήπεδο ηυρύνθη σ’ όλη του την έκταση, εκτός από ένα ελάχιστο τμήμα στις άκρες του, κι’ έτσι μπορούν να γυμνάζονται τώρα μ’ όλη τους την άνεση οι ποδοσφαιρισταί μας, και να δίνουν και ματς.

Η ψυχή όμως αυτής της προσπαθείας ήταν ο μακαρίτης Μιλτιάδης ή Χρόνης Σουσαμλής, φαναρτζής το επάγγελμα κι’ αγράμματος, αλλά πλημμυρισμένος από αγάπη προς κάθε τι, που απέβλεπε στο γενικό καλό και στη πρόοδο.

Δίκαιο είναι η Δ/σις του Γυμναστικού Συλλόγου, και διότι διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος του Συλλόγου, αλλά και από ευγνωμοσύνη προς τις τόσο αποδοτικές του προσπάθειες, ν’ αναρτήσουν την φωτογραφία του μακαρίτη εις τα γραφεία του Συλλόγου.

Τελευταία είχαμε δύο ποδοσφαιρικές συναντήσεις, μία στας 25 Μαΐου, και η άλλη προχθές.

Είχε μετεκληθή η ομάδα του «Αχιλλέως» από την Μυτιλήνη. Το αποτέλεσμα της συναντήσεως ήταν εις βάρος του Συλλόγου μας (5 με 3. )

Η δεύτερη συνάντησις έγινε στις 7 Ιουνίου, με αντίπαλο τον «Κεραυνό» του Αφάλωνα, ενισχυμένο όμως όπως εμάθαμε με ποδοσφαιριστάς από τη Μυτιλήνη.

Ενίκησε ο «Κεραυνός» (4 με 2) αλλά με πολύ σκληρό αγώνα.

Φυσικά τ’ αποτελέσματα δεν έχουν σημασία.

Η διοίκησις του «Ολύμπου» απέβλεπε εις το να συγκεντρώσει τον κόσμον και το ενδιαφέρον της νεολαίας προ παντός προς τον αθλητισμόν, να κινήσει την άμιλλα αναμεταξύ των νέων και να τους βγάλει απ’ τα καφενεία. Τόσο ήτο το ενδιαφέρον  του κόσμου που δεν έμεινε γυναίκα στο σπίτι και άνδρας στο καφενείο. Εκτός απ’ την αρτηριοσκλήρωση που δεν κινείται ποτές και πουθενά. Όλη η Αγιάσος έτρεξε να δη και να παρακολουθήσει τα νιάτα μες το στίβο που πλάθει τα ατσαλένια κορμιά με το γερό πνεύμα.

Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στους Στρατή Γαββέ Πρόεδρο, Μιχ. Γαλετσέλη, Στρατή Βέτσικα, Κώστα Τζιρίδη και Στρατή Βάλεση που αποτελούν το Συμβούλιο του Συλλόγου και ένα μεγάλο μπράβο στους ποδοσφαιριστάς της ομάδος του «Ολύμπου» Χρ. Μητσώνη, Μ. Παπάνη, Ευστρ. Βάλεση, Ηρακ. Xατζησάββα, Ευστρ. Τζιρίδη, Σταύρο Νουλέλη. Αριστείδη Σκλεπάρη, Κουτρή, Τσαμπλάκο, Ευστρ. Παπάνη και Κουρουμπακάλη. Η προσπάθεια του Γυμναστικού μας Συλλόγου πρέπει και αξίζει να υποστηριχθεί απ’ όλους.

Αγιάσος 12-6-1953

ΜΙΣΚ.

ΣΤΡΑΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ. Ένας Αγιασώτης πολυτεχνίτης…

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Αντώνη Πρωτοπάτση (Pazzi) (Μελάνι, 14X20. Κάτοχος: Παν. Ρ. Σουσαμλής)

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα. Την ξέρανε στα χωριά του Πολιχνίτου και κυρίως της Γέρας, όπου τους φώναζαν ταχτικά ως το 1939-1940, που παίζανε μερόνυχτα κι όχι σπάνια και βδομάδα σωστή. Είχε και μπάρμπα μουσικό, που ήταν παντρεμένος στη Γέρα, το Γιώργο Καμπά. Έπαιζε κλαρίνο με την κομπανία των Νείρων, που ήταν άφταστη στα ευρωπαϊκά και στις καντάδες, με τον καλλίφωνο τραγουδιστή και μουσικό (τρομπόνι) Θεοφάνη, που ήταν γαμπρός του Καμπά.

Ήταν πολυτεχνίτης, χωρίς να είναι και ερημοσπίτης, όπως θέλει το λαϊκό ρητό. Είχε το καφενείο με τα μπαλκόνια πάνω στο γεφύρι, στο Σταυρί, (σημερινό σπίτι Στρατή Στεφάνου). Έκανε έπιπλα, καρέκλες, χτένια, καρούλια, σαγίτες για τις κρεβατές, αδράχτια κι άλλα. Με επινόησή του, που πρόσθεσε στα πόδια ραπτομηχανής, το ξασμένο και λαναρισμένο μαλλί, που θα έκανε στο αδράχτι γρίζα μια γυναίκα σε δέκα μέρες, το έκανε μόνο σε εφτά και όλο ντούζ’κο (το ίδιο). Απ’ τα θεμέλια έχτισε κι αποτέλειωσε ένα καλύβι του στις Λάμπες. Ακόμα έκανε και βάρκα του Κυνηγετικού Ομίλου για το κυνήγι της πάπιας στη Μεγάλη Λίμνο. Κι όλα αυτά αυτοδίδαχτος. Ό,τι δουλειά κι αν καταπιανόταν, την έβγαζε πέρα. Και ό,τι έβγαινε απ’ τα χέρια του ήταν σωστό καλλιτέχνημα και μιλούσε.

Στη φωτογραφική τέχνη που ασχολήθηκε, όταν παράτησε το όργανό του, χρειάστηκε να παρακολουθήσει λίγες μέρες κοντά στον πρόσφυγα φωτογράφο Παν. Χατζέλη, για να μάθει την τέχνη. Το 1927 που ο Χατζέλης μετέφερε το φωτογραφείο στη Μυτιλήνη, για να χτίσουν το σημερινό Ξενώνα, που στεγάζει την Αστυνομία και το Αγρονομείο, δημιούργησε δικό του φωτογραφείο στον Κάτω Κάμπο, δίπλα στο σπίτι του Παν. Κωμαΐτη.

Οι Καμπάδες που φτάσαμε είχαν διαψεύσει το παρατσούκλι τους, που στην τουρκική θα πει χοντρός. Απεναντίας ήταν κανονικοί στο σώμα και στο μυαλό όλοι τους ξυράφια κι όχι καμπάδες.

Θαύμαζε παθολογικά τους Γερμανούς (χωρίς να είναι φίλος τους) για τις προόδους, τις εφευρέσεις και τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα. Με τρεις νεαρούς Γερμανούς τουρίστες, που πέρασαν το 1937 παίζοντας ερασιτεχνικά ακορντεόν, που δεν είχε διαδοθεί ακόμα εδώ στην Ελλάδα, ήταν ξετρελαμένος με το παίξιμο και τα όργανά τους. Τους πήρε στο σπίτι του και τους περιποιήθηκε όσο μπορούσε. Όταν τον ρωτήσαμε, αν τον τραχανά που τους πρόσφερε τον πήρανε για στόκο και τον κολλούσαν στα τζάμια, πειράχτηκε πολύ.

Το καλοκαίρι του 1938 που ήρθε από το Μόναχο, όπου σπούδαζε, ο Πάνος Κολαξιζέλης κι απ’ την Αθήνα ο Πάνος Πανανής, που ήταν δημ. υπάλληλος, για να του εξάψουν πιο πολύ το θαυμασμό που είχε για τους Γερμανούς, συναγωνίζονταν ποιος θα του πει το πιο μεγάλο και τερατώδικο ψέμα. Ο Κολαξιζέλης του είπε πως απ’ τα ράχτα, που έχουμε μπόλικα και άχρηστα, οι Γερμανοί βγάζουν το καλύτερο μαλλί. Κι ο Πανανής, πιο τερατολόγος, του είπε πως στην Αθήνα κάποιος έχει φέρει μια ράτσα κότες απ’ τη Γερμανία, που, όταν γίνουν δυο χρονώ, αντί αβγά γεννούν πλέλια, φτάνει στην τροφή τους μέρα παρά μέρα να τους δίνεις και ζωικές τροφές (κρέας, ψάρια) και να τις έχεις σε ζεστό μέρος το χειμώνα. Αυτό δεν το χώρεσε το μυαλό του κι αντέδρασε. Με την επιβεβαίωση του Κολαξιζέλη και την υπόσχεση του Πανανή, πως θα φροντίσει να του στείλει μια κότα απ’ την Αθήνα, προσποιήθηκε πως το δέχτηκε. Όταν γύρισε ο Κομνηνός Τσοκαρέλης απ’ την Αθήνα όπου είχε πάει του έφερε μια παράξενη μαύρη γυμνολαίμισσα κότα μέσα σε μια κλούβα. Οι αμφιβολίες του άπιστου Θωμά διαλύθηκαν μεμιάς σαν καπνός. Κατουρημένος απ’ τη χαρά του για το πρωτάκουστο απόχτημά του, την έδειχνε καμαρωτός και περήφανος στα καφενεία και στο δρόμο που τραβούσε για το σπίτι του, στην Μπουτζαλιά. Στα καφενεία και στις γειτονιές οι συζητήσεις ήταν για την κότα που γεννά τα πλέλια. Το σπίτι του έγινε τόπος προσκυνήματος. Εντολή στη γυναίκα του, το Βγενιώ, να την έχει σαν τα δυο της τα μάτια. Γιατί, όσο αξίζει η κότα, δεν αξίζουν και οι δυο τους (ήταν άτεκνοι). Την είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Μα αυτή και έβρεχε και έσταζε παντού κι όπου τύχαινε. Το Βγενιώ τραβούσε τα μαλλιά της για τη φορτούνα που ήρθε στο κεφάλι της, με τις κουτσουλιές που δεν πρόφταινε να καθαρίζει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έφτασε ο καιρός και φύγανε στις Λάμπες για τις ελιές. Μαζί τους πήραν και την κότα.

Μια μέρα, χωρίς να προσέξει και να το καταλάβει, δεν έκλεισε καλά την πόρτα του καλυβιού ο Καμπάς. Μαυρισμένα τα μάτια της κότας από το μεγάλο περιορισμό που την είχαν, βρήκε την ευκαιρία και ξεπόρτισε. Ώσπου να σηκωθεί να βγει έξω ο Καμπάς, η κότα έγινε άφαντη. Ευτυχώς που έφυγε απ’ τον ίδιο και δεν έφυγε απ’ το Βγενιώ. Τι θα γινόταν και γω δεν ξέρω. Όσο περνούσαν οι μέρες και δε βρισκόταν η κότα, τόσο μεγάλωνε η στεναχώρια του Καμπά. Αντίθετα το Βγενιώ χαιρόταν, γιατί γλύτωσε από τις κουτσουλιές της, που δεν προλάβαινε να καθαρίζει, και τη φασαρία της, που έκανε άνω κάτω τα πάντα μέσα στο σπίτι.

Ανέβηκαν στο χωριό, για να κάνουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Την παραμονή των Φώτων, κατά το έθιμο, πήγαμε και του είπαμε τα κάλαντα, με τα παρακάτω στιχάκια που κάναμε.

Άρχισε, γλώσσα μ’, άρχισε, άρχισε μη φοβάσαι,
και τα τραγούδια που θα πεις, καλά να τα θυμάσαι.
Γοι φίλοι σου γοι Γερμανοί, που ‘ρταν απ’ άλλου τόπου,
του τραχανό που τς φίλιψις τουν πήρανε για στόκου.
Μην απαντέγς για να γιννήσ’ γη όρθα, που στείλαν, πλέλια,

θαν αφαν’στείς να τνη ταγίγς χαψέλια τσ’ αντιρέλια.
Σ’ τούτο το σπίτι που ‘ρταμι τα κάλαντα να πούμε,
χρόνια πολλά και ευτυχή, για να του ευχηθούμε…

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Χαράλαμπου Πανταζή

Με τα στιχάκια αυτά άναψε σαν μπαρούτι και φούσκωσε σαν τη θάλασσα. Να πάρει την πιστογεμή; να μας πετάξει κανά κουμάρι; έδωσε τόπο στην οργή, έκανε τα πικρά γλυκά. Την ώρα που μας κερνούσε το Βγενιώ, κουνώντας το κεφάλι της, δαγκάνοντας τα χείλη της και δείχνοντας τον με τα μάτια της, μας έλεγε πως ήταν όλος φωτιά και λαύρα. Μας ευχαρίστησε μ’ ένα πικρό, γεμάτο φαρμάκι χαμόγελο που δεν μπόρεσε να κρύψει, μα ούτε και να γλυκάνει λίγο.

Πριν από το 1940, στα Βατερά, ένας πλανόδιος Πλωμαρίτης μανάβης διαλαλούσε την πραμάτεια του, φωνάζοντας: ωραία, ζουμερά, αγιασώτικα ροδάκινα. Όταν τα είδαν, πως είναι δεύτερης ποιότητας, ο Στρατής Παπανικόλας, ο Θείελπης Λευκίας, που αγαπούσαν τα πειράγματα κι ήταν τρυπ’τήρια σωστά, καθώς και ο γιατρός Καραμάνος, που δεν πήγαινε παρακάτω, (μακαρίτες και οι τρεις), νόμισαν πως τους δόθηκε η ευκαιρία να μας βάλουν στην τσιργίνα, να μας πειράξουν, να μας πθέψουν, να μας κουρδίσουν, για να σπάσουν πλάκα. Το πρώτο κέντρισμά τους ήταν, αν ό,τι βγάζει η Αγιάσος είναι σαν αυτά τα ροδάκινα. Μονάχοι τους πέσανε στη φάκα. Χωρίς καμιά επιδίωξη, καμιά προσπάθεια ή προετοιμασία. Ούτε μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως θα πάνε για μαλλί και θα βγουν κουρεμένοι. Για κάτι τέτοια και προπαντός αυθόρμητα τρελαινόταν κι ήταν η ψυχή του Καμπά. Χαρούμενος, γελαστός και με έκδηλη την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, ξεκρεμάζει τον κυνηγετικό του τροβά, χώνει μέσα το χέρι του, βγάζει και προσφέρει σ’ όλους από ένα ροδάκινο, γιατί άλλο δε χωρούσε η χούφτα του, που μείνανε όλοι κατάπληκτοι, με γουρλωμένα κι ορθάνοιχτα τα μάτια, αποσβολωμένοι, και με τα ροδάκινα στο χέρι, χωρίς να βγάζουν άχνα κανείς τους για κάμποση ώρα. Δίνοντας τους τα ροδάκινα, τους είπε. Να, ποια είναι τ’ αγιασώτικα κι όχι αυτά που σας φέρνει και σας γελά ο Κατσούπς, ο Λουβιάρς (έτσι λέγαν τότες τους Πλωμαρίτες). Και γυρίζοντας στον Πλωμαρίτη, που τα είχε κι αυτός χαμένα από το ανέλπιστο περιστατικό, και πριν ακόμα του πει κουβέντα, νομίζοντας πως θα τον βάλει μπροστά για την απάτη που κάνει, λέγει: Κι να κάνου, φαμ’λίκς κι φτουχός άθριπους είμι κι τρέχου απ’ κη μια ως κη άλλ’ κι κάνου ό,κ(ι) μπουρώ, να βγάλου του ψουμί σκιά μουρέλια μ’.

Στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας
Αναμνηστική φωτογραφία πάνω στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας (3 Αυγούστου 1936). Εικονίζονται από αριστερά προς τα δεξιά: Γιάννης Χατζηνικολάου, Στρατής Καβαδέλης, Στρατής
Παπανικόλας, Στρατής Αναστασέλης (πίσω), Κομνηνός Τσοκαρέλης και Μιλτιάδης Σκλεπάρης

Η καλή η μέρα φαίνεται από το πρωί. Όλα ήρθαν στον Καμπά βολικά κι από μόνα τους. Πέτυχε να μην πάρουμε χαμπάρι τα ροδάκινα που είχε στον τροβά του. Μ’ αυτά τους κατέπληξε και τους αποσβόλωσε. Αλλιώς θα μας έπρηζαν και θα μας έσκαζαν στο πθέψ’μου.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ. τ. 011 & 012-1982

ΤΟ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ (5)

Οι πληροφορίες που βρήκαμε στα αρχεία του Αναγνωστηρίου μπορεί να είναι λίγες και φτωχές. Είναι όμως οι πιο σημαντικές και ακριβείς, αυτές που ζητούσαμε. Αφού μας πληροφορούν

του κ. ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΣΚΛΕΠΑΡΗ

Ε’

Στη σελίδα 66 της 10 Ιουλίου 1907 γράφει: “Καθαρόν περίσσευμα ευεργετικής παραστάσεως υπέρ του Αναγνωστηρίου δοθείσης υπό του εξ Αθηνών ηθοποιού κ. Ανδρέα Φιλιππίδου γροσ. 188″. Και στη σελίδα 73 της 15 Οκτωβρίου 1907 γράφει: “Έξοδα κατά την ευεργετικήν παράστασιν γροσ. 2,20 παράδες”.

Από δω καταλαβαίνει κανείς πως ενημερώνοντο τα βιβλία.

Στη σελίδα 90 στις 11 Αυγούστου 1908 γράφει: “Περίσσευμα Α’ παραστάσεως γρόσ. 130 και Β’ παραστάσεως  γρόσια 135,30 παράδες”. Στη σελίδα 93 στις 28 Αύγουστου 1908: “εις μεταφορικά σανίδων σκηνής γρόσ. 6″. Αυτή είναι και η τελευταία πληροφορία.

Σημ. Στο βιβλίο εσόδων και εξόδων και των πρακτικών αναγράφονται μόνον οι παραστάσεις που δίνονταν για λογαριασμό του Αναγνωστηρίου. Οι άλλες παραστάσεις που ήταν συχνές και που δίνονταν χειμώνα καλοκαίρι, άλλες για διαφόρους φιλανθρωπικούς σκοπούς και άλλες για σκοπούς που δεν μπορούσαν να γραφούν στα βιβλία. Όπως για την αγορά εθνικών λαχείων του στόλου, για την ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνος απ’ τον τουρκικό ζυγό, την αγορά κρυφά εφημερίδων ελληνικών την «Νέαν Ημέραν» της Τεργέστης και την «Αμάλθειαν» της Σμύρνης κλπ.

Οι πληροφορίες που βρήκαμε στα αρχεία του Αναγνωστηρίου μπορεί να είναι λίγες και φτωχές. Είναι όμως οι πιο σημαντικές και ακριβείς, αυτές που ζητούσαμε. Αφού μας πληροφορούν από πότε άρχισαν να δίνονται θεατρικές παραστάσεις και μας αναφέρουν και πρόσωπα μου παίρναν μέρος σ’ αυτές. Δεν μας έδωσαν καμιά πληροφορία για τον εμπνευστήν και δημιουργόν του Ερασιτεχ. θεάτρου. Όταν όμως συνδυάσουμε το όνομα του Ιωάννου Αμανίτη που ελέγετο απ’ τους παλιούς πως αυτός με τη παρέα του πρωτοστατούσε και έδινε παραστάσεις, όταν στα πρακτικά υπ’ αριθ. 59 της 15/3/1902 που αναφέρει τα πρόσωπα του θεάτρου, πρώτο φέρεται το όνομα του Ιωαν. Αμανίτη, στα πρακτικά υπ’ αριθ. 69 της 20/5/1902 και υπ’ αριθ. 70 χωρίς χρονολογία που αυτός είναι πρόεδρος του Αναγνωστηρίου, κι όταν γνωρίσαμε τον ζωντανό, τον ενθουσιώδη , τον μερακλή, και γλεντζέ και μάλιστα στην ηλικία που τον φθάσαμε δεν μας μένει καμιά αμφιβολία πως αυτός πρέπει να είναι ο δημιουργός του Ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιάσου. Αν κανείς μπορεί να αποδείξει το αντίθετο είμεθα πρόθυμοι να το δεχτούμε και να ανακαλέσουμε. Κάνουμε τη σκέψη πως μπορεί στη δημιουργία του Ερασιτεχνικού θεάτρου να συνέβαλε και ο Αναστ. Γιαννακόπουλος που φέρεται μέλος του Δ/κου Συμβουλίου του Αναγνωστηρίου το 1897 που δημιουργήθηκε το Ερασιτεχνικό θέατρο.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ, 10/07/1972

ΤΟ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ (4)

Εμείς θα μελετήσουμε και θα στηρίξουμε την απαρχήν του ερασιτεχνικού μας θεάτρου πάνω στην αδιάψευστη πληροφορία που μας δίνει το βιβλίο εσόδων και εξόδων με χρονολογίαν του πρώτου ξεκινήματος το 1897

του κ. ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΣΚΛΕΠΑΡΗ

Δ’

Εμείς θα μελετήσουμε και θα στηρίξουμε την απαρχήν του ερασιτεχνικού  μας θεάτρου πάνω στην αδιάψευστη πληροφορία που μας δίνει το βιβλίο εσόδων και εξόδων με χρονολογίαν του πρώτου ξεκινήματος το 1897 και με πρώτο θεατρικό έργο «τον αγαπητικό της βοσκοπούλας» του Δ. Κορομηλά.

Η δημιουργία ερασιτεχνικού θεάτρου την εποχή αυτή 1897 ήταν πολύ μεγάλη και τολμηρή υπόθεση. Το θέατρο την εποχή αυτή ήταν άγνωστο για τον πολύ κόσμο όχι μόνο των χωριών, της επαρχίας μα και μεγάλων επαρχιακών πόλεων ακόμα. Οι επαγγελματικοί θίασοι μετριόταν στα δάχτυλα. Γι’ αυτό λέμε πως ήταν μεγάλη και τολμηρή υπόθεση. Εκτός το τεχνικό μέρος που θα είχαν να αντιμετωπίσουν (σκηνικά, σκηνή, αυλαία κλπ. ) και το οικονομικό, θα είχαν να αντιμετωπίσουν ακόμα και την αντίδραση που ασφαλώς θα συναντούσαν στην εξεύρεση των προσώπων που θα παίρναν μέρος στο έργο που θα απεφάσιζαν να παίξουν, μια και το επάγγελμα του θεατρίνου μέχρι και το 1935 – 1938 το θεωρούσαν καταφρονεμένο.

Με το ακλόνητο θάρρος και τη μεγάλη πίστη στη προσπάθειά τους αυτοί που είχαν την πρωτοβουλία της οργανώσεως των θεατρικών παραστάσεων κατόρθωσαν να παραμερίσουν κάθε εμπόδιο και την απλή ιδέα και σκέψη να την κάνουν πραγματικότητα.

Εδώ θα πρέπει χάριν της ιστορίας να αναφέρουμε τα ονόματα του τότε 1897 Δ/κου Συμ/λίου του Αναγνωστηρίου που ασφαλώς θα συνέβαλαν και θα συνετέλεσαν κι αυτοί στην επιτυχία του μεγάλου καλλιτεχνικού άθλου. Πρόεδρος Βασ. Γαλετσέλλης, Αντιπρ. Μιχ. XηΠροκοπίου, Ηρ. Δαρέλλης, Στ. Νουλέλλης, Περ. XηΠροκοπίου, Ευστρ. Δουκ. Ταμβάκης, Ιωάν. Μ. Τζαννετής, Ιωάν. Αμανίτης και Ανασ. Γιαννακόπουλος. Δεν μπορέσαμε να εξακρι­βώσουμε ποιος ήταν ο Ανασ. Γιαννακόπουλος.

Το βιβλίο εσόδων και εξόδων στη σελίδα 43 της 15 Σεπτεμβρίου 1903 γράφει: Μεταφορικά ξυλείας θεάτρου γροσ. 3,20 παράδες.

Την πληροφορία που επαναλάμβανε κάθε τόσο ο Μιλτιάδης Σουσαμλής πως περαστικός απ’ την Αγιάσο  ο θίασος του Φιλιππίδη για μερικές παραστάσεις σαν έμαθε την ύπαρξη του Αναγνωστηρίου με την αξιόλογη καλλιτεχνική του επίδοση και δράση τον συνεκίνησε, που για να βοηθήσει και ενισχύσει την προσπάθειά του αυτή, έδωσε μια παράσταση για το Αναγνωστήριο. Ο δε μουσικός Αχ. Σουσαμλής, έλεγε πως ο Φιλιππίδης έδωσε το έργο του Κόκκου «Η Λύρα του Γερονικόλα» και πως έπαιξε και αυ­τός με τη κομπανία του κατά την παράσταση. Ακόμα έλεγε πως τους γυναικείους ρόλους του έργου τους υπεκρίθησαν άνδρες ηθοποιοί.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ, 19/06/1972