Η ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ

1- Η ΜΟΥΣΙΚΗ

1.1. Τα όργανα

Μια πλήρης «κομπανία» στην Αγιάσο αποτελείται από 6 όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι «μουζικάντες» που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα, γύρω στα 1916-1917, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη. Αυτά είναι τα
«μαζικά», θα έλεγα, όργανα, μ’ αυτά γίνεται το γλέντι. «Κομπανία» για τους πιο εύπορους, λατέρνα ή ζουρνάς και νταούλι για τους νέους και τους λιγότερο εύπορους. Τέλος υπάρχει και το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο μάθαιναν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο εισάγεται και το μπουζούκι, το οποίο παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.

1.2. Οι σκοποί

Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια, ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.
Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους λεσβιακούς από τους μικρασιατικούς σκοπούς. Λέσβος και μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής, οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά από το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το σμυρναίικο, το περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι εθνικοί ύμνοι της Λέσβου, είναι τα «Ξύλα», συρτό προερχόμενο μάλλον από τούρκικο εμβατήριο, και ο «Κιόρογλου», ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία στην Αγιάσο και του Αγίου Χαράλαμπου στην Αγία Παρασκευή και στην Πηγή, με τη γνωστή θυσία του ταύρου.
Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.

20111028-IMG_0151

1.3. Πρόσληψη και αμοιβή των μουσικών

Οι «μουζικάντες» κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κτλ., είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το «Αναγνωστήριο», το πνευματικό κέντρο της Αγιάσου, τους έκλεινε, όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του, και οι συντεχνίες, όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.
Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε όμως η «χαρτούρα» που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.
Στις χοροεσπερίδες δε συνηθιζόταν «χαρτούρα», αλλά γινόταν συμφωνία από πριν.
Στους γάμους κτλ., όπου το κέρδος ήταν δεδομένο, δεν προηγούνταν συμφωνία. Συνήθως βέβαια προτιμούσαν τα πιο γενναιόδωρα σπίτια.

1.4. Η ζωή των μουσικών

Οι μουζικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Από το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς, για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που «είχε» τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουζικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι.

2. ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΤΩΝ ΧΟΡΩΝ

Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε 3 κατηγορίες:

2.1. Η στερεότυπη σειρά των χορών

Η μουσική ξεκινάει με συρτό, περνάει στον μπάλο, στη συνέχεια στον καρσιλαμά, στο ζεϊμπέκικο και τελειώνει με το «μαζωμένο» ή «πηδηχτό».
Ο συρτός, ρυθμός 2/4, χορευόταν κατά κανόνα από δύο άτομα, σπανίως περισσότερα. Από το συρτό το βιολί κάνει ένα γύρισμα, παίζει έναν αμανέ και περνάει στον μπάλο, που επίσης χορεύεται από δύο
άτομα. Ακολουθεί ο καρσιλαμάς, ρυθμός 9/8, χορός αντικριστός για δύο. Περνάμε στο ζεϊμπέκικο, ρυθμό 9/8, επίσης για δύο άτομα ή και «σόλο». Η διαφορά ανάμεσα στους δύο τελευταίους χορούς έγκειται στο γεγονός ότι ο ζεϊμπέκικος δε χορεύεται υποχρεωτικά αντικριστά, ο χορευτής περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τα βήματα δεν είναι συγκεκριμένα, μπορεί να αυτοσχεδιάσει, γενικά είναι πιο ελεύθερος. Τέλος, ο μαζωμένος ή πηδηχτός χορεύεται από πολλούς, στο αποκορύφωμα του γλεντιού, πηδηχτά, σα γρήγορος συρτός. Η σειρά δεν άλλαζε. Άγραφος κανόνας.

2.2. Χοροί παρεμβαλλόμενοι

Με τον όρο αυτό εννοώ χορούς που δεν αποτελούσαν μέρος της συνήθους ακολουθίας, δε χορεύονταν από όλους και, μολονότι ήταν ρυθμοί γνωστοί, είχαν ιδιομορφίες, άλλαζαν την ατμόσφαιρα και έσπαζαν τη σειρά, την τάξη. Αυτοί ήταν ο «τζάμκος», ρυθμός 2/4, αργός συρτός που χορευόταν από δύο. Γνωστός και σαν «χορός των μαχαιριών». Ο ένας κρατούσε στο χέρι μαχαίρι ή τσιμπίδα που έπαιρνε από τον μπουφέ, όπου έψηναν τον καφέ, και προσποιούνταν ότι απειλούσε τον άλλον, που έμενε καθισμένος και απαθής. Ο πρώτος διέγραφε κύκλους στον αέρα με το μαχαίρι του και έκανε πως έκοβε τη μύτη, τ’ αυτιά , το κεφάλι του αντιπάλου του. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις που προκαλούσαν τα γέλια των θεατών. Χορός μιμικός, που χορευόταν από ορισμένους μόνο και όταν είχαν κέφι ή παροτρύνονταν από άλλους. Ο χορευτής είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί εξαιρετικά συγκεκριμένες κινήσεις.
Ο «πουτάνικος» ή «ποτηράκια» ήταν επίσης μιμικός χορός, εκτελούμενος από άντρες που παρίσταναν τις γυναίκες, κρατούσαν στα χέρια μικρά ποτηράκια που τα χτυπούσαν μεταξύ τους, ενώ η ορχήστρα συνόδευε μονάχα με το βιολί, το σαντούρι και το μπάσο, για να μη χάνεται ο ήχος των ποτηριών. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήρθε στη Λέσβο από τους στρατιώτες που είχαν λάβει μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίμηση του χορού της κοιλιάς, όπως χορευόταν στα «καφεσαντάν» της Σμύρνης και της Πόλης.
Ο «Αρκουδιάρης» ή «Αράπικος», χορός μιμικός και κωμικός ταυτόχρονα, εκτελούνταν από δύο άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4 σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα. Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι, “Μαρούλα”. «Χόρεψε Αράπη», του φώναζαν και αυτός απαντούσε: «Δεν έχω κέφι». Διάλογος στερεότυπος. Παρά την άρνηση όμως άρχιζε να χορεύει, καλώντας ταυτόχρονα τον παρτενέρ του. Στη διάρκεια του χορού πετούσαν ο ένας στον άλλο κάστανα.

2.3. Χοροί ειδικών περιστάσεων

Ο «νυφιάτικος» ή «νυφκάτος». Χορευόταν από τις φίλες της νύφης πριν από το γάμο. Αφού τη βοηθούσαν να ντυθεί, έκαναν κύκλο γύρω της με σταυρωτά τα χέρια και της τραγουδούσαν στίχους κατάλληλους για την περίσταση, αυτοσχεδιάζοντας πολύ και σύροντας το χορό προς τα δεξιά.
Τα «τριψίματα». Χορεύονταν σε κύκλο, συρτά, από νέους μεταμφιεσμένους τις μέρες του καρναβαλιού, ενώ τραγουδούσαν με τολμηρά λόγια και υπονοούμενα. Συχνά κάθονταν καταγής, τρίβοντας τα οπίσθιά τους κάτω.
Να προσθέσουμε εδώ ότι από τις αρχές του αιώνα είχαν μεγάλη πέραση στους κύκλους των μορφωμένων οι ευρωπαϊκοί χοροί, κυρίως η πόλκα, η μαζούρκα και το βαλς, που έφταναν ως την Αγιάσο, μέσω Σμύρνης (το Παρίσι της Ανατολής) ή μέσω των νέων που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως χόρευε τους ντόπιους χορούς.

3. ΧΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ

Οι Αγιασώτες χόρευαν τις Κυριακές, στις θρησκευτικές γιορτές, στο καρναβάλι, στις χοροεσπερίδες, στα γλιτώματα της ελιάς, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα. Η πιο συνηθισμένη όμως χορευτική εκδήλωση ήταν η «πατινάδα» της Κυριακής, συνδεδεμένη, με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου.
Οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτεροι, ξεκινούσαν παρέες παρέες από τα καφενεία της αγοράς, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της δημόσιας ζωής της Αγιάσου, και μαζί με την κομπανία ή τους μεμονωμένους μουσικούς περνούσαν από τα δρομάκια του χωριού, για να καταλήξουν στα λεγόμενα «κουιτούκια», συνοικιακά καφενεδάκια, που άνοιγαν μόνο Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν ρακί, κονιάκ και στραγάλια. Στις συνοικίες λοιπόν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τις κοπελιές που περίμεναν μπροστά στα σπίτια τους να φτάσει η μουσική, καθισμένες στα «καριγλιά» τους, φορώντας την καλή τους βράκα και τα φλουριά στο στήθος. Οι γυναίκες, και ιδιαίτερα οι νέες, σπάνια κατέβαιναν στα καφενεία της αγοράς. Παρέμεναν στις γειτονιές, κεντώντας, πλέκοντας και κουβεντιάζοντας, καθισμένες έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους, μακριά από τα βλέμματα των αντρών, οι οποίοι ανέβαιναν τις Κυριακές, για να κάνουν το κομμάτι τους και να εκφράσουν τον έρωτά τους, χορεύοντας στα κουιτούκια, μέσα σ’ ένα πλήθος από κόσμο και ενώ οι κοπελιές παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.
Η κομπανία τηρούσε σειρά προτεραιότητας στις φιλικές παρέες, αλλά οι παρεξηγήσεις δεν έλειπαν ποτέ. Χόρευαν μόνο οι άντρες μεταξύ τους. Τις σπάνιες φορές, που ο σύζυγος καλούσε τη γυναίκα του για χορό ή ο πατέρας την κόρη του, της έδινε την πρώτη θέση. Αυτό δε σημαίνει ότι οι γυναίκες δε χόρευαν. Χόρευαν την ίδια ώρα, υπό τους ήχους της μουσικής που έπαιζε για τους άντρες, αλλά μεταξύ τους, πίσω από τα σπίτια, για να μην τις βλέπουν οι άντρες. Η μουσική κρατούσε ως το πρωί στα κουιτούκια και συνεχιζόταν με καντάδες κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών.

© ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ ΕΥΣΤΡ.
Το έθιμο της πατινάδας εξέπνευσε με το τέλος του πολέμου, όταν έκλεισε και το τελευταίο κουιτούκι.
Τα καφενεία και τα κουιτούκια ήταν ο χορευτικός τους χώρος και στις θρησκευτικές γιορτές, ενώ στο καρναβάλι ο χορός μπορούσε να εκδηλωθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με τρόπο πιο ελεύθερο. Οι οργανωμένες χοροεσπερίδες, που είναι υπόθεση της διανόησης, γίνονται σε αίθουσες κλεισμένες από πριν, ενώ στο γάμο, στους αρραβώνες, στα βαφτίσια, χορεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι ή και στο καφενείο. Το χορό ανοίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη συνέχεια καλούν τον κουμπάρο, τους γονείς και το γλέντι γενικεύεται, ενώ πέφτει «χαρτούρα» γενναιόδωρη στους μουζικάντες. Τη μεθεπόμενη, και αφού διαπιστωθεί η εκπαρθένευση της κόρης, γίνεται δεύτερο γλέντι, ο αντίγαμος.
Ευκαιρία για χορό παρέχουν και τα «γλιτώματα» της ελιάς. Από το Σεπτέμβρη ως το Πάσχα σχεδόν το χωριό ζούσε στο ρυθμό της ελιάς. Το λιομάζωμα άρχιζε το Νοέμβρη και κορυφωνόταν Γενάρη και Φλεβάρη. Την τελευταία μέρα της συγκομιδής, οι γυναίκες, με έξοδα του αφεντικού, ετοίμαζαν φαγητά και γλυκά και όταν ερχόντουσαν στο κέφι με μερικά ποτηράκια κρασί, το έριχναν στο χορό είτε στο κτήμα είτε στην Καρίνη, τοποθεσία με πλατάνια όπου κατέληγαν πολλοί δρόμοι του ελαιώνα. Αν το αφεντικό ήταν κουβαρντάς, έφερνε κομπανία, αλλιώς αρκούνταν στο νταούλι και το ζουρνά ή κρατούσαν οι ίδιοι το ρυθμό με τενεκέδες. Ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν το δρόμο για το χωριό, άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι από τα μπράτσα και τραγουδώντας, για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού. Η χορευτική ατμόσφαιρα στα γλιτώματα φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο ελεύθερη, αφού άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί στον ίδιο χώρο για μήνες.

Οι Αγιασώτες δεν αγαπούσαν τις πολλές φιγούρες. Επίσης δε χόρευαν άλλους χορούς από τους δικούς τους, ενώ αντιμετώπιζαν ειρωνικά και περιφρονητικά τις χορευτικές εκδηλώσεις των ξένων που έρχονταν στο χωριό, ιδιαίτερα από την ηπειρωτική χώρα. Συχνές δε ήταν οι συγκρούσεις με τους ομόφυλούς τους Μικρασιάτες, οι οποίοι σαν πιο εύποροι μονοπωλούσαν το χορό με τα μπαξίσια τους.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Η έρευνα αυτή του χορευτικού φαινομένου μάς οδηγεί σε κάποιες πρώτες γενικές παρατηρήσεις, που αφορούν τη σχέση του με την κοινωνική ζωή.
1. Στο κατ’ εξοχήν χορευτικό έθιμο της πατινάδας, άντρες και γυναίκες χορεύουν κατά κανόνα χωριστά, πλην εξαιρέσεων. Οι άντρες στα κουιτούκια και στα καφενεία της αγοράς, εκεί δηλαδή όπου περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στην καθημερινή ζωή και όπου γίνονται τα επαγγελματικά παζαρέματα και οι ανταλλαγές, οι δε γυναίκες έξω από τα σπίτια τους, εκεί δηλαδή όπου περνούν το δικό τους χρόνο. Χορεύουν μαζί κυρίως εκεί όπου δουλεύουν μαζί, π.χ. στα γλιτώματα της ελιάς ή εκεί όπου υπερτερούν οι διανοούμενοι, όπως στις χοροεσπερίδες.
2. Οι γυναίκες χορεύουν υπό τους ήχους της μουσικής που παίζει για τους άντρες. Ο άντρας παραγγέλλει όχι η γυναίκα. Ο χορός των γυναικών δεν είναι αυτόνομος, αλλά εξαρτημένος από τον αντρικό, όπως άλλωστε και στη ζωή, όπου ο άντρας αποφασίζει και όπου έχει και την ευθύνη της επαγγελματικής παραγγελιάς.
3. Ο χορός των αντρών χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό και πρωτοβουλία που εκφράζεται με την παραγγελιά προς τους μουζικάντες. «Θέλω να κάνω το κέφι μου και πληρώνω για να έχω τις υπηρεσίες που χρειάζομαι». Και στην επαγγελματική τους ζωή όμως, όπου μεγάλο μέρος κατέχει η εμπορευματική οικονομία, υπάρχει η ίδια λειτουργία. Η πρωτοβουλία, η παραγγελιά, η προσφορά της υπηρεσίας.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 74/1993