ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ_26/04/1931

Κατά τον παρελθόντα Μάρτιον εδηλώθησαν εις την Κοινότητα Αγιάσσου, αι κάτωθι γεννήσεις, γάμοι και θάνατοι

agiassos_19310426_statistiki

ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 26-04-1931

Η ΝΕΑ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Το υπουργείον Παιδείας και Θρησκευμάτων απέστειλεν εις τον Σεβ. Μητροπολίτην τους διορισμούς των νέων Επιτρόπων του Ι. Ναού Κοιμ. Θεοτόκου Αγιάσου, οίτινες εκοινοποιήθησαν αυθημερόν

dimokratis_19360228_epitropeia

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 28-02-1936

ΣΤΡΑΤΗΣ Π. ΤΖΙΝΗΣ

Συνεχίζοντας την προσπάθεια καταγραφής γεγονότων που σχετίζονται με την Αγιάσο και όχι μόνο, επισκεφτήκαμε την 1 του Απρίλη του 2004, ημέρα Πέμπτη, στο διαμέρισμά του, στην οδό Ασπασίας 69, στο Χολαργό, το Στρατή Παναγιώτη Τζίνη και του πήραμε συνέντευξη. Συμπληρωματικά και διευκρινιστικά στοιχεία ζητήσαμε κατά τη δεύτερη επίσκεψή μας στις 13 του Ιούνη του 2005. Ο Στρατής Τζίνης, ενενηντατριάχρονος σήμερα, υπηρέτησε την ιδιαίτερή του πατρίδα από διάφορες θέσεις και την ωφέλησε ποικιλοτρόπως, κατά κοινή ομολογία, ακόμη και κατά τους χαλεπούς καιρούς του ανοίκειου και επιζήμιου εθνικά ναρθηκισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βασικά χαρακτηριστικά του η εργατικότητα, η προθυμία, ο ενθουσιασμός, η εντιμότητα, η τόλμη, η κοινωνικότητα, το ασίγαστο πάθος για το λαϊκό πολιτισμό και η έντονη διάθεσή του για προβολή του τόπου…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 10 Σεπτεμβρίου 1912. Ο πατέρας μου Παναγιώτης ήταν τσαγκάρης και ήταν γιος του Προκοπή Τζίνη. Η μητέρα μου λεγόταν Μαρία Μουτζουρέλη. Νουνά μου ήταν η πολύ καλή ράφτρα του χωριού Ειρήνη Αρβανιτέλη.

 

Το τσαγκαράδικο ο πατέρας μου το είχε στην Μπουτζαλιά, απέναντι από το σπίτι μας. Απασχολούσε και έναν κάλφα, το Στρατή Χρυσή, που ήταν γνωστός πιο πολύ με το παρατσούκλι «Κατζάλ’». Ήταν επιδέξιος τεχνίτης και έκανε λογιώ λογιώ παπούτσια, εργατικά, μποτίνια, παντόφλες. Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Default 5
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων (18-1-1928). Διακρίνονται, από αριστερά: Στρατής Γιάννη Χατζηβασιλείου (Μπαλώτης), Πάνος Βασ. Τζανής, Στρατής Δημητρ. Δούκαρος, Νικόλαος Γεωργ. Βουνάτσος (μπροστά), Στρατής Παν. Τζίνης και Μιχάλης Παν. Χατζηπαναγιώτης (Σκανταλιάρης).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Φιλίτσα Σταυρακέλη-Σκλεπάρη)
Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Εγώ δεν ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Το ακολούθησε όμως ο αδερφός μου, ο Δημητρός, που ήταν μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν πολύ μερακλής. Άμα έκανε παπούτσια και τα έβαζε στη ζυγαριά, το βάρος τους ήταν ακριβώς το ίδιο. Ο αδερφός μου παντρεύτηκε την Αμερισούδα Τάλιου. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση στο ίδιο τσαγκαράδικο, που ήταν, όπως είπα, στην ωραία Μπουτζαλιά, κοντά στο σπίτι του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, στη γωνία. Μετά ο αδερφός μου τα παράτησε και τελικά συνταξιοδοτήθηκε ως υπάλληλος της ΔΕΗ. Από τότε που δούλευα στον Αλαμανέλη, τον είχα πάρει στο μηχανοστάσιο.

 

Εγώ δεν έμαθα την τέχνη του πατέρα μου. Πήγαινα στο τσαγκαράδικο, για να ξεκαρφώνω ή για να ισιώνω «καρφέλια». Είχα κλίση στη ζωγραφική. Είχα μάλιστα και ένα τρίποδο και το έστηνα απέναντι από το μαγαζί μας, όπου υπήρχε άδειος χώρος. Ανεβαίνοντας ο Ξενοφώντας Σουσαμλής, ο γνωστός Ξινόφ’ς, με έβλεπε και έλεγε στον πατέρα μου: Ρε, τι θέλ’ς τσι του βάζ’ς του μουρό στου παπ’τσίδ’κου; Εν του βλέπ’ς τούτου; Και έδειχνε το τρίποδο.

 

Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου και είχα δασκάλους το Στυλιανίδη, το Φωτεινέλη, το Λιάκατο. Μετά φοίτησα στο Ημιγυμνάσιο και είχα καθηγητές το Νουλέλη, τον Κύπριο, το Σκούνιογλου. Πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και θυμάμαι τους συμμαθητές μου Παναγιώτη Τζανή και τον αυτοκινητιστή Στρατή Δούκαρο. Τα γράμματα δεν τα ήθελα. Με τραβούσαν οι μηχανές. Πήγαινα λοιπόν στο σταθμό του Ηλεκτροφωτισμού της Αγιάσου, παρακολουθούσα και μάθαινα. Θυμάμαι τους μηχανικούς, τον Πάρη Λεωνιδόπουλο, το Στέλιο, καθώς και τον ηλεκτρολόγο Παναγιώτη, που τον έλεγαν Νυχτερίδα.

 

Ο σταθμός παραγωγής ρεύματος ήταν σε αποθήκη, δίπλα στου Κακλαμάνου, στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι του Χρίστου Χατζηκομνηνού, της Μπίλιας. Ήταν μια εγγλέζικη μηχανή Κάμπελ με γεννήτρια. Πήγαινα κάθε βράδυ και λάδωνα, αλλά έκανα και άλλες δουλειές, γιατί με εμπιστευόντουσαν, παρ’ όλο που οι μηχανές αυτές δούλευαν με δυο λουριά και ήταν επικίνδυνες. Προηγουμένως ο σταθμός ήταν κοντά στην Αγορά, δίπλα στο σπίτι του Δημητρού Καραμάνου, όπου υπήρχε μια αποθήκη, ένα μαγαζί. Εκεί λειτούργησε η πρώτη μηχανή.
Πήγαινα μαζί με τον Παναγιώτη, τη Νυχτερίδα. Σηκώναμε σκάλες και κάναμε εγκαταστάσεις. Όταν είδε ότι είχα προχωρήσει, με άφηνε μόνο και σιγά σιγά άρχισα να κάνω και εγώ μικροεγκαταστάσεις.

Default 8
Ο Στρατής Τζίνης και η κινηματογραφική μηχανή του, που και αυτή αποτελεί έκθεμα της Λαογραφικής Συλλογής του.
Ανάδοχος του Ηλεκτροφωτισμού στην Αγιάσο ήταν η Βάνα, κόρη του γιατρού Στρατή Δούκαρου και σύζυγος του δικηγόρου Στρατή Αλαμανέλη. Πρέπει να σημειώσω πως για ένα μικρό χρονικό διάστημα πήγα και στη Μυτιλήνη, στο Ηλεκτρολογικό Κατάστημα του Διονύση Χατζή, που ήταν καλός άνθρωπος και είχε συνεργείο με ηλεκτροτεχνίτες. Μετά με φώναξαν στον Ηλεκτροφωτισμό της Καλλονής, όπου και εργάστηκα επί δυο χρόνια. Εδώ υπήρχε μηχανή που λειτουργούσε για τον Ηλεκτροφωτισμό, αλλά και για το άλεσμα των σιτηρών. Ήταν του Συμεών Πρασακάκη, ο οποίος αργότερα έγινε και κουμπάρος μου, με πάντρεψε. Κουμπάρα μας έγινε και η Χρυσούλα, η κόρη του Στρατή και της Βάνας Αλαμανέλη. Με τη μεσολάβηση του Στρατή Δούκαρου, ο οποίος είχε μάθει για μένα, ήρθα ως ηλεκτροτεχνίτης στην Αγιάσο. Άμα ανακοίνωσα στον Πρασακάκη πως θα φύγω, στενοχωρέθηκε πολύ και έκλαψε. Στην Αγιάσο είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους όσοι υπηρέτησαν στον Ηλεκτροφωτισμό, από διάφορες θέσεις. Θυμάμαι τον εισπράκτορα Μιλτιάδη Σκλεπάρη, τους μηχανικούς Γιώργο Τσάκωνα και Στρατή Αλτιπαρμάκη ή Ρουγίδ’, που ήταν και μουσικός, τους βοηθούς Δημητρό Τζίνη και Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, καθώς και άλλους.

 

Ήμουνα πρακτικός, δεν είχα τελειώσει τεχνική σχολή. Τοποθετήθηκα όμως ως ναύτης το 1932 στο πολεμικό «Ήφαιστος», από το οποίο πήρα και απολυτήριο. Εδώ γεμίζαμε τις μπαταρίες για τα υποβρύχια. Το σκάφος αυτό ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά.

 

Όταν απολύθηκα, επέστρεψα στην Αγιάσο και άρχισα να δουλεύω πάλι στου Αλαμανέλη. Εντωμεταξύ χτιζόταν στην Καρυά η γνωστή Ηλεκτρομηχανή, η οποία τέλειωσε το Μάιο του 1936. Οφείλω να πω ότι δεν πήρα μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, γιατί δε με επιστράτευσαν. Πολύ αργότερα έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και έλαβα άδεια ηλεκτροτεχνίτη. Ως το 1963 ήμουνα υπάλληλος του Αλαμανέλη στον Ηλεκτροφωτισμό. Από το 1963 ως το 1970 εργάστηκα έχοντας άδεια εργοδηγού. Ήμουνα υπεύθυνος για όλο το δίκτυο της Αγιάσου, του οποίου έφτιαξα και τις εγκαταστάσεις. Υπήρχε στην Αγιάσο Γραφείο της ΔΕΗ, με προϊστάμενο εμένα και με γραμματέα το Δημητρό Καραμάνη.

 

Από το 1970 έως το 1974 ήμουνα δήμαρχος της Αγιάσου. Με κάλεσε επί Χούντας ένας ανώτερος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος είχε καλέσει προηγουμένως και άλλους, και μου είπε: Θέλουμε δήμαρχο. Του είπα ότι εγώ είμαι αγράμματος, ότι είμαι υπάλληλος της ΔΕΗ. Στο διάλογο με έβλεπε κρύο και ασκούσε πίεση. Το θέμα της ΔΕΗ είπε ότι θα το ρυθμίσει αυτός. Από τώρα, μου είπε, είσαι δήμαρχος. Του απάντησα ότι πρώτα πρέπει να εξηγηθούμε. Θα αναλάβω, αλλά θα δώσετε λεφτά, για να κάνουμε έργα στην Αγιάσο. Έτσι δέχτηκα. Ως δήμαρχος επικάλυψα αρχικά το χείμαρρο Απέσο, από το παρεκκλήσι περίπου της Αγίας Παρασκευής έως την Αγία Σωτήρα, ο οποίος περνώντας μέσα από το χωριό αποτελούσε εστία μόλυνσης. Αργότερα προχώρησα από το γεφύρι του Νεκροταφείου προς τα κάτω. Προχωρούσα συστηματικά. Διανοίξαμε και καθαρίσαμε με προσωπική εργασία το δρόμο από το Σανατόριο ως τον Ψωριάρη, ο οποίος βοηθούσε στην αξιοποίηση των γύρω περιοχών, από το Καγιάνι μέχρι τα Άντρια. Ανακαίνισα το Δημοτικό Ελαιοτριβείο. Δημιούργησα ομάδα Προσκοπισμού, καθώς επίσης και Φιλαρμονική. Ενδιαφέρθηκα για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, των οποίων την οργάνωση μετά από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα ο Δήμος Αγιάσου, καθώς και για την τουριστική αξιοποίηση του τόπου.

Default 11
Από την οργάνωση των Γ’ Χριστοφιδείων (9-8-1959). Στο μικρόφωνο ο ευεργέτης Γεώργιος Χριστοφίδης, δεξιά του ο Στρατής Τζίνης, πίσω του ο αθλητής Άρης Κουζέλης, δεξιά του ο δάσκαλος Πολύδωρος Πρινίτης και ο γραμματικός του Δήμου Μιχάλης Γαλετσέλης, με τα χαρτιά στο χέρι…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Αναβιώσαμε το έθιμο να πηγαίνουν καβαλάρηδες στον Προφήτη Ηλία και ο κόσμος να τους περιμένει κατά την επιστροφή τους στον Απέσο. Επίσης, στις 22 Σεπτεμβρίου 1973, αναπαραστήσαμε με επιτυχία τον παραδοσιακό αγιασώτικο γάμο, τον οποίο είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και πολλοί ξένοι τουρίστες, που επισκέφτηκαν το νησί μας. Για την επιτυχία αυτής της αναπαράστασης βοήθησαν πάρα πολλοί. Ανάμεσά τους και οι μουσικοί μας, με πρωτοπόρο το βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο. Συνεργείο της τηλεόρασης κινηματογράφησε την όλη τελετή με τα ενδιαφέροντα έθιμα της παλιάς εποχής.

 

Συνέβαλα στην ίδρυση του Λαογραφικού Συλλόγου Αγιάσου «η Παράδοση» το 1973, του οποίου διατέλεσα και πρόεδρος. Κύριος στόχος η διατήρηση, η αναβίωση και η προβολή εθίμων του τόπου μας, όπως είναι το Καρναβάλι, η Περικεφαλαία, η Σούσα, αλλά και άλλες πνευματοκαλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως είναι οι θεατρικές παραστάσεις.

 

Επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1964 – 1989, υπηρέτησα ως Επίτροπος στην Εκκλησία της Παναγίας. Συνεργάστηκα αρμονικά και αποδοτικά με τον πρωτοσύγκελο και μετέπειτα μητροπολίτη Ιάκωβο, με τους ιερείς, με τους επιτρόπους. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν πολλά, το Ξενοδοχείο, το Πνευματικό Κέντρο, η δενδροφύτευση της αυλής της Εκκλησίας, το Βυζαντινό Μουσείο, όπου είχα έναν καλό και τίμιο άνθρωπο, το Στρατή Καλυφό, το Λαϊκό Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1982 και που στεγάζεται κάτω ακριβώς από το Βυζαντινό Μουσείο, η διευθέτηση και η ταξινόμηση του αρχειακού υλικού, η καταγραφή των κειμηλίων. Επίσης πραγματοποιήθηκε η γεώτρηση στο Χάνι, σε βάθος 35 μέτρων, που έδωσε νερό στην εκκλησία. Το μαγαζί που είχε ο Κωνσταντής Μαϊστρέλης, η Αφατσιά, έγινε δεξαμενή διαστάσεων 4×4 μέτρα. Επίσης μπορούμε ν’ αναφέρουμε την τοποθέτηση καλοριφέρ στο ναό, το φωτισμό του κωδωνοστασίου, της αυλής και του εσωτερικού του ναού, καθώς και την αξιοποίηση του χώρου κάτω από το Συνοδικό, που λειτουργούσε παλαιότερα ως κρύπτη. Υπηρεσίες πρόσφερα και από άλλες θέσεις, όντας μέλος διαφόρων Επιτροπών, όπως του Χατζησπύρειου Κληροδοτήματος.

Default 14
Ο Στρατής Τζίνης ως πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου επιδεικνύει τη νέα ελαιοσυλλεκτική μηχανή, το γνωστό «σκαντζόχοιρο».
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Έκανα και τρία χρόνια, από το 1968 – 1970, πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου. Κατόρθωσα να αυξήσω τα πιεστήρια και από πέντε να τα κάνω εφτά.

 

Επί είκοσι εφτά περίπου χρόνια, από το 1946 -1973, είχα συνεταιρικά με τον Αλαμανέλη την επιχείρηση του Κινηματογράφου. Ήταν, βέβαια, στο όνομα της συζύγου μου Σαπφώς, γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος της ΔΕΗ. Χειμερινός κινηματογράφος ήταν ο «Όλυμπος», σε ακίνητο του Στέφανου Βρανιάδη. Θερινός κινηματογράφος ήταν η «Όασις», που λειτουργούσε σε χώρο του Κήπου της Παναγίας. Βοηθούσαν ο Νίκος Τσεσμελής ως μηχανικός, ο Γρηγόρης Ψαρρός ή Χαντράλης ως τιτλαδόρος, η σύζυγός μου Σαπφώ ως ταμίας και ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης στην είσοδο.

 

Ενδιαφέρθηκα και για τον αθλητισμό. Επί δεκαπέντε χρόνια ήμουνα πρόεδρος του Αθλητικού Ποδοσφαιρικού Συλλόγου «Όλυμπος». Συνεργάστηκα στενά με το μεγάλο ευεργέτη, ομογενή που έμενε στη Νέα Υόρκη, Γεώργιο Δημητρίου Χριστοφίδη. Μου έλεγε: Εσύ θα επιστατείς, δε θα δουλεύεις, δε θα σκάβεις, και εγώ θα πληρώνω, για να γίνει το Γυμναστήριο. Έγινε απαλλοτρίωση των γύρω χώρων και επέκταση. Έγιναν οι κερκίδες, τα καινούρια αποδυτήρια με ύδρευση του Χριστοφίδειου Δημοτικού Γυμναστηρίου. Το αθλητικό σωματείο δεν περιοριζόταν μόνο στον αθλητισμό, αλλ’ έκανε και άλλες εκδηλώσεις. Ανεβάσαμε στη σκηνή και θεατρικά έργα. Σκηνοθέτης ήταν ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

 

Όταν έφυγα από την Εκκλησία, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα της ίδρυσης ιδιωτικής λαογραφικής συλλογής, με εκθέματα κυρίως τοπικής βιοτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Στην προσπάθεια αυτή με βοήθησαν κάποιοι χωριανοί, που μου χάρισαν αρκετά είδη. Ξόδεψα όμως και πολλά χρήματα, για ν’ αγοράσω ή για να φτιάξω είδη που έχουν πια εκλείψει. Ρώτησα για τη χρήση και λειτουργικότητα του κάθε αντικειμένου και συγκέντρωσα χρήσιμες πληροφορίες, που τις έχω καταχωρίσει σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Η συλλογή αυτή, που στεγάζεται σε οίκημα της συζύγου μου στην είσοδο του χωριού, στην Καρυά, άρχισε να λειτουργεί από τις 16 Μαρτίου του 1990. Την επισκέπτονται πολλοί ντόπιοι και ξένοι χωρίς εισιτήριο και εκφράζουν τα θερμά τους συγχαρητήρια.

 

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 παντρεύτηκα τη Σαπφώ Παναγιώτη Κουτσκουδή και το 1949 γεννήθηκε ο γιος μας Παναγιώτης, ο οποίος σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Είναι παντρεμένος με τη δικηγόρο Ντίνα Παπαγιάννη και έχουν ένα γιο, το Στρατή, μαθητή Γυμνασίου σήμερα».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 149/2005

Ο ΚΛΑΡΙΝΙΣΤΑΣ ΚΑΙ ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

Στις 27-8-2003 είχα την ευκαιρία και τη χαρά να επισκεφτώ στο σπίτι του στην Αγιάσο, στην οδό Πρέσπας, το Σταύρο Ρόδανο, τον απόμαχο πια ουραγό της φαμίλιας, η οποία σημάδεψε τις μουσικές πραγματώσεις της Αγιάσου, αλλά και της Λέσβου γενικότερα, επί έναν αιώνα. Η συνέντευξη που δημοσιεύουμε παρακάτω αποβλέπει στη διεύρυνση των γνώσεών μας γύρω από τις κομπανίες του παρελθόντος, μια από τις ονομαστές των οποίων ήταν αυτή των Ρόδανων, και στην ευαισθητοποίηση για διάσωση και αξιοποίηση παντοειδούς αρχειακού υλικού.
Default 2
Ο Σταύρος Ρόδανος πριν από πολλά χρόνια. (Photo-Olympe Στρατή Καμπά)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 8 Ιουλίου του 1916. Είμαι παιδί του Ευστρατίου Παναγιώτη Ρόδανου, ο οποίος πέθανε το 1960, σε ηλικία 75 ετών, και της Αικατερίνης Θεμιστοκλή Καχιλέλη, η οποία πέθανε το 1972, σε ηλικία 83 ετών. Ο Βασίλειος Καχιλέλης που σκοτώθηκε στο Σκρα το 1918 ήταν αδερφός της μητέρας μου.

 

Ο πατέρας μου Ευστράτιος Ρόδανος είχε αδέρφια το Νικόλαο και τη Μαρία, που ήταν σύζυγος του Ηρακλή Δεμιργκέλη. Ήταν μεγαλύτερος από το Νικόλαο κατά δυο χρόνια. Έλεγαν ότι ο προπάππος μου καταγόταν από τη Ρόδο. Ο γιος μου Ευστράτιος, όταν υπηρετούσε στρατιώτης στην Κω, εντόπισε σε ταμπέλα καταστήματος το επίθετο ΡΟΔΑΝΟΣ.

 

Το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν μουσικός. Και ο παππούς μου όμως Παναγιώτης ήταν μουσικός, βιολιστής. Τον έλεγαν «Μαργιουλέλ’», γιατί πάντα έκανε μαργιολιές, αλλόκοτα πράματα. Από αυτόν πήρε και ο θείος μου Νικόλαος, που ονομαζόταν «παπάς», γιατί, κάθε φορά που έπαιρνε χρήματα, συνήθιζε να λέει: «Είμαι παπούτσα χρυσή, τώρα εγώ βλογώ, είμαι παπάς!» Κάποτε, κατεβαίνοντας στην Αγορά, τον αποκάλεσε ένας «παπά». Ο παπα-Κανιμάς, που έτυχε να είναι κοντά, γύρισε, αλλά αυτός που φώναξε είπε: «Συγγνώμην, παπά, δε θέλω εσένα, θέλω το Ρόδανο!» Όπως ο παππούς μου, έτσι και ο θείος μου ήταν άνθρωπος μαργιόλος. Το παρατσούκλι «Άννες», το οποίο είχαν τα αδέρφια Ευστράτιος και Νικόλαος, το χρωστούν σε μια θεία τους, ονομαζόμενη Άννα, με την οποία έμοιαζε πάρα πολύ ο πατέρας μου.

 

Ο πατέρας μου απόχτησε τρία παιδιά, το Χαρίλαο (1914-2003), εμένα και το Βασίλη, που γεννήθηκε το 1919 και πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 2000. Πρώτος μπήκε στη μουσική ο Χαρίλαος, λίγους μήνες μετά εγώ και αργότερα ο Βασίλης.

Default 6
Στην αίθουσα του παλαιού Αναγνωστηρίου, στο Χάνι, που δεν υφίσταται σήμερα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
 

Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου, που ήταν στη θέση του σημερινού Αγριγιώτικου. Τότε δεν ήταν ακόμη μεικτό, ήταν χωρισμένο σε Αρρένων και Θηλέων. Δάσκαλοί μου ήταν, στην πρώτη τάξη ο Ευστράτιος Φωτεινέλης, στη δευτέρα ο Ηλίας Λίβανος, ο Μπασμπαλέλης, στην τρίτη ο Ευστράτιος Κολαξιζέλης, ο Κακάβης, στην τετάρτη ο Ευστράτιος Λιάκατος, στην πέμπτη ο Βασίλειος Γαλετσέλης και στην έκτη ο Περικλής Στυλιανίδης, που είχε μεγάλο μεταδοτικό. Ήμουν πολύ καλός μαθητής και από το Στυλιανίδη έμαθα πολλά. Δώδεκα χρονώ τέλειωσα το Δημοτικό και αμέσως πήγα στο Ημιγυμνάσιο, που είχε τρεις τάξεις. Η τρίτη στεγαζόταν στον «Λουτρό», στο προαύλιο του σχολείου. Διευθυντής ήταν ο φιλόλογος Θεόφιλος Νουλέλης, ενώ καθηγητές ο Δημήτριος Κύπριος, που μας έκανε γαλλικά, και ο Παναγιώτης Σκούνιογλου, που μας έκανε μαθηματικά. Εγώ τέλειωσα την πρώτη τάξη και έφυγα.

Default 9
Το 1958 στο καφενείο του Παναγιώτη Παπαπορφυρίου (Γράμμη), το οποίο σήμερα ανακαινίστηκε σε κατάστημα από το Γεώργιο Ταράνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Δημήτριος Αγρίτης, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), η τραγουδίστρια Λουίζα και ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο).
 

Αρχικά ο πατέρας μου, παρ’ όλο που είχα κλίση στη μουσική, με έστειλε να γίνω τσαγκάρης. Πήγα στο Δημήτριο Παναγιώτη Τζίνη ή Αϊβαλί, που είχε το τσαγκαράδικό του εκεί που αργότερα είχε μαγαζί ο Δημήτριος Ταράνης, ο Γκέγκος, και σήμερα ο γιος του Γεώργιος, στη γωνία του Ταχυδρομείου. Εργάστηκα μερικά χρόνια, μέχρι τα δεκαεφτά μου, και είχα μάθει σχεδόν να τελειώνω παπούτσια.

 

Ο πατέρας μου είχε ένα συγκρότημα με τους Σουσαμλήδες. Έπαιζαν ο πατέρας μου κορνέτα, ο αδερφός του Νικόλαος εμφώνιο, ο Θεόφιλος Ψύρρας, που η γυναίκα του Χαρίκλεια ήταν νουνά του Χαρίλαου, σαντούρι, ο Ευστράτιος Χριστοφαρής ή Καμπάς τρομπόνι, ο Παναγιώτης Σουσαμλής, ο Κακούργος, κλαρίνο και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, βιολί. Οι δυο Σουσαμλήδες ήταν αλκοολικοί και πολλές φορές, όταν βρισκόταν κάποια δουλειά, δεν μπορούσαν να παίξουν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Όταν είδε ο πατέρας μου ότι το έκαναν μια, το έκαναν δυο, δεν άντεξε. Μια μέρα που ο Αχιλλέας δεν πήγε σε μια καλή δουλειά, γιατί ήταν μεθυσμένος, ο πατέρας μου έβαλε στη θέση του το Χαρίλαο, που από μικρός έπαιζε καλά μαντολίνο και μετά το βιολί του παππού. Οι Σουσαμλήδες δυσαρεστήθηκαν και έφυγαν, για να σχηματίσουν δική τους κομπανία. Τον Αχιλλέα Σουσαμλή τον αντικατέστησε ο αδερφός μου, αλλά από την κομπανία έλειπε το κλαρίνο.

Default 12
Στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται, από αριστερά: Κώστας Αγρίτης (σερβιτόρος), Δημήτριος Αγρίτης (Πα-γώνα), Ευστράτιος Παπάνης, Χαρίλαος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Θεόφιλος Ευστρατίου Ψύρρας (παιδί), Ραφαήλ Σουσαμλής, Σταύρος Ρόδανος και Ευστράτιος Σταύρου Ρόδανος (παιδί).
Ο πατέρας μου προβληματίστηκε, αλλά τελικά βρήκε τη λύση. Από τη Στρατιωτική μπάντα, στην οποία είχε υπηρετήσει ως δεκανέας, είχε γνωστό έναν καλό επιλοχία μουσικό, που έπαιζε κλαρίνο. Τον έλεγαν Μανόλη και τότε εργαζόταν σε ορχήστρα της Μυτιλήνης. Τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι ήθελε να στείλει το γιο του, δηλαδή εμένα, για να με μάθει κλαρίνο. Έτσι και έγινε. Ο πατέρας μου με έστειλε στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκα σ’ ένα παλιόσπιτο, δίπλα στο σπίτι του δασκάλου. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, όταν έβγαλα την ποδιά του τσαγκάρη, για να γίνω μουσικός. Έκανα τρεις μήνες μαθήματα από μια χοντρή μέθοδο κλαρίνου. Έκανα από αυτά τα μαθήματα, για να καλλιεργηθώ. Είχα τόσο πολύ εξασκηθεί, που καταλάβαινα πως, ό,τι και αν έπαιζα, θα τα κατάφερνα. Κάποτε ο δάσκαλος μου έγραψε ένα συρτό απλό. Εγώ, παίζοντάς το, διαπίστωσα πως δεν άρμοζε σε μένα, γι’ αυτό και το στόλισα και το παρουσίασα με το δικό μου σύστημα. Περνώντας ο δάσκαλος από το σπίτι, άκουσε που το έπαιζα με το δικό μου τρόπο. Μπήκε μέσα και με ρώτησε αν μου το έχει έτσι γραμμένο. Του απάντησα πως δεν το έχει έτσι γραμμένο, αλλά πως εμείς στην Αγιάσο πρέπει να του δώσουμε χρόνο, για να μπορούν οι άνθρωποι να το χορέψουν. Δε μίλησε. Του ζήτησα να μου δώσει άδεια μια βδομάδα και μου την έδωσε.
Default 15
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς, το οποίο διαχειριζόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης (Σουλουγάνης). Ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ εκτελεί νούμερο με την παρτενέρ του. Στο βάθος διακρίνεται η ορχήστρα.
Όταν ήρθα στην Αγιάσο, ήταν Σάββατο. Την Κυριακή έπαιζε η μουσική στο Σταυρί, στο καφενείο του Ευστρατίου Τάλιου. Την είχε ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης που διασκέδαζε. Μόλις με είδε, μου είπε να πάω στο σπίτι και να πάρω το κλαρίνο. Του είπα ότι δεν ήμουν ακόμη τέλειος, αλλ’ αυτός επέμενε. Έστειλε λοιπόν ένα παιδί στο σπίτι μας και έφερε το κλαρίνο. Με έβαλε κοντά στον πατέρα μου. Εγώ, λόγω του το ότι ήξερα από μικρός όλα τα τραγούδια και τα είχα τυπωμένα στο μυαλό μου, άρχισα να παίζω με το συγκρότημα. Σε ό,τι έπαιζαν δεν έκανα πίσω. Είχα στα χέρια μεγάλη εξάσκηση. Ο κόσμος όλος με τριγύριζε. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, ένα παιδί, και τους παραξένευε που έπαιζα απότομα έτσι κλαρίνο. Όταν τέλειωσε το παίξιμο, ο πατέρας μου είπε πως δε θα πάω πια στη Μυτιλήνη και πως από τη μέρα αυτή ανήκα στην κομπανία. Κατευθείαν μου έδωσαν και το μερδικό μου ολόκληρο.
Αυτό έγινε την ίδια χρονιά με τον αδερφό μου Χαρίλαο. Ο Χαρίλαος άρχισε κατά το Γενάρη, ενώ εγώ κατά τον Αύγουστο. Και από τότε παίζαμε μαζί συνέχεια, εξήντα περίπου χρόνια.

 

Τριάντα σαράντα χρόνια έπαιζα κλαρίνο. Μέσα στο καφενείο όμως ιδιοκτησίας Ευστρατίου Σεντουκά, της Κλουστρής, στο Σταυρί, που το εκμεταλλευόταν άλλοτε ο Γρηγόριος Λαλαδέλης, το Καμτζουρέλ’, και που σήμερα δε λειτουργεί, είχαν κρεμασμένα μουσικά όργανα και εγώ έπιανα την κιθάρα και έπαιζα μόνος μου. Έτσι έμαθα σιγά σιγά και αυτό το όργανο. Το χρόνο τον είχα στο μυαλό μου. Έπιασα σαν αστεία και σε ένα μήνα αυτοδίδακτος τα κατάφερα και έπαιζα με τη δική μας κομπανία.

Default 19
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ, ο Ευστράτιος Παπάνης, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και ο Σταύρος Ρόδανος.
Επίσης έμαθα αργότερα και τζαζ, που το όλο σύστημα μου το προμήθεψε ο συμπατριώτης μουσικός Παναγιώτης Ψαριανός. Ασχολήθηκα με τζαζ επί ένα χρόνο στο καμπαρέ Μυτιλήνης «Βράχος», στο οποίο εργάστηκα δεκαπέντε περίπου χρόνια. Δούλεψα επίσης στο κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατή, του Μιχάλη και του Γιώργου, που ήταν συνέταιροι. Από αυτούς μόνο ο Μιχάλης ήταν παντρεμένος με μια Ασωματιανή, τη Μαρία Χατζηχριστόφα. Στη Μυτιλήνη εργάστηκα δεκαεφτά περίπου χρόνια. Συνταξιοδοτήθηκα το 1980, αλλά και αργότερα δούλευα κλεφτά στην Αγιάσο, σε κανένα έκτακτο. Αντίθετα ο αδερφός μου Χαρίλαος πήρε σύνταξη όχι ως μουσικός αλλά ως αγρότης. Εργάστηκε και αυτός στη Μυτιλήνη, στο αριστοκρατικό κέντρο «Φέμινα» και μετά στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, το οποίο είχε πολλή χαρτούρα. Του έβαζαν λίγα ένσημα και δε μιλούσε, γιατί φοβόταν μη χάσει την αγροτική σύνταξη. Είχε δυόμισι χιλιάδες ένσημα. Με τρεισήμισι χιλιάδες ένσημα θα μπορούσε να πάρει σύνταξη από το ΙΚΑ.
Default 23
Στο Κέντρο του Προκοπίου Δουλαδέλη, στην Καρυά.
Διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), η τραγουδίστρια και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
Default 25
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου, με τις δυο αδελφές, από τις οποίες η μια ήταν τραγουδίστρια (κουτσή) και η άλλη ακροβάτισσα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο καταστηματάρχης Ευστράτιος Δουγραματζής (Φουνιάς), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο) μπροστά και ο Ευστράτιος Παπάνης.
(Φωτογραφία αδελφών Χουτζαίου)
Τότε που άρχισα εγώ να εργάζομαι, ήμασταν ξεχωριστή κομπανία, Ρόδανοι. Νομίζω ότι ήταν το 1934. Μετά πήραμε το Γρηγόριο Μαυροθαλασσίτη, στον οποίο ο πατέρας μου έμαθε εμφώνιο. Ήταν από το Ακράσι. Μας βοηθούσε και σε αγροτικές δουλειές. Ερχόταν και στις ελιές μας, χωρίς να παίρνει χρήματα. Η κομπανία αυτή βάσταξε μέχρι τον πόλεμο του ’40. Μετά αναδιοργανωθήκαμε.
Default 28
Στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, στη Μυτιλήνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό) και ο Σταύρος Ρόδανος. Πίσω διακρίνονται ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Εγώ είχα μπει στο Αναγνωστήριο από μικρό παιδί, υπήρξα μάλιστα και μέλος της Χορωδίας. Τα πρώτα μαθήματα τα πήρα από τους δασκάλους Ευστράτιο Φωτεινέλη και Ευστράτιο Λιάκατο, που μας συγκέντρωναν, εκτός λειτουργίας σχολείου, στον «Λουτρό». Αργότερα, στα πλαίσια του Αναγνωστηρίου πια, μας ανέλαβαν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης και ο Ευστράτιος Χατζηαποστόλου, το Πιτσλέλ’, από τον οποίο έμαθα πολλά πράγματα. Φαίνομαι σε μια αναμνηστική φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 134 (2003) του περιοδικού «Αγιάσος». Είχαμε έρθει τότε σε ρήξη με το Αναγνωστήριο και είχαμε ανεξαρτητοποιηθεί. Μας αποκάλεσαν μάλιστα «γιουβικάδις». Τρεις όμως από τους εικονιζόμενους σ’ αυτή τη φωτογραφία, ο Παναγιώτης Λίβανος, ο Στρατής Τζανετής και ο Στρατής Καμάτσος, ήταν προσκολλημένοι, δεν ανήκαν στη Χορωδία.
Default 31
Ο Σταύρος Ρόδανος συμμετείχε στην εκδήλωση μνήμης του αδελφού του Χαρίλαου, την οποία πραγματοποίησε ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών στο Κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», στις 9-8-2003. (Φωτογραφία Σωτηρίας Βαλαλά)
Με το Αναγνωστήριο συνεργάστηκα και αργότερα και πήρα μέρος ως μουσικός σε έργα που διδάχτηκαν, όπως «Η τύχη της Μαρούλας», οι οπερέτες «Το άνθος του γιαλού», «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα», «Οι ερωτευμένοι μυλωνάδες». Επίσης βοήθησα με άλλους στην ηχογράφηση παραδοσιακών τραγουδιών. Το 1975 μάλιστα ήρθε στο Αναγνωστήριο ο μουσικολόγος Σίμων Καράς. Συνεργαστήκαμε για την ηχογράφηση εγώ, ο Χαρίλαος και ο Κώστας Ζαφειριού, ο οποίος τότε δεν είχε σαντούρι και δανείστηκε από το Γιάννη Σουσαμλή, ο οποίος όμως μετάνιωσε που το έδωσε. «Αχ, τι έκανα, να δώσω το σαντούρι και να μην παίξω εγώ!», έλεγε συχνά. Τότε μας είχε καλέσει ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Πολύ αργότερα ήρθε στην Αγιάσο και ο Νίκος Διονυσόπουλος και γράψαμε πολλά τραγούδια. Έκαναν όμως στο σπίτι του, στην Αθήνα, διάρρηξη και αναγκάστηκε να ξαναέρθει στην Αγιάσο και να τα ξαναγράψει.
Default 34
Από κάποια εκδήλωση, πιθανότατα από Γυμναστικές Επιδείξεις, στο Γυμναστήριο – Γήπεδο της Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Χαρίλαος Ρόδανος, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Παπάνης και Προκόπιος Σουσαμλής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Παν. Κουτσαχειλέλης)
Η μουσική που έχει το Αναγνωστήριο είναι δική μας. Την έγραψε ο Χαρίλαος από μνήμης σε ειδικό βιβλίο. Στο βιβλίο αυτό έγραψε κάποιους σκοπούς και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, που ήταν καλός μουσικός. Ο Χαρίλαος πρέπει να πούμε πως συνεργάστηκε και με το στιχουργό και σατιρογράφο Παναγιώτη Ανεμέλη, ο οποίος έγραφε τραγούδια για μελοποίηση.

 

Εγώ είχα ειδίκευση στην οργανική μουσική, στα πρακτικά. Όταν έπαιζα, στόλιζα με το μυαλό μου, αυτοσχέδιαζα. Κάποτε μάλιστα είχα και μαθητές και τους δίδασκα. Πήρα μέρος ως μουσικός σε γάμους, σε βαφτίσια, σε πανηγύρια, σε μουσικοφιλολογικές βραδιές, σε θεατρικές παραστάσεις, σε χοροεσπερίδες, σε γυμναστικές επιδείξεις, ακόμα και στο γύρισμα της ταινίας «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», και αλλού.

 

Η κομπανία μας έπαιζε, όπου την καλούσαν. Έπαιζε στην «Καφενταρία», στον Κήπο της Παναγίας, στη Φαμάκα, στο εξοχικό κέντρο «Ελβετία», που ήταν στο Μπιζάνι, στη «Χουρέφτιρια», στου Καρά, στης Μαρμάρας, στου Λαγού, στο καφενείο του Βασιλείου Καρατζά, στην Αγορά, που το είχε συνεταιρικά με τα αδέρφια του, Γιώργο και Παναγιώτη, στο καφενείο του Γιάννη Παπαθεοφράστου-Ευστρατίου Δουγραματζή (Φουνιά), που σήμερα είναι σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου. Αρχικά το καφενείο αυτό το είχε ο Γρηγόριος Χριστοφαρής ή Μπαντέλης, ο πεθερός του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, και μετά από αυτόν ο Βασίλειος Συκής, ο πατέρας του Χριστόφα. Επίσης παίζαμε στο καφενείο του Γρηγορίου Χατζηραβδέλη, του Σουλουγάνη, που ήταν εκεί όπου σήμερα είναι το παντοπωλείο του Δημητρίου Μακαρώνη. Ο Χατζηραβδέλης για κάποιο χρονικό διάστημα εκμεταλλευόταν και το Πάρκο του Δήμου, στην Καρυά, στην οποία ήταν και άλλα καφενεία, όπου και εργαστήκαμε. Αναφέρω τα καφενεία των αδελφών Δουλαδέλη, Γιάννη, Ευστρατίου και Προκοπίου, του Παναγιώτη Καμαρού, που προηγουμένως το είχε ο Νικόλαος Βουλβούλης, του Βασιλείου Γραμμέλη, που ήταν στο χώρο, όπου χτίστηκε το σημερινό Αναγνωστήριο, καθώς και των Τζαναβάρηδων. Θυμάμαι που κάποτε ήρθε στο Πάρκο, που το είχε ο Χατζηραβδέλης, το μπαλέτο BAN ΣΤΑΝ, που το αποτελούσαν ένας χορευτής και τέσσερις χορεύτριες.

Default 37
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος, κάτοικος Παλαιοκήπου με καταγωγή από τα Μυστεγνά, Μιχάλης Μουτζουρέλης (Λαγός), Ευστράτιος Παπάνης, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Η κομπανία μας είχε μεγάλο όνομα και μας καλούσαν σε πολλά χωριά του νησιού. Πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή, στο Ακράσι, στο Αμπελικό, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Ευσταθίου, στον Ασώματο, όπου γινόταν το πανηγύρι των Ταξιαρχών, στα Βασιλικά, όπου γινόταν πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου και παίρναμε πολλά λεφτά από τους γλεντζέδες κατοίκους της περιοχής, στο Ίππειος, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Προκοπίου, στην Καλλονή, στα «Π’γαδέλια» Κάτω Τρίτους, όπου γινόταν το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, στις Λάμπες, όπου γίνονταν τα πανηγύρια της Ευαγγελίστριας και της «Αγια-Φουτιάς», στο Λισβόρι, στο Μόλυβο, στον Μπορό, στον Παλαιόκηπο, όπου γίνονταν πολλά γαμήλια γλέντια, στον Παπάδο, συνήθως στο «Σπλέντιντ», στο Πέραμα, στην Πέτρα, στο Πλωμάρι, συνήθως σε χοροεσπερίδες στη Λέσχη, στον Πολιχνίτο, και αλλού.

 

Ήμουν κληρωτός κλάσης 1937. Πήγα στο Ρουφ, στο Σύνταγμα των Τηλεγραφητών. Ήμουν στις Διαβιβάσεις και εκπαιδεύτηκα ως τηλεφωνητής και ασυρματιστής. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, που βάσταξε δυο χρόνια, πήρα μέρος στις εκδηλώσεις της 4ης Αυγούστου, ως αδειούχος, μαζί με τα συγκροτήματα των Αγιασωτών, αλλά και των άλλων Μυτιληνιών, που έρχονταν από το νησί. Πήρα μέρος και το 1938 και το 1939. Έφερναν το κλαρίνο και τα πολιτικά μου ρούχα από την Αγιάσο. Συμμετείχαν ο πατέρας μου, ο θείος μου Νικόλαος, ο Χαρίλαος, ο Βασίλης, σαντουριέρης αλλά και βιολιστής, ο Ευστράτιος Παπάνης, που τότε έπαιζε τρομπόνι, καθώς και ο Νικόλαος Μαυροθαλασσίτης, αν δεν κάνω λάθος. Κάποτε θυμάμαι πως όλες οι μουσικές ήμασταν στο διάδρομο του ξενοδοχείου και πως ο Βασίλης έπαιζε με το σαντούρι διάφορους σκοπούς, τσάμικο, κρητικό. Ενθουσιάστηκαν οι Κρητικοί και φώναζαν «Παίξ’ το, ρε κοπέλι!». Επίσης θυμάμαι πως χόρεψε ο Κώστας Βουλβούλης έναν «μαζωμένο», έναν «ανιγκασκό», αυτοσχεδιάζοντας άσεμνες φιγούρες που εντυπωσίασαν. Πήραμε και βραβείο. Ξεκινήσαμε μάλιστα από το Στάδιο με κατεύθυνση το κέντρο και παίζαμε τα «ξύλα». Όταν φτάσαμε στην Ομόνοια, αρχίσαμε να παίζουμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και να χορεύουν οι βρακάδες. Έγινε χαλασμός.

 

Απολύθηκα το 1939 και το επόμενο έτος έγινε ο πόλεμος. Με πήραν για την Αλβανία. Πήγα στο χωριό Λέσνιτσα ως ασυρματιστής-τηλεγραφητής. Η περιοχή ήταν απυρόβλητη. Μαζί μου ήταν ο Δούκας Κουφέλης, ο Κώστας Κωμαΐτης, που ήταν λοχίας Εφοδιασμού, ο Λευτέρης Καραφύλλης, ο Πρίνος, και ο λοχίας Βασίλης Θεμιστοκλή Νουλέλης, η Ρουδιά, ο οποίος εκτελούσε χρέη επιλοχία και έβγαζε υπηρεσία. Το Λευτέρη, που και αυτός ανήκε στις Διαβιβάσεις, όταν χαλούσε καμιά γραμμή, τον έστελναν μαζί με άλλους, για να αποκαταστήσουν τη βλάβη. Έπαθε πλευρίτιδα, με αποτέλεσμα να τον διώξουν για θεραπεία. Πήρε σύνταξη ως ανάπηρος πολέμου.

Default 40
Στιγμιότυπο από την υποδοχή των συνέδρων του Ιατρικού Συνεδρίου Μυτιλήνης (1957) στο θεραπευτήριον Λέσβου «η Υγεία». Διακρίνονται, από αριστερά: Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης και Χαρίλαος Ρόδανος . Πίσω διακρίνονται οι μαθήτριες και οι μαθητές του άλλοτε ενιαίου Γυμνασίου Αγιάσου, Ευαγγελία Παπουτσέλη, Παναγιώτα (Πίτσα) Δεμιργκέλη, Μυρσίνη Χουτζαίου, Χαρίκλεια Χατζηπροκοπίου, Ελένη (Νίτσα) Ξε-νέλη, Γιάννης Γουγουτάς, Κώστας Ράπτης, Θεμιστοκλής Χατζηνικολάου, Δημήτριος Κουντουρέλης, Ιάκωβος Μουτζουρέλης, Παναγιώτης (Τάκης) Παπάνης και Ευστράτιος Μπόρας.
Εγώ έμεινα όλο το διάστημα στη Λέσνιτσα. Κατά την οπισθοχώρηση αποσυνδέσαμε τα τηλέφωνα. Την Άνοιξη του 1941 πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσω Μπίγλιστας-Κρυσταλλοπηγής. Κατέβαινα με το Χριστόφα Κατσαμπό, τον πατέρα του Γιάννη. Μας χτυπούσαν τα γερμανικά αεροπλάνα. Δεν είχε γίνει ακόμα συνθηκολόγηση. Στο δρόμο μάς έσπασαν οι Γερμανοί τα όπλα. Μας θέριζε η πείνα. Βγάζαμε ωμά πράσα και τα τρώγαμε. Στην Αθήνα μείναμε καμιά δεκαριά μέρες. Κατεβήκαμε στον Πειραιά, βρήκαμε καΐκι και φύγαμε. Φτάσαμε στη Σκάλα Πολιχνίτου και από εκεί με τα πόδια ήρθαμε στην Αγιάσο.

 

Με ατομική πρόσκληση στρατεύτηκα και πήρα μέρος και στον Εμφύλιο. Υπηρέτησα εφτά μήνες στο άλλοτε Χατζησπύρειο Νοσοκομείο Αγιάσου, όπου σήμερα το Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ», καθώς και στη Μυτιλήνη, στο χώρο του Διδασκαλείου. Εδώ με το Γρηγόριο Πολιτάκη ήμασταν ασυρματιστές. Στη συνέχεια έφυγα από τη Λέσβο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη, όπου και έμεινα, με παρέμβαση του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, ως βοηθός εκπαιδευτή νεοσυλλέκτων. Δεν πολέμησα, ήμουν σε ειδικότητα.

Default 43
Η λαϊκή ορχήστρα επί το έργον… Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), ο Κώστας Ευρ. Ζαφειρίου (Καζίνο), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο) και ο τραγουδιστής Φραγκίσκος Μπαγέλης.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Στις 12 Ιουλίου 1944 παντρεύτηκα τη Μαρία Δούκα Κωμαΐτη (Γούλα). Τη μέρα αυτή σκότωσαν στην Αγιάσο τον οδοντίατρο Ευστράτιο Καραφύλλη, τον Πρίνο. Όταν ήρθε στο σπίτι, όπου γινόταν το γλέντι, και μας το είπε η Μυρσινιώ η Γκαγκαμάναινα, ο κόσμος διαλύθηκε. Αποχτήσαμε τρία παιδιά, το Στρατή, που γεννήθηκε το 1945 και πέθανε νέος το 1989, τον Περικλή που έζησε είκοσι μήνες περίπου, και την Ανθούλα, σύζυγο του Παναγιώτη Προκοπίου Βουνάτσου».
Default 46
Ο Σταύρος Ρόδανος (δεξιά) και ο Γιώργος Σαμιακός, ενοικιαστής του Κέντρου Μυτιλήνης «Βράχος».
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Default 48
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ροδανός, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Παπάνης και η τραγουδίστρια Μάγδα… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 142-143/2004