ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΑΓΡΙΤΗΣ. Ο κορνετίστας και τρομπονίστας της χτεσινής Αγιάσου

Στις 7-9-2002 είχα την ευκαιρία και συνάμα τη χαρά να πάρω συνέντευξη στην Αγιάσο από τον απόμαχο μουσικό Δημήτριο Ιωάννου Αγρίτη, τον οποίο επισκέφτηκα και δεύτερη φορά, στις 3-1-2003, στο σπίτι του, στην οδό Έλλης, της συνοικίας Αϊ-Γιάννης, για συμπληρωματικά στοιχεία. Επιδίωξή μας να ευαισθητοποιήσουμε με τον τρόπο αυτό τους Αγιασώτες και όχι μόνο, να καλλιεργήσουμε την αρχειακή συνείδηση, να συγκεντρώσουμε χρήσιμο υλικό, φιλολογικό, ιστορικό, λαογραφικό, φωτογραφικό, και στη συνέχεια να το αξιοποιήσουμε.
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 18 Ιουλίου 1917. Γονείς μου ήταν ο Ιωάννης Δημητρίου Αγρίτης, που είχε το παρατσούκλι Πατσά, και η Παναγιωτούδα (Μπουτούδ’), κόρη του Νικολάου Ιωάννου Κουλαξίζη ή Κουλαξιζέλη και της Φωτούδας Καραγιάννη. Η Παναγιωτούδα ήταν γνωστή και ως Ιν’κόλινα, από το μικρό όνομα του πατέρα της, που το πήρε και το ψυχοπαίδι, ο Παναγιώτης Κουλαξιζέλης ή Γιαννάκας (Μπώτ’ς του Ν’κόλ’). Ο παππούς μου ήταν τσομπάνης και συγγένευε με τους άλλους Αγρίτες της Αγιάσου. Η μάνα μου εκτός από καλή νοικοκυρά ήταν και φημισμένη γιάτραινα. Ήξερε από στραμπουλίγματα και σπασίματα χεριών και ποδιών, θεράπευε τον «αφαλό» και έβγαζε από τα μάτια των ραβδιστάδων «αχνούς». Κάποτε, μάλιστα, γιάτρεψε από μόλυνση το μάτι του σιδερά Ζαχαριά Βατρικά, που οι γιατροί της Αθήνας ήθελαν να το βγάλουν και στη θέση του να βάλουν γυάλινο, όπως ήταν τότε της μόδας. Χρησιμοποιώντας κουκούλι μεταξοσκώληκα, αφαίρεσε με μια δυο επιδέξιες κινήσεις το σφηνωμένο σιδεράκι, επάλειψε το μάτι με ασπράδι αβγού και το θάμα έγινε!

 

Μικρότερος μου αδερφός ήταν ο Κώστας. Αυτός γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμιβρίου 1920 και συχωρέθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1988, σε ηλικία 68 χρονών. Είχε θήλωμα κύστης, που εξελίχτηκε σε καρκίνο, ο οποίος έκανε μετάσταση στους πνεύμονες. Υποβλήθηκε σε πολλές εγχειρήσεις και υπόφερε. Σύζυγός του ήταν η Άρτεμη, η κόρη του Τζάνου και της Γιαννούλας Κουδουνέλη. Παιδιά τους ο Δημήτριος και η Παναγιώτα, που μένουν στο Παλαιό Φάληρο, στην Παναγίτσα.

 

Με βάφτισε η Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Αντωνίου Διαμαντή, το γένος Ευστρατίου Κασέτα, που ήταν στολιδού και πάντα καλοφορεμένη. Μου έδωσε τ’ όνομα του παππού μου, αλλά και του γιου της Δημητρίου, ο οποίος πέθανε από βλογιά. Είχε και έναν άλλο γιο στην Αμερική, το Στρατή. Το παρατσούκλι Παγώνα, που το έχω μόνο εγώ, το οφείλω στο εξής περιστατικό. Πριν από καμιά εξηνταριά χρόνια, στην Κατοχή, παίζοντας μια μέρα χαρτιά με το Σταύρο Μπεγιάζη και με το Χριστόφα Συκή, στο καφενείο του δευτέρου, που ήταν στο χώρο του τωρινού σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου, στην Αγορά, έχανα, νεύριαζα και θύμωνα. Ο Συκής, σε κάποια στιγμή, για να με πικάρει περισσότερο, είπε: Θα σι κάνου, Δημητρό, να κλαις σαν του παγόν’! Έτσι από τότε μου έμεινε το παρατσούκλι σφραγίδα και το Αγρίτης παραμερίστηκε. Πρέπει όμως να βοήθησε στην καθιέρωση και κάτι άλλο. Ντυνόμουνα όμορφα, μερακλίδικα, και φορούσα παπούτσια που έτριζαν. Κάποιοι κοροϊδευτικά έλεγαν: Κ’νιέτι σαν του παγόν’!

Default 4
Ο Δημητριος Αγρίτης πριν από σαράντα πέντε περίπου χρόνια. (PHOTO-OLYMPE ΣΤΡΑΤΗ ΚΑΜΠΑ ΑΓΙΑΣΣΟΣ)
Τέλειωσα το Δημοτικό στην Αγιάσο. Ήθελα να προχωρήσω, γιατί ήμουνα καλός μαθητής και τα μάθαινα τα γράμματα, αλλά δεν είχαμε παράδες. Διευθυντής του σχολείου ήταν ο Στυλιανίδης. Δασκάλους είχα τον Ευστράτιο Φωτεινέλη, το Βασίλειο Γαλετσέλη, τον Ηλία Λίβανο (Μπασμπάλη) και το Στρατή Κολαξιζέλη (Κακάβη). Συμμαθητές και συμμαθήτριές μου ήταν ο Βασίλειος Αϊβαλιώτης, ο Δημήτριος Βασιλάκης (Αριστίγια), ο Στρατής Γαββές, η άτυχη Έλλη Ηλιογραμμένου, η Έλλη Παναγιώτου Τάλιου-Παγωτέλη, η Ελένη Τσιβγούλη-Αναστασέλη, η Μύρτα Νιγδέλη-Καβαδέλη, η Μαριάνθη Δημητρίου Ψύρρα και άλλοι.

 

Όταν τελείωσα το δημοτικό, έπρεπε και εγώ να δουλέψω, όπως και άλλα

παιδιά. Είχαμε κάνει ομάδα και πηγαίναμε στα ξύλα, στο δάσος της Μεγάλης Λίμνης, αλλά και στο Αζόπ, από τα Καμπιά. Τα πουλούσαμε στους φουρνάρηδες, 25 δραχμές το γομάρι. Ο Παναγιώτης Χαλέλης εκτός από τα χρήματα έδινε και ένα παξιμάδι. Στην ομάδα ήμασταν Μπουτζαλιώτες, ο Κομνηνός (Κουμέλ’) Παρασκευαϊδης (Κουλούντζ’), ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που ήταν εγγονός του μουσικοδιδάσκαλου Κομνηνού Αμανίτη, οι Γεωργαντήδες ή Νταλάδες, ο Κώστας και ο Στρατής, ο Κυριάκος Πασχαλιάς, ο Βασίλειος Χρυσάφης (Μπαγνέζος) και ο Τζάνος Κουρός (Κ’τσάφτ’ς). Παράλληλα με τη δουλειά, ανάλογα με την εποχή, μας απασχολούσαν και άλλα. Μαζεύαμε «αξ’νηθρουγούλια» και καμπανάρια, που έμεναν στα αμπέλια μετά τον τρύγο. Εγώ είχα το γάιδαρο του ράφτη Κομνηνού Τσουκαρέλη και με αυτόν κουβαλούσα τα ξύλα.
 

Αυτός που με παρότρυνε ν’ ασχοληθώ με τη μουσική ήταν ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που έπαιζε βιολί, όπως και ο παππούς του. Μια μέρα, που είχαμε πάει μαζί στα ξύλα, μου πρότεινε ν’ αγοράσω ένα μουσικό όργανο. Η ιδέα του μου άρεσε, αλλά με προβλημάτισε το είδος του οργάνου. Τελικά αποφάσισα και αγόρασα μια κορνέτα, μια τρόμπα. Πήγα, σε ηλικία δεκαεφτά περίπου χρονών, στον Ευστράτιο Ρόδανο (Άννα) και παρακολούθησα συστηματικά μαθήματα. Έδινα 25 δραχμές το μάθημα. Επιθυμία μου ήταν να μου γράψει σκοπούς, για να βγαίνω να παίζω. Θυμάμαι που μου έγραψε το σκοπό «Τα ξύλα». Αργότερα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, προχωρούσα μόνος μου.

Default 9
Το δελτίο ταυτότητας του Δημητρίου Αγρίτη, ως μέλους του Σωματείου Μουσικών Λέσβου (23-12-1955)
 

Αρχικά συνεργάστηκα ως μουσικός με το βιολιτζή Κομνηνό Παπουτσέλη, με τον Προκόπιο Μπουρλή, που ήταν φούρναρης, αλλ’ έπαιζε και μπάσο, και με το σαντουριέρη Κωστή Καχιλέλη. Αν δεν κάνω λάθος, πρωτοέπαιξα το 1937 στο καφενείο του Αγγελή Καραγιάννη, που ήταν στη θέση του σημερινού καφενείου του Σταύρου Ψαρρού. Προπολεμικά επίσης πήγαινα στο Αμπελικό και συνεργαζόμουνα με τους ντόπιους Βερβέρηδες (Φράγκους), τους γιους του καφετζή Νικολάου Βερβέρη (Φράγκου), τον Αντώνη, που έπαιζε κλαρίνο, και το Σωκράτη, που έπαιζε βιολί. Στο χωριό αυτό γίνονταν τα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου και συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος. Το 1938, επιστρέφοντας κάποια μέρα από το Αμπελικό, πληροφορήθηκα πως στο χωριό μας έγινε ένα φοβερό έγκλημα, με θύματα συγγενείς του Νικολάου Καζαντζή (Καρακάση).

 

Ήμουνα της κλάσης του 1938 και στις 28 Οκτωβρίου κατατάχτηκα στον 7ο Λόχο του 22ου Συντάγματος Πεζικού Μυτιλήνης, στο οποίο διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Μπαλής. Το 22ο Σύνταγμα Πεζικού μαζί με το 18ο Σύνταγμα Σάμου και με το 23ο Σύνταγμα Χίου ανήκαν στη XIII Μεραρχία. Ως μουσικός πήγα στη στρατιωτική μπάντα. Λοχαγό στον 7ο Λόχο είχα το Μανόλη Οικονομάκη. Επιλοχεύων ήταν κάποιος Μαρινάτος, από τη Μόρια. Θυμάμαι πως στον 6ο Λόχο, διοικητής του οποίου ήταν ο λοχαγός Τριχιάς, υπηρετούσε ως δόκιμος ο συχωριανός Γεώργιος Πασχαλίδης, που ήταν ο πιο μερακλής αξιωματικός. Στον 6ο Λόχο υπηρετούσε τότε και ο Σαμιώτης ανθυπασπιστής Κωνσταντίνος Μελαχρινίδης, που αργότερα εκτελέστηκε στο μέτωπο της Αλβανίας. Η μπάντα έδρευε στον Άγιο Γεώργιο Μυτιλήνης, στο Τζαμί. Απέναντι ήταν το σπίτι του διοικητή της Ασφάλειας Γαλούση. Στην μπάντα υπήρχαν μόνιμοι και κληρωτοί. Από τους μόνιμους Λέσβιους θυμάμαι το δεκανέα Ευστράτιο Μυρσίνη, από το Πλωμάρι, ο οποίος αργότερα αποστρατεύτηκε ως ταγματάρχης, το δεκανέα κορνετίστα Θεόδωρο Παπά, από το Μεσαγρό, και τον ανθυπασπιστή Μανόλη Συκά, από τον Πολιχνίτο. Κληρωτοί στην μπάντα ήμασταν οι Σαμιώτες Πρόδρομος Σοφατζής και Ιωάννης Διακογεωργίου, οι Πλωμαρίτες Γεώργιος Πατρέλης και Ιωάννης Παντελέλης, ο Δημήτριος Μπουρλέλης ή Στεριανέλης, από την Πλαγιά, ο Χαράλαμπος Γιάννου, από το Μανταμάδο, ο Στρατής Κουτσaφτής, από το Μεσαγρό, ο δεκανέας Ερμόλαος Ζωγράφος, από τον Παλαιόκηπο, ο Όμηρος Μεταξάς από την Ερεσό, γιος του κλαριντζή Κώτσου Μεταξά, οι Τουρκογιάννηδες, ο Μιχάλης και ο αδερφός του, ο Παλαιοκηπιανός Κώστας Τσόλος, ο Αμπελικιώτης Σωκράτης Βερβέρης ή Φράγκος και ο Κατωτριάτης Χαράλαμπος Δάλας, ο πατέρας των αδελφών Δάλα, οι οποίοι κάνουν σήμερα γεωτρήσεις.

 

Στη Μυτιλήνη υπηρέτησα 28 μήνες. Έπρεπε ν’ απολυθώ το 1940, αλλά εντωμεταξύ κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και με κράτησαν. Έμαθα να γράφω και να διαβάζω μουσική. Ανανεώναμε το ρεπερτόριο της Μεραρχίας. Με την κήρυξη του πολέμου ήρθαμε για ένα διάστημα στους Λάμπου Μύλους, αλλά μετά κατεβήκαμε πάλι στη Μυτιλήνη. Εμείς, οι άντρες της μπάντας, εγκατασταθήκαμε στην περιοχή Μέλαγκας, στον πύργο του Μαν’τάπ’. Ο Εφοδιασμός ήταν στη Σκούντα. Αποστολή μας ήταν η ψυχαγωγία των οπλιτών. Στη Μυτιλήνη παραβγάζαμε τους στρατιώτες, που προορίζονταν για το μέτωπο και που έφευγαν με μεταγωγικά. Αρχιμουσικός μας ήταν ο Γεράσιμος Κανιόρος, ο οποίος ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αποσπάστηκε σε άλλη μονάδα και ήρθε στη θέση του ο επίσης μόνιμος Λάκης Κυριακίδης, ο οποίος έπαιζε κορνέτα.

 

Τέλη του 1940 είχαμε έρθει με το καράβι «Έλλη» 10 έφεδροι της μουσικής στον Πειραιά, για να προωθηθούμε στο Σύνταγμά μας, αν και έπρεπε να περιμένουμε σχετική διαταγή. Ανάμεσά μας ήταν ο δεκανέας Δημήτριος Μπολέτης, από το Μαρούσι, και ο Αθηναίος Μίμης Μακρίδης, που έπαιζε κορνέτα. Πήγαμε στην Αθήνα, στο Φρουραρχείο, αλλά δεν μπορούσαν να μας στείλουν στο μέτωπο, όπου ήταν η μονάδα μας, γιατί δεν είχε εκδοθεί ακόμη η σχετική διαταγή. Γυρίζαμε από εδώ και από εκεί, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά ζητήσαμε ακρόαση και παρουσιάστηκα αυτοπροσώπως στον Παπάγο, ο οποίος ενέκρινε την αναχώρησή μας για το μέτωπο. Στο Γουδί μας έδωσαν από δυο μουλάρια. Ταξιδέψαμε με το τρένο και φτάσαμε στη Φλώρινα, τη μέρα της γιορτής του Αγίου Βασιλείου, την Πρωτοχρονιά του 1941. Μέσω Κρυσταλλοπηγής φτάσαμε με τα ζώα στην Κορυτσά, από όπου μας έστειλαν σε αποδεκατισμένες μονάδες. Πρέπει να πω πως δεν είχαμε κανονική εκπαίδευση στα όπλα.

 

Μέχρι τον Απρίλιο του 1941 ήμουνα στην Αλβανία, αποσπασμένος στη X Μεραρχία. Θυμάμαι την Άνω Μογλίτσα, την Κάτω Μογλίτσα, το Μοράβα… Αρρώστησα και αναγκάστηκαν να με κατεβάσουν σε ορεινό χειρουργείο και στη συνέχεια να με προωθήσουν στο Αναρρωτήριο της Κορυτσάς «Τούρτουλη», γιατί μου βρήκαν 140 σφυγμούς. Τελευταία πήγαμε στην Κομμένη Πέτρα, στο ύψωμα 2800. Από τα Τίρανα μας χώριζε ένα ύψωμα.

 

Με την επίθεση των Γερμανών στα οχυρά της Μακεδονίας και την είσοδό τους στη χώρα, οπισθοχωρήσαμε και εμείς στο μέτωπο της Αλβανίας. Εγώ με το Σαμιώτη Ιωάννη Διακογεωργίου ξεκινήσαμε με τα πόδια από την Κομμένη Πέτρα, φτάσαμε στα σύνορα και θέλαμε να κατεβούμε στην Αθήνα. Προτού φτάσουμε στην Καλαμπάκα, συναντήσαμε Γερμανούς και παραδώσαμε τον οπλισμό μας. Οι Γερμανοί έσπαζαν τα όπλα και τα πετούσαν. Εδώ υπήρχαν σταθμευμένα στο δρόμο λεωφορεία, ένα από τα οποία, μάλιστα, έγραφε «ΑΓΙΑΣΟΣ». Οι Γερμανοί μας διέταξαν να τα βγάλουμε από το δρόμο, για να περάσουν τ’ άρματά τους. Φορούσαμε τα στρατιωτικά ρούχα, γιατί δεν ήταν εύκολο να προμηθευτούμε άλλα. Πεινούσαμε και για να επιβιώσουμε αναγκαζόμασταν να κλέβουμε. Φτάσαμε στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα. Εδώ σούβλιζαν αρνιά και πουλούσαν κρέας, αλλά δεν είχαμε χρήματα για ν’ αγοράσουμε. Μετά από μέρες κατεβήκαμε στο Σταθμό Λαρίσης και στη συνέχεια στον Πειραιά, στα Καμίνια. Εδώ συνάντησα το συχωριανό μου Κώστα Πανάγη. Για να εξοικονομήσουμε τα προς το ζην ζητιανεύαμε. Ο Κώστας είχε τυλίξει το πόδι του με επίδεσμο και έκανε τον τραυματία και εγώ έκανα πως τον υποβάσταζα, για να πετύχει το κόλπο. Κάποια οικογένεια συγκινήθηκε, μας έδωσε κατάλυμα και μας περιέθαλψε. Πεινούσαμε, είχαμε ψείρες. Όταν προθυμοποιήθηκαν να φροντίσουν και το πόδι του «τραυματία», αλλάζοντας τους επιδέσμους, είπαμε πως την προηγούμενη μέρα πήγαμε κάπου και έκαναν αλλαγή οι Γερμανοί. Τελικά αναγκαστήκαμε να φύγουμε, για να μη ρεζιλευτούμε.

Default 12
Ως κιθαρίστας ο Δημήτριος Αγρίτης (δεύτερος από δεξιά) με ξένους μουσικούς και με τραγουδίστρια, στο Κέντρο διασκέδασης ( Πάρκο της Καρυάς), που εκμεταλλευόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης.
 

Για να πάμε στο νησί, έπρεπε να εξοικονομήσουμε τα ναύλα μας. Ο Παναγιώτης Γλεζέλης, ο πλούσιος συμπατριώτης μας, που ήταν εγκαταστημένος στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος της Ford, έδινε από ένα πενηντάρι στους Αγιασώτες. Με καΐκι ήρθαμε στο Πλωμάρι, ο Παναγιώτης Μαριγλής, ο γιος του Ευριπίδη, και εγώ. Από το Πλωμάρι όμως δεν ξέραμε να έρθουμε στην Αγιάσο με τα πόδια, γιατί ήταν νύχτα. Ο Μαριγλής έδωσε σ’ έναν Πλωμαρίτη 200 δραχμές και μας έφερε στ’ αγιασώτικα. Φτάσαμε χαράματα στο «Σκουτ’νό» στο κτήμα του Καραγιάννη (Ατζιλέλ’). Από εκεί και πέρα ήξερα το δρόμο.

 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εργάστηκα ως μουσικός. Συνεργάστηκα με το Γεώργιο Ζαφειρίου (Ζουγή), με τον Προκόπιο Μιχαήλ Σουσαμλή, με το Ραφαήλ Σουσαμλή και με το Θεόφιλο Ψύρρα. Κάθε Σαββατοκύριακο παίζαμε σε χωριά και επιστρέφαμε στην Αγιάσο τη Δευτέρα. Παίρναμε ως αμοιβή από ένα σακίδιο «τσολάκια». Τότε δεν είχε πολλά παπούτσια. Ο συνάδελφος Ραφαήλ Σουσαμλής μας είχε κάνει «τσοκαρέτες», που ήταν ένα είδος τσόκαρα με μεντεσέδες από κάτω. «Τσοκαρέτες» έφτιαχνε και ο Θεόδωρος Καραμανλής, ο Ανανίας. Τα παπούτσια, για να μη χαλάνε, τα είχαμε στα σακίδια και τα φορούσαμε, όταν φτάναμε κοντά στο χωριό. Τα «τσολάκια» τα δίναμε στο Γεώργιο τον Κλόκα, τον μετέπειτα οπωροπώλη και φιστικά. Παίρναμε σιτάρι, το κάναμε «κουρκούτη» με το μύλο και τη μαγειρεύαμε.

 

Πηγαίναμε σε πολλά χωριά, στο Αμπελικό, στα Βασιλικά, στα Βατερά, στο Βούρκο, στη Βρίσα, στη Μόρια, στα Μυστεγνά, στα Πάφλα, στη Σκάλα Πολιχνίτου, στο Πλωμάρι, όπου υπήρχαν πλούσιοι γλεντζέδες, όπως ο Γεώργιος Δαδιώτης, ο Λαγουμίδης ή Λαγός και άλλοι, στο Καμένο χωριό, όπου παραθέριζαν οι Πλωμαρίτες, και αλλού. Ο Λαγός, όταν ύστερα από πολλά χρόνια μας συνάντησε, μας είπε: Δεν ήξερα πως το γήρας είναι η πιο μεγάλη ασθένεια! Μόνο στην Ερεσό και στο Σίγρι δεν πήγαμε. Ήμασταν γυρολόγοι. Στα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου παίρναμε πολλά χρήματα.

Default 15
Αναμνηστική φωτογραφία από χοροεσπερίδα που πραγματοποιήθηκε, επί βασιλείας, στον Κινηματογράφο «Όλυμπος» (Αποκριές 1958;). Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Παπάνης, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Χαρίλαος Ρόδανος και Δημήτριος Αγρίτης. Κάτω, δεύτερος από αριστερά, ο ειρηνοδίκης Αγιάσου Ναούμ…
 

Δεν έφτανε που πήγα στο μέτωπο της Αλβανίας, επιστρατεύτηκα και κατά τον Εμφύλιο και υπηρέτησα ένα χρόνο. Κατατάχτηκα στο 58ο Τάγμα Εθνοφρουράς Θεσσαλονίκης, στον 3ο Λόχο. Μαζί μου ήταν και οι συχωριανοί Βασίλειος Νουλέλης (Ρουδιά), Οδυσσέας Κλήμος, Γεώργιος Χατζηπαυλής, Ευστράτιος Αβδελέλης, Κώστας Πανάγης, Μιχαήλ Γαλετσέλης (Καρίπης) και Στρατής Γαββές. Από αυτούς οι τέσσερις πρώτοι στάλθηκαν στη Μακρόνησο. Τον τελευταίο τον αιχμαλώτισαν οι αντάρτες. Από τη Θεσσαλονίκη προωθηθήκαμε στο Τσοτίλι και μας αποσπάσανε. Εγώ τοποθετήθηκα στο Λόχο Στρατηγείου της 22ας Ταξιαρχίας και είχα λογαχό τον Ανδρέα Γαλάνη. Εδώ δεν ήρθα ως μουσικός, αλλά ως ημιονηγός. Ανέβηκα στο Βίτσι και στην οροσειρά Μάλι Μάδι. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι το λοχία Φώτιο Καναρέλη (Μπούκατο), το Στρατή Βουνάτσο (Κνα), το γιο του Χαρίλαου, που ήταν καταδρομείς, το Στρατή Χατζηφώτη, το Γεώργιο Χρυσάφη και άλλους. Υπηρέτησα κοντά στον ταξίαρχο πεζικού Δημήτριο Μαρκόπουλο, που καταγόταν από την Κρήτη. Ήταν ο πιο κακός, ο πιο σκληρός άνθρωπος. Έσφαζε και σκότωνε αντάρτες. Τα αφτιά του είχαν πάθει από κρυοπαγήματα. Όταν έμαθε πως είμαι από την Αγιάσο, με ρώτησε αν γνωρίζω τον αξιωματικό Φώτιο Τάλιο και του είπα ναι. Έτσι με κράτησε και έγινα σαν ιδιαίτερός του.

 

Στο Μάλι Μάδι μας κυνήγησαν οι αντάρτες και οπισθοχωρήσαμε. Ο ταξίαρχος τραυματίστηκε. Εγώ παράτησα το τουφέκι και το έβαλα στα πόδια. Έφτασα στον Αλιάκμονα ποταμό και κρύφτηκα. Μετά ανασυνταχτήκαμε στο χωριό Απόσκεπος Καστοριάς. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι στον Απόσκεπο τον Κώστα Πανάγη, το Λευτέρη Καζαντζή (Καρακάση), το Δημήτριο Κουρβανιό (Καρότο) και το Στρατή Ρουμπάπη (Αφαλή). Όσοι πέρασαν τον ποταμό θεωρήθηκε ότι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Ειπώθηκε, μάλιστα, πως όσοι παράτησαν τα όπλα τους θα τουφεκιστούν. Εγώ βρήκα και πήρα ένα άλλο. Το όπλο όμως αυτό αποδείχτηκε πως ήταν κλεμμένο και πως δεν ήταν το δικό μου, γιατί είχε άλλον αριθμό. Τελικά ομολόγησα πως το δικό μου το έχασα και πως βρήκα ένα άλλο πεταμένο και το πήρα. Έτσι γλίτωσα.

 

Μέχρι το 1944-1945 πήγαινα βοηθητικός στην κομπανία των Ρόδανων. Αργότερα όμως, από το 1947 και εδώ, συνεργάστηκα κανονικά ως τρομπονίστας με τους Ρόδανους. Πρέπει να πω πως έπαιζα και κιθάρα και τζαζ. Στις 6-3-1955 παντρεύτηκα τη Μαρία Ηλιογραμμένου Τσουκαρέλη. Το μυστήριο έγινε στο σπίτι, όπως συνηθιζόταν τότε. Δεν ευτύχησα ν’ αποκτήσω παιδιά. Συνταξιοδοτήθηκα το 1985. Έμεινα ο τελευταίος μουσικός φυσερού οργάνου στην Αγιάσο. Το 1960 πήγα με τους Ρόδανους στη Μυτιλήνη και εργάστηκα το χειμώνα στο Κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατάρα, του Γιώργου και του Μιχάλη, που και οι τρεις σήμερα είναι πεθαμένοι. Από αυτούς παντρεμένος ήταν μόνο ο Μιχάλης, που έχει τρεις κόρες. Οι Ρόδανοι συνέχισαν να εργάζονται στη Μυτιλήνη. Εγώ έμεινα στην Αγιάσο και συνεργάστηκα με το Γρηγόρη Κουρβανιό και με το Στρατή Σουσαμλή (Σιλέμ’). Στη Μυτιλήνη έφυγε και ο καλός σαντουριέρης Στρατής Ψύρρας ή Μουζού, που εργάστηκε στον «Ξενύχτη» του Στρατή Παναγιώτη Κουταλέλη, για να συμπληρώσει ένσημα του ΙΚΑ.

Default 18
Αναμνηστική φωτογραφία της λαϊκής ορχήστρας, που έλαβε μέρος στην παρουσίαση το 1965 από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» της δραματικής οπερέτας του Νίκου Χατζηαποστόλου «Η καρδιά του πατέρα». Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί: Ευστράτιος Παπάνης, Δημήτριος Αγρίτης, Πάνος Πράτσος (πρόεδρος του Αναγνωστηρίου), Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), Κώστας Ευριπίδη Ζαφειρίου και Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο).
 

Η παρουσία μου σε γάμους, σε βαφτίσεις, σε χοροεσπερίδες, σε σχολικές εκδηλώσεις, σε γλέντια, σε θεατρικές παραστάσεις, ήταν έντονη. Για το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» έπαιξα αρκετές φορές, κυρίως σε οπερέτες. Θυμάμαι τα έργα «Η τύχη της Μαρούλας», για το οποίο κάναμε επί 60 μέρες πρόβες, «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα». Επίσης έπαιξα ως μουσικός στο έργο «Στραβογιώργης», το οποίο παρουσίασε ο Γυμναστικός Ποδοσφαιρικός Σύλλογος «Όλυμπος», σε σκηνοθεσία Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Τζίνης. Θυμάμαι πως το έργο παίχτηκε στο «Φουλίδ’» και πως πήρε μέρος σ’ αυτό το «Μαρικέλ’», η κόρη του Προκοπίου Στεφάνου. Επίσης έπαιξα για τον Ερασιτεχνικό Φιλοτεχνικό Όμιλο «Το Μπουρίνι» Μυτιλήνης, στα έργα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» του Μυριβήλη και «Ο Βουρκόλακας» του Εφταλιώτη. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε και την ταινία «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», τη βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Μυριβήλη, που σκηνές της ο Κώστας Αριστόπουλος γύρισε στην Αγιάσο. Μας φώναξε για τη σκηνή που αφορούσε κάποιον που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Τέλεσαν λοιπόν το τρισάγιο στο Νεκροταφείο μας και κάναμε μια πρόβα. Βάλαμε το πένθιμο, δηλαδή το αγιασώτικο, και τρελάθηκε ο Αριστόπουλος από τη χαρά του. Το έβαλε μάλιστα και ως προανάκρουσμα, πριν αρχίσει το έργο. Ηθοποιοί ήταν η Κάτια Δανδουλάκη, ο Γιάννης Φέρτης, ο Βασίλης Κολοβός, ο Χρίστος Τσαγανέας, η Τάνια Τσανακλίδου και άλλοι που δεν τους θυμάμαι. Μουσικοί ήμασταν ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Γιάννης Σουσαμλής ή Κακούργος, ο Ευριπίδης Ζαφειρίου, ο Κώστας Ευριπίδη Ζαφειριού, ο Ευστράτιος Παπάνης και εγώ.

 

Η παρουσία μου σε Κέντρα της Αγιάσου από το 1950 και μετά, μαζί με τους άλλους μουσικούς, ήταν συνεχής. Της «Παναγίας» άλλη φορά γινόταν το πανηγύρι στην Αγορά, στην Καφενταρία και στα άλλα καφενεία. Μετά άλλαξε, έφερναν δηλαδή τραγουδίστριες. Εμείς κατεβήκαμε στου Παναγιώτη Καμαρού και παίζαμε. Εργαστήκαμε επί ένα χρόνικό διάστημα και στο Κέντρο «Χαραυγή», της Ζωοδόχου Πηγής, εκεί όπου σήμερα είναι χτισμένο το Αναγνωστήριο. Το Κέντρο αυτό το δούλευε τότε ο Βασίλης Γραμμέλης, ο οποίος είχε φέρει και μια χορεύτρια, την Καίτη, που έλεγε και κανένα τραγουδάκι. Αν θυμάμαι καλά, έφερε και το Σπύρο Ζαγοραίο με τη γυναίκα του Ζωή, που συνεργάστηκαν μαζί μας. Έπειτα πήγαμε στο Κέντρο του Γρηγόρη Χατζηραβδέλη ή Σουλουγάνη, ο οποίος είχε φέρει και ένα μπαλέτο, με το Βασίλη BANΣΤΑΝ, που ήταν ένας μεγάλος χορευτής με δύσκολο πρόγραμμα. Ο Χατζηραβδέλης είχε την πλατεία, το πάρκο. Δουλεύαμε με μεροκάματο. Στον καθένα έδινε 40 δραχμές, καθώς και τα τυχερά, αν παίρναμε. Ήταν σωστός άνθρωπος. Και κανένας πελάτης να μην ερχόταν, πλήρωνε όχι μόνο εμάς, αλλά και ό,τι νούμερο είχε, γιατί έφερνε καλές τραγουδίστριες. Κάποτε έφερε μια που έπαιρνε 600 δραχμές τη μέρα. Την είχε κλείσει για 15 μέρες. Τις καθημερινές όμως έρχονταν στο Κέντρο πολύ λίγοι πελάτες, γιατί το πιοτό είχε 1,70, ενώ αντίκρυ, στου Δουλά, είχε 1,50 και τον προτιμούσαν, με αποτέλεσμα να μπαίνει μέσα το Κέντρο. Για να τιμωρήσει τους απέναντι, πήγε και πήρε ένα τόπι κάμποτο και έφραξε όλο το δρόμο. Είχαμε τότε δυο τραγουδίστριες, τη Ζωζώ και τη Νανά, και υπήρχαν πελάτες «Ζωζωικοί» και «Νανικοί». Έπειτα περάσαμε στου Γρηγόρη Δουλαδέλη. Παίζαμε με ποσοστά, δηλαδή είκοσι τοις εκατό στις καθαρές εισπράξεις. Παίξαμε πολλά χρόνια. Περάσαμε καλά, γιατί ο Γρηγόρης και η Βαγγελιώ ήταν καλοί άνθρωποι. Από τον Απρίλιο μέχρι της Αγίας Τριάδας παίζαμε στη Φαμάκα. Είχαμε και εκεί τραγουδίστριες. Το Κέντρο το είχε ο Ιωάννης Τραγέλης. Πέρασαν πολλοί από τη Φαμάκα, που ανήκε στο Δημήτριο και στη Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Ζερδελέλη, που είχαν τέσσερις κόρες, πολύ αγαπημένες. Η Ευστρατία, ήταν σύζυγος του Φωτίου Βερβέρη, η Αγγελική είχε το Χριστόφα Φραντζή, η Σοφία το Νίκο Τσουλέλη και αργότερα το Γιάννη Πατράκη και η Γιώτα τον Ιωάννη Τραγέλη. Εδώ παίζαμε πολλά καλοκαίρια.

 

Ευκαιριακά ήθελα να πω λίγα και για τον Κωνσταντίνο Φραντζή, το σημερινό σεβασμιότατο μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο. Όταν πηγαίναμε στο πάλκο, ερχόταν και κάθιζε αμίλητος κοντά μας και μας βοηθούσε στα όργανα. Φορούσε ένα καπελάκι με την κουκουβάγια, το πηλήκιο. Εκτός από τον Κωνσταντίνο ερχόταν και ο αδερφός του, ο Τάκης, μακαρίτης σήμερα. Αυτός ήταν πολύ ζωηρός. Καθόταν κοντά μου και κοίταζε τι «κατσπουδιά» θα κάνει. Έπιανε την «πατήτιρια» του τζαζ, για να μην μπορώ να παίξω. Και ο Κωνσταντίνος φώναζε: Τάκη, φρόνιμα! Ο Κωνσταντίνος φαινόταν από μικρός πως θα προοδέψει».

Default 21
Τα μουσικά όργανα του Δημητρίου Αγρίτη, τοποθετημένα με τάξη σε πατάρι του σπιτιού, έπαψαν πια να ηχούν…
(Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου, 3-1-2003)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 135/2003

Ο ΚΛAPINTΖΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ

Στις 26 Αυγούστου 2003, παραμονή του Αγίου Φανουρίου, επισκέφτηκα στο σπίτι του, στην οδό Σαρανταπόρου, στα σύνορα Αμυγδαλιάς-Μπουτζαλιάς, τον κλαριντζή Μιχάλη Μουτζουρέλη ή Λαγό και του πήρα συνέντευξη. Η καθυστέρηση της δημοσίευσής της οφείλεται στο ότι ήθελα να τη συμπληρώσω με πολιτικοκοινωνικά στοιχεία της προπολεμικής και της μεταπολεμικής σκληρής πραγματικότητας. Το πλήθος των ανειλημμένων υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με την εφησυχαστική αναβλητικότητα, δε μου επέτρεψαν να φέρω σε πέρας την εργασία πριν από την αποδημία στην Ξάνθη, στις 20 του Οκτώβρη του 2005, του καλού φίλου και συνεργάτη, ο οποίος θάφτηκε την επομένη στη γενέτειρά του, στο Κοιμητήρι της Περασιάς. Η παρούσα δημοσίευση δεν παρέλκει, αφού η μνήμη της επωφελούς δράσης των ανθρώπων πρέπει να είναι διαχρονική.
Με την ευκαιρία της δημοσίευσης αυτής αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά το συνάδελφο Γρηγόρη Μιχ. Μουτζουρέλη, για όσες φωτογραφίες έθεσε στη διάθεσή μου, αλλά και το συνεργάτη Παναγιώτη Μιχ. Κουτσκουδή, για το χρήσιμο ενημερωτικό υλικό που μου προώθησε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στις 19 Ιουλίου 1921 στην Αγιάσο. Γονείς μου ο Γρηγόρης Δημήτρη Μουτζουρέλης ή Λαγός και η Αικατερίνη (Κατίνα) Δημήτρη Λαλά*. Με τους Λαλάδες, που λέγονται «Ζιμπικούδια», δεν είχε η μητέρα μου συγγένεια. Πρόκειται για συνωνυμία. Ο πατέρας μου ήταν τσομπάνης, είχε πρόβατα, αλλά καταγινόταν και με αγροτικές δουλειές, όπως και η μητέρα μου. Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, βοσκίζοντας τα πρόβατά του στην «Αγια-Φουτιά», στις Λάμπες, κειτόταν σε μια αλυγαριά, τυλιγμένος στη χλαίνη του. Ένας περαστικός, που ήταν από την περιοχή και που λεγόταν, θαρρώ, Παναγιώτης Τρανταλής, τον είδε και του είπε: Ε Γληγόρ’, σα λαγός κάθισι! Απ’ αυτό έμεινε το παρατσούκλι Λαγός, που το έχουμε και εμείς. Ηταν όμως και γρήγορος και περπατούσε πολύ. Ίσως και αυτό να συνετέλεσε στο να του μείνει το Λαγός.
Default 3
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί, Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος (Παλαιόκηπος), Μιχάλης Μουτζουρέλης, Στρατής Παπάνης, Στρατής Ψύρρας, Δημήτρης Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ως τσομπάνης ο πατέρας μου έπαιζε φλογέρα. Κάποτε ένας Αγιασώτης έμπορας έφερε από τη Σμύρνη ένα ζουρνά, για να τον παίξουν τις Απόκριες. Τον έδωσαν στον πατέρα μου, που έπαιζε καλή φλογέρα, και αυτός τον κράτησε. Από τότε έγινε ζουρνατζής και συνέχισε το επάγγελμα, εγκαταλείποντας σιγά σιγά την κτηνοτροφία. Ζουρνά έπαιζε τα χρόνια αυτά και ένας άλλος Αγιασώτης, ο Αντρέας Χατζηκινάκης (Αντριγιάς του Χατζηκινάν’). Έτσι ξεκίνησε ο πατέρας μου ως οργανοπαίχτης και σιγά σιγά καθιερώθηκε. Έλεγε μάλιστα πως το μουσικό όργανο που έπαιζε το λένε «ζορινά» και όχι «ζουρνά», γιατί είναι δύσκολο. Απαιτεί αντοχή, θέλει γερά πνευμόνια. Όταν έπαιζε, φούσκωνε, «κνηκάτιζε». Τα «τσαμπ’νάρια» του ζουρνά του τα προμηθευόταν στην αρχή από τη Σμύρνη. Μετά όμως έμαθε να τα φτιάχνει ο ίδιος. Πήγαινε στη Λάρσο, στα «γκιόλια», έκοβε άμεστα καλάμια και με αυτά έφτιαχνε τα «τσαμπ’νάρια», όπως του είχαν δείξει.Ο πατέρας μου πέθανε το 1941. Βοηθό του είχε τον πρωτότοκο γιο του, τον Ανέστη ή Αριστή, γεννημένο το 1913, και μακαρίτη σήμερα, ο οποίος έπαιζε νταβούλι. Ήμασταν πολυμελής οικογένεια, πολλά στόματα, και έπρεπε να δουλέψουμε, για να επιβιώσουμε. Εκτός από τον Αριστή και από εμένα ήταν η Δέσποινα, χήρα του Γιώργου Τακιδέλη (Μαν’τάπ’), και οι επίσης μακαρίτες Γιώργος και Γιάννης. Γεννήθηκαν και δυο άλλα παιδιά, η Αγγελική και ο Δημήτρης, αλλά πέθαναν σε μικρή ηλικία.Στο Δημοτικό γράφτηκα το 1928. Την πρώτη χρονιά πήγα στο «Αγριγιώτ’κου». Στη δευτέρα τάξη μας χώρισαν. Χώρια οι Μπουτζαλιώτες, χώρια οι Αγριγιώτες. Εγώ πήγα στο «Μπουτζαλιώτ’κου». Στην πρώτη τάξη είχα δάσκαλο το Βασίλη το Γαλετσέλη. Δεν ήταν τόσο καλός δάσκαλος. Δεν ήταν σαν τον Κακάβη και σαν το Φωτεινέλη. Στις άλλες τάξεις είχα δασκάλους το Φωτεινέλη, τον Κολαξιζέλη (Κακάβη), το Λίβανο (Μπασμπαλέλ’), την Καλυψώ Κωντή-Χατζηγιάννη και την Αντιγόνη Τακιδέλη (Ξ’νέλινα), που ήταν καλή δασκάλα. Πήγα και στην έκτη τάξη, αλλά δεν την τέλειωσα. Τα χρόνια ήταν άσχημα, φτωχικά. Έπρεπε να δουλέψουμε όλοι, για να ζήσουμε. Υπήρχαν στο χωριό και τάξεις Ημιγυμνασίου, με διευθυντή τον Ευάγγελο Γαρμπή, αλλ’ εγώ δεν ήταν δυνατόν να πάω. Μετά το Ημιγυμνάσιο, για να τελειώσεις, έπρεπε να πας στη Μυτιλήνη. Ήμουνα καλός μαθητής και έμαθα πολλά από τους δασκάλους μου. Θυμάμαι πως το σχολείο ήταν μεικτό, πως πηγαίναμε όλες τις μέρες, πρωί-απόγευμα, εκτός από την Κυριακή και το απόγευμα του Σαββάτου. Οι τάξεις είχαν μεγάλα θρανία, στα οποία κάθονταν τέσσερα παιδιά. Το μάθημα το αντιγράφαμε από τον πίνακα στο τετράδιο, για να το μάθουμε και για να το πούμε στο δάσκαλο την άλλη μέρα. Τα βιβλία ήταν λιγοστά. Εκτός από τα άλλα, θυμάμαι που μας έμαθε στην τρίτη τάξη, το 1931, μια προσευχή ο Κακάβης. Την έγραψε στον πίνακα, την αντιγράψαμε και πήγαμε στην Αγία Τριάδα. Ήταν Σάββατο. Γονατίσαμε και είπαμε την προσευχή, που ήταν για την αγωνιζόμενη Κύπρο: Κύριε, συ που ακούς την προσευχή μας ευλόγησε, να διαλύσουν τα πυκνά σύννεφα που σκεπάζουν τ’ αδέλφια μας της Κύπρου και χάρισε τους το ανεκτίμητο αγαθό της ελευθερίας, και να δοξάζουμε και να υμνούμε το άγιο όνομά σου. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η προσευχή αυτή και τη θυμάμαι ακόμη. Κάτι άλλο που θυμάμαι είναι τα συσσίτια. Τρώγαμε στο σχολείο. Από τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μου θυμάμαι τον Κωνσταντίνο Γυμνάγο, που ήταν γιος του Γεωργίου Γυμνάγου και της Ελένης Κουκουσά, της αδερφής του Ευστρατίου Κουκουσά, ο οποίος διατέλεσε Προσωπάρχης της Διεύθυνσης Αγροτικής Ασφάλειας, τον Παναγιώτη Αριστοφάνη Μολυβιάτη, το Βασίλη Παναγιώτη Πανάγη, τον Παναγιώτη Ευστρατίου Ανδρικού (Τσαμπλάκο), την Προκοπία Κουλάνη, τη Γρηγορία Μιλτιάδη Νουλέλη, που παντρεύτηκε αργότερα το δάσκαλο Παναγιώτη Νουλέλη (Ρουδιά), την προσφυγίνα Σοφία Χατζηκώστα, που έφυγε στην Αμερική, και άλλους.
Default 6
Στο Κέντρο του Βασίλη Γραμμέλη, που βρισκόταν εκεί που σήμερα έχει ανεγερθεί το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη». Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Παπάνης, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, η τραγουδίστρια (ντιζέζ), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης (τζαζ) και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Όταν έφυγε το 1934 φαντάρος ο αδερφός μου Αριστής, τον διαδέχτηκα εγώ και βοηθούσα με το νταβούλι τον πατέρα μου στα διάφορα πανηγύρια, αλλά και σε γάμους και σε άλλα γλέντια και λογής λογής εκδηλώσεις. Έπαιξα τη χρονιά αυτή και στο γνωστό πανηγύρι του Ταύρου και το θυμάμαι πολύ καλά. Τις μουσικές εξορμήσεις μου στα διάφορα χωριά, Αγία Παρασκευή, Γέρα, Πηγή, Καγιάνι, Κάτω Τρίτος, Ίππειος, Ασώματος, Κεραμιά, Μυχού, Πολιχνίτο, Βασιλικά, Μανταμάδο, Βρίσα, Παναγιούδα, αλλά και σε άλλα, τις συνέχισα και αργότερα με τον αδερφό μου, όταν αποστρατεύτηκε. Παράλληλα όμως καταγινόμουνα και με αγροτικές δουλειές, γιατί η μουσική, από την οποία παίρναμε, βέβαια, χρήματα, ήταν ευκαιριακή απασχόληση για τους περισσότερους οργανοπαίχτες. Εξάλλου δεν ήμασταν οι μόνοι μουσικάντες. Υπήρχαν και άλλοι, οργανωμένοι σε κομπανίες. Έπρεπε επομένως με κάθε τρόπο να βοηθώ τη φαμίλια μας.Όταν απολύθηκε ο Αριστής, ήθελε να μάθει κλαρίνο. Πήγε κατά το 1937 με τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον Κακούργο, στο Ίππειος και δοκιμάσανε το κλαρίνο του μουσικού και αργότερα καφετζή Αντώνη Βρανά. Το αγόρασε τότες τεσσεράμισι χιλιάρικα που ήταν κολόνες. Όπως ήταν φυσικό, πήγε στον Κακούργο να μάθει να παίζει. Πήρε δυο μαθήματα, αλλά σταμάτησε. Όταν ήρθε στο σπίτι, είπε στη μητέρα μας: Δεν ξαναπάω πια. Αμα ξαναπάω θα πεθάνω. Το φοβήθηκε το όργανο και σταμάτησε κάθε προσπάθεια.
Default 9
Η φωτογραφία και τα στοιχεία της ταυτότητας του Μιχάλη Μουτζουρέλη ως μουσικού. Στην προμετωπίδα του παρόντος εικοσιτετρασέλιδου σταχωμένου δελτίου, διαστάσεων 10 x 9 εκ., αναγράφονται τα παρακάτω: ΣΩΜΑΤΕΙΟΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΛΕΣΒΟΥ. ΕΔΡΑ ΜΥΤΙΛΗΝΗ. ΑΡΙΘ. ΕΓΚΡ. 123/1935 ΠΡΩΤΟΔ. ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ. ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΜΕΛΟΥΣ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΝ.
Ένα χρόνο περίπου αργότερα ζήτησα να το πάρω εγώ το κλαρίνο, χωρίς χρήματα, για να μάθω. Ο Αριστής ήταν τσιγκούνης και δε μου το έδινε. Τελικά όμως τον κατάφερα και μου το έδωσε. Το πήρα στο σπίτι και άρχισα να το παίζω αλά φλογέρα. Είχα καταπιαστεί κάπως και με το μουσικό όργανο του πατέρα μας, δηλαδή με το ζουρνά. Συνέχισα έτσι ένα δυο χρόνια και σιγά σιγά έπιασα και κάτι έκανα. Εγώ δεν πήγα σε δάσκαλο. Είμαι αυτοδίδαχτος. Λίγο με καθοδήγησε, μια μέρα που ήρθε στο σπίτι, ο Αχιλλέας Σουσαμλής, καλός μουσικός, βιολιστής. Μια άλλη φορά με φώναξε ο Σταύρος ο Ρόδανος, που τότες έπαιζε κλαρίνο, και με έμαθε κάποια στοιχεία.Πρώτη φορά έπαιξα κλαρίνο στο δικό μας στέκι, στου Λαγού το «κουιτούκ’». Έπαιζαν οι Σουσαμλήδες, ο Αχιλλέας, ο Προκόπης, ο Ραφαήλ, ο Στρατής (Σιλέμ’ς) και ο Γιώργος Ζαφειρίου (Ζουγή). Απουσίαζε ο Κακούργος, γιατί ήταν μανισμένος και συνεργαζόταν τότες με τις Άννες, δηλαδή με τους Ρόδανους. Μια μέρα που καθυστέρησε να έρθει στην κομπανία ο Σιλέμ’ς, ο οποίος γάμπριζε, μου είπε ο Ραφαήλ να φέρω το κλαρίνο μου και να τον αντικαταστήσω προσωρινά. Ήμουνα αρχάριος και φοβόμουνα. Γύρεψαν οι πελάτες συρτό. Ντρέτα εγώ με τους άλλους. Παίξαμε τρεις τέσσερις σκοπούς και τα κατάφερα. Εντωμεταξύ ήρθε ο Σιλέμ’ς και εγώ ως αναπληρωματικός σταμάτησα. Παρ’ όλο που εγώ δεν ήθελα, ο Ραφαήλ επέμενε και μου έδωσε μερίδιο, για σεβντά, για να με ενθαρρύνει. Ετσι συνέχισα και καθιερώθηκα.
Default 12
Γυμναστικές επιδείξεις στο Γυμναστήριο της Αγιάσου το 1954. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Ψύρρας, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Μέχρι που ζούσε ο πατέρας μας, συνεργαζόμουνα μαζί του. Μετά το θάνατο του συνεργάστηκα με τον Αριστή και δημιουργήσαμε ένα φτηνό σχήμα, που είχε πέραση, που το ζητούσαν πολλοί. Η συνεργασία με τον αδερφό μου βάσταξε κυρίως ως τη χρονιά που έπιασε αγροφύλακας και αναγκάστηκε να περιορίσει τις άλλες δραστηριότητές του. Πρέπει να τονίσω πως στα χρόνια του Εμφυλίου τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί δεν έδιναν άδειες λόγω καταστάσεως. Θυμάμαι που πήγαμε με τον Αριστή το 1947 στο Καγιάνι, στις 7 και στις 8 Νοεμβρίου, παραμονή και ανήμερα των Ταξιαρχών. Από τη Μυτιλήνη πήρε άδεια ο καφετζής μέχρι τη μια μετά τα μεσάνυχτα. Αντίθετα ο σταθμάρχης της Βαρειάς, ο νωματάρχης, έδωσε άδεια μέχρι τις δυόμισι.Αργότερα συνεργάστηκα με πολλούς μουσικούς της Αγιάσου. Τριάμισι χρόνια περίπου δούλεψα με την κομπανία των Ρόδανων. Τρία περίπου χρόνια δούλεψα με την κομπανία την οποία αποτελούσαν ο Κομνηνός Παπουτσέλης (βιολί), ο αόμματος Στρατής Καυλακώνης (ακορντεόν), που δεν ήταν από την Αγιάσο, ο Σταύρος Κλήμος ή Κουντό (μπουζούκι) και ο Χριστόφας Συκής (κιθάρα). Ακόμη δούλεψα με τους Σουσαμλήδες. Επίσης δούλεψα κατά καιρούς με τους μουσικούς Γιάννη Σουσαμλή (Κακούργο), Πάνο Τζιτζίνα, Στρατή Ψύρρα (Μουζού), Γιάννη Μουτζουρέλη, Στρατή Αλτιπαρμάκη (Ρουγίδ’), Ευριπίδη Ζαφειρίου (Καζίνο), που αρχικά έπαιζε μπουζούκι και μετά έπιασε το κλαρίνο, Δημήτρη Αγρίτη (Παγώνα), Κώστα Ζαφειρίου, καθώς και με άλλους. Πρέπει να προσθέσω πως συμμετείχα και σε κάποιες εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου.
Default 15
Στις 28-10-1954, με την ευκαιρία της εθνικής επετείου του ΟΧΙ, οι μουσικοί περιφέρονται στο χωριό και παίζουν εμβατήρια. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Γιώργος Ζαφειρίου, ο Σταύρος Ρόδανος (νταούλι), ο Νικόλαος Ρόδανος, ο Τάκης Ζαφειρίου, ο Στρατής Ψύρρας, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Στρατής Παπάνης, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Στρατής Σουσαμλής.
Ήμουνα κλάση 1942. Τα χρόνια της Κατοχής και αυτά που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και για την πατρική μου οικογένεια, όπως και για όλους τους άλλους. Στρατεύτηκα το Νοέμβρη του 1946. Τότες κάλεσαν τις κλάσεις του 1940, 1941, 1942. Παρουσιαστήκαμε στη Μυτιλήνη. Μας έκλεισαν σε κάποιο σχολείο. Διοικητής ήταν ο Αντώνης Καμπαδέλης. Εκφώνησε μάλιστα και λόγο και μάθαμε πως θα πάμε στη Θράκη. Φύγαμε με το καράβι «Αρντένα». Ήμασταν η πρώτη αποστολή. Συνοδός μας ο αξιωματικός Μαγκότσος. Φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Θυμάμαι τους Αγιασώτες συστρατιώτες μου, το Γιώργο Σταύρου Γεωργαντή, θείο του δασκάλου Προκόπη Γεωργαντή, το Βασίλη Βαγιάνη Αβαγιανό, που πριν από χρόνια πέθανε, αν δεν κάνω λάθος, στην Αργεντινή, το Βασίλη Παναγιώτη
Default 18
Ο διευθυντής του περιοδικού παίρνει συνέντευξη από το Μιχάλη Μουτζουρέλη. (Αγιάσος, 26-8-2003)
Πανάγη, το Βασίλη Σταύρου Βασιλάκη (Αριστίγια), τον Ευστράτιο Γρηγόρη Βαγιάνα, τον Παναγιώτη-Βασίλη Ιωάννη Κορομηλά, τον Αντώνη Παναγιώτη Βερδούκα, τον Ευστράτιο Αχιλλέα Σουσαμλή, το Σιλέμ’, το Βασίλη Παναγιώτη Παραμυθέλη, που τραυματίστηκε αργότερα από νάρκη, το Νίκο Σπανό. Ανάμεσά μας ήταν και ο Μυτιληνιός Αλέκος Ζαχαριάδης, που πέθανε πριν από κανά δυο χρόνια. Θυμάμαι που ένας αξιωματικός τον ρώτησε τι του είναι ο Νίκος Ζαχαριάδης και αυτός απάντησε: Είμαστε ξαδέρφια! Ντυθήκαμε και ενταχτήκαμε στον Γ’ Λόχο, αλλά δεν πήραμε μέρος σε επιχειρήσεις. Οι εαμικοί που δεν ψηφίσαμε στις εκλογές του 1946, για επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου του Β’, ήμασταν ανεπιθύμητοι και μας έδιναν κίτρινο χαρτί για τα μετόπισθεν. Περάσαμε και από Υγειονομική Επιτροπή. Σε μένα βρέθηκε μυοκαρδίτιδα και βρογχικός κατάρρους. Ζήτησα να γυρίσω στο χωριό, να πουλήσω την κατσίκα που είχαμε και να «ξιγυριφτώ»! Ο γιατρός όμως μου είπε: Δε χρειάζεται, θα περάσουν με τον καιρό! Εντωμεταξύ ήρθε και η δεύτερη αποστολή. Ανάμεσα στους στρατιώτες ήταν ο Παναγιώτης Βασίλη Μακαρώνης και ο Χριστόφας Αλκιβιάδη Γυρέλης, η Σουμπάρα, που τον γύρισαν πίσω. Με το καράβι που έφερε τη δεύτερη αποστολή ξαπόστειλαν τους περισσότερους και ανάμεσα σ’ αυτούς και εμένα. Έμειναν ο Βασίλης Παραμυθέλης, ο Νίκος Σπανός, ο Παναγιώτης Μακαρώνης…
Default 21
Ο Μιχάλης Μουτζουρέλης με τη συμβία του Χαρίκλεια Παναγιώτη Σάββα.
Στις 3 του Γενάρη του 1954 παντρεύτηκα τη Χαρίκλεια Σάββα, την κόρη του Παναγιώτη και της Ουρανίας Σάββα (Φίδ’). Αποκτήσαμε δυο παιδιά, το Γρηγόρη, ο οποίος είναι παντρεμένος με την Αδαμαντία Ερμολάου Χρυσάφη και υπηρετεί ως δάσκαλος στην Ξάνθη, και την Ουρανία, σύζυγο του Κώστα Γιώργου Αλτιπαρμπάκη, η οποία πέθανε το 1984 από μετεγχειρητική αιμορραγία αμυγδαλεκτομής. Έχω τέσσερα εγγόνια, δυο από το γιο, τη Χαρίκλεια και την Κατερίνα, και δυο από την κόρη, το Γιώργο και το Μιχάλη».*Στο Ληξιαρχείο αναγράφεται ως θυγατέρα Βασιλείου Μαΐστρέλη.
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 157/2006