ΣΤΡΑΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ. Ένας Αγιασώτης πολυτεχνίτης…

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Αντώνη Πρωτοπάτση (Pazzi) (Μελάνι, 14X20. Κάτοχος: Παν. Ρ. Σουσαμλής)

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα. Την ξέρανε στα χωριά του Πολιχνίτου και κυρίως της Γέρας, όπου τους φώναζαν ταχτικά ως το 1939-1940, που παίζανε μερόνυχτα κι όχι σπάνια και βδομάδα σωστή. Είχε και μπάρμπα μουσικό, που ήταν παντρεμένος στη Γέρα, το Γιώργο Καμπά. Έπαιζε κλαρίνο με την κομπανία των Νείρων, που ήταν άφταστη στα ευρωπαϊκά και στις καντάδες, με τον καλλίφωνο τραγουδιστή και μουσικό (τρομπόνι) Θεοφάνη, που ήταν γαμπρός του Καμπά.

Ήταν πολυτεχνίτης, χωρίς να είναι και ερημοσπίτης, όπως θέλει το λαϊκό ρητό. Είχε το καφενείο με τα μπαλκόνια πάνω στο γεφύρι, στο Σταυρί, (σημερινό σπίτι Στρατή Στεφάνου). Έκανε έπιπλα, καρέκλες, χτένια, καρούλια, σαγίτες για τις κρεβατές, αδράχτια κι άλλα. Με επινόησή του, που πρόσθεσε στα πόδια ραπτομηχανής, το ξασμένο και λαναρισμένο μαλλί, που θα έκανε στο αδράχτι γρίζα μια γυναίκα σε δέκα μέρες, το έκανε μόνο σε εφτά και όλο ντούζ’κο (το ίδιο). Απ’ τα θεμέλια έχτισε κι αποτέλειωσε ένα καλύβι του στις Λάμπες. Ακόμα έκανε και βάρκα του Κυνηγετικού Ομίλου για το κυνήγι της πάπιας στη Μεγάλη Λίμνο. Κι όλα αυτά αυτοδίδαχτος. Ό,τι δουλειά κι αν καταπιανόταν, την έβγαζε πέρα. Και ό,τι έβγαινε απ’ τα χέρια του ήταν σωστό καλλιτέχνημα και μιλούσε.

Στη φωτογραφική τέχνη που ασχολήθηκε, όταν παράτησε το όργανό του, χρειάστηκε να παρακολουθήσει λίγες μέρες κοντά στον πρόσφυγα φωτογράφο Παν. Χατζέλη, για να μάθει την τέχνη. Το 1927 που ο Χατζέλης μετέφερε το φωτογραφείο στη Μυτιλήνη, για να χτίσουν το σημερινό Ξενώνα, που στεγάζει την Αστυνομία και το Αγρονομείο, δημιούργησε δικό του φωτογραφείο στον Κάτω Κάμπο, δίπλα στο σπίτι του Παν. Κωμαΐτη.

Οι Καμπάδες που φτάσαμε είχαν διαψεύσει το παρατσούκλι τους, που στην τουρκική θα πει χοντρός. Απεναντίας ήταν κανονικοί στο σώμα και στο μυαλό όλοι τους ξυράφια κι όχι καμπάδες.

Θαύμαζε παθολογικά τους Γερμανούς (χωρίς να είναι φίλος τους) για τις προόδους, τις εφευρέσεις και τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα. Με τρεις νεαρούς Γερμανούς τουρίστες, που πέρασαν το 1937 παίζοντας ερασιτεχνικά ακορντεόν, που δεν είχε διαδοθεί ακόμα εδώ στην Ελλάδα, ήταν ξετρελαμένος με το παίξιμο και τα όργανά τους. Τους πήρε στο σπίτι του και τους περιποιήθηκε όσο μπορούσε. Όταν τον ρωτήσαμε, αν τον τραχανά που τους πρόσφερε τον πήρανε για στόκο και τον κολλούσαν στα τζάμια, πειράχτηκε πολύ.

Το καλοκαίρι του 1938 που ήρθε από το Μόναχο, όπου σπούδαζε, ο Πάνος Κολαξιζέλης κι απ’ την Αθήνα ο Πάνος Πανανής, που ήταν δημ. υπάλληλος, για να του εξάψουν πιο πολύ το θαυμασμό που είχε για τους Γερμανούς, συναγωνίζονταν ποιος θα του πει το πιο μεγάλο και τερατώδικο ψέμα. Ο Κολαξιζέλης του είπε πως απ’ τα ράχτα, που έχουμε μπόλικα και άχρηστα, οι Γερμανοί βγάζουν το καλύτερο μαλλί. Κι ο Πανανής, πιο τερατολόγος, του είπε πως στην Αθήνα κάποιος έχει φέρει μια ράτσα κότες απ’ τη Γερμανία, που, όταν γίνουν δυο χρονώ, αντί αβγά γεννούν πλέλια, φτάνει στην τροφή τους μέρα παρά μέρα να τους δίνεις και ζωικές τροφές (κρέας, ψάρια) και να τις έχεις σε ζεστό μέρος το χειμώνα. Αυτό δεν το χώρεσε το μυαλό του κι αντέδρασε. Με την επιβεβαίωση του Κολαξιζέλη και την υπόσχεση του Πανανή, πως θα φροντίσει να του στείλει μια κότα απ’ την Αθήνα, προσποιήθηκε πως το δέχτηκε. Όταν γύρισε ο Κομνηνός Τσοκαρέλης απ’ την Αθήνα όπου είχε πάει του έφερε μια παράξενη μαύρη γυμνολαίμισσα κότα μέσα σε μια κλούβα. Οι αμφιβολίες του άπιστου Θωμά διαλύθηκαν μεμιάς σαν καπνός. Κατουρημένος απ’ τη χαρά του για το πρωτάκουστο απόχτημά του, την έδειχνε καμαρωτός και περήφανος στα καφενεία και στο δρόμο που τραβούσε για το σπίτι του, στην Μπουτζαλιά. Στα καφενεία και στις γειτονιές οι συζητήσεις ήταν για την κότα που γεννά τα πλέλια. Το σπίτι του έγινε τόπος προσκυνήματος. Εντολή στη γυναίκα του, το Βγενιώ, να την έχει σαν τα δυο της τα μάτια. Γιατί, όσο αξίζει η κότα, δεν αξίζουν και οι δυο τους (ήταν άτεκνοι). Την είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Μα αυτή και έβρεχε και έσταζε παντού κι όπου τύχαινε. Το Βγενιώ τραβούσε τα μαλλιά της για τη φορτούνα που ήρθε στο κεφάλι της, με τις κουτσουλιές που δεν πρόφταινε να καθαρίζει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έφτασε ο καιρός και φύγανε στις Λάμπες για τις ελιές. Μαζί τους πήραν και την κότα.

Μια μέρα, χωρίς να προσέξει και να το καταλάβει, δεν έκλεισε καλά την πόρτα του καλυβιού ο Καμπάς. Μαυρισμένα τα μάτια της κότας από το μεγάλο περιορισμό που την είχαν, βρήκε την ευκαιρία και ξεπόρτισε. Ώσπου να σηκωθεί να βγει έξω ο Καμπάς, η κότα έγινε άφαντη. Ευτυχώς που έφυγε απ’ τον ίδιο και δεν έφυγε απ’ το Βγενιώ. Τι θα γινόταν και γω δεν ξέρω. Όσο περνούσαν οι μέρες και δε βρισκόταν η κότα, τόσο μεγάλωνε η στεναχώρια του Καμπά. Αντίθετα το Βγενιώ χαιρόταν, γιατί γλύτωσε από τις κουτσουλιές της, που δεν προλάβαινε να καθαρίζει, και τη φασαρία της, που έκανε άνω κάτω τα πάντα μέσα στο σπίτι.

Ανέβηκαν στο χωριό, για να κάνουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Την παραμονή των Φώτων, κατά το έθιμο, πήγαμε και του είπαμε τα κάλαντα, με τα παρακάτω στιχάκια που κάναμε.

Άρχισε, γλώσσα μ’, άρχισε, άρχισε μη φοβάσαι,
και τα τραγούδια που θα πεις, καλά να τα θυμάσαι.
Γοι φίλοι σου γοι Γερμανοί, που ‘ρταν απ’ άλλου τόπου,
του τραχανό που τς φίλιψις τουν πήρανε για στόκου.
Μην απαντέγς για να γιννήσ’ γη όρθα, που στείλαν, πλέλια,

θαν αφαν’στείς να τνη ταγίγς χαψέλια τσ’ αντιρέλια.
Σ’ τούτο το σπίτι που ‘ρταμι τα κάλαντα να πούμε,
χρόνια πολλά και ευτυχή, για να του ευχηθούμε…

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Χαράλαμπου Πανταζή

Με τα στιχάκια αυτά άναψε σαν μπαρούτι και φούσκωσε σαν τη θάλασσα. Να πάρει την πιστογεμή; να μας πετάξει κανά κουμάρι; έδωσε τόπο στην οργή, έκανε τα πικρά γλυκά. Την ώρα που μας κερνούσε το Βγενιώ, κουνώντας το κεφάλι της, δαγκάνοντας τα χείλη της και δείχνοντας τον με τα μάτια της, μας έλεγε πως ήταν όλος φωτιά και λαύρα. Μας ευχαρίστησε μ’ ένα πικρό, γεμάτο φαρμάκι χαμόγελο που δεν μπόρεσε να κρύψει, μα ούτε και να γλυκάνει λίγο.

Πριν από το 1940, στα Βατερά, ένας πλανόδιος Πλωμαρίτης μανάβης διαλαλούσε την πραμάτεια του, φωνάζοντας: ωραία, ζουμερά, αγιασώτικα ροδάκινα. Όταν τα είδαν, πως είναι δεύτερης ποιότητας, ο Στρατής Παπανικόλας, ο Θείελπης Λευκίας, που αγαπούσαν τα πειράγματα κι ήταν τρυπ’τήρια σωστά, καθώς και ο γιατρός Καραμάνος, που δεν πήγαινε παρακάτω, (μακαρίτες και οι τρεις), νόμισαν πως τους δόθηκε η ευκαιρία να μας βάλουν στην τσιργίνα, να μας πειράξουν, να μας πθέψουν, να μας κουρδίσουν, για να σπάσουν πλάκα. Το πρώτο κέντρισμά τους ήταν, αν ό,τι βγάζει η Αγιάσος είναι σαν αυτά τα ροδάκινα. Μονάχοι τους πέσανε στη φάκα. Χωρίς καμιά επιδίωξη, καμιά προσπάθεια ή προετοιμασία. Ούτε μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως θα πάνε για μαλλί και θα βγουν κουρεμένοι. Για κάτι τέτοια και προπαντός αυθόρμητα τρελαινόταν κι ήταν η ψυχή του Καμπά. Χαρούμενος, γελαστός και με έκδηλη την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, ξεκρεμάζει τον κυνηγετικό του τροβά, χώνει μέσα το χέρι του, βγάζει και προσφέρει σ’ όλους από ένα ροδάκινο, γιατί άλλο δε χωρούσε η χούφτα του, που μείνανε όλοι κατάπληκτοι, με γουρλωμένα κι ορθάνοιχτα τα μάτια, αποσβολωμένοι, και με τα ροδάκινα στο χέρι, χωρίς να βγάζουν άχνα κανείς τους για κάμποση ώρα. Δίνοντας τους τα ροδάκινα, τους είπε. Να, ποια είναι τ’ αγιασώτικα κι όχι αυτά που σας φέρνει και σας γελά ο Κατσούπς, ο Λουβιάρς (έτσι λέγαν τότες τους Πλωμαρίτες). Και γυρίζοντας στον Πλωμαρίτη, που τα είχε κι αυτός χαμένα από το ανέλπιστο περιστατικό, και πριν ακόμα του πει κουβέντα, νομίζοντας πως θα τον βάλει μπροστά για την απάτη που κάνει, λέγει: Κι να κάνου, φαμ’λίκς κι φτουχός άθριπους είμι κι τρέχου απ’ κη μια ως κη άλλ’ κι κάνου ό,κ(ι) μπουρώ, να βγάλου του ψουμί σκιά μουρέλια μ’.

Στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας
Αναμνηστική φωτογραφία πάνω στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας (3 Αυγούστου 1936). Εικονίζονται από αριστερά προς τα δεξιά: Γιάννης Χατζηνικολάου, Στρατής Καβαδέλης, Στρατής
Παπανικόλας, Στρατής Αναστασέλης (πίσω), Κομνηνός Τσοκαρέλης και Μιλτιάδης Σκλεπάρης

Η καλή η μέρα φαίνεται από το πρωί. Όλα ήρθαν στον Καμπά βολικά κι από μόνα τους. Πέτυχε να μην πάρουμε χαμπάρι τα ροδάκινα που είχε στον τροβά του. Μ’ αυτά τους κατέπληξε και τους αποσβόλωσε. Αλλιώς θα μας έπρηζαν και θα μας έσκαζαν στο πθέψ’μου.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ. τ. 011 & 012-1982

ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ_26/04/1931

Κατά τον παρελθόντα Μάρτιον εδηλώθησαν εις την Κοινότητα Αγιάσσου, αι κάτωθι γεννήσεις, γάμοι και θάνατοι

agiassos_19310426_statistiki

ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 26-04-1931

Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ…

Το 1962, μου πρότειναν από το Αναγνωστήριο της Αγιάσου, που τότε στεγαζόταν στο Χάνι, να γράψω την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας. Μου έφεραν ένα δεμένο βιβλίο με κόλλες πενταγράμμου και παρουσία και του Στρατή Τσόκαρου μου είπαν ότι η αμοιβή μου θα είναι πέντε δραχμές η σελίδα και εγώ δέχτηκα. Η αμοιβή μου αυτή τότες ήταν μικρή, γιατί η δουλειά αυτή ήταν πολύ δύσκολη για ένα μουσικό, αλλά επειδή επρόκειτο για το Αναγνωστήριο δέχτηκα. Τότες πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο Πάνος Πράτσος και ταμίας ο φαρμακοποιός Πάνος Ευαγγελινός.

Εγώ την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας την ήξερα πολύ καλά, γιατί επί αρκετά χρόνια έπαιζα με την ορχήστρα του πατέρα μου, που μπορώ να πω ότι ήταν ο καλύτερος την εποχή εκείνη, όχι μόνο γιατί ήξερε πάρα πολλά, αλλά και γιατί ό,τι έπαιζε με την τρομπέτα του το χρωμάτιζε, του έδινε ομορφιά. Άρχισα λοιπόν να γράφω συρτά, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, διάφορες μελωδίες και καθιστικά τραγούδια. Έγραφα αρκετό καιρό. Έγραψα στο βιβλίο αυτό και ρουμανικές χόρες και σέρβικα, που τα είχα μάθει από τον πατέρα μου και από το μεγάλο καλλιτέχνη του σαντουριού Γιώργο Χατζέλη ή Καχίνα, με τον οποίο έπαιξα κατά καιρούς.

Τέλος, όταν κάποια μέρα τέλειωσα αυτή τη δουλειά, πήγα στο παλιό Αναγνωστήριο. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί ο δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οποίος μου υπόδειξε και έβαλα σε κάποιο σημείο του βιβλίου την υπογραφή μου. Το βιβλίο αυτό υπάρχει στο αρχείο του Αναγνωστηρίου. Από τότες μέχρι σήμερα γράφω. Έγραψα επίσης παραδοσιακή μουσική για το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και έστειλα βιβλίο παραδοσιακής μουσικής στο Υπουργείο Πολιτισμού. Επίσης έχω γραμμένα και πολλά άλλα μουσικά κομμάτια που βρίσκονται στο προσωπικό μου αρχείο.

Ο δεξιοτέχνης τρομπετίστας Ευστράτιος Ρόδανος (1923)
Ο δεξιοτέχνης τρομπετίστας Ευστράτιος Ρόδανος (1923)

Η δεκαετία του 1930-1940 ήταν εποχή, που είχε ακμή η μουσική σε ολόκληρο το νησί και υπήρχαν αξιόλογες ορχήστρες στη Μυτιλήνη και στα κεφαλοχώρια, στο Πλωμάρι, στη Γέρα, στον Πολιχνίτο… Στην παραδοσιακή μουσική η Αγιάσος προπορευόταν. Τότες τα συγκροτήματα αποτελούνταν ως επί το πλείστον από έξι όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπέτα, τρομπόνι και μπάσο. Η ορχήστρα η δικιά μας ήταν αυτή την εποχή στην ακμή της. Τότες διασκέδαζε ο κόσμος με την οργανική μουσική, γι’ αυτό διακρίνονταν οι δεξιοτέχνες των διαφόρων οργάνων. Οι γλεντζέδες φώναζαν τη μουσική στα καφενεία ή στα σπίτια και έπρεπε να είναι και οι έξι, να είναι συμπληρωμένη η ορχήστρα. Πολλές φορές μας φώναζαν να παίξουμε σε κάποιο καφενείο και δε χόρευαν, μόνο άκουγαν τα ωραία παραδοσιακά κομμάτια που παίζαμε, τα σαρκιά, όπως το «Αμάν, Αλλάχ», το «Ισπαχάν», το «Αραβικό», το «Γιασελίμ», κάτι αθάνατα σμυρνιά: το «Ταμπαχανιώτικο», η «Γαλάτα», το «Ματζόρε», το «Μινόρε». Επίσης, όταν μας γύριζαν βόλτα στα καλντερίμια της Αγιάσου, παίζαμε τα ωραία αραβικά του δρόμου. Είχαμε πελατεία τις καλύτερες παρέες της Αγιάσου, όπως οι σοφέρηδες, οι φορτηγατζήδες και άλλοι. Αυτοί μας παίρνανε και καμιά φορά στη Μυτιλήνη. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ χειμωνιάτικο μας κατέβασαν στη Μυτιλήνη και παίζαμε σε κάποιο κεντρικό καφενείο της προκυμαίας, στο οποίο μαζεύτηκε κόσμος και μας άκουγε. Και άλλη μια φορά πάλι οι ίδιοι μας πήγαν σε κάποιο σπίτι του Πατσαβέλα, στη Μυτιλήνη, και ήρθαν απέξω από το σπίτι μουσικοί και έλεγαν «οι Άννες παίζουν». Φίρμα μεγάλη τότες.

Κάποτε, προπολεμικά, μου είπε ο πατέρας μου να σηκωθώ επάνω. Ήταν μεσάνυχτα, Δεκέμβρης του 1933. «Έλα μαζί μας», μου είπε, «να παίξεις βιολί. Θα πάμε σ’ ένα σπίτι, σε γάμο». Εγώ πανικοβλήθηκα. Είχα δυο χρόνια που άρχισα βιολί και του είπα ότι δεν ήμουν έτοιμος να παίξω με ορχήστρα. «Μη φοβάσαι», μου είπε, και έτσι πήγα, με φόβο βέβαια, αλλά μπόρεσα και έπαιξα μέχρι το πρωί. Δεν πέρασαν μερικές μέρες και με ξαναφώναξε. Αυτή τη φορά ήταν ξημέρωμα. «Πάμε να παίξουμε», μου είπε, «στο καφενείο του Λαμπέλη, στο Σταυρί». Ήταν μια παρέα από τις καλύτερες της Αγιάσου. Εκείνη η μέρα μου έμεινε στη μνήμη. Παίζαμε όλη τη μέρα και διαδόθηκε σ’ όλη την Αγιάσο πως παίζει η μουσική στο Σταυρί και πως παίζω κι εγώ βιολί. Τότες δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα ούτε ραδιόφωνα ούτε τηλεόραση και η καλή μουσική ήταν περιζήτητη. Αμέσως ο κόσμος με αγκάλιασε. Ήμουν τότε 18 χρονών παιδί. Από κείνη τη μέρα πια έμεινα μόνιμος στην ορχήστρα του πατέρα μου όλο το χειμώνα του 1933, μέχρι που ήρθε η άνοιξη και στείλαμε τον αδερφό μου Σταύρο στη Μυτιλήνη, σε κάποιον καλλιτέχνη, τον καλύτερο, που λεγόταν μπαρμπα-Μιλτιάδης, για να μάθει κλαρίνο. Το καλοκαίρι του 1934 συμπληρώθηκε η ορχήστρα μας.

Με την πάροδο του χρόνου η ορχήστρα μας έγινε διάσημη σ’ όλο το νησί. Μας καλούσαν σε διάφορα χωριά, σε γάμους, σε χοροεσπερίδες, σε πανηγύρια. Αυτό ήταν το ξεκίνημά μας στο επάγγελμα του μουσικού. Εγώ όμως δε σταμάτησα να μελετώ σ’ όλη τη ζωή μου. Προσπαθούσα να γίνω καλύτερος στο δύσκολο αυτό όργανο και νομίζω ότι κάτι κατόρθωσα.

Το 1900 το νησί μας ήταν τουρκοκρατούμενο. Ο πατέρας μου ήταν μόλις 15 χρονών και σ’ αυτή την ηλικία έπαιζε τρομπέτα με την κομπανία του πατέρα του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ’). Ύστερα από πολλά χρόνια, μας διηγείτο πολλά γεγονότα της εποχής εκείνης, όταν ήταν παιδί 15 χρονών. Και θυμάμαι που μας είπε ότι τότες πήγαν να παίξουν σ’ ένα «σουνέτ’», σε κάποιο χωριό και την ώρα που έπαιζαν και διασκέδαζαν, ένας Τούρκος έβαλε ένα φέσι στο κεφάλι του. Επειδή ήταν μικρός, τον έκανε γούστο. Αυτός αμέσως άρπαξε το φέσι και το χτύπησε κάτω. Οι Τούρκοι το θεώρησαν προσβολή και σηκώθηκαν όρθιοι. Ως και οι γέροι Τούρκοι σηκώθηκαν, αλλά το Μαργιουλέλ’, άρπαξε ένα φέσι και το έβαλε στο κεφάλι του. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι μουσικοί. «Να βάλουμε φέσι, να βάλουμε», είπε και έτσι οι Τούρκοι ηρέμησαν. Τέτοια ιστορικά ανέκδοτα μας έλεγε πολλές φορές.

Θυμάμαι επίσης που μας είπε και κάτι άλλο. Παίζανε, μας είπε, σε μια πανήγυρη στη Γέρα και λίγο παραπέρα, σε άλλο καφενείο, έπαιζε η ντόπια μουσική, οι Κουτλήδες, που ήταν καλοί οργανοπαίχτες. Ήρθε κάποιος και τους είπε ότι την ερχόμενη Κυριακή θα γίνει ένας πολύ πλούσιος γάμος και σε λίγο οι συγγενείς θα βγουν να κάνουν βόλτα, ν’ ακούσουν τις μουσικές και να διαλέξουν για το γάμο. Πράγματι, σε λίγο ήρθαν οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης και πήγαν ν’ ακούσουν τη μουσική των Κουτλήδων. Αυτοί ήταν ενημερωμένοι και έπαιξαν ένα μαρς πολύ ωραία. Ύστερα ήρθαν σε μας. «Γιε μ’», είπε το Μαργιουλέλ’, «παίξε αυτό το ωραίο καραβλάχικο σόλο με την τρομπέτα, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να πετύχουμε». Αμέσως αυτός άρχισε το σόλο με την τρομπέτα και τους καθήλωσε. Σε λίγο μπήκαν μέσα και τους έκλεισαν για το γάμο. Μ’ ένα σόλο που έπαιξε πήρανε το γάμο. Και άλλα πολλά μας έλεγε. Σε ηλικία 20 χρονών, το 1905, έφυγε στην Αμερική και εκεί έμεινε 8 χρόνια και επέστρεψε το 1913, οπότε και παντρεύτηκε.

Το 1992, με παρότρυνε ο Στρατής Χατζηφώτης, υπάλληλος του Ο.Τ.Ε. Αγιάσου, ν’ αρχίσω να διδάσκω ενόργανη μουσική σε κορίτσια και αγόρια, στο Αναγνωστήριο. Εγώ στην αρχή δίστασα, μετά όμως δέχτηκα, Ήταν σύμφωνος και ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Μέσα σε μια εβδομάδα γράφτηκαν γύρω στους 25 μαθητές, κορίτσια και αγόρια. Τα μαθήματα άρχισαν. Μου έφερε ο Στρατής Χατζηφώτης και πέντε έξι μικρά κιθαρόνια. Η αρχή για μένα ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε να διδάξω τέσσερα όργανα: βιολί, κιθάρα, μπουζούκι και μαντολίνο. Και η ειδικότητά μου ήταν στο βιολί και στο μαντολίνο. Πήρα όμως μεθόδους μουσικής των παραπάνω οργάνων και κατόρθωσα να διδάξω και τα τέσσερα όργανα με μεγάλη επιτυχία. Οι μαθητές κάθε βράδυ έρχονταν και μέρα με τη μέρα προόδευαν. Η αμοιβή μου ήταν τριακόσιες δραχμές το μάθημα από τον κάθε μαθητή και ένα μηνιαίο δώρο των 15.000 δραχμών από το Αναγνωστήριο. Η διδασκαλία της μουσικής βάσταξε με πολλούς μαθητές γύρω στα τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό κάναμε εφτά εμφανίσεις στη σκηνή του Θεάτρου του Αναγνωστηρίου με μεγάλη επιτυχία, με ελεύθερη είσοδο. Ο κόσμος της Αγιάσου έτριβε τα μάτια του. Πάνω στη σκηνή δεκατρία κορίτσια και αγόρια, με τα όργανα στο χέρι, όταν άρχισαν να παίζουν, τα χειροκροτήματα ήταν ατέλειωτα. Πέρασα ευτυχισμένες στιγμές εκείνη την εποχή για το μεγάλο κατόρθωμα που πέτυχα. Στις συναυλίες αυτές έλαβε μέρος και η Παιδική Χορωδία του Πάνου Πράτσου με τραγούδια σμυρνέικα. Αυτή τη στιγμή που γράφω, οι μαθητές έμειναν πέντε έξι, γιατί μεγάλωσαν και πήγαν στο Γυμνάσιο και Λύκειο και έχουν μεγάλο φόρτο εργασίας.

Αγιάσος, 21-3-1996

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 93/1996

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ

Ο δάσκαλος Βασίλειος Ιακώβου (1949)
Ο δάσκαλος Βασίλειος Ιακώβου (1949)

Ο Βασίλειος Ιακώβου γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1910, όταν το νησί ήταν ακόμα σκλαβωμένο και οι κάτοικοί του έπλαθαν το όνειρο της λευτεριάς. Οι γονείς του, Αντώνιος και Μαρία, άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, τον βοήθησαν όσο μπορούσαν, για να τανύσει τα φτερά του στον ορίζοντα της ζωής, που ανοιγόταν απειλητικός, με μαύρα σύννεφα πολέμου, με καταστροφές, αλλά και με ελπίδες…

Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων και στο Ημιγυμνάσιο της γενέτειράς του και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Αργότερα, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1939 – 1940, φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία των Ιωαννίνων1, αλλά τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του2. Τις συνέχισε κατόπιν στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης, από την οποία έλαβε πτυχίο το 19471.

Οι βιοτικές ανάγκες τον υποχρέωσαν να μπει από νωρίς στον αγώνα της ζωής. Το 1931 διορίστηκε εισπράκτορας διοδίων στην τότε Κοινότητα Αγιάσου3. Αργότερα διορίστηκε αγροφύλακας στο Αγρονομείο Αγιάσου (1943 – 1945)4. Η σταδιοδρομία του ως εκπαιδευτικού άρχισε το 19525. Διορίστηκε στην περιφέρεια Βοΐου Κοζάνης και υπηρέτησε στα Μονοτάξια Δημοτικά Σχολεία Δραγασιάς6 και Πλατανιάς7. Το 1959 μετατέθηκε στη Λέσβο8 και υπηρέτησε στο Εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο Μανδαμάδου9, στο Τριτάξιο Δημοτικό Σχολείο Περάματος10 και τέλος στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου11, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε12.

Ο Βασίλειος Ιακώβου υπήρξε ικανός δάσκαλος. Στο πέρασμά του από τα σχολεία της Μακεδονίας και της Λέσβου άφησε καλό όνομα ως άνθρωπος με αυθορμησία, με φιλεργία, με καλοσύνη, με υπευθυνότητα. Οι μαθητές του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.

Με την είσοδο του στην εκπαίδευση το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε κυρίως στα διδακτικά του καθήκοντα. Προπολεμικά όμως, αλλά και λίγο αργότερα, δραστηριοποιήθηκε και σε άλλους τομείς. Αγάπησε το Αναγνωστήριο και το υπηρέτησε ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Έπαιξε με επιτυχία σε διάφορα έργα, όπως το «Χαλασμένο σπίτι» του Σπύρου Μελά (1936)13, «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημητρίου Κορομηλά (1938)14, «Γοι ψόφ’» του Στρατή Αναστασέλη (1944)15. Το 1945 μάλιστα εκλέχτηκε και πρόεδρος του «Ερασιτεχνικού Ομίλου Αγιάσου»16. Επίσης ενδιαφέρθηκε μαζί με άλλους για την εξασφάλιση μόνιμης θεατρικής στέγης κοντά στον Κήπο της Παναγίας17.

Η παλαιά δασκάλα της Αγιάσου Δέσποινα Βάλεση, συγγενής του Βασιλείου Ιακώβου από την πλευρά της μητέρας του Μαρίας Βαλέση... Πίσω από τις μαθήτριες διακρίνεται ο παιδονόμος Αντώνιος Βάλεσης ή Τσακπίνης... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ελευθέριος Καμπιρέλης)
Η παλαιά δασκάλα της Αγιάσου Δέσποινα Βάλεση, συγγενής του Βασιλείου Ιακώβου από την πλευρά της μητέρας του Μαρίας Βαλέση… Πίσω από τις μαθήτριες διακρίνεται ο παιδονόμος Αντώνιος Βάλεσης ή Τσακπίνης… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ελευθέριος Καμπιρέλης)

Παράλληλα ο Βασίλειος Ιακώβου ενδιαφέρθηκε για την αθλητική κίνηση του τόπου του. Αγάπησε και στήριξε το Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος», σωματείο που ιδρύθηκε το 192518.

Το μεγάλο όμως πάθος του ήταν η δημοσιογραφία. Διέθετε χειροκίνητο τυπογραφείο, το οποίο αρχικά λειτούργησε στο Χάνι και αργότερα στον Κάτω Κάμπο. Το 1931 συνεργάστηκε με άλλους φιλοπρόοδους νέους για την έκδοση της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας «Αγιάσος»19. Αργότερα ήταν ιδιοκτήτης της επίσης εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας «Λαϊκή Φωνή» (1932 – 1935)20, η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε «Ηχώ της Αγιάσου» (1936 – 1937)21. Αποκλειστικά όμως δική του ήταν η σατιρική εφημερίδα «Φουρτουτήρα» (1932 – 1934)22.

Ο Βασίλειος Ιακώβου είχε από νωρίς προοδευτικό προσανατολισμό και δημοκρατική ιδεολογία. Εντάχθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ και πρόσφερε υπηρεσίες στην κοινή υπόθεση. Πρωτοστάτησε μαζί με άλλους για τον επισιτισμό και για την τάξη23. Για ένα διάστημα μάλιστα διατέλεσε και γραμματέας του Λαϊκού Δικαστηρίου, θεσμού ο οποίος λειτούργησε στην κωμόπολη για την απονομή της δικαιοσύνης24. Εξαιτίας της ιδεολογικής πολιτικής τοποθέτησής του διώχτηκε και υπόφερε μαζί με πολλούς άλλους. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου κατηγορήθηκε ως «ληστοτρόφος» – έτσι αποκαλούνταν οι τροφοδότες των ανταρτών, – πέρασε από στρατοδικείο και εξορίστηκε αρχικά στην Ικαρία και αργότερα στη Μακρόνησο.

Στις 25 Οκτωβρίου 1988 έκλεισε ο κύκλος της πολυτάραχης ζωής του. Όλοι όσοι τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του τον τίμησαν ως υπεύθυνο σκυταλοδρόμο της ζωής, ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, ως εργάτη της πνευματοκαλλιτεχνικής κίνησης, ως ευσυνείδητο δάσκαλο…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μου έδωσε ο γιος του Γεώργιος Ιακώβου, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
  2. Κατατάχτηκε ως έφεδρος στις 10 Οκτωβρίου 1940 και απολύθηκε την 1 Μάιου 1941. Πιστοποιητικόν τύπου Α’ / Στρατολογικόν Γραφείον Μυτιλήνης / Εν Μυτιλήνη τη 29 Ιουλίου 1976.
  3. Η επιβολή διοδίων εγκρίθηκε με Απόφαση της Νομαρχίας Λέσβου (1777 / 6.2.1931). Ο Βασίλειος Ιακώβου διορίστηκε με Πράξη του Κοινοτικού Συμβουλίου (67/ 15.2.1931) και υπηρέτησε από 19 Φεβρουαρίου μέχρι και 31 Αυγούστου 1931. Βεβαίωσις Δήμου Αγιάσου / Αριθ. Πρωτ. 2011 / Εν Αγιάσω τη 9 Οκτωβρίου 1979.
  4. Υπηρέτησε από 25.6.1943 μέχρι 18.7.1945. Βεβαίωση Αγρονομείου Αγιάσου / Αριθ. Πρωτ: Α.Γ. 172 / Αγιάσος, 23 Φεβρουαρίου 1980.
  5. ΦΕΚ τ. Γ’ 53 / 28.2.1952.
  6. Διαταγή του Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Βοΐου Κοζάνης με Αριθ. Πρωτ. 722/ 5.4.1952.
  7. Διαταγή του Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Κοζάνης με Αριθ. Πρωτ. 2424/ 13.11.1953.
  8. Διαταγή ΥΠΕΠΘ με Αριθ. Πρωτ. 41674 / 26.8.1959.
  9. Διαταγή ΠΥΣΣΕ Νομού Λέσβου με Αριθ. 73 / 5.10.1959.
  10. Διαταγή της Β’ Γενικής Επιθεώρησης Στοιχειώδους Εκπαίδευσης με Αριθ. 755 / 16.5.1960.
  11. Διαταγή του Γενικού Επιθεωρητή Α’ Περιφέρειας Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Λέσβου με Αριθ.712 / 24.6.1967.
  12. ΦΕΚ τ. Γ’ 332 / 29.7.1976.
  13. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, Ιστορία του Αναγνωστηρίου Αγιάσου η Ανάπτυξις 1894 – 1975. Αθήνα 1975, σ. 86.
  14. Περ. «Αγιάσος» 23(1984), σ. 6.
  15. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 109.
  16. ό.π., σ. 148.
  17. Περ. «Αγιάσος» 24 (1984), σ. 8.
  18. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 142. Περ. «Αγιάσος» 15 (1983), σ. 15.
  19. Γ. Βαλέτα, Αιολική Βιβλιογραφία 1566 -1939. Αθήναι 1939, σ. 142 (970). Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου της νήσου Λέσβου. Τεύχος πέμπτον. Μυτιλήνη 1953, σ. 441. Σωτήρη Βουνάτσου, Τύπος και Αγιάσος. Περ. «Αγιάσος» 7 (1981), σσ. 2 – 3. Πρβλ. «Αγιάσος» 20 (1984), σ. 5. Αντώνη Πλάτωνος, Η ιστορία της λεσβιακής δημοσιογραφίας. Περ. «Μυτιλήνη» Δ’ (1991), σσ. 189 – 221, 204.
  20.  Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 160 (1117). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., 8 (1982), σ. 2. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σσ. 204,207.
  21. Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 169 (1190). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., σ.2,10 (1982), σ. 5. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σσ. 204, 208.
  22. Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 152 (1050). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., σ. 10 (1980), σ. 4. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σ. 207.
  23. Βλέπε σχετικά, Όμηρου Κοντούλη, Μια εποποιία. Εφ. «Ευθύνη» (Μυτιλήνης) 7 Μάρτη 1985 (48), σ. 2.
  24. Απόστολου Ε. Αποστόλου, Μνήμες. Αθήνα 1985, σ. 111.

Ευχαριστώ θερμά τον αγαπητό φίλο Κώστα Μίσσιο ,που ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημά μου και έθεσε στη διάθεσή μου φωτοαντίγραφα των εγγράφων του Συνταξιοδοτικού Φακέλου του Βασιλείου Ιακώβου, ο οποίος βρίσκεται στα Αρχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθώς επίσης και τον εκλεκτό συνάδελφο Γεώργιο Iακώβου για τις χρήσιμες πληροφορίες που μου έδωσε.


Βρισκόμαστε στο 1931, αρχή της τελευταίας προπολεμικής δεκαετίας, όταν ξυπνούν και δραστηριοποιούνται οι Αγιασώτες. Μια ομάδα ανήσυχων και προοδευτικών ανθρώπων με αυξημένο ενδιαφέρον και αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, γνώστες των προβλημάτων της, εισβάλλουν δυναμικά στο χώρο της δημοσιογραφίας. (Πάνος Κολαξιζέλης, Γ. Χατζηπαυλής, Θωμάς Βινικίου, Β. Ιακώβου, Π. Τζανετής, Ε. Παπασταματίου, Π. Χατζέλλης, Γ. Χατζημωυσής). Στο μικρό τυπογραφείο του χωριού, ανήκει στο δάσκαλο Βασ. Ιακώβου, και στη συνέχεια στα τυπογραφεία της Μυτιλήνης, εκδίδουν την εβδομαδιαία εφημερίδα «Αγιάσος», που εκτός από τα τοπικά νέα διαθέτει στήλη λογοτεχνική. Είναι η πρώτη και η πιο αξιόλογη εφημερίδα του χωριού, γι’ αυτό άλλωστε κατόρθωσε να επιζήσει για μια ολόκληρη δεκαετία. Μετά απ’ αυτήν ακολουθούν: «Η Λαϊκή Φωνή», που αργότερα μετονομάζεται σε «Ηχώ της Αγιάσου», ο «Παρατηρητής», η «Επαρχιακή», η «Αγροτοεργατική Φωνή της Λέσβου» και τα «Νέα της Αγιάσου».

(Αντώνη Πλάτωνος, Η ιστορία της λεσβιακής δημοσιογραφίας. «Μυτιλήνη» Δ’ (1991), σ. 204).
Φύλλο της εφημερίδας «Φουρτουτήρα» (μονόφυλλη, διαστάσεων 34X22), που εξέδιδε ο Βασίλης Ιακώβου. (Παραχωρήθηκε από τον Πάνο Πράτσο)
Φύλλο της εφημερίδας «Φουρτουτήρα» (μονόφυλλη, διαστάσεων 34X22), που εξέδιδε ο Βασίλης Ιακώβου. (Παραχωρήθηκε από τον Πάνο Πράτσο)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 69/1992