ΤΟ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ (4)

Εμείς θα μελετήσουμε και θα στηρίξουμε την απαρχήν του ερασιτεχνικού μας θεάτρου πάνω στην αδιάψευστη πληροφορία που μας δίνει το βιβλίο εσόδων και εξόδων με χρονολογίαν του πρώτου ξεκινήματος το 1897

του κ. ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΣΚΛΕΠΑΡΗ

Δ’

Εμείς θα μελετήσουμε και θα στηρίξουμε την απαρχήν του ερασιτεχνικού  μας θεάτρου πάνω στην αδιάψευστη πληροφορία που μας δίνει το βιβλίο εσόδων και εξόδων με χρονολογίαν του πρώτου ξεκινήματος το 1897 και με πρώτο θεατρικό έργο «τον αγαπητικό της βοσκοπούλας» του Δ. Κορομηλά.

Η δημιουργία ερασιτεχνικού θεάτρου την εποχή αυτή 1897 ήταν πολύ μεγάλη και τολμηρή υπόθεση. Το θέατρο την εποχή αυτή ήταν άγνωστο για τον πολύ κόσμο όχι μόνο των χωριών, της επαρχίας μα και μεγάλων επαρχιακών πόλεων ακόμα. Οι επαγγελματικοί θίασοι μετριόταν στα δάχτυλα. Γι’ αυτό λέμε πως ήταν μεγάλη και τολμηρή υπόθεση. Εκτός το τεχνικό μέρος που θα είχαν να αντιμετωπίσουν (σκηνικά, σκηνή, αυλαία κλπ. ) και το οικονομικό, θα είχαν να αντιμετωπίσουν ακόμα και την αντίδραση που ασφαλώς θα συναντούσαν στην εξεύρεση των προσώπων που θα παίρναν μέρος στο έργο που θα απεφάσιζαν να παίξουν, μια και το επάγγελμα του θεατρίνου μέχρι και το 1935 – 1938 το θεωρούσαν καταφρονεμένο.

Με το ακλόνητο θάρρος και τη μεγάλη πίστη στη προσπάθειά τους αυτοί που είχαν την πρωτοβουλία της οργανώσεως των θεατρικών παραστάσεων κατόρθωσαν να παραμερίσουν κάθε εμπόδιο και την απλή ιδέα και σκέψη να την κάνουν πραγματικότητα.

Εδώ θα πρέπει χάριν της ιστορίας να αναφέρουμε τα ονόματα του τότε 1897 Δ/κου Συμ/λίου του Αναγνωστηρίου που ασφαλώς θα συνέβαλαν και θα συνετέλεσαν κι αυτοί στην επιτυχία του μεγάλου καλλιτεχνικού άθλου. Πρόεδρος Βασ. Γαλετσέλλης, Αντιπρ. Μιχ. XηΠροκοπίου, Ηρ. Δαρέλλης, Στ. Νουλέλλης, Περ. XηΠροκοπίου, Ευστρ. Δουκ. Ταμβάκης, Ιωάν. Μ. Τζαννετής, Ιωάν. Αμανίτης και Ανασ. Γιαννακόπουλος. Δεν μπορέσαμε να εξακρι­βώσουμε ποιος ήταν ο Ανασ. Γιαννακόπουλος.

Το βιβλίο εσόδων και εξόδων στη σελίδα 43 της 15 Σεπτεμβρίου 1903 γράφει: Μεταφορικά ξυλείας θεάτρου γροσ. 3,20 παράδες.

Την πληροφορία που επαναλάμβανε κάθε τόσο ο Μιλτιάδης Σουσαμλής πως περαστικός απ’ την Αγιάσο  ο θίασος του Φιλιππίδη για μερικές παραστάσεις σαν έμαθε την ύπαρξη του Αναγνωστηρίου με την αξιόλογη καλλιτεχνική του επίδοση και δράση τον συνεκίνησε, που για να βοηθήσει και ενισχύσει την προσπάθειά του αυτή, έδωσε μια παράσταση για το Αναγνωστήριο. Ο δε μουσικός Αχ. Σουσαμλής, έλεγε πως ο Φιλιππίδης έδωσε το έργο του Κόκκου «Η Λύρα του Γερονικόλα» και πως έπαιξε και αυ­τός με τη κομπανία του κατά την παράσταση. Ακόμα έλεγε πως τους γυναικείους ρόλους του έργου τους υπεκρίθησαν άνδρες ηθοποιοί.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ, 19/06/1972

ΤΟ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ (1)

Το ερασιτεχνικό θέατρο στην Αγιάσο έχει μεγάλη ιστορία και παράδοση. Από πότε όμως άρχισαν ακριβώς να δίνονται θεατρικές παραστάσεις και από ποιους αυτό δεν είναι ξεκαθαρισμένο και κανείς δεν μπορεί να δώσει μια θετική και συγκεκριμένη απάντηση. Το μόνο που ξέρουμε, κι’ αυτό εξ ακοή, απ’ τους παλιούς, είναι πως το Αναγνωστήριο άρχισε να δίνη παραστάσεις από πολύ παλιά χρόνια κι’ όταν ακόμα βρισκόμασταν κάτω απ’ την τουρκική σκλαβιά

Του κ. ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΣΚΛΕΠΑΡΗ

Το ερασιτεχνικό θέατρο στην Αγιάσο έχει μεγάλη ιστορία και παράδοση. Από πότε όμως άρχισαν ακριβώς να δίνονται θεατρικές παραστάσεις και από ποιους αυτό δεν είναι ξεκαθαρισμένο και κανείς δεν μπορεί να δώσει μια θετική και συγκεκριμένη απάντηση. Το μόνο που ξέρουμε, κι’ αυτό εξ ακοή, απ’ τους παλιούς, είναι πως το Αναγνωστήριο άρχισε να δίνη παραστάσεις από πολύ παλιά χρόνια κι’ όταν ακόμα βρισκόμασταν κάτω απ’ την τουρκική σκλαβιά.

Η περιέργεια εδώ δεν έσπρωξε κανέναν στο να ερευνήσει το θέμα αυτό και να φέρει στο φως το πρώτο ξεκίνημα της καλλιτεχνικής προσπάθειας και τους πρωτεργάτες της.

 Επαναλαμβάνουμε κάθε τόσο με δικαιολογημένη βέβαια περηφάνια και καμάρι πως το ερασιτεχνικό μας θέατρο έχει μακροχρόνια ιστορία και παράδοση χωρίς να ξέρουμε ακριβώς από πότε και από ποιους άρχισε.

Από ένα δημοσίευμα στην εφημερίδα της Μυτιλήνης τη (φωνή του Αιγαίου) της 8ης Οκτωβρίου 1956 αριθ. φύλλου 260 με τίτλο «Στη καρδιά της Λέσβου» που ο σεβαστός κ. Χρύσανθος Μολίνος στο Ε’ σημείωμά του για τον πάτερ Κανιμά και τη ψυχόρμητη καλλιτεχνική του διάθεση για τη συγγραφή της ηθογραφίας του, και την απόδοση των ερασιτεχνών της Αγιάσου, έγραφε πως οι ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις στην Αγιάσο έχουν μακρόχρονη ιστορία και θα ήταν ευχής έργον αν κάποιος κατάλληλος ερευνητής μας έδινε κάποτε τη λεπτομερειακή ιστόρηση της θεατρικής αυτής δράσης.

 Από τότε μου δόθηκε η αφορμή – αν και δεν είμαι ο κατάλληλος—να ασχοληθώ και να ερευνήσω μέσα στο βαθύ σκοτάδι των χρόνων που τη σκεπάζει, ένα προς ένα τα αρχεία του Αναγνωστηρίου, από τον καιρό της ιδρύσεώς του 1894 κι’ ακόμα ό,τι άλλο γραφτό κείμενο υπάρχει, εφημερίδες κλπ. με την ελπίδα πως θα βρεθούν πηγές απ’ τις οποίες θα αντλήσουμε θετικές και αδιάψευστες πληροφορίες πάνω στις οποίες να θεμελιώσουμε και να στηρίξουμε την αφετηρίαν της ιστορίας του Ερασιτεχνικού Θεάτρου της Αγιάσου. Με την ερασιτεχνική μου διάθεση στη δημοσιογραφία – αν κατορθώσω και επιτύχω στην έρευνά μου – να τη φέρω στο φως και τη δημοσιότητα.

 Το μίτο της Αριάδνης τον βρήκαμε στο βιβλίο εσόδων και εξόδων του Αναγνωστηρίου στη σελίδα 18 και στις 6 Δεκεμβρίου 1897, που γράφει: Χαρτί δια Βοσκοπούλαν γρόσια 1,50 παράδες. Η Βοσκοπούλα είναι το κωμιδείλιο του Δ. Κορομηλά. Το χαρτί που αγοράστηκε, θα χρησιμοποιήθηκε για τα προγράμματα του έργου, όπως συνηθίζεται και σήμερα. Η πληροφορία αυτή αποτελεί τη πρώτη σπουδαία και αδιάψευστη πηγή, απ’ την οποία αναβλύζει ξεκάθαρα πως η πρώτη θεατρική παράσταση δόθηκε το 1897. Στο ίδιο βιβλίο, στη σελ. 36 και στις 18 Απριλίου 1902, διαβάζομε πως αγοράστηκαν η Γκόλφω, η Ψυχοκόρη και Ζητείται υπηρέτης γρόσ. 8. (Σημ. Και τα τρία βιβλία είναι θεατρικά, θα αγοράστηκαν για να δώσουν παραστάσεις και να πλουτίσουν το ρεπερτόριο του Αναγνωστηρίου).

 Στο βιβλίο πρακτικών Δ/κού Συμβουλίου και στο υπ’ αριθ. 59 της 15 Μαρτίου 1902 πρακτικόν, αναφέρεται ότι εν απαρτία απεφασίσθη κατόπιν ψηφοφορίας, όπως δοθούν θεατρικαί παραστάσεις τουλάχιστον δύο (2) υπέρ του Αναγνωστηρίου.

 Προς τούτο ωρίσθη ιδιαιτέρα επιτροπή ήτις θα εφρόντιζε διά τα «κατάλληλα». Επί των εισιτηρίων ήθελε «πατηθή» η σφραγίς του Αναγνωστηρίου.

Τα πρόσωπα του θεάτρου: Ιωάν. Αμανίτης, Νικ. Δεμιργκέλλης, Στ. Βύτινας, Παναγ. Ζαχαριάς, Θεοφρ. Παπανικολάου, Μιχ. Σκλεπάρης, Χρισ. Δ. Χριστοφίδης, Μιλτ. Χριστοφίδης, Ευρ. Μαριγλής, Μιχ. Σουσαμλής.

Η Επιτροπή: Χρισ. Στεφάνου, Ευστρ. Μανδαμάς, Ευστρ. Πολιτάκης, Δημ. Κύπριος, Βασ. Τζανετής, Αλκ. XηΠροκοπίου, Σταυρ. Βύτινας.

Σημ. Το πρακτικό αυτό αποτελεί τη πρώτη γάργαρη πηγή απ’ την οποία έχουμε ξεκάθαρα τα πρόσωπα που θα πάρουν μέρος στις παραστάσεις. Που αν όχι όλα απ’ αυτά που αναφέρει, τα περισσότερα ίσως να ήταν και οι πρώτοι ερασιτέχνες που ανέβηκαν στη σκηνή. Απ’ το πρακτικό αυτό φαίνεται πως τις παραστάσεις τις έδιναν για πολλούς σκοπούς. Ίσως φιλανθρωπικούς. Γι’ αυτό απεφάσισαν να δώσουν και δύο τουλάχιστον για το Αναγνωστήριο.

 Ίσως απ’ το παραπάνω πρακτικό ορισμένοι λεν πως οι θεατρικές παραστάσεις άρχισαν να δίνονται απ’ το 1902.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ, 22/05/1972

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ

Το μνημόσυνο στη μνήμη των αδελφών Δημητ. και Γρ. Σκορδά

eleftheros-logos_19290819_skorda

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, 19-08-1929

ΑΠΟ ΤΟ «ΖΑΪΡΑΤ» ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗΣ. Ο πραγματογνώμονας – εκτιμητής Νικόλαος Σκλεπάρης αφηγείται…

Στις 16-08-2003, στην Αγιάσο, είχα την ευκαιρία και τη χαρά να πάρω συνέντευξη από το θείο μου Νικόλαο Γεωργίου Σκλεπάρη, ο οποίος υπηρέτησε ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής από το 1948 ως το 1985. Οι θεσμοί «Ζαϊράτ» (τουρκ. ziraat = γεωργία), που ήταν επί Τουρκοκρατίας και λίγο αργότερα Αγροτικό Συμβούλιο, καθώς και η μετέπειτα Αγροφυλακή, όντας στις μέρες μας καταργημένοι ή μεταλλαγμένοι ή υπολειτουργούντες, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Η Αγιάσος ως κατεξοχήν αγροτικό χωριό υπηρετήθηκε από τους παραπάνω θεσμούς και οι μνήμες είναι ακόμη έντονες στους κατοίκους, κυρίως όμως στους ηλικιωμένους.
Default 2
Ο παντοπώλης – πραγματογνώμονας Γεώργιος Ευστρατίου Σκλεπάρης (1873 – 1953) και η σύζυγός του Ρήγαινα Ευστρατίου Κυπρίου (1884 – 1961), το έτος 1906.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Το “Ζαϊράτ” ήταν ένα Συμβούλιο που ρύθμιζε τα αγροτικά ζητήματα. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ζαϊράτ» ίσχυσε μέχρι το 1938, οπότε ανέλαβε η Αγροφυλακή και διορίστηκαν αγρονόμοι. Γινόταν μεγάλος αγώνας των κομμάτων για το ποιος θα πάρει την προεδρία του Αγροτικού Συμβουλίου. Υπήρχαν συνδυασμοί του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στον πρώτο συνδυασμό πρωτοστατούσαν ο Δημήτριος Πράτσος και ο Χριστόφας Στεφάνου, που τους αποκαλούσαν «Λιουντάρια». Μαζί τους ήταν ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης, ο Χαράλαμπος Δούκαρος, ο Βασίλειος Χατζηλεωνίδας, ο Γιάννης Ακριβλέλης, ο μεσίτης Δούκας Μαϊστρέλης, πατέρας του Μπιτού, και άλλοι.
Αυτοί ήταν της άλλοτε δεξιάς. Στην παράταξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, των Βενιζελικών, πρωτοστατούσε ο Ευστράτιος Καπάτος. Συνεργάτες του ήταν ο Ευστράτιος Μιχαήλ Κουτσαχειλέλης, ο Γρηγόριος Ξανθός, ο καφετζής Ευστράτιος Σιμέλης (Σ’νάν’), ο σιδεράς Ευστράτιος Κουτσκουδής και άλλοι. Σ’ αυτή την παράταξη έκλινε και ο πατέρας μου Γεώργιος Σκλεπάρης, που ήταν μπακάλης και που έκανε πραγματογνώμονας. Άλλη ισχυρή παράταξη ήταν αυτή, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Θεμιστοκλής Μακαρώνης, ο αδερφός του Βασίλειος, καθώς και ο Γεώργιος Αλεντάς. Ο Θεμιστοκλής βγήκε πολλές φορές πρόεδρος του «Ζαϊράτ». Με το «Ζαϊράτ» καταγινόταν και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου (Παπάφραχτ’ς). Υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές, αλλά δεν είχαν ρεύμα.

 

Από τις εκλογές των κτηματιών έβγαιναν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητές τους ήταν διάφορες. Συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν για πολλά. Διόριζαν αγροφύλακες (μπιχτσήδις), πραγματογνώμονες, εκτιμητές, καθώς και εισπράκτορες του φόρου. Καθόριζαν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα ζώα, τα υποζύγια, αλλά και τα πρόβατα, θα τα άφηναν στο «μπαχάρ». Έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν δρόμους. Την Πατωμένη, που ξεκινούσε από το Σταυρί και έφτανε στην Καρύνη, τη συντηρούσε κυρίως ο Καπάτος. Άκουγαν τα λογής λογής παράπονα και ικανοποιούσαν τα δίκαια αιτήματα. Ενεργούσαν μετρήσεις κτημάτων για δικαιότερη κατανομή των αγροφυλακτικών (μπιχτσιδιάτ’κων). Η μέτρηση γινόταν πρακτικά, με «κορδέλα» ή με σχοινί που είχε κόμπους. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι παρεμβάσεις, με σκοπό να μη μετρηθεί πολύ το κτήμα. Προγραμμάτιζαν τα «νιμπέτια», για να μπορούν να ποτίζουν όλοι τα κτήματά τους. Ακόμη όριζαν τις αγροζημίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η απογραφή των κτημάτων, έστω και αν γινόταν με τρόπο απλό και εμπειρικό. Όλα ήταν γραμμένα σε τεφτέρια. Όπως ήταν φυσικό, γίνονταν συχνά τροποποιήσεις, μια και πραγματοποιούνταν αγοραπωλησίες και άλλες δικαιοπραξίες. Το κτηματολόγιο αυτό, βάσει του οποίου έβγαιναν οι φόροι, δεν ήταν ούτε ακριβές ούτε δίκαιο.

Default 7
Αναμνηστική φωτογραφία έξω από το Γραφείο των Πράτσων (9-8-1952). Διακρίνονται, από αριστερά, ο έμπορος Δημήτριος Ευστρατίου Πράτσος (1878 -1959), ο οποίος πρωτοστατούσε στα δρώμενα του Αγροτικού Συμβουλίου, ο γιος του Πάνος Πράτσος (1912 – 2002), ο οποίος διακρίθηκε ως πρόεδρος του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», και ο Ασωματιανός Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).
Ως αγροφύλακες υπηρέτησαν πολλοί και ήταν σε όλη την περιφέρεια καμιά τριανταριά. Κάθε χωριό είχε τους δικούς του, οι οποίοι κατά καιρούς παρουσίαζαν αυξομείωση, ανάλογα με τις ανάγκες. Συνήθως είχαν η Αγιάσος δέκα, ο Ασώματος δυο, τα Κεραμιά δυο, το Ίππειος τέσσερις, το Κάτω Τρίτος τρεις, οι Λάμπου Μύλοι δυο και η Σκούντα δυο. Από τους Αγιασώτες έρχονται στη μνήμη μου οι παρακάτω: Αντώνιος Δημέλης, Φρατζέσκος Χατζηχρυσάφης, Γιάννης Μολυβιάτης, μετέπειτα μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος, Παναγιώτης Σαρέλης, Δημήτριος Χρυσάφης (Μπαγνέζος), Θεόδωρος Σαρμουσάκης (Ψ’ταλού), Μιχαήλ Μαϊστρέλης (Μαρούλα), Γιάννης Λαλάς (Ζιμπικούδ’) και οι γιοι του Παναγιώτης και Στέλιος, Βασίλειος Δημητρίου Μαϊστρέλης, αργότερα νεωκόρος, Λευτέρης Καζαντζής (Καρακάσης), Αριστής Μουτζουρέλης (Λαγός), Κώστας Πανάγης, καθώς και τ’ αδέρφια Κώστας και Παναγιώτης Ψαρρός (Χαντράλια).
Αγρονόμοι διατέλεσαν ο Τάσος Σαρηγιάννης, που παντρεύτηκε την Αγιασώτισσα Καλλιόπη Πιτιά, ο Κωνσταντίνος Πανάγος, που είχε δώσει εντολή να φορούν στο δρόμο φίμωτρα και οι κατσίκες, ο Γεώργιος Καμπάς, που ήταν ένας από τους καλύτερους, και ο Δημήτριος Χατζηχρίστος, που υπηρέτησε επί Χούντας. Αρχιφύλακας, «μπασμπιχτσής», ήταν ο Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας). Γραμματείς του Αγρονομείου έκαναν ο Αθανάσιος Διαμαντής, ο Προκόπιος Χατζηφώτης (Λανάρ’) και άλλοι. Εδώ θα έπρεπε να μνημονεύσουμε και τον ειρηνοδίκη Μωυσή Ναούμ, που έμενε στο σπίτι της ξενιτεμένης στη Βραζιλία από το 1954 αδερφής μου Αλίκης, κοντά στον Απέσο. Ήταν καλός άνθρωπος και δημοκράτης. Φεύγοντας από την Αγιάσο, λόγω προαγωγής, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

 

Οι πραγματογνώμονες ήταν, όπως είναι φυσικό, και εκτιμητές, κυρίως προϊόντων. Εγώ διορίστηκα ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής τον Οκτώβριο του
1948 και σταμάτησα το 1985. Αν ενδιαφερόμουνα περισσότερο, θα έπαιρνα και σύνταξη από το ΙΚΑ. Οι πραγματογνώμονες είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) Τακτοποιούσαν τα «νιμπέτια», που ήταν σοβαρή δουλειά, μια και έπρεπε να μετρηθούν τα κτήματα και να κατανεμηθούν δίκαια οι 168 ώρες της εβδομάδας. Ρύθμιζαν τα «νιμπέτια» σε όλα τα λαγκάδια (Λασπούδια, Πόταμα, Παγωνιά, Ντίλ’, Άντριγια). Στον Άγιο Δημήτριο η ρύθμιση γινόταν από τους ίδιους τους περιβολάρηδες. Στο Ξυλόκαστρο το νερό ήταν «καντέμι» και το εκμεταλλεύονταν, κατά κύριο λόγο, αυτοί που είχαν τα αδερφομοίρια, σε ένα από τα οποία ήταν η μάνα, παρ’ όλο που διαμαρτύρονταν οι κτηματίες στα Πόταμα. β) Εκτιμούσαν τα προϊόντα (κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, βύσσινα, αφατσιά). Αυτό έγινε τρεις τέσσερις χρονιές, αλλά μετά καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε άδικο. Βασικά εκτιμητής των παραπάνω προϊόντων στην Αγιάσο ήμουνα εγώ. Ο Δημήτριος Πιπερίτης προτίμησε την περιφέρεια Ίππειου, ενώ ο Αλέκος Πουδαράς της Σκούντας-Μυχούς. Για τις ελιές, που ήταν σε μεγάλη περιφέρεια, υπήρχαν και άλλοι εκτιμητές. Πάντως εγώ εργάστηκα πολύ περισσότερο από όλους. Ο Αλέκος Πουδαράς, ο Δημήτριος Πιπερίτης και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου βάσταξαν λίγα χρόνια. Είχε προταθεί και ο Γεώργιος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιάς), αλλά δε δέχτηκε. Επίσης διορίστηκαν, με τη μεσολάβηση του Προκοπίου Χατζηπροκοπίου (Κεφάλα), ο Χαρίλαος Κορομηλάς και ο Γρηγόριος Ασπρομάτης (Καβουριά).

Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία αγροφυλάκων. Διακρίνονται, από αριστερά: Δημήτριος Χαραλαμπής (Μπαγνέζος), Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας), αρχιφύλακας, Ανέστης (Αριστής) Μουτζουρέλης (Λαγός), Φραντζέσκος Χατζηχρυσάφης και Γιάννης Μολυβιάτης. Καθήμενοι: Κωνσταντίνος Πανάγης, Παναγιώτης Ψαρός (Χαντράλης) και Ελευθέριος Καζαντζής (Καρακάσης).
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Οι φορολογικοί αγροτικοί κατάλογοι καταρτίζονταν ως εξής: Στον κάμπο ως στρέμμα υπολογιζόταν ο χώρος που είχε 10-18 δέντρα και που ήταν μιας ημέρας «ζιβγάρ’». Έλεγαν ότι αυτό το κτήμα είναι μιας ημέρας, δυο, τριών κτλ. ημερών «ζιβγάρ’». Στα ορεινά μέρη υπολογιζόταν ως στρέμμα ο χώρος που είχε 25-32 δέντρα. Ο προσδιορισμός εξαρτιόταν από το είδος και από την ποιότητα των δέντρων. Υπήρχαν, εξάλλου, μικρά και «στραβαλά» δέντρα, κυρίως λιόδεντρα, τα οποία δεν είχαν απόδοση. Αυτά τα δέντρα τα έλεγαν «γαδαρουπόδαρα». Τέλος, αν το κτήμα ήταν χωράφι, τότε ο υπολογισμός γινόταν «προυσαπόκου», δηλαδή κατά προσέγγιση.

 

Αρχικά οι Αγιασώτες είχαν το δικαίωμα πραγματογνωμοσύνης σε όλα τα χωριά. Αργότερα όμως το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε και έτσι κάθε κοινότητα έβγαζε τους δικούς της πραγματογνώμονες. Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο του πραγματογνώμονα είχε και τις δυσκολίες του. Υπήρχαν ανάποδοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι κάποτε έφερναν εμπόδια. Ο πραγματογνώμονας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στο κτήμα, αν δεν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης. Έπρεπε να έχει μαζί του όργανο της τάξεως, δηλαδή αγροφύλακα.

Default 14
Ο Νικόλαος Σκλεπάρης με τη σύζυγό του Βρετανία (Βριτανέλ’) και με τα παιδιά του Φιλίτσα και Ευστράτιο, το 1956
Οι πραγματογνώμονες έκαναν συνήθως συμβιβασμούς, για να μην πηγαίνουν οι υποθέσεις στο δικαστήριο. Επίσης είχαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν αγροφυλακτικά, «μπιχτσιδιάτ’κα». Εγώ αυτή τη δουλειά την έκανα και νωρίτερα, από το 1944-1948, προτού διοριστώ ακόμη πραγματογνώμονας. Έκοβαν διπλότυπα και εισέπρατταν χρήματα. Ο φόρος ήταν ανάλογος με το κτήμα που είχε ο καθένας. Αν είχε, π.χ. κτήμα στο Ίππειος, στους Λάμπου Μύλους, στη Μυχού, πλήρωνε στο Αγροτικό Συμβούλιο του αντίστοιχου χωριού. Ένας εισέπραττε τα αγροφυλακτικά της Αγιάσου, αλλά παράλληλα οι Αγιασώτες, που είχαν κτήματα και σε γειτονικά χωριά, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και αλλού. Εγώ είχα τον κατάλογο της Αγιάσου. Για τα άλλα χωριά, που σήμερα ανήκουν στο δήμο Ευεργέτουλα (Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Κάτω Τρίτος, Λάμπου Μύλοι, Μυχού, Σκούντα) υπήρχε άλλος κατάλογος.
Εισπράκτορας των χωριών αυτών επί τρία χρόνια περίπου ήταν ο Αντώνιος Πολυδώρου Αναστασέλης, ο οποίος μετά έγινε ταξιτζής και τα παράτησε. Τον Αναστασέλη τον διαδέχτηκε ο Παναγιώτης Βασίλας, που θαρρώ πως ήταν από τη Μόρια. Ο τρόπος αυτός της είσπραξης αργότερα, το 1958, καταργήθηκε.
Το «Ζαϊράτ», που ονομάστηκε κατά τη γνώμη έτσι, από τα ζα, και από την προστασία και το κουμάντο των ζώων, είχε στα καθήκοντά του και τον καθορισμό των βοσκότοπων, μουραλότοπων, θρεφαρότοπων. Τα Άντριγια ήταν για τα πρόβατα. Μουλαρότοπος ήταν από τη διασταύρωση μέχρι τη Καρύνη. Η Αγιάσος είχε 300-320 μουλάρια με πληρωμή, 100-150 άλογα και φοράδες, καθώς και 200 περίπου γαϊδούρια. Τα άφηναν στο «μπαχάρ’» από το Μάιο, ξώλαμπρα, μέχρι 10 Αυγούστου. Μετά τα σήκωναν, γιατί έκαναν ζημιές, έτρωγαν τα δέντρα, ήθελαν χλωρασιά. Έπρεπε να πληρώσει κανείς 300 δραχμές, για να αφήσει το μουλάρι του, 350 δραχμές για το άλογο και τη φοράδα του και 250 δραχμές για το γαϊδούρι του. Υπήρχαν και ορισμένοι προύχοντες που δεν πλήρωναν. Τα γαϊδούρια, επειδή δε γίνονταν ζάπι, οι φύλακες δεν τα ήθελαν, δεν τα έπαιρναν. Τα ζώα αυτά βόσκιζαν στις περιοχές Ρουμιού Κάμπους, Κόβιλ’, τς Χανούμ’ς του ντάμ’, Βάγις, Πιρίτουνου, Άγιους Βασίλ’ς, Κ’θαρίστιργια, Ζέβριγια, Κουτσίνηραχ’, Κατσίν’ Λακκούδ’, Αγριλιά, Σλουψατσή, Αγριγιουπήγαδου, τ’ Στιφανέλ’ γι Πόρτα, Μπικρή, Γλίστρα, Αθέρ’στου, Φούσα, Στινό, Μπουγιατζή, Αγριγιά, Ιλέψα, Λάτσ’, Άγιους Στυλιανός. Έφταναν μέχρι το Πρεβεντόριο και μέχρι το Ακκλησίδ’, δηλαδή το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στην είσοδο του χωριού Ασώματος, από την πλευρά της Αγιάσου. Νερό έπιναν τα ζώα στις Βάγις, στην Κόβιλ’ και στη Αγριλιά.

 

Φύλακες των ζώων ήταν τα αδέρφια Γρηγόριος και Παναγιώτης Κολαξιζέλης (Κακέλια), ο Παναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, αδερφός του Ευστρατίου Περγάμαλη (Παλαμ’δά), και ο Γρηγόριος Κακαλιός. Αυτοί πληρώνονταν από τις εισπράξεις. Ήταν υπεύθυνοι αν τα ζώα πήγαιναν κάτω από την Καρύνη και αν έκαναν ζημιές. Τα φύλαγαν προσεχτικά και δεν άφηναν να πάνε σε απαγορευμένους μεράδες. Δεν είχαν ύπνο. Γνώριζαν όλα τα ζώα και μάλιστα ποια είναι «ζημιουλόγ’κα». Τα μουλάρια ακολουθούσαν σα μωρά τις φοράδες. Όταν έδινε κανείς το ζώο του, δεν πλήρωνε τίποτα στο φύλακα. Όταν όμως ζητούσε να του το φέρουν, πλήρωνε ένα δεκάρι. Ήταν επιδέξιοι, έριχναν θηλιά και το έπιαναν. Εκτός από τα υποζύγια υπήρχαν και τα «θρεφάρια», τα οποία έβοσκαν αλλού. Φύλακές τους ήταν ο Γρηγόριος Ζαλπαρίνης και ο Ευστράτιος Καρέτος (Ράρα). Τα αδέσποτα ζώα και αυτά που έμπαιναν σε ξένα κτήματα και έκαναν ζημιά, αν υπήρχε ανάγκη, οι αγροφύλακες τα έφερναν στο χωριό και τα έκλειναν στο «τουκάτ». Ως «τουκάτ»« χρησιμοποιήθηκε ο δημοτικός χώρος, που τον αγόρασε ο Γεώργιος Ευστρατίου Καρατζάς, όπου χτίστηκε το σπίτι, στο οποίο κατοικούσαν παλαιότερα ο Στέφανος και η Θέτη Παλιβάνη, η κόρη του Παναγιώτη Ορφανού. Γειτονικά, από τη μια και από την άλλη, ήταν τα σπίτια του Ανδρέα Δουκάκη και του Ευστρατίου Μπαρή».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 147/2005