ΑΠΟ ΤΟ «ΖΑΪΡΑΤ» ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗΣ. Ο πραγματογνώμονας – εκτιμητής Νικόλαος Σκλεπάρης αφηγείται…

Στις 16-08-2003, στην Αγιάσο, είχα την ευκαιρία και τη χαρά να πάρω συνέντευξη από το θείο μου Νικόλαο Γεωργίου Σκλεπάρη, ο οποίος υπηρέτησε ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής από το 1948 ως το 1985. Οι θεσμοί «Ζαϊράτ» (τουρκ. ziraat = γεωργία), που ήταν επί Τουρκοκρατίας και λίγο αργότερα Αγροτικό Συμβούλιο, καθώς και η μετέπειτα Αγροφυλακή, όντας στις μέρες μας καταργημένοι ή μεταλλαγμένοι ή υπολειτουργούντες, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Η Αγιάσος ως κατεξοχήν αγροτικό χωριό υπηρετήθηκε από τους παραπάνω θεσμούς και οι μνήμες είναι ακόμη έντονες στους κατοίκους, κυρίως όμως στους ηλικιωμένους.
Default 2
Ο παντοπώλης – πραγματογνώμονας Γεώργιος Ευστρατίου Σκλεπάρης (1873 – 1953) και η σύζυγός του Ρήγαινα Ευστρατίου Κυπρίου (1884 – 1961), το έτος 1906.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Το “Ζαϊράτ” ήταν ένα Συμβούλιο που ρύθμιζε τα αγροτικά ζητήματα. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ζαϊράτ» ίσχυσε μέχρι το 1938, οπότε ανέλαβε η Αγροφυλακή και διορίστηκαν αγρονόμοι. Γινόταν μεγάλος αγώνας των κομμάτων για το ποιος θα πάρει την προεδρία του Αγροτικού Συμβουλίου. Υπήρχαν συνδυασμοί του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στον πρώτο συνδυασμό πρωτοστατούσαν ο Δημήτριος Πράτσος και ο Χριστόφας Στεφάνου, που τους αποκαλούσαν «Λιουντάρια». Μαζί τους ήταν ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης, ο Χαράλαμπος Δούκαρος, ο Βασίλειος Χατζηλεωνίδας, ο Γιάννης Ακριβλέλης, ο μεσίτης Δούκας Μαϊστρέλης, πατέρας του Μπιτού, και άλλοι.
Αυτοί ήταν της άλλοτε δεξιάς. Στην παράταξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, των Βενιζελικών, πρωτοστατούσε ο Ευστράτιος Καπάτος. Συνεργάτες του ήταν ο Ευστράτιος Μιχαήλ Κουτσαχειλέλης, ο Γρηγόριος Ξανθός, ο καφετζής Ευστράτιος Σιμέλης (Σ’νάν’), ο σιδεράς Ευστράτιος Κουτσκουδής και άλλοι. Σ’ αυτή την παράταξη έκλινε και ο πατέρας μου Γεώργιος Σκλεπάρης, που ήταν μπακάλης και που έκανε πραγματογνώμονας. Άλλη ισχυρή παράταξη ήταν αυτή, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Θεμιστοκλής Μακαρώνης, ο αδερφός του Βασίλειος, καθώς και ο Γεώργιος Αλεντάς. Ο Θεμιστοκλής βγήκε πολλές φορές πρόεδρος του «Ζαϊράτ». Με το «Ζαϊράτ» καταγινόταν και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου (Παπάφραχτ’ς). Υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές, αλλά δεν είχαν ρεύμα.

 

Από τις εκλογές των κτηματιών έβγαιναν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητές τους ήταν διάφορες. Συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν για πολλά. Διόριζαν αγροφύλακες (μπιχτσήδις), πραγματογνώμονες, εκτιμητές, καθώς και εισπράκτορες του φόρου. Καθόριζαν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα ζώα, τα υποζύγια, αλλά και τα πρόβατα, θα τα άφηναν στο «μπαχάρ». Έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν δρόμους. Την Πατωμένη, που ξεκινούσε από το Σταυρί και έφτανε στην Καρύνη, τη συντηρούσε κυρίως ο Καπάτος. Άκουγαν τα λογής λογής παράπονα και ικανοποιούσαν τα δίκαια αιτήματα. Ενεργούσαν μετρήσεις κτημάτων για δικαιότερη κατανομή των αγροφυλακτικών (μπιχτσιδιάτ’κων). Η μέτρηση γινόταν πρακτικά, με «κορδέλα» ή με σχοινί που είχε κόμπους. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι παρεμβάσεις, με σκοπό να μη μετρηθεί πολύ το κτήμα. Προγραμμάτιζαν τα «νιμπέτια», για να μπορούν να ποτίζουν όλοι τα κτήματά τους. Ακόμη όριζαν τις αγροζημίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η απογραφή των κτημάτων, έστω και αν γινόταν με τρόπο απλό και εμπειρικό. Όλα ήταν γραμμένα σε τεφτέρια. Όπως ήταν φυσικό, γίνονταν συχνά τροποποιήσεις, μια και πραγματοποιούνταν αγοραπωλησίες και άλλες δικαιοπραξίες. Το κτηματολόγιο αυτό, βάσει του οποίου έβγαιναν οι φόροι, δεν ήταν ούτε ακριβές ούτε δίκαιο.

Default 7
Αναμνηστική φωτογραφία έξω από το Γραφείο των Πράτσων (9-8-1952). Διακρίνονται, από αριστερά, ο έμπορος Δημήτριος Ευστρατίου Πράτσος (1878 -1959), ο οποίος πρωτοστατούσε στα δρώμενα του Αγροτικού Συμβουλίου, ο γιος του Πάνος Πράτσος (1912 – 2002), ο οποίος διακρίθηκε ως πρόεδρος του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», και ο Ασωματιανός Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).
Ως αγροφύλακες υπηρέτησαν πολλοί και ήταν σε όλη την περιφέρεια καμιά τριανταριά. Κάθε χωριό είχε τους δικούς του, οι οποίοι κατά καιρούς παρουσίαζαν αυξομείωση, ανάλογα με τις ανάγκες. Συνήθως είχαν η Αγιάσος δέκα, ο Ασώματος δυο, τα Κεραμιά δυο, το Ίππειος τέσσερις, το Κάτω Τρίτος τρεις, οι Λάμπου Μύλοι δυο και η Σκούντα δυο. Από τους Αγιασώτες έρχονται στη μνήμη μου οι παρακάτω: Αντώνιος Δημέλης, Φρατζέσκος Χατζηχρυσάφης, Γιάννης Μολυβιάτης, μετέπειτα μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος, Παναγιώτης Σαρέλης, Δημήτριος Χρυσάφης (Μπαγνέζος), Θεόδωρος Σαρμουσάκης (Ψ’ταλού), Μιχαήλ Μαϊστρέλης (Μαρούλα), Γιάννης Λαλάς (Ζιμπικούδ’) και οι γιοι του Παναγιώτης και Στέλιος, Βασίλειος Δημητρίου Μαϊστρέλης, αργότερα νεωκόρος, Λευτέρης Καζαντζής (Καρακάσης), Αριστής Μουτζουρέλης (Λαγός), Κώστας Πανάγης, καθώς και τ’ αδέρφια Κώστας και Παναγιώτης Ψαρρός (Χαντράλια).
Αγρονόμοι διατέλεσαν ο Τάσος Σαρηγιάννης, που παντρεύτηκε την Αγιασώτισσα Καλλιόπη Πιτιά, ο Κωνσταντίνος Πανάγος, που είχε δώσει εντολή να φορούν στο δρόμο φίμωτρα και οι κατσίκες, ο Γεώργιος Καμπάς, που ήταν ένας από τους καλύτερους, και ο Δημήτριος Χατζηχρίστος, που υπηρέτησε επί Χούντας. Αρχιφύλακας, «μπασμπιχτσής», ήταν ο Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας). Γραμματείς του Αγρονομείου έκαναν ο Αθανάσιος Διαμαντής, ο Προκόπιος Χατζηφώτης (Λανάρ’) και άλλοι. Εδώ θα έπρεπε να μνημονεύσουμε και τον ειρηνοδίκη Μωυσή Ναούμ, που έμενε στο σπίτι της ξενιτεμένης στη Βραζιλία από το 1954 αδερφής μου Αλίκης, κοντά στον Απέσο. Ήταν καλός άνθρωπος και δημοκράτης. Φεύγοντας από την Αγιάσο, λόγω προαγωγής, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

 

Οι πραγματογνώμονες ήταν, όπως είναι φυσικό, και εκτιμητές, κυρίως προϊόντων. Εγώ διορίστηκα ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής τον Οκτώβριο του
1948 και σταμάτησα το 1985. Αν ενδιαφερόμουνα περισσότερο, θα έπαιρνα και σύνταξη από το ΙΚΑ. Οι πραγματογνώμονες είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) Τακτοποιούσαν τα «νιμπέτια», που ήταν σοβαρή δουλειά, μια και έπρεπε να μετρηθούν τα κτήματα και να κατανεμηθούν δίκαια οι 168 ώρες της εβδομάδας. Ρύθμιζαν τα «νιμπέτια» σε όλα τα λαγκάδια (Λασπούδια, Πόταμα, Παγωνιά, Ντίλ’, Άντριγια). Στον Άγιο Δημήτριο η ρύθμιση γινόταν από τους ίδιους τους περιβολάρηδες. Στο Ξυλόκαστρο το νερό ήταν «καντέμι» και το εκμεταλλεύονταν, κατά κύριο λόγο, αυτοί που είχαν τα αδερφομοίρια, σε ένα από τα οποία ήταν η μάνα, παρ’ όλο που διαμαρτύρονταν οι κτηματίες στα Πόταμα. β) Εκτιμούσαν τα προϊόντα (κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, βύσσινα, αφατσιά). Αυτό έγινε τρεις τέσσερις χρονιές, αλλά μετά καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε άδικο. Βασικά εκτιμητής των παραπάνω προϊόντων στην Αγιάσο ήμουνα εγώ. Ο Δημήτριος Πιπερίτης προτίμησε την περιφέρεια Ίππειου, ενώ ο Αλέκος Πουδαράς της Σκούντας-Μυχούς. Για τις ελιές, που ήταν σε μεγάλη περιφέρεια, υπήρχαν και άλλοι εκτιμητές. Πάντως εγώ εργάστηκα πολύ περισσότερο από όλους. Ο Αλέκος Πουδαράς, ο Δημήτριος Πιπερίτης και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου βάσταξαν λίγα χρόνια. Είχε προταθεί και ο Γεώργιος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιάς), αλλά δε δέχτηκε. Επίσης διορίστηκαν, με τη μεσολάβηση του Προκοπίου Χατζηπροκοπίου (Κεφάλα), ο Χαρίλαος Κορομηλάς και ο Γρηγόριος Ασπρομάτης (Καβουριά).

Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία αγροφυλάκων. Διακρίνονται, από αριστερά: Δημήτριος Χαραλαμπής (Μπαγνέζος), Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας), αρχιφύλακας, Ανέστης (Αριστής) Μουτζουρέλης (Λαγός), Φραντζέσκος Χατζηχρυσάφης και Γιάννης Μολυβιάτης. Καθήμενοι: Κωνσταντίνος Πανάγης, Παναγιώτης Ψαρός (Χαντράλης) και Ελευθέριος Καζαντζής (Καρακάσης).
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Οι φορολογικοί αγροτικοί κατάλογοι καταρτίζονταν ως εξής: Στον κάμπο ως στρέμμα υπολογιζόταν ο χώρος που είχε 10-18 δέντρα και που ήταν μιας ημέρας «ζιβγάρ’». Έλεγαν ότι αυτό το κτήμα είναι μιας ημέρας, δυο, τριών κτλ. ημερών «ζιβγάρ’». Στα ορεινά μέρη υπολογιζόταν ως στρέμμα ο χώρος που είχε 25-32 δέντρα. Ο προσδιορισμός εξαρτιόταν από το είδος και από την ποιότητα των δέντρων. Υπήρχαν, εξάλλου, μικρά και «στραβαλά» δέντρα, κυρίως λιόδεντρα, τα οποία δεν είχαν απόδοση. Αυτά τα δέντρα τα έλεγαν «γαδαρουπόδαρα». Τέλος, αν το κτήμα ήταν χωράφι, τότε ο υπολογισμός γινόταν «προυσαπόκου», δηλαδή κατά προσέγγιση.

 

Αρχικά οι Αγιασώτες είχαν το δικαίωμα πραγματογνωμοσύνης σε όλα τα χωριά. Αργότερα όμως το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε και έτσι κάθε κοινότητα έβγαζε τους δικούς της πραγματογνώμονες. Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο του πραγματογνώμονα είχε και τις δυσκολίες του. Υπήρχαν ανάποδοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι κάποτε έφερναν εμπόδια. Ο πραγματογνώμονας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στο κτήμα, αν δεν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης. Έπρεπε να έχει μαζί του όργανο της τάξεως, δηλαδή αγροφύλακα.

Default 14
Ο Νικόλαος Σκλεπάρης με τη σύζυγό του Βρετανία (Βριτανέλ’) και με τα παιδιά του Φιλίτσα και Ευστράτιο, το 1956
Οι πραγματογνώμονες έκαναν συνήθως συμβιβασμούς, για να μην πηγαίνουν οι υποθέσεις στο δικαστήριο. Επίσης είχαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν αγροφυλακτικά, «μπιχτσιδιάτ’κα». Εγώ αυτή τη δουλειά την έκανα και νωρίτερα, από το 1944-1948, προτού διοριστώ ακόμη πραγματογνώμονας. Έκοβαν διπλότυπα και εισέπρατταν χρήματα. Ο φόρος ήταν ανάλογος με το κτήμα που είχε ο καθένας. Αν είχε, π.χ. κτήμα στο Ίππειος, στους Λάμπου Μύλους, στη Μυχού, πλήρωνε στο Αγροτικό Συμβούλιο του αντίστοιχου χωριού. Ένας εισέπραττε τα αγροφυλακτικά της Αγιάσου, αλλά παράλληλα οι Αγιασώτες, που είχαν κτήματα και σε γειτονικά χωριά, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και αλλού. Εγώ είχα τον κατάλογο της Αγιάσου. Για τα άλλα χωριά, που σήμερα ανήκουν στο δήμο Ευεργέτουλα (Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Κάτω Τρίτος, Λάμπου Μύλοι, Μυχού, Σκούντα) υπήρχε άλλος κατάλογος.
Εισπράκτορας των χωριών αυτών επί τρία χρόνια περίπου ήταν ο Αντώνιος Πολυδώρου Αναστασέλης, ο οποίος μετά έγινε ταξιτζής και τα παράτησε. Τον Αναστασέλη τον διαδέχτηκε ο Παναγιώτης Βασίλας, που θαρρώ πως ήταν από τη Μόρια. Ο τρόπος αυτός της είσπραξης αργότερα, το 1958, καταργήθηκε.
Το «Ζαϊράτ», που ονομάστηκε κατά τη γνώμη έτσι, από τα ζα, και από την προστασία και το κουμάντο των ζώων, είχε στα καθήκοντά του και τον καθορισμό των βοσκότοπων, μουραλότοπων, θρεφαρότοπων. Τα Άντριγια ήταν για τα πρόβατα. Μουλαρότοπος ήταν από τη διασταύρωση μέχρι τη Καρύνη. Η Αγιάσος είχε 300-320 μουλάρια με πληρωμή, 100-150 άλογα και φοράδες, καθώς και 200 περίπου γαϊδούρια. Τα άφηναν στο «μπαχάρ’» από το Μάιο, ξώλαμπρα, μέχρι 10 Αυγούστου. Μετά τα σήκωναν, γιατί έκαναν ζημιές, έτρωγαν τα δέντρα, ήθελαν χλωρασιά. Έπρεπε να πληρώσει κανείς 300 δραχμές, για να αφήσει το μουλάρι του, 350 δραχμές για το άλογο και τη φοράδα του και 250 δραχμές για το γαϊδούρι του. Υπήρχαν και ορισμένοι προύχοντες που δεν πλήρωναν. Τα γαϊδούρια, επειδή δε γίνονταν ζάπι, οι φύλακες δεν τα ήθελαν, δεν τα έπαιρναν. Τα ζώα αυτά βόσκιζαν στις περιοχές Ρουμιού Κάμπους, Κόβιλ’, τς Χανούμ’ς του ντάμ’, Βάγις, Πιρίτουνου, Άγιους Βασίλ’ς, Κ’θαρίστιργια, Ζέβριγια, Κουτσίνηραχ’, Κατσίν’ Λακκούδ’, Αγριλιά, Σλουψατσή, Αγριγιουπήγαδου, τ’ Στιφανέλ’ γι Πόρτα, Μπικρή, Γλίστρα, Αθέρ’στου, Φούσα, Στινό, Μπουγιατζή, Αγριγιά, Ιλέψα, Λάτσ’, Άγιους Στυλιανός. Έφταναν μέχρι το Πρεβεντόριο και μέχρι το Ακκλησίδ’, δηλαδή το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στην είσοδο του χωριού Ασώματος, από την πλευρά της Αγιάσου. Νερό έπιναν τα ζώα στις Βάγις, στην Κόβιλ’ και στη Αγριλιά.

 

Φύλακες των ζώων ήταν τα αδέρφια Γρηγόριος και Παναγιώτης Κολαξιζέλης (Κακέλια), ο Παναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, αδερφός του Ευστρατίου Περγάμαλη (Παλαμ’δά), και ο Γρηγόριος Κακαλιός. Αυτοί πληρώνονταν από τις εισπράξεις. Ήταν υπεύθυνοι αν τα ζώα πήγαιναν κάτω από την Καρύνη και αν έκαναν ζημιές. Τα φύλαγαν προσεχτικά και δεν άφηναν να πάνε σε απαγορευμένους μεράδες. Δεν είχαν ύπνο. Γνώριζαν όλα τα ζώα και μάλιστα ποια είναι «ζημιουλόγ’κα». Τα μουλάρια ακολουθούσαν σα μωρά τις φοράδες. Όταν έδινε κανείς το ζώο του, δεν πλήρωνε τίποτα στο φύλακα. Όταν όμως ζητούσε να του το φέρουν, πλήρωνε ένα δεκάρι. Ήταν επιδέξιοι, έριχναν θηλιά και το έπιαναν. Εκτός από τα υποζύγια υπήρχαν και τα «θρεφάρια», τα οποία έβοσκαν αλλού. Φύλακές τους ήταν ο Γρηγόριος Ζαλπαρίνης και ο Ευστράτιος Καρέτος (Ράρα). Τα αδέσποτα ζώα και αυτά που έμπαιναν σε ξένα κτήματα και έκαναν ζημιά, αν υπήρχε ανάγκη, οι αγροφύλακες τα έφερναν στο χωριό και τα έκλειναν στο «τουκάτ». Ως «τουκάτ»« χρησιμοποιήθηκε ο δημοτικός χώρος, που τον αγόρασε ο Γεώργιος Ευστρατίου Καρατζάς, όπου χτίστηκε το σπίτι, στο οποίο κατοικούσαν παλαιότερα ο Στέφανος και η Θέτη Παλιβάνη, η κόρη του Παναγιώτη Ορφανού. Γειτονικά, από τη μια και από την άλλη, ήταν τα σπίτια του Ανδρέα Δουκάκη και του Ευστρατίου Μπαρή».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 147/2005

Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ…

Το 1962, μου πρότειναν από το Αναγνωστήριο της Αγιάσου, που τότε στεγαζόταν στο Χάνι, να γράψω την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας. Μου έφεραν ένα δεμένο βιβλίο με κόλλες πενταγράμμου και παρουσία και του Στρατή Τσόκαρου μου είπαν ότι η αμοιβή μου θα είναι πέντε δραχμές η σελίδα και εγώ δέχτηκα. Η αμοιβή μου αυτή τότες ήταν μικρή, γιατί η δουλειά αυτή ήταν πολύ δύσκολη για ένα μουσικό, αλλά επειδή επρόκειτο για το Αναγνωστήριο δέχτηκα. Τότες πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο Πάνος Πράτσος και ταμίας ο φαρμακοποιός Πάνος Ευαγγελινός.

Εγώ την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας την ήξερα πολύ καλά, γιατί επί αρκετά χρόνια έπαιζα με την ορχήστρα του πατέρα μου, που μπορώ να πω ότι ήταν ο καλύτερος την εποχή εκείνη, όχι μόνο γιατί ήξερε πάρα πολλά, αλλά και γιατί ό,τι έπαιζε με την τρομπέτα του το χρωμάτιζε, του έδινε ομορφιά. Άρχισα λοιπόν να γράφω συρτά, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, διάφορες μελωδίες και καθιστικά τραγούδια. Έγραφα αρκετό καιρό. Έγραψα στο βιβλίο αυτό και ρουμανικές χόρες και σέρβικα, που τα είχα μάθει από τον πατέρα μου και από το μεγάλο καλλιτέχνη του σαντουριού Γιώργο Χατζέλη ή Καχίνα, με τον οποίο έπαιξα κατά καιρούς.

Τέλος, όταν κάποια μέρα τέλειωσα αυτή τη δουλειά, πήγα στο παλιό Αναγνωστήριο. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί ο δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οποίος μου υπόδειξε και έβαλα σε κάποιο σημείο του βιβλίου την υπογραφή μου. Το βιβλίο αυτό υπάρχει στο αρχείο του Αναγνωστηρίου. Από τότες μέχρι σήμερα γράφω. Έγραψα επίσης παραδοσιακή μουσική για το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και έστειλα βιβλίο παραδοσιακής μουσικής στο Υπουργείο Πολιτισμού. Επίσης έχω γραμμένα και πολλά άλλα μουσικά κομμάτια που βρίσκονται στο προσωπικό μου αρχείο.

Ο δεξιοτέχνης τρομπετίστας Ευστράτιος Ρόδανος (1923)
Ο δεξιοτέχνης τρομπετίστας Ευστράτιος Ρόδανος (1923)

Η δεκαετία του 1930-1940 ήταν εποχή, που είχε ακμή η μουσική σε ολόκληρο το νησί και υπήρχαν αξιόλογες ορχήστρες στη Μυτιλήνη και στα κεφαλοχώρια, στο Πλωμάρι, στη Γέρα, στον Πολιχνίτο… Στην παραδοσιακή μουσική η Αγιάσος προπορευόταν. Τότες τα συγκροτήματα αποτελούνταν ως επί το πλείστον από έξι όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπέτα, τρομπόνι και μπάσο. Η ορχήστρα η δικιά μας ήταν αυτή την εποχή στην ακμή της. Τότες διασκέδαζε ο κόσμος με την οργανική μουσική, γι’ αυτό διακρίνονταν οι δεξιοτέχνες των διαφόρων οργάνων. Οι γλεντζέδες φώναζαν τη μουσική στα καφενεία ή στα σπίτια και έπρεπε να είναι και οι έξι, να είναι συμπληρωμένη η ορχήστρα. Πολλές φορές μας φώναζαν να παίξουμε σε κάποιο καφενείο και δε χόρευαν, μόνο άκουγαν τα ωραία παραδοσιακά κομμάτια που παίζαμε, τα σαρκιά, όπως το «Αμάν, Αλλάχ», το «Ισπαχάν», το «Αραβικό», το «Γιασελίμ», κάτι αθάνατα σμυρνιά: το «Ταμπαχανιώτικο», η «Γαλάτα», το «Ματζόρε», το «Μινόρε». Επίσης, όταν μας γύριζαν βόλτα στα καλντερίμια της Αγιάσου, παίζαμε τα ωραία αραβικά του δρόμου. Είχαμε πελατεία τις καλύτερες παρέες της Αγιάσου, όπως οι σοφέρηδες, οι φορτηγατζήδες και άλλοι. Αυτοί μας παίρνανε και καμιά φορά στη Μυτιλήνη. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ χειμωνιάτικο μας κατέβασαν στη Μυτιλήνη και παίζαμε σε κάποιο κεντρικό καφενείο της προκυμαίας, στο οποίο μαζεύτηκε κόσμος και μας άκουγε. Και άλλη μια φορά πάλι οι ίδιοι μας πήγαν σε κάποιο σπίτι του Πατσαβέλα, στη Μυτιλήνη, και ήρθαν απέξω από το σπίτι μουσικοί και έλεγαν «οι Άννες παίζουν». Φίρμα μεγάλη τότες.

Κάποτε, προπολεμικά, μου είπε ο πατέρας μου να σηκωθώ επάνω. Ήταν μεσάνυχτα, Δεκέμβρης του 1933. «Έλα μαζί μας», μου είπε, «να παίξεις βιολί. Θα πάμε σ’ ένα σπίτι, σε γάμο». Εγώ πανικοβλήθηκα. Είχα δυο χρόνια που άρχισα βιολί και του είπα ότι δεν ήμουν έτοιμος να παίξω με ορχήστρα. «Μη φοβάσαι», μου είπε, και έτσι πήγα, με φόβο βέβαια, αλλά μπόρεσα και έπαιξα μέχρι το πρωί. Δεν πέρασαν μερικές μέρες και με ξαναφώναξε. Αυτή τη φορά ήταν ξημέρωμα. «Πάμε να παίξουμε», μου είπε, «στο καφενείο του Λαμπέλη, στο Σταυρί». Ήταν μια παρέα από τις καλύτερες της Αγιάσου. Εκείνη η μέρα μου έμεινε στη μνήμη. Παίζαμε όλη τη μέρα και διαδόθηκε σ’ όλη την Αγιάσο πως παίζει η μουσική στο Σταυρί και πως παίζω κι εγώ βιολί. Τότες δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα ούτε ραδιόφωνα ούτε τηλεόραση και η καλή μουσική ήταν περιζήτητη. Αμέσως ο κόσμος με αγκάλιασε. Ήμουν τότε 18 χρονών παιδί. Από κείνη τη μέρα πια έμεινα μόνιμος στην ορχήστρα του πατέρα μου όλο το χειμώνα του 1933, μέχρι που ήρθε η άνοιξη και στείλαμε τον αδερφό μου Σταύρο στη Μυτιλήνη, σε κάποιον καλλιτέχνη, τον καλύτερο, που λεγόταν μπαρμπα-Μιλτιάδης, για να μάθει κλαρίνο. Το καλοκαίρι του 1934 συμπληρώθηκε η ορχήστρα μας.

Με την πάροδο του χρόνου η ορχήστρα μας έγινε διάσημη σ’ όλο το νησί. Μας καλούσαν σε διάφορα χωριά, σε γάμους, σε χοροεσπερίδες, σε πανηγύρια. Αυτό ήταν το ξεκίνημά μας στο επάγγελμα του μουσικού. Εγώ όμως δε σταμάτησα να μελετώ σ’ όλη τη ζωή μου. Προσπαθούσα να γίνω καλύτερος στο δύσκολο αυτό όργανο και νομίζω ότι κάτι κατόρθωσα.

Το 1900 το νησί μας ήταν τουρκοκρατούμενο. Ο πατέρας μου ήταν μόλις 15 χρονών και σ’ αυτή την ηλικία έπαιζε τρομπέτα με την κομπανία του πατέρα του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ’). Ύστερα από πολλά χρόνια, μας διηγείτο πολλά γεγονότα της εποχής εκείνης, όταν ήταν παιδί 15 χρονών. Και θυμάμαι που μας είπε ότι τότες πήγαν να παίξουν σ’ ένα «σουνέτ’», σε κάποιο χωριό και την ώρα που έπαιζαν και διασκέδαζαν, ένας Τούρκος έβαλε ένα φέσι στο κεφάλι του. Επειδή ήταν μικρός, τον έκανε γούστο. Αυτός αμέσως άρπαξε το φέσι και το χτύπησε κάτω. Οι Τούρκοι το θεώρησαν προσβολή και σηκώθηκαν όρθιοι. Ως και οι γέροι Τούρκοι σηκώθηκαν, αλλά το Μαργιουλέλ’, άρπαξε ένα φέσι και το έβαλε στο κεφάλι του. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι μουσικοί. «Να βάλουμε φέσι, να βάλουμε», είπε και έτσι οι Τούρκοι ηρέμησαν. Τέτοια ιστορικά ανέκδοτα μας έλεγε πολλές φορές.

Θυμάμαι επίσης που μας είπε και κάτι άλλο. Παίζανε, μας είπε, σε μια πανήγυρη στη Γέρα και λίγο παραπέρα, σε άλλο καφενείο, έπαιζε η ντόπια μουσική, οι Κουτλήδες, που ήταν καλοί οργανοπαίχτες. Ήρθε κάποιος και τους είπε ότι την ερχόμενη Κυριακή θα γίνει ένας πολύ πλούσιος γάμος και σε λίγο οι συγγενείς θα βγουν να κάνουν βόλτα, ν’ ακούσουν τις μουσικές και να διαλέξουν για το γάμο. Πράγματι, σε λίγο ήρθαν οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης και πήγαν ν’ ακούσουν τη μουσική των Κουτλήδων. Αυτοί ήταν ενημερωμένοι και έπαιξαν ένα μαρς πολύ ωραία. Ύστερα ήρθαν σε μας. «Γιε μ’», είπε το Μαργιουλέλ’, «παίξε αυτό το ωραίο καραβλάχικο σόλο με την τρομπέτα, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να πετύχουμε». Αμέσως αυτός άρχισε το σόλο με την τρομπέτα και τους καθήλωσε. Σε λίγο μπήκαν μέσα και τους έκλεισαν για το γάμο. Μ’ ένα σόλο που έπαιξε πήρανε το γάμο. Και άλλα πολλά μας έλεγε. Σε ηλικία 20 χρονών, το 1905, έφυγε στην Αμερική και εκεί έμεινε 8 χρόνια και επέστρεψε το 1913, οπότε και παντρεύτηκε.

Το 1992, με παρότρυνε ο Στρατής Χατζηφώτης, υπάλληλος του Ο.Τ.Ε. Αγιάσου, ν’ αρχίσω να διδάσκω ενόργανη μουσική σε κορίτσια και αγόρια, στο Αναγνωστήριο. Εγώ στην αρχή δίστασα, μετά όμως δέχτηκα, Ήταν σύμφωνος και ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Μέσα σε μια εβδομάδα γράφτηκαν γύρω στους 25 μαθητές, κορίτσια και αγόρια. Τα μαθήματα άρχισαν. Μου έφερε ο Στρατής Χατζηφώτης και πέντε έξι μικρά κιθαρόνια. Η αρχή για μένα ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε να διδάξω τέσσερα όργανα: βιολί, κιθάρα, μπουζούκι και μαντολίνο. Και η ειδικότητά μου ήταν στο βιολί και στο μαντολίνο. Πήρα όμως μεθόδους μουσικής των παραπάνω οργάνων και κατόρθωσα να διδάξω και τα τέσσερα όργανα με μεγάλη επιτυχία. Οι μαθητές κάθε βράδυ έρχονταν και μέρα με τη μέρα προόδευαν. Η αμοιβή μου ήταν τριακόσιες δραχμές το μάθημα από τον κάθε μαθητή και ένα μηνιαίο δώρο των 15.000 δραχμών από το Αναγνωστήριο. Η διδασκαλία της μουσικής βάσταξε με πολλούς μαθητές γύρω στα τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό κάναμε εφτά εμφανίσεις στη σκηνή του Θεάτρου του Αναγνωστηρίου με μεγάλη επιτυχία, με ελεύθερη είσοδο. Ο κόσμος της Αγιάσου έτριβε τα μάτια του. Πάνω στη σκηνή δεκατρία κορίτσια και αγόρια, με τα όργανα στο χέρι, όταν άρχισαν να παίζουν, τα χειροκροτήματα ήταν ατέλειωτα. Πέρασα ευτυχισμένες στιγμές εκείνη την εποχή για το μεγάλο κατόρθωμα που πέτυχα. Στις συναυλίες αυτές έλαβε μέρος και η Παιδική Χορωδία του Πάνου Πράτσου με τραγούδια σμυρνέικα. Αυτή τη στιγμή που γράφω, οι μαθητές έμειναν πέντε έξι, γιατί μεγάλωσαν και πήγαν στο Γυμνάσιο και Λύκειο και έχουν μεγάλο φόρτο εργασίας.

Αγιάσος, 21-3-1996

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 93/1996

Η ΑΓΙΑΣΟΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΟΛΛΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ (8)

taxydromos_19310822_i-agiasos-eksetazomeni-(8)-ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗ,ΑΓΙΑΣΟΣ,ΑΓΙΑΣΣΟΣ,ΒΙΝΙΚΙΟΥ,ΕΛΑΙΟΠΑΝΑ,ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ,ΗΛΙΟΓΡΑΜΕΝΟΣ,ΚΑΠΑΤΟΣ,ΚΟΥΡΤΖΗΣ,ΠΑΠΑΠΟΡΦΥΡΙΟΥ,ΠΑΡΡΗΣ,ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ,ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ,ΤΑΜΠΑΚΗΣ,ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ,ΤΥΠΟΣ,ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ,ΧΑΤΖΗΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ,ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ,ΨΥΡΚΟΥΔΗΣ

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 22-08-1931