Η ΠΡΩΤΗ ΛΑΪΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΕΓΧΟΡΔΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Όπως ξέρουμε, από όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί στην Αγιάσο, εκτός από το βιολί και το σαντούρι άλλα έγχορδα όργανα, και ειδικά το μπουζούκι, δεν είχαν θέση μέσα στις παλιές ορχήστρες, που στο σύνολο τους αποτελούνταν από πνευστά, κορνέτα, τρομπόνι, εμφώνιο, κλαρίνο, τούμπα, πλαισιωμένα με το βιολί και το σαντούρι. Ήταν αρκετοί οι μουσικοί οργανοπαίχτες πνευστών, με πρώτο και καλύτερο το Στρατή Ρόδανο (Άννα).

Η πρώτη ορχήστρα με έγχορδα συγκροτήθηκε στην Αγιάσο το 1934 με 1935. Τα μέλη της ήταν αρχικά τρία. Ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας έπαιζε κιθάρα και ήταν παράλληλα ο στιχουργός της ορχήστρας. Είναι γνωστός από τους θαυμάσιους σατιρικούς στίχους, με τους οποίους χρόνια πολλά τροφοδοτούσε το αγιασώτικο καρναβάλι. Ακόμα και όταν έγινε μόνιμος κάτοικος Αθηνών δεν έπαψε να γράφει, αυτό άλλωστε πέρασε και στην ιστορία του, ως ο πιο καλός σατιρικός στιχουργός, βραβευμένος από την επιτροπή του Βάλειου Διαγωνισμού. Ας μη λησμονούμε όμως ότι ο Βαγιάνας ασκούσε και το επάγγελμα του κουρέα. Το αναφέρω αυτό, γιατί θα χρειαστεί αργότερα για τη δικαιολόγηση ορισμένων σχέσεων ανθρώπων, για τη μετέπειτα πορεία της ορχήστρας αυτής. Δε σας κρύβω ότι πολλοί προθυμοποιήθηκαν να μου δώσουν άγνωστα στοιχεία, ειδικά για το Λευτέρη Καλέλη, που είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα και κάπως τραγικά… Ο Λευτέρης Καλέλης, ένας φτασμένος καλλιτέχνης, που ασφαλώς, αν ζούσε σήμερα, θα ήταν – χωρίς υπερβολή – μια από τις μεγαλύτερες φίρμες στο χώρο του μπουζουκιού. Έπαιζε μπουζούκι, έγραφε και μελοποιούσε τραγούδια, που συγκεντρώνω και πιστεύω σύντομα να τα έχω όλα στη διάθεσή μου…

 κιθαρίστας Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και οι μπουζουκτσήδες Λευτέρης Καλέλης (επάνω) και Στρατής Σεντουκάς, στη «Φαμάκα»... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)
κιθαρίστας Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και οι μπουζουκτσήδες Λευτέρης Καλέλης (επάνω) και
Στρατής Σεντουκάς, στη «Φαμάκα»…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)

Τρίτος στην παρέα ήταν ο Στρατής Σεντουκάς ή Κλουστρή. Έπαιζε μπουζούκι, ήταν δεξιοτέχνης στους αυτοσχεδιασμούς και ο τραγουδιστής της ορχήστρας. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Τελάλης, αλλά με την πάροδο του χρόνου έγινε Σεντουκάς από το επάγγελμα που ασκούσε ο παππούς του, που έφτιαχνε σεντούκια. Το παρατσούκλι Κλουστρή το κληρονόμησε πάλι από τον παππού του, ο οποίος είχε μεγάλο μουστάκι, που το έκλωθε κάπως παράξενα και επίμονα, με αποτέλεσμα να τον βαφτίσουν Κλουστρή. Σ’ αυτά οι Αγιασώτες δε χρειάζονται ιδιαίτερη προσπάθεια, για να σε βαφτίσουν…

Αργότερα στο τρίο προστέθηκε και τέταρτος, ο Στρατής Παπαγεωργίου, στην αρχή με κιθάρα και μετέπειτα με βιολί. Η ζωή της ορχήστρας αυτής κράτησε με αυτή τη σύνθεση μέχρι το Φεβρουάριο του 1941. Μέσα στην Κατοχή εξακολούθησε να εργάζεται ακόμα, επήλθαν όμως πολλές αλλαγές. Άλλα μέλη έφυγαν, άλλα προστέθηκαν, θα τα πούμε όμως μια άλλη φορά. Ο Στρατής Σεντουκάς έφυγε το Φεβρουάριο του 1941 για τη Μέση Ανατολή και κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο. Θα προσπαθήσω να τον σκιαγραφήσω, στηριζόμενος στις πληροφορίες που μου έδωσε και ο ίδιος.

Ο Στρατής Σεντουκάς γεννήθηκε το 1921. Το πατρικό του σπίτι ήταν στο Σταυρί, λίγο πιο πάνω από το εκκλησάκι του Ταξιάρχη (Αστράτιου). Κάτω από το σπίτι ήταν καφενείο, το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα – είναι το καφενείο της χήρας Λαλαδέλη – με τη μεγάλη του μουριά, η οποία χαρίζει άφθονο ίσκιο και δροσιά στους θαμώνες του.

Προπολεμική αναμνηστική φωτογραφία. Διακρίνονται από αριστερά ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας, ένα κοριτσάκι (;), ο Στρατής Σεντουκάς και ο Λευτέρης Καλέλης. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Προπολεμική αναμνηστική φωτογραφία. Διακρίνονται από αριστερά ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας, ένα κοριτσάκι (;), ο Στρατής Σεντουκάς και ο Λευτέρης Καλέλης.
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Το Σταυρί, όπως είναι γνωστό, πήρε το όνομά του από τα σημεία της κατάληξης των δρόμων, που σχηματίζουν σταυρό. Ο ένας είναι αυτός που ανεβαίνει από την αγορά, περνά κάτω από τη γέφυρα, πάει προς το εργαστήριο αγγειοπλαστικής του Νίκου Κουρτζή και στο γκρεμισμένο ελαιοτριβείο του Σαπουναδέλη (Τουκιστή) και καταλήγει στην Καρίνη. Ο δεύτερος είναι αυτός, που από τη γέφυρα η μια του ευθεία βλέπει προς την Αγία Τριάδα και η άλλη προς τα σπίτια Σαμοθρακή, Τζανετή, παπα-Παπουτσέλη και που ενώνεται με το δρόμο του Σανατορίου. Το Σταυρί κάποτε ήταν η πάνω αγορά της Αγιάσου με αρκετά καφενεία, μπακάλικα, αρτοποιεία, καπνοπωλείο, σιδηρουργεία, ραφεία, κουρεία… Ακόμα και μανάβικο είχε, καίτοι αυτό δεν ήταν απαραίτητο, γιατί από το Σταυρί περνούσαν όλοι οι μανάβηδες, Κεραμιώτες, Ιππειώτες, Μοριανοί. Κάθε πρωί οι Σταυριώτες είχαν και έχουν ακόμα και σήμερα το προνόμιο να διαλέγουν και να παίρνουν τα καλύτερα προϊόντα σε είδη μαναβικής, τη μόστρα… Το Σταυρί είναι μια θαυμάσια τοποθεσία με αρκετά δέντρα, με το μεγάλο πλάτανο που δεσπόζει στην πολύ μικρή πλατεία του και που χαρίζει πάρα πολύ ίσκιο και δροσιά, προπαντός τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες. Έχει τη γραφικότητά του. Με τη γέφυρα, την πρασινάδα, την παλιά μαρμάρινη βρύση του γίνεται θέμα φωτογράφισης για πολλούς ξένους. Και σήμερα ακόμα υπάρχουν και λειτουργούν δυο καφενεία. Το ένα είναι του Καμτζουρέλη, δίπλα στη γέφυρα. Το άλλο είναι αυτό που αναφέραμε παραπάνω. Από τα παλιά μαγαζιά άλλα είναι κλειστά και άλλα έχουν χρησιμοποιηθεί για διάφορες δραστηριότητες, ξυλουργεία ως επί το πλείστον. Το ελαιοτριβείο του Τζανετή εξαφανίστηκε και όλοι οι χώροι του, μηχανουργείο, αποθήκες, αμπάρια άλλαξαν όψη. Το Σταυρί έχει ακόμα και σήμερα μεγάλη κίνηση. Δεν έχει όμως την παλιά του εκείνη αίγλη, τη μεγάλη κοσμοσυρροή. Ποιος από τους μεγάλους θα ξεχάσει το τι γινόταν τα πρωινά και τα βραδινά την εποχή του λιομαζώματος, που εκατοντάδες νέοι και νέες και άνθρωποι κάθε ηλικίας έφταναν εκεί περιμένοντας να συγκροτηθεί ο ταϊφάς, για να ξεκινήσουν όλοι μαζί για το κτήμα; Πανηγύρι καθημερινό… Πόσες αγάπες δεν άρχισαν από εκεί; Πόσους σεβντάδες και πόσο κουράγιο καθημερινά έδινε το Σταυρί στο επίπονο ανεβοκατέβασμα της Πατωμένης, με την ελπίδα για τους νιους και τις νιες πως κάπου θα φτάσουν και θα συναντήσουν το αγαπημένο τους πρόσωπο; Γι’ αυτό άλλωστε τραγουδήθηκε από την παρέα με το γνωστό τους τραγούδι (Στο Σταυρί πα στο γεφύρι….). Το Σταυρί, ας μην ξεχνούμε, είναι η πάνω πόρτα εισόδου στην Αγιάσο. Σήμερα το φαινόμενο αυτό σχεδόν έχει εκλείψει. Τα μουλάρια, τις φοράδες και τα γαϊδούρια τα αντικατάστησαν τ’ αυτοκίνητα και τα μηχανάκια. Στου Μπογιατζή πάμε πια με αυτοκίνητο… Και όμως, όσο και αν σας φανεί παράξενο, μια μέρα το χρόνο ξαναζωντανεύει… όχι όμως από μαζώχτρες και ραβδιστάδες, αλλά από προσκυνητές, που την παραμονή της Παναγίας ξεκινούν κατά εκατοντάδες από τα γύρω χωριά, κυρίως από τη Μυτιλήνη, για να ‘ρθουν με τα πόδια στη Μεγαλόχαρη.

Τα παλιά χρόνια ο κόσμος γλεντούσε πιο τακτικά. Υπήρχαν μέρες που έπαιζαν ταυτόχρονα και τρεις ορχήστρες σε διάφορα στέκια. Πολλές φορές μέσα στην πατινάδα που φέρνανε βόλτα τους μαχαλάδες τα παλικάρια, για να κάνουν καντάδα στις αγαπημένες τους, τύχαινε να συναντηθούν στον ίδιο μαχαλά οι παρέες και τότε τα πράγματα μπέρδευαν, είχαμε παρατράγουδα, ποιος θα πάρει την πρωτιά, ποιανού λόγος θα περάσει. Πολλές φορές κατέληγαν σε καβγά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι πρώτοι που το έβαζαν στα πόδια ήταν οι οργανοπαίχτες. Έβαζαν το πολύτιμο όργανο κάτω από τη μασχάλη, για να το προστατέψουν, και μην τους είδατε… Πολλές φορές επικρατούσε η λογική. Τότε και οι δυο ορχήστρες μαζί έπαιζαν τις επιλογές των ενδιαφερομένων στα κορίτσια τους. Μετά χώριζαν, για να συνεχίσουν ο καθένας χωριστά το γλέντι του.

Έκανα όλο αυτό τον πρόλογο, θέλοντας να τονίσω ότι τα μουσικά ακούσματα του Στρατή αρχίζουν μέσα από την κούνια, μια που σχεδόν καθημερινά στο καφενείο τους έπαιζε μουσική. Από παιδί άρχισε να μαθαίνει σε χρόνο ρεκόρ και να τραγουδά τα νέα τραγούδια (δίσκους), που αυτή την εποχή μετριόντουσαν στα δάχτυλα, δεν υπήρχε υπερπαραγωγή, όπως σήμερα. Μέσα στο καφενείο που ήταν, όπως είπαμε, κάτω από το σπίτι τους, κρεμόταν στον τοίχο μια κιθάρα. Ήταν σύνηθες φαινόμενο τότε στα καφενεία και στα κουρεία να υπάρχουν έγχορδα μουσικά όργανα, άλλωστε πολλοί είναι οι κουρείς και οι καφετζήδες που έπαιζαν κιθάρα ή μαντολίνο. Αυτή λοιπόν την κιθάρα έπιασε ο Στρατής, μ’ αυτή πρωτόπαιξε τις πρώτες νότες. Παρέλειψα να σας πω ότι έπαιζε ραμόνα (φυσαρμόνικα). Από πολύ μικρός ακόμα είχε ένα παγιαυλί (φλογέρα) από καλάμι, που του το ‘χε φτιάξει κάποιος γέρος, που ερχόταν το Δεκαπενταύγουστο και καθόταν στο κελί κάτω από τη σκάλα στην εκκλησία της Παναγίας που ανεβαίνει στο γυναικωνίτη. Τον θυμάμαι και εγώ αυτόν το γέρο. Νομίζω ότι έμενε και μετά το πανηγύρι στην Αγιάσο. Νικόλα νομίζω τον έλεγαν. Έφτιαχνε παγιαυλιά και τα πουλούσε στα παιδιά. Θυμάμαι που δεν είχε λεφτά να τ’ αγοράσει ο Πάνος μας και προσπαθούσε να το φτιάξει από μόνος του. Ο Πάνος Κουτσκουδής ήταν και αυτός ένα εξαίρετο μουσικό ταλέντο. Δεν υπήρχε όργανο που να μην το έπαιζε, φυσαρμόνικα, φλογέρα, οκαρίνα, χαβάγια, κιθάρα, μαντολίνο, πιάνο. Το βιολί που το αγαπούσε πάρα πολύ το απόφευγε λόγω μιας αγκύλωσης από τραυματισμό στο μικρό του δάχτυλο, που τον εμπόδιζε να παίζει. Στο ακορντεόν ήταν σπεσιαλίστας. Ποιος από τους μεγάλους δε θυμάται τον Πάνο με το ακορντεόν. Σκεφτείτε, έπαιρνε ένα χόρτο ή μια κλωστή, τη δάγκωνε, με το ένα χέρι την τέντωνε και την έκανε χορδή, ανάλογα με το τέντωμα και τα τσιμπήματα με το νύχι του άλλου του χεριού έβγαζε τις νότες που ήθελε και έπαιζε διάφορους σκοπούς. Ήταν συνομήλικοι, μέλη της Χορωδίας του Αναγνωστηρίου. Και οι δυο μαζί με τον Πάνο Παγωτέλη και το Βασίλη Βασιλάκη (Αριστίγια) παίζανε στις φιλολογικές βραδιές. Ρώτησα το Στρατή αν ζητούσαν τότε από τους πατεράδες τους να πάνε να σπουδάσουν μουσική. Μόνο σφαλιάρες θα εισπράτταμε, μου απάντησε… Τα ταλέντα γενικά, μου είπε, αδικούνται, να μην πω χάνονται εδώ στην επαρχία, και έφερε παράδειγμα το Χαρίλαο Ρόδανο, το Στρατή Ψύρρα και το Γιάννη Σουσαμλή ή Κακούργο… Φυσικά ο καθένας δικαιούται χωριστά το δικό του κεφάλαιο. Ελπίζω στο μέλλον να μπορέσω να ασχοληθώ με τον καθένα χωριστά.

Επανέρχομαι στο Στρατή. Μετά από την κιθάρα έπιασε για πρώτη φορά το μπουζούκι του Λευτέρη Καλέλη, που κι αυτός σύχναζε στο καφενείο του Στρατή, που είχε νοικιασμένο ο Γρηγόρης Λαλαδέλης (Καμτζουρέλ ). Επειδή κάθε τόσο η μουσική έπαιζε, ο Λευτέρης, για να μην τρέχει κάθε τόσο στο σπίτι να πάρει ή να θέσει το μπουζούκι του, το κρέμαγε και αυτός μέσα στο καφενείο. Ακόμα, αν θέλετε, ήταν και σαν δόλωμα, πρόκληση, για τους πελάτες, που όπως το έβλεπαν κρεμασμένο ήταν πολύ πιο εύκολα να πουν στο Λευτέρη παίξε μας ένα σκοπό, παρά να τον στείλουν στο σπίτι να πάει να το φέρει. Το ταλέντο και η θέληση νομίζω δε χρειάζονται πολύ χρόνο για να αξιοποιηθούν! Έτσι έγινε και με το Στρατή… Πήρε γρήγορα δικό του μπουζούκι και το ‘ριξε στη μελέτη. Όταν μια μέρα τον άκουσε ο Λευτέρης να παίζει έμεινε έκπληκτος από τον τρόπο και την ευχέρεια που διέθετε στο παίξιμο και του ζήτησε να συνεργαστούν. Ο Λευτέρης Καλέλης, όπως προανάφερα, ήταν ένας φτασμένος ταλαντούχος μουσικός. Μουσική δε διάβαζε, όμως ήταν δεξιοτέχνης στους αυτοσχεδιασμούς. Ήταν οικογένεια τα Καλέλια, πρέπει να ‘ναι ξαδέλφια με το γνωστό Παναγιώτη Καλέλη, που ακόμα με το παίξιμο του και τα τραγούδια του συγκινεί, είναι δε σολίστ σ’ ένα από τα σωματεία της Μυτιλήνης που καταβάλλουν προσπάθειες για τη διατήρηση και τη διάδοση της παραδοσιακής μουσικής. Ο Λευτέρης έφυγε πρόωρα από τη ζωή και μαζί και το ταλέντο του… Κρίμα που τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα, να είχαμε τουλάχιστον ακουστική επαφή με το παίξιμο του, με το ταλέντο του… Ο Λευτέρης τότε ήταν επαγγελματίας, έπαιζε πότε μόνος του, πότε με το Ραφαήλ Σουσαμλή, που τον συνόδευε με το σαντούρι. Δούλευε ως ελεύθερος μουσικός και πρέπει να συνεργαζόταν και με το Βασίλη Βαγιάνα. Παρ’ όλες τις αναζητήσεις μου δεν κατάφερα να πληροφορηθώ πότε άρχισε η συνεργασία και πως. Ο Βασίλης δε φημιζόταν για το καλό του παίξιμο, είχε όμως το κάτι άλλο, ήταν φοβερός στον αυτοσχεδιασμό, στο στίχο. Στη στιγμή μπορούσε να γράψει και να προσαρμόσει, ανάλογα με την περίπτωση και τις απαιτήσεις του γλεντιού, έξυπνες ρίμες, που τις έλεγαν υπό τύπον μπάλου ή αμανέ, και το χρήμα έπεφτε άφθονο, γιατί συγκινούσαν, βλέπετε. Η μουσική από μόνη της συγκινεί, ο στίχος όμως μαζί της δίνει άλλη διάσταση στη συγκίνηση, αγγίζει πολύ βαθιά την ψυχή. Με το Βαγιάνα εγώ δε θα ασχοληθώ, υπάρχουν άλλοι που είναι πολύ πληροφορημένοι για το έργο του, ειδικά το σατιρικό, που προσέφερε στο αγιασώτικο καρναβάλι… Τα χρόνια πολλά… οι θύμησες μπερδεμένες… Όπως μου εξομολογήθηκε ο Στρατής, παρ’ όλη την επιμονή μου, δε θυμόταν να μου πει τίποτα απ’ όλα αυτά. Χάνουμε λάδια πια, Προκόπη μου, είπε, το μόνο που μου τόνισε είναι ότι η τόση τους επιτυχία οφειλόταν στις μεταξύ τους καλές σχέσεις και στο ότι και αυτοί μαζί με τις παρέες διασκέδαζαν, με λίγα λόγια πρώτα ικανοποιούσαν το δικό τους κέφι, παίζοντας και τραγουδώντας, και μετά της παρέας. Μου είπε όμως άλλα σημαντικά, που νομίζω θα είναι άγνωστα σε πολλούς. Όταν τον ρώτησα για το αν ήταν αλήθεια ότι ήταν έτοιμοι να πάνε στην Αθήνα να χτυπήσουν δίσκο, συγκεκριμένα (Στο Σταυρί πα στο γεφύρι…), βγήκε το συμπέρασμα πως η ορχήστρα τους ήταν η πρώτη ορχήστρα μπουζουκιών που μπήκε στα μεγάλα σαλόνια, στα μεγάλα τζάκια της Μυτιλήνης τα τότε χρόνια, όπως του Παναγή Δουκαρέλη (εμπορία αυτοκινήτων, μοναδικός αντιπρόσωπος τότε), του Μπίνου, του Λαλέλη, του Στέλιου Κουρουμπακάλη και άλλων. Ο Παναγής Δουκαρέλης ήταν αυτός που θα αναλάμβανε τα έξοδα όλα για τη μετάβασή τους στην Αθήνα για το δίσκο. Δεν πραγματοποιήθηκε αυτό το ταξίδι. Βασική αιτία η ανεμελιά, που οφειλόταν πιο πολύ στην επαρχιώτικη δειλία, και ο πόλεμος που μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον Οκτώβρη του 1940.

Ο Λευτέρης Καλέλης (αριστερά), ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και ο Στρατής Σεντουκάς στα κέφια τους... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)
Ο Λευτέρης Καλέλης (αριστερά), ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και ο Στρατής Σεντουκάς στα κέφια τους…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)

Ήταν φαίνεται η πιο αξιόλογη έγχορδη ορχήστρα σε ολόκληρη τη Μυτιλήνη, περιζήτητη. Από ό,τι μου είπε, παίζανε σε αριστοκρατικά κέντρα, όπως η «Αίγλη», κέντρο που ήταν τότε απλησίαστο για το λαουτζίκο… Ας μην ξεχνούμε ότι ο τόπος μας έχει χαρακτηριστεί το πλούσιο νησί με τους φτωχούς κατοίκους… Τα τότε χρόνια η αντίθεση ήταν ακόμα μεγαλύτερη και πιο εμφανής από σήμερα. Αιτία ήταν οι πολύ νωπές πληγές από τη μικρασιατική καταστροφή. Το νησί μας δέχτηκε αρχικά το μεγάλο όγκο των προσφύγων, που πολλοί ρίζωσαν και φτιάχτηκαν εδώ, άλλοι έμειναν προσωρινά και μετά έφυγαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πολλές φορές θα σας έτυχε σε συζήτηση επάνω ν’ ακούσετε… Έκανα ή πέρασα από τη Μυτιλήνη…

Ο Στρατής μου είπε ακόμα ότι τότε που έπαιζαν στην «Αίγλη», στο συνοικισμό της Απάνω Σκάλας, στο κέντρο του Κουτσομύτη, είχε έρθει για λίγες μέρες ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μεταξύ των τότε μουσικών έγινε λόγος για ένα καλό μπουζούκι που παίζει στου Κουτσομύτη. Πήγε, τον άκουσε και εντυπωσιάστηκε τόσο, που περίμενε και όταν πέρασε η ώρα πήρε το θάρρος και του ζήτησε να τον ακούσει, είχε καταλάβει πως αυτός ο μπουζουκτσής ήταν το κάτι άλλο και πως μια μέρα θα γινόταν μεγάλος δάσκαλος… Μπορεί τότε ο Τσιτσάνης να ήταν ένα καλό φημισμένο μπουζούκι, δεν μπορεί όμως κανείς να πει πως ήταν τόσο αναγνωρισμένος όσο μεταπολεμικά και τώρα μετά το θάνατο του… Του ζήτησε τη γνώμη του. Ο άλλος δέχτηκε να τον ακούσει. Αν ήταν μερικά χρόνια μετέπειτα, ίσως να μην μπορούσε να τον πλησιάσει. Τον έβαλε και έπαιξε λίγα κομμάτια. Τι να σου δείξω του λέει, ένα έχω να σου πω, όταν παίζεις, μην περιορίζεσαι μόνο στις νότες του δίσκου, βάζε μέσα και δικά σου, έχεις από ό,τι βλέπω τις δυνατότητες, είσαι πολύ καλός. Αν κατεβείς καμιά φορά στην Αθήνα, έλα να με βρεις.

Παρέλειψα να σας πω, όπως μου είπε ο ίδιος, ότι ο Στρατής Ρόδανος (Άννα), ο πατέρας του Χαρίλαου, είχε αναγνωρίσει το ταλέντο του, τη δυνατότητα να τυπώνει σωστά τον κάθε δίσκο που άκουγε. Είχε γερό αυτί, όπως λένε στη μουσική γλώσσα. Για την ικανότητά του αυτή τον έστελνε στο Καμπούδι, στο μοναδικό τότε καφενείο που υπήρχε, του Στρατή Γαββέ, που το είχε νοικιασμένο και το δούλευε ο Σπύρος Τινέλης (Μανιά), ο οποίος ήταν από τους πρώτους που έφεραν ραδιοπικάπ στην Αγιάσο. Μερακλής όπως ήταν, όποιος δίσκος κυκλοφορούσε έπρεπε να ακουστεί στο μαγαζί του Σπύρου… Μετά την ακρόαση ο Στρατής πήγαινε στο Σταυρί – κάτω από τη γέφυρα υπήρχε η παράγκα – καπνοπωλείο του Παναγιώτη Ευαγγελινέλη και αμέσως από κάτω ήταν το καφενείο του Προκόπη Χτενά. Εκεί μέσα τον περίμενε ο Στρατής Ρόδανος έτοιμος με μολύβι και κόλλα πενταγράμμου. Τον έβαζε να ψιθυρίζει σιγά σιγά το σκοπό και, όπως ήταν γνώστης της μουσικής, τους ήχους τους έγραφε σε νότες. Από εκεί, ύστερα από πρόβες ήταν έτοιμο το τραγούδι να παιχτεί από όλη την ορχήστρα. Ο Ρόδανος παρότρυνε το Στρατή να συνεχίσει τη μουσική, ήταν δε πρόθυμος να τον διδάξει. Αυτός όμως του απαντούσε αργότερα, από επιπολαιότητα. Τώρα μεγάλος, κι αν δεν του χρειάστηκε η μουσική για επάγγελμα, ωστόσο αναγνωρίζει το ασυγχώρητο λάθος του και συνιστά σ’ όποιον κάποτε δίνεται η ευκαιρία να μάθει κάτι να μην το αψηφά και να μην το αφήνει, με τη δικαιολογία του… αργότερα…

Η συνεργασία του Σεντουκά, Βαγιάνα, Καλέλη και Παπαγεωργίου κράτησε μέχρι που κηρύχτηκε ο πόλεμος και τα ισοπέδωσε όλα… Ο Στρατής Σεντουκάς έφυγε στη Μέση Ανατολή το Φεβρουάριο του 1941. Κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο και έλαβε μέρος σ’ όλες τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού, δεν κλείστηκε σε στρατόπεδο (σύρματα), όπως συνηθίζεται να λένε. Πού καιρός λοιπόν για μπουζούκια και τέτοια… Φυσικά μέσα στη δίνη του πολέμου, αν καμιά φορά βρισκόταν κάτι σχετικό, έριχνε λίγες πενιές, διασκεδάζοντας ο ίδιος μαζί και οι συνάδελφοι του. Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, ο Ιερός Λόχος ήταν από τις πρώτες ελληνικές μονάδες στρατού που ήρθαν στην Ελλάδα. Όταν απολύθηκε από το στρατό, έμεινε στην Αθήνα, έψαχνε για δουλειά… Παλιά μου τέχνη κόσκινο, λέει και η παροιμία. Λεφτά είχε. Βρήκε ένα καλό μπουζούκι, το αγόρασε, κατηφόρισε προς τις Τζιτζιφιές, πήγε και βρήκε τον Τσιτσάνη… Φίρμα πια αυτός, δε θυμόταν το μικρό αμούστακο παιδαρέλι από τη Μυτιλήνη. Ωστόσο τον κράτησε. Πάντοτε όμως οι φίρμες εκμεταλλεύονται τους μικρούς… Τα λεφτά λίγα, αναγκάστηκε να φύγει. Στο μεταξύ σχετίστηκε με το Βαμβακάρη και πιο πολύ με τον αδελφό του Αργύρη. Έπαιξε μαζί τους, λίγο ακόμα να γίνει επαγγελματίας. Το μπουζούκι και γενικά αυτούς που ασχολούνταν με τα νυχτερινά κέντρα την εποχή εκείνη, συνήθως ο λαός τους συνέδεε με τους ανθρώπους του υπόκοσμου. Γενικά είχαν μειωμένη υπόληψη, χασικλήδες, πρεζάκηδες τους αποκαλούσαν και πολλά τραγούδια που λέγονταν τότε είχαν τέτοιου είδους θέματα. Αυτή η ρετσινιά τον βασάνιζε από πολύ παλιά, μάλιστα σε μια κόντρα με τον πατέρα του, σχετικά με το θέμα, του έκανε δριμείες παρατηρήσεις, λέγοντάς του: μαστούρας θέλεις να καταντήσεις. Είχε ήδη μια προσωπική εμπειρία… Κάποτε κάποιος, άγνωστος τότε καλλιτέχνης, σήμερα γνωστός στο πανελλήνιο, με δίσκους, με προβολή στην TV, με συναυλίες, προσωπικό στυλ του αποδίδουν σήμερα, μη έχοντας δουλειά ζήτησε να τον πάρουν να παίξει μαζί τους. Ας βγάλει και αυτός ένα ψωμί… ήρθε που ήρθε από τη Μυτιλήνη, ας βγάλει τα έξοδά του, είπε ο Λευτέρης. Τον δέχτηκαν. Αυτή τη μέρα παίζανε στη «Φαμάκα». Είναι και σήμερα ακόμα το εξοχικό κέντρο του Σταυριού. Πήρε το όνομα «Φαμάκα» από το όνομα κάποιου καραβιού, γιατί πράγματι είναι στενόμακρο και καταλήγει στην άκρη σαν πλώρη καραβιού, μόνο τα ξάρτια του λείπουν… που όμως τα αναπληρώνουν τα πανύψηλα πεύκα, που δεσπόζουν στην πλώρη του… και σκορπίζουν άφθονο ίσκιο και δροσιά. Τη μέρα, μα ιδίως τα βράδια, είναι πανόραμα… Μέσα από το άνοιγμα που αφήνουν ο λόφος του Μαυριώτη από τ’ αριστερά, και του Σπανού το ράχτο από δεξιά, προσφέρει μια θαυμάσια θέα, φαίνεται πολύ μέρος από το καταπράσινο τμήμα του νησιού με αρκετά χωριά που φεγγοβολούν τις νύχτες σαν πυγολαμπίδες. Όπως έπαιζαν λοιπόν στη «Φαμάκα» – η ώρα είχε προχωρήσει – σε μια στιγμή ο τύπος του πρότεινε τσιγαρλίκι. Αδελφέ μου, του λέει, ρούφα μια πρέζα… Στην αρχή δεν το ‘πιασε, όταν όμως του το ξανάπε, κακώς το δέχτηκε ο Στρατής… Ήταν η μόνη φορά που ήρθαμε σε σύγκρουση με το Λευτέρη, γιατί αυτός ήταν που έκανε την πρόταση. Του λέω, ή εγώ ή αυτός, και έφυγα από το πάρκο. Η ώρα, όπως σας είπα, ήταν προχωρημένη. Αποτέλεσμα να διακόψουν και έτσι δεν είχε έκταση το επεισόδιο. Φυσικά ουδέποτε τον πήραν μαζί τους. Όσο γι’ αυτόν τον καλλιτέχνη, από πληροφορίες και άλλων μουσικών, προκύπτει ότι ανέβαινε τακτικά στην Αγιάσο. Δεν ψυχραθήκαμε ποτέ άλλοτε, θα μου πει, αυτό άλλωστε ήταν το μεγάλο μας πλεονέκτημα. Ενεργούσαμε πάντοτε με γνώμονα τη λογική, ο εγωισμός δεν κατάφερε να μας παρασύρει. Αυτό μου το τόνισε επίμονα και επέμενε στην άποψή του ότι η επιτυχία οφειλόταν στην καλή συνεργασία τους. Αυτή η εμπειρία και η παρατήρηση του πατέρα του ήταν χαραγμένη βαθιά μέσα στη μνήμη του… Αυτός ήταν ο λόγος, καίτοι του δόθηκε η ευκαιρία, να αποστραφεί το δρόμο της νύχτας. Έγινε ταξιτζής. Με το ιδιόκτητο του ταξί μεγάλωσε τα τρία παιδιά του, δυο αγόρια και ένα κορίτσι, που είναι εκπαιδευτικοί. Το μεράκι του να χτυπήσει δίσκο το πραγματοποίησε. Κάποιος Καλλιθιώτης μουσικός, ο Δημήτρης Ευσταθίου, τον άκουσε να παίζει και να τραγουδά. Μαζί μ’ αυτόν χτύπησαν ένα δίσκο με τίτλο «Καλλιθέα».

Στο καφενείο του Στρατή Τάλιου στο Σταυρί, την επόμενη των Φώτων, πριν από αρκετά χρόνια. Διακρίνονται από αριστερά οι μουσικοί Σταύρος Ρόδανος, Στρατής Παπάνης, και Χαρίλαος Ρόδανος, καθώς και οι «χορευτές» Γιάννης Καλφαγιάννης, Γιάννης Γιαταγανέλης, (;) και Ευάγγελος Κοντής (Μπουνατσέλης)
Στο καφενείο του Στρατή Τάλιου στο Σταυρί, την επόμενη των Φώτων, πριν από αρκετά χρόνια. Διακρίνονται από αριστερά οι μουσικοί Σταύρος Ρόδανος, Στρατής Παπάνης, και Χαρίλαος Ρόδανος, καθώς και οι «χορευτές» Γιάννης Καλφαγιάννης, Γιάννης Γιαταγανέλης, (;) και Ευάγγελος Κοντής (Μπουνατσέλης)

Τον ρώτησα αν υπάρχει διαδοχή. Υπάρχει μου απαντά και σε πολύ βελτιωμένη μορφή. Ο μικρός του γιος κατάφερε να ξεπεράσει τον πατέρα του… Νομίζω πως κάθε πατέρας θα πρέπει να νιώθει περήφανος, όταν το παιδί του τον ξεπερνά. Καίτοι σπούδασε μαθηματικός, προτίμησε το ελεύθερο επάγγελμα (είδη υγιεινής), κληρονόμησε όμως το ταλέντο του πατέρα του. Έμαθε να γράφει και να διαβάζει μουσική. Είναι δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, συνεργάζεται τακτικά με τον Πολυκαντριώτη και με το Νικολόπουλο, λαβαίνει μέρος σε συναυλίες, πήγε τουρνέ για τρεις μήνες στην Αμερική, στο Σικάγο, δούλεψε στη Λυρική Σκηνή με έργα Χατζηδάκη, Ξαρχάκου και άλλων Ελλήνων συνθετών. Όλα αυτά όμως χωρίς αποκλειστική επαγγελματικότητα μουσικού.

Πετυχημένος οικογενειάρχης ο Στρατής, συνταξιούχος τώρα πια, χαιρόταν τη ζωή… Και ενώ όλα πήγαιναν καλά και ωραία, ξαφνικά και αναπάντεχα έχασε τη γυναίκα του… Ας του ευχηθούμε να βρει παρηγοριά στα παιδιά του και τα εγγόνια του. Το Στρατή την Κλουστρή τον θυμούνται και τον αγαπούν όλοι οι κάποιας ηλικίας Αγιασώτες, γιατί στο πρόσωπο του ξυπνούν παλιές όμορφες αναμνήσεις, τότε που ο κόσμος ήταν αγνός, πιο μπεσαλής, τότε που διασκέδαζε αυθόρμητα και που η Κλουστρή τραγουδούσε με λόγια και μουσική τον καημό του. Γι’ αυτό πολλές φορές τον σταματάνε πολλοί στο δρόμο και τους ακούς να λένε συγκινημένοι… Ε ρε Στρατιέλ’… πού ‘νι, ρε, έφτα τα χρόνια τα παλιά, θμάσι;… Και αν κανείς από τους νέους ρωτήσει ποιος είναι αυτός, να του λεν… η Κλουστρή, ένας καλός τραγουδιστής, ένα καλό μπουζούκι, που εργάστηκε με το Λευτέρη Καλέλη και το Βαγιάνα, με ανθρώπους που τα ονόματά τους πέρασαν στην παράδοση της Αγιάσου…

Η ζωή της ορχήστρας αυτής δε σταμάτησε όταν έφυγε ο Στρατής, αλλά συνεχίστηκε και μέσα στην Κατοχή και μεταπολεμικά, πλαισιωμένη και με άλλα πρόσωπα. Ένας επιζών είναι ο Στρατής Παπαγεωργίου, για τον οποίο θα γράψουμε άλλη φορά.

Αγιάσος, 27.7.1991

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992

ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΛΕΤΖΕΔΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας.

Το όργαλο, δηλαδή τη λατέρνα, το πρωτοέφερε στην Αγιάσο κατά το 1916-1917 ο Σωκράτης Βάλεσης, ο Μασόνος. Δεν το κράτησε όμως πολύ και το έδωσε. Αμέσως τον διαδέχτηκε ο Αθανάσης Καμαρός, το Κουρτσιάδ’. Αυτός ήταν μερακλής, το είχε πάντα καταστολισμένο μ’ ένα σωρό φανταχτερά μπιχλιμπίδια, που κάθε τόσο τα άλλαζε. Το μεγάλο του μεράκι ήταν να περνά στο όργαλό του κάθε καινούργιο σκοπό που κυκλοφορούσε, κι ας μην είχε άλλο όργαλο να τον ανταγωνίζεται. Τους σκοπούς στα όργαλα τους περνούσε ο μουσικός Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, και τις ποντίλιες τις κάρφωνε στον κύλινδρο ο αδερφός του Ξινόφς, που ήξερε κιόλας να κουρδίζει.

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας. Απέναντι από τα κουϊτούκια κάθονταν οι κοπέλες, αραδιασμένες πάνω στα καριγλιά τους, με τα καλύτερά τους τα στολίδια, το μαργαριτάρι στο λαιμό, τις αρμαθιές τα φλουριά στο στήθος – ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση η καθεμιά – και τα βραχιόλια στα χέρια. Φτάνοντας τα παλικάρια στα κουϊτούκια, πίνανε τα ούζα τους και κάνανε και το χορό τους, αν υπήρχε μουσική, όργαλο ή νταβούλι. Φλερτάρανε, γνέφανε στις κοπέλες και πλέκανε τα ερωτικά τους ειδύλλια. Τα κουϊτούκια άνοιγαν μόνο τ’ απογεύματα της Κυριακής και κάθε μεγάλης γιορτής, που άρχιζε η πατινάδα των παλικαριών, και κλείνανε μόλις νύχτωνε. Δεν ήταν εύκολο να βάλουν λαδολύχναρα ή γκαζόλαμπες. Απ’ τον Αύγουστο του 1927, που χάρη στο χειρούργο γιατρό Στρατή Δούκαρο ηλεκτροφωτίστηκε η Αγιάσος, πήραν φως και τα κουϊτούκια.

Το Κουρτσιάδ’ πήγαινε και έπαιζε με το όργαλό του παντού, όλες τις μέρες της εβδομάδας κι όλες τις ώρες, όπου τον φώναζαν οι παρέες. Τις Κυριακάδες όμως, τ’ απογεύματα που άρχιζε η πατινάδα, δεν πήγαινε πουθενά και σε κανέναν, όσα και να του έδιναν. Ήθελε να είναι συνεπής και να βρίσκεται στο μόνιμο στέκι του, στην Μπουτζαλιά, στο κουϊτούκι του Δημητρού Ρούγκου, που μεσουρανούσε τότες.

Στο κουϊτούκι του Ρούγκου έγιναν οι πιο μεγάλες διασκεδάσεις, τα πιο μεγάλα γλέντια και ξενύχτια. Δεν υπήρχαν τότες περιορισμοί, στο άνοιγμα και στο κλείσιμο, από την αστυνομία. Είχε το πλεονέκτημα να είναι κάτω από το σπίτι του Ρούγκου και σα χήρος με δυο μικρά παιδιά βρισκόταν όλες τις ώρες εκεί. Εκτός από την περαστική πελατεία, ο Ρούγκος είχε και τη μόνιμη που δεν έλειπε, όπως δε λείπει ο Μάρτης από τη μεγάλη σαρακοστή. Είχε την παρέα του, πρώτο και καλύτερο το Κουρτσιάδ’ ,το Γεώργιο Σκλεπάρη ή Θείο, το Στρατή Νιγδέλη ή Δοντά, το Βαγγέλη Κοντή ή Μπουνατσέλ(ι), το Θεόδωρο Χτενά ή Μπουλασίκ, τον Παναγιώτη Βουνάτσο ή Κνα, το Γρηγόρη Νιγδέλη ή Φέσ’ και τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον πασίγνωστο Κακούργο. Ήταν όλοι άνθρωποι του γλεντιού, με σπιρτόζικο πνεύμα, καλαμπουρτζήδες, ετοιμόλογοι και στιχουργοί της στιγμής. Γλεντούσαν ταχτικά και κάπου κάπου βγάζανε και βδομάδα σαν τους παπάδες. Το γλέντι τους ήταν σωστή ιεροτελεστία μέσα στο όχι και τόσο καλά φωτισμένο κουϊτούκι.

Πάνω στο γλέντι ο στιχουργός σηκωνόταν όρθιος και τραγουδούσε τους στίχους στο σκοπό της εποχής. Όλοι της παρέας, όρθιοι, τους επαναλάμβαναν, παίζοντας παλαμάκια, χοροπηδώντας με γέλια και χάχανα και κάνοντας γύρους στο τραπέζι τους. Τις περισσότερες φορές στόχο είχαν το Ρούγκο που τα δεχόταν όλα, ό,τι κι αν του έκαναν, ό,τι κι αν του τραγουδούσαν.

Ο Ρούγκος άφησε εποχή, άφησε και τα παρακάτω τραγούδια, που ακούγονται ακόμα και σήμερα κάπου κάπου:

Ωραία Μπουτζαλιά μου,
που’ σταν καμπαναριό,
τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους
σουστό πουταναρειό.
Ωραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
‘χάσις την Κλεανθίτσα,
δε θα την ξαναδείς.
Ρε Ρούγκου Δημητρό,
πλέρουσι του μουρό,
σα δεν του πληρώνεις
θα του πληρώσου γω.

 Όταν ο Ρούγκος μια μέρα έκαψε τον τέντζερη που μαγείρευε ρεβίθια για να φάει με τα μωρά του, τραγούδησε στην παρέα του:

Δεν έκλιγα του τζιτζιρέ,
μον έκλιγα τ’ αρβίθια,
που μείναν τα μουρά ιν(ι)σκά
τσι κλαίγαν ούλη νύχτα.

 

Για το Στρατή Καλαλέ, τη Γκαγκάνα, που έκλεψε τα χράμια από το σπίτι του, τραγουδούσαν:

Ανάθιμά σι Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.

 

Και για μια απαγωγή τραγουδούσαν:

Γη μέρα ‘νταν Διφτέρα
που ξμέρουνι ταχτέρ,
μας κλέψαν τη Σκαρλάτη
μι του μπουχτσά τς στου χέρ.’
Ταμπακέρα φουσκουμέν(ι),
γη Σκαρλάτ’ αγκαστρουμέν(ι).

Όταν, απόμαχος πια ο Ρούγκος, έκλεισε το κουϊτούκι του, το Κουρτσιάδ’ μετέφερε το όργαλο μόνιμα στου Καρρά, στο κουϊτούκι του Σπύρου Τινέλη, της Μανιάς. Με το όργαλό του το Κουρτσιάδ’ ως τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής γλέντησε και χόρεψε όλη την Αγιάσο, μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου.

Τα ανεπανάληπτα γλέντια που γίνονταν στου Ρούγκου τα ξαναζωντάνεψε – παρ’ όλο που δεν τα εφτασε – και μας τα παρουσίασε από τη σκηνή, με την ηθογραφία του «Ωραία Μπουτζαλιά μου», ο Αντώνης Μηνάς. Το καλλιτεχνικό τμήμα του Αναγνωστηρίου, ανταποκρινόμενο στις προσκλήσεις που πήρε, παρουσίασε το έργο στη Μυτιλήνη, στα κεφαλοχώρια και στα μικρά χωριά του νησιού, καθώς και στην Αθήνα.

Η παρέα Κουρτσιάδ’ – Ρούγκου και Σία ήταν και άφθαστοι φαρσέρ. Φτάνει να έπαιρναν μυρουδιά για κάτι, όπως πήραν μυρουδιά το Κουρτιάδ’ που είχε παραγγείλει κασκαβάλια τυρί για τη σοδειά του. Φρόντισαν, την ώρα που τα πίνανε και γλέντιζαν, να τον φέρουν και να τον κάνουν, όπως ήθελαν. Και δε δυσκολεύτηκαν να τα καταφέρουν. Βρήκαν μια κόφα – μεγάλο κοφίνι πλεγμένο με αλυγαριές με το οποίο μεταφέρανε τα φρούτα εκείνα τα χρόνια, τον βάλανε μέσα κι από πάνω δέσανε μια μεσάλα. Δουλειές νοικοκυρεμένες. Φωνάξανε τον πρόσφυγα χαμάλη Μπάτη, τον πληρώσανε και του αντουνιάσανε την κόφα να πάει το τυρί στο σπίτι του Κουρτσιάδ’. Οι γειτόνισσες του δείξανε το σπίτι, ρίξανε και μια φωνή: «Μούρφουλ(ι), έβγα τσι φέραν του τυρί». Όταν είδε την κόφα το Μουρφούλ(ι), είπε: «Εμ τι του ήθιλι ξτιανός έγιουσου τυρί! Είπαμι να πάρουμι κουμμάτ’, εμ όχ(ι) τσι μια κόφα. Γή τ’ μιγάλ(ι) τ’ φαμλιά έχουμι; Νέισαν, ας είνι». Άμα ξεφόρτωσε το χαμάλη με μια γειτόνισσά της, είπε: «θα θέλ(ι)ς α πάρς τσι τ’ κόφα, μη ξανάρχισι». Όταν έβγαλε τη μεσάλα από πάνω από την κόφα κι είδαν μέσα τον Αθανάση να κοιμάται σα λαγός, τρόμαξαν, ξιπάστηκαν. Τούτο πάλι ήταν από τα ανάγραφα. Έβαλε το Μουρφούλ(ι) το χέρι της πάνω στο κεφάλι του Αθανάση κι είπε: «έγιτιου κασκαβάλ(ι) που είσι, έγιτια τσι χειρότιρα θα παθαίν(ι)ς. Τά σι κάνου γω, θέλ(ι)ς τα τσι παθαίν(ι)ς τα. Μουσταχάκς».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 17/1983