7-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

15/12/1940

Ο ύπνος μου ήταν βαθύς μα λίγος. Ξυπνάνε οι άλλοι κι αναγκάζουμαι να σηκωθώ. Νιώθω κουρασμένος πολύ. Είναι Κυριακή σήμερα. Ταχτοποιώ τα ρούχα μου, συγυρίζω. Νοικοκυριό σήμερα. Έξω χιονίζει. Τα βουνά χάνουνται μες την ομίχλη. Κι όμως τ’ αυτοκίνητα φεύγουν για την Κορυτσά. Φορτώνω τ’ απόγευμα άλευρα. Ο λοχαγός με διατάζει να παραδώσω τ’ αμάξι. Από τώρα θα’ μια στο γραφείο του λοχαγού. Ο Δουκάκης φεύγει στην Κορυτσά το μεσημέρι.


16/12/1940

Όλη νύχτα κρύωνα. Ο ύπνος είναι μαρτυρικός. Τα πόδια μου είναι σίδερο. Κι όμως είμαστε σε σπίτι. Κανένας δεν τολμά να παραπονεθεί. Σκέφτονται όλοι τ’ άλλα παιδιά που πολεμάνε στην πρώτη γραμμή με τούτο το κρύο. Πρέπει να’ ναι 12 κάτω απ’ το μηδέν. Ο αέρας φέρνει το χιόνι, το στροβιλίζει και το στοιβάζει στις λακκούβες. Χώνεται κανείς ως το γόνατο καθώς περπατάει.

Τ’ αυτοκίνητα πρέπει να φύγουν. Δουλεύω πάνω στ’ αμάξι δυο ώρες να το βάλω μπρος για να φύγει με το νέο οδηγό μα τίποτα. Είναι παγωμένο. Παγώνω. Δεν βαστώ πια. Τα χέρια μου είναι σαν ξένα κι όμως κάνω την τελευταία προσπάθεια. Το βάζω μπρος. Φεύγει. Σε λίγο φτάνει μια είδηση. Τ’ αμάξι πάγωσε, τα νερά πετάνε απ’ το ψυγείο που έσπασε. Όλα μένουν στο δρόμο. Ούτ’ ένα δεν προχωρεί. Έχουν σπάσει οι μηχανές απ’ τον πάγο. Δεν μπορεί κανείς να τα βάλει με τα στοιχειά της φύσης. Είμαι άρρωστος. Τ’ απόγευμα λυγίζω. Η γριά, η «γιαγιά» με νοιάζεται σαν μάνα. Πόσο καλόκαρδη είναι! Αχ η γυναίκα, νιώθεις πως σε φυλάγει κάτω απ’ τις φτερούγες της. Κρύο φοβερό. Ως πότε θα κρατήσει τούτο το μαρτύριο θεέ μου. Είναι βράδυ πια. Ο Δουκάκης δε γύρισε. Τι να ‘γινε με τα χιόνια; Θε μου, φύλαγε τ’ αδέρφια μας. Οι τρεις παλιολαδίτες  γελάνε με το Γιάννη το συνοδηγό μου. Είναι απλό παιδί, λένε παραμύθια κι αστειεύονται. Ο ένας ρίχνει στον άλλο (βιτζες) .


17/12/1940

Είμαστε αποκλεισμένοι απ’ τα χιόνια. Ο αέρας μανιασμένος σφυρίζει και στοιβάζει το χιόνι μπρος στις πόρτες. Χάθηκαν τ’ αυτοκίνητα. Σπάσανε οι μηχανές, όλα σταμάτησαν. Δεν έχουμε τρόφιμα. Το μεσημέρι βρίσκουν το συνάδελφο Καλατζή απ’ την Αθήνα παγωμένο μες τ’ αυτοκίνητο. Με κόπο τον πάνε στο νοσοκομείο τ’ Αμυνταίου. Όλη μέρα κλεισμένοι μες το σπίτι. Δεν έχουμε ειδήσεις για τα παιδιά που λείπουν τόσες μέρες. Τι να ‘γιναν;

18/12/1940


Η νύχτα ήτανε μαρτυρική. Τα πόδια σίδερο. Από μι’ αραμάδα του παραθυριού μπουκάρει το χιόνι κι ασπρίζει την κουβέρτα μου. Ένα ψιλό χιόνι σαν σκόνη παγωμένη. Δε ζεσταινόμαστε. Όλοι παραπονιούνται. Τι κακό είναι τούτο. Πότε θα ξημερώσει!

Δεν μπορούμε να βγούμε έξω. Προσπαθώ να πάρω φαΐ δικό μου και του συντρόφου μου το μεσημέρι. Είμ’ αξούριστος 10 μέρες-στα γένια και τα μουστάκια μου κολλάει το ψιλό χιόνι. Στο φύσημα παγώνει στο πρόσωπό μου. Ο αέρας με τυφλώνει. Κρατώ τις καραβάνες και τα χέρια μου μουδιάζουν. Τ’ αυτιά μου πονάνε. Παρατώ το φαΐ και γυρίζω. Χώνουμε στο χιόνι. Κανένας δεν μπορεί να ξεμυτίσει. Έχουμε αυτοκίνητα που κατάντησαν ακίνητα. Χαθήκαμε απ’ τον άλλο κόσμο. Δεν έχουμε κουραμάνα. Τα κλαδιά σπάζουν παγωμένα τρίζοντας απ’ τ’ αγριόδεντρα. Στη Ροδώνα πάντα γίνεται τούτο το κακό. Αέρας και χιόνι που κρατάει βδομάδες. Γι’ αυτό δα και δε γίνονται τα γεννήματα. Καταραμένος τόπος. Αγοράζουμε απ’ τη σπιτονοικοκυρά ψωμί και φαΐ. Τι να ‘γιναν οι σύντροφοί μας! Τρεις παγωμένους βρήκανε σήμερα. Τόσος κόσμος χάνεται θεέ μου!

Περιμένουμε τα σχόλιά σας!