9-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Έξω χαλάει ο κόσμος. Τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούν να φύγουν. Οι δρόμοι φράξανε απ’ τα χιόνια. Πάγωσαν όλα. Γράφω όλη μέρα

23/12/1940

Χιόνια, χιόνια. Ένα γόνατο. Μας φωνάζουν, γίνονται συνεργεία και ανοίγουν το δρόμο. Τ’ αυτοκίνητα πρέπει να φύγουν στην Κορυτσά. Καμιά ξεχωριστή σκηνή σήμερα. Όλοι το βράδυ είμαστε στεναχωρεμένοι. Το δωμάτιό μας οι αξιωματικοί θα το πάρουν για εστιατόριό τους. Εμείς πού θα πάμε; Πρέπει ο αξιωματικός να έρθει σε καλό δωμάτιο κι ο φαντάρος ας κοιμάται στα υγρά. Μια που κοιμάται τι θέλει την πολυτέλεια. Άλλο να τρως ξύπνιος κι άλλο να κρυώνεις κοιμισμένος. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, το δόντι. Κι αυτά τα γράφω τα μεσάνυχτα. Ίσως να μου περάσει ως το πρωί.


24/12/1940

Παραμονή των Χριστουγέννων. Τίποτα το ξεχωριστό. Είμαστε σ’ ένα χωριουδάκι αποκλεισμένοι από κάθε χαρά.


25/12/1940

Η μικρή καμπάνα του χωριού καλεί τους πιστούς. Ο παπάς πήγε σ’ άλλο χωριό να μαζέψει πιο πολλά. Κάτι φαντάροι στην εκκλησία ψέλνουν κι έτσι λειτουργούνται κι οι χωριάτες. Το μεσημέρι μας δίνουν πιλάφι, ένα μήλο και κρασί. Το δόντι μου δεν μ’ αφήνει να συνέλθω. Πάω στο γιατρό. Θα μου δώσει αύριο σημείωμα να πάω να το βγάλω κάπου. Περνάει έτσι η μέρα. Το βράδυ από κάθε σπίτι ακούγονται τα τραγούδια των φαντάρων που το’ ριξαν έξω.


26/12/1940

Πάλι χιονίζει. Συνηθίσαμε πια στην κατάσταση τούτη. Κοπάδια αγριόχηνες περνάνε όλη τη μέρα. Παίρνω σημείωμα για τον οδοντογιατρό στο Αμύνταιο για να το βγάλω μα ο γιατρός είν’ άρρωστος. Στο νοσοκομείο κείτουνται και στους διαδρόμους τραυματίες. Κομμένα πόδια, χέρια, μια κόλαση γεμάτη πληγωμένους. Το δόντι μου πονάει. Δεν έχω πια τη δύναμη ν’ αντέξω στους πόνους. Μ’ αδυνάτισαν τόσο! Γράμμα δεν έχω πάρει ακόμα απ’ τους δικούς μου. Το βράδυ σπίτι μαγειρεύω για όλους τους φαντάρους κρέας με πατάτες. Ευχάριστη απασχόληση. Τρώμε μαζί και κουβεντιάζουμε ως τις 10.


27/12/1940

Πήγα στ’ Αμύνταιο. Ο γιατρός μου’ βαλε φάρμακο μα ξακολουθούν οι πόνοι. Ο καιρός άσχημος. Χιονοθύελλα πάλι.


28/12/1940

Έξω χαλάει ο κόσμος. Τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούν να φύγουν. Οι δρόμοι φράξανε απ’ τα χιόνια. Πάγωσαν όλα. Γράφω όλη μέρα. Βγάζω ένα σατυρικό χειρόγραφο περιοδικό «Ο Ελέφαντας» για την 1η του Γενάρη, έμμετρο. Είμαστε κλεισμένοι σπίτι. Ούτε για φαΐ δεν μπορούμε να βγούμε.


29/12/1940

Ο καιρός ίδιος. Χιόνι κι αέρας. Περνάμε τη μέρα μας σπίτι. Μαγειρεύουμε στη σόμπα και λέμε ιστορίες.


30/12/1940

Ίδια η ζωή μας. Σήμερα είχαμε λιακάδα. Δουλέψαμε αρκετά στ’ αυτοκίνητα.


31/12/1940

Πήγα στη Φλώρινα για το δόντι μου. Κανείς δε μου δίνει σημασία. Είναι τόσοι οι τραυματίες που ένας πονόδοντος είναι ασήμαντο πράμα. Φεύγω χωρίς αποτέλεσμα. Πόνεσε η καρδιά μου. Χέρια πόδια κομμένα, μάτια βγαλμένα, μια κόλαση πληγωμένων.

Το βράδυ σπίτι έρχονται παιδιά και μας ψέλνουν τα κάλαντα. Τα βάλαμε να πούνε τραγούδια σχολικά.

-Παρακαλώ, παρακαλώ 
μητέραν και πατέραν
γαρ γαρ αμάν
Την θάλασσαν πείσαν τσαϊρ (περιβόλι) 
Την Άρτεν(Αρτέμιδα) έπαρ κι έλα,
οφ οφ αμάν.
Η Κρσάρα (κότα) πίη νερόν 
και τερί σον ουρανόν
έρτε και ο πετεινόν
κρούετιν ένα φτερόν

δηλ. Η κότα πίνει νερό και
τηράει στον ουρανό,
έρχεται κι ο πετεινός
και της χτυπάει ένα φτερό.

Ο Σταβρίς ο Κεμεντζές 
με κάμποσα παιδιά
επήρεν την παρέανατ
κι ερούξε τα χωρία 
κι επήγε στα χωριά.

Μας θυμίζουν τα σπίτια μας μέρα που είναι. Μπορεί να κλαίνε αυτή τη στιγμή σπίτι. Είναι οι μέρες τούτες που κάθε άνθρωπος ζητάει τον δικό του. Πόσα σπίτια σήμερα είναι σκοτεινά κι άραχνα!

Νεπε Χάμπω, ντο ένε ατό το 
χάλις εσέν θαφτάω σε
γάδαρον και σύρωτο δουκάλις=

Τι είναι Χάμπω αυτό το χάλι σου,
εσένα θα κάνω γάιδαρο να τραβάω το καπίστρι σου.

Σι Τσαπίκλισας την μπόρτα 
χιομάτο ιν παπία
έφααν και χόρτασαν τις
Στάβρετσος φαντία.

Η γριά σπιτονοικοκυρά μας μας δίνει λίγη πίτα και ξηρές αχλάδες. Είναι το γλύκισμα της βραδιάς μας. Έτσι η σκέψη μας χορταίνει με τις περιπλανήσεις που κάνει στα περασμένα ευτυχισμένα χρόνια. Είμαστε όλοι δυστυχισμένοι.

«Ο θεός έπλασεν την θάλασσαν φαρδίαν και πλατείαν κι ουκ άφησεν μιαν πάντζουρον (παράθυρο) να βλέπουν τα χαμψίαν»

Ναι, δεν άφησε ένα παράθυρο να βλέπουν τα χαψιά.

Είναι 2¼ το πρωί και ξαγρυπνώ μπρος στην γκαζόλαμπα καπνίζοντας. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το δόντι πονάει φοβερά. Μέσα στους γιατρούς είμαστε μα αυτοί δεν έχουν καιρό. Είναι τόσοι οι πληγωμένοι!

Η πιπιλομάτενα,ουγέ αναθεμάτεναν 
αν κι δι τε μαν τε ναν
εγώ θα κλεφτάτεναν=

Η πιπιλομάταινα που ανάθεμά την που αν δε μου την δώσετε εγώ θα την κλέψω.

Σιν Τραπεζούντας σο λιμάς (λιμάνι) 
κιντάν τρια παπόριε.
Το έναν περ (πήρε) τα σίδερα
και τ’ άλλο σιλατσίδες (επιβάτες)
το πίον και μικρότερον
περ όμορφες κουτσίδες (κορίτσια)
Ο ήλεν (ήλιος) εβασίλεψεν 
σαράτσια (στα ράτσια) μερέα 
(βασίλεψε πίσω απ’ τα βουνά)
Ντη κόριτσι το φίλεμα
μιρίζ τρανταφιλέα.
Νέπε νέπε Θόδωρε 
όλε σενέν άπορε
πάτις τρος τιν καβουρμόν
και βαρέσκεσε σορμόν.
Τρως το ξύγαλαν το στίπον
και αροθυμάς στον ύπνον.

Παιδί Θόδωρε όλοι σε λένε άπορε πολύ έφαγες καβουρμά και κοιμήθηκες πολύ, τρως το γιαούρτι το πολύ ξινό και θυμώνεις στον ύπνο σου.

Σικοσάρα (κότα) πα σορμάν (στο ρουμάνι) 
Πα σορμόν σερέβ χορτάρε
κι οξοπίς φορι τορτάρε
και μαραιν τα παλικάρε.

Η κότα πάει στο ρουμάνι και γυρεύει χορτάρι και ξοπίσω (έρχεται) φορεί κάλτσες και μαραίνει τα παλικάρια.

Αυτά γράφτηκαν το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Ήρθανε παιδιά και τραγούδησαν.

Περιμένουμε τα σχόλιά σας!