ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΕΚΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-Η ΛΕΣΒΟΣ

Άριστην εμφάνισιν και εξαιρετικήν εντύπωσιν δια τον πλούτον των εκθεμάτων και την ποικιλίαν προκαλεί αναμφιβόλως το τμήμα της Λέσβου

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 22-09-1936

Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 16-09-1936

Η ΑΓΙΑΣΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΟΓΔΟΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ. Ενδιαφέρουσα καταγραφή των ετών 1917-1918

Αγιάσος, μια πανέμορφη κωμόπολη της Λέσβου, με εργατικούς και πανέξυπνους κατοίκους, που με τα παλικαρίσια φερσίματα τους έδωσαν το «παρών» σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές της ιστορίας του νησιού μας. Έζησαν όλοι μαζί αγαπημένοι, σαν ένα βουερό μελίσσι, και αυτό φαίνεται και από την παρακάτω πιστότατα (χωρίς διορθωτικές παρεμβάσεις), αναδημοσιευόμενη καταγραφή των σελίδων 196-197 «Οδηγού», ο οποίος βρίσκεται στο προσωπικό μου αρχείο και ο οποίος αναφέρεται στις αρχές του αιώνα μας και συγκεκριμένα στα έτη 1917-1918.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ

ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΣΒΟΥ

ΑΠΑΣΣΟΣ
(Κάτοικοι 7.000)
Κοινότης τον νομού και της νήσου Μυτιλήνης. Αποτελείται εκ της ομωνύμου πρωτευούσης. Ωνομάσθη εκ του πρώτου αυτής θεμελιωτού Μοναχού Αγίου Άσσου, μονάσαντος ενταύθα, κατά σχετικήν παράδοσιν, περί το έτος 1150. Είνε η τρίτη σημαίνουσα πόλις της Λέσβου. Απέχει της Μυτιλήνης ώρας 4 δι’ οδού αμαξιτής. Είνε εκτισμένη επί μαγευτικής τοποθεσίας επί ύψους 100 μέτρων εις τα ΒΑ πρανή του όρους Όλυμπος. Έχει ωραίον κοινοτικόν κήπον, της «Παναγίας» καλούμενον και εκτεινόμενον προς τα νότια της πόλεως. Παρ’ αυτήν, εις θέσιν «Πιτζίλια», διατηρούνται ερείπια της αρχαίας «Πενθίλης», επί λόφου δε προς τα ΒΔ λείψανα ενετικού φρουρίου, το «Κάστρο» ή «Καστέλλι». Κοινότης πλουσία έχουσα μεγίστην κτηματικήν περιουσίαν.
Default 4
Γνωστή άλλοτε στην Αγιάσο ήταν και η πανάρχαια πιλητική τέχνη.,.Στη φωτογραφία (1945;) διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Σαββέλης (Πατάτα), ο Ευστράτιος Προκοπίου Χατζηκομνηνός (Κολλυβάς), ο Ευστράτιος Τραγέλης και ο πιλητής (κετσετζής) Προκόπιος Χατζηκομνηνός (Κολλυβάς).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ευστράτιος Προκοπίου Χατζηκομνηνός. Sydney) 

Προϊόντα Γεωργικά: Κάστανα 150-160.000 οκάδες, οπώραι, έλαιον, όσπρια, δημητριακά, κηπεύσιμα εκλεκτά.

Μάρμαρα ερυθρόχροα.
Βιομηχανικά: Πήλινα αγγεία, δέρματα κατειργασμένα, κέραμοι, οινοπνευματώδη ποτά, σάκκοι, υφάσματα, μάχαιραι κλπ.

Αρχαί: Ειρηνοδικείον. Πταισματοδικείον. Υποθηκοφυλακείον. Συμβολαιογραφεία. Αστυνομία.

Ναοί: Αγία Τριάς. Θεοτόκος Κοίμησις μετ’ εικόνος της Θεοτόκου θεωρουμένης θαυματουργού.

Σχολεία: Ημιγυμνάσιον κλπ. (Όρα Εκπαίδευσις εις τον Γενικόν Οδηγόν Λέσβου). [Ημιγυμνάσιον: Καθηγηταί δύο. Διευθυντής: Νουλέλης Θεόφιλος. Μαθηταί 34. Δημ. εξατάξιον Αρρένων: Διδάσκαλοι 7. Διευθυντής: Παπουτσιδάκης Ιωάννης. Μαθηταί 419. Δημ. Πεντατάξιον Θηλέων: Διδασκάλισσαι 5. Διευθύντρια: Χριστοφορίδου Μαριάνθη. Μαθήτριαι 289].

Πανηγύρεις: Την 15ην Αυγούστου εις τον Ναόν Θεοτόκου της θαυματουργού.

Default 7
Φίρμα του παλαιού παντοπωλείου του Σταύρου Βασιλείου Παπουτσέλη, το οποίο βρισκόταν στο «Χάνι», απέναντι από την άλλοτε στέγη του Δημαρχείου… (Φωτογραφία Δημητρίου Αμπουλού. Αγιάσος 1987)
Επαγγελματίαι

Αγγειοπλαστεία: Κουρζής Ευστ., Κουρτζής Ηλίας, Τζίνης Βασίλειος, Τζίνης Προκόπιος.

Αγγειοπωλεία: Τάλιος Ευστ., Χατζησταύρου Δημ.

Αρτοποιεία: Ανδριώτης Ευστρ., Βαλέτσας Ευστρ., Κλήμου Ευστρ., Παπάζογλου Ν., Παραμυθιώτης Θεόδ., Σάββα Ευστρ., Χαλέλης Ευστ. Παν., Χαλέλης Ν. Παν.

Ασβεστοποιεία: Κωδωνέλλης Παρ.

Γαλακτοπωλεία: Ζαμπαδέλης Θεοδ.

Εδωδιμοπωλεία: Βοροντέλης Παν., Γαβές Γρηγόριος, Ευαγγελινού Ευστ., Ζεϊμπέκης Γεώργιος, Ηλιογραμμένος Γ., Κακλαμάνος Ηλίας, Κολομούνδος Θεόφιλος, Κοντενέλης Ευστ., Κοντινού Παν., Μαριγλής Ευριπ., Νουλέλης Θεμ., Οικονόμου Γ., Παπένης Προκόπης, Σάββας Αν., Σαμσαρδέλλης Απ., Σκλεπάρης Ευστ., Τράγος Ε., Χατζηβασιλείου Βασίλειος, Χατζημυλής Π., Χατζηφώτης Ευστ., Χριστοφαρής Παν., Χριστοφής Γρηγ., Χριστοφής Παν.

Ιατροί: Μαριγλής Θεμιστοκλής, Σκληπάρης Παν., Τζανετής Ιωάν.

Ιχθυοπωλεία: Βουνάτσος Γεώργ., Δόγγος Ευστρ., Τζίτζικας Ευστρ., Τοράνης Βασίλειος.

Καφενεία: Ανδρικού Παν., Γληζέλης Παν., Ζερδιλέλλης Δημ., Καρατζάς Ευστράτιος, Κοντανού Παν., Κουτουρατζής Παν., Κωμαΐτου Παν., Μάγειρας Άνθιμος, Μαγλουγιάννης Παν., Μαραγκός Κωνσταντίνος, Μπογιατζής Ευστρ., Νέδρας Θεμιστοκλής, Πληγηνιάτης Γεώργ., Πολυπάθου Παν., Πουδεράς Μιχαήλ, Σεμέλης Βασ., Σεμέλης Ευστρ., Σουσαμλής Παν., Στιάνου Παν., Τάλιος Μιχ., Χατζηεμμανουήλ Θεμιστ., Χατζηεμμανουήλ Παν., Χατζηπαναγιώτου Αθαν., Χατζηραβδέλης Δημ., Ψυρούκης Παν.

Κουρεία: Μαριγλής Σοφοκλής, Νταγκέλης Παν., Πατράκης Προκ., Πλημαρτέλης Ευστρ., Τοπανλής Γρηγόριος.

Κρεοπωλεία: Τσόκαρος Αντ., Χατζηεμμανουήλ Παν., Χατζηκομνηνού Ευστρ., Χατζηκομνηνού Νικ.

Μαγειρεία: Νίδρας Νεοκλής, Πασχαλιάς Κωνστ.

Μαχαιροποιεία: Μαμήλης Παν., Παπουτσής Χαρ.

Οδοντοϊατροί: Καραφύλλης Ευστρ.

Οινοπνευματοπωλεία: Ανδρικού Παν., Βαρουτέλης Ευστρ., Γαβές Γρηγ., Γερέλλης Θεμ., Γρηψέλλης Παναγ., Δόγκος Ευστρ., Ζερουτιλέλλης Δημ., Καρατζάς Ευστρ., Κοντανέλλης Παν., Κοντανού Παν., Κωμαΐτου Παν., Μάγειρας Άνθ., Μαραγκός Κωνστ., Μαριγλής Σοφ., Μπεγιάζης Ευστ., Παπάνης Προκ., Ρουγκέλης Δημ., Σαμαραδέλλης Απ., Σιμέλης Ευστ., Σουσαμέλλης Παν., Στιάνου Παν., Τάλιος Μιχ., Χατζηεμμανουήλ Παν., Χατζηπαναγιώτου Αθ., Χατζηραβδέλης Δημ., Χατζηφώτης Ευστ.

Default 10
Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία της προπολεμικής περιόδου, στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Μιχαήλ Καρίκας, ιεροψάλτης του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας Αγιάσου και μετέπειτα πρωτοψάλτης της Μητρόπολης Μυτιλήνης, ο Ευστράτιος Αξιομάκαρος (καθήμενος), ο μετέπειτα ιερέας Προκόπιος Κουρτζής και ο Αριστοφάνης Μολυβιάτης (καθήμενος). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Μπράτσος)
Τα σακοποιεία της Αγιάσου παλαιότερα επεξεργάζονταν την αιγότριχα και απασχολούσαν πολλούς εργάτες και εργάτριες…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Χρίστος Πράτσος)
Οπλοδιορθωταί: Μακρέλλης Νικ. Πεταλωτήρια: Κοτουκόδης Ευστ., Κυριάκος Κασμάτσος, Κυπριωτέλλης Ιωάν., Πατρικάς Γρηγ., Ρουγκέλης Γεώργιος.Ραφεία: Λιμπερής Μιλτ., Σκορδάς Ευστρ. Σάκκων κατασκευασταί: Γκιζέλλης Θ., Γούναρης Παν., Δουλαδέλλης Γεώργιος, Καχιλέλλης Θεμ., Καχιλέλλης Π., Παπάνης Αν., Πιγέλιος Βασ. ή Ηλίας.

Σανδαλοποιεία: Ιατρού Αρχοντίτσης, Κάναρος Φώτιος, Ρούσσος Σταύρος. Σιδηρουργεία: Ρουγγέλης Γεώργιος. Συμβολαιογραφεία: Βαμβουρέλλης Δημ. Τσαρουχοποιεία: Κλειδαράς Ευστ., ΚόναροςΝ., Κόναρος Φώτης, Παραμυθέλλης Απ., Ρουμπάνης Τζοάννος, Ρούσου Ευστ.

Υποδηματοποιεία: Αναστασέλλης Πολύδωρος, Γιατρού Ιωάννης, Δεμηργκέλλης Προκόπ., Ιακώβου Ευστράτιος, Καμνέλλης Ιωάννης, Καπτανής Παν., Καραδέλλης Σταύρος, Λιβανός Ευστρ., Μπάλεσης Αντ., Μπάλεσης Βασ., Παπαθεοφράστου Δημ., Τζένης Παν., Τοπανλής Ευστρ., Φραντζής Ευστρ., Φραντζής Θεμιστοκλής, Χατζησταύρου Παν.

Υφασμάτων έμποροι: Αναστασέλλης Ηρακλής, Βασιλάκης Σταύρος, Κύπριος Χριστόφας, Μαλακέλης Γρηγ., Μαλακέλης Ιωάν., Μουλαδούλας Παν., Μπάλεσης Σωτήριος, Σπανέλης Δημοσθ., Σταυρακέλλης Ευστρ., Χατζηπροκοπίου Αλκ., Χατζηπροκοπίου Μιχ., Χατζηπροκοπίου Περ.

Φαρμακεία: Μωυσόγλου Παν.

Χρυσοχοεία: Σκουτέλλης Γρηγόριος.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 104/1998

ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ

Αν προσπαθούσε κάποιος να εντοπίσει τους παράγοντες που έχουν κάνει γνωστή την Αγιάσο σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμη και στο εξωτερικό, θα έπρεπε οπωσδήποτε να δώσει το ανάλογο μερτικό σ’ ένα γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη, σε ένα δεξιοτέχνη του σαντουριού, σ’ έναν αυτοδίδακτο «μαέστρο», που γνώρισε το σαντούρι στα έξι του χρόνια, το ερωτεύτηκε παράφορα και από τότε δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Ο Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» δεν έχει ανάγκη από δημοσιότητα, δε χρειάζεται πορτρέτα και παρουσιάσεις, αφού πάμπολλες φορές οι εφημερίδες, τα περιοδικά και η τηλεόραση έχουν ασχοληθεί μαζί του. Αν σήμερα συζητάμε με το Γιάννη Σουσαμλή, είναι γιατί θέλουμε να γνωρίσουμε ορισμένες άγνωστες πτυχές της πενηνταεξάχρονης καλλιτεχνικής του πορείας, αλλά συγχρόνως και για να μεταφέρουμε ένα μεγάλο του παράπονο.

Μουσικός απ’ τα γεννοφάσκια

Ο Κακούργος γεννήθηκε το 1928 στην Αγιάσο. Οι γονείς του ήταν από το Κορδελιό της Σμύρνης. «Πριν δέκα γενιές – μας τονίζει – ήταν μουσικοί, μαραγκοί, αρχιτέκτονες και ζωγράφοι. Το σόι των Σουσαμλήδηδων ήταν το πιο καλλιτεχνικό. Ο πατέρας μου έπαιζε όλα τα μουσικά όργανα. Αλλά το κύριό του ήταν το κλαρίνο. Επειδή ήταν και μαραγκός, είχε κατασκευάσει ένα μικρό σαντουράκι με όλες τις νότες βέβαια. Μου έδειξε τις κλίμακες πάνω στο σαντούρι και ξεκίνησα να παίζω από έξι χρονών. Ο πατέρας μου πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Εγώ όμως δεν το αποχωρίστηκα ποτέ. Το αγάπησα, το ερωτεύτηκα, το πόνεσα απ’ την πρώτη στιγμή. Το κρατώ στα χέρια μου 10 ώρες την ημέρα. Το σαντούρι είναι δύσκολο όργανο. Θέλει να παθιαστείς μαζί του. Εγώ παίζω 56 χρόνια και το πάθος μου δεν έχει σβήσει. Χωρίς εγωισμό πιστεύω ότι έγινα ένας απ’ τους καλύτερους σαντουριέρηδες της Ελλάδας. Αυτοσχεδιάζω διάφορα ταξιμάκια, φαντασίες, κλέφτικα, και παίζω τραγούδια της Μικράς Ασίας, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, απτάλικα, τσιφτετέλια, καλαματιανά, σέρβικα». Σταματάει για λίγο να μιλάει, πιάνει στα χέρια του τις μπαγκέτες και καλεί με τις νότες τους τουρίστες, που ανηφορίζουν προς το μαγαζί του. «Το όνομά μου είναι Κακούργος, φωνάζει. Εγώ όμως είμαι ο πιο άκακος άνθρωπος του κόσμου».

 

Αν και άκακος… Κακούργος το παρατσούκλι

«Όταν ο πατέρας μου ήταν μικρός, στο μητρικό του σπίτι είχε σκοτώσει μια «κάτα» (γάτα) και ο παππούς μου, αφού τον έδειρε, γιατί σκότωσε την «κάτα», του είπε: «Ρε κακούργε άνθρωπε, που σκότωσες τ’ κάτα μας. Είσαι χειρότερος κακούργος και απ’ αυτόν που σκοτώνει έναν άνθρωπο». Και από τότε του έμεινε το παρατσούκλι. Όταν γεννήθηκα εγώ, τον ακολουθούσα στα πανηγύρια και καθόμουν δίπλα του, για ν’ ακούω τη μουσική. Έλεγαν τότε όλοι οι άνθρωποι που μας έβλεπαν: «Γιου Κακούργους τσι του Κακουργέλ’». Από τότε το κληρονόμησα και το κρατώ σαν καλλιτεχνικό παρατσούκλι. Το όνομά μου είναι Γιάννης Σουσαμλής, αλλά αν δεν πεις Κακούργος δεν πρόκειται να με βρεις». Ξαναπιάνει τις μπαγκέτες, παίζει ένα μικρό σκοπό και σηκώνεται, για να διαφημίσει τα τσουκαρέλια του σε μια άλλη παρέα από ξένους, που πλησίασαν το μαγαζί του.

 

Τα τσουκαρέλια

«Γω τα κάνω, γω τα πλιω. Είναι όλα ξύλινα και χειροποίητα. Τσουκαρέλια για «μπιμπελό», σαΐτες, ανεμίτσες, ροδάνια, κρεβατούδες, σταυρέλια, αδράχτια, σκεπαρνάκια, πριονάκια και άλλα. Ξεκίνησα πριν 20 χρόνια να φτιάχνω μεγάλα τσόκαρα για τις γυναίκες, που περπατούσαν στα καλντερίμια της Αγιάσου. Όταν πια εξαφανίστηκε αυτό το «είδος», το γύρισα στα διακοσμητικά». Τα τσουκαρέλια όμως είναι συμπληρωματική απασχόληση. Το μεγάλο πάθος είναι το σαντούρι. Γι’ αυτό και πάλι ο λόγος.

 

Ο Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), όπως τον απαθανάτισε ο φακός της «Αγιάσου» το καλοκαίρι του 1983... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ο Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), όπως τον απαθανάτισε ο φακός της «Αγιάσου» το καλοκαίρι του 1983…
(Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

«Ψοφούν» για το σαντούρι

«Το σαντούρι είναι το πιο πλούσιο όργανο. Είναι «γεμάτο», ηχητικό. Όταν είσαι δεξιοτέχνης και το παίζεις καλά, είναι μια ολόκληρη ορχήστρα. Κάποτε ήταν περιφρονημένο όργανο. Ο κόσμος αδιαφορούσε γι’ αυτό. Τον συγκινούσε μόνο το μπουζούκι. Τώρα όμως όλοι «ψοφούν» για το σαντούρι». Παρ’ όλη όμως τη μεγάλη του δεξιοτεχνία στο σαντούρι, ο Κακούργος δε βγήκε πολλές φορές έξω από τα σύνορα της Λέσβου. Αν και η συμμετοχή του στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» τον έκανε διάσημο σ’ όλη την Ελλάδα, αν και δέχτηκε πολλές προσκλήσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο Γιάννης Σουσαμλής τα τελευταία οχτώ χρόνια έχει «κλειστεί» στο μαγαζάκι του.

 

Πάντα μέσα στα σύνορα

«Πριν τριάντα πέντε χρόνια συμμετείχα στις εκδηλώσεις του Αναγνωστηρίου. Έχω ανεβάσει θέατρα, οπερέτες, κωμωδίες. Πήγα και στην Αθήνα μερικές φορές, στις εκδηλώσεις που έκανε ο Σύλλογος Αγιασωτών. Αρκετές φορές πήρα μέρος και στη «Γιορτή του ούζου». Ύστερα απ’ τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», όπου έπαιζα έναν πένθιμο σκοπό, που συγκίνησε όλη την Ελλάδα και με έκανε πασίγνωστο, δέχτηκα πολλές προτάσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όταν ήταν υπουργός Αιγαίου ο κ. Πέτρος Βάλβης, με κάλεσε και μου πρότεινε να εκπροσωπήσω το Υπουργείο σε κάτι εκδηλώσεις, που θα γίνονταν στην Αφρική. Εγώ όμως δε δέχτηκα, και αν κάποτε δεν έφευγα απ’ τη Λέσβο, τώρα πια δε φεύγω ούτε απ’ την Αγιάσο. Είμαι απογοητευμένος απ’ την Πολιτεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση». Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την κουβέντα του και μπαίνουν μέσα στο μαγαζί δυο τουρίστες. Συζητάει λίγο μαζί τους, παίζει ένα συρτό, φωτογραφίζεται, πουλάει δυο κασέτες.

 

Το μεγάλο παράπονο

Παρά το διάλειμμα όμως που μεσολάβησε, ο Κακούργος επανέρχεται στο παράπονο του. «Όλα τα χρόνια ήμουν ανασφάλιστος. Πριν δέκα χρόνια πήγα και γράφτηκα στον ΟΓΑ. Κάθε δυο χρόνια, ο ανταποκριτής του ΟΓΑ στην Αγιάσο μου σφράγιζε το βιβλιάριο. Πέρυσι είχα οχτώ παιδιά και τα μάθαινα σαντούρι αφιλοκερδώς. Ήθελα να διαδοθεί το όργανο. Επειδή όμως έκανα μαθήματα, δε μου σφράγισαν το βιβλιάριο. Από τότε και γω πεισμάτωσα και σταμάτησα τα μαθήματα. Έχω παράπονα απ’ την Πολιτεία, τη Νομαρχία, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να ιδρύσει μια σχολή, για να μη χαθεί η παράδοση. Τρεις σαντουριέρηδες έχουμε μείνει σ’ όλη την Ελλάδα. Το σαντούρι είναι γνήσιο, λαϊκό παραδοσιακό όργανο. Δεν πρέπει να χαθεί. Το κράτος όμως δε βοήθησε και δε βοηθάει καθόλου. Κανένας δε με πλησίασε να μου κάνει μια πρόταση, να ανοίξουμε μια σχολή, να πάω κάπου να διδάξω. Γι’ αυτό και γω έχω κλειστεί στο μαγαζί και παίζω μόνο για μένα και για το μεροκάματο. Επιτρέπεται να είμαι ανασφάλιστος;»

Αν στον Κακούργο αναλογεί ένα μεγάλο μερίδιο απ’ το ξακουστό όνομα της Αγιάσου, του ανήκει και μια μεγάλη σελίδα στο βιβλίο της λαϊκής μας παράδοσης. Ίσως, έστω και αργά, θα πρέπει κάποιοι να ενδιαφερθούν, για να μην κλείσει αυτή η σελίδα. Γιατί αυτό θα ήταν κρίμα για όλους μας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΡΔΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 98/1997