ΒΑΛΑΜΙ ΛΟΥΚΑΝ’ΚΟΥ…

Ένας Αγιασώτ’ς, Θιος σχουρέσ’ τουν, σπούδαζι σπιτσέρ’ς σν Ιταλία, αλλά δυστυχώς ένι τέλειουνι πουτές. Πατέρασιντ, Μπάνους, είχι πλια μπαγιλντίσ’ να π’λεί λάδ’ τσι να τ’ στέν’ παράδις. Ένα καλουτσαίρ’, σ’ πάψις, τουν ρώτ’σι μ’ απουρία.

Ε Γιάνν’, τίντα ‘μαθις, τόσα χρόνια π’ παγαίν’ς στου πανιπιστήμιου;

Κβάρα πράματα έμαθα, πατέρα! Να, πους σ’ Γιρμανία προυδέψαν πουλύ γοι αθρώπ’ τσι πους ήβραν τσι μια μηχανή, που τς βάζ’ς απί μπρουστά του γρούν’ τσ’ απί τν άλλ’ βγαίν’ν λουκάν’κα!…

Τούτ’ γη μηχανή, γιε μ’, είναι προυτνή, τνι ξέρου τσι ‘γώ, τν έχιν μαθμέν’ τσ’ άλλ’ χουριανοί! Μόνου π’ τνι δλέψαμι ανάπουδα, βάλαμι λουκάν’κου τσι βγάλαμι γρούνια!

 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΠΟΡΦΥΡΙΟΥ (ΤΣΙΡΟΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 104/1998

ΤΟ “ΤΛΑΠ”

Θα ήμουνα στην εβδόμη Γυμνασίου (σημερινή αντιστοιχία με τη Β’ Λυκείου), όταν πρωτοαρχίζαμε το μάθημα της φυσικής. Δυνάμεις, στερεά, υγρά, αέρια και τα λοιπά. Είμαστε στο μάθημα της συμπίεσης των αερίων και στις δυνάμεις που δημιουργούνται και ο καθηγητής προσπαθεί με σχήματα στον πίνακα (πού όργανα αυτή την εποχή!) να μας εξηγήσει… τα ανεξήγητα.

Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία του μαθήματος, ένας συμμαθητής μου με φωνάζει ψιθυριστά και μου λέει “Ε Γιάνν’, του τλάπ, κάνοντας παράλληλα και τη χαρακτηριστική κίνηση. Σκάσαμε βέβαια στα γέλια όλη η παρέα και μας πέταξε έξω ο καθηγητής, γιατί δεν μπορούσαμε να του εξηγήσουμε ότι ο συμμαθητής μας δεν έκανε τίποτε άλλο παρά, με μια και μόνη ηχοποίητη λέξη “τλάπ”, επιβεβαίωσε πανηγυρικά ότι είχε κατανοήσει απόλυτα την πεμπτουσία του μαθήματος.

Με αυτό το ηχηρό “τλάπ” αυτόματα η μνήμη μας γύρισε κάμποσα χρόνια πίσω στις γειτονιές της Αγιάσου, όταν πιτσιρίκια της σκανταλιάς και της ανεμελιάς ψάχναμε με ποιο παιχνίδι θα σκοτώσουμε την ώρα μας.

Και ξαφνικά, έτσι χωρίς προσυνεννόηση – αλήθεια, ποια μαγική δύναμη επηρέαζε τη συμπεριφορά μας και καθόριζε το είδος του παιχνιδιού που θα παίζαμε, ακόμα δεν μπορώ να την εξηγήσω – οι γειτονιές γέμιζαν από τους δυνατούς ήχους των “τλαπιών” και αλίμονο στον περαστικό που θα τον έβρισκε κατακούτελα το… βόλι. Μην ανησυχείτε όμως, γιατί τα βόλια μας ήταν γενικά ακίνδυνα, κάτι σαν τις… πλαστικές σφαίρες που χρησιμοποιούν σήμερα στις διαδηλώσεις.

Θα απορείτε λοιπόν τι επιτέλους ήταν το “τλάπ”. Όπως έχω εξηγήσει και σε προηγούμενα σημειώματα, η φύση του χωριού μας παρείχε σε αφθονία ό,τι υλικά χρειαζόμαστε για τα παιχνίδια μας. Έτσι και για το “τλάπ” το πρώτο που έπρεπε να εφευρεθεί ήταν ένα καλό κομμάτι από κουφοξυλιά, από το θαμνώδες φυτό που το λένε και σαμπούκο και κάνει κάτι άσπρα λουλούδια την άνοιξη με πολύ λεπτό και μεθυστικό άρωμα.

Έπρεπε λοιπόν πρώτα να κοπεί από τον κορμό ένα χοντρό κομμάτι μήκους 20 – 25 εκατοστών και διαμέτρου 4 ή 5 εκατοστών. Ο κορμός του θάμνου αυτού παρουσιάζει την ιδιομορφία στο κέντρο του να υπάρχει ένα μέρος που δεν είναι ξυλώδες, αλλά πορώδες σαν ψίχα ψωμιού, από όπου και το όνομά του “κουφοξυλιά”. Η ψίχα αυτή μπορούσε εύκολα να απομακρυνθεί και έτσι γινόταν ένα είδος σωλήνα με παχιά τοιχώματα.

Στάδιο δεύτερο: Αφού το ξεκουφαίναμε με μια μεγάλη πρόκα, κόβαμε ένα άλλο λεπτό τώρα κομμάτι ξύλου, συνήθως από ελιά, πάχους τέτοιου, ώστε να μπορεί να κινείται ελεύθερα μέσα στο “τλάπ” σαν έμβολο. Φροντίζαμε ακόμα το έμβολο να είναι λίγο πιο κοντό από το μήκος του σωλήνα και στο ένα του άκρο να έχει ένα ρόζο χοντρό, ώστε να φρενάρει και να μη χώνεται ολόκληρο μέσα στο σωλήνα. Τώρα το “τλάπ” ήταν σχεδόν έτοιμο και έλειπαν μόνο τα βόλια που θα το ενεργοποιούσαν.

Το πιο κατάλληλο υλικό για να μετατραπεί σε βόλι ήταν ένα κομμάτι σχοινί που το μαδούσαμε και μετά το μασούσαμε αρκετή ώρα μέχρι να μαλακώσει και να πάρει το σχήμα που θέλαμε.

(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Επιτέλους η ώρα της δράσης! Με το ένα βόλι φράζαμε τη μια άκρη του σωλήνα. Το δεύτερο το τοποθετούσαμε στην άλλη άκρη, και μετά ακουμπούσαμε το έμβολο από τη χοντρή του πλευρά στην αγκράφα της ζωστήρας του παντελονιού (για να μη μας πληγώνει) και το άλλο του άκρο έμπαινε λίγο στο σωλήνα, που ήταν ήδη φραγμένος με τα βόλια και από τις δυο μεριές.

Τέλος με μια απότομη κίνηση αναγκάζαμε το έμβολο να εισχωρήσει βίαια στο σωλήνα. Από δω και πέρα το λόγο είχαν… οι νόμοι της φυσικής, που λέγαμε περί συμπίεσης των αερίων. Ένας δυνατός και ξηρός κρότος “τλαπ” ακουγόταν και το ένα βόλι εκσφενδονιζόταν σε μια απόσταση ανάλογη της δύναμης και της ικανότητας… του πυροβολητή. Τρέχα, μετά, να το βρεις, να το μαζέψεις και φτου κι απ’ την αρχή. Φτου στην κυριολεξία, γιατί το σαλιώναμε πάλι, για να ξαναπάρει το σχήμα και να κάνει καλή έμφραξη στο σωλήνα.

Μη μου πείτε πως δεν ήταν διασκεδαστικό και… γευστικότατο το παιχνίδι μας! Πφ! Μιλάτε κι εσείς οι σημερινοί για παιχνίδια!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 86/1995

ΤΟ ΡΟΥΔΑΝ’

Πρώτη μέρα στο σχολείο πριν 40 τόσα χρόνια και θαρρώ πως ήταν χθες. Το «τρουβάδ’» (πάνινη σχολική τσάντα) στον ώμο, με την πλάκα μέσα και ένα κομμάτι σπασμένο κοντύλι, καμιά τριανταριά κουτσούβελα της προκοπής (για να θυμηθούμε και λίγο τον Εφταλιώτη) μαζευτήκαμε γύρω από τη δασκάλα μας, τη Μαμώλινα, θεός σχωρέσ’ την, για να μάθουμε… γραφήν και ανάγνωσιν.

Η δασκάλα τράβηξε μια μακριά ίσια γραμμή στον πίνακα, έφτιαξε και ένα μεγάλο κουλούρι, ίσα ίσα να ακουμπά επάνω στη γραμμή και μας είπε ότι αυτό είναι το «ρουδάν’», που τρέχει πάνω στο δρόμο και δεν πρέπει ούτε να ανεβαίνει πάνω από τη γραμμή ούτε να πέφτει από κάτω.

Σαν γύρισα το μεσημέρι στο σπίτι, με ρώτησε η μάνα μου τι μάθαμε την πρώτη μέρα στο σχολείο. Της απάντησα πως μάθαμε για το «ρουδάν’» και μάλιστα συμπλήρωσα πως το σχολείο είναι εύκολο πράγμα, αφού μας μαθαίνουν παιχνίδια, που ήδη τα ξέρουμε. Και η μάνα μου τι λες, βρε, αυτό που μάθατε είναι το γράμμα όμικρον. Και η δική μου απάντηση: Όχι, είναι το «ρουδάν’»! Ξέρεις εσύ καλύτερα από την κυρία μας; Δασκάλα είσαι εσύ; Και έκλεισα οριστικά τη συζήτηση. Μετά άρπαξα το «ρουδάν’» πίσω από την πόρτα και βγήκα τρέχοντας στο δρόμο για… μελέτη και πρακτική εξάσκηση. Καημένα χρόνια, πώς τρέχετε πιο γρήγορα κι από το «ρουδάν’»!

83_1994_roudan1

Αλήθεια τι κόπος, τι ψάξιμο, τι αγωνία μέχρι να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε το περιπόθητο στεφάνι από τσέρκι, που θα μας χάριζε ατέλειωτες ώρες τρέξιμο μέχρι ξεθεώματος. Αλλά ποιος λογάριαζε όλα αυτά; Λίγο το ‘χες να διαθέτεις το δικό σου «ρουδάν’» και να κάνεις τρέχοντας όλες αυτές τις περίτεχνες φιγούρες και να συναγωνίζεται με τους φίλους σου σε ταχύτητα και δεξιοτεχνία; Κι ακόμα περισσότερο να βλέπεις θολό από το φθόνο το μάτι του γειτονόπουλου, που δε διέθετε δική του… ρόδα. Να σε παρακαλάει με τις ώρες να του δανείσεις το δικό σου για μια βόλτα και συ να αρνείσαι συνήθως υπεροπτικά ή τέλος να του το παραχωρείς για λίγο με άκρα συγκατάβαση. Και με το δίκιο σου βέβαια! Γιατί, για να βρεθεί το πολύτιμο τσέρκι, έπρεπε να σπαταληθούν ώρες πολλές στο ψάξιμο για κανένα χαλασμένο και πεταμένο βαρέλι. Άντε μετά χωρίς εργαλεία να το διαλύσεις και να βγάλεις το κεντρικό τσέρκι, που ήταν το καλύτερο, γιατί τα υπόλοιπα ήταν συνήθως λοξά και δεν μπορούσες να τα κατευθύνεις στο να κρατούν μια ίσια πορεία.

Και να ‘ταν μόνο αυτό! Αμ τον κίνδυνο να σε μαγκώσει ο Γιαννατσής, ο ποτοποιός, και να σου σπάσει τα παΐδια, πού τον πας; Θα μου πεις ποιος του ‘πε να αφήσει έξω από το μαγαζί του το βαρέλι με τα ολοκαίνουρια τσέρκια, σκέτη πρόκληση. Φταίμε εμείς που του το κάναμε φύλλο και φτερό και την άλλη μέρα βρήκε μόνο τα ξύλα και βλαστήμαγε θεούς και δαίμονες;

Και άντε επιτέλους βρέθηκε με όποιο τρόπο το «ρουδάν’». Τώρα χρειαζόμαστε και τη «ζεύλα», δηλαδή το ειδικό εργαλείο για την οδήγηση. Καινούριος πάλι μπελάς. Άντε να παρακαλάς με τις ώρες το Δμήτ’ το Καμπιρέλ’ (το γιο του σιδερά ντε) να σου βρει και να σου στραβώσει κατάλληλα το σίδερο-οδηγό του ροδανιού, εργαλείο εντελώς απαραίτητο για τις φιγούρες και τη δεξιοτεχνία στην οδήγηση.

Ε, μετά από όλα αυτά είναι για να δανείζεις στον πάσα ένα τη ρόδα σου; Ζωή κι αυτή!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 83/1994

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ

Ο δάσκαλος Βασίλειος Ιακώβου (1949)
Ο δάσκαλος Βασίλειος Ιακώβου (1949)

Ο Βασίλειος Ιακώβου γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1910, όταν το νησί ήταν ακόμα σκλαβωμένο και οι κάτοικοί του έπλαθαν το όνειρο της λευτεριάς. Οι γονείς του, Αντώνιος και Μαρία, άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, τον βοήθησαν όσο μπορούσαν, για να τανύσει τα φτερά του στον ορίζοντα της ζωής, που ανοιγόταν απειλητικός, με μαύρα σύννεφα πολέμου, με καταστροφές, αλλά και με ελπίδες…

Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων και στο Ημιγυμνάσιο της γενέτειράς του και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Αργότερα, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1939 – 1940, φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία των Ιωαννίνων1, αλλά τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του2. Τις συνέχισε κατόπιν στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης, από την οποία έλαβε πτυχίο το 19471.

Οι βιοτικές ανάγκες τον υποχρέωσαν να μπει από νωρίς στον αγώνα της ζωής. Το 1931 διορίστηκε εισπράκτορας διοδίων στην τότε Κοινότητα Αγιάσου3. Αργότερα διορίστηκε αγροφύλακας στο Αγρονομείο Αγιάσου (1943 – 1945)4. Η σταδιοδρομία του ως εκπαιδευτικού άρχισε το 19525. Διορίστηκε στην περιφέρεια Βοΐου Κοζάνης και υπηρέτησε στα Μονοτάξια Δημοτικά Σχολεία Δραγασιάς6 και Πλατανιάς7. Το 1959 μετατέθηκε στη Λέσβο8 και υπηρέτησε στο Εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο Μανδαμάδου9, στο Τριτάξιο Δημοτικό Σχολείο Περάματος10 και τέλος στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου11, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε12.

Ο Βασίλειος Ιακώβου υπήρξε ικανός δάσκαλος. Στο πέρασμά του από τα σχολεία της Μακεδονίας και της Λέσβου άφησε καλό όνομα ως άνθρωπος με αυθορμησία, με φιλεργία, με καλοσύνη, με υπευθυνότητα. Οι μαθητές του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.

Με την είσοδο του στην εκπαίδευση το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε κυρίως στα διδακτικά του καθήκοντα. Προπολεμικά όμως, αλλά και λίγο αργότερα, δραστηριοποιήθηκε και σε άλλους τομείς. Αγάπησε το Αναγνωστήριο και το υπηρέτησε ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Έπαιξε με επιτυχία σε διάφορα έργα, όπως το «Χαλασμένο σπίτι» του Σπύρου Μελά (1936)13, «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημητρίου Κορομηλά (1938)14, «Γοι ψόφ’» του Στρατή Αναστασέλη (1944)15. Το 1945 μάλιστα εκλέχτηκε και πρόεδρος του «Ερασιτεχνικού Ομίλου Αγιάσου»16. Επίσης ενδιαφέρθηκε μαζί με άλλους για την εξασφάλιση μόνιμης θεατρικής στέγης κοντά στον Κήπο της Παναγίας17.

Η παλαιά δασκάλα της Αγιάσου Δέσποινα Βάλεση, συγγενής του Βασιλείου Ιακώβου από την πλευρά της μητέρας του Μαρίας Βαλέση... Πίσω από τις μαθήτριες διακρίνεται ο παιδονόμος Αντώνιος Βάλεσης ή Τσακπίνης... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ελευθέριος Καμπιρέλης)
Η παλαιά δασκάλα της Αγιάσου Δέσποινα Βάλεση, συγγενής του Βασιλείου Ιακώβου από την πλευρά της μητέρας του Μαρίας Βαλέση… Πίσω από τις μαθήτριες διακρίνεται ο παιδονόμος Αντώνιος Βάλεσης ή Τσακπίνης… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ελευθέριος Καμπιρέλης)

Παράλληλα ο Βασίλειος Ιακώβου ενδιαφέρθηκε για την αθλητική κίνηση του τόπου του. Αγάπησε και στήριξε το Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος», σωματείο που ιδρύθηκε το 192518.

Το μεγάλο όμως πάθος του ήταν η δημοσιογραφία. Διέθετε χειροκίνητο τυπογραφείο, το οποίο αρχικά λειτούργησε στο Χάνι και αργότερα στον Κάτω Κάμπο. Το 1931 συνεργάστηκε με άλλους φιλοπρόοδους νέους για την έκδοση της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας «Αγιάσος»19. Αργότερα ήταν ιδιοκτήτης της επίσης εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας «Λαϊκή Φωνή» (1932 – 1935)20, η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε «Ηχώ της Αγιάσου» (1936 – 1937)21. Αποκλειστικά όμως δική του ήταν η σατιρική εφημερίδα «Φουρτουτήρα» (1932 – 1934)22.

Ο Βασίλειος Ιακώβου είχε από νωρίς προοδευτικό προσανατολισμό και δημοκρατική ιδεολογία. Εντάχθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ και πρόσφερε υπηρεσίες στην κοινή υπόθεση. Πρωτοστάτησε μαζί με άλλους για τον επισιτισμό και για την τάξη23. Για ένα διάστημα μάλιστα διατέλεσε και γραμματέας του Λαϊκού Δικαστηρίου, θεσμού ο οποίος λειτούργησε στην κωμόπολη για την απονομή της δικαιοσύνης24. Εξαιτίας της ιδεολογικής πολιτικής τοποθέτησής του διώχτηκε και υπόφερε μαζί με πολλούς άλλους. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου κατηγορήθηκε ως «ληστοτρόφος» – έτσι αποκαλούνταν οι τροφοδότες των ανταρτών, – πέρασε από στρατοδικείο και εξορίστηκε αρχικά στην Ικαρία και αργότερα στη Μακρόνησο.

Στις 25 Οκτωβρίου 1988 έκλεισε ο κύκλος της πολυτάραχης ζωής του. Όλοι όσοι τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του τον τίμησαν ως υπεύθυνο σκυταλοδρόμο της ζωής, ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, ως εργάτη της πνευματοκαλλιτεχνικής κίνησης, ως ευσυνείδητο δάσκαλο…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μου έδωσε ο γιος του Γεώργιος Ιακώβου, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
  2. Κατατάχτηκε ως έφεδρος στις 10 Οκτωβρίου 1940 και απολύθηκε την 1 Μάιου 1941. Πιστοποιητικόν τύπου Α’ / Στρατολογικόν Γραφείον Μυτιλήνης / Εν Μυτιλήνη τη 29 Ιουλίου 1976.
  3. Η επιβολή διοδίων εγκρίθηκε με Απόφαση της Νομαρχίας Λέσβου (1777 / 6.2.1931). Ο Βασίλειος Ιακώβου διορίστηκε με Πράξη του Κοινοτικού Συμβουλίου (67/ 15.2.1931) και υπηρέτησε από 19 Φεβρουαρίου μέχρι και 31 Αυγούστου 1931. Βεβαίωσις Δήμου Αγιάσου / Αριθ. Πρωτ. 2011 / Εν Αγιάσω τη 9 Οκτωβρίου 1979.
  4. Υπηρέτησε από 25.6.1943 μέχρι 18.7.1945. Βεβαίωση Αγρονομείου Αγιάσου / Αριθ. Πρωτ: Α.Γ. 172 / Αγιάσος, 23 Φεβρουαρίου 1980.
  5. ΦΕΚ τ. Γ’ 53 / 28.2.1952.
  6. Διαταγή του Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Βοΐου Κοζάνης με Αριθ. Πρωτ. 722/ 5.4.1952.
  7. Διαταγή του Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Κοζάνης με Αριθ. Πρωτ. 2424/ 13.11.1953.
  8. Διαταγή ΥΠΕΠΘ με Αριθ. Πρωτ. 41674 / 26.8.1959.
  9. Διαταγή ΠΥΣΣΕ Νομού Λέσβου με Αριθ. 73 / 5.10.1959.
  10. Διαταγή της Β’ Γενικής Επιθεώρησης Στοιχειώδους Εκπαίδευσης με Αριθ. 755 / 16.5.1960.
  11. Διαταγή του Γενικού Επιθεωρητή Α’ Περιφέρειας Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Λέσβου με Αριθ.712 / 24.6.1967.
  12. ΦΕΚ τ. Γ’ 332 / 29.7.1976.
  13. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, Ιστορία του Αναγνωστηρίου Αγιάσου η Ανάπτυξις 1894 – 1975. Αθήνα 1975, σ. 86.
  14. Περ. «Αγιάσος» 23(1984), σ. 6.
  15. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 109.
  16. ό.π., σ. 148.
  17. Περ. «Αγιάσος» 24 (1984), σ. 8.
  18. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 142. Περ. «Αγιάσος» 15 (1983), σ. 15.
  19. Γ. Βαλέτα, Αιολική Βιβλιογραφία 1566 -1939. Αθήναι 1939, σ. 142 (970). Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου της νήσου Λέσβου. Τεύχος πέμπτον. Μυτιλήνη 1953, σ. 441. Σωτήρη Βουνάτσου, Τύπος και Αγιάσος. Περ. «Αγιάσος» 7 (1981), σσ. 2 – 3. Πρβλ. «Αγιάσος» 20 (1984), σ. 5. Αντώνη Πλάτωνος, Η ιστορία της λεσβιακής δημοσιογραφίας. Περ. «Μυτιλήνη» Δ’ (1991), σσ. 189 – 221, 204.
  20.  Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 160 (1117). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., 8 (1982), σ. 2. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σσ. 204,207.
  21. Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 169 (1190). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., σ.2,10 (1982), σ. 5. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σσ. 204, 208.
  22. Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 152 (1050). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., σ. 10 (1980), σ. 4. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σ. 207.
  23. Βλέπε σχετικά, Όμηρου Κοντούλη, Μια εποποιία. Εφ. «Ευθύνη» (Μυτιλήνης) 7 Μάρτη 1985 (48), σ. 2.
  24. Απόστολου Ε. Αποστόλου, Μνήμες. Αθήνα 1985, σ. 111.

Ευχαριστώ θερμά τον αγαπητό φίλο Κώστα Μίσσιο ,που ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημά μου και έθεσε στη διάθεσή μου φωτοαντίγραφα των εγγράφων του Συνταξιοδοτικού Φακέλου του Βασιλείου Ιακώβου, ο οποίος βρίσκεται στα Αρχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθώς επίσης και τον εκλεκτό συνάδελφο Γεώργιο Iακώβου για τις χρήσιμες πληροφορίες που μου έδωσε.


Βρισκόμαστε στο 1931, αρχή της τελευταίας προπολεμικής δεκαετίας, όταν ξυπνούν και δραστηριοποιούνται οι Αγιασώτες. Μια ομάδα ανήσυχων και προοδευτικών ανθρώπων με αυξημένο ενδιαφέρον και αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, γνώστες των προβλημάτων της, εισβάλλουν δυναμικά στο χώρο της δημοσιογραφίας. (Πάνος Κολαξιζέλης, Γ. Χατζηπαυλής, Θωμάς Βινικίου, Β. Ιακώβου, Π. Τζανετής, Ε. Παπασταματίου, Π. Χατζέλλης, Γ. Χατζημωυσής). Στο μικρό τυπογραφείο του χωριού, ανήκει στο δάσκαλο Βασ. Ιακώβου, και στη συνέχεια στα τυπογραφεία της Μυτιλήνης, εκδίδουν την εβδομαδιαία εφημερίδα «Αγιάσος», που εκτός από τα τοπικά νέα διαθέτει στήλη λογοτεχνική. Είναι η πρώτη και η πιο αξιόλογη εφημερίδα του χωριού, γι’ αυτό άλλωστε κατόρθωσε να επιζήσει για μια ολόκληρη δεκαετία. Μετά απ’ αυτήν ακολουθούν: «Η Λαϊκή Φωνή», που αργότερα μετονομάζεται σε «Ηχώ της Αγιάσου», ο «Παρατηρητής», η «Επαρχιακή», η «Αγροτοεργατική Φωνή της Λέσβου» και τα «Νέα της Αγιάσου».

(Αντώνη Πλάτωνος, Η ιστορία της λεσβιακής δημοσιογραφίας. «Μυτιλήνη» Δ’ (1991), σ. 204).
Φύλλο της εφημερίδας «Φουρτουτήρα» (μονόφυλλη, διαστάσεων 34X22), που εξέδιδε ο Βασίλης Ιακώβου. (Παραχωρήθηκε από τον Πάνο Πράτσο)
Φύλλο της εφημερίδας «Φουρτουτήρα» (μονόφυλλη, διαστάσεων 34X22), που εξέδιδε ο Βασίλης Ιακώβου. (Παραχωρήθηκε από τον Πάνο Πράτσο)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 69/1992