ΜΗ, ΚΥΡΙΕ, ΠΟΥΝΙΩ!

Στις αρχές του αιώνα ο Στρατής Κολαξιζέλης ή αλλιώς Κακάβης, στην πέμπτη τάξη, έτυχε να ‘χει μαθητή και το μετέπειτα δάσκαλο Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη. Τότες οι εκπαιδευτικοί ήταν σκληροί κι έδερναν τα παιδιά με το παραμικρό. Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο, έλεγαν. Μια μέρα ο παραπάνω δάσκαλος θύμωσε με το μαθητή του είτε γιατί τον ρώτησε κάτι και δεν το ‘ξερε είτε για κάποια αταξία. Η «βίτσα» δούλεψε στην ώρα της. Ο μικρός Χριστόφας τα χρειάστηκε. Τσίριξε, σπάραξε, αψοφώναξε, όπως ήταν και η συνήθεια. Μη, κύριε, πουνιώ! Μη μι χτυπάς, πουνιώ! Ο δάσκαλος σταμάτησε για λίγο κι απάντησε: Εμ τι θελς, να σι δέρνου τσι να θαρρείς πους τρως ιρζόγαλου;

ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 46/1988

ΧΑΖΙΡ ΝΑ ΓΕΝΣ!

Ο Μιλτιάδης Νουλέλης, ο γνωστός με το παρατσούκλι Σφήγκα, ήταν ευκατάστατος. Κοντά στ’ άλλα είχε κι ένα αγύριστο σωθύρι στα Πόταμα. Πάντοτε, ακόμα και σε κισιροχρονιές, είχε πράμα για πούλημα, προπαντός όμως κάστανα και απίδια όλων των ποικιλιών. Τα βαστούσε όσο μπορούσε, για να πιάσουν καλή τιμή.

Κάποτε τον πλησίασε ένας Αγιασώτης φρουτέμπορας, γνωστός ξικοζύγης, και του ζήτησε να δει τα κάστανα. Ο Μιλτιάδης δέχτηκε με προθυμία τον πήγε στο σπίτι του, όπου τα είχε απλώσει σε μια αυλή. Ο έμπορας τα είδε, του άρεσαν και ρώτησε πόσα την οκά, για να τ’ αγοράσει. Εδώ όμως τα πράματα άλλαξαν. Ο Μιλτιάδης πήρε σοβαρό ύφος κι απάντησε: Καλά, συ γύριψις να τα δεις μουνάχα, τώρα κατέβασις όρεξ’ α τα αγουράγς τσιόλας. Χαζίρ να γενς!

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 46/1988