ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ. Ο πλανόδιος λαϊκός ζωγράφος της Ρωμιοσύνης

Ο φουστανέλας ζωγράφος Θεόφιλος
Ο φουστανέλας ζωγράφος Θεόφιλος

Η περίπτωση του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του πλανόδιου λαϊκού ζωγράφου της Ρωμιοσύνης, απασχόλησε και εξακολουθεί ν’ απασχολεί, από τις αρχές κιόλας της περασμένης εκατονταετηρίδας ως τις μέρες μας, τους εργάτες της τέχνης, των γραμμάτων και της επιστήμης. Πρώτος καταπιάστηκε ευθυμογραφικά με το Θεόφιλο, ως ιδιόρρυθμο ζωγράφο, ο λόγιος και λαογράφος Γεώργιος Αδρακτάς, ο οποίος δημοσίευσε στο πανελλήνιας εμβέλειας «Εθνικόν Ημερολόγιον» (1901) του Κωνσταντίνου Σκόκου τη «χωριάτικη ιστορία», όπως την υποτιτλίζει, «Ο φουστανελλάς ζωγράφος», εικονογραφώντας την μάλιστα με πέντε γελοιογραφίες-σκίτσα, που φιλοτέχνησε ο νεαρός τότε ζωγράφος και χαράκτης Δημήτριος Γαλάνης. Πρώτος όμως μελετητής στάθηκε ο λαογράφος Κίτσος Μακρής με το πρωτόλειό του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο» (1939). Στη συνέχεια το ενδιαφέρον για το Θεόφιλο εκδηλώθηκε εντονότερα και η βιβλιογραφία πλουτίστηκε και συνεχίζει να πλουτίζεται ολοένα και περισσότερο με μονογραφίες, με άρθρα, με λευκώματα, με αφιερώματα, καθώς και με ενδιαφέρουσες αναφορές, μαρτυρίες και πληροφορίες, δικών μας και αλλοεθνών, ειδικών σε θέματα της τέχνης του χρωστήρα και μη. Στον κατάλογο αυτών οι οποίοι εστίασαν κατά καιρούς την προσοχή τους στο Θεόφιλο, ερευνητικά ή απλώς περιστασιακά, συγκαταλέγονται πολλοί και σημαντικοί χρυσικοί του λόγου και της τέχνης, όπως ο Γουναρόπουλος, ο Ουράνης, ο Μυριβήλης, ο Μελάς, ο Σικελιανός, ο Ελύτης, ο Βενέζης, ο Τόμπρος, ο Τσαρούχης, ο Σπητέρης και ο Σεφέρης, για να περιοριστώ σε ορισμένους μονάχα προδρομικούς, χωρίς να θέλω με αυτή την επιλεκτικότητα να υποτιμήσω τον πνευματικό μόχθο κανενός.

Παρ’ όλες τις φιλότιμες ερευνητικές προσπάθειες υπάρχουν ακόμη σκοτεινά σημεία στη ζωή και στο έργο του ζωγράφου. Το αποτέλεσμα είναι ν’ αναπαράγονται ως την εποχή μας παντοειδείς εικοτολογίες και ανακρίβειες, εναρμονιζόμενες με το συντηρούμενο «παραμύθι» του Θεόφιλου, το οποίο ως προς ορισμένα σημεία θα μπορούσε ν’ απολιπανθεί από την πλεονάζουσα λογοκοπία, χωρίς να χάσει την αίγλη του.

Ο Θεόφιλος, σύμφωνα με επίσημες καταχωρίσεις αρμόδιων θεσμοθετημένων οργάνων και υπηρεσιών της πολιτείας στη Μυτιλήνη (Δήμος, Νομαρχία, Στρατολογία) γεννήθηκε το 1871. Για το πού ακριβώς γεννήθηκε υπάρχει διχογνωμία. Από τους περισσότερους ως τόπος γέννησης θεωρείται η Βαρειά, το γραφικό αυτό προάστιο της Μυτιλήνης, όπου υπήρχε πύργος της οικογένειας του Θεόφιλου. Ήταν ένα από τα οχτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια, της φαμίλιας του τσαγκάρη Γαβριήλ Χατζημιχαήλ Κεφάλα – το βαφτιστικό με το πέρασμα του χρόνου υποκατέστησε το επώνυμο – και της Πηνελόπης, θυγατέρας του αγιογράφου Κωνσταντή Ζωγράφου, ο οποίος καταγόταν από τα Μοσχονήσια.

Ο Θεόφιλος υπήρξε εγγονός του αγιογράφου, αλλά δε γνωρίζουμε σίγουρα αν μαθήτεψε κοντά του και αν επηρεάστηκε απ’ αυτόν. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα παιδικά και για τα νεανικά του χρόνια είναι ελλιπείς και ανεξακρίβωτες. Επομένως δεν έχουμε σαφή γνώση για τα εγκύκλια μαθήματα που παρακολούθησε και για τις όποιες ασχολίες του. Βέβαιο πάντως είναι ότι μετά τη χειραφέτησή του πήρε των ομματιών του και ήρθε στη Σμύρνη, που ήταν πολυάνθρωπη πολιτεία, βασικά ελληνοχριστιανική, όπως και το Αϊβαλί, με έντονη παρουσία Μυτιληνιών. Οι λόγοι της αποδημίας του δε μας είναι γνωστοί. Ίσως να ήθελε ν’ απεγκλωβιστεί από ένα περιβάλλον απόρριψης, εμπαιγμού και χλεύης. Τον θεωρούσαν ονειροπαρμένο, μονόχνοτο, οκνηρό, ανεπρόκοπο, αχμάκη. Πολλά από αυτά που λέγονται για την εδώ περιπετειώδη ζωή του, για τις εκκεντρικές του ενέργειες και για τις καλλιτεχνικές του πραγματώσεις, δεν αποκλείεται να είναι συνηθισμένα μυθεύματα. Αναφέρεται ότι κυκλοφορούσε στο χώρο του Ελληνικού Προξενείου, αυτοπροσδιοριζόμενος «θυροφύλαξ», δηλαδή καβάσης, κλητήρας, φορώντας φουστανέλα, η οποία λειτουργούσε ως σύμβολο εθνικής λεβεντιάς και αντρειοσύνης. Αναφέρεται ακόμη ότι κάποτε, θέλοντας να υπερασπιστεί τη ζωή του Έλληνα προξένου, εναντίον του οποίου έγινε απόπειρα δολοφονίας, σκότωσε έναν Τούρκο, πράξη που τον ανάγκασε να φύγει από τη Σμύρνη και να έρθει στη Θεσσαλία και συγκεκριμένα στα χωριά του Πηλίου. Ενδιαφέρουσα και η πληροφορία που τον θέλει ερωτευμένο με κάποια κοπέλα, την Ειρήνη, την οποία όμως έκλεισαν τ’ αδέρφια της σε σχολείο καλογραιών, για να θέσουν τέρμα σ’ αυτή τη σχέση.

Από τη Σμύρνη ο Θεόφιλος έφυγε πιθανότατα το 1897, τη χρονιά που κηρύχτηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ίσως να του κέντρισαν το ανύπνωτο εθνικό φρόνημα η συνταραχτική είδηση της κατάληψης της Κρήτης και το συνακόλουθο ξεσήκωμα των απανταχού Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων και των αλύτρωτων της Μικρασίας και της πατρίδας του Λέσβου. Λέγεται ότι κατατάχτηκε σε αντάρτικό σώμα ως εθελοντής και ότι έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις του παράτολμου και ατυχούς πολέμου, στο Βελεστίνο και στο Δομοκό.

Στα πηλιορείτικα χωριά ο Θεόφιλος έμεινε τριάντα περίπου χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, σύμφωνα με μια από τις αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες. Εδώ ολοκλήρωσε το δεύτερο κύκλο της ζωής και των πραγματώσεών του στο χώρο της λαϊκής ζωγραφικής. Γνώρισε τον τόπο και τον αγάπησε. Ολοχρονίς γύριζε με τα σύνεργα της τέχνης του, για να ικανοποιεί το μεράκι της ψυχής του και για να εξασφαλίζει παράλληλα την καθημερινή του επιβίωση. Παντού άφησε ζωγραφιές του, σε σανίδια, σε τενεκέδες, σε σπίτια, σε αρχοντικά, σε μαγαζιά, σε μύλους. Χαρακτηριστικές αυτές που φιλοτέχνησε στον Άνω Βόλο, στο αρχοντικό του Γιάννη Κοντού, ο οποίος του συμπαραστάθηκε με πολλή αγάπη.

Το 1927, παρακινημένος πιθανότατα από τη νοσταλγία, αλλά και από ένα ατύχημα που του προκάλεσε κάποιος γκρεμίζοντάς τον από τη σκάλα, στην οποία ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, επέστρεψε στο νησί του. Εντωμεταξύ πολλά είχαν συμβεί, πολλά είχαν αλλάξει. Η Λέσβος είχε απελευθερωθεί το 1912 από τον τούρκικο ζυγό και δυο χρόνια αργότερα είχε ενσωματωθεί στον κορμό της μητέρας πατρίδας. Ο ελληνισμός της Μικρασίας είχε πάρει το δρόμο της προσφυγιάς μετά το χαλασμό του 1922 και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επουλώσει τις πληγές του.

Το 1929 συνάντησε στη Μυτιλήνη το Θεόφιλο ο διαπρεπής Λέσβιος τεχνοκρίτης και εκδότης καλλιτεχνικών βιβλίων και περιοδικών Στρατής ΕλευΘεριάδης-Teriade, ο οποίος ανέπτυσσε τη δράση του στο Παρίσι, όντας φίλος μεγάλων καλλιτεχνών, όπως ο Ματίς, ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Τζακομέτι και άλλοι. Του ζήτησε να φιλοτεχνήσει ζωγραφιές, προσφέροντάς του τα υλικά, πανί κάμποτ και χρώματα. Η συμφωνία αυτή ίσχυσε και ο αμητός της στάθηκε πλούσιος και επωφελής για τον τόπο μας.

Στη Λέσβο ο Θεόφιλος συνέχισε τον τρόπο της ζωής του, ολοκληρώνοντας το στερνό κύκλο της δημιουργικής περιόδευσης. Έχοντας ως ορμητήριο την πρωτεύουσα, επισκεπτόταν τακτικά τις κωμοπόλεις και τα χωριά, για ν’ αποτυπώσει την τέχνη του, όπου έβρισκε πρόσφορη επιφάνεια, σε τοίχους, σε σανίδια, σε τενεκέδες, σε χαρτόνια. Φιλοτέχνησε έργα παντού, σε σπίτια, σε πύργους, σε καφενεία, σε μαγαζιά, αλλά πολλά από αυτά, όπως ήταν φυσικό, καταστράφηκαν με την πάροδο του χρόνου.

Οι ζωγραφιές του Θεόφιλου ξεφεύγουν από τα ασφυχτικά πλαίσια της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Είναι ξεχείλισμα ψυχής που συντηρείται από τη βρυσομάνα της εθνικής παράδοσης και του λαϊκού μας πολιτισμού. Διακριτικά τους γνωρίσματα η απλότητα, η αφέλεια, η φυσικότητα, η εκφραστική ποικιλία και η ποιότητα, ο αυθορμητισμός, η καλή χρήση του φωτός. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος είναι κατά κανόνα δικής του μείξης και παρασκευής. Οι ιδιόγραφες λεζάντες των έργων του, με ορθογραφικά σφάλματα και με σολοικισμούς, άλλοτε σύντομες και άλλοτε αναλυτικές, μαρτυρούν τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του, αλλά παράλληλα και τον πλούτο και τη ζέση της καρδιάς του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εκτός των άλλων, η ολίσθησή του στον ταυτισμό με πρότυπά του, με το Μεγαλέξαντρο και με αγωνιστές του ’21 και όχι μόνο, η αξιοποίηση χαλκογραφιών, χαλκομανιών, εικονογραφημένων δελταρίων, χρωμολιθογραφιών και φωτογραφιών, με δυνατότητα αισθητής απεξάρτησης, καθώς και ο ετεροχρονισμός, που είναι έκδηλος π.χ. στο έργο «Ο ναύτης και η Ευρυδίκη», στο οποίο συνταιριάζεται το παρόν με το απώτερο παρελθόν.

Θεματολογικά ο Θεόφιλος φιλοτέχνησε ζωγραφιές, οι οποίες πιστοποιούν το ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων και υποδηλώνουν τις ιδέες του, τη φυσιολατρία του, τη θρησκευτικότητά του, την προσήλωσή του στην εθνική παράδοση, το φλογερό πατριωτισμό του, τον έντονο τοπικισμό του και την άδολη αγάπη του προς τον άνθρωπο.

Εμπνευσιακά ο Θεόφιλος αντλεί τα θέματά του από την αρχαία ελληνική μυθολογία και φιλολογία, από τη βυζαντινή ιστορία, από τους χρόνους της Τουρκοκρατίας και από την Επανάσταση του 1821, από τη νεότερη ελληνική ιστορία, από την παγκόσμια ιστορία, από τη χριστιανική παράδοση, από τη ζωή και από τη δράση των γεωργών, των ποιμένων, των αλιέων και των κυνηγών, από το χώρο των επαγγελμάτων, από τα πανηγύρια και από τα γλέντια. Ιδιαίτερη σημασία έχουν εξάλλου και οι τοπιογραφικές επιδόσεις του Θεόφιλου, καθώς και οι προσωπογραφίες επώνυμων, αλλά και χαρακτηριστικών τύπων, που φιλοτέχνησε με μεράκι.

Τα έργα του Θεόφιλου φυλάγονται σε μουσεία, σε πινακοθήκες, σε ιδιωτικές συλλογές. Ίσως κάποια έργα του να μην έχουν ακόμη εντοπιστεί, να μην έχουν δηλωθεί και να μην έχουν γίνει γνωστά. Από τους χώρους μόνιμης έκθεσης και διατήρησης έργων αξίζει να μνημονεύσουμε το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά. Το μουσείο αυτό ιδρύθηκε, με δαπάνες του Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, στο προάστιο Βαρειά και στη συνέχεια δωρήθηκε στο Δήμο Μυτιλήνης. Λειτουργεί από το 1965. Ο Teriade το στόλισε με 86 πίνακες, οι οποίοι ανήκαν στην ιδιωτική συλλογή του και φιλοτεχνήθηκαν από το Θεόφιλο κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πίνακες του Θεόφιλου εκθέτονται και στο πλησιόχωρο Μουσείο – Βιβλιοθήκη Στρατή ΕλευΘεριάδη-Teriade. Έργα όμως του Θεόφιλου σώζονται και αλλού, όπως π.χ. στο καφενεδάκι, που λειτουργούσε άλλοτε στην Καρύνη της Αγιάσου, για τις ζωγραφιές των τοίχων του οποίου έγραψαν ο Κώστας Ουράνης και αργότερα ο Στρατής Μυριβήλης, στη νουβέλα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», και για τις οποίες όψιμα εκδήλωσε το σωστικό της ενδιαφέρον η πολιτεία.

Ο Θεόφιλος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής. Ήταν άνθρωπος ονειροπόλος, με φλογερή εφηβική καρδιά ως το γέρμα του βίου του. Ήταν καλοσυνάτος, ταπεινός, απερηφάνευτος, απείραχτος, ανεξίκακος. Γνώρισε δυσκολίες, εξευτελισμούς, βάσανα, πειράγματα, κάποτε κακόγουστα, και έλλειψη συμπόνιας. Έζησε παρεξηγημένος, γιατί η συμπεριφορά του σε αρκετές περιπτώσεις λογιζόταν αποκλίνουσα, αφού κυκλοφορούσε ως τσολιάς, παρακινημένος από το μεράκι της εθνικής αντρειοσύνης, αφού μασκαρευόταν αποκριάτικα Μεγαλέξαντρος, αφού συγκροτούσε «στρατό» από μικρά παιδιά, εξοπλίζοντάς τα με ψεύτικα κοντάρια και σπαθιά, με χαρτονένιες περικεφαλαίες και ασπίδες, αφού διηγόταν ως παραμυθάς απίθανες ιστορίες των απελευθερωτικών αγώνων του Έθνους.

Ο Θεόφιλος πέθανε στις 26 του Μάρτη του 1934 στη Μυτιλήνη, στο σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, το οποίο σώζεται ως τις μέρες μας στην οδό Δήλου 27, στο Βουναράκι. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να ξεπεράσει η φήμη του τα σύνορα της Ελλάδας. Ο κατατρεγμένος φουστανελάς ζωγράφος δεν ήταν δυνατό να φανταστεί πως θα υπήρχαν άνθρωποι που θα διέβλεπαν την αξία του και πως οι μεταγενέστεροι θα τον τιμούσαν όσο δεν τίμησαν κανένα λαϊκό μας ζωγράφο.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 146/2005

«Ο Θεόφιλος μπήκε στις καρδιές των ανθρώπων και στα μεγάλα σαλόνια. Μπήκε στο Λούβρο με το τσουβαλάκι, τα σύνεργά του κι από κει σίκτίρει τους ακατάδεχτους επικριτές του να γλείφουν εκεί που φτύσανε. Αυτούς που εμπορεύτηκαν την τέχνη του και τη στέρησαν απ’ το λαό, το λαό που πλήρωσε το Θεόφιλο με αγάπη και στοργή».
(Στρατής Αναστασέλλης, Ο φίλος μου ο Θεόφιλος, Κείμενα, Αθήνα 1981, σ. 28).

 

ΧΡΙΣΤΟΦΑΣ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΣ. Ο άνθρωπος, ο αγωνιστής, ο φωτογράφος

Default 1
Ο Χριστόφας Ιωάννου Κουρβανιός (δεξιά) με το συστρατιώτη κουμπάρο του Βασίλειο Ευστρατίου Χριστοφαρή ή Καμπά, παλαιό καπιστρά της Αγιάσου. (Ξάνθη, 31-12-1925. 41ο Σύνταγμα Πεζικού, 6ος Λόχος).
Ο Χριστόφας Κουρβανιός είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο το 1900, αλλ’ η επίσημη ληξιαρχική του καταχώριση έγινε πέντε χρόνια αργότερα ή από αμέλεια ή από πρόθεση εξυπηρέτησης κάποιας σκοπιμότητας. Ήταν παιδί του Γιάννη Κουρβανιού και της Κλεονίκης Χατζηνικολάου. Εξ απαλών ονύχων μπήκε στη βιοπάλη και όταν αντρώθηκε άσκησε το επάγγελμα του ζαχαροπλάστη και παράλληλα του φωτογράφου και του πωλητή κρατικών λαχείων.
Από το γάμο του με τη Βασιλική Θεοδώρου Βαλέτσα απόκτησε τρεις γιους και δυο θυγατέρες, το Γιάννη, που έγινε και αυτός ζαχαροπλάστης, τον πολυτάλαντο φίλο μας Γρηγόρη, μακαρίτη από το 1985, που εργάστηκε ως μουσικός, ως φωτογράφος και ως επιστάτης του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου, το Στρατή, ανάπηρο πολέμου και πρόεδρο του Παραρτήματος Π.Ε.Α.Ε.Α. Αγιάσου, τη Μαριάνθη Ανθιμοπαναγιώτη Γυρέλη και την Κλεονίκη Φωτίου Ρουγκέλη. Ευτύχησε να πάρει στην αγκαλιά του και να κανακέψει εγγόνια και δισέγγονα.
Default 4
Ο Χριστόφας Ιωάννου Κουρβανιός, κρατώτας στα χέρια του το νεοφώτιστο δισέγγονό του Νικόλαο Βαΐου Μπαλκίζα, φωτογραφίζεται μπροστά στην ωραία πύλη του ιερού ναού της Παναγίας Αγιάσου (1972). Διακρίνονται, αριστερά, η μητέρα του παιδιού, εγγονή του, Δήμητρα Ιωάννου Κουρβανιού, η ανδραδέλφη της Ελένη και ο ανάδοχος. Δεξιά, διακρίνονται, ο Βάιος Νικολάου Μπαλκίζας με τη μητέρα του Χρυσούλα, με την εξαδέλφη της συζύγου του Ευστρατία Φώτη Ρουγκέλη και με την κουνιάδα του Νίκη Ιωάννου Κουρβανιού… (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Βασιλική Γρηγορίου Κουρβανιού)
Ο Χριστόφας Κουρβανιός ήταν άνθρωπος καλοσυνάτος, αξιοπρεπής, φιλόπονος, συνεπής. Ήταν καλός οικογενειάρχης, στοργικός πατέρας, έντιμος επαγγελματίας. Το κατάστημά του, Ζαχαροπλαστείον «το Μπουκέτο», βρισκόταν λίγο πιο πάνω από την αρχή του δρόμου προς το Σταυρί, κοντά στα άλλοτε συστεγασμένα Φαρμακεία του Πάνου Ευαγγελινού και του Γιάννη Χατζηλεωνίδα. Στον ίδιο δρόμο, αρκετά μέτρα ψηλότερα, απέναντι από το κατεδαφισμένο από πέρυσι Καφενείο του Παναγιώτη Παπαπορφυρίου (Γράμμη), λειτούργησε επί πολλά χρόνια και το Ζαχαροπλαστείο του γιου του Γιάννη. Τα ζαχαροπλαστεία τον παλιό καιρό ήταν πόλοι έλξης για μικρούς και για μεγάλους, αλλά και δυσπρόσιτα, γιατί τα χρήματα ήταν μετρημένα. Απαγορευμένα για τους νεαρούς λιχούδηδες ήταν ακόμη και τα γλυκά του σπιτιού, τα φυλαγμένα στα κατάκλειστα «γυαλουντόλαπα». Γι’ αυτό και ξεσπούσαν, ανάλογα με την εποχή, στις ξινήθρες, στα «τζανιρίκια», στα τσάγαλα, στις «πιτραμίθρες», στους «κατράδες», στα καρύδια, στα μύγδαλα, στα κάστανα, στα κυδώνια και σε τόσα άλλα γεννήματα της μάνας γης…

 

Ως φωτογράφος ο Χριστόφας Κουρβανιός δεν ανήκει βέβαια στους μεγάλους τεχνίτες. Δεν είχε ειδικά οργανωμένο εργαστήριο. Η φωτογραφική ήταν γι’ αυτόν πάρεργο. Παρ’ όλα όμως αυτά ο φακός του απαθανάτισε πολλά πρόσωπα, πολλά στιγμιότυπα. Αναρίθμητες μικρόσχημες φωτογραφίες, με τη σφραγίδα του πίσω, γλυκερά θυμητάρια του παρελθόντος, έχουν αποτυπώσει, στην Αγιάσο αλλά και αλλού, στιγμές του χρόνου που κυλά ασταμάτητα στο ατέρμονο χωνευτήρι της αιωνιότητας. Μαθητής και συνεχιστής του ο γιος του Γρηγόρης, που με τις άοκνες προσπάθειές του πλούτισε το φωτογραφικό αρχείο του Αναγνωστηρίου…

 

Ο Χριστόφας Κουρβανιός ήταν άνθρωπος με δημοκρατικές αρχές, με προοδευτικό προσανατολισμό. Αγάπησε το Αναγνωστήριο. Οργανώθηκε στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Στα χρόνια της μισαλλοδοξίας και του κατατρεγμού ήταν στο στόχαστρο, όπως και τόσοι άλλοι. Ο γιος του μάλιστα Γιάννης γνώρισε και το «εξυγιαντήριο» της Μακρονήσου…

 

Προπολεμικά ο Χριστόφας Κουρβανιός έδωσε το «παρών» και στο αγιασώτικο καρναβάλι, ως σατιρογράφος και συγχρόνως ως εκφωνητής. Αναφερόμενος στα κοινοτικά ουρητήρια, τα οποία βρίσκονταν στο Χάνι, καθώς προχωρούμε από την πλατεία της Αγοράς, και που τα κατάργησε, χωρίς όμως να δημιουργήσει άλλα, ο πρόεδρος της Κοινότητας Παναγιώτης Ευστρατίου Χατζηεμμανουήλ (1883-1937), είπε τα παρακάτω, καταπώς με πληροφόρησε ο Στρατής Χατζηχρυσάφης, ανταποκριτής του περιοδικού «Αγιάσος» στο Sydney, σε συνάντησή μας στην ιδιαίτερη πατρίδα, στις 14-8-1993:

 

Θιος σχουρέσ’ τουν τουν άθριπου, ας ήνταν τσι μπικρής

 

τσ’ ας μην αφήτσι τόπου, να κατουρήσ’ κανείς!

 

Θιος σχουρέσ’ τουν τουν άθριπου, ας ίπνι τσι ρατσί

 

τσ’ ας μ’ έκανι τσι μένα να χέσου του βρατσί!

 

Ο Χριστόφας Κουρβανιός άφησε τη στερνή του πνοή στη γενέτειρά του το 1983, πλήρης ημερών. Στο πέρασμά του από τη ζωή έμειναν χνάρια, που συχνά πυκνά δρομολογούν το τρεχαντήρι της μνήμης και ανοίγουν τους ορίζοντες των συνειρμών…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 126/2001

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

Ψάχνοντας κάποιο παραμελημένο συρτάρι, σταμάτησα για λίγο, καθώς βρέθηκα μπροστά σε ανάκατες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, από τα παλιά. Διερωτήθηκα πώς τις είχα αφημένες έτσι. Τις άπλωσα στο τραπέζι και, καθώς ήμουν ήρεμη εκείνη τη στιγμή, μαγνητίστηκα από την αλλοκαιρινή γοητεία, μπροστά σε πόζες, τραβηγμένες στο σπίτι ή στο φωτογραφείο εκείνων των καιρών.
Default 2
Ο γραφικός λαϊκός ζωγράφος και περιοδεύων φωτογράφος Γρηγόρης Γεωργίου Λημναίος, καταγόμενος από το Δικελί της Μικράς Ασίας, ποζάρει, στο γέρμα του ανήμπορου βίου του, μπροστά στα κάγκελα του Γυμνασίου της Μυτιλήνης.(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
 

Η αξία της φωτογραφίας σε όλο το μεγαλείο της. Η ομορφιά κάποιων άλλων καιρών, στο διαχρονικό ασπρόμαυρο, λες και ήθελε να μου μιλήσει. Να μου πει ιστορίες και γεγονότα από τα παλιά, να παραπονεθεί, γιατί την παραμέλησα στο βαθύ καρυδένιο συρτάρι. Φωτογραφίες του αδικοχαμένου μου παππού, του Μιλτιάδη Δημητρίου Χουτζαίου, καθώς του στέρησε τη ζωή ένας συγχωριανός του, στα 27 του χρόνια… Τις τράβηξε ο αδελφός του, ο μεγάλος φωτογράφος της αλλοτινής εποχής, ο Σίμος Χουτζαίος. Απλωμένες οι φωτογραφίες στο τραπέζι, με φέρνουν πίσω και προσπαθώ να πλησιάσω πρόσωπα και βλέμματα, που ίσως μου πούνε ιστορίες από το χτες, γνωστές και άγνωστες.
 

 

Θυμάμαι κάποια πόζα, που μας τράβηξε, όταν ήμαστε παιδιά, ένας πολύ καλός φωτογράφος, μέσα στην αυλή του εργαστηρίου του. Είχε μια φωτογραφική μηχανή τρίποδη, με ένα κουτί ψηλά και με φακό σκεπασμένο με ένα μαύρο μανίκι. Ήταν ο Στρατής Καμπάς, πολύ μερακλής στη δουλειά του. Θυμάμαι πως παιδευόταν ώρα πολλή, για να είναι τέλεια η φάτσα που θα απεικόνιζε στο γυαλιστερό χαρτί… Δίπλα του είχε και ένα κουβαδάκι με νερό, για να ξεπλένει τις φωτογραφίες. Έλεγε ένα σωρό αστεία, ελπίζοντας ότι θ’ αποσπάσει ένα αμυδρό χαμόγελο από τα φοβισμένα μεταπολεμικά παιδιά και ότι θα έχει τέλειο αποτέλεσμα στη δουλειά του. Ένα βρακοφόρο άνδρα θυμάμαι πως τον παίδευε αρκετή ώρα, για να τον καταφέρει ν’ αγκαλιάσει ελαφρά τη βρακοφόρα γυναίκα του στον ώμο, καθώς αυτός αντιδρούσε, επηρεασμένος από την τούρκικη νοοτροπία που τον βάραινε τόσα χρόνια. Ίδρωνε και ξαναΐδρωνε ο Καμπάς, ώσπου να καταφέρει το «χουιλού» τον Αγιασώτη, ν’ αλλάξει πόζα στη φωτογραφία του.
 

 

Άλλος μερακλής στη φωτογράφηση ήταν ο στρουμπουλός Προκοπής Κουρκουλής, με τα φανταχτερά κοντομάνικα πουκάμισα, δώρα του φίλου του, του μετανάστη… Πανταχού παρών, σε κάθε εκδήλωση, στην κλειστή συντηρητική κοινωνία της Αγιάσου, καλαμπουρτζής και αθυρόστομος. Στο ιλουστρασιόν χαρτί, με ασπρόμαυρο μοτίβο απεικόνιζε ό,τι φεύγει από τη σύντομη ζωή μας και δεν ξαναγυρίζει πια.
 

 

Αντίζηλος του Κουρκουλή ο χαρισματικός Στρατής ο Χουτζαίος. Ανέβαινε από τη Μυτιλήνη, ακόμη και μέσα στα χιόνια, στην αγαπημένη του Αγιάσο, και ήταν κι αυτός κοσμαγάπητος. Σπεσιαλίστας στη δουλειά του, με μεγάλη υπομονή, φωτογράφιζε κάθε εβδομάδα τους γιους μου, για να έχω πάντα ζωντανές τις μορφές τους μέσα από τις φωτογραφίες τους. Ήταν τότε που τα παιδιά γελούσαν ανέμελα και δεν ήταν φοβισμένα από τραυματικά γεγονότα, που κάποτε πλήγωσαν κάποια άλλα… Πάντα αναρωτιόμουνα, όταν έβλεπα στις παλιές φωτογραφίες μια βλοσυρή δασκάλα και γύρω της αγέλαστα, συνοφρυωμένα παιδιά, που τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, κατά τον ποιητή…
 

 

Ακολουθεί ο Δουκάκης ο Χουτζαίος, πρόσφατα μακαρίτης, αεικίνητος και σεβνταλής για τη δουλειά του. Μάλλον προσπαθούσε να βαδίζει στα χνάρια του πατέρα του, του Σίμου. Του φωτογράφου των προπάππων, των πάππων και των πατεράδων μας, του καλλιτέχνη των ιστορικών και λαογραφικών φωτογραφιών, κάποιες από τις οποίες διασώθηκαν στο λεύκωμα που κυκλοφόρησε πριν από χρόνια. Σε γυρίζουν πίσω, στο πέρασμα του χρόνου, και ζεις νοερά σε άλλες μακρινές εποχές…

Default 5
Ο Δουκάκης-Στυλιανός Σίμου Χουτζαίος (1926-2005) έκλεισε την οικογενειακή παράδοση της καλλιτεχνικής, ιστορικής και λαογραφικής φωτογραφίας. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Αργυρώ Δουκάκη Χουτζαίου)
Άλλος χαρισματικός του είδους του ήταν ο Μυτιληνιός Γρηγόρης Λημναίος, γνωστός με το απαξιωτικό παρατσούκλι «Γλίτζους», λάτρης της αγιασώτικης γενιάς. Κατέγραψε ήθη, έθιμα, λεσβιακά τοπία και πρόσωπα.
 

 

Στη δεκαετία του ’60 κι αργότερα οι φωτογράφοι δεν προλάβαιναν να ξεκουραστούν, καθώς οι υποψήφιοι μετανάστες χρειάζονταν φωτογραφίες. Τα υπερατλαντικά προξενιά μόνο με το φωτογραφικό φακό έφερναν από κοντά τα ζευγάρια από τις μακρινές πατρίδες του πλανήτη μας. Κάποτε ο Κουρκουλής, φωτογραφίζοντας μια κακομούτσουνη κοπέλα, από την Αγιάσο, της είπε: Γέλασι, μουρή Μαρ’γούλ’, μη σι δει γι Αμιρικάνους τσ’ απουχ’πήσ’! Όταν ετοίμασε τη φωτογραφία και την είδε αυτή, του είπε: Ρε Κουρκουλή, γω είμι έγιουτ’; Μη χειρότιρα! Κι ο Κουρκουλής της απάντησε: Εμ μηδί Θιος ένι μπόρισι α σι σ’νιφέρ’, γω θα σι σουλουπώσου!
 

 

Αργότερα κυκλοφόρησαν στο εμπόριο οι πρώτες μικρές φωτογραφικές μηχανές. Κάποτε ο πατέρας μου, με μια τέτοια μηχανή μας πήγε τα παιδιά, να φωτογραφηθούμε στα Κουρκουλούτσια. Εγώ είχα πολύ βήχα, θυμάμαι, και καθώς ήθελε να στείλει τις φωτογραφίες στο θείο μας στη Νέα Υόρκη, για να δει τα κοστουμάκια μας, που αυτός μας τα έστειλε, νευρίασα τον πατέρα μου και μου έδωσε ένα χαστούκι, που με πλήγωσε στην ψυχή, καθώς ήμουν 8-9 χρόνων μόνο. Ποτέ δεν ήθελα να με κακομεταχειρίζονται οι μεγάλοι. Αυτή η φωτογραφία πάντα με γυρίζει πίσω και με λυπεί. Τα οικογενειακά λευκώματα μάς ταξιδεύουν στο κοντινό και στο μακρινό παρελθόν και μας κάνουν να ξαναζούμε νοερά στιγμές όμορφες και άσχημες, κοντά στα αγαπημένα μας πρόσωπα, που δε ζουν πια. Μας κάνουν να πιστεύουμε πως ο ιστός της ζωής μας είναι πολύ λεπτός και εύθραυστος και πως η αξία της ασπρόμαυρης διαχρονικής φωτογραφίας είναι ό,τι πιο πολύτιμο για τις μετέπειτα γενιές. Αυτό συνέβαινε, όταν η τεχνολογία δεν είχε να μας χαρίσει κάμερες και έγχρωμες παραστάσεις της ζωής, αλλά και ούτε την οθόνη της TV, για να ξαναζωντανεύει ανθρώπους και υποθέσεις, που έχουν γραφεί στο μακρινό παρελθόν.
 

 

Αποδίδουμε φόρο τιμής στους αξέχαστους φωτογράφους, που ακούραστα περπάτησαν τα ανηφορικά καλντερίμια της πανέμορφης παραδοσιακής μας Αγιάσου, για να χαρίσουν στους μετέπειτα αναμνήσεις και συγκινήσεις μέσα από το ασπρόμαυρο χαρτί της τέχνης τους με την αλλοκαιρινή γοητεία του.

ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ – ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 160/2007

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΑ

75_1993_3Αξιόλογα φωτογραφεία λειτούργησαν στο νησί μας από τα τέλη του περασμένου αιώνα ως τις μέρες μας. Φωτογράφοι καλλιτέχνες, με μέσα ελλιπή ή εξελιγμένα, δέσμευσαν από το ξέμακρο και το κοντινό παρελθόν γεγονότα, μαγευτικά τοπία, στιγμές της καθημερινής ζωής, γραφικούς τύπους, ψυχικές καταστάσεις… Μερικοί από δαύτους ήταν και ζωγράφοι και μπορούσαν με την τέχνη του χρωστήρα τους να επεμβαίνουν, αν το ήθελε ο πελάτης, στο έργο του φακού και της φωτογραφικής πλάκας, προπαντός στις μεγεθύνσεις.
Πολλοί οι Λέσβιοι φωτογράφοι, επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Δύσκολο να τους καταγράψει κανείς και να αξιολογήσει την προσφορά τους. Ενδεικτικά μόνο σημειώνω από τους παλαιούς τον Ιωάννη Χατζηδανιήλ, τον Τσεχοσλοβάκο Fritz J. Mraz, τους Αγιασώτες Σίμο Χουτζαίο (1873-1967)¹ και Στρατή Χριστοφαρή (Καμπά), τον Ασωματιανό Παναγιώτη Πολυχρόνη² και τον Αγιαπαρασκευώτη Γεώργιο Βουγιούκα (G. Boucas) (1870-1941), που έδρασε στη Σμύρνη, στο Λονδίνο και στην Αθήνα…

75_1993_1 75_1993_2

Δε χορταίνεις να βλέπεις τις φωτογραφίες τους. Είναι γλυκά θυμητάρια, που κεντρίζουν το νου, που δονούν τις χορδές της καρδιάς, που κρικελώνουν με το παρελθόν… Όλα μαρτυρούν ευαισθησία και μεράκι, ακόμα και οι φίρμες των εργαστηρίων στο χαρτόνι των φωτογραφιών. Δεν είναι μόνο πιστοποιητικά πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και μέτρο καλαισθησίας. Σήμερα αυτά από τους περισσότερους θεωρούνται πολυτέλεια. Η φωτογραφία συνήθως παράγεται μαζικά με μέσα προηγμένης τεχνολογίας. Διατηρεί και αυτή, όπως και τόσα άλλα προϊόντα, την ανωνυμία της…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Κοίτα, Δουκάκη Σίμου Χουτζαίου, Λεσβιακές φωτοσκιές. Σ. Χουτζαίος 1873-1967. Μυτιλήνη 1982.
  2. Μίλτη Χ. Παρασκευαΐδη. Πώς πήρε τα πρωτεία στον καλλιτεχνικό ορίζοντα του Λονδίνου, της Σμύρνης και της Αθήνας ο Αγιαπαρασκευώτης φωτογράφος Γεώργιος Μπούκας (1870-1941). Περ. «Ηχώ Αγίας Παρασκευής Λέσβου» 60 (1984), σσ. 3-8.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 75/1993