ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ

Α. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

… Χριστούγεννα! Η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης! Όμορφη, νοσταλγική. Ολονών η καρδιά χτυπά τούτες τις μέρες κάπως διαφορετικά. Νιες και νιοι, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, όλοι αισθάνονται αλλιώτικα. Όπου κι αν πας, όπου κι αν σταθείς, στην πιο απόμερη γωνιά της ελληνικής γης κι αν σταματήσεις, αυτές τις μέρες κάτι διαφορετικό θα δεις να γίνεται. Κάτι που σε παίρνει από τη μονοτονία της καθημερινότητας και σε πάει σε κόσμους άλλους. Κάτι που σε ξανακάνει παιδί, σε γεμίζει νοσταλγία και αγάπη, σου ανοίγει την καρδιά διάπλατα, την κάνει πιο τρυφερή. Κάτι το μεγάλο!…

Είναι λοιπόν δυνατόν να μη χτυπήσουν και στην Αγιάσο τούτες οι μέρες κάποια άλλη νότα; Στην Αγιάσο τη σπινθηροβόλα, την πνευματική, την όμορφη, την εφευρέτρα; Η Αγιάσος η θρησκευτική δε θα ενσωματωθεί με τις μέρες αυτές, για να τις γιορτάσει με όλο της το είναι; Όμορφα και ζεστά έθιμα! Ρομαντικά, νοσταλγικά! Πρόσωπα χαρούμενα! Καρδιές γελαστές. Μερακλίδικες προετοιμασίες….

Παραμονές Χριστουγέννων! Όλοι σε αναβρασμό. Μικροί και μεγάλοι. Μοσκομυρίζονται και καθαρίζονται τα σπίτια. Συγχαίρονται κι αυτά, μαζί με τους νοικοκύρηδές τους, τις γιορτές αυτές τις μεγάλες. Αγοράζονται, από τα μπακάλικα, τα υλικά για τα γλυκά που θα φτιάξει κάθε σπίτι και όλα τα απαραίτητα, για το γιορτινό φαγοπότι.

Ρούχα και παπούτσια, σε πρώτη γραμμή. Και φτάνουμε στο κυριότερο. Στο κρεατικό. Νήστευε ο κόσμος τότες και το περίμενε πώς και πώς! Παραμονές Χριστουγέννων, σφαζόντουσαν πολλά ντόπια γουρούνια, για το κρέας της φαμελιάς. Απ’ αυτό παστώνανε το λαρδί (χοιρινό) σε ξύλινα βαρέλια. Τούτο το είχανε για αργότερα, που τρώγεται ψημένο ή και ωμό και είναι ένας θαυμάσιος μεζές. Επίσης γεμίζανε και μακριά, μοσκομυριστά λουκάνικα.

Παραμονή Χριστουγέννων και η οικογένεια όλη ετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή. Τα ζεστά μελωμένα φνίτσια, τα πασπαλισμένα με ψιλοκομμένο καρύδι, και με την καρυδοπαπούδα, στο μέσον, μοσκοβολούν στο αρμάρι. Τα ρούχα, σιδερωμένα και κολαρισμένα, περιμένουν στην κρεμάστρα το ξημέρωμα. Τα παπούτσια, καλογυαλισμένα, αστραποβολούν. Απόψε, θα κοιμηθούν νωρίς, γιατί με την αύριο θα ξυπνήσουν χαράματα, για να παν στην εκκλησιά. Κάλαντα τούτες τις μέρες, παλιά δε λέγανε, ούτε την Πρωτοχρονιά. Τα ‘λεγαν μόνο την παραμονή των Φώτων.

Β. ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Παραμονές Πρωτοχρονιάς και δε θα βρεις Αγιασώτισσα, που να μην είναι ανασκουμπωμένη μέχρι τους αγκώνες, και γεμάτα ζύμες τα χέρια της. Φτιάχνουν τις βασιλόπιτες και βιάζονται να τις παν στο φούρνο, που κι αυτός δουλεύει τώρα ασταμάτητα. Τις βασιλόπιτες παλιότερα τις κάνανε όλοι σχεδόν « αλπανάβατις », με τα φύλλα. Αυτές γίνονται από φύλλα ζύμης, που άνοιγαν με την ματσόβεργα πάνω στο σοφρά. Τα έβαζαν το ένα πάνω στο άλλο και ανάμεσά τους μπόλικη κανέλα και άλλα μπαχαρικά, και βέβαια ζάχαρη.

Τα τελευταία χρόνια όμως, όλο και χάνει έδαφος η παραδοσιακή αυτή λιχουδιά, λόγω του ότι είναι δύσκολη λίγο στο φτιάξιμό της (ποιός ανοίγει φύλλο σήμερα;) και γιατί είναι κάπως βαρυστόμαχη. Τη θέση της πήρε σήμερα η «ανιβατή», που κάνουμε με προζύμι και που ‘ναι, όπως αυτή που συνηθίζεται στις μέρες μας.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς επίσης θα πάρουν και το «αμίλητο νερό». Θα τρέξουν οι νιες σε μια βρύση έξω (στου Ηλιογραμμένου, στου Μπαχτσέ και αλλού) και θα γεμίσουν το κουμάρι τους νερό, χωρίς όμως να βγάλουν μιλιά στο δρόμο. Χρειάζεται κι αυτό για το ποδαρικό.

Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς και γέμιζαν τ’ Αγιασώτικα σοκάκια με φωνές παιδικές: «Πουδαρκό μι τουν Άγιου Βασίλ’». Να πώς μας το λέει η Ειρήνη Καμπούρη το ποδαρικό. «Ανήμερα τ’ Αγιού Βασλιού, ταχτέρ ταχτέρ, τα μουρά παίρνιν απ’ τις ακκλησιές ένα ακόνισμα τσι γυρίζιν στα σπίτια τσι φουνάζιν: «Πουδαρκό για τουν Άγιου Βασίλ’». Οι νκουτσαράδις ανοίγιν τ’ πόρτα τσι παίρνιν τουν Άγιου μέσα, τουν θυμιάζιν τσι κάνιν του πουδαρκό.Ύστιρα δίνιν τουν Άγιου πίσου στα μουρά μαζί μι του μπαξίσ’ μια δικάρα γή ένα φνίτσ’. Έφτη τ’ μέρα έ το’ χιν σι καλό να παν να χιριτούν στα σπίτια, γιατί πήγι τ’ ακόνισμα τσ’ έκανιντουν του χιριτσμό. Τα.παλκάρια κόβγιν βόλτις στα σουκάτσια τσι γνέφτιν πι καρσί τς αγαπτσέσντουν. Τσι τα κάλαντα, όξου απ’ τ’ πόρτα λέγασιντα τα μουρά. Γιου νκουτσύρς έρχτι του μπαξίσ’ απ’ του παναθύρ’, για να μη μπαίνιν μέσα στου σπίτ’ οι καλαντστάδις τσι βλέπιν τ’ γιαβουκλού».

Επίσης ο Στρατής Κολαξιλέλης μας λέει: «Το ποδαρικό για τον καινούργιο χρόνο γινόταν από μικρά παιδιά, τα οποία, επειδή δεν έχουν αμαρτίες, φέρνουν καλοτυχιά. Με τη φράση «γεια χαρά, τσ’ Άγιους Βασίλς, καλουχρουνιά να δώσ’ ου Θιος», τα παιδιά ράντιζαν τα δωμάτια με νερό και σπούσαν καταγής το κουμάρι κι ένα ρόδι, λέγοντας «όπως είναι το ρόδι γεμάτο, έτσι να είναι και του νοικοκύρη το σπίτι απ’ όλα τα αγαθά».

Τα κάλαντα τα έλεγαν μόνο την παραμονή των Φώτων.

Επειδή από την Καμάδα των ελιών (1850) δε γινόντανε επισκέψεις, οι ευχές για τον καινούργιο χρόνο, λεγόντανε μεταξύ των γυναικών στις εκκλησίες, μεταξύ δε των ανδρών στα καφενεία.

Τσι τ’ χρόν, Μάριελ’. Καλή Χρουνιά.

Φχαριστώ, μουρ’ Άμιρσέλ’. Καλουχρουνιά ας δώσ’ ου Θιός.

Γ. ΦΩΤΑ

Τα Φώτα είναι η τελευταία από τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου. Μ’ αυτή κλείνουν οι μέρες αυτές (είναι βέβαια και η γιορτή του Άι-Γιάννη, στις 7 του Γενάρη) και η ζωή θα ξαναπάρει τον κανονικό της ρυθμό. Στις εκκλησίες γίνεται, παραμονή κι ανήμερα, ο Μεγάλος Αγιασμός. Ο κόσμος με τα μπουκάλια στα χέρια θα τρέξει να πάρει τον Αγιασμό. Τον αγιασμό της παραμονής, τον θέλει για τα σπίτια και τα χωράφια. Τον αγιασμό της κυρίως ημέρας τον πίνουνε, αφού βέβαια νηστέψουν την Παραμονή όλη μέρα. Την παραμονή επίσης θα γυρίσει κι ο παπάς ένα-ένα τα σπίτια, και θα τ’ αγιάσει.

Η παραμονή των Φώτων είναι και η μέρα των καλάντων. Από νωρίς προετοιμάζονται τα παιδιά, βρίσκουν τις παρέες τους, ακονίζουν το λαιμό τους και περιμένουν, ώρα με την ώρα, να βραδιάσει, να πάρουν σβάρνα τα σπίτια. Μ ένα καλάθι στο χέρι γυρνάνε από πόρτα σε πόρτα, λένε τα κάλαντα και περιμένουν στο τέλος στην πόρτα για το φιλοδώρημα. Άλλοι ρίχνουν στο καλάθι πορτοκάλια, μανταρίνια, σύκα, καρύδια, φνίτσια, κι άλλοι, οι πιο κουβαρντάδες, δίνουν και λεφτά. Στο τέλος θα κάτσει όλη η παρέα να μοιράσει ό,τι μάζεψε. Σήμερα το καλάθι πια δε φέρνει γύρα τους δρόμους. Τα παιδιά το μπαξίσι τους το παίρνουν μόνο σε λεφτά. Κάλαντα λέγαν και τα παλικάρια. Πήγαιναν στο σπίτι, όπου έμενε η γιαβουκλού τους και για να την καλαντήσουν, αλλά και για να ανταλλάξουν καμιά ματιά.

– Α τα πούμι;

– Άιντι ρε πέτι τα!

Άρχισι, γλώσσαμ, άρχισι,

άρχισι μη φουβάσι

τσι τα τραγούδια που θα πεις –

καλά να τα θυμάσι.

 

Σ’ τούτα τα σπίτια που ‘ρταμε

τα ψηλουκαμουμένα,

άγγελοι τα ζουγράφισαν

μι διαμαντένια πένα.

 

Σ’ τούτα τα σπίτια που ‘ρταμι

πέτρα να μη ραγίσει

κι ου νοικοκύρης του σπιτιού

χίλια χρόνια να ζήσει.

 

Αφέντημ, είσι άξιους,

είσι τσι τιμημένους

τσ’ απ’ όλους μες στη γειτουνιά

ισύ ‘σι ξακουσμένους.

 

Εσένα πρέπ’, αφέντη μου,

καράβι ν’ αρματώσεις

τσι τα κουπιά του καραβιού

να τα μαλαματώσεις.

 

Σήκου, κυράμ, να στουλιστείς

να πας ταχιά στα Φώτα,

που θα βαφτίσιν του Χριστό

τσ’ είνι μιγάλη δόξα.

 

Σήκου, κυράμ, να στουλιστείς,

να πας στην εκκλησιά σου,

άσπρα ζουμπούλια πέφτουνι

απ’ την περπατηξιά σου.

 

Την κόρη σου τη μοναχή

μην την παντρέψς ακόμα,

γιατί θα στείλιν προυξινιά

από τη Βαβυλώνα.

 

Είπαμι τσ’ απουείπαμι,

ας πούμε τσι του χρόνου.

Του χρόνου τσι τ’ αντίχρονου

να’μαστε ινουμένοι…

 

Φέρ’ μας πανέρια κάστανα,

πανέρια πουρτουκάλια,

φέρ’ μας τσ’ ένα γλυκό κρασί

να πιουν τα καλαντάρια.

Άιντι τσι τ’ χρόν’!

Ου Θιος α δώσ’!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 44/1988

ΑΓΙΑΣΟΣ: ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΡΥΘΜΟ ΖΩΗΣ

Ο αγαπητός φίλος μας και συνεργάτης της «Αγιάσου» δημοσιογράφος και λογοτέχνης Δημήτριος Λεοντής είχε την καλοσύνη ν’ αντιγράψει από την καθημερινή πρωινή πολιτική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Ταχυδρόμος» (φύλλα 12ης και 13ης Αυγούστου 1930) τις αναδημοσιευμένες από την αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» του Δημ. Λαμπράκη ταξιδιωτικές εντυπώσεις του γνωστού λογοτέχνη Κώστα Ουράνη (Κ. Νέαρχου), που αναφέρονται στο νησί μας κι ειδικότερα στην Αγιάσο του 1930.

Οι παραπάνω ταξιδιωτικές εντυπώσεις αργότερα συμπεριλήφθηκαν σε βιβλίο του Κώστα Ουράνη. Σήμερα κυκλοφορεί το βιβλίο του συγγραφέα «Ταξίδια. Ελλάδα» (έκδοση του βιβλιοπωλείου της «Εστίας»), όπου μπορεί κανείς να δει την τελική μορφή του κειμένου (σσ. 287-291. «Η γραφική και γαλήνια Αγιάσο»). Ανάμεσα στο αναδημοσιευμένο κείμενο του «Ταχυδρόμου» και στο κείμενο της έκδοσης της «Εστίας» υπάρχουν κάποιες διαφορές, φραστικές κυρίως.

Το κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αναφέρεται κυρίως στον κόλπο της Γέρας, στην Καρίνη, στον άγνωστο την εποχή εκείνη ζωγράφο Θεόφιλο, στις φυσικές ομορφιές, στις ασχολίες των κατοίκων, στην ανύπαρκτη τότε τουριστική υποδομή και στο «Νέο Ξενώνα», στο Σανατόριο «η Υγεία» και στην άρνηση των κατοίκων να χτιστεί στον τόπο τους, από την οποία εμπνεύστηκε ο δημοσιογράφος και λόγιος Μιχαήλ Ροδάς (1884-1948) κι έγραψε το θεατρικό έργο «Οργή του δάσους»…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα
Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα

Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη

Α’

Ήταν ένα πυρωμένο απομεσήμερο, βαρύ και καταθλιπτικό, όταν αφήσαμε τη Μυτιλήνη, πηγαίνοντας να επισκεφθούμε ένα από τα ορεινά χωριά της νήσου την Αγιάσο. Η ζέστη ήταν τέτοια, ώστε κι αυτός ακόμα ο αέρας που σχημάτιζε η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν καυτός. Έκαιγε τα μάτια μας κι έκανε την αναπνοή μας ξηρή και δύσκολη.

Στον απέραντο ελαιώνα του κόλπου της Γέρας, τον οποίο περνούσαμε, τσιγαρίζονταν εκατομμύρια τζιτζίκια. Φύλλο δέντρου δεν εκινείτο. Από τα χαμόδεντρα που φουντώνουν έως μπροστά στις ακτές του κόλπου, εβλέπαμε τα νερά του ν’ ακινητούνε, γυαλιστερά σαν καθρέφτης πάνω στον οποίο πέφτει κάθετο το φως του ήλιου. Μια άχνα ζέστης επικάθονταν στην επιφάνεια.

Σ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή ο κόλπος αυτός θα συγκρατούσε μαγευμένο το βλέμμα. Είναι από τους πιο ωραίους του κόσμου και η στενή γραφική του είσοδος θυμίζει τα φιόρδ της Νορβηγίας. Δεν υπάρχει όμως ικανότης θαυμασμού που ν’ αντέχει σε μια ζέστη σαν εκείνη που μας εφλόγιζε. Κοιτάζαμε τη γυαλιστερή του έκταση μ’ ένα βλέμμα κατηφές και αδιάφορο – αναστενάζοντας για ένα μόνο πράγμα: για λίγη δροσιά.

Το πέρασμά μας από τα Κεραμιά, ένα μικρό χωριό που το κατοικούσαν άλλοτε οι Τούρκοι και στο οποίο είναι εγκατεστημένοι σήμερα πρόσφυγες, μας έδωσε μια στιγμή χαράς: Στο ρείθρο του δρόμου, που τον έσκιαζαν μεγάλα δέντρα, έτρεχαν μ’ ένα σιγανό μουρμουρητό ποτιστικά νερά. Περάσαμε όμως χωρίς να σταθούμε, αφήνοντας πίσω νεαρές προσφυγοπούλες που άπλωναν στα προαύλια των καλυβιών τους φύλλα καπνού για να ξεραθούν. Ο σωφέρ μας υπόσχεται έναν σταθμό καλύτερο. Πράγματι δε, μετά νέα διαδρομή στο εκτυφλωτικό λιοπύρι, σταματήσαμε σ’ ένα μικρό παράδεισο πρασινάδας, σκιών και τρεχούμενων νερών: την Καρίνη. Τεράστια αιωνόβια πλατάνια έριχναν μιαν ανακουφιστική σκιά σ’ έναν μικρόν ισοπεδωμένο περίβολο, του οποίου το κέντρο κατελάμβανε μια στρογγυλή χαβούζα μ’ ασβεστοχρισμένα τοιχώματα, κατά το ήμισυ γεμάτη νερό. Το νερό φαινότανε ακίνητο, τελματωμένο σχεδόν, στον χωμάτινο όμως πυθμένα της χαβούζας ανέβλυζε αόρατη μια πηγή παγωμένου και άφθονου νερού που ξέφευγε από ένα άνοιγμα και διαχύνονταν κατά μήκος των πλατανιών σε γάργαρο μυστικό ρυάκιο. Δεν υπήρχε στη μικρή αυτή όαση παρά ένα καφενεδάκι, του οποίου όλη η πελατεία εκείνη την ώρα εκείνη ήταν δυο χωρικοί που έπαιζαν κοντσίνα κάτω από έναν πλάτανο. Συνήθως τα εξοχικά αυτά κέντρα ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχαίες ρεκλάμες της σοκολάτας τα τοπία της Ελβετίας. Είναι ξεχαρβαλωμένες παράγκες, οι οποίες εις επίμετρο είναι εφωδιασμένες και μ’ ένα βραχνό φωνόγραφο. Το καφενεδάκι όμως αυτό της Καρίνης ήταν μια επί πλέον ομορφιά στην ομορφιά των νερών και των βαθιών ίσκιων. Μερικά δοκάρια μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υπεστήριζαν μια ξύλινη κληματαριά από την οποία εκρέμονταν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, γλάστρες βασιλικού και γαρύφαλλων στόλιζαν την είσοδο του. Ό,τι όμως το έκανε εξαιρετικό ήταν οι τοιχογραφίες που ήταν ζωγραφισμένες στους εξωτερικούς του τοίχους. Οι τοιχογραφίες αυτές δεν είχαν βέβαια την αξία τοιχογραφιών της καλής βυζαντινής εποχής ή της αναγέννησης. Ήταν απλοϊκά και άτεχνα κατασκευάσματα ενός μεσόκοπου, όπως μου είπαν, αλήτη, ο οποίος περιερχότανε τον τόπο ζωγραφίζοντας, ό,τι τύχαινε – κάποτε για λίγη τροφή, συχνότερα για τη δική του ευχαρίστηση.

Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα...
Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα…

Τα θέματα και ο τρόπος της συνθέσεώς τους θύμιζαν τις λαϊκές χρωμολιθογραφίες που βλέπει κανείς καρφωμένες σ’ όλα τα μικρομάγαζα των ελληνικών επαρχιών. Ο αλήτης ζωγράφος είχε δώσει σ’ αυτές ελεύθερο ρου στη λαϊκή του φαντασία. Είχε ζωγραφίσει συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, ένα περίπατο του Αλή πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων, έναν θεό Άρη, ο οποίος έμοιαζε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μια Αφροδίτη, την οποία κανείς δεν θα ήθελε ως γυναίκα του στην πραγματικότητα.

Αλλά ό,τι ήταν μια χαρά για τα μάτια, ήταν η μουσική ρευστότητα των χρωμάτων, οι γλυκείς συνδυασμοί τους και οι γλυκύτερες ακόμα αντιθέσεις τους, που έκαναν εξ αποστάσεως τους τοίχους του μικρού αυτού καφενείου να φαντάζουν σαν επιστρωμένοι με σπάνιους περσικούς τάπητες.

Από τον παραδεισιακό αυτό σταθμό ίσαμε την Αγιάσο δεν κάναμε άλλο παρά ν’ ανεβοκατεβαίνουμε πετρώδεις λόφους σκεπασμένους μ’ αναρίθμητες ελιές που ασήμιζαν μέσα στον ήλιο και που εδονούντο αδιάκοπα από το τρυπανιστό τσιτσίρισμα των τζιτζικιών. Μολονότι ευρισκόμαστε σ’ αρκετό ύφος από τη θάλασσα, αναπνέαμε και εδώ έναν αέρα φούρνου εργοστασίου, που εξέραινε τη γλώσσα μας κι έκαιγε τους πνεύμονές μας. Ανυπομονούσαμε να φτάσουμε στην Αγιάσο, μάταια όμως την αναζητούσαμε σ’ όλα τα βάθη του ορίζοντος. Επί τέλους αντικρίσαμε μια φάραγγα από την οποία ανέβαιναν προς τον άτρεμο φωτεινό ουρανό πανύψηλες λεύκες με φύλλωμα στενό όπως των κυπαρισσιών. Δεξιά κι αριστερά ανηφόριζαν τη φάραγγα καταπράσινα «μποστάνια». Η παρουσία τους ήταν μια ένδειξις ότι πλησιάζαμε κατωκημένο μέρος. Και πράγματι ύστερα από λίγα λεπτά βλέπαμε τα πρώτα σπίτια της Αγιάσου.

Β’

Η Αγιάσος έχει μια εξαιρετική γραφικότητα. Στον αιώνα αυτόν που η ομοιομορφία διατρέχει τους τόπους σαν ένας ισοπεδωτικός οδοστρωτήρας, είναι μία έκπληξη και μια χαρά να συναντά κανείς μια γωνία που διατηρεί τον παλαϊκό ιδιόρυθμο χαρακτήρα της ζωής. Γιατί και στην Αγιάσο είναι ό,τι και στο Άγιο Όρος. Η ζωή μοιάζει να κινείται με μια αφάνταστη επιβράδυνση, να είναι αιώνες ολόκληροι πίσω από την εποχή μας. Όλα εκεί είναι απλά, ήσυχα, πατριαρχικά, όπως στους καιρούς που η μηχανή δεν είχε ακόμη εμφανισθεί και οι άνθρωποι δεν εγνώριζαν τον πυρετό μας. Τι ωραία και τι ξεκουραστικά που είναι στην Αγιάσο!… Οι στενοί δρομίσκοι με τ’ άνισα καλντερίμια είναι εδώ κι εκεί σκεπασμένοι με καταπράσινες κληματαριές, όπως οι αυλές των επαρχιωτικών σπιτιών και σ’ όλα τα παράθυρα είναι βασιλικοί και γεράνια. Γύρω από τη μεγάλη εκκλησία, όπου συγκεντρώνεται όλη η κίνηση μαγαζάκια, έχουν πάνω τους τέτοιες πράσινες τέντες φυλλωμάτων. Το μάτι θέλγεται αδιάκοπα με τις εναλλαγές του φωτός και των διακοσμητικών σκιών των κρεμαστών φυλλωμάτων πάνω στα ήσυχα καλντερίμια… Στα κατώφλια των σπιτιών γνέθοντας ή σιγοκουβεντιάζοντας, είναι καθισμένες γρηές και νέες, όλες με μεγάλες μαύρες βράκες και με ξύλινα τσόκαρα στα γυμνά τους πόδια. Πολλές από τις νέες αυτές ήταν ωραίες με λυγερές κορμοστασιές και ρόδινα πρόσωπα. Κοίταζαν το πέρασμα μας με συμπαθητική περιέργεια, όταν όμως εδοκίμασα να τις φωτογραφήσω έτρεχαν με γέλια να κρυφτούν. Τα τσόκαρά τους κροτούσαν πάνω στο καλντερίμι και καθώς οι βράκες τους κουνιόνταν στο τρέξιμο έδιναν την αστεία εντύπωση κυνηγημένων χηνών.

Στις ήμερες απογευματινές ώρες που άρχιζε να υποχωρεί η ζέστη, οι πόρτες όλες ήταν ορθάνοιχτες και καθώς περνούσαμε βλέπαμε χωρικούς και χωριάτισσες απασχολημένες σε μικρές βιοτεχνίες. Εδώ μια γυναίκα ύφαινε στον αργαλειό της, μια άλλη πιο πέρα σχεδίαζε χρωματιστές παραστάσεις σε κόκκινα κανάτια, προωρισμένα για το νερό, ένας σκάλιζε το ξύλο, ένας άλλος κατεσκεύαζε τσόκαρα. Ήταν όλος ο παλιός κι αργός ρυθμός της ζωής που περνούσε από τα μάτια μας. Γέροι Αγιασώτες με βράκες και καλπάκια στο κεφάλι ανηφόριζαν αργά -αργά προς το Σταυρί, το ψηλότερο σημείο του χωριού κάτω από τα βαθύσκια δέντρα του οποίου υπάρχουν γραφικά καφενεδάκια, μία νέα γύριζε από τη βρύση με τη βιβλική της στάμνα στο κεφάλι, ένας νέος χωρικός έσερνε το ανθιστάμενο βόδι του, παντού τέτοιες εικόνες γαλήνιας ζωής – και πάνω απ’ αυτές η αργή καμπάνα του Εσπερινού.

 Ο αγαπητός μας συνάδελφος κ. Ροδάς, γράφοντας τελευταίως για την Αγιάσο, ετόνισε το φιλοπρόοδο πνεύμα που έχει αρχίσει να πνέει και στο απόμερο ορεινό χωριό της Μυτιλήνης και του οποίου πρώτη εκδήλωσις είναι η άδεια που έδωσαν επί τέλους οι χωρικοί να κτισθεί στα πεύκα του βουνού τους ένα σανατόριο. Ο κ. Ροδάς είχε εμπνευσθεί ολόκληρο ένα δραματικό έργο που εστηλίτευε την άρνηση έως χθες των Αγιασωτών να δεχθούν σανατόριο έξω από το χωριό τους κι ήταν φυσικό να χαρεί για το νέο αυτό πνεύμα. Εγώ όμως που αγαπάω ιδιαίτερα τα παλιά πράγματα, εχάρηκα κι αυτήν ακόμα την περιπέτεια που υπήρξε η νύχτα την οποία πέρασε στην Αγιάσο. Το μεγάλο ξενοδοχείο το οποίο, όπως έγραψε με ενθουσιασμό ο κ. Ροδάς, κτίζει η εκκλησία, θέλει πολύ ακόμη για να είναι έτοιμο και το οίκημα στο οποίο μ’ έστειλε να καταλύσω ο πρόεδρος της κοινότητος ήταν το σπίτι μιας συμπαθητικής βρακοφορούσας Αγιασώτισσας της κυρα-Δημητρούλας. Α! Το σπίτι της κυρα -Δημητρούλας!…

Πέρασα μια νύχτα και μισή ημέρα χωρίς να μπορέσω να εννοήσω αν ήταν ξενοδοχείο ή ιδιωτική κατοικία, γιατί δεν είχε τίποτα απολύτως απ’ ό,τι περιμένει να βρει κανείς σ’ ένα ξενοδοχείο, έστω και πρωτόγονο, κι είχε, αντιθέτως, ένα σωρό ξένους: Τρεις μουσικούς που ευρίσκονταν στην Αγιάσο για να δώσουν μερικές συναυλίες… τζαζ-μπαντ, δυο Μυτιληνιές χωρικές που είχαν έλθει να προσκυνήσουν την σεβάσμια εκκλησία της Αγιάσου, ένα υπονωματάρχη και τέλος εμένα και τη συνοδό μου.

Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο... Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)
Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο… Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)

Το ισόγειο του σπιτιού κατείχετο από διάφορους πτερωτούς και τετράποδους πελάτες, σ’ ένα πατάρι κούρνιαζαν οι δυο χωρικές με την ίδια την κυρα -Δημητρούλα και στο πρώτο πάτωμα, το οποίο απετελείτο από έναν διάδρομο και ένα δωμάτιο, συνωστιζόμαστε… όλοι εμείς οι άλλοι. Για να φτάσουμε ως στο δωμάτιο που είχε δοθεί σε εμάς, έπρεπε να περάσουμε απ’ όλο το φτερωτό τετράποδο και δίποδο κόσμο που εύρισκε άσυλο στο σπίτι της κυρα-Δημητρούλας το πρωί δε ματαίως αναζητούσαμε μια λεκάνη και ένα δοχείο νερού για να πλυθούμε. Αναγκαστήκαμε να περιορισθούμε στο νερό που περιείχε ένα ποτήρι, χρησιμοποιώντας ως νεροχύτη το παράθυρο του δωματίου. Αλλά η νύχτα ήταν δροσερή στην Αγιάσο, στο παράθυρο του δωματίου μας ευωδίαζε ο βασιλικός, τα σεντόνια μας μύριζαν λεβάντα του βουνού και η κυρα-Δημητρούλα με την βράκα της και τα γυμνά της πόδια ήταν τόσο αγαθή και πρόσχαρη που δεν λυπήθηκα γιατί δεν βρήκαμε τελειωμένο το ανεγειρόμενο «Παλάς» της Αγιάσου.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Οι παραπάνω σε δύο συνέχειες εντυπώσεις από την Αγιάσο του γνωστού ποιητή και πεζογράφου Κώστα Ουράνη πρωτοδημοσιεύτηκαν στο «Ελεύθερον Βήμα» της Αθήνας, σημερινό «Το Βήμα», και αναδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Μυτιλήνης των Στρατή Μυριβήλη και Θείελπι Λεφκία, στα φύλλα 12 και 13 Αυγούστου 1930, με τον τίτλο: Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Αγιάσος, το χωριό με τον παλιό ρυθμό της ζωής. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΕΟΝΤΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 45/1988

Ο “ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ” ΘΕΙΕΛΠΗΣ ΛΕΦΚΙΑΣ

lefkias (1)
Ο Θείελπης Λεφκίας το 1919 κατά σχέδιο του Αντώνη Πρωτόπατση (1897-1947) εκ του φυσικού, όταν ήταν στρατευμένος και δημοσίευε λογοτεχνικά κείμενα με το ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης.

Μία ξεχωριστή μορφή της πρώτης «Λεσβιακής Άνοιξης», αγιασώτικης καταγωγής, ήταν ο ποιητής, δημοσιογράφος, Βουλευτής και εκδότης του «Ταχυδρόμου» Μυτιλήνης Θείελπης Λεφκίας, που είχε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης, και πατέρα τον Αγιασώτη «ιατροφιλόσοφο» Προκόπιο Λευκία-Βεγιάζη (1840-1918). Για τον Θείελπη Λεφκία (25.2.1898- 21.1.1958) οργανώθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης στις 19 Σεπτεμ­βρίου 1988, με την συμπλήρωση 90 χρόνων από την γέννησή του και 30 χρόνων από τον θάνατο του, τιμητική εκδήλωση από τον Φιλοτεχνικό Όμι­λο Μυτιλήνης «ο Θεόφιλος», κατά την οποίαν μίλησαν ο πρόεδρος του Ομί­λου Μηθυμναίος λογοτέχνης Περικλής Μαυρογιάννης και ο συστηματικός ερευνητής της Νεοελληνικής και ιδιαί­τερα της Λεσβιακής γραμματολογίας συγγραφέας Βαγγέλης Καραγιάννης με θέμα τον Θείελπη Λεφκία ως πρω­τεργάτη της Λεσβιακής Άνοιξης. Ιδιαίτερα ξεχωριστό ενδιαφέρον και για την ιστορία της Αγιάσου παρου­σιάζουν και οι λεπτομέρειες που έχει αποκαλύψει με τις έρευνές του ο Βαγ­γέλης Καραγιάννης και για τον πατέρα του Θείελπη «ιατροφιλόσοφον» Προκόπιον Λεφκίαν-Βεγιάζην και τον πάππον του Βρανάν I. Βεγιαζέλλην (και αργότερα Βεγιάζην).

lefkias (2)

Ο Θειέλπης Λεφκίας όταν ήταν αρχισυντάκτης της Μυτιληναϊκής εφημερίδας “Ελεύθερος Λόγος”, κατά σχέδιο του Φώτη Κόντογλου (1895-1965).

Γενεαλογικά

Κατά τον Καραγιάννην, ο πάππος του Θείελπη Βρανάς ήταν ένας απλός Αγιασώτης, απ’ τους νοικοκυραίους και κτηματίες, που θέλανε τα παιδιά τους να είναι κοντά τους βοηθοί στην καλλιέργεια και τη διαχείριση της περιουσίας τους, και είχε παντρευτεί την Ασωματιανή Ελενούδα Κοντέλλη.

Ο γιος όμως του Βρανά Βεγιαζέλλη Προκόπιος, που γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 20 Αυγούστου 1840, είχε πόθο για γράμματα και αντέδρασε με τρόπο ώστε και το χατίρι του πατέρα του να γίνει και εκείνος να μη χάσει τις σπου­δές. Έτσι, όπως αναφέρει ο Καραγιάννης στο βιβλίο του, ο Προκόπιος «με τα χαράματα πηγαίνει και ποτίζει έναν «μπαχτσέ» τους στα Άντρεια, και μετά τρέχοντας προφταίνει και το σχο­λειό του στο χωριό. Ψέλνει και στην εκκλησία και με τα λεφτά που του δί­νουν αγοράζει βιβλία και μελετά. Με τέτοιον αγώνα μπόρεσε και τέλειωσε το σχολείο της Αγιάσου, όπου και διορί­σθηκε αμέσως δάσκαλος».

Ο πατέρας όμως του Θείελπη που είχε βλέψεις πιο μεγάλες και με προοπτική για ανώτερες σπουδές πιάνει στη Μυτιλήνη δουλειά ως γραμματικός στο μεγάλο τότε εμπορικό του Κουρουβακάλη.

Αργότερα η Κοινότητα Αγιάσου έχο­ντας ανάγκη από γιατρό και εκτιμώ­ντας την φιλομάθεια του Προκόπιου, προτείνει να επιβαρυνθεί με τις μισές δαπάνες και να τον στείλει να σπουδά­σει στην Αθήνα.

Όταν ο Προκόπιος Βεγιάζης έφθασε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1860, μεταγλώττισε το επώνυμο του σε «Λευκίας» και εγγράφτηκε μ’ αυτό στο Πα­νεπιστήμιο, και το 1865 πήρε το δίπλω­μα του γιατρού.

Από υποχρέωση στην Κοινότητα που τον σπούδασε, ο πατέρας του Λεφκία αρχικά σταδιοδρόμησε στην Αγιάσο και κατόπιν στη Γέρα και στο Πλωμάρι, και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Μυ­τιλήνη, όπου κατά τον Καραγιάννη ανέπτυξε «αξιόλογη δράση και σ’ άλ­λους τομείς πέρα απ’ το ιατρικό του επάγγελμα. Είναι πολυμαθέστατος και εγκυκλοπαιδικότατος. Διαβάζει στο πρωτότυπο όλους τους αρχαίους Έλ­ληνες και Λατίνους συγγραφείς και ποιητές. Ξέρει γαλλικά, τούρκικα και λατινικά άπταιστα». Ένα διάστημα ο ιατροφιλόσοφος Προκόπιος Λευκίας ήταν και αντιπρόεδρος του Αναγνω­στηρίου της Μυτιλήνης «Ο Πιττακός», που έβγαλε στα 1877 το δεκαπενθή­μερο ομώνυμο περιοδικό «ποικίλων γνώσεων».

Στην Μυτιλήνη ο πατέρας του Θείελ­πη παντρεύτηκε την Ειρήνη Χ. Κουγιουμτζή, από τα Πάφλα της Λέσβου, που πέθανε πάνω στην γέννα της κόρης τους Ειρήνης.

Το 1890 ο Προκόπιος Λευκίας πα­ντρεύτηκε στη Μυτιλήνη για δεύτερη φορά την Αγλαΐα Καρακούση, η μητέ­ρα της οποίας ήταν αδελφή της συζύ­γου του συγγραφέα της «Συνοπτικής Ιστορίας και Τοπογραφίας της Λέσβου» του 1874 (και 1909) Οικονόμου Σταύρου Τάξη.

Ο ιατροφιλόσοφος Προκόπιος και η Αγλαΐα απέκτησαν παιδιά τον Λέσβανδρο (στις 30 Ιανουαρίου 1894), την Κρινάνθη (στις 23 Απριλίου 1896) και τελευταίο τον Θείελπη (στις 25 Φε­βρουαρίου 1898).

lefkias (6)
Τμήμα οικογενειακής φωτογραφίας που δημοσιεύθηκε ολόκληρη στην σελίδα 253 του 27ου τεύχους του περιοδικού του Γ. Βαλέτα “Αιολικά Γράμματα”, Μαΐου-Ιουνίου 1975: (1) ο Αγιασώτης πατέρας του Θείελπη “ιατροφιλόσοφος” Προκόπιος Λευκίας-Μπεγιάζης, (2) η μητέρα του Θείελπη Αγλαΐα, (3) ο αδελφός του Θείελπη Λέσβανδρος, (4) ο Θείελπης στα γόνατα της γιαγιάς του (5).

Το 1901 κατά παραίνεση του φίλου του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης (πρώην Μητροπολίτη Μυτιλήνης) Κωνσταντίνου ο Προκόπιος διορίζεται για­τρός στις Καρυές του Αγίου Όρους, και κατόπιν στις Μονές Ιβήρων και Ξηροποτάμου, όπου έμεινε έως το θάνατο του, τον Ιούλιο του 1918. Νεκρολογία του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Σάλπιγξ» της 8 Ιουλίου 1918.

Άλλα αδέλφια του Προκόπιου ανα­φέρονται ο Γρηγόριος, ο Δημήτριος, ο Γιαννίκος, η Ευγενούδα και η Σκαρλάτη.

Προφανώς συγγενής του Λεφκία ήταν και ο νεομάρτυς Δημήτριος Μπεγιάζης, που (σύμφωνα με πληροφορίες που μας έδωσε ο Αθανάσιος Τσερνόγλου επικα­λούμενος και το «Μαρτυρολόγιον» του 1972) εμαρτύρησε με βασανισμούς στον Κασαμπά της Μικράς Ασίας το 1816 ή το 1819 μαζί με τον Ασωματιανόν επί­σης νεομάρτυρα Αναστάσιον Πανέραν, διότι υπεστήριζαν την ανωτερότητα της χριστιανικής θρησκείας έναντι της μωα­μεθανικής. Και οι δυο ήσαν καλαθοπλέκτες και εορτάζεται μαζί η μνήμη των στις 11 Αυγούστου. Σχετική ανα­γραφή έγινε στο περιοδικό «Αγιάσος» (Μαΐου-Ιουνίου 1984, τεύχος 22, σελ. 15) με αφορμή την δημοσίευση παλαιάς φωτογραφίας του Αγιασώτη Στρατή Μπεγιάζη.

Η γενικότερη δράση του

Όταν πέθανε ο ιατροφιλόσοφος Προ­κόπιος Λευκίας-Μπεγιάζης στο Άγιον Όρος το 1918, ο γιος του Θείελπης ήταν είκοσι χρονών και είχε αρχίσει να δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα και ποιήματα με το ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης.

Όταν το 1923 μετά την Μικρασιατική καταστροφή απολύθηκε από το στρατό στην Θράκη και επέστρεφε στην Μυτιλήνη, έγινε αρχικά συντάκτης και κα­τόπιν αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος», που διεύθυνε ο Στρατής Παπανικόλας (1894-1952).

Ο Θείελπης έγινε κατόπιν ο στενό­τερος συνεργάτης του Στρατή Μυρι­βήλη στην έκδοση των εφημερίδων της Μυτιλήνης «Καμπάνα» και «Ταχυδρό­μος», διακρίθηκε με την αρθρογραφία του ως υπέρμαχος των ιδεωδών του πατέρα της Ελληνικής Δημοκρατίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου, είχε εκλε­γεί δυό φορές βουλευτής του νομού Λέ­σβου το 1936 και το 1950, εξορίσθηκε στην Αμοργό από την δικτατορία Με­ταξά, είχε υποστεί διώξεις από όλα τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα, επήρε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εθνική αντί­σταση του Ε.Α.Μ. Λέσβου, διέφυγε στις 14.10.1943 στην Τουρκία και στην Μέ­ση Ανατολή και μετά την επιστροφή του στη Λέσβο, φυλακίσθηκε ως αντι­στασιακός, ύστερα από την «Συμφω­νία της Βάρκιζας» το 1945, και βρήκε το 1950 την δυνατότητα να επανεκδώσει τον «Ταχυδρόμο» και να εκλεγεί μαζί με τον λογοτέχνη Ασημάκη Πανσέληνο βουλευτής του «Σοσιαλιστικού Κόμμα­τος Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία («ΣΚΕΑΛ») του Αλ. Σβώλου και του Ηλία Τσιριμώκου.

Ο θάνατος τον βρήκε ξαφνικά νωρίς το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου 1958, πριν αρχίσει η κανονική μεταμεσημ­βρινή εργασία των τυπογράφων του «Ταχυδρόμου», όταν μόνος του στοι­χειοθετούσε ένα δικό του κείμενο.

Βιβλιογραφικά

lefkias (3)
Ο Θείελπης Λεφκίας, κατά σκίτσο του Μίλτη Παρασκευαΐδη, εκ του φυσικού, όταν ήταν διευθυντής της Μυτιληναϊκής εφημερίδος “Ταχυδρόμος”.

Λεπτομέρειες πολλές για την ζωή και τις διάφορες δραστηριότητες του Θείελπη Λεφκία έχει δημοσιεύσει ο μελετητής, ερευνητής και κριτικός της Νεο­ελληνικής λογοτεχνίας και λαογράφος της Λέσβου Βαγγέλης Καραγιάννης σε δυο τεύχη του διμηνιαίου περιοδικού του Γιώργου Βαλέτα «Αιολικά Γράμ­ματα» 27ο και 28ο του 1975, που είναι αφιερωμένα στον «αγωνιστή ποιητή» Θείελπη Λεφκία.

Εκτός από το εκτενές κείμενο του Βαγγέλη Καραγιάννη για τον Θείελπη Λεφκία, που τον χαρακτηρίζει έναν από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Άνοιξης (και έχει κυκλοφορήσει επίσης το 1975 με πολλές προσθήκες και σε ιδιαί­τερο ανάτυπο) τα δυο αυτά τεύχη 27 και 28 των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975, δημοσιεύουν αφιερωματικά κείμενα για τον Λεφκία γραμμένα και από τους Γ. Βαλέταν, Στρατήν Μυριβήλην, Ηλίαν Βενέζην, Ασημάκην Πανσέληνον, Τέρπανδρον Αναστασιάδην, Δημήτρην Λεοντήν, Βασίλην Αρχοντίδην, Π. Σκοπελίτην, Πάνον Ευαγγελινόν, Απόστολον Αποστόλου, Γ. Κορτέσην, Κώσταν Μάκιστον-Παπαχαραλάμπους, Ηλίαν Τσιριμώκον, Μιχ. Γούτον, Χρ. Μολίνον, Στέλιον Κρητικάν κ.ά., καθώς και ένα ποίημα του Αντώνη Πρωτόπατση, αφιερωμένο στον ποιητή Βρανά Μπεγιάζη.

Στο 27ο τεύχος των «Αιολικών Γραμ­μάτων» του 1975 δημοσιεύονται επίσης 14 ποιήματα του Λεφκία, καθώς και έμ­μετρες μεταφράσεις από τον ίδιο 12 ποιημάτων των αρχαίων λυρικών Σαπ­φώς, Ανακρέοντος, Αλφειού, Αλκμάνος, Βακχυλίδη, Φρυνίχου κ.ά. Το ίδιο 27ο τεύχος των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975 είναι πλούσια εικονογραφη­μένο και με διάφορα σχέδια και ανα­μνηστικές φωτογραφίες του Λεφκία και της οικογένειάς του.

Εκτός από τα αποκαλυπτικά δημο­σιεύματα που προαναφέρθηκαν των δύο τευχών (27 και 28) των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975 και από την ολο­κληρωμένη λεπτομερειακή μελέτη του βιβλίου του Βαγγέλη Καραγιάννη «Θείελ­πης Λεφκίας —Ένας από τους πρωτερ­γάτες της Λεσβιακής Άνοιξης» του 1975, πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για την αντιστασιακή δράση του περιλαμ­βάνει και το βιβλίο του Γενικού Γραμ­ματέα του Ε.Α.Μ. Λέσβου «δάσκαλου» και δημάρχου Μυτιλήνης επί πολλά χρόνια Απόστολου Αποστόλου «Μνή­μες» του 1985 (σελ. 142-144), καθώς και το επίσης πολυσέλιδο βιβλίο των Πα­ναγιώτη Κεμερλή (πρωταγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης της Λέσβου) και Αρίστου Πολυχρονιάδη «Η Αντίσταση στη Λέσβο — Πηγές και πτυχές της» του 1988 (σελ. 106, 108-109, 188,221-222).

Διαφωτιστικά για την ζωή και την δραστηριότητα του Θείελπη Λεφκία εί­ναι και όσα περιλαμβάνονται στα τεύχη 8 και 9 του περιοδικού του Γ. Βαλέτα «Αιολικά Γράμματα» του 1972, που εί­ναι αφιερωμένα στον στενότατο φίλο του Θείελπη Αντώνην Πρωτοπάτσην- Ρazzi (1847-1947).

Αποβλέποντας να παρουσιάσουμε τον Λεφκία και στις νεότερες γενιές όσον το δυνατόν πιο εκλαϊκευτικά, κρί­νουμε σκόπιμο να συντάξουμε και σύ­ντομο Χρονολόγιο της ζωής και του έργου του, καθώς και του περιβάλλοντος της εποχής του. Για την σύνταξη του Χρονολογίου που ακολουθεί, εχρησιμοποιήσαμε όλη την βιβλιογραφία, που προαναφέραμε, και (για λόγους που έχουν εκτεθεί στην σελίδα 8 του 69ου τεύχους του περιοδικού «Ηχώ της Αγίας Παρασκευής Λέσβου», Δεκεμ­βρίου 1987 από την λογοτέχνιδα και φιλόλογον Τούλα Αμπατζή) επικαλε­σθήκαμε τηλεφωνικώς επανειλημμένα τις γνώσεις και την μνήμη του φιλό­λογου και ιστορικού Αθανασίου Τσερνόγλου (για τον οποίο σύντομα βιο­γραφικά στοιχεία δημοσιεύθηκαν στον «Δημοκράτη» Μυτιλήνης της 21ης Νοεμ­βρίου 1988).

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1840

Γέννηση στην Αγιάσο του πατέρα του Θείελπη Προκοπίου Μπεγιάζη, που με οικονομικήν ενίσχυση της Κοινότητας του χωριού, σπούδασε στο Πανε­πιστήμιο της Αθήνας ιατρικήν από το 1860 έως το 1865. Κατά την εγγραφή του μεταγλώτισσε το επώνυμο του «Βεγιάζης» στο ελληνοπρεπές αντίστοιχο του «Λευκίας». Επιστρέφοντας στην Λέ­σβο, εσταδιοδρόμησε ως γιατρός («ια­τροφιλόσοφος») αρχικά στην Αγιάσο, κατόπιν στη Γέρα και στο Πλωμάρι και τελικά στην Μυτιλήνη, όπου παντρεύ­τηκε την Ειρήνη Κουγιουμτζή από τα Πάφλα, που πέθανε πάνω στη γέν­να της κόρης των. Το 1890 ο Προκόπιος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Αγλαΐα Καρακούση, με την οποία απέ­κτησε παιδιά τον Λέσβανδρο (1894), την Κρινάνθη (1896) και τελευταίο τον Θείελπη (1898). Πατέρας του ιατροφι­λόσοφου Προκοπίου Λεφκία ήταν ο Αγιασώτης Βρανάς I. Βεγιαζέλης (αργότερα Βεγιάζης) και μητέρα του η Ελενούδα Κοντέλλη που ήταν από τον Ασώματο.

 1898

Γέννηση του Θείελπη Λεφκία στη Μυτιλήνη στις 29 Φεβρουαρίου 1898.

1901

Ο πατέρας του Θείελπη ιατροφιλό­σοφος Προκόπιος Λεφκίας διορίζεται γιατρός στις Καρυές του Αγίου Όρους και κατόπιν στις Μονές Ιβήρων και Ξηροποτάμου, αφήνοντας την ανατρο­φή των δυο παιδιών του στην σύζυγο του Αγλαΐαν, στην οποία στέλνει οι­κονομικές ενισχύσεις. Ο Θείελπης ήταν τότε τριών χρονών και ο αδελφός του Λέσβανδρος οκτώ.

1909

Ο Θείελπης τελειώνει την Αστική Σχολή Μυτιλήνης και κατόπιν το 1915 το Γυμνάσιο Μυτιλήνης με γυμνασιάρ­χες διαδοχικά τον Εμμανουήλ Δαυίδ και τον Ιωάννην Ολύμπιον.

1915

lefkias (4)
Ο Θείελπης Λεφκίας γράφοντας άρθρο για τον “Ταχυδρόμο”.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο Μυτιλή­νης το καλοκαίρι του 1915, μαζί με τον αδελφό του Λέσβανδρο επισκέπτονται τον πατέρα των στο Άγιο Όρος, όπου ο Θείελπης μελετά σπάνιες εκδόσεις αρ­χαίων συγγραφέων. Ο Β. Καραγιάννης στο βιβλίο του του 1975 αναφέρει ότι η επίσκεψη αυτή είχε γίνει και άλλα κα­λοκαίρια. Από την Μυτιλήνη ο Θείελ­πης αλληλογραφεί με τον πατέρα του σε υποκαθαρεύουσα κάνοντας λόγο και για τα χρήματα που τους στέλνει από το Άγιον Όρος («τα χρήματα εδραπέτευσαν από τα θυλάκιά μου ως έπεα πτερόεντα…»). Στην αλληλογρα­φία του μεταξύ άλλων αναφέρει στον πατέρα του ότι ο γυμνασιάρχης του Ιωάννης Ολύμπιος (1864-1946) «πολύ σε υπολήπτεται και πολλάκις με ωμίλησε δια σε και με συνεβούλευσε να τι­μήσω το όνομα, το οποίον φέρω». Στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Σάλπιγγα» της 11.11.1914 δημοσιεύεται το ποίημα του τελειόφοιτου Θείελπη για όσους έπεσαν το 1912 για την απελευθέρωση της Λέσβου, που είχε απαγγελθεί στην εορτή για την απελευθέρωση του νη­σιού από τον συμμαθητή του κατόπιν αρχαιολόγον Στρατήν Παρασκευαΐδην (1896-1969). Τον Ιανουάριο του 1915 που ο Θείελπης ήταν τελειόφοιτος αρ­χίζει να εκδίδει με τους φίλους του Αντώνην Πρωτοπάτσην, Παν. Κεφάλαν, Στρ. Παρασκευαΐδην κ.ά. το πε­ριοδικό «Ελπίδες». Αρχίζει έτσι περίο­δος πλούσιας λογοτεχνικής δημιουρ­γίας του και η χρησιμοποίηση των λο­γοτεχνικών ψευδωνύμων του Γιάννης Μοριάς και Βρανάς Μπεγιάζης.

1917     

Διορίζεται δημόσιος υπάλληλος ως επόπτης φόρου αλιευμάτων της Μυτι­λήνης. Στο τέλος του 1917 πρωτοστατεί στην σύσταση του «Φιλοτεχνικού Ομί­λου Μυτιλήνης» και συμμετέχει στην οργάνωση ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων για φιλανθρωπικούς σκο­πούς.

1918     

Ενισχύει την πνευματική και καλλι­τεχνική κίνηση της Μυτιλήνης με συγ­γραφές, παραφράσεις και μεταφράσεις θεατρικών έργων, με συμμετοχή στις ερασιτεχνικές παραστάσεις των και με ομιλίες του για διάφορα πνευματικά θέ­ματα.

1919-1922

Ο Λεφκίας στρατεύεται τον Απρίλη του 1919 και φεύγει για την μονάδα του (πυροβολαρχία. Σύνταγμα Πεδινού Πυ­ροβολικού Εθνικής Άμυνας) λίγες μέ­ρες πριν αρχίσει με την αποβίβαση στην Σμύρνη, στις 2 Μαΐου 1919, η απε­λευθερωτική εκστρατεία για την σω­τηρία του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Την παραμονή της αποβίβασης στην Σμύρνη, η μονάδα βρισκόταν σταθμευμένη στον Πειραιά.

Μια βδομάδα αργότερα, στις 8 Μαίου 1919, το πλοίο με την μονάδα του αγκυροβολεί για λίγο στη Σκιάθο και ο Λεφκίας σπεύδει να προσκυνήσει τον τάφο του Αλ. Παπαδιαμάντη. Τον Σε­πτέμβρη βρισκόταν στην περιοχή της Δράμας, όπου εμπνέεται ποιήματα νοσταλγικά της Λέσβου. Τον Σεπτέμβρη βρίσκεται για λίγο με άδεια στην Μυτιλήνη, όπου οι σύντροφοι του εκδίδουν το περιοδικό «Τα Νιάτα», με συ­νεργασίες και του Λεφκία, του Πρωτόπατση, του Μάκιστου, του Μυριβήλη, του Π. Κεφάλα, του Γ. Φωτίου, κ.ά. Με την λήξη της άδειας του επιστρέφει στην Ανδριανούπολη, όπου συνεχίζει την επίδοσή του στην ποίηση και το 1920,   1921 και 1922. Στην Θράκη υπη­ρέτησε ως «λοχίας γραφεύς» και ένα διάστημα ως αποσπασμένος οικονομι­κός έφορος στη Χαρισούπολη. Για την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστρο­φής γράφει εντυπωσιακούς στίχους που παραθέτει ο Καραγιάννης στην σελ. 27 του βιβλίου του το 1975.

1922-1924

Με την στρατιωτική κατάρρευση που προκάλεσε η Μικρασιατική καταστρο­φή ο Λεφκίας επιστρέφει στη Μυτιλήνη, ράκος ψυχικό, και γίνεται στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» του Στρατή Παπανικόλα αρχικά συντάκτης και κα-τόπιν αρχισυντάκτης για ένα διάστημα. Συνεργάζεται επίσης στην βδομαδιάτικη εφημερίδα της Μυτιλήνης «Καμπάνα» (1923-1924) του Στρ. Μυριβήλη, για την οποία εδημοσίευσε λεπτομερειακήν βιβλιογραφικήν μελέτην η φιλόλογος και ιστορικός Σοφία Ματθαίου στον 10ο τόμο 1985 του περιοδικού «Μνήμων». Η «Καμπάνα», στην οποία πρωτοδημοσιεύθηκαν «Η ζωή εν τάφω», του Μυριβήλη και το «Νούμερο 31328» του Βενέζη, ήταν όργανο της Ένωσης Εφέδρων Λέσβου, που είχε γενικό γραμματέα της τον Λεφκία.

lefkias (5)
Ο Θείελπης Λεφκίας (αριστερά) και ο Στρατής Μυριβήλης όταν ήσαν συνεκδότες και διευθυντές του “Ταχυδρόμου” Μυτιλήνης.

1925

Ο Λεφκίας με τον Μυριβήλη εκδίδουν την καθημερινή εφημερίδα της Μυτιλήνης «Ταχυδρόμος», που γίνεται αμέσως το κύριο όργανο της νέας πνευματικής και καλλιτεχνικής ανάπτυξης της Λέσβου, που έχει αποκληθεί «Λεσβιακή Άνοιξη».

1932

Ο Μυριβήλης εγκαθίσταται στην Αθήνα για να εκδώσει την «Δημοκρατία» πανελλήνιο όργανο της πολιτικής του Αλεξ. Παπαναστασίου και ο «Ταχυδρόμος» συνεχίζει την έκδοσή του μόνο με τον Λεφκία (Σχετική γελοιογραφία του Μίλτη Ι. Παρασκευαΐδη δημοσιεύθηκε τότε στον «Τρίβολο» του Στρ. Παπανικόλα, της 17 Ιουνίου 1932).

1935

Ο Λεφκίας φυλακίζεται διότι είχε υποστηρίξει την εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης Παν. Τσαλδάρη, της 1ης Μαρτίου 1935, και αποφυλακίζεται με την αμνηστία που δόθηκε για την παλινόρθωση της μοναρχίας.

1936

Στις 26 Ιανουαρίου 1936 εκλέγεται βουλευτής Λέσβου, αλλά από την δικτατορία του Μεταξά της 4ης Αυγούστου εξορίζεται στην Αμοργό και βρίσκεται επί πολλά χρόνια υπό αστυνομικόν διωγμόν που συνεχίζεται και μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940.

1941-1942

Με την επέμβαση του Χίτλερ στο ελληνοϊταλικό μέτωπο της Αλβανίας και την εισβολή των στρατευμάτων του στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας επακολουθεί η κατάρρευση της ελληνικής άμυνας και οι Γερμανοί αποβιβάζονται στην Μυτιλήνη την Κυριακή 4 Μαΐου 1941, ενώ η είσοδος των στην Αθήνα είχε γίνει προηγουμένως, στις 27 Απριλίου. Στο γραφείο του τυπογραφείου του Λεφκία έγινε συνάντηση Λεσβίων πατριωτών στις 25 Νοεμβρίου 1941 με πρωτοβουλίαν του Απ. Αποστόλου και Παν. Κεμερλή και αποφασίσθηκε η ίδρυση Αντιστασιακής Οργάνωσης της Λέσβου με πενταμελή «Κεντρικήν Επιτροπήν Απελευθερωτικού Αγώνα Λέσβου», που με ψευδώνυμα αποτέλουν οι Απ. Αποστόλου («Λεωνίδας»), Παν. Κεμερλής («Παύλος Πράσινος»), Ζήνων Ελευθεριάδης («Πέτρος»), Θείελπης Λεφκίας («Ανακρέων») και Δημ. Σίμος («Δημοσθένης»). Σχετικές λεπτομέρειες δημοσιεύθηκαν το 1988 στο βιβλίο των Παν. Κεμερλή και Αρίστου Πολυχρονιάδη «Η Αντίσταση στη Λέσβο» (σελ. 106-110) και το 1985 από τον Απ. Αποστόλου στο βιβλίο του «Μνήμες», όπου αναφέρεται ότι η πρώτη συνωμοτική κίνηση για την Λεσβιακή Αντίσταση είχε αρχίσει στο σπίτι του ζωγράφου και λογοτέχνη Αντώνη Πρωτοπάτση-Pazzi, που ήταν τότε ξεμοναχιασμένο σ’ ένα δρομίσκο κοντά στην Αγιά Φωτιά (Φωτεινή) λίγο πιο κάτω από το Βοστάνειο Νοσοκομείο (σελ. 95-106).

1943

Καταζητούμενος τον Αύγουστο του 1943 από την Γερμανική Μυστική Αστυνομία ο Λεφκίας, κατευθύνεται κρυφά μαζί με τον αδελφό του Λέσβανδρο, που ήταν έφεδρος ταγματάρχης, και άλλους δυο, σε κρυψώνα του Ε.Α.Μ. που ήταν στο «Μονόπετρο» Γέρας, και αργότερα από παραλίαν του Μανταμάδου διαφεύγει στην Μικρά Ασία στις 14 Οκτωβρίου 1943 και φθάνει στη Μέσην Ανατολή. Ενδιαφέρουσα σχετική περιγραφή δίδει ο Απ. Αποστόλου στο βιβλίο του το 1975 «Μνήμες», σελ. 141-144. Στην Αίγυπτο ο Λεφκίας έρχεται σε επαφή με τον τότε υπουργό των Στρατιωτικών, συμπατριώτη του Βύρωνα Καραπαναγιώτη (πατέρα του διευθυντή των αθηναϊκών εφημερίδων «Το Βήμα» και «Τα Νέα» Λέοντα Β. Καραπαναγιώτη) και σχετίζεται στενότερα με τους Αλέξανδρον Σβώλον και Ηλίαν Τσιριμώκον, καθώς και με άλλους παράγοντες της Κυβέρνησης Τσουδερού. Σχετικές λεπτομέρειες στο βιβλίο του Β. Καραγιάννη «Θείελπης Λεφκίας» του 1975, σελ. 32-33.

1944

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1944 ο Λεφκίας διορίζεται στο Κάιρο «Διευθυντής» στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και εξουσιοδοτείται να υπογράφει αυτός αντί του υπουργού Ηλία Τσιριμώκου, σε περιπτώσεις απουσίας του, «πάσας τας διαταγάς, έγγραφα, καταστάσεις και πράξεις, δια την υπογραφήν των οποίων αρμόδιος κατά την κειμένην Νομοθεσίαν είναι ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας».

Στις 5 Νοεμβρίου 1944 ο Λεφκίας επιστρέφει από την Αίγυπτο στην Αθήνα επικεφαλής του υπουργείου Οικονομίας, και ως αναπληρωτής του Ηλία Τσιριμώκου στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΛΔ. (Σχετικές πληροφορίες στον «Ταχυδρόμο» τις 7 Φεβρουαρίου 1958, που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Θείελπη). Την 1η Δεκεμβρίου 1944 επιστρέφει στη Μυτιλήνη και ορίζεται μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του Ε.Α.Μ. Λέσβου.

1945     

Οργανώνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Λέσβου με προκήρυξη της 14.1.1945, και αρχίζει να εκδίδει στις 3 Φεβρουα­ρίου 1945 την νέα εφημερίδα του «Ανα­τολή», που συνεχίζει την έκδοσή της έως τις 21 Μαΐου 1945. Την άνοιξη συλ­λαμβάνεται και φυλακίζεται και τα τυ­πογραφεία του καταστρέφονται βανδαλικά από όργανα του αντιεαμικού καθεστώτος. Αποφυλακίζεται τον Σε­πτέμβριο του 1945.

1946     

Στις 3 Φεβρουαρίου 1946 αρχίζει να εκδίδει την νέα εφημερίδα του «Ανατο­λή», που συνεχίζει την έκδοσή της έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1946.

1950

Τον Φεβρουάριο του 1950 επανεκδί­δει τον «Ταχυδρόμο» και στις εκλογές του Μαρτίου 1950 εκλέγεται βουλευτής ως αρχηγός του συνδυασμού της ΣΚΕΛΔ στη Λέσβο.

1955

Στις 29 Μαΐου 1955, συντάσσει την ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημο­σιεύεται στις σελ. 35-36 του βιβλίου του 1975 του Βαγγέλη Καραγιάννη, που την χαρακτηρίζει «ερωτικό γράμμα» προς την σύζυγο του Αγάπην (1909-1985), που ήταν κόρη της αδελφής της συζύ­γου του Στρατή Μυριβήλη Ελένης και πρώτη εξαδέλφη του ζωγράφου Αρι­στόδημου Καλδή (1899-1979) και του γεωπόνου και νομάρχη Λέσβου μετά την απελευθέρωση της Λέσβου από τους Γερμανούς Χρήστου Καλδή (1909- 1988). Η διαθήκη του Θείελπη χαρα­κτηρίζεται από τον Καραγιάννην τε­λευταίο ποίημά του και αρχίζει με τα λόγια: «Δεν είναι πολύς καιρός που απ’ το παράθυρο της ψυχής μου βλέπω τα χελιδόνια του φθινοπώρου, τα χελιδό­νια του μισεμού. Εύχομαι να με γελούν τα μάτια μου, γιατί την αγαπώ τη ζωή,…».

1958

Το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου 1958, που είχε πάει στο τυπογραφείο του πριν από τους τυπογράφους του και στοιχειοθετούσε μόνος του δικό του κεί­μενο για τον «Ταχυδρόμο» κλονίσθηκε ξαφνικά πάνω από τις κάσες του στοιχειοθετείου και έπεσε νεκρός από απρό­βλεπτο πνευμονικό οίδημα.

1975

Ο ενθουσιώδης ενισχυτής της νεό­τερης «Λεσβιακής Άνοιξης», ακούρα­στος ερευνητής, ιστορικός και κριτικός της Ελληνικής Λογοτεχνίας Γιώργος Βαλέτας, αποκαλώντας τον Θείελπη «Αγωνιστή ποιητή», του αφιερώνει δυο πολυσέλιδα τεύχη του περιοδικού του «Αιολικά Γράμματα», 27 και 28, Μαΐου· Αυγούστου του 1975, στα οποία συ­νεργάσθηκαν εκείνοι που τον είχαν γνωρίσει καλύτερα και έχουν προανα­φερθεί στο κείμενο μας. Την ίδια χρονιά ο Βαγγέλης Καραγιάννης εκδίδει με τον τίτλο «Θείελπης Λεφκίας-Ένας από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Άνοι­ξης» ανάτυπο από τα τεύχη 27 και 28 των «Λεσβιακών Γραμμάτων», αλλά με πολλές προσθήκες και διορθώσεις, βι­βλίο 46 σελίδων, που περιέχει λεπτομε­ρειακά και τα πορίσματά του από την υποδειγματικήν τακτοποίηση, μελέτη και κριτικήν των υπολειμμάτων του προσωπικού του αρχείου, που διήρπασαν οι Γερμανοί κατακτητές όταν κατά το τέλος Αυγούστου 1943 έκαναν επι­δρομή στο σπίτι του για να τον συλλά­βουν. Το λεηλατημένο αρχείο του Θείελπη παραδόθηκε το 1975 από την σύζυγο του Αγάπην (1909-1985) στον Καραγιάννη, που κατά τον Γ. Βαλέταν «το τακτοποίησε με άκραν επιμέ­λεια και ευσυνειδησία» («Αιολικά Γράμ­ματα» τεύχος 27, σελ. 179). Αργότερα το αρχείο αυτό παραδόθηκε από την Αγάπην Λεφκία στην Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης, που διευθύνει η φιλόλογος Αθανασία Πάλλη.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ

Αποβλέποντας να δώσουμε την εικόνα της προσωπικότητας και της δράσης του Λεφκία όσον το δυνατό πιο εκλαϊκευτικά και για τις νεότερες γενιές, κρίνουμε σκόπιμο μετά το Χρονολόγιό του να παραθέσουμε και αποσπάσματα από χαρακτηρισμούς του από εκείνους που τον είχαν γνωρίσει καλύτερα και πιο στενά.

Κατά τον Γ. ΒΑΛΕΤΑΝ, που διακρίνεται πάντοτε για τους εύστοχους χαρακτηρισμούς του, ο Θείελπης ήταν «το πρώτο ντουφέκι και το πρώτο βόλι της Λεσβιακής Άνοιξης». Κατά τον ίδιο, ο Λεφκίας ήταν «αδάμαστος μαχητής της Δημοκρατίας και της Εθνικής Αντίστασης» και δικαιολογημένα μπορεί να αποκαλείται «αγωνιστής ποιητής».

Ο ΒΑΓΓ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ υπεστήριξε ότι τα «πιστεύω» του Λεφκία, συνοψίζονται και σκιαγράφονται στον νεανικό του στίχο «Μ’ αρέσει εμένα τ’ όνειρο που ζει και δεν πεθαίνει…».

Μετά τον θάνατο του ο ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ έγραψε ότι στα πρώτα του νιάτα όταν πρωτογνώρισε τον Λεφκία είχαν και οι δυο τα ίδια ιδανικά. «Η τέχνη, η εθνική γλώσσα και ο έρωτάς μας προς το Νησί μας».

Κατά τον ΑΣΗΜΑΚΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ, ο Λεφκίας άκουε πάντοτε στη ζωή του «τη φωνή της καρδιάς του και όχι της λογικής».

Ο γερουσιαστής Λέσβου, του κόμματος του Αλ. Παπαναστασίου, ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΡΗΤΙΚΑΣ έγραψε εκτός άλλων για τον Λεφκία ότι «ποτέ του δεν ξέφευγε η γραφή σε άδικες επιθέσεις. Ήταν ντόμπρος στις πράξεις του και βράχος στις δημοκρατικές του πεποιθήσεις».

Κατά τον ΤΕΡΠΑΝΔΡΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΝ ο Λεφκίας «αποζητούσε πάντα να επιτύχει το απόλυτο στους αγώνες του, κι όταν δεν το πετύχαινε γινότανε περισσότερο ορμητικός στην διατύπωση των απόψεών του και περισσότερο εριστικός».

Ο ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ τον εχαρακτήρισε άνθρωπο «με αίσθημα γνήσιο και βαθύ, με εντιμότητα και με πίστη στη φιλία και τον άνθρωπο».

Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΕΟΝΤΗ ο Λεφκίας χαρακτηρίστηκε «μαχητής ανυποχώρητος και ασκητής της δημοσιογραφίας, κάτω από τις πιο άχαρες επαγγελματικές συνθήκες» και η αρθρογραφική του πένα ρωμαλέα, πείσμονη και οιστρηλατημένη «που δονούσε τις καρδιές των Λεσβίων και απηχούσε δυνατά τους παλμούς των, ώστε να αποκαλείται «απαραίτητος θερμοκαυτήρας για τις δημόσιες πληγές ασυδοσίας και αυθαιρεσίας, παραμέλησης και περιφρόνησης του τόπου».

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΔΗΣ έγραψε ότι «ο Θείελπης ήταν ο κατ’ εξοχήν Λέσβιος διανοούμενος. Διαθέτοντας πλούσιο, πηγαίο και χωρίς περιορισμούς θυμικό, αφιέρωσε τον ελεύθερο, ορμητικό, παλικαρίσιο ψυχορμητισμό του στον ύμνο της ομορφιάς της Λέσβου, στην υπεράσπιση των ιδανικών του λαού της και στη λογοτεχνική δημιουργία με βάση πάντα τη λαϊκή παράδοση».

Ο λογοτέχνης και χρονογράφος της Αγίας Παρασκευής ΠΑΝΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΣ έγραψε μεταξύ άλλων: «Μεγάλος σε ψυχισμό, μεγάλος σε πνευματικότητα, ακατάβλητος σε δράση κι ενεργητικότητα κοινωνικοπολιτική. Ήταν για τον τόπο μας ένας οδηγητής… Ήταν μια γλυκιά αστραψιά στα πυκνά σκοτάδια, μια θεραπευτική νυστεριά για τους κακούς όγκους».

Κατά την ΜΥΡΤΑ ΒΟΡΙΑ, ο Θείελπης Λεφκίας «πάντα μιλούσε με μεράκι για ό,τι παλιό και γνήσιο Μυτιληνιό έθιμο».

Σύμφωνα με όσα εδημοσίευσε στον μεταθανάτιο «Ταχυδρόμο» της 7.2.1958 ο Π. ΣΚΟΠΕΛΙΤΗΣ, ο Λεφκίας ήταν άνθρωπος με ακατάβλητη θεληματικότητα, που τα ιδανικά του και οι οραματισμοί του έφταναν ως τη χώρα της ουτοπίας, μα που τα έντυνε με τον πε­ρίλαμπρο μανδύα της πιο συγκινητικής αγάπης για τον άνθρωπο, τον φτωχό, τον αδικημένο, τον κατατρεγμένο».

Κατά τον πρωτεργάτη της Εθνικής Αντίστασης της Λέσβου ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ο Λεφκίας «στο προσκλητήριο για μια παλλεσβιακή εξό­ρμηση, αδίσταχτα κι από τους πρώ­τους, έσπευσε να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του απελευθερωτικού κινήματος. Κι ήταν τεράστια η συμβολή του τότε στα πρώτα μας βήματα».

Στον επικήδειο λόγο του ο Γ. ΚΟΡΤΕΣΗΣ ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πο­τισμένος με τα θεία νάματα του ανθρω­πισμού, του Σοσιαλισμού και της Δη­μοκρατίας αγωνίσθηκε μ’ όλη του τη δύναμη μέσα στα πλαίσια της ελλη­νικής πραγματικότητας για τους φτω­χούς και τους αδύνατους, για κείνους που βγάζουν με τον τίμιο μόχθο της δουλειάς το ψωμί τους».

Ο λογοτέχνης της Αγίας Παρασκευής ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΚΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ αναφέρει: «Ο Θείελπης ήταν από τους πρώτους που οργάνω­σαν στη Γερμανική Κατοχή, και στο νησί μας την Αντίσταση του Ε.Α.Μ.».

Ο κοινωνιολόγος ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΟΥΤΟΣ έγραψε ότι ο Λεφκίας «απαλλαγ­μένους από μικροαστικές προλήψεις, τυπογράφος, διορθωτής και ιδιοκτήτης της εφημερίδας, κατά βάθος όμως ποιη­τής, ζούσε αυτός όπως ήθελε τη ζωή του κι εύρισκε ποίηση σ’ αυτή τη ζωή».

Κατά τον ΧΡΥΣΑΝΘΟ ΜΟΛΙΝΟ «οι δημοσιογραφικοί αγώνες του Λεφκία ήταν ανέκαθεν διαρκείς εκρηκτικές λάβες ενός διαρκώς κοχλάζοντος ηφαιστείου. Ηφαιστείου όχι καθαρώς πολιτι­κού, ούτε κομματικού. Ηφαιστείου κοι­νωνικού. Όχι με την έννοια της επα­ναστατικής δράσης. Αλλά με την ανώ­τερη έννοια του κοινωνικού αποστό­λου, του αναμορφωτή».

Μετά τον θάνατο του ο ΗΛΙΑΣ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΣ έγραψε ότι «ο Θείελπης ήταν από τα μεγαλύτερα ελληνικά τα­λέντα μαχητού της πένας. Ο συνδυα­σμός της τέχνης του λόγου με την πολε­μική διάθεση και το σκληρό χιούμορ τον έκαμε να μας δώσει κείμενα άξια να πάρουν τη θέση τους στην Ανθολογία του ελληνικού λόγου… Τα κείμενα του Λεφκία αποτελούν πλούτο εθνικό».

Ο Αγιαπαρασκευώτης ανώτατος αξιωματικός ΕΥΣΤΡ. Σ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΛΛΗΣ γράφει στο ίδιο 27ο τεύχος των «Αιολικών Γραμμάτων» μεταξύ άλ­λων ότι ο Λεφκίας ήταν «θαρραλέος προόπτης στις πνευματικές εξορμήσεις, πείσμων μαχητής στις ιδεολογικές συ­γκρούσεις» και ότι με το δημοσιογρα­φικό και λογοτεχνικό ταλέντο του εξηκόντιζε τις ιδέες του «με χρώμα και πνοήν, με κίνηση και ρυθμό, με μουσι­κότητα και ήχον, αλλά και νυγμόν και σπάθισμα».

Ο αναγνώστης ας έχει υπόψη ότι όλοι σχεδόν οι προηγούμενοι χαρακτηρι­σμοί της φωτεινής μορφής και του έρ­γου του Λεφκία είναι αποσπασματικά παρμένοι από το αξιοθαύμαστο αφιέ­ρωμα που του έκαμε ο Γ. Βαλέτας στο 27ο τεύχος του περιοδικού του «Αιο­λικά Γράμματα» Μαΐου-Ιουνίου 1975.

Ο Κλ. Παλαιολόγος για τον Θείελπη

Γράφοντας το 1988 το σημερινό μας εκλαϊκευτικό κείμενο με την ευκαιρία των δυο επετείων της γέννησης και του θανάτου του Λεφκία, εκρίναμε απαραί­τητο να παραθέσουμε σχετικούς χα­ρακτηρισμούς και του πρεσβύτερου σύγχρονου κορυφαίου επιζώντος των λογοτεχνών της πρώτης «Λεσβιακής Άνοιξης» ΚΛΕΑΝΘΗ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ (1902-  ), ο οποίος ανταποκρί­θηκε σε παράκλησή μας με γραπτό κεί­μενο του της 28.11.1988, που πρόκειται να δημοσιευθεί αργότερα ολόκληρο, και περιέχει μεταξύ άλλων και τα ακό­λουθα. «Ήταν ομορφάνθρωπος και σε κα­τακτούσε η βαθιά μελωδική φωνή του και η απαλότητα της ματιάς του κι αυτά τα χαιρόσουν όταν ήταν ευχαριστημέ­νος και πιο πολύ όταν γελούσε. Αν τον εύρισκες θυμωμένο, αυτή η γλυκιά φωνή γινόταν βρυχηθμός και η ματιά διεισδυτική, σχεδόν άγρια».

«Η γραφή του ήταν ρωμαλέα και ίσια σαν δωρική κολόνα, σκληρή σαν μάρ­μαρο, αυστηρή σαν παράγγελμα. Ενώ ήταν γλυκύτατος και ποιητικός στην ομιλία του, στα πολιτικά άρθρα, ο λό­γος του ήταν πυκνός και χυμώδης, και η ειρωνεία για τους αντιπάλους έφτανε τον σαρκασμό και τον χλευασμό, γιατί ο Λεφκίας ήταν απόλυτος και ανένδο­τος στις πεποιθήσεις του, ανυποχώρη­τος στις ιδέες του»…

«Έμεινε στη Μυτιλήνη, πάλεψε με την φτωχή δημοσιογραφία του τόπου μας, αλλά διατηρούσε πάντα την ποιητική του διάθεση, τη βελούδινη, χαϊδευ­τική φωνή του και χαιρόταν καθώς συ­νταίριαζε κάθε μέρα με τους άλλους πρωτοπόρους της Λεσβιακής Άνοιξης, τους Βασιβουζούκους».

*

Ο συντάκτης του εκλαϊκευτικού αυ­τού κειμένου μπορεί να αναφέρει ότι επιδοκιμάζει ως απόλυτα αντικειμενι­κούς τους επαίνους που προαναφέρθη­καν στα αποσπάσματα των χαρακτη­ρισμών του Λεφκία, γιατί είχε και ο ίδιος προσωπικές επαφές μαζί του από το καλοκαίρι του 1927, όταν σε ηλικία 16 χρονών, άρχισε να δημοσιεύει στον «Ταχυδρόμο» της Μυτιλήνης σκίτσα του και γελοιογραφίες που εχάρασσε ο ίδιος σε λινόλεουμ.

 ΜΙΛΤΗΣ Χ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΙΔΗΣ

 περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 49/1988

 

 

ΤΙ ΘΕΛΣ, ΜΟΥΡΕΛΙΜ;

Όλοι βέβαια θα θυμούνται τον ιδιόρρυθμο λαϊκό τύπο Νέστορα Αρβανιτέλη. Πολλές ιστορίες υπάρχουν γύρω απ’ αυτόν. Μια φορά, θυμάμαι, τον πείραζε ένας μικρός. Είχε κρυφτεί πίσω από έναν τοίχο και φώναζε:

Ε Νέστουρα! Ε Νέστουρα!

Ο Νέστορας με υπομονή γυρίζει πίσω και με τη ματιά του ψάχνει να δει ποιος φωνάζει. Στο τέλος με την ιδιότυπη φωνή του φώναξε κι αυτός:

Τι θελς, μουρέλιμ; Μπάγι θέλ’ γη μάνα σ’ τίπουτα;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 48/1988