ΑΓΙΑΣΟΣ-ΚΕΡΑΜΙΑ

Την 23 Απριλίου ε.ε. ημέραν Πέμπτην και ώραν 3 μ.μ. θα λάβη χώραν εις Κεραμιά ποδοσφαιρική συνάντησις μεταξύ ομάδος του Γυμναστικού μας Συλλόγου ΟΛΥΜΠΟΣ και ομάδος του Συλλόγου Κεραμιών

agiassos_19310426_agiasos-keramia

ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 26-04-1931

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΒΑΛΕΣΗΣ. Άρχων Υμνωδός του Οικουμενικού Θρόνου

Ύφος ψαλτικό, κωνσταντινουπολίτικο. Φωνή απαλή, μελωδική. Ο ήχος της γεμίζει την εκκλησία της Παναγίας. Αν αφεθείς, στο άκουσμά της, μέσα στο χώρο το μυστηριακό, ρίγος συγκίνησης σε κυριεύει. Συμπλήρωσε εξήντα χρόνια στο ψαλτήρι επάνω. Επιδιώξαμε και είχαμε την ευτυχία να συζητήσουμε μαζί του. Απλός, προσηνής, ουσιαστικός, ειλικρινής, ευχάριστος.Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1926. Ο πατέρας του Αντώνης Βάλεσης, γεννημένος το 1887, ήταν τσαγκάρης. Η μητέρα του Μαριγούλα, το γένος Παναγιώτη Στεφανή, εξαδέλφη του παπα-Αλκιβιάδη Στεφανή, γεννημένη το 1886, ήταν αγρότισσα.Στο Δημοτικό Σχολείο, διευθυντή είχε τον Ευστράτιο Λιάκατο. Όταν πήγε στο τότε Ημιγυμνάσιο, τελείωσε την πρώτη τάξη και στη δεύτερη, σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, τον βρήκε ο πόλεμος του 1940.

Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί και καλοί χριστιανοί, τον οδήγησαν προς την εκκλησία. Ντυνόταν παπαδάκι και έψελνε μαζί με άλλα παιδιά στο αριστερό ψαλτήρι, κοντά στον Παναγιώτη Καβαδά. Στο δεξιό ψαλτήρι ήταν ο Αθανάσιος Πούπουρας, ψάλτης Κωνσταντινουπολίτης, το ύφος του οποίου επηρέασε σημαντικά τον Στρατή. Η αγάπη του προς τους εκκλησιαστικούς ύμνους και η σωστή φωνή του τον οδήγησαν να γίνει μέλος της Χορωδίας του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, όπου συνάντησε μεγαλύτερους και ώριμους ερασιτέχνες της ψαλτικής, τους Ραφαήλ Σουσαμλή, Στρατή Αλτιπαρμάκη, Χαρίλαο Κορομηλά, Νίκο Τσεσμελή και άλλους.

Η άλλη του αγάπη, μετά την εκκλησία, ήταν το ποδόσφαιρο και η ομάδα του χωριού, ο «Όλυμπος», με τις μπλε-άσπρες φανέλες, στη διοίκηση του οποίου ήταν οι Δημήτριος Παπάνης, Νικόλαος Πιτιάς, Γιάννης Γούναρης, Γιώργος Κουτσκουδής, Αριστής Τζανετής και Απόλλων Στάικος. Ο πρώτος από αυτούς διαπίστωσε το ποδοσφαιρικό ταλέντο του μικρού Στρατή Βάλεση και τον προόριζε για τη βασική ομάδα.

Η επίθεση όμως των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940, καθώς και η κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς την άνοιξη του 1941, άλλαξαν πολλά πράγματα. Πρώτα πρώτα σταμάτησε το σχολείο. Πού μυαλό για ποδόσφαιρο. Η κατοχή ήταν σκληρή. Η ανέχεια μεγάλη. Θυμάται πως υπήρξε περίοδος, που για 40 μέρες στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ψωμί ούτε κάστανα ούτε μήλα και πως στην οικογένεια έτρωγαν μόνο χόρτα και ελιές. Γύρω στο 1944, φίλοι του στο χωριό, ο Γρηγόρης Δημητρίου Παπουτσέλης (Παπέλ’) και ο Γιώργος Ταμβακέλης, που ήταν μαθητές, στη βυζαντινή μουσική, του δασκάλου Παναγιώτη Καβαδά, τον προέτρεψαν να παρακολουθήσει κι αυτός μαθήματα. Τους άκουσε και διδάχτηκε βυζαντινή μουσική από τον Καβαδά, για έξι μήνες, αρκετούς για ν’ αποκτήσει γερές βάσεις, αφού, όπως ο ίδιος λέει, «ο Καβαδάς ήταν πολύ καλός δάσκαλος». Ο δάσκαλος του πήγε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας ως ψάλτης. Ο Στρατής τον ακολούθησε και το 1945, σε ηλικία 19 χρονών, ορίστηκε αριστερός ψάλτης της εκκλησίας για ένα χρόνο. Εκεί τον άκουσε ο Μητροπολίτης Ιάκωβος ο Α’ και είπε στον πρωτοπρεσβύτερο της Παναγίας, τον Νικόλα Παπουτσέλη: «τον αριστερό της Αγίας Τριάδας να τον κατεβάσεις στην Παναγία». Έτσι, το 1946 παίρνει το διορισμό του ως αριστερός ψάλτης στην εκκλησία της Παναγίας. Δεξιά έψελνε ο Γιάννης Παπαδόπουλος, πολύ καλός γνώστης της βυζαντινής μουσικής.

Default 2
Ανταλλαγή αναμνηστικών σε κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα. Δεξιά διακρίνεται ο Ευστράτιος Βάλεσης.
Ο Στρατής ήδη είχε ερωτευθεί τη μουσική αυτή, τόσο πολύ, που εκτός της μελέτης που έκανε μόνος του παρακολουθούσε τις εκτελέσεις των ύμνων όλων των καλών ψαλτάδων της Μυτιλήνης. Εξελίχθηκε και βελτιώθηκε τόσο πολύ, που κάποια μέρα, στο παπουτσίδικο του πατέρα του, όπου βοηθούσε, ο παλιός του δάσκαλος, ο Καβαδάς, του λέει: «Εμ τώρα συ πρέπ’ να δείχτ’ς σι μένα…».Ευγνωμονεί το δάσκαλο του, που τον κατηύθυνε σωστά στα μονοπάτια της βυζαντινής μουσικής και σε ανταπόδοση του καλού που του έκανε, κάθε χρόνο, την ημέρα των ψυχών, μαζί με τους γονείς και τους νονούς του μνημονεύει και το όνομα του Παναγιώτη Καβαδά.Το 1949 στρατεύτηκε και παρουσιάστηκε μαζί με 17 Αγιασώτες, τον Παναγιώτη Βουνάτσο, τονΣτρατή Γεωργαλά και άλλους, στο Κέντρο Διαβιβάσεων, στο Βόλο. Σε 18 μέρες αποσπάστηκε στο Χαϊδάρι και εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστής. Υπηρέτησε 37 μήνες, μέχρι το 1952.
Γύρισε στο χωριό και βρήκε τη μεγάλη του αγάπη, την ποδοσφαιρική ομάδα «Όλυμπος», διαλυμένη. Ορισμένοι όμως δραστήριοι παλιοί φίλαθλοι, όπως ο Στρατής Γαββές, ο Στρατής Βέτσικας και άλλοι, κατάφεραν και οργάνωσαν ξανά την ομάδα, με τη συμβολή του Στρατή Βάλεση και του γυμνασιάρχη Κώστα Τζηρίδη. Μάλιστα, με πρόταση του ίδιου του Στρατή, τα χρώματα της ομάδας, από μπλε-άσπρο έγιναν πράσινο-άσπρο. Κι αυτό, γιατί ήταν οπαδός του Παναθηναϊκού. Στο πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του καινούργιου «Ολύμπου» ήταν ο δήμαρχος Στρατής Τραγάκης, ο Στρατής Γαββές, ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο Παναγιώτης Βλαστάρης και ο ίδιος ο Στρατής Βάλεσης.Ευτυχής συγκυρία για την ομάδα: την εποχή αυτή ήρθε στην Αγιάσο ως γυμναστής στο Γυμνάσιο ο Χρίστος Μητσιώνης, άριστος επιθετικός ποδοσφαιριστής και αργότερα προπονητής στην ομάδα. Μαζί του ο «Όλυμπος» είχε πολύ καλές στιγμές.Ο Στρατής έπαιξε πέντε χρόνια ως αμυντικός. Θυμάται τη μαζική παρουσία του κόσμου. Κάθε αγώνα παρακολουθούσαν πάρα πολλοί θεατές, ιδιαίτερα εκδηλωτικοί, κυρίως στα παιχνίδια με τον «Αιγέα», την ποδοσφαιρική ομάδα του Πλωμαρίου. Το κάθε παιχνίδι, με την ομάδα αυτή, χαρακτηριζόταν από έντονο πάθος και από τις δυο πλευρές.
Για τους αγώνες αυτούς ο Στρατής θυμάται δυο περιστατικά και τα δυο στο Πλωμάρι. Την ομάδα μας, πάντα συνόδευε μεγάλος αριθμός φιλάθλων, στους αγώνες της έξω από το χωριό. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένας φιλόλογος καθηγητής στο Γυμνάσιο, ο Κώστας Μπουζέας. Ψηλός, αδύνατος, σοβαρός, βαρήκοος, άριστος επιστήμονας, σεβαστός από τους μαθητές και από την κοινωνία της Αγιάσου. Φανατικός οπαδός του «Ολύμπου». Σ’ έναν αγώνα λοιπόν, στο Πλωμάρι, διαιτητής ήταν ο δικηγόρος Χιωτέλης, που αδικούσε κατάφωρα τον «Όλυμπο». Ο Μπουζέας καθόταν απέναντι από το γήπεδο, σ’ ένα μπαλκόνι. Αγανακτισμένος ο Μπουζέας από την αδικία, κατέβηκε μέσα στο γήπεδο και άρχισε να προτρέπει τους παίκτες ν’ αποχωρήσουν. Αντέδρασε ο διαιτητής και λέει στον Μπουζέα: «αν αποχωρήσουν, η ομάδα θα τιμωρηθεί. Είμαι δικηγόρος και ξέρω τους νόμους». Και ο Μπουζέας: «Απορώ, κύριε Χιωτέλη, τίνα σχέσιν έχει η υψηλόφρων θέμις με τα κάτω άκρα». Και η ομάδα αποχώρησε. Σ’ έναν άλλον πάλι αγώνα, έγινε ένα φάουλ εις βάρος του «Αιγέα», έξω από την περιοχή του. Τρέχει ο Δημήτριος Προκοπίου Τσαμπλάκος (Μανάρικος) να το χτυπήσει. Ο Στρατής, έχοντας εμπιστοσύνη σε γερό αριστερό του σουτ, τον εμποδίζει και εκτελεί ο ίδιος το φάουλ. Η μπάλα μπαίνει στα δίχτυα, τα τρυπά, χτυπά στον απέναντι τοίχο και κατεβάζει ένα κομμάτι σοβά. Σε χρόνο μηδέν, κατεβαίνει ο πρόεδρος του «Αιγέα» και λέει στον Στρατή: «πιο σιγά, θα σκοτώσεις κανέναν άνθρωπο». Όταν πρόεδρος του «Ολύμπου» ήταν ο Στρατής Τζίνης, ο Σύλλογος ανέβαζε και θεατρικές παραστάσεις για την ενίσχυσή του. Σε μια από αυτές, στην κωμωδία του Ψαθά «Φον Δημητράκης», με σκηνοθέτη τον Ηλία Ψυρκούδη, έλαβε μέρος και ο Στρατής.
Default 6
Ο Ευστράτιος Βάλεσης με άλλους ιεροψάλτες κατεβαίνει από την εξέδρα υποδοχής του Οικουμενικού Πατριάρχη, για να λάβει μέρος στη μεγάλη πομπή, στις 12-8-2006, στην Αγιάσο
Ας γυρίσουμε όμως στην ψαλτική. Όταν απολύθηκε από το στρατό, το 1952, στη θέση του αριστερού ψάλτη είχε τοποθετηθεί ο Προκόπης Λιγέλης. Σ’ ένα χρόνο φεύγει ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Λιγέλης ορίζεται δεξιός και κατεβαίνει πάλι ως αριστερός ψάλτης από την Αγία Τριάδα, όπου είχε πάει ο Στρατής Βάλεσης. Μέχρι το θάνατο του Λιγέλη διακόνησε στο αριστερό ψαλτήρι.Με τη γυναίκα του τη Σοφία, το γένος Παναγιώτη Παπάνη, ειδώθηκαν και αλληλοερωτεύθηκαν σε μια κηδεία. Οι επαφές τότε γίνονταν με νεύματα. Η σχέση, αδιάλειπτη για τρία χρόνια, οδήγησε στο γάμο το 1955. Καρποί του γάμου είναι ο Αντώνης (1959), απόφοιτος της Νομικής και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που ασχολείται έντονα με τη δημοσιογραφία. Ακόμη ένας γιος, ο Παναγιώτης (1965), είναι ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας.
Default 9
Στιγμιότυπο από την ακολουθία του Όρθρου της Εορτής της 15ης Αυγούστου, στον Ιερό Ναό της Παναγίας Αγιάσου, όπου χοροστάτησε η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Στο δεξιό ψαλτήρι διακρίνεται ο Ευστράτιος Βάλεσης.
Εξήντα χρόνια λοιπόν διακονίας στην ψαλτική τέχνη. Πώς αυτό να περάσει απαρατήρητο; Έτσι, κάποιο βράδυ του Αυγούστου, μετά το Μεγάλο Εσπερινό της παραμονής της μεγάλης γιορτής της Παναγίας, στο Συνοδικό της Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος παρουσίασε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο το δεξιό ψάλτη και του έπλεξε το εγκώμιο. Εντελώς αυθόρμητα ο Πατριάρχης, για να δείξει τη μεγάλη του ικανοποίηση για τον άνθρωπο αυτό, τον ονομάζει «Άρχοντα Υμνωδό του Οικουμενικού Θρόνου», οφίκιο που θα του αποδοθεί στις 23 Οκτωβρίου από το Μητροπολίτη Μυτιλήνης.
Default 12
Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, μετά την αναγόρευση του Ευστρατίου Βάλεση σε Άρχοντα Υμνωδό του Οικουμενικού θρόνου, του χαρίζει εικόνα της Παναγίας. Παρίστανται οι Σεβ. Μητροπολίτες Μυτιλήνης Ιάκωβος (αριστερά) και Δημήτριος Σεβαστείας (δεξιά), καθώς και ο Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Συκής
Default 15
Αναμνηστική φωτογραφία από διεξαγωγή ποδοσφαιρικού αγώνα στο Χριστοφίδειο Γυμναστήριο Αγιάσου.
Άξιος ο Στρατής ο Βάλεσης. Τον ευχαριστούμε. Για τα τόσα χρόνια προσφοράς του στην εκκλησία και στο χωριό. Γι’ αυτό που είναι. Για την καλοσύνη του, την ευπρέπεια και την ταπεινοφροσύνη. Και γιατί μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του, για δυο ώρες, όλα όσα αφορούν τη ζωή του.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 158/2007

ΑΠΟ ΤΟ ΧΟΡΟ…ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

Η πρόσκληση αυτή είναι από τον πρώτο χορό που οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε στην Αγιάσο το 1931

xroros_olympos_1931Η πρόσκληση αυτή είναι από τον πρώτο χορό που οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε στην Αγιάσο το 1931. Μεγάλη υπόθεση για κείνα τα χρόνια. Τη σκάλιξε πάνω σε λινόλεουμ και την τύπωσε ο Πάνος Κολαξιζέλης μέσα στο δικολαβικό γραφείο του Δημήτρη Μουτζουρέλη, ενώ ο ιδιοκτήτης του γραφείου, ο Αντώνης Ηρ. Αναστασέλης, ο Στρατής Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας) κι εγώ βάλαμε στις αυλακώσεις το πράσινο χρώμα του «Ολύμπου». Οι παραπάνω αποτελούσαμε και την οργανωτική επιτροπή του χορού. Χάρη στο σχέδιο που είχαμε καταστρώσει, ο χορός στις 14 Φλεβάρη όχι μόνο είχε επιτυχία, αλλά κι επαναλήφθηκε στις 21 του ίδιου μήνα.

Απ’ τη θεατρική παράσταση του έργου του Σπύρου Μελά «Μια νύχτα μια ζωή», που έδωσε ο «Όλυμπος» στις 25 Δεκέμβρη του 1930 και στις 6 Γενάρη του 1931, κι από τη μεγάλη επιτυχία του πρώτου χορού, με τις πρωτότυπες διαφημίσεις και ρεκλάμες που έγιναν στην Αγιάσο, ρίχτηκε η ιδέα της έκδοσης εφημερίδας στην Αγιάσο, από τους μαθητές του Γυμνασίου Μυτιλήνης Πάνο Κολαξιζέλη και Βασίλη Ιακώβου. Εκμεταλλευόμενοι κι οι δυο τους τη συνεργασία μου με τον «Ταχυδρόμο» Μυριβήλη και Λευκία, όπου έστελνα λαογραφικό υλικό κι ανταποκρισούλες, με έκαμψαν να δεχτώ και ν’ αναλάβω το οικονομικό βάρος της έκδοσής της. Σ’ αυτό συμμετείχαν με ένα συμβολικό ποσό χιλίων δραχμών ο καθένας, ο Βασίλης Ιακώβου κι ο Πάνος Ευαγγελινός. Την Κυριακή του Θωμά, 19 Απρίλη 1931, κυκλοφορήσαμε το πρώτο της φύλλο. Της δώσαμε το όνομα «Αγιάσος».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 20/1984

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΙΧ. ΣΟΥΣΑΜΛΗΣ (ΧΡΟΝΗΣ)

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Ο πατέρας του Μιχάλης Σουσαμλής ήταν σπουδαίος στην εποχή του κάλφας οικοδομών. Τ’ αδέρφια του όλα μουσικοί επαγγελματίες. Ό ίδιος παραστράτησε κι ακολούθησε άλλο επάγγελμα. Έφτιαχνε φανάρια, λαδόμπρικα, τζεζβέδες, τυροξύστες, γκιούμια. Ήταν φαναρτζής. Αγαπούσε το επάγγελμά του και δούλευε με μεράκι. Όλα τα χρόνια τα πέρασε μέσα στο Χάνι, όπου είχε και το μαγαζί του.

Η καλλιτεχνική διάθεσή του ξύπνησε κι εκδηλώθηκε το 1916-1918, όταν τον πρωτανέβασαν στη θεατρική σκηνή του Αναγνωστηρίου. Έπαιξε στα έργα του Περεσιάδη «Γκόλφω», «Σκλάβα», «Εσμέ», του Βότσαρη «Η ψυχοκόρη και ο λήσταρχος Κρικέλας», κι απέδωσε θαυμάσια τους ρόλους που υποκρίθηκε, γιατί τους ένιωθε, τους αισθανόταν και τους ζούσε, ας ήταν τα γράμματά του λίγα. Τ’ αποκορύφωμα, το ζενίθ της επιτυχίας του, ήταν στο έργο του Δημ. Κορομηλά «ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στό ρόλο του μπαρμπα – Χρόνη, που του ήρθε καλούπι, κόλλησε καλά, επιβλήθηκε, εκτόπισε κι εξαφάνισε τ’ όνομά του. Κανείς πια δεν τον φώναζε μ’ αυτό. Όλοι τον φώναζαν Χρόνη. Και μεις από δω και πέρα Χρόνη θα τον αναφέρουμε.

anagnostiriosl_039
Διαφάνεια Πάνου Ε. Κολαξιζέλη

Ο Χρόνης αγάπησε τ’ Αναγνωστήριο με το θέατρό του όσο λίγοι και πρόσφερε πολλά, πάρα πολλά. Σύχναζε σ’ αυτό. Οι συζητήσεις που έκανε με τα «φραγκέλια» – έτσι λέγανε τα χρόνια κείνα τους μαθητές του Γυμνασίου και τους φοιτητές – ήταν πάντα για το θέατρο, που του είχε γίνει πάθος. Σηκωνόταν απάνω, μονολογούσε με τη βροντερή φωνή του κι έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει. Και στο μαγαζί του, την ώρα της δουλειάς, άφηνε απ’ το χέρι του τη χαβιά κι έκανε τα ίδια, καθώς επίσης και στον περίπατο πρωί και βράδυ. Όσοι τον έβλεπαν και τον άκουγαν δεν ξαφνιάζονταν και δεν τον παρεξηγούσαν, γιατί τον ήξεραν. Τα «φραγκέλια» παρακολουθούσαν το μονόλογο και τον τρόπο που έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει, με μεγάλη προσοχή κι ενδιαφέρον. Όσες φορές βρέθηκε τ’ Αναγνωστήριο σε κρίση και κινδύνεψε να πέσει σε μαρασμό και νάρκη, ο Χρόνης σαν κλώσσα μάζευε τους νέους και με θεατρική παράσταση, που ήξερε τον τρόπο κι έβρισκε τους κατάλληλους ερασιτέχνες να την πάρουν στα χέρια τους, τ’ αναζωπύρωνε και το κρατούσε.

Τα θεατρικά έργα που έπαιζε τ’ Αναγνωστήριο ήταν έργα του βουνού, ειδυλλιακά, με την αθάνατη φουστανέλα. Μ’ αυτή γνώρισε κι ήξερε το θέατρο ο Αγιασώτης. Για πρώτη φορά το 1925 ανέβασαν στη σκηνή έργο σύγχρονο, σαλονιού, το «Κόκκινο πουκάμισο» του Σπύρου Μελά. Ο Χρόνης προσπάθησε να ματαιώσει την παράσταση, χωρίς να το καταφέρει. Συνέχεια διαμαρτυρόταν και φώναζε πως καταστρέφουν το θέατρο, πως αυτό που θα έπαιζαν δεν είναι θέατρο, αλλά μασκαραλίκι. Δεν μπορούσε να το χορτάσει το μυαλό του, όπως και πολλών άλλων Αγιασωτών, πως υπάρχει θέατρο χωρίς φουστανέλα.

Ο Χρόνης ήταν και πρωτοπόρος του αθλητισμού. Το 1930 που αναγνωρίστηκε ως αθλητικό σωματείο ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου «Όλυμπος», στις πρώτες εκλογές πρόεδρο βγάλανε το Χρόνη, αντιπρόεδρο το Μιχάλη Χατζηευστρατίου, γραμματέα τον Αντώνιο Ηρ. Αναστασέλη, ταμία τον Παναγιώτη Αρ. Πολυπάθου και σύμβουλο το Δημήτριο Μουτζουρέλη. Ο Χρόνης φάνηκε αντάξιος της τιμής, που του κάνανε. Στις μέρες της προεδρίας του κατάφερε πολλά και μεγάλα.

Άρχισε με τη θεατρική παράσταση «Μια νύχτα μια ζωή. . .» του Σπύρου Μελά, που δόθηκε στις 25.12.1930 και 4.1.1931. Κατόρθωσαν ν’ ανεβάσουν στη σκηνή για τους γυναικείους ρόλους γυναίκες, τη Μύρτα Αμανίτη και τη Νίνα Σουρλάγκα. Επειδή δε βρέθηκε το τρίτο γυναικείο πρόσωπο, αναγκάστηκε να το υποδυθεί ο Βασίλης Ιακώβου. Ήταν η δεύτερη φορά που στη σκηνή ανέβαιναν γυναίκες. Ακόμα κατόρθωσε για πρώτη φορά να οργανωθεί και να δοθεί στις 14 καί 21.2.1931 χορός στην Αγιάσο, παρ’ όλες τις αντιδράσεις. Την ίδια εποχή ρίχτηκε η ιδέα της έκδοσης εφημερίδας στην Αγιάσο που καρποφόρησε. Κυκλοφόρησε στις 19.4.1931, την Κυριακή του Θωμά, το πρώτο φύλλο της «Αγιάσου». Εκδότες ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο Βασίλης Ιακώβου κι ο Παναγιώτης Ευαγγελινός.

Με αίτησή του ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου ζήτησε από την τότε Κοινότητα να του παραχωρήσει το κεραμοποιείο της, στο Καμπούδι, για γήπεδο. Η Κοινότητα όχι μόνο το παραχώρησε, αλλά επιχορήγησε το Σύλλογο και με 2000 δραχμές. Με το ίδιο ποσό επιχορήγησε το Σύλλογο κι η εκκλησία της Παναγίας. Με αίτησή του ζήτησε κι από το Υπουργείο Παιδείας χρηματική ενίσχυση για εκβραχισμό του κεραμοποιείου. Με ενέργειες του τότε φοιτητή Στρατή Καβαδέλλη επιχορηγήθηκε μέ 20000 δραχμές.

Ο Σύλλογος με επικεφαλής τον πρόεδρο Χρόνη σαν εργάτη άρχισε τον εκβραχισμό και την ισοπέδωση του κεραμοποιείου. Ο Χρόνης, πρωτοπόρος της αθλητικής ιδέας, παρόλο που δούλευε για πρώτη φορά σε βαριά χειρωνακτική εργασία, απέδιδε όσο δυο εργάτες. Μέσα σ’ ένα μήνα το κυπαρισσένιο του κορμί άρχισε να γέρνει και το πρόσωπό του να παίρνει το χρώμα του γηπέδου, από τον ήλιο. Αυτά πρόσφερε ο Χρόνης στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου σαν πρώτος πρόεδρος του.

Η παρέα μας ήταν δεμένη πολύ με το Χρόνη. Τον εκτιμούσαμε και τον σεβόμασταν, γιατί ήταν άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα. Κι ο Χρόνης όμως μας αγαπούσε όλους. Σα βάζαμε στο φούρνο γιουβέτσι, ήταν αδύνατο να μην του βρει «ξούρια». Πότε πως δεν έχει «ζ’μέλ(ι) για βούτ’μα», πότε πως η σάλτσα ήρθε λίγη, πότε πως δεν είναι καλά βρασμένο κι άλλα. Δικαιολογούσε τους φουρνάρηδες, γιατί δεν είχαν τον καιρό να φροντίζουν το γιουβέτσι που θέλει πολλή επιστασία. Και λυπόταν που δεν είχε τον καιρό να ψήσει αυτός το γιουβέτσι στο μαγαζί του, πάνω στο «π’χανέλ(ι)», για να μας δείξει ποιο είναι το γιουβέτσι, που να τρώμε και να γλείφουμε τα δαχτύλια μας.

Ο Χρόνης έγινε και κινηματογραφικός αστέρας. Το φθινόπωρο του 1930, όταν ήρθε στην Αγιάσο ο σκηνοθέτης Ορέστης Λάσκος με συνεργείο για να γυρίσει το έργο του Λόγγου «Δάφνις και Χλόη», έκρινε το Χρόνη κατάλληλο να υποκριθεί το ρόλο του Φιλητά. Ένα γράμμα με τη φίρμα της «Φίνος Φίλμς», που πήρε ο Χρόνης απ’ την Αθήνα και τον ειδοποιούσε να είναι έτοιμος για το γύρισμα μιας καινούργιας ταινίας, τον ξεσήκωσε. Επειδή δε βρήκε βαλίτσα – στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν στην επαρχία βαλίτσες -, ετοιμαζόταν να κατασκευάσει ο ίδιος κι ύστερα να πουλήσει τα εργαλεία του και να κλείσει το μαγαζί του, για ν’ αρχίσει να διαβάζει, γιατί μπορούσε να γυρίσουν καμιά «Φαύστα» ή κανένα «Οθέλλο». Με το ζόρι τον συγκρατούσαμε από τον κατήφορο που πήρε. Καταλάγιασε, σαν πήρε άλλο γράμμα που τού’ γραφε πως το γύρισμα της ταινίας αναβλήθηκε.

Ο Χρόνης ήταν πια γεροντοπαλίκαρο. Δεν τα έθετε όμως κάτω. Ο φτερωτός γιος της Αφροδίτης δεν τον εγκατέλειπε. Φώλιαζε πάντα μες στα σγουρά ποιητικά μαλλιά του και του δημιουργούσε στη φαντασία λογής λογής ειδύλλια. Καμιά από τις κοπέλες, τις οποίες ερωτευόταν ο ίδιος ή του έλεγαν άλλοι πως τον αγαπούν, δεν είχε ιδέα. Πίστευε ό,τι και να του έλεγαν για τις κοπέλες που κατά τη φαντασία του αγαπούσε, όσο απίθανο κι αδύνατο στην πραγματοποίησή του κι αν ήταν. Όπως ότι μια κοπέλα που τον αγαπούσε κατάπιε ένα «γ’δόχειρου» για ν’ αυτοκτονήσει κι ευτυχώς που την προλάβανε, κι άλλα τέτοια. Όταν ο αδερφός του Αχιλλέας του είπε ν’ αφήσει τα ονειροπολήματα και να προσπαθήσει να συνέλθει, γιατί, από αυτές που νομίζει και πιστεύει πως τον αγαπούν, δεν πρόκειται να τον παντρευτεί καμιά ούτε και στη δεύτερη παρουσία, ο Χρόνης απάντησε πως είναι όλες έτοιμες, αλλά αυτός δεν αποφασίζει. Κι είπε στον Αχιλλέα να παρακαλεί κι αυτός να πάρει τη μεγάλη απόφαση, για ν’ αγοράσει στο γιο του, το Στρατή, όχι ένα μόνο κλαρίνο που ήθελε, αλλά μια αραμπαδιά.

Ο Χρόνης πήρε μέρος και στην αγιασώτικη ηθογραφία «Τι να τα κάνω τα καλά» του Χριστόφα Κανιμά, που γράφτηκε για την Έκθεση Μυτιλήνης και που πρωτοπαίχτηκε στις 17 Ιούλη 1933 μέσα στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Στην Αγιάσο παίχτηκε την ίδια χρονιά στον Κήπο της Παναγίας.

Τελευταία φορά ο Χρόνης ανέβηκε στη σκηνή το 1939, όταν παίχτηκε η ίδια ηθογραφία. Πάντα υποδυόταν το ρόλο του Ιν(ι)κόλα. Θα ανέβαινε πολλές φορές ακόμα, αν δε μεσολαβούσε ο πόλεμος του 1940 κι η Γερμανική Κατοχή με τις χίλιες δυο στερήσεις. Η συμπαθητική μορφή του Χρόνη, του ανθρώπου με το κυπαρισσένιο κορμί, με τα ποιητικά σγουρά μαλλιά και με τη βροντερή φωνή, έσβησε στις 3 Δεκέμβρη 1941. Ο θάνατος του παθιασμένου για το θέατρο, τον αθλητισμό και τον έρωτα λύπησε τους αναγνωστηριακούς και την κοινωνία της Αγιάσου. Η Διοίκηση του Αναγνωστηρίου, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Καβαδέλλης, στο με αριθμό 63 πρακτικό της 3 Δεκέμβρη 1941 πήρε την απόφαση να του αποδώσει τιμές μεγάλου ευεργέτη και το επίτιμο μέλος Χριστόφας Χρ. Χατζηπαναγιώτης να εκφωνήσει λόγο και να τον αποχαιρετίσει. Επιφυλάχθηκε να του αποδώσει τις δέουσες τιμές σε κατάλληλο χρόνο. Ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου είχε διαλυθεί τότες. Για την καλή ανάμνησή του πίνακάς του βρίσκεται στην αίθουσα του Αναγνωστηρίου. Από ψηλά ο Χρόνης βλέπει και καμαρώνει το Αναγνωστήριο, που υπηρέτησε ο πατέρας του ως πρόεδρός του, στα πρώτα του βήματα, κι ύστερα αυτός, να στέκει γερά και να στεγάζεται σε ιδιόκτητο κτίριο, όπως το ονειρευόταν από χρόνια κι όπως του αξίζει. Οι λίγες καί φτωχές αυτές γραμμές ας θεωρηθούν ως φιλολογικό του μνημόσυνο.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 4-5/1981