ΔΙΑΚΟΡΕΥΣΗ ΘΥΓΑΤΕΡΑΣ

Το περασμένο Σάββατο 19 Απριλίου η μητέρα της…

agiassos_19310426_asteia

ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 26-04-1931

ΟΙ ΑΝΕΥ ΦΥΜΩΤΡΟΥ ΚΥΝΕΣ

Ως πληροφορούμεθα ελήφθη απόφασις όπως τα αστυνομικά όργανα δηλητηριάζουν πάντας τους κύνας τους περιφερομένους άνευ φιμώτρου

dimokratis_19360228_kynes

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 28-02-1936

ΕΝΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΟΥ 1880. ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑ-ΦΩΤΙΑΣ

Φαίνεται ότι στα τέλη του περασμένου αιώνα στην τοποθεσία «Μπαμπατσούλα» περιοχής Σκούντας γινόταν κάθε χρόνο πανηγύρι της Αγια-Φωτιάς, με πληθωρική συμμετοχή κατοίκων των γειτονικών χωριών. Πιστεύω ότι στην περιοχή αυτή, που τη χαρακτηρίζει μια αδιατάρακτη παραδοσιακή συνέχεια από τα πανάρχαια χρόνια, το πανηγύρι θα επιζεί μέχρι σήμερα. Τα επεισόδια πάντως που έγιναν το 1880, χάριν κάποιας ωραίας Ελένης, ήταν τόσο σοβαρά, ώστε ο εισαγγελέας της Μυτιλήνης Χουσνή-Βέης πήγε προσωπικά στη Σκούντα μαζί με ιατροδικαστή, που υπέβαλε το ραπόρτο που δημοσιεύουμε πιο κάτω. Ο κόσμος μέσα από τις γραμμές του παλιού εγγράφου μοιάζει σαν όνειρο μακρινό, που ποτέ δεν θα ήταν υπαρκτό, αν τα ονόματα που ακούγονται και σήμερα δε θύμιζαν την αλήθεια.

palikaria
Παλικάρια της Αγιάσου βρακοφορεμένα, γαρουφαλοστόλιστα… Ο φραγκοφορεμένος Βασίλης Σταύρου Μπεγιάζης έφυγε λαθραία και πήγε να καζαντίσει στην Αμερική… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Χρύσανθος Παν. Χατζηπαναγιώτης)

«Σήμερον, την 24ην Απριλίου 1880, την 3ην μ.μ. ώραν, ανεχωρήσαμεν μετά του Είσαγγελέως Χουσνή-βέη εις χωρίον Σκούδαν (sic) (εφθάσαμεν την 6ην μ.μ.), ίνα εξετάσωμεν τον Κλεάνθην Κωνσταντίνου ηκισθέντα υπό των Ηρακλή Ποδαρά, Γιάννη Χριστοφαρέλλη, Στρατή Μουτζούρη, Δημήτρη Γιαταγανέλλη και άλλων τριών ακόμη ατόμων, όλων Αγιασωτών και μεθυσμένων, την 24η Απριλίου 1880, την πρωίαν, εις την Αγίαν Φωτιάν (Φωτεινήν) εις Μπαμπατσούλα, όπου εγένετο πανήγυρις. Οι Αγιασώται ούτοι εζήτουν να κακοποιήσουν τον άνδρα μιας εξ Ιππείου, άλλοτε φυλακισμένης εις το Νοσοκομείον Αγίου Θεράποντος, Ελένης, διότι εις Μακαρόνης (όστις ήτο φυλακισμένος) ηράσθη αυτής και αυτή αυτού και εξήλθον και εσυγκατοίκησαν επί εβδομάδα. Ο δε Μακαρόνης ούτος ήτο Αγιασώτης και είχε φίλους τους άνω Αγιασώτας, οίτινες, διατί ο ανήρ αυτής εζήτησεν να δεχθή αυτήν πάλιν και μετά το πάθημα αυτό, εζήτησαν να κακοποιήσουν προς εκδίκησιν τον άνδρα της Ελένης, αλλά κατά δυστυχίαν, κατά λάθος ενόμισαν αυτόν, λέγουν οι χωρικοί, ως άνδρα της Ελένης.

Ο αικισθείς εκ χωρίου Θερμής ηρραβωνισμένος εις Σκούδαν, ηλικίας 26 ετών, εύρωστου κράσεως, γεωργός το επάγγελμα, είχε την αριστερόν κτλ». Επακολουθεί λεπτομερής ιατροδικαστική έκθεση, με περιγραφή των τραυμάτων, των οργάνων με τα οποία «κατηνέχθησαν», την πρόγνωση και τη διάρκεια της θεραπείας, την τυχόν αναπηρία που θα παρέμενε, καθώς και το όνομα του πραγματικού συζύγου της Ελένης, ο οποίος στο σημείο αυτό στάθηκε τυχερός και γλίτωσε τις «αικίες».

Ο ιατροδικαστής από επαγγελματικό ενδιαφέρον φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σκούντα πληροφορήθηκε και σημειώνει στο περιθώριο: «Εις Ήπιος (αυτή τη γραφή χρησιμοποιεί αντί Ίππειος) υπάρχει ο ιατρός των δηγμάτων των όφεων, εις αράπης, όστις πιπιλίζει το τραύμα καί τα χείλη του πρήσκονται, ως μοι είπον. Εις παις δηχθείς υπό κυνός (ίσως λυσσώντος) εγέμισεν, μοι είπον, από φούσκας και εις την γλώσσαν και επήγε εις Πέργαμον να θεραπευθή».

ΠΑΥΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 25/1984

ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ, ΦΟΝΙΑΣ, ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΛΗΣΤΗΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ…

Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού

Ήταν τα χρόνια που έλεγαν πως έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Δουλειές είχε πολλές και συνέχεια όλο το χρόνο. Μόνο το μεροκάματο που ήταν μικρό και δεν έφτανε. Απαιτήσεις η ζωή τα χρόνια εκείνα δεν είχε, όπως έχει σήμερα. Οι νέοι, οι εργένηδες, μπορούσαν και τα βόλευαν. Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού.

Την πρώτη μέρα της εβδομάδας την είχαν καθιερώσει αργία και μέρα γλεντιού για τους τσαγκαράδες. Γι’ αυτό και τη λέγανε Τσαγκαροδευτέρα. Τώρα πώς και από πού καθιερώθηκε στους τσαγκαράδες είναι άλλη ιστορία. Τσαγκαροδευτέρα στην ουσία ήταν κατ’ ευφημισμό. Στην πραγματικότητα γλέντιζαν όλοι οι επαγγελματίες και όλος ο κόσμος, όχι μόνο οι τσαγκαράδες. Ήταν σαν το λύκο που έχει το όνομα και η αλεπού τη χάρη. Κοντά στην Τσαγκαροδευτέρα όσοι γλέντιζαν κολλούσαν και δικαιολογούσαν κι όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας.

Απαραίτητη βάση του γλεντιού τις καθημερινές ήταν το γιουβέτσι στο φούρνο. Ψηνόταν μέσα σε πήλινα σιφνιώτικα ειδικά τέστα, που έκαναν εξαιρετικό φαγητό. Τα γιουβέτσια τα διέθεταν οι φουρναραίοι. Ώσπου να ψηθεί το φαγητό, τα κουτσοπίνανε και τραγουδούσαν τα τραγούδια της εποχής με τον απαραίτητο αμανέ. Τον τραβούσε ο καλλίφωνος της παρέας με το μερακλίδικο, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, τραγούδι, ανάλογα με την περίπτωση. Τακτικά ακουγόταν κι ο κλαψιάρικος, τραβηχτός κι ατέλειωτος πλωμαρίτικος σκοπός. Τον τραγουδούσαν Πλωμαρίτες που κατέβαιναν κάθε μέρα απ’ τα χωριά του Πλωμαριού, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, μυζήθρες, τυριά, απίδια, ξύλα και κάρβουνα. Γλέντιζαν κι αυτοί παρέα με τους Αγιασώτες ή και σε χωριστές παρέες μοναχοί τους. Τον ήξεραν όμως και τον τραγουδούσαν και Αγιασώτες.

Όταν άναβε και φούντωνε το γλέντι, φωνάζανε, ανάλογα με τα οικονομικά που διέθετε η παρέα, ή τη μουσική κομπανία του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ(ι)) ή το όργαλο του Θεμιστοκλή Χατζηκομνηνού (Κακέλ’) με τον Αντρέα Χατζηκινάνη, που έπαιζε γκάιντα ή ζουρνά. Τις βραδινές ώρες έπρεπε να κάνουν και την πατινάδα τους, δηλαδή βόλτα μέσα στις γειτονιές κι ας ήταν κλειστά τα κουιτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, να δουν και να τραγουδήσουν τα κορίτσια τους, να κάνουν και το χορό τους. Έτσι τέλειωνε το γλέντι. Όταν το ρακί έβγαινε από την νταμετζάνα και πέρναγε στα στομάχια των νέων, ήταν αδύνατο να μη δημιουργήσει μικρά ή μεγάλα καβγαδάκια. Αιτία τα αγαπητιλίκια και οι μικροπαρεξηγήσεις.

Στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Χαράλαμπου Γιάννιγρη και του Αντώνη Παλιβάνη, που ήταν κυνηγοί και οι δυο τους, σύχναζε, εκτός από τους άλλους, το σινάφι τους. Είναι γνωστό πως, όπου συναντηθούν οι Νεμρώδ, είναι αδύνατο να μη συζητήσουν για τα κυνηγετικά τους κατορθώματα που δεν έχουν τελειωμό. Λένε μάλιστα και τα πιο μεγάλα ψέματα, τα πιο φανταστικά και απίθανα, ξεπερνώντας κι αυτόν τον πατέρα του ψέματος τον Μυνχάουζεν.

moysiki
Αναμνηστική φωτογραφία από παλαιά διασκέδαση στη Στσια τ’Κουντουρέλ(ι). Διακρίνονται από αριστερά οι «μουσικοί» Παναγιώτης Δούκαρος (κτηματίας) και Γρηγόρης Βατρικάς (σιδηρουργός) κι οι πραγματικοί μουσικοί Θεόφιλος Ψείρας και Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος)

Ένας κυνηγός, μπαρουτοχαλαστής, που σε λίγα μέτρα να έριχνε πάνω σε άνθρωπο δε θα τα κατάφερνε να τον χτυπήσει, έλεγε τέτοια ψέματα, που άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Παρεξηγήθηκε. Επενέβησαν οι φίλοι του και οι γνωστοί του και έγιναν μαλλιά κουβάρια. Ο αστυνόμος ήταν καινούριος, ένας ανθυπασπιστής που δεν είχε δέκα μέρες που ήρθε. Απ’ την πρώτη μέρα που έφτασε στο χωριό τον βαφτίσανε κιόλας Περισπωμένη, επειδή το μουστάκι του έμοιαζε με την περισπωμένη. Από τις πρώτες μέρες έδειξε πως είναι αυστηρός σε όλα. Και πράγματι ήταν, όπως φάνηκε ύστερα. Κατεβαίνοντας απ’ το Σταυρί που ήταν το σπίτι του, του είπαν πως γίνεται καβγάς και χαλάει ο κόσμος στον Κάτω Κάμπο. Όντας καινούριος και μη ξέροντας ακόμα τοποθεσίες, νόμισε πως με το Κάτω Κάμπος εννοούσαν το Ίππειος, που υπαγόταν στην Αγιάσο. Τους ρώτησε πώς θα πάει δυο ώρες δρόμο χωρίς άλογο. Του εξήγησαν και του έδωσαν να καταλάβει τι εννοούσαν με το Κάτω Κάμπος. Πριν φτάσει στον Κάτω Κάμπο, απ’ τα καφενεία Βερβέρη, σημερινό αρτοποιείο, και Γεωργίου Ματζουράνη, σημερινό Πουδαρά, για να τους χαμπαρλαντίσουν πως κατεβαίνει, έριξαν μια φωνή: «Περισπωμένη». Αυτό ήταν. Εκεί που ήταν μαλλιά κουβάρια, σκόρπισαν έν ριπή οφθαλμού σαν ψιλό νταρί και χάθηκαν όλοι. Έμεινε μόνο δίπλα στον ποτηριώνα μια παρέα μέσα στο πρώτο καφενείο του Γιάννιγρη, που συνέχιζε το πιοτό της, χωρίς να της καίγεται καρφί για τίποτα. Έφτασε η Περισπωμένη, στάθηκε ανάμεσα στα δυο καφενεία, έριξε μια ερευνητική ματιά μέσα κι έξω και μπήκε στο πρώτο του Γιάννιγρη, όπου υπήρχε η παρέα και τα έπινε ατάραχη, αφού στο άλλο καφενείο δεν υπήρχε ψυχή. Ρώτησε τον καφετζή να του πει τι έγινε. Ο καφετζής σκεπτικός και ταλαντευόμενος έκανε πως δεν άκουσε, πως δεν κατάλαβε, και δεν έδωσε απάντηση. Στη δεύτερη επιτακτική και αυστηρή ερώτησή του, αν και την απάντηση την έδιναν τα πεταμένα τραπέζια κι οι καρέκλες, είπε πως τσακώθηκαν κάτι νεαροί για μικροπράγματα. Ρώτησε και την παρέα που έπινε. Αυτοί του είπαν κοφτά πως πέρα από το γλέντι τους και το τσούγκρισμα του ποτηριού τους με την παρέα τους δεν ακούν και δε βλέπουν τίποτα, γιατί δεν τους ενδιαφέρει και τίποτα. Η Περισπωμένη παρεξηγήθηκε κι απόρησε με τον τρόπο που του μίλησαν και ζήτησε τα ονόματά τους. Πρόθυμοι κι αμέσως άρχισαν να λένε τα ονόματά τους ο ένας ύστερα από τον άλλο και γρήγορα: Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς. Στο άκουσμα των ονομάτων ξαφνιάστηκε και ήταν σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Στάθηκε λίγο, τους κοίταξε με ένα βλέμμα ερωτηματικό και περίεργο. Τους παρακάλεσε να περάσουν την άλλη μέρα ή όποτε βρουν καιρό από το Τμήμα, τους χαιρέτησε κι έφυγε. Στα αυτιά του ακούγονταν ακόμα τα ονόματα Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρέθηκε και αν συναντιέται κάθε μέρα αυτό το κακό συναπάντημα. Και απορούσε με την τύχη του που τον έριξε μέσα σε Κακούργους, Φονιάδες, Ακίνδυνους, Ληστές και Ζορμπάδες. Όταν πήγε στο Τμήμα, ρώτησε γι’ αυτούς και του είπαν πως είναι παρατσούκλια και πως είναι όλοι τους καλοί, ήσυχοι και νομοταγείς πολίτες και πως ποτέ δεν απασχόλησαν την υπηρεσία τους. Το μόνο ελάττωμά τους είναι το ποτηράκι που αγαπούν και τραβούν τακτικά. Τότε πήρε βαθιά ανάσα και είπε. Μακάρι όλοι οι Κακούργοι, οι Ακίνδυνοι, οι επικίνδυνοι ληστές και Ζορμπάδες όλου του κόσμου να’ ναι σαν της Αγιάσου. Το εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά.

neoi_1933
Οι νέοι της Αγιάσου διασκεδάζουν (16-9-1933). Διακρίνονται από αριστερά: Αντώνης Λαλαδέλης, Χριστόφας Τζιτζίνας, Μιχάλης Ταλέλης, Βρανιάδης Γλεζέλης, Στυλιανός Σκανέλης (ένα από τα θύματα του ελληνοϊταλικού πολέμου), Στρατής Τζανετόγλου (καθήμενος) κι οι μουσικοί Στρατής Κουνταχιλέλλης και Προκοπής Κατσαμπός (Νταγέλης) με το νταβούλι …

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 22/1984