ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΟΣ

Η εκδοτική δραστηριότητα, με τη μορφή του Τύπου, παρατηρείται στην ‘ Αγιάσο στη δεκαετία του 1930-1940. Για την εποχή αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν πάρουμε υπόψη τις τεχνολογικές ανεπάρκειες του καιρού και τις υλικοτεχνικές υποδομές που απαιτεί μια εκδοτική δρα­στηριότητα. Συγχρόνως είναι δηλωτική μιας σφύζουσας ζωής, οικονομικής και πληθυσμιακής,

ΠΗΓΗ: περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ τ.7,8,10



Θα ήταν κοινότυπο να επαναλάβουμε τη σημασία της λειτουργίας του Τύπου, την επίδρασή του στη διαμόρφω­ση των διαφόρων επιλογών της κοινής γνώμης, την τεράστια συμβολή του στην πληροφόρηση του ατόμου, μ’ όλα βέβαια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή σκοπιμότη­τες, που μπορεί να παρουσιάζει ή να εξυπηρετεί μια πληροφόρηση. Και αναφερόμαστε στις τέτοιες ιδιομορ­φίες του Τύπου, γιατί πέρα από την επιφανειακή του μορφή και δομή, πρέπει να τον δούμε στην αιτιακή του προέλευση. Πρέπει να τον βλέπουμε σαν ένα όργανο που ξεκινά από κοινωνικές ομάδες και σχηματισμούς, τις εκφράζει και αποτελεί το μέσο με το όποιο διατυπώνουν και προπαγανδίζουν την ιδεολογία τους. Κι αυτό γίνεται αναγκαστικά είτε υπάρχει οργανωμένη εκδοτική επιχείρηση, με διακηρυγμένους πολιτικούς ή κομματικούς στό­χους, είτε υπάρχει απλώς έκδοση οιουδήποτε εντύπου (περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) από μεμονωμένο πρόσω­πο, το οποίο μπορεί βέβαια να μη συνδέεται οργανωτικά ή άμεσα με τα παραπάνω, αλλά δεν μπορεί και να μην αποτυπώσει, ενσυνείδητα ή όχι, στα γραφόμενά του και στον τρόπο που τα παρουσιάζει την οποιαδήποτε ιδεολο­γία του, την αντίληψή του για το καθετί.

Αβίαστα λοιπόν μπορούμε να πούμε πως μέσα από τον Τύπο, στην όποια του μορφή, αποτυπώνονται κάθε φορά οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους, καταγράφονται τα οποι­αδήποτε γεγονότα του καιρού που αναφέρονται και γενικά μας δίνεται η ευκαιρία να διακρίνουμε τις κάθε είδους θέσεις, απόψεις, αντιλήψεις για το κάθε θέμα.
Εντοπίζοντας λοιπόν τα παραπάνω και σ’ έναν Τύπο τοπικής κυκλοφορίας και εμβέλειας, θεωρητικά τουλάχι­στο πρέπει, μέσα κι από έναν τέτοιο Τύπο, να μας δίνονται οι κοινωνικοπολιτικές συντεταγμένες του χρό­νου και του τόπου που αναφέρεται. Έτσι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον τοπικό Τύπο της Αγιάσου.
Η εκδοτική δραστηριότητα, με τη μορφή του Τύπου, παρατηρείται στην ‘ Αγιάσο στη δεκαετία του 1930-1940. Για την εποχή αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν πάρουμε υπόψη τις τεχνολογικές ανεπάρκειες του καιρού και τις υλικοτεχνικές υποδομές που απαιτεί μια εκδοτική δρα­στηριότητα. Συγχρόνως είναι δηλωτική μιας σφύζουσας ζωής, οικονομικής και πληθυσμιακής, παίρνοντας βέβαια υπόψη μας όλες τις κοινωνικές ανισότητες και διαμάχες και τις μονόπλευρες οικονομικές ευρωστίες ορισμένων τάξεων και επαγγελμάτων. Ακόμα, σύμφωνα με τις παραπάνω αφετηρίες και διαπιστώσεις, ό Τύπος της ‘ Αγιάσου είναι ένας καθρέφτης όχι όμως τόσο διαυγής κι ευδιάκριτος, στον οποίο, με λίγη προσοχή, μπορούμε να διακρίνουμε, ακόμα κι από παραμικρές λεπτομέρειες, όλα τα ιδιαίτερα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά των χρό­νων εκείνων.
Η πρώτη εφημερίδα που κυκλοφορεί στο χώρο της ‘ Αγιάσου είναι η «Α γ ι ά σ ο ς». Πρώτοι εκδότες της και στελεχικό δυναμικό: Πάνος Κολαξιζέλλης, Βασίλης Ια­κώβου, Χριστόφας Μαλακέλλης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο φαρμακοποιός Π. Ευαγγελινός και μετέπειτα Βασίλης Χατζηπαυλής, Πάνος Πολυπάθου, Στρ. Παρής, Λ. Χατζηκωσταντής και Ευστρ. Βέτσικας. Τα σκίτσα της εφημερίδας ήταν του Χαράλα­μπου Πανταζή, σκαλισμένα σε λινόλεουμ από τον Πάνο Παγωτέλλη.

Είναι το μακροβιότερο έντυπο, το πληρέστερο και πιο ολοκληρωμένο σε σχέση με εκείνα που θα κυκλοφορή­σουν συγχρόνως ή μεταγενέστερα απ’ αυτό. Η αρθρογραφία του και η ειδησεογραφία του, αδέσμευτη κομματι­κά, δεν μπορεί να μην αποφύγει μια γενικότερη αρνητική τοποθέτηση απέναντι σε κοινωνικοπολιτικές ομάδες αντίθετης ιδεολογίας με την κρατούσα και το κατεστημέ­νο της. Κάποτε αυτό το κατεστημένο δημιουργεί πλεγμα­τικές προσωπικά καταστάσεις, στενή αντίληψη κι ανάλογες έτσι αρθρογραφίες. Στο φ. της 15-11-31 διαβάζουμε σχετικά «ο δημοδιδάσκαλος κ. (αναφέρεται το όνομα) εμήνυσε τον κ. (αναφέρεται το όνομα), διότι του απέδωσε την κατηγορίαν του κομμουνιστού». Από κάποιο άλλο φύλλο (23-8-31) αντιγράφουμε: «…αστυνομική δύναμις μεταβάσα συνέστησε την διάλυσίν των. Ούτοι όμως ηρνήθησαν υβρίζοντες και τότε αύτη συστήσασα εις τον καλόν κόσμον να απέλθη ηναγκάσθη να ετοιμασθή όπως κάμη χρήσιν των όπλων, οπότε οι κομμουνισταί ετράπησαν εις άτακτον φυγήν». Σχετικά με τη δίκη για τα παραπάνω επεισόδια, διαβάζουμε στο φ. της 30-8-31 μια περικοπή από την εισαγγελική αγόρευση «…η κοινωνία της Αγιά­σου έχει τρομοκρατηθεί από τα καθημερινά επεισόδια των ανωτέρω κομμουνιστών και εκτός τούτου η αυστηρά τιμωρία των θ’ αποτελέσει ηθικήν αμοιβήν και ενίσχυσιν της Αστυνομίας της Αγιάσου».
Η γενικότερη όμως θέση της εφημερίδας απέναντι σε κοινωνικές διαμάχες και καταστάσεις μπορούμε να πούμε πως δεν έχει κανένα στοιχείο εμπάθειας ούτε και διακρίνεται για στενή αντίληψη των συμβαινόντων σε μια εποχή που άλλα έντυπα, πανελλήνια και λεσβιακά, έφτα­ναν σε σημεία παροξυσμού και γελοιότητας για παρόμοια θέματα.
Το κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της «Αγιάσου» (19-4-31) είναι γραμμένο στη δημοτική. Στο φ. της 8-11- 31 δημοσιεύονται «Οι Μοιραίοι» του Κ. Βάρναλη. ‘Αργό­τερα (10-1-32) διαβάζουμε αναδημοσιευμένη μια καταγ­γελία της Ενώσεως Ελλήνων Νομικών για βασανιστήρια, πολιτικών κρατουμένων για το ιδιώνυμο, με τίτλο «Εν απάνθρωπον έγκλημα εις βάρος κρατουμένων νέων εις τας φυλακάς Αβέρωφ».
Γενικά μέσα από την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως αυτή δίνεται με απλές, καθημερινές εκδηλώσεις και ειδήσεις, παρουσιάζεται, ανάγλυφα πολλές φορές η κοινωνική διάρθρωση του χώρου της Αγιάσου, η οικονο­μική κατάσταση των διάφορων κοινωνικών ομάδων, η φτώχεια, η μιζέρια κι η ανέχεια των πενεστέρων τάξεων. Σχετικά σταχυολογούμε μερική ειδησεογραφία. Στο φ. της 2-8-31 και με τον τίτλο «Μια ερασιτεχνική παράσταση για τα φτωχά παιδιά του ημιγυμνασίου μας» διαβάζουμε: «Η επιτροπή της συνεδρίασης απηύθυνε σ’ όλους τους γονιούς θερμή παράκληση να στείλουν τα παιδιά τους στο ημιγυμνάσιο, μα ένα πικρό χαμόγελο, μια άρνηση ζωγρα­φίστηκε στα πρόσωπά τους, όχι γιατί δεν υπήρχε προθυ­μία και καλή θέληση, μα γιατί προς στιγμήν αναλογίστηκαν τις 200-300 δρχ. που θα ‘θελαν για δίδακτρα και βιβλία». Στο φ. της 5-7-31, από ρεπορτάζ για κάποια σύσκεψη γονέων αντιγράφουμε: «Ο λόγος ακολούθως δίδεται εις τους γονείς – 25 περίπου, οι οποίοι δηλούν ότι είναι πρόθυμοι να στείλουν τα παιδιά των εις το ημιγυμνάσιον και αντιλαμβάνονται καθ’ όλην την έκτασιν το κακόν της αγραμματοσύνης, αλλ’ η οικονομική κρίσις είναι εκείνη η οποία τους αναγκάζει να αποσύρωσι τα παιδιά των από το σχολείον, διότι δυσκολεύονται να καταβάλουν και αυτάς τας 60 δρχ. του απολυτηρίου εκ του Δημοτικού». Στο φ. της 20-12-31 διαβάζουμε ανάμεσα σ’ άλλα για ένα χορό του Ερασιτεχνικού Ομίλου «για κείνους που πεινούν και υποφέρουν», όπως γράφει χαρακτηριστικά, για να συνεχί­σει: «Είναι γεγονός εξακριβωμένο πως από πολλά σπίτια σήμερα λείπει και αυτό το μαύρο ψωμί και πως πολλές οικογένειες την Άγια αυτή Ημέρα θα κοιμηθούν νηστι­κοί». Στο φ. της 15-5-32 βρίσκουμε δημοσιευμένο άρθρο με τίτλο «Η κρίσις που διέρχονται οι προλετάριοι διανοούμενοι», το οποίο ανάμεσα σ’ άλλα αναφέρει «Ένας εργάτης, ένας σκαφτιάς ευρίσκει σήμερον εργασίαν ευκολότερα παρά ένας εγγράμματος απόφοιτος γυμνα­σίου. Τα γυμνάσια όλου του κράτους φαμπρικάρουν κάθε χρόνο και παραδίδουν εις την κοινωνίαν καραβάνια ολόκληρα νέων εγγραμμάτων ηλικίας 16-18 ετών που ζητούν επί ματαίω εργασίαν εις εν οιονδήποτε γραφείον και αντί πενιχρός αμοιβής».


Τα ρεπορτάζ όμως και η ειδησεογραφία στην «Αγιάσο» φθάνει σ’ όλα τα θέματα, από τα πιο δημοσιοποιημένα μέχρι σε περιοχές πολλές φορές ιδιαίτερης ιδιωτικής ζωής, με πλήρη περιγραφή προσώπων και περιστατικών. Έτσι, εκτός από αναγγελίες απαγωγών (του τύπου: ο τάδε… χθες απήγαγε την… κτλ.), στο φ. της 4-10-31 και κάτω από την είδηση «Συνελήφθη παρά των οργάνων της Αστυνομίας ο επί διετίας καταδιωκόμενος Φώτιος Μπράτσος», διαβάζουμε: «Περί ώραν 2αν πρωινήν της παρελ­θούσης Τετάρτης συνελήφθη εντός της οικίας της… (αναφέρεται το όνομα)… συζύγου του… (όνομα), ο δι’ ευνοήτους λόγους εισελθών… (όνομα) υπό των εν αυτή αναμενόντων συγγενών της… (αναφέρονται 3 ονόματα) παρά των οποίων και εδάρη ανηλεώς». Παράλληλα κάθε φύλλο της εβδομαδιαίας «Αγιάσου», είναι γεμάτο από μικρές λιγόλογες ειδήσεις, διαφημίσεις ντόπιων καταστημάτων και προϊόντων, αναγγελίες για μετακομίσεις καταστημάτων μέσα στην Αγιάσο και ειδικά το φθινόπωρο, όταν στο τέλος της καλοκαιρινής περιόδου πολλά καφενεία μετακομίζουν στο εσωτερικό του χωριού, για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Γενικά μπορούμε να πούμε πως η «Αγιάσος», ανεξάρτητα από αντικειμενικές τεχνικές ελλείψεις, τυ­πογραφικές ατέλειες ή αβλεψίες, είναι ένα φύλλο καλόπιστης πληροφόρησης για το χώρο που κυκλοφορεί, δημοκρατικής κατεύθυνσης, γι’ αυτό κι άλλωστε το φασι­στικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν ευνοεί την περαιτέρω κυκλοφορία της. Η «ΑΓΙΑΣΟΣ» σταμάτησε να εκδίδεται προσωρινά, αλλά μετέπειτα ξανακυκλοφόρησε σε αραιά διαστήματα μέχρι το 1940 περίπου, από άλλα στελέχη.

ΑΛΛΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

Αμέσως μετά την κυκλοφορία της «ΑΓΙΑΣΟΥ» και μέχρι το 1940, εκδίδονται άλλες 7 εφημερίδες. Βλέπου­με έτσι πόση απήχηση βρήκε ένα πρωτοφανέρωτο για την Αγιάσο προπαγανδιστικό μέσο κι ένας τέτοιος τρόπος καταγραφής των διάφορων συμβαινόντων. Ερέθισε σκέ­ψεις, ξύπνησε ίσως κρυμμένες φιλοδοξίες μα και ικανό­τητες και γενικά έδειξε πόσο η ζωή των χρόνων εκείνων, ήταν εποχή ζωντάνιας, αναζήτησης, πληθωρικών προβλη­μάτων, έντονης αντιπαράθεσης ιδεολογιών και ομάδων.
1) Στις 12.2.32 κυκλοφορεί η «ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ». Ήταν εβδομαδιαία κι ιδιοκτήτης ήταν ό Β. Ιακώβου και διευθυ­ντής ο Θωμάς Παπακωνσταντίνου (Βινίκιος). Εκδίδεται μέχρι το 1936.
2) Συνέχεια της «ΛΑΪΚΗΣ ΦΩΝΗΣ», που έπαψε να βγαίνει, ήταν η «ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ», εβδομαδιαία, με ιδιοκτήτη – διαχειριστή το Β. Ιακώβου. Δεν έχουμε ακριβή ημερομηνία διακοπής της κυκλοφορίας της.
Κοινό γνώρισμα των παραπάνω εντύπων είναι το ότι δε δεσμεύονται οργανωτικά τουλάχιστον με κομματικούς οργανισμούς. Και στις δύο διαβάζουμε σαν προσδιορισμό τους τη φράση «ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΠΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ». Η παρουσίαση των γεγονότων γίνεται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, όπως και στην «ΑΓΙΑΣΟ», αμερόληπτο μπορούμε να πούμε και αρκετά διευκολυντικό για να επισημάνουμε καταστάσεις, αντιλήψεις και γεγονότα τα οποία πιθανόν να μην τα τοποθετούσε άμεσα ή στη ριζική τους αιτία και προέλευση.
Στο φ. της 23.2.36 (ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ) διαβάζουμε:
«Η αντιμετώπιση της βαρυχειμωνιάς και της κατόπιν ταύτης ανεργίας και πείνας δεν γίνεται με λόγια έστω και ευσπλαχνίας. Χρειάζεται κοντά στις ευχές του παπά και η γάτα για τους ποντικούς, χρειάζεται δηλ. κοντά στα λόγια συμπόνιας των πολλών και πρακτικότερο ενδιαφέρον… Πρέπει να νοιώσουν βαθειά ότι τα στομάχια… των ανέργων εργάζονται κι ότι οι άνθρωποι δεν κρατούν τη τσάπα στα χέρια τους και ότι τα παιδιά στο σπίτι περιμένουν το ψωμί των που θα δώσει η φιλανθρωπία και αλληλεγγύη των ανθρώπων εφ’ όσον ο πατέρας δεν μπορεί, αφού μένει άνεργος».
Στο ίδιο φύλλο βρίσκουμε άρθρο με τίτλο «ΑΝΑΓΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ» και με την υπογραφή «Η.Κ. ραφτεργάτης».
Ανάμεσα σ’ άλλα λέει:
«… Είναι ο μόνος κλάδος που θα πει κανείς πως εκεί μέσα ξαναζεί το σύστημα των αφεντάδων. Απ’ τη μια νύχτα ως την άλλη όταν έχει δουλειά είναι σκυμμένος πάνω στη βελόνα για ελάχιστο μεροκάματο, που τις περισσότερες φορές δεν περνά το μεροκάματο των εργατών γης, παρ’ όλο που πρέπει να θυσιάσει κανείς ολάκερα χρόνια για να ειδικευθεί σ’ αυτή τη δουλειά χωρίς να πληρώνεται. Η έλλειψις οργανώσεως τούς καθιστά ανίκανους να διεκδικήσουν τα δίκια των και ακόμα πετιούνται με τον πιο εύκολο τρόπο στο δρόμο όταν αρρωστήσουν και δεν μπορούν να δουλέψουν. Και όταν φτάσει τα 50 χρόνια, οπότε λόγω της φύσεως της εργασίας δεν βλέπει να δουλέψει, τον περιμένει η φτώχεια κι η κακομοιριά».
3) «ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ». Εβδομαδιαία. Ιδιοκτήτης Γιάννης Χατζηαποστόλου. Δ/ντής Ευάγγελος Παπασταματίου. Πρωτοκυκλοφορεί στις 23.6.35.
Το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από τοπικές ειδήσεις και επικαιρότητες.
Κύριο χαρακτηριστικό της η διαφοροποίηση από τις παραπάνω στον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων. Πολλά προβλήματα δεν προβάλλονται ολόπλευρα, ωραιοποιούνται κι αντιμετωπίζονται επιφανειακά. Και η γενικό­τερη αυτή τοποθέτηση της εφημερίδας είναι σχετική και συνάρτηση του ότι απηχεί τις θέσεις του κυβερνώντος κόμματος τότε, του «ΛΑ Ϊ ΚΟΥ». Χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι ένα κύριο άρθρο του Ηλία Λίβανου με τίτλο «Η ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΝΩΝ ΠΑΛ. ΠΟΛΕ­ΜΙΣΤΩΝ. Πώς και διατί συνεστήθη» (φ. 25.4.36). Κάπου διαβάζουμε:
«… Όλος ο πεπολιτισμένος κόσμος, πολύ δε περισσότερον η κατασυκοφαντημένη δικτατορία του Χίτλερ στη­ρίζεται επί των στιβαρών χειρών του εργάτου και έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει την πλέον ριζοσπαστικήν και εργατικήν νομοθεσίαν, ώστε ο εργάτης να έχει απόλυτον εμπιστοσύνην εις το κράτος».


Άλλο χαρακτηριστικό της ίδιας εφημερίδας οι εκτεταμένες περιγραφές εκδηλώσεων, εορτών με λεπτομέ­ρειες και ζωντάνια, από τις οποίες μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για οτιδήποτε.
Στο φ. της 17.8.35 σε ολοσέλιδο ρεπορτάζ με τίτλο «Η ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΣ» διαβάζουμε ανάμεσα σ’ άλλα: Κατά το συνωστισμό δεν έλειψαν και αι απαραίτητες μικροπαρεξηγήσεις και ακούγαμε «Καλέ, μη σπρώχνετε έτσι», συστάσεις που έκαναν διάφορες προπαντός δ/δες σε μερικούς άθελα ή επίτηδες κολλητηρτζήδες. Άλλη πάλι ηκούγετο να φωνάζει «Αχ καλέ, ποιός με τσίμπη­σε», ο αναιδής όμως έκανε την πάπια...Στις λοταρίες άγριος συνωστισμός… στα πατσατζίδικα κίνησις ζωηροτάτη μέχρι το πρωί. Τα καζάνια βγάζουν ατέλειωτους πατσάδες που τους καταβροχθίζουν ξένοι και ντόπιοι πανηγυρισταί».
4) «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΗΣ». Εκδόθηκε το 1934 από τον Προκ. Χατζηευστρατίου. Δε βρήκαμε κανένα φύλλο της.
5) «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ». Εκδόθηκε το 1934 από τον Περ. Τζαννετή και ήταν όργανο του «ΛΑΪΚΟΥ» κόμ­ματος. (Δεν υπάρχει κανένα φύλλο της).
6) «ΝΕΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ». Εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα που πρωτοκυκλοφορεί την 4η Αυγούστου 1939, από το Μάριο Φραντζή. Απηχεί τις απόψεις της 4ης Αυγούστου.
Και σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή (μετά τις 4 Αυγούστου του ’36 δηλ.) διακρίνουμε σ’ όλα πια τα έντυπα, τον αντίκτυπο της φασιστικής δικτατορίας, την ανελευθερία του Τύπου, την αυτολογοκρισία των έκδοτών.
Από τις εφημερίδες της εποχής 1936-1940 λείπουν πια οι ειδήσεις για κοινωνικές διεκδικήσεις, για πολιτική κίνηση, λείπει η προβολή αιτημάτων και προβλημάτων. Όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από ειδήσεις για τη δραστη­ριότητα της EON, για εκδηλώσεις «υπέρ» του καθεστώ­τος και τις δικτατορικές φιέστες, για τους υποκριτικούς εργατοπατερισμούς του Μεταξά.
Και η τέτοια πορεία του Τύπου στην Αγιάσο, φτάνει στα 1940. Η πολεμική μας περιπέτεια σταματάει και νεκρώνει κάθε εκδοτική δραστηριότητα. Κι έτσι αυτή η περίοδος θα ‘ναι η τελευταία. Μετά το 1940 δε βγαίνει κανένα έντυπο.

ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΕΝΤΥΠΑ

Θα ήταν παράλειψη στην εκδοτική κίνηση της Αγιά­σου να μην αναφέρουμε και τα δυο σατιρικά έντυπα που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς, δείγματα κι αυτά ενός ζωντανού, δηκτικού και δροσερού πνεύματος.
1) Τις Απόκριες των χρόνων 1932, 1933, 1934 και μόνο τότε, κυκλοφόρησε από το Βασ. Ιακώβου η σατιρική «ΦΟΥΡΤΟΥΤΗΡΑ». Συνεργάτης ήταν ο Κλ. Καραφύλλης.
Δυστυχώς δε βρήκαμε κανένα φύλλο της, πράγμα που θα μας έδινε πληροφορίες για τις αυθόρμητες αποκριά­τικες εκδηλώσεις, αφού τότε ακόμα δεν υπήρχε οργανω­μένος Καρνάβαλος.
2) Σημαντικά αξιόλογο σατιρικό έντυπο ήταν και μια χειρόγραφη και δακτυλογραφημένη μικρή εφημερίδα που βγήκε από το Μιχ. Σκλεπάρη, η «ΓΚΡΙΝΙΑ». Κυκλοφόρησε δυστυχώς 3 φορές μόνο. α) 1 Γενάρη 1945, β) 16 Γενάρη 1945, γ) 1 Γενάρη 1946. Αν και η τεχνική της και κυκλοφοριακή της πλευρά ήταν λειψή, με τα 3 φύλλα της, μας επιτρέπει να δούμε πως επρόκειτο για κάτι το πνευματώδικο, το έξυπνο, το σατιρικό.
Ορισμένες στήλες της είναι απομίμηση στηλών του «Τρίβολα», χωρίς κάτι τέτοιο να μειώνει το δικό της πνεύμα, τη δική της ιδιαιτερότητα. Νομίζουμε πως αν συνεχιζόταν η έκδοσή της, θα είχε εξελιχτεί στον «Τρίβο­λα» της Αγιάσου. Κάτω από τον τίτλο της «ΓΚΡΙΝΙΑ», παραποιώντας και διακωμωδώντας τα «απαραίτητα κατά νόμον στοιχεία», έγραφε:
«Βγαιν’ σ’ χασ’ τσι σ’ φούσκουσ» και λίγο πιο κάτω «εκδίδεται απί κουμψούδις».
Σ’ ένα φύλλο της και στη μόνιμη στήλη!!! Τ ε λ ε υ τ α ί α ώρα, διαβάζουμε: «Πήραμε από τις Ποινικές το παρακάτω τηλ/μα». «Π ά τ ε ρ α, πέ του α μί βγάλι ν». (Έξυπνο μεν, αυθόρμητο, αλλά και τόσο τραγικό, όταν σκεφτούμε πως το φύλλο αυτό είχε ημερομηνία 1 Γενάρη 1946…).

ΤΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλες οι παραπάνω εφημερίδες τυπώνονταν στην Αγιάσο.
Η αρχή έγινε στις αρχές του 1931, μετά από επίμονες προσπάθειες του Παν. Κολαξιζέλλη, Βασ. Ιακώβου και αργότερα με τη συμμετοχή του Μιλτ. Σκλεπάρη.
Η ιδέα για το τυπογραφείο αρχίζει κι υποβοηθείται από το Χριστουγεννιάτικο χορό του «Ολύμπου» (1930), για τον οποίο ο Παν. Κολαξιζέλλης σκάλισε σε λινόλεουμ τις προσκλήσεις.
Έτσι στις 3.3.1931 δώσανε την πρώτη παραγγελία στοιχείων κλπ. σε στοιχειοχυτήρια των Αθηνών. Το πιεστήριο, χειροκίνητο, διαστάσεων 22,5X23,2, αγοράστηκε από το Τυπογραφείο «ΦΟΙΝΙΞ» της Μυτιλήνης. Οι τυπογραφικές κάσες γίνονται από Αγιασώτες μαραγκούς (Βρανιάδη Γλεζέλλη και Γεώργ. Μουτζουρέλλη).
Η εντύπωση που έκανε το πρώτο αυτό τυπογραφείο ήταν μεγάλη.
Από μια αναλυτική αναφορά του Μιλτ. Σκλεπάρη («Δημοκράτης» 8, 9, 10 Μάη 1967) με τίτλο «ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ», απ’ όπου έχουμε πάρει και τα σχετικά στοιχεία, διαβάζουμε:
«… Τα τυπογραφεία της εφημερίδας μας έγιναν τόπος προσκυνήματος. Απ’ το πρωί ως αργά που νύχτωνε, έμπαινε κι έβγαινε ο κόσμος, κινούμενος από περιέργεια να δει πως γίνεται η στοιχειοθέτηση και η εκτύπωση. Η περιέργεια αυτή έφτανε στο σημείο να πιάνουν τα στοιχεία στα χέρια τους οι επισκέπτες και να τ’ αφήνουν ύστερα να πέφτουν στα κουτουρού στις κάσες, πράγμα που μας κούραζε πολύ στις διορθώσεις. Και δεν έφθανε μόνο αυτό. Πολλές φορές μας διέλυαν και τη στοιχειοθε­τημένη με τόσο κόπο ύλη από το μάρμαρο, που είχαμε έτοιμη, και αναγκαζόμασταν να τη στοιχειοθετήσουμε από την αρχή. Δεν ήταν όμως και σωστό να απαγορεύσουμε την είσοδο στο Τυπογραφείο».
Και πιο κάτω για την κυκλοφορία του πρώτου φύλλου. «… Συνέπεσε την ίδια μέρα ό Γυμναστικός σύλλογος « Όλυμπος» να συναντηθεί για πρώτη φορά με ξένη ομάδα – τον «Ορφέα» Κεραμιών – στο γήπεδο του «Ορφέα».
Οι Κολαξιζέλλης λοιπόν και Ιακώβου, επήραν τα περισσότερα από τα πρώτα αυτά φύλλα και έφυγαν στα Κεραμιά, όπου με καμάρι τα κυκλοφόρησαν, προς γενική κατάπληξη».
Εκτός από το πρώτο αυτό τυπογραφείο, στην Αγιάσο, δημιουργήθηκαν μετά άλλα 3, τα ίδια ή πιο σύγχρονα από το πρώτο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως αναφέραμε, μετά το 1940 σταματάει κάθε εκδοτική δραστηριότητα. Τα χρόνια που ακλουθούν φέρνουν μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις και συ­γκρούσεις, τεχνολογικές εξελίξεις και άλματα.
Οι συγκρούσεις (πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακές διώξεις) δημιουργούν συνθήκες ανελευθερίας, φρενάρουν κάθε δημιουργική κίνηση, νεκρώνουν και αποστερούν το χώρο τους από τα ζωντανά στοιχεία της προοδευτικής σκέψης και δράσης. Όλα αυτά δρουν ανασταλτικά και άμεσα σε μια ενδεχόμενη εκδοτική κίνηση.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις εξάλλου μειώνουν και υποβαθμίζουν τη λειτουργία ενός τοπικού Τύπου. Η ευρεία κυκλοφορία των ραδιοφώνων και των αθηναϊκών εφημερίδων, που φτάνουν στα χωριά με ελάχιστη πια καθυστέρηση, η επικοινωνία γενικά που γίνεται ταχύτατα και αστραπιαία, συναγωνίζονται εξουθενωτικά έναν τοπικό Τύπο. Κάτι τέτοιο βέβαια δε σημαίνει πως έλειψε η σκοπιμότητα και η λειτουργικότητά του. Απλώς δείχνει και σηματοδοτεί την προσαρμογή και το χαρακτήρα που πρέπει να έχει ο τοπικός Τύπος, ο όποιος για να μην ξεπεραστεί και να μη σβήσει, πρέπει να γίνει ζωντανός και πολύπλευρος εκφραστής των άμεσων και ζωτικών προβλημάτων του χώρου του, να κινεί το ενδιαφέρον και να γίνεται ευαίσθητος δέκτης των συνθηκών του καιρού του.
Και μ’ αυτό το πρίσμα βλέπουμε και τη θέση και την προοπτική του Τύπου στην Αγιάσο σήμερα. Δηλ. δε νομίζουμε πως μια ή περισσότερες εφημερίδες για την Αγιάσο είναι ξεπερασμένη ή ουτοπική υπόθεση. Δε νομίζουμε πως έπαψαν τα προβλήματα που πρέπει να επισημανθούν και να προβληθούν, τα αιτήματα που πρέπει να προωθηθούν, οι πολιτιστικές αξίες και στοιχεία που πρέπει να καταγραφούν. Κάθε χώρος, κάθε οργανω­μένη κοινωνική οντότητα, οποιασδήποτε έκτασης και επιπέδου, εκφράζεται μέσα από διάφορες εκδηλώσεις και μέσα, και φυσικά κι από μια εκδοτική κίνηση.
“Έτσι και στην Αγιάσο, παρ’ όλη την πληθυσμιακή αφαίμαξη που έχει υποστεί, μ’ όλες τις δυσμενείς συνέ­πειες σ’ όλους τους τομείς της οικονομικοκοινωνικής και πολιτιστικής της ζωής, νομίζουμε πως υπάρχουν και τα μέσα και οι άνθρωποι που θα αποτυπώσουν στον άλφα ή βήτα βαθμό τη σημερινή Αγιάσο μέσα από μια εκδοτική προσπάθεια και δραστηριότητα.
Ευχαριστώ το Μιλτ. Σκλεπάρη, έναν από τους πρωτεργάτες της εκδοτικής δραστηριότητας στην Αγιάσο, για την προθυμία του να μού παραχωρήσει το αρχείο του από τα παλιά φύλλα πού διασώθηκαν, για συναγωγή στοιχείων, καθώς και τους Στρατή Καβαδέλλη και Γεώργιο Β. Χατζηπαυλή για τις πληροφορίες που μου έδωσαν.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΟΥΝΑΤΣΟΣ

Η ΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΙΤΤΑΣ ΕΙΣ ΤΟ ΣΑΝΑΤΟΡΙΟΝ

Την 11ην π.μ. της προχθές Κυριακής, διεξήχθη εις σανατόριον Αγιάσου μετά της επιβαλλομένης λαμπρότητος η τελετή της πίττας του Ιδρύματος, την οποίαν ετίμησε δια της παρουσίας του ο Νομάρχης Λέσβου κ. Κ. Δορκοφίκης

ΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΙΤΑΣ ΣΤΟ ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 13-01-1970

ΣΤΡΑΤΗΣ Π. ΤΖΙΝΗΣ

Συνεχίζοντας την προσπάθεια καταγραφής γεγονότων που σχετίζονται με την Αγιάσο και όχι μόνο, επισκεφτήκαμε την 1 του Απρίλη του 2004, ημέρα Πέμπτη, στο διαμέρισμά του, στην οδό Ασπασίας 69, στο Χολαργό, το Στρατή Παναγιώτη Τζίνη και του πήραμε συνέντευξη. Συμπληρωματικά και διευκρινιστικά στοιχεία ζητήσαμε κατά τη δεύτερη επίσκεψή μας στις 13 του Ιούνη του 2005. Ο Στρατής Τζίνης, ενενηντατριάχρονος σήμερα, υπηρέτησε την ιδιαίτερή του πατρίδα από διάφορες θέσεις και την ωφέλησε ποικιλοτρόπως, κατά κοινή ομολογία, ακόμη και κατά τους χαλεπούς καιρούς του ανοίκειου και επιζήμιου εθνικά ναρθηκισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βασικά χαρακτηριστικά του η εργατικότητα, η προθυμία, ο ενθουσιασμός, η εντιμότητα, η τόλμη, η κοινωνικότητα, το ασίγαστο πάθος για το λαϊκό πολιτισμό και η έντονη διάθεσή του για προβολή του τόπου…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 10 Σεπτεμβρίου 1912. Ο πατέρας μου Παναγιώτης ήταν τσαγκάρης και ήταν γιος του Προκοπή Τζίνη. Η μητέρα μου λεγόταν Μαρία Μουτζουρέλη. Νουνά μου ήταν η πολύ καλή ράφτρα του χωριού Ειρήνη Αρβανιτέλη.

 

Το τσαγκαράδικο ο πατέρας μου το είχε στην Μπουτζαλιά, απέναντι από το σπίτι μας. Απασχολούσε και έναν κάλφα, το Στρατή Χρυσή, που ήταν γνωστός πιο πολύ με το παρατσούκλι «Κατζάλ’». Ήταν επιδέξιος τεχνίτης και έκανε λογιώ λογιώ παπούτσια, εργατικά, μποτίνια, παντόφλες. Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Default 5
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων (18-1-1928). Διακρίνονται, από αριστερά: Στρατής Γιάννη Χατζηβασιλείου (Μπαλώτης), Πάνος Βασ. Τζανής, Στρατής Δημητρ. Δούκαρος, Νικόλαος Γεωργ. Βουνάτσος (μπροστά), Στρατής Παν. Τζίνης και Μιχάλης Παν. Χατζηπαναγιώτης (Σκανταλιάρης).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Φιλίτσα Σταυρακέλη-Σκλεπάρη)
Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Εγώ δεν ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Το ακολούθησε όμως ο αδερφός μου, ο Δημητρός, που ήταν μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν πολύ μερακλής. Άμα έκανε παπούτσια και τα έβαζε στη ζυγαριά, το βάρος τους ήταν ακριβώς το ίδιο. Ο αδερφός μου παντρεύτηκε την Αμερισούδα Τάλιου. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση στο ίδιο τσαγκαράδικο, που ήταν, όπως είπα, στην ωραία Μπουτζαλιά, κοντά στο σπίτι του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, στη γωνία. Μετά ο αδερφός μου τα παράτησε και τελικά συνταξιοδοτήθηκε ως υπάλληλος της ΔΕΗ. Από τότε που δούλευα στον Αλαμανέλη, τον είχα πάρει στο μηχανοστάσιο.

 

Εγώ δεν έμαθα την τέχνη του πατέρα μου. Πήγαινα στο τσαγκαράδικο, για να ξεκαρφώνω ή για να ισιώνω «καρφέλια». Είχα κλίση στη ζωγραφική. Είχα μάλιστα και ένα τρίποδο και το έστηνα απέναντι από το μαγαζί μας, όπου υπήρχε άδειος χώρος. Ανεβαίνοντας ο Ξενοφώντας Σουσαμλής, ο γνωστός Ξινόφ’ς, με έβλεπε και έλεγε στον πατέρα μου: Ρε, τι θέλ’ς τσι του βάζ’ς του μουρό στου παπ’τσίδ’κου; Εν του βλέπ’ς τούτου; Και έδειχνε το τρίποδο.

 

Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου και είχα δασκάλους το Στυλιανίδη, το Φωτεινέλη, το Λιάκατο. Μετά φοίτησα στο Ημιγυμνάσιο και είχα καθηγητές το Νουλέλη, τον Κύπριο, το Σκούνιογλου. Πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και θυμάμαι τους συμμαθητές μου Παναγιώτη Τζανή και τον αυτοκινητιστή Στρατή Δούκαρο. Τα γράμματα δεν τα ήθελα. Με τραβούσαν οι μηχανές. Πήγαινα λοιπόν στο σταθμό του Ηλεκτροφωτισμού της Αγιάσου, παρακολουθούσα και μάθαινα. Θυμάμαι τους μηχανικούς, τον Πάρη Λεωνιδόπουλο, το Στέλιο, καθώς και τον ηλεκτρολόγο Παναγιώτη, που τον έλεγαν Νυχτερίδα.

 

Ο σταθμός παραγωγής ρεύματος ήταν σε αποθήκη, δίπλα στου Κακλαμάνου, στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι του Χρίστου Χατζηκομνηνού, της Μπίλιας. Ήταν μια εγγλέζικη μηχανή Κάμπελ με γεννήτρια. Πήγαινα κάθε βράδυ και λάδωνα, αλλά έκανα και άλλες δουλειές, γιατί με εμπιστευόντουσαν, παρ’ όλο που οι μηχανές αυτές δούλευαν με δυο λουριά και ήταν επικίνδυνες. Προηγουμένως ο σταθμός ήταν κοντά στην Αγορά, δίπλα στο σπίτι του Δημητρού Καραμάνου, όπου υπήρχε μια αποθήκη, ένα μαγαζί. Εκεί λειτούργησε η πρώτη μηχανή.
Πήγαινα μαζί με τον Παναγιώτη, τη Νυχτερίδα. Σηκώναμε σκάλες και κάναμε εγκαταστάσεις. Όταν είδε ότι είχα προχωρήσει, με άφηνε μόνο και σιγά σιγά άρχισα να κάνω και εγώ μικροεγκαταστάσεις.

Default 8
Ο Στρατής Τζίνης και η κινηματογραφική μηχανή του, που και αυτή αποτελεί έκθεμα της Λαογραφικής Συλλογής του.
Ανάδοχος του Ηλεκτροφωτισμού στην Αγιάσο ήταν η Βάνα, κόρη του γιατρού Στρατή Δούκαρου και σύζυγος του δικηγόρου Στρατή Αλαμανέλη. Πρέπει να σημειώσω πως για ένα μικρό χρονικό διάστημα πήγα και στη Μυτιλήνη, στο Ηλεκτρολογικό Κατάστημα του Διονύση Χατζή, που ήταν καλός άνθρωπος και είχε συνεργείο με ηλεκτροτεχνίτες. Μετά με φώναξαν στον Ηλεκτροφωτισμό της Καλλονής, όπου και εργάστηκα επί δυο χρόνια. Εδώ υπήρχε μηχανή που λειτουργούσε για τον Ηλεκτροφωτισμό, αλλά και για το άλεσμα των σιτηρών. Ήταν του Συμεών Πρασακάκη, ο οποίος αργότερα έγινε και κουμπάρος μου, με πάντρεψε. Κουμπάρα μας έγινε και η Χρυσούλα, η κόρη του Στρατή και της Βάνας Αλαμανέλη. Με τη μεσολάβηση του Στρατή Δούκαρου, ο οποίος είχε μάθει για μένα, ήρθα ως ηλεκτροτεχνίτης στην Αγιάσο. Άμα ανακοίνωσα στον Πρασακάκη πως θα φύγω, στενοχωρέθηκε πολύ και έκλαψε. Στην Αγιάσο είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους όσοι υπηρέτησαν στον Ηλεκτροφωτισμό, από διάφορες θέσεις. Θυμάμαι τον εισπράκτορα Μιλτιάδη Σκλεπάρη, τους μηχανικούς Γιώργο Τσάκωνα και Στρατή Αλτιπαρμάκη ή Ρουγίδ’, που ήταν και μουσικός, τους βοηθούς Δημητρό Τζίνη και Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, καθώς και άλλους.

 

Ήμουνα πρακτικός, δεν είχα τελειώσει τεχνική σχολή. Τοποθετήθηκα όμως ως ναύτης το 1932 στο πολεμικό «Ήφαιστος», από το οποίο πήρα και απολυτήριο. Εδώ γεμίζαμε τις μπαταρίες για τα υποβρύχια. Το σκάφος αυτό ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά.

 

Όταν απολύθηκα, επέστρεψα στην Αγιάσο και άρχισα να δουλεύω πάλι στου Αλαμανέλη. Εντωμεταξύ χτιζόταν στην Καρυά η γνωστή Ηλεκτρομηχανή, η οποία τέλειωσε το Μάιο του 1936. Οφείλω να πω ότι δεν πήρα μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, γιατί δε με επιστράτευσαν. Πολύ αργότερα έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και έλαβα άδεια ηλεκτροτεχνίτη. Ως το 1963 ήμουνα υπάλληλος του Αλαμανέλη στον Ηλεκτροφωτισμό. Από το 1963 ως το 1970 εργάστηκα έχοντας άδεια εργοδηγού. Ήμουνα υπεύθυνος για όλο το δίκτυο της Αγιάσου, του οποίου έφτιαξα και τις εγκαταστάσεις. Υπήρχε στην Αγιάσο Γραφείο της ΔΕΗ, με προϊστάμενο εμένα και με γραμματέα το Δημητρό Καραμάνη.

 

Από το 1970 έως το 1974 ήμουνα δήμαρχος της Αγιάσου. Με κάλεσε επί Χούντας ένας ανώτερος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος είχε καλέσει προηγουμένως και άλλους, και μου είπε: Θέλουμε δήμαρχο. Του είπα ότι εγώ είμαι αγράμματος, ότι είμαι υπάλληλος της ΔΕΗ. Στο διάλογο με έβλεπε κρύο και ασκούσε πίεση. Το θέμα της ΔΕΗ είπε ότι θα το ρυθμίσει αυτός. Από τώρα, μου είπε, είσαι δήμαρχος. Του απάντησα ότι πρώτα πρέπει να εξηγηθούμε. Θα αναλάβω, αλλά θα δώσετε λεφτά, για να κάνουμε έργα στην Αγιάσο. Έτσι δέχτηκα. Ως δήμαρχος επικάλυψα αρχικά το χείμαρρο Απέσο, από το παρεκκλήσι περίπου της Αγίας Παρασκευής έως την Αγία Σωτήρα, ο οποίος περνώντας μέσα από το χωριό αποτελούσε εστία μόλυνσης. Αργότερα προχώρησα από το γεφύρι του Νεκροταφείου προς τα κάτω. Προχωρούσα συστηματικά. Διανοίξαμε και καθαρίσαμε με προσωπική εργασία το δρόμο από το Σανατόριο ως τον Ψωριάρη, ο οποίος βοηθούσε στην αξιοποίηση των γύρω περιοχών, από το Καγιάνι μέχρι τα Άντρια. Ανακαίνισα το Δημοτικό Ελαιοτριβείο. Δημιούργησα ομάδα Προσκοπισμού, καθώς επίσης και Φιλαρμονική. Ενδιαφέρθηκα για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, των οποίων την οργάνωση μετά από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα ο Δήμος Αγιάσου, καθώς και για την τουριστική αξιοποίηση του τόπου.

Default 11
Από την οργάνωση των Γ’ Χριστοφιδείων (9-8-1959). Στο μικρόφωνο ο ευεργέτης Γεώργιος Χριστοφίδης, δεξιά του ο Στρατής Τζίνης, πίσω του ο αθλητής Άρης Κουζέλης, δεξιά του ο δάσκαλος Πολύδωρος Πρινίτης και ο γραμματικός του Δήμου Μιχάλης Γαλετσέλης, με τα χαρτιά στο χέρι…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Αναβιώσαμε το έθιμο να πηγαίνουν καβαλάρηδες στον Προφήτη Ηλία και ο κόσμος να τους περιμένει κατά την επιστροφή τους στον Απέσο. Επίσης, στις 22 Σεπτεμβρίου 1973, αναπαραστήσαμε με επιτυχία τον παραδοσιακό αγιασώτικο γάμο, τον οποίο είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και πολλοί ξένοι τουρίστες, που επισκέφτηκαν το νησί μας. Για την επιτυχία αυτής της αναπαράστασης βοήθησαν πάρα πολλοί. Ανάμεσά τους και οι μουσικοί μας, με πρωτοπόρο το βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο. Συνεργείο της τηλεόρασης κινηματογράφησε την όλη τελετή με τα ενδιαφέροντα έθιμα της παλιάς εποχής.

 

Συνέβαλα στην ίδρυση του Λαογραφικού Συλλόγου Αγιάσου «η Παράδοση» το 1973, του οποίου διατέλεσα και πρόεδρος. Κύριος στόχος η διατήρηση, η αναβίωση και η προβολή εθίμων του τόπου μας, όπως είναι το Καρναβάλι, η Περικεφαλαία, η Σούσα, αλλά και άλλες πνευματοκαλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως είναι οι θεατρικές παραστάσεις.

 

Επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1964 – 1989, υπηρέτησα ως Επίτροπος στην Εκκλησία της Παναγίας. Συνεργάστηκα αρμονικά και αποδοτικά με τον πρωτοσύγκελο και μετέπειτα μητροπολίτη Ιάκωβο, με τους ιερείς, με τους επιτρόπους. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν πολλά, το Ξενοδοχείο, το Πνευματικό Κέντρο, η δενδροφύτευση της αυλής της Εκκλησίας, το Βυζαντινό Μουσείο, όπου είχα έναν καλό και τίμιο άνθρωπο, το Στρατή Καλυφό, το Λαϊκό Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1982 και που στεγάζεται κάτω ακριβώς από το Βυζαντινό Μουσείο, η διευθέτηση και η ταξινόμηση του αρχειακού υλικού, η καταγραφή των κειμηλίων. Επίσης πραγματοποιήθηκε η γεώτρηση στο Χάνι, σε βάθος 35 μέτρων, που έδωσε νερό στην εκκλησία. Το μαγαζί που είχε ο Κωνσταντής Μαϊστρέλης, η Αφατσιά, έγινε δεξαμενή διαστάσεων 4×4 μέτρα. Επίσης μπορούμε ν’ αναφέρουμε την τοποθέτηση καλοριφέρ στο ναό, το φωτισμό του κωδωνοστασίου, της αυλής και του εσωτερικού του ναού, καθώς και την αξιοποίηση του χώρου κάτω από το Συνοδικό, που λειτουργούσε παλαιότερα ως κρύπτη. Υπηρεσίες πρόσφερα και από άλλες θέσεις, όντας μέλος διαφόρων Επιτροπών, όπως του Χατζησπύρειου Κληροδοτήματος.

Default 14
Ο Στρατής Τζίνης ως πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου επιδεικνύει τη νέα ελαιοσυλλεκτική μηχανή, το γνωστό «σκαντζόχοιρο».
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Έκανα και τρία χρόνια, από το 1968 – 1970, πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου. Κατόρθωσα να αυξήσω τα πιεστήρια και από πέντε να τα κάνω εφτά.

 

Επί είκοσι εφτά περίπου χρόνια, από το 1946 -1973, είχα συνεταιρικά με τον Αλαμανέλη την επιχείρηση του Κινηματογράφου. Ήταν, βέβαια, στο όνομα της συζύγου μου Σαπφώς, γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος της ΔΕΗ. Χειμερινός κινηματογράφος ήταν ο «Όλυμπος», σε ακίνητο του Στέφανου Βρανιάδη. Θερινός κινηματογράφος ήταν η «Όασις», που λειτουργούσε σε χώρο του Κήπου της Παναγίας. Βοηθούσαν ο Νίκος Τσεσμελής ως μηχανικός, ο Γρηγόρης Ψαρρός ή Χαντράλης ως τιτλαδόρος, η σύζυγός μου Σαπφώ ως ταμίας και ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης στην είσοδο.

 

Ενδιαφέρθηκα και για τον αθλητισμό. Επί δεκαπέντε χρόνια ήμουνα πρόεδρος του Αθλητικού Ποδοσφαιρικού Συλλόγου «Όλυμπος». Συνεργάστηκα στενά με το μεγάλο ευεργέτη, ομογενή που έμενε στη Νέα Υόρκη, Γεώργιο Δημητρίου Χριστοφίδη. Μου έλεγε: Εσύ θα επιστατείς, δε θα δουλεύεις, δε θα σκάβεις, και εγώ θα πληρώνω, για να γίνει το Γυμναστήριο. Έγινε απαλλοτρίωση των γύρω χώρων και επέκταση. Έγιναν οι κερκίδες, τα καινούρια αποδυτήρια με ύδρευση του Χριστοφίδειου Δημοτικού Γυμναστηρίου. Το αθλητικό σωματείο δεν περιοριζόταν μόνο στον αθλητισμό, αλλ’ έκανε και άλλες εκδηλώσεις. Ανεβάσαμε στη σκηνή και θεατρικά έργα. Σκηνοθέτης ήταν ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

 

Όταν έφυγα από την Εκκλησία, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα της ίδρυσης ιδιωτικής λαογραφικής συλλογής, με εκθέματα κυρίως τοπικής βιοτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Στην προσπάθεια αυτή με βοήθησαν κάποιοι χωριανοί, που μου χάρισαν αρκετά είδη. Ξόδεψα όμως και πολλά χρήματα, για ν’ αγοράσω ή για να φτιάξω είδη που έχουν πια εκλείψει. Ρώτησα για τη χρήση και λειτουργικότητα του κάθε αντικειμένου και συγκέντρωσα χρήσιμες πληροφορίες, που τις έχω καταχωρίσει σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Η συλλογή αυτή, που στεγάζεται σε οίκημα της συζύγου μου στην είσοδο του χωριού, στην Καρυά, άρχισε να λειτουργεί από τις 16 Μαρτίου του 1990. Την επισκέπτονται πολλοί ντόπιοι και ξένοι χωρίς εισιτήριο και εκφράζουν τα θερμά τους συγχαρητήρια.

 

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 παντρεύτηκα τη Σαπφώ Παναγιώτη Κουτσκουδή και το 1949 γεννήθηκε ο γιος μας Παναγιώτης, ο οποίος σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Είναι παντρεμένος με τη δικηγόρο Ντίνα Παπαγιάννη και έχουν ένα γιο, το Στρατή, μαθητή Γυμνασίου σήμερα».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 149/2005

ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΛΕΤΖΕΔΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας.

Το όργαλο, δηλαδή τη λατέρνα, το πρωτοέφερε στην Αγιάσο κατά το 1916-1917 ο Σωκράτης Βάλεσης, ο Μασόνος. Δεν το κράτησε όμως πολύ και το έδωσε. Αμέσως τον διαδέχτηκε ο Αθανάσης Καμαρός, το Κουρτσιάδ’. Αυτός ήταν μερακλής, το είχε πάντα καταστολισμένο μ’ ένα σωρό φανταχτερά μπιχλιμπίδια, που κάθε τόσο τα άλλαζε. Το μεγάλο του μεράκι ήταν να περνά στο όργαλό του κάθε καινούργιο σκοπό που κυκλοφορούσε, κι ας μην είχε άλλο όργαλο να τον ανταγωνίζεται. Τους σκοπούς στα όργαλα τους περνούσε ο μουσικός Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, και τις ποντίλιες τις κάρφωνε στον κύλινδρο ο αδερφός του Ξινόφς, που ήξερε κιόλας να κουρδίζει.

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας. Απέναντι από τα κουϊτούκια κάθονταν οι κοπέλες, αραδιασμένες πάνω στα καριγλιά τους, με τα καλύτερά τους τα στολίδια, το μαργαριτάρι στο λαιμό, τις αρμαθιές τα φλουριά στο στήθος – ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση η καθεμιά – και τα βραχιόλια στα χέρια. Φτάνοντας τα παλικάρια στα κουϊτούκια, πίνανε τα ούζα τους και κάνανε και το χορό τους, αν υπήρχε μουσική, όργαλο ή νταβούλι. Φλερτάρανε, γνέφανε στις κοπέλες και πλέκανε τα ερωτικά τους ειδύλλια. Τα κουϊτούκια άνοιγαν μόνο τ’ απογεύματα της Κυριακής και κάθε μεγάλης γιορτής, που άρχιζε η πατινάδα των παλικαριών, και κλείνανε μόλις νύχτωνε. Δεν ήταν εύκολο να βάλουν λαδολύχναρα ή γκαζόλαμπες. Απ’ τον Αύγουστο του 1927, που χάρη στο χειρούργο γιατρό Στρατή Δούκαρο ηλεκτροφωτίστηκε η Αγιάσος, πήραν φως και τα κουϊτούκια.

Το Κουρτσιάδ’ πήγαινε και έπαιζε με το όργαλό του παντού, όλες τις μέρες της εβδομάδας κι όλες τις ώρες, όπου τον φώναζαν οι παρέες. Τις Κυριακάδες όμως, τ’ απογεύματα που άρχιζε η πατινάδα, δεν πήγαινε πουθενά και σε κανέναν, όσα και να του έδιναν. Ήθελε να είναι συνεπής και να βρίσκεται στο μόνιμο στέκι του, στην Μπουτζαλιά, στο κουϊτούκι του Δημητρού Ρούγκου, που μεσουρανούσε τότες.

Στο κουϊτούκι του Ρούγκου έγιναν οι πιο μεγάλες διασκεδάσεις, τα πιο μεγάλα γλέντια και ξενύχτια. Δεν υπήρχαν τότες περιορισμοί, στο άνοιγμα και στο κλείσιμο, από την αστυνομία. Είχε το πλεονέκτημα να είναι κάτω από το σπίτι του Ρούγκου και σα χήρος με δυο μικρά παιδιά βρισκόταν όλες τις ώρες εκεί. Εκτός από την περαστική πελατεία, ο Ρούγκος είχε και τη μόνιμη που δεν έλειπε, όπως δε λείπει ο Μάρτης από τη μεγάλη σαρακοστή. Είχε την παρέα του, πρώτο και καλύτερο το Κουρτσιάδ’ ,το Γεώργιο Σκλεπάρη ή Θείο, το Στρατή Νιγδέλη ή Δοντά, το Βαγγέλη Κοντή ή Μπουνατσέλ(ι), το Θεόδωρο Χτενά ή Μπουλασίκ, τον Παναγιώτη Βουνάτσο ή Κνα, το Γρηγόρη Νιγδέλη ή Φέσ’ και τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον πασίγνωστο Κακούργο. Ήταν όλοι άνθρωποι του γλεντιού, με σπιρτόζικο πνεύμα, καλαμπουρτζήδες, ετοιμόλογοι και στιχουργοί της στιγμής. Γλεντούσαν ταχτικά και κάπου κάπου βγάζανε και βδομάδα σαν τους παπάδες. Το γλέντι τους ήταν σωστή ιεροτελεστία μέσα στο όχι και τόσο καλά φωτισμένο κουϊτούκι.

Πάνω στο γλέντι ο στιχουργός σηκωνόταν όρθιος και τραγουδούσε τους στίχους στο σκοπό της εποχής. Όλοι της παρέας, όρθιοι, τους επαναλάμβαναν, παίζοντας παλαμάκια, χοροπηδώντας με γέλια και χάχανα και κάνοντας γύρους στο τραπέζι τους. Τις περισσότερες φορές στόχο είχαν το Ρούγκο που τα δεχόταν όλα, ό,τι κι αν του έκαναν, ό,τι κι αν του τραγουδούσαν.

Ο Ρούγκος άφησε εποχή, άφησε και τα παρακάτω τραγούδια, που ακούγονται ακόμα και σήμερα κάπου κάπου:

Ωραία Μπουτζαλιά μου,
που’ σταν καμπαναριό,
τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους
σουστό πουταναρειό.
Ωραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
‘χάσις την Κλεανθίτσα,
δε θα την ξαναδείς.
Ρε Ρούγκου Δημητρό,
πλέρουσι του μουρό,
σα δεν του πληρώνεις
θα του πληρώσου γω.

 Όταν ο Ρούγκος μια μέρα έκαψε τον τέντζερη που μαγείρευε ρεβίθια για να φάει με τα μωρά του, τραγούδησε στην παρέα του:

Δεν έκλιγα του τζιτζιρέ,
μον έκλιγα τ’ αρβίθια,
που μείναν τα μουρά ιν(ι)σκά
τσι κλαίγαν ούλη νύχτα.

 

Για το Στρατή Καλαλέ, τη Γκαγκάνα, που έκλεψε τα χράμια από το σπίτι του, τραγουδούσαν:

Ανάθιμά σι Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.

 

Και για μια απαγωγή τραγουδούσαν:

Γη μέρα ‘νταν Διφτέρα
που ξμέρουνι ταχτέρ,
μας κλέψαν τη Σκαρλάτη
μι του μπουχτσά τς στου χέρ.’
Ταμπακέρα φουσκουμέν(ι),
γη Σκαρλάτ’ αγκαστρουμέν(ι).

Όταν, απόμαχος πια ο Ρούγκος, έκλεισε το κουϊτούκι του, το Κουρτσιάδ’ μετέφερε το όργαλο μόνιμα στου Καρρά, στο κουϊτούκι του Σπύρου Τινέλη, της Μανιάς. Με το όργαλό του το Κουρτσιάδ’ ως τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής γλέντησε και χόρεψε όλη την Αγιάσο, μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου.

Τα ανεπανάληπτα γλέντια που γίνονταν στου Ρούγκου τα ξαναζωντάνεψε – παρ’ όλο που δεν τα εφτασε – και μας τα παρουσίασε από τη σκηνή, με την ηθογραφία του «Ωραία Μπουτζαλιά μου», ο Αντώνης Μηνάς. Το καλλιτεχνικό τμήμα του Αναγνωστηρίου, ανταποκρινόμενο στις προσκλήσεις που πήρε, παρουσίασε το έργο στη Μυτιλήνη, στα κεφαλοχώρια και στα μικρά χωριά του νησιού, καθώς και στην Αθήνα.

Η παρέα Κουρτσιάδ’ – Ρούγκου και Σία ήταν και άφθαστοι φαρσέρ. Φτάνει να έπαιρναν μυρουδιά για κάτι, όπως πήραν μυρουδιά το Κουρτιάδ’ που είχε παραγγείλει κασκαβάλια τυρί για τη σοδειά του. Φρόντισαν, την ώρα που τα πίνανε και γλέντιζαν, να τον φέρουν και να τον κάνουν, όπως ήθελαν. Και δε δυσκολεύτηκαν να τα καταφέρουν. Βρήκαν μια κόφα – μεγάλο κοφίνι πλεγμένο με αλυγαριές με το οποίο μεταφέρανε τα φρούτα εκείνα τα χρόνια, τον βάλανε μέσα κι από πάνω δέσανε μια μεσάλα. Δουλειές νοικοκυρεμένες. Φωνάξανε τον πρόσφυγα χαμάλη Μπάτη, τον πληρώσανε και του αντουνιάσανε την κόφα να πάει το τυρί στο σπίτι του Κουρτσιάδ’. Οι γειτόνισσες του δείξανε το σπίτι, ρίξανε και μια φωνή: «Μούρφουλ(ι), έβγα τσι φέραν του τυρί». Όταν είδε την κόφα το Μουρφούλ(ι), είπε: «Εμ τι του ήθιλι ξτιανός έγιουσου τυρί! Είπαμι να πάρουμι κουμμάτ’, εμ όχ(ι) τσι μια κόφα. Γή τ’ μιγάλ(ι) τ’ φαμλιά έχουμι; Νέισαν, ας είνι». Άμα ξεφόρτωσε το χαμάλη με μια γειτόνισσά της, είπε: «θα θέλ(ι)ς α πάρς τσι τ’ κόφα, μη ξανάρχισι». Όταν έβγαλε τη μεσάλα από πάνω από την κόφα κι είδαν μέσα τον Αθανάση να κοιμάται σα λαγός, τρόμαξαν, ξιπάστηκαν. Τούτο πάλι ήταν από τα ανάγραφα. Έβαλε το Μουρφούλ(ι) το χέρι της πάνω στο κεφάλι του Αθανάση κι είπε: «έγιτιου κασκαβάλ(ι) που είσι, έγιτια τσι χειρότιρα θα παθαίν(ι)ς. Τά σι κάνου γω, θέλ(ι)ς τα τσι παθαίν(ι)ς τα. Μουσταχάκς».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 17/1983