ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΣΤΙΛΒΩΤΕΣ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ

Και στα παπούτσια τους οι Αγιασώτες ήταν μερακλήδες. Εννοώ τα παπούτσια που φορούσαν, καθημερνή και σκόλη, όταν έβγαιναν στην Αγορά, όταν εκκλησιάζονταν, όταν κατέβαιναν στη Μυτιλήνη, στη χώρα, όπως έλεγαν την πρωτεύουσα παλιότερα…Και τούτο, γιατί είχαν και χοντροπάπουτσα λογής λογής, που τα φορούσαν στα κτήματα και δεν ήταν μπορετό να τα βάφει κανείς…

Ο αγαπητός σε όλους Γιάννης Καμάτσος (Βουλιώτ'ς) πήρε θέση στην Αγορά, ανάμεσα στο κρεοπωλείο του Στυλιανού Σκορδά και το παντοπωλείο του Γιώργου Χατζησάββα, και περιμένει πελατεία...
Ο αγαπητός σε όλους Γιάννης Καμάτσος (Βουλιώτ’ς) πήρε θέση στην Αγορά, ανάμεσα στο κρεοπωλείο του Στυλιανού Σκορδά και το παντοπωλείο του Γιώργου Χατζησάββα, και περιμένει πελατεία…

Λίγο πριν την απελευθέρωση και μετά αρκετοί λούστροι δούλεψαν στην Αγιάσο, για να βγάλουν το ψωμί τους, αλλά και για να ικανοποιήσουν την καλαισθησία των χωριανών τους και των ξένων, που για διάφορους λόγους επισκέπτονταν το χωριό της Μεγαλόχαρης.

Γράφω στη συνέχεια, με αλφαβητική σειρά, τα ονόματα και τα παρατσούκλια όσων θυμήθηκα ή μπόρεσα να βρω, σκαλίζοντας τη θύμηση παλιότερών μου. Αν βέβαια μου διέφυγε κανένας ή αν έκανα κανένα λάθος, ζητώ την επιείκειά σας…

Αβδελέλης Στρατής, Ανεμέλης Νίκος, Βουρλής Στρατής ή Κουλουκότσ’, Γαβές Νίκος ή Τσίτα, Γαβές Προκοπής, Γλεζέλης Σταύρος ή Γυαλένια, Δουγραματζής Βαγγέλης ή Φουνιάς (μετοίκησε στη Μυτιλήνη), Καλαντζής Στρατής ή βουβός το Χράμ’, Καλαντζής Προκοπής ή Βασλές, Καμάτσος Αντώνης ή Τσαούσ’ς, Καμάτσος Γιάννης ή Βουλίώτ’ς, Καμάτσος Σπύρος ή Νταγούτ’ς, Κουκουβάλας Δημήτρης ή Μπαχάρ’ (μετοίκησε στον Πολιχνίτο), Κουρκουλής Γιάννης ή Λαφέλ’, Κουτσούλης Προκοπής ή Κουταλής, Λεγκίνος Γρηγόρης ή Παππούς, Μαϊστρέλης Δημήτρης ή Αρνάδα, Σαλαβάτης Αντώνης ή Λέων, Ταράνης Παναγιώτης ή Αρχόντισσα, Ψύρρας Θανάσης ή Μαντάτσ’, Ψύρρας Μιχάλης ή Μαντάτσ’, Ψύρρας Φίλιππας ή Μαντάτσ’.

Κάθε λούστρος είχε το κασελάκι του, αρματωμένο με βούρτσες και με λογής λογής μπουκαλάκια γιομάτα μπογιές. Υπήρχαν βέβαια κι αυτοί που δεν είχαν. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Δημήτρης Μαϊστρέλης, ο οποίος νοίκιαζε το κασελάκι που διέθετε ο Παναγιώτης Σφιντλάς, ένας γέρος βρακάς, που το σπίτι του ήταν στην Αγία Τριάδα…

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 97/1996

ΟΙ ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ

Άλλοτες το τζάκι, η γωνιά, όπως το έλεγαν οι παλιότεροι, ήταν ο αφαλός του σπιτιού. Μάζευε κοντά του όλη τη φαμίλια, προπαντός τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες, όταν το κρύο αντρείευε και τα στοιχειά της φύσης λυσσομανούσαν. Η μέσα τιμητική θέση ήταν για τους μεγάλους, για τον παππού και για τη γιαγιά, για τον πατέρα και για τη μάνα. Στο έξω μέρος, πλάι στο κατώφλι της γωνιάς, αραδιάζονταν στο στρωμένο τσουπί ή στην καρπέτα τα μωρά, χρησιμοποιώντας κάποτε μαξιλαράκια ή και σκαμνάκια. Η φωτιά πολεμούσε με τα ξύλα που της αντιστέκονταν, αφήνοντας δω κι εκεί αστράκια, σημάδι αλλαξοκαιριάς ή και «αφλουγής». Έγλειφε λαίμαργα με τις κοκκινωπές γλωσσίτσες της τον τέντζερη ή το τέστο, που καμάρωναν στη ράχη της πυροστιάς κι ανάδιναν λογής λογής μυρουδιές. Το πήλινο τσουκάλι παραδίπλα άγγιζε διακριτικά τη χόβολη κι όλο διψούσε και ζητούσε τη δροσιά του κρύου νερού. Το μπρίκι ήταν πάντοτε σ’ επιφυλακή για καφέ ή για ζεστό. Τα κάστανα παραχώνονταν με τη μασιά κι αν δεν ήταν χαρακωμένα με το μαχαίρι ή δαγκωμένα στην άκρη πετάγονταν κι έκαναν κρότο, παρασέρνοντας κάποτε μαζί τους στάχτες και καρβουνάκια. Η πύρα, παρ’ όλο που δεν άπλωνε σ’ όλη την κάμαρη -μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα-, όμως ξεμάργωνε το κορμί, ραχάτευε τα κουρασμένα μέλη, μέρευε την ψυχή κι έλυνε τη γλώσσα για όμορφες ιστορίες, για παραμύθια.

Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη
Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη

Το τζάκι δούλευε σχεδόν ολοχρονίς. Σταματούσε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, γιατί ο κόσμος συνήθως μαγείρευε στις αυλές, στο ύπαιθρο. Ήθελε και τούτο την ανάπαυσή του, τη φροντίδα του, τις διακοπές του. Οι νοικοκυρές το έντυναν με το δαντελωτό «καπτέλι» και με το φαντό «πκαροπάνι», το αρμάτωναν με λογής λογής χρειαζούμενα μικροαντικείμενα, αλλά και με θυμητάρια, το συγύριζαν κάθε λίγο και λιγάκι, γιατί ήταν η βιτρίνα του σπιτιού. Καλοί γειτόνοι το αρμάρι, όπου φύλαγαν το ψωμί και τα φαγητά, άλλα και η πιατοθήκη με το τακίμι της. Δεν έλειπαν και οι θυρίδες για το μπρίκι, για το καφεκούτι, για τη ζαχαριέρα, για το αλατερό, για το δαδί…

Κοντά σ’ όλα όμως και ο «πκαρής», η καπνοδόχος, είχε τις απαιτήσεις του. Ήθελε κι αυτός τα στολίδια του, για να μπορεί να φιγουράρει στα ύψη. Γι’ αυτά φρόντιζαν οι χτιστάδες, που ήταν τεχνίτες με γούστο και με περίσσιο μεράκι. Ζητούσε μια φορά το χρόνο και το καθάρισμά του και τούτο χρειαζόταν το μάστορά του, τον καπνοδοχοκαθαριστή. Ο καπνός που ανηφόριζε παιχνιδίζοντας άφηνε ίχνη στα τοιχώματα, που με τον καιρό γίνονταν ένα σκληρό μαύρο πουρί, που το έλεγαν καπνιά. Μ’ αυτό μουτζούρωναν το πρόσωπο τους οι καρνάβαλοι. Μ’ αυτό, ανακατεμένο με λάδι, μπλάστρωναν τις πληγές των ζώων οι πρακτικοί γιατροί κι οι γιάτρισσες. Η σκόνη του εξάλλου ήταν γιατρικό και για τα σπασίματα.

Η φωτιά που πύρωνε τη χαρά των ανθρώπων είχε και τους κινδύνους της. Οι μεγάλοι τους γνώριζαν και φοβόντουσαν. Πόσα σπίτια και πόσα χωριά δε λαμπάδιασαν στα χρόνια που πέρασαν; Πόσα γιαγκίνια δεν έμειναν στη μνήμη των γερόντων; Τα παιδιά όμως δεν ήξεραν, γι’ αυτό κι έκαναν χάζι, κάθε φορά που άναβε κάποιος «πκαρής». Ήταν γι’ αυτά ένα παιχνίδι, μια διασκέδαση. «Πήρι φουτιά», «ίψι πκαρής» φώναζαν με χαρά, κάποτε όμως και με αγωνία, στις περιπτώσεις που χτυπούσε δαιμονισμένα η καμπάνα της εκκλησιάς. Στην αρχή ξελοχούσε ο «πκαρής», ντουμάνιαζε, βούιζε. Φλόγες θυμωμένες ξεπετιούνταν από τ’ ανοίγματα κι έζωναν το «καπέλο» του. Σιγά σιγά όμως αδυνάτιζαν και τελικά έσβηναν. Μάρτυρας μόνο ο αγέρας, που είχε μολευτεί και μύριζε κάπνα.

Ο καθένας ήταν υποχρεωμένος να καθαρίσει τον «πκαρή» του, γιατί αν έπιανε φωτιά μπορούσε να μεταδοθεί στην ξυλεία της στέγης, από κει στα «χατίλια» κι ύστερα ν’ αγκαλιάσει όλο το σπίτι. Κοντά στο δικό του κινδύνευε και το σπίτι του γείτονα. Άλλος φώναζε τον καπνοδοχοκαθαριστή, του έδινε κάτι, σε χρήμα ή σε είδος, και «φουκαλιούσε» τον «πκαρή». Άλλος φρόντιζε μόνος του να τον καθαρίσει. Υπήρχαν κι αυτοί που έβαζαν επίτηδες φωτιά κι έκαιγαν τις καπνιές. Διάλεγαν μέρες βροχερές ή χιονιάδες, για να είναι μικρότερος ο κίνδυνος, αλλά και για ν’ αποφύγουν το πρόστιμο που πλήρωναν οι παραβάτες.

Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του...
Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του…

Το επάγγελμα του καπνοδοχοκαθαριστή δεν το είχαν σε υπόληψη. Μουτζούρικη δουλειά, βλέπεις, περιφρονημένη. Δεν καταδεχόταν να την κάνει ο καθένας, αλλά κι αν την έκανε δεν μπορούσε να στηριχτεί μόνο σ’ αυτή για το καθημερνό ψωμί της φαμίλιας του. Έπρεπε να έχει και άλλο «ζαναχάτι».

Τα εργαλεία της δουλειάς του καπνοδοχοκαθαριστή ήταν δυο τρία «τούμπα», σωλήνες μεταλλικοί. Βίδωνε τον ένα στον άλλο, ανάλογα με το ύψος του ταβανιού και του «πκαρή». Στο άκρο του ενός εφάρμοζε έναν κόφτη, μια ξύστρα, σαν αυτή που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές, για να ξεκολλούν τη ζύμη από τη σκάφη. Στο άκρο του άλλου έδενε μια «φρουκαλιά», ένα είδος σκούπας από ξερούς «αξίστες» ή από θυμάρι ή από πρίνο. Ο καπνοδοχοκαθαριστής μαντιλοδενόταν, έμπαινε στο άνοιγμα του «πκαρή» κι άρχιζε να ξύνει τα τοιχώματα. Οι καπνιές κομμάτια κομμάτια ξεκολλούσαν κι έπεφταν κάτω με θρύμματα και σκόνη. Όταν τέλειωνε η πρώτη δουλειά, άρχιζε το «φρουκάλ’μα». Ό,τι άφηνε η ξύστρα, το έριχνε κάτω η «φρουκαλιά». Ο καπνοδοχοκαθαριστής γινόταν αγνώριστος, όταν τέλειωνε είχε το κακό του χάλι. Γινόταν μαύρος σαν Αράπης κι η αμοιβή του ψίχουλα.

Καπνοδοχοκαθαριστές παλιότερα στην Αγιάσο ήταν οι δυο Προκόπηδες, ο Κακαλιός κι ο Γαβές. Το δεύτερο τον θυμόμαστε καλά, πριν από τριάντα χρόνια που συχωρέθηκε. Ψηλός, μαυριδερός, κακογερασμένος, κατατρεγμένος από τη ζωή. Ήταν φαμελίτης – είχε τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι – κι έκανε κατά καιρούς πολλές δουλειές, για να τα βγάζει πέρα. Νεωκόρος της Αγίας Τριάδας και της Παναγίας, φροντιστής του ξωκλησιού στο Καστέλι, ιεροψάλτης εξ ακοής ως αγράμματος, καθαριστής των δημοτικών αποχωρητηρίων, βοηθός του λατερνατζή Ξενοφώντα Σουσαμλή, οργανοπαίχτης – ήταν ειδικός στο ντέφι -, λούστρος, νεκροθάφτης…

Στις μέρες μας δεν έχουν στάχτη τα περισσότερα τζάκια. Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν οι συνήθειες. Τώρα έγιναν είδος διακοσμητικό, κοστίσιμο. Οι ιστορίες του παππού και τα παραμύθια της γιαγιάς λιγόστεψαν. Οι καλικάντζαροι δεν μπαίνουν πια από τον «πκαρή», όπως άλλοτε το δωδεκαήμερο. Ούτε ο Αϊ-Βασίλης κατεβαίνει, για να αφήσει τα δώρα του στα παιδιά. Οι καπνοδοχοκαθαριστές πάνε να γίνουν αχρείαστοι. Ένα μικρό διάστημα δούλεψε ο Γιώργος Προκοπίου, ο Τζίφος. Τα τελευταία χρόνια κι ο μεγάλος γιος του Προκόπη Γαβέ, το «Νικέλ’», κάνει αργά και που αυτή τη δουλειά, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Τα καλοριφέρ, οι θερμάστρες πετρελαίου, οι ξυλόσομπες, οι ηλεκτρικές κουζίνες, οι στόφες, τα πετρογκάζ, τα αερόθερμα, τα «μάτια» έβγαλαν ουσιαστικά το τζάκι από το παλιό σπίτι, το αχρήστεψαν…

Πύργος Ηλείας, 27.2.1992

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992