Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ…

Το 1962, μου πρότειναν από το Αναγνωστήριο της Αγιάσου, που τότε στεγαζόταν στο Χάνι, να γράψω την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας. Μου έφεραν ένα δεμένο βιβλίο με κόλλες πενταγράμμου και παρουσία και του Στρατή Τσόκαρου μου είπαν ότι η αμοιβή μου θα είναι πέντε δραχμές η σελίδα και εγώ δέχτηκα. Η αμοιβή μου αυτή τότες ήταν μικρή, γιατί η δουλειά αυτή ήταν πολύ δύσκολη για ένα μουσικό, αλλά επειδή επρόκειτο για το Αναγνωστήριο δέχτηκα. Τότες πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο Πάνος Πράτσος και ταμίας ο φαρμακοποιός Πάνος Ευαγγελινός.

Εγώ την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας την ήξερα πολύ καλά, γιατί επί αρκετά χρόνια έπαιζα με την ορχήστρα του πατέρα μου, που μπορώ να πω ότι ήταν ο καλύτερος την εποχή εκείνη, όχι μόνο γιατί ήξερε πάρα πολλά, αλλά και γιατί ό,τι έπαιζε με την τρομπέτα του το χρωμάτιζε, του έδινε ομορφιά. Άρχισα λοιπόν να γράφω συρτά, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, διάφορες μελωδίες και καθιστικά τραγούδια. Έγραφα αρκετό καιρό. Έγραψα στο βιβλίο αυτό και ρουμανικές χόρες και σέρβικα, που τα είχα μάθει από τον πατέρα μου και από το μεγάλο καλλιτέχνη του σαντουριού Γιώργο Χατζέλη ή Καχίνα, με τον οποίο έπαιξα κατά καιρούς.

Τέλος, όταν κάποια μέρα τέλειωσα αυτή τη δουλειά, πήγα στο παλιό Αναγνωστήριο. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί ο δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οποίος μου υπόδειξε και έβαλα σε κάποιο σημείο του βιβλίου την υπογραφή μου. Το βιβλίο αυτό υπάρχει στο αρχείο του Αναγνωστηρίου. Από τότες μέχρι σήμερα γράφω. Έγραψα επίσης παραδοσιακή μουσική για το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και έστειλα βιβλίο παραδοσιακής μουσικής στο Υπουργείο Πολιτισμού. Επίσης έχω γραμμένα και πολλά άλλα μουσικά κομμάτια που βρίσκονται στο προσωπικό μου αρχείο.

Ο δεξιοτέχνης τρομπετίστας Ευστράτιος Ρόδανος (1923)
Ο δεξιοτέχνης τρομπετίστας Ευστράτιος Ρόδανος (1923)

Η δεκαετία του 1930-1940 ήταν εποχή, που είχε ακμή η μουσική σε ολόκληρο το νησί και υπήρχαν αξιόλογες ορχήστρες στη Μυτιλήνη και στα κεφαλοχώρια, στο Πλωμάρι, στη Γέρα, στον Πολιχνίτο… Στην παραδοσιακή μουσική η Αγιάσος προπορευόταν. Τότες τα συγκροτήματα αποτελούνταν ως επί το πλείστον από έξι όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπέτα, τρομπόνι και μπάσο. Η ορχήστρα η δικιά μας ήταν αυτή την εποχή στην ακμή της. Τότες διασκέδαζε ο κόσμος με την οργανική μουσική, γι’ αυτό διακρίνονταν οι δεξιοτέχνες των διαφόρων οργάνων. Οι γλεντζέδες φώναζαν τη μουσική στα καφενεία ή στα σπίτια και έπρεπε να είναι και οι έξι, να είναι συμπληρωμένη η ορχήστρα. Πολλές φορές μας φώναζαν να παίξουμε σε κάποιο καφενείο και δε χόρευαν, μόνο άκουγαν τα ωραία παραδοσιακά κομμάτια που παίζαμε, τα σαρκιά, όπως το «Αμάν, Αλλάχ», το «Ισπαχάν», το «Αραβικό», το «Γιασελίμ», κάτι αθάνατα σμυρνιά: το «Ταμπαχανιώτικο», η «Γαλάτα», το «Ματζόρε», το «Μινόρε». Επίσης, όταν μας γύριζαν βόλτα στα καλντερίμια της Αγιάσου, παίζαμε τα ωραία αραβικά του δρόμου. Είχαμε πελατεία τις καλύτερες παρέες της Αγιάσου, όπως οι σοφέρηδες, οι φορτηγατζήδες και άλλοι. Αυτοί μας παίρνανε και καμιά φορά στη Μυτιλήνη. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ χειμωνιάτικο μας κατέβασαν στη Μυτιλήνη και παίζαμε σε κάποιο κεντρικό καφενείο της προκυμαίας, στο οποίο μαζεύτηκε κόσμος και μας άκουγε. Και άλλη μια φορά πάλι οι ίδιοι μας πήγαν σε κάποιο σπίτι του Πατσαβέλα, στη Μυτιλήνη, και ήρθαν απέξω από το σπίτι μουσικοί και έλεγαν «οι Άννες παίζουν». Φίρμα μεγάλη τότες.

Κάποτε, προπολεμικά, μου είπε ο πατέρας μου να σηκωθώ επάνω. Ήταν μεσάνυχτα, Δεκέμβρης του 1933. «Έλα μαζί μας», μου είπε, «να παίξεις βιολί. Θα πάμε σ’ ένα σπίτι, σε γάμο». Εγώ πανικοβλήθηκα. Είχα δυο χρόνια που άρχισα βιολί και του είπα ότι δεν ήμουν έτοιμος να παίξω με ορχήστρα. «Μη φοβάσαι», μου είπε, και έτσι πήγα, με φόβο βέβαια, αλλά μπόρεσα και έπαιξα μέχρι το πρωί. Δεν πέρασαν μερικές μέρες και με ξαναφώναξε. Αυτή τη φορά ήταν ξημέρωμα. «Πάμε να παίξουμε», μου είπε, «στο καφενείο του Λαμπέλη, στο Σταυρί». Ήταν μια παρέα από τις καλύτερες της Αγιάσου. Εκείνη η μέρα μου έμεινε στη μνήμη. Παίζαμε όλη τη μέρα και διαδόθηκε σ’ όλη την Αγιάσο πως παίζει η μουσική στο Σταυρί και πως παίζω κι εγώ βιολί. Τότες δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα ούτε ραδιόφωνα ούτε τηλεόραση και η καλή μουσική ήταν περιζήτητη. Αμέσως ο κόσμος με αγκάλιασε. Ήμουν τότε 18 χρονών παιδί. Από κείνη τη μέρα πια έμεινα μόνιμος στην ορχήστρα του πατέρα μου όλο το χειμώνα του 1933, μέχρι που ήρθε η άνοιξη και στείλαμε τον αδερφό μου Σταύρο στη Μυτιλήνη, σε κάποιον καλλιτέχνη, τον καλύτερο, που λεγόταν μπαρμπα-Μιλτιάδης, για να μάθει κλαρίνο. Το καλοκαίρι του 1934 συμπληρώθηκε η ορχήστρα μας.

Με την πάροδο του χρόνου η ορχήστρα μας έγινε διάσημη σ’ όλο το νησί. Μας καλούσαν σε διάφορα χωριά, σε γάμους, σε χοροεσπερίδες, σε πανηγύρια. Αυτό ήταν το ξεκίνημά μας στο επάγγελμα του μουσικού. Εγώ όμως δε σταμάτησα να μελετώ σ’ όλη τη ζωή μου. Προσπαθούσα να γίνω καλύτερος στο δύσκολο αυτό όργανο και νομίζω ότι κάτι κατόρθωσα.

Το 1900 το νησί μας ήταν τουρκοκρατούμενο. Ο πατέρας μου ήταν μόλις 15 χρονών και σ’ αυτή την ηλικία έπαιζε τρομπέτα με την κομπανία του πατέρα του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ’). Ύστερα από πολλά χρόνια, μας διηγείτο πολλά γεγονότα της εποχής εκείνης, όταν ήταν παιδί 15 χρονών. Και θυμάμαι που μας είπε ότι τότες πήγαν να παίξουν σ’ ένα «σουνέτ’», σε κάποιο χωριό και την ώρα που έπαιζαν και διασκέδαζαν, ένας Τούρκος έβαλε ένα φέσι στο κεφάλι του. Επειδή ήταν μικρός, τον έκανε γούστο. Αυτός αμέσως άρπαξε το φέσι και το χτύπησε κάτω. Οι Τούρκοι το θεώρησαν προσβολή και σηκώθηκαν όρθιοι. Ως και οι γέροι Τούρκοι σηκώθηκαν, αλλά το Μαργιουλέλ’, άρπαξε ένα φέσι και το έβαλε στο κεφάλι του. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι μουσικοί. «Να βάλουμε φέσι, να βάλουμε», είπε και έτσι οι Τούρκοι ηρέμησαν. Τέτοια ιστορικά ανέκδοτα μας έλεγε πολλές φορές.

Θυμάμαι επίσης που μας είπε και κάτι άλλο. Παίζανε, μας είπε, σε μια πανήγυρη στη Γέρα και λίγο παραπέρα, σε άλλο καφενείο, έπαιζε η ντόπια μουσική, οι Κουτλήδες, που ήταν καλοί οργανοπαίχτες. Ήρθε κάποιος και τους είπε ότι την ερχόμενη Κυριακή θα γίνει ένας πολύ πλούσιος γάμος και σε λίγο οι συγγενείς θα βγουν να κάνουν βόλτα, ν’ ακούσουν τις μουσικές και να διαλέξουν για το γάμο. Πράγματι, σε λίγο ήρθαν οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης και πήγαν ν’ ακούσουν τη μουσική των Κουτλήδων. Αυτοί ήταν ενημερωμένοι και έπαιξαν ένα μαρς πολύ ωραία. Ύστερα ήρθαν σε μας. «Γιε μ’», είπε το Μαργιουλέλ’, «παίξε αυτό το ωραίο καραβλάχικο σόλο με την τρομπέτα, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να πετύχουμε». Αμέσως αυτός άρχισε το σόλο με την τρομπέτα και τους καθήλωσε. Σε λίγο μπήκαν μέσα και τους έκλεισαν για το γάμο. Μ’ ένα σόλο που έπαιξε πήρανε το γάμο. Και άλλα πολλά μας έλεγε. Σε ηλικία 20 χρονών, το 1905, έφυγε στην Αμερική και εκεί έμεινε 8 χρόνια και επέστρεψε το 1913, οπότε και παντρεύτηκε.

Το 1992, με παρότρυνε ο Στρατής Χατζηφώτης, υπάλληλος του Ο.Τ.Ε. Αγιάσου, ν’ αρχίσω να διδάσκω ενόργανη μουσική σε κορίτσια και αγόρια, στο Αναγνωστήριο. Εγώ στην αρχή δίστασα, μετά όμως δέχτηκα, Ήταν σύμφωνος και ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Μέσα σε μια εβδομάδα γράφτηκαν γύρω στους 25 μαθητές, κορίτσια και αγόρια. Τα μαθήματα άρχισαν. Μου έφερε ο Στρατής Χατζηφώτης και πέντε έξι μικρά κιθαρόνια. Η αρχή για μένα ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε να διδάξω τέσσερα όργανα: βιολί, κιθάρα, μπουζούκι και μαντολίνο. Και η ειδικότητά μου ήταν στο βιολί και στο μαντολίνο. Πήρα όμως μεθόδους μουσικής των παραπάνω οργάνων και κατόρθωσα να διδάξω και τα τέσσερα όργανα με μεγάλη επιτυχία. Οι μαθητές κάθε βράδυ έρχονταν και μέρα με τη μέρα προόδευαν. Η αμοιβή μου ήταν τριακόσιες δραχμές το μάθημα από τον κάθε μαθητή και ένα μηνιαίο δώρο των 15.000 δραχμών από το Αναγνωστήριο. Η διδασκαλία της μουσικής βάσταξε με πολλούς μαθητές γύρω στα τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό κάναμε εφτά εμφανίσεις στη σκηνή του Θεάτρου του Αναγνωστηρίου με μεγάλη επιτυχία, με ελεύθερη είσοδο. Ο κόσμος της Αγιάσου έτριβε τα μάτια του. Πάνω στη σκηνή δεκατρία κορίτσια και αγόρια, με τα όργανα στο χέρι, όταν άρχισαν να παίζουν, τα χειροκροτήματα ήταν ατέλειωτα. Πέρασα ευτυχισμένες στιγμές εκείνη την εποχή για το μεγάλο κατόρθωμα που πέτυχα. Στις συναυλίες αυτές έλαβε μέρος και η Παιδική Χορωδία του Πάνου Πράτσου με τραγούδια σμυρνέικα. Αυτή τη στιγμή που γράφω, οι μαθητές έμειναν πέντε έξι, γιατί μεγάλωσαν και πήγαν στο Γυμνάσιο και Λύκειο και έχουν μεγάλο φόρτο εργασίας.

Αγιάσος, 21-3-1996

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 93/1996

Η ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ

1- Η ΜΟΥΣΙΚΗ

1.1. Τα όργανα

Μια πλήρης «κομπανία» στην Αγιάσο αποτελείται από 6 όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι «μουζικάντες» που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα, γύρω στα 1916-1917, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη. Αυτά είναι τα
«μαζικά», θα έλεγα, όργανα, μ’ αυτά γίνεται το γλέντι. «Κομπανία» για τους πιο εύπορους, λατέρνα ή ζουρνάς και νταούλι για τους νέους και τους λιγότερο εύπορους. Τέλος υπάρχει και το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο μάθαιναν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο εισάγεται και το μπουζούκι, το οποίο παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.

1.2. Οι σκοποί

Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια, ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.
Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους λεσβιακούς από τους μικρασιατικούς σκοπούς. Λέσβος και μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής, οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά από το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το σμυρναίικο, το περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι εθνικοί ύμνοι της Λέσβου, είναι τα «Ξύλα», συρτό προερχόμενο μάλλον από τούρκικο εμβατήριο, και ο «Κιόρογλου», ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία στην Αγιάσο και του Αγίου Χαράλαμπου στην Αγία Παρασκευή και στην Πηγή, με τη γνωστή θυσία του ταύρου.
Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.

20111028-IMG_0151

1.3. Πρόσληψη και αμοιβή των μουσικών

Οι «μουζικάντες» κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κτλ., είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το «Αναγνωστήριο», το πνευματικό κέντρο της Αγιάσου, τους έκλεινε, όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του, και οι συντεχνίες, όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.
Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε όμως η «χαρτούρα» που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.
Στις χοροεσπερίδες δε συνηθιζόταν «χαρτούρα», αλλά γινόταν συμφωνία από πριν.
Στους γάμους κτλ., όπου το κέρδος ήταν δεδομένο, δεν προηγούνταν συμφωνία. Συνήθως βέβαια προτιμούσαν τα πιο γενναιόδωρα σπίτια.

1.4. Η ζωή των μουσικών

Οι μουζικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Από το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς, για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που «είχε» τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουζικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι.

2. ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΤΩΝ ΧΟΡΩΝ

Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε 3 κατηγορίες:

2.1. Η στερεότυπη σειρά των χορών

Η μουσική ξεκινάει με συρτό, περνάει στον μπάλο, στη συνέχεια στον καρσιλαμά, στο ζεϊμπέκικο και τελειώνει με το «μαζωμένο» ή «πηδηχτό».
Ο συρτός, ρυθμός 2/4, χορευόταν κατά κανόνα από δύο άτομα, σπανίως περισσότερα. Από το συρτό το βιολί κάνει ένα γύρισμα, παίζει έναν αμανέ και περνάει στον μπάλο, που επίσης χορεύεται από δύο
άτομα. Ακολουθεί ο καρσιλαμάς, ρυθμός 9/8, χορός αντικριστός για δύο. Περνάμε στο ζεϊμπέκικο, ρυθμό 9/8, επίσης για δύο άτομα ή και «σόλο». Η διαφορά ανάμεσα στους δύο τελευταίους χορούς έγκειται στο γεγονός ότι ο ζεϊμπέκικος δε χορεύεται υποχρεωτικά αντικριστά, ο χορευτής περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τα βήματα δεν είναι συγκεκριμένα, μπορεί να αυτοσχεδιάσει, γενικά είναι πιο ελεύθερος. Τέλος, ο μαζωμένος ή πηδηχτός χορεύεται από πολλούς, στο αποκορύφωμα του γλεντιού, πηδηχτά, σα γρήγορος συρτός. Η σειρά δεν άλλαζε. Άγραφος κανόνας.

2.2. Χοροί παρεμβαλλόμενοι

Με τον όρο αυτό εννοώ χορούς που δεν αποτελούσαν μέρος της συνήθους ακολουθίας, δε χορεύονταν από όλους και, μολονότι ήταν ρυθμοί γνωστοί, είχαν ιδιομορφίες, άλλαζαν την ατμόσφαιρα και έσπαζαν τη σειρά, την τάξη. Αυτοί ήταν ο «τζάμκος», ρυθμός 2/4, αργός συρτός που χορευόταν από δύο. Γνωστός και σαν «χορός των μαχαιριών». Ο ένας κρατούσε στο χέρι μαχαίρι ή τσιμπίδα που έπαιρνε από τον μπουφέ, όπου έψηναν τον καφέ, και προσποιούνταν ότι απειλούσε τον άλλον, που έμενε καθισμένος και απαθής. Ο πρώτος διέγραφε κύκλους στον αέρα με το μαχαίρι του και έκανε πως έκοβε τη μύτη, τ’ αυτιά , το κεφάλι του αντιπάλου του. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις που προκαλούσαν τα γέλια των θεατών. Χορός μιμικός, που χορευόταν από ορισμένους μόνο και όταν είχαν κέφι ή παροτρύνονταν από άλλους. Ο χορευτής είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί εξαιρετικά συγκεκριμένες κινήσεις.
Ο «πουτάνικος» ή «ποτηράκια» ήταν επίσης μιμικός χορός, εκτελούμενος από άντρες που παρίσταναν τις γυναίκες, κρατούσαν στα χέρια μικρά ποτηράκια που τα χτυπούσαν μεταξύ τους, ενώ η ορχήστρα συνόδευε μονάχα με το βιολί, το σαντούρι και το μπάσο, για να μη χάνεται ο ήχος των ποτηριών. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήρθε στη Λέσβο από τους στρατιώτες που είχαν λάβει μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίμηση του χορού της κοιλιάς, όπως χορευόταν στα «καφεσαντάν» της Σμύρνης και της Πόλης.
Ο «Αρκουδιάρης» ή «Αράπικος», χορός μιμικός και κωμικός ταυτόχρονα, εκτελούνταν από δύο άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4 σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα. Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι, “Μαρούλα”. «Χόρεψε Αράπη», του φώναζαν και αυτός απαντούσε: «Δεν έχω κέφι». Διάλογος στερεότυπος. Παρά την άρνηση όμως άρχιζε να χορεύει, καλώντας ταυτόχρονα τον παρτενέρ του. Στη διάρκεια του χορού πετούσαν ο ένας στον άλλο κάστανα.

2.3. Χοροί ειδικών περιστάσεων

Ο «νυφιάτικος» ή «νυφκάτος». Χορευόταν από τις φίλες της νύφης πριν από το γάμο. Αφού τη βοηθούσαν να ντυθεί, έκαναν κύκλο γύρω της με σταυρωτά τα χέρια και της τραγουδούσαν στίχους κατάλληλους για την περίσταση, αυτοσχεδιάζοντας πολύ και σύροντας το χορό προς τα δεξιά.
Τα «τριψίματα». Χορεύονταν σε κύκλο, συρτά, από νέους μεταμφιεσμένους τις μέρες του καρναβαλιού, ενώ τραγουδούσαν με τολμηρά λόγια και υπονοούμενα. Συχνά κάθονταν καταγής, τρίβοντας τα οπίσθιά τους κάτω.
Να προσθέσουμε εδώ ότι από τις αρχές του αιώνα είχαν μεγάλη πέραση στους κύκλους των μορφωμένων οι ευρωπαϊκοί χοροί, κυρίως η πόλκα, η μαζούρκα και το βαλς, που έφταναν ως την Αγιάσο, μέσω Σμύρνης (το Παρίσι της Ανατολής) ή μέσω των νέων που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως χόρευε τους ντόπιους χορούς.

3. ΧΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ

Οι Αγιασώτες χόρευαν τις Κυριακές, στις θρησκευτικές γιορτές, στο καρναβάλι, στις χοροεσπερίδες, στα γλιτώματα της ελιάς, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα. Η πιο συνηθισμένη όμως χορευτική εκδήλωση ήταν η «πατινάδα» της Κυριακής, συνδεδεμένη, με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου.
Οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτεροι, ξεκινούσαν παρέες παρέες από τα καφενεία της αγοράς, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της δημόσιας ζωής της Αγιάσου, και μαζί με την κομπανία ή τους μεμονωμένους μουσικούς περνούσαν από τα δρομάκια του χωριού, για να καταλήξουν στα λεγόμενα «κουιτούκια», συνοικιακά καφενεδάκια, που άνοιγαν μόνο Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν ρακί, κονιάκ και στραγάλια. Στις συνοικίες λοιπόν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τις κοπελιές που περίμεναν μπροστά στα σπίτια τους να φτάσει η μουσική, καθισμένες στα «καριγλιά» τους, φορώντας την καλή τους βράκα και τα φλουριά στο στήθος. Οι γυναίκες, και ιδιαίτερα οι νέες, σπάνια κατέβαιναν στα καφενεία της αγοράς. Παρέμεναν στις γειτονιές, κεντώντας, πλέκοντας και κουβεντιάζοντας, καθισμένες έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους, μακριά από τα βλέμματα των αντρών, οι οποίοι ανέβαιναν τις Κυριακές, για να κάνουν το κομμάτι τους και να εκφράσουν τον έρωτά τους, χορεύοντας στα κουιτούκια, μέσα σ’ ένα πλήθος από κόσμο και ενώ οι κοπελιές παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.
Η κομπανία τηρούσε σειρά προτεραιότητας στις φιλικές παρέες, αλλά οι παρεξηγήσεις δεν έλειπαν ποτέ. Χόρευαν μόνο οι άντρες μεταξύ τους. Τις σπάνιες φορές, που ο σύζυγος καλούσε τη γυναίκα του για χορό ή ο πατέρας την κόρη του, της έδινε την πρώτη θέση. Αυτό δε σημαίνει ότι οι γυναίκες δε χόρευαν. Χόρευαν την ίδια ώρα, υπό τους ήχους της μουσικής που έπαιζε για τους άντρες, αλλά μεταξύ τους, πίσω από τα σπίτια, για να μην τις βλέπουν οι άντρες. Η μουσική κρατούσε ως το πρωί στα κουιτούκια και συνεχιζόταν με καντάδες κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών.

© ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ ΕΥΣΤΡ.
Το έθιμο της πατινάδας εξέπνευσε με το τέλος του πολέμου, όταν έκλεισε και το τελευταίο κουιτούκι.
Τα καφενεία και τα κουιτούκια ήταν ο χορευτικός τους χώρος και στις θρησκευτικές γιορτές, ενώ στο καρναβάλι ο χορός μπορούσε να εκδηλωθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με τρόπο πιο ελεύθερο. Οι οργανωμένες χοροεσπερίδες, που είναι υπόθεση της διανόησης, γίνονται σε αίθουσες κλεισμένες από πριν, ενώ στο γάμο, στους αρραβώνες, στα βαφτίσια, χορεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι ή και στο καφενείο. Το χορό ανοίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη συνέχεια καλούν τον κουμπάρο, τους γονείς και το γλέντι γενικεύεται, ενώ πέφτει «χαρτούρα» γενναιόδωρη στους μουζικάντες. Τη μεθεπόμενη, και αφού διαπιστωθεί η εκπαρθένευση της κόρης, γίνεται δεύτερο γλέντι, ο αντίγαμος.
Ευκαιρία για χορό παρέχουν και τα «γλιτώματα» της ελιάς. Από το Σεπτέμβρη ως το Πάσχα σχεδόν το χωριό ζούσε στο ρυθμό της ελιάς. Το λιομάζωμα άρχιζε το Νοέμβρη και κορυφωνόταν Γενάρη και Φλεβάρη. Την τελευταία μέρα της συγκομιδής, οι γυναίκες, με έξοδα του αφεντικού, ετοίμαζαν φαγητά και γλυκά και όταν ερχόντουσαν στο κέφι με μερικά ποτηράκια κρασί, το έριχναν στο χορό είτε στο κτήμα είτε στην Καρίνη, τοποθεσία με πλατάνια όπου κατέληγαν πολλοί δρόμοι του ελαιώνα. Αν το αφεντικό ήταν κουβαρντάς, έφερνε κομπανία, αλλιώς αρκούνταν στο νταούλι και το ζουρνά ή κρατούσαν οι ίδιοι το ρυθμό με τενεκέδες. Ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν το δρόμο για το χωριό, άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι από τα μπράτσα και τραγουδώντας, για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού. Η χορευτική ατμόσφαιρα στα γλιτώματα φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο ελεύθερη, αφού άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί στον ίδιο χώρο για μήνες.

Οι Αγιασώτες δεν αγαπούσαν τις πολλές φιγούρες. Επίσης δε χόρευαν άλλους χορούς από τους δικούς τους, ενώ αντιμετώπιζαν ειρωνικά και περιφρονητικά τις χορευτικές εκδηλώσεις των ξένων που έρχονταν στο χωριό, ιδιαίτερα από την ηπειρωτική χώρα. Συχνές δε ήταν οι συγκρούσεις με τους ομόφυλούς τους Μικρασιάτες, οι οποίοι σαν πιο εύποροι μονοπωλούσαν το χορό με τα μπαξίσια τους.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Η έρευνα αυτή του χορευτικού φαινομένου μάς οδηγεί σε κάποιες πρώτες γενικές παρατηρήσεις, που αφορούν τη σχέση του με την κοινωνική ζωή.
1. Στο κατ’ εξοχήν χορευτικό έθιμο της πατινάδας, άντρες και γυναίκες χορεύουν κατά κανόνα χωριστά, πλην εξαιρέσεων. Οι άντρες στα κουιτούκια και στα καφενεία της αγοράς, εκεί δηλαδή όπου περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στην καθημερινή ζωή και όπου γίνονται τα επαγγελματικά παζαρέματα και οι ανταλλαγές, οι δε γυναίκες έξω από τα σπίτια τους, εκεί δηλαδή όπου περνούν το δικό τους χρόνο. Χορεύουν μαζί κυρίως εκεί όπου δουλεύουν μαζί, π.χ. στα γλιτώματα της ελιάς ή εκεί όπου υπερτερούν οι διανοούμενοι, όπως στις χοροεσπερίδες.
2. Οι γυναίκες χορεύουν υπό τους ήχους της μουσικής που παίζει για τους άντρες. Ο άντρας παραγγέλλει όχι η γυναίκα. Ο χορός των γυναικών δεν είναι αυτόνομος, αλλά εξαρτημένος από τον αντρικό, όπως άλλωστε και στη ζωή, όπου ο άντρας αποφασίζει και όπου έχει και την ευθύνη της επαγγελματικής παραγγελιάς.
3. Ο χορός των αντρών χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό και πρωτοβουλία που εκφράζεται με την παραγγελιά προς τους μουζικάντες. «Θέλω να κάνω το κέφι μου και πληρώνω για να έχω τις υπηρεσίες που χρειάζομαι». Και στην επαγγελματική τους ζωή όμως, όπου μεγάλο μέρος κατέχει η εμπορευματική οικονομία, υπάρχει η ίδια λειτουργία. Η πρωτοβουλία, η παραγγελιά, η προσφορά της υπηρεσίας.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 74/1993

 

 

ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΓΑΜΟΣ. Δουσίματα, γλέντια, δισίματα…

Πριν απί πουλλά χρόνια γοι γάμ’ τσι γοι βαφτίσεις γίνονταν στα σπίτια. Καλέναν τς συγγινείς τσι τς φίλ(ι), αλλά παγαίναν τσι πουλλοί που εν είχαν καμιά σχέσ’ μι του σπιτικό. Κάναν τν αρριβώνα του πρώτου, δίναν ένα λόγου πότι θα ποίσιν του γάμου τσι γη λόγουσντουν ήνταν τσι συμβόλιου. Ανάρια βρίσκονταν κανείς να μη σταθεί στου λόγουντ ντόμπρους, που λέγαμι. Αλλά τσι φτον τουν πλέρουνι γη κόσμους μι του παραπάνου. Οπ’ τουν ίβλιπι, τουν απουστρέβνταν. Λέγαν ένας μι τουν άλλουν: τούτους είνι μπασιμπουζούκς, ετ ‘ χρειγιάζιτι μηδί καλ(ι)μέρα, αφού ένι στάστσι στου λόγουντ.

Ίσιαμι να έρτ’ γη ώρα να γέν(ι) γη γάμους, συντάζαν τν εγκλαβή, του συμβόλιου που λέγαμι. Ε θμούμι τσι καλά, γιου παπάς τνη σύνταζι μι δυο μαρτύρ’ γή κανένας γραμματιζούμινους έγ(ι)τσεινις τς ιπουχές. Μες στν εγκλαβή βάζαν τσι του παραμικρό που θέλαν να όώσιν στ’ νύφ’. Πρώτου πρώτου του σπίτ’, ύστιρα τα κτηματέλια τς, κανέ σουθηρέλ(ι) μες στουν Άγιανν(ι) γή αλλού πούβιτα. Ύστιρα βάζαν τα κινητά, καζάνια, λιγκέρις, καπατσιαστά, στρώματα, μαξιλάρις, παπλώματα τσι ό,τ’ άλλου είχι γη νύφ’. Γαμπρός ήθιλι να στείλ(ι) δυο τρεις μπουκάλις φαραγκουμένις μι ρατσί, κουνιάκ, ζαγλαπίδις, σταφίδις, που μοιράζνταν στου γάμου μι τς χειριές, μια πραστιά για του καζάν(ι), μια για του τζιτζιρέ, μια μασιά μιγάλ(ι), ένα ντρουβά δαδί, δυο τσβάλια, ένα χάσκου τσι ένα σταρένιου αλεύρ’, τσι ό,τ’ ψούνια χρειγιάζιτι του σπίτ’. Κάναν τσι μπαλιζέ τσι μοιράζαν ένα καζάν(ι) μιγάλου. Είχι μαστόρσις γ(ι)ναίτσις, που τς φουνάζαν τσι αναλαβαίναν τ’ ζουρλούδσα τη δλεια, γιατί άμα εν ήξιρις μπόργι να του πιτάξς ούλου του καζάν(ι). Στου στινό του συγγινουλόγ(ι) στέρναν μια μιγάλ(ι) πλουμσμέν(ι) φαγιάντσα μι μπόλ(ι)σα κανέλα, απί μια σι κάθι σπίτ’. Σ’ φίλ(ι) στέρναν πιάτου μπαλιζέ, ήνταν του προυσκλητήριου. Γοι κουπέλις που τουν μοιράζαν ήνταν λεύτιρις, στουλ(ι)σμένις μι τα καλάντουν. Παγαίναν, γιατί είχαν τν ιδέα πους θα τς κουλλήσ’ να παντριφτούν τσι φτες μάνι μάνι. Έφτοι που παίρναν του μπαλιζέ τουν αδειάζαν τσι βάζαν μες στου πιάτου κάρτσις, μαντίλια, κανέ ρούχου. Ούλα τούτα τα μοιράζνταν, άμανι τιλειώναν. Τα δυο τα σπιτικά, τς νύφς τσι τ’ γαμπρού αλληλουδουρζόνταν πκάμσα, ρούσικα, τσιμπέρια τσι άλλα.

gamos1
Αναμνηστική φωτογραφία από το γάμο του Στρατή Παυλέλη και της Φωτεινής Κανιμά, στον Ασώματο, πριν από 60 περίπου χρόνια. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Μουτζουρέλης)

Αφού τιλειώναν γοι προυιτοιμασίις, αρχίζαν τσι στουλίζαν του σπίτ’ μι τ’ προύκα τς νυφς. Γιμίζαν μια ιμσάντιρα μι στρώματα, μαξιλάρις τσιντμένις, μαξιλάρια, σιντόνια μαλλένια τσι καλουτσιρνά μι ταντέλις, πισκίρια, μισάλια, μισάλις τσι ό,τ’ άλλου είχι. Αφού τιλειώναν τσι ρίχταν μια ματιά, για να είνι σίγουρ’ πους τα ποίκαν ούλα καλά, αρχίζαν να ιτοιμάζιν τουν ουντά για τ’ αντρόγ(ι)νου. Ένα στρώμα γιμάτου μι απουκόμματα ρούχουν, παλιουμάλλια τσι ό,τ’ άλλου είχαν, μια μαξιλάρα, δυο προυστσέφαλα, τα σιντόνια, του καπλαντ’σμένου του πάπλουμα, ένα τραπέζ’ μι δυο καρέγλις, ένα κμάρ’ νιρό τσι μια σουπιέρα μιγάλ(ι) μι μια βρασμέν(ι) παχιά όρθα μι τα πουδάρια λόρτα, για να δείξ’ γη γαμπρός σ’ νύφ’ πους τσι συ έδγιτς θα τα σκώγ’ς σα πέσουμι, γιατί γοι παλιές γοι γ(ι)ναίτσις έγιουτι είχαν μισάν(ι)χτα για τ’ αδιάντρουπα, ένα μπουκάλ(ι) κρασί δναμουτκό τσι φρούτα.

Ιτοιμάζαν ένα τιτράδιου που γράφταν ούλ(ι) τς καλισμέν(ι) μέσα τσι του δίναν σι ένα γή σι δυο μπαρμπέρδις που ξύριζαν τσάμπα, ειδουποιούσαν τς παπάδις τσι άρχιζι του Ησαΐα. Ιντουμιταξύ ούλου του συγγινουλόγ(ι) ήνταν ιπιστρατιβμένου, για να παραβλαντίζ’ τ’ Κουκουβάλα του γέρου, του Φουνιά, τσι του Θείου του Σκλιπάρ’. Μπουρεί να είχι τσ’ άλλ(ι), αλλά γω έφτοι θμούμι, που λέγαν πους δέναν του γαμπρό τσι ένι μπόργι να ποίσ’ τη δλειαντ. Άμανι βλέπαν έναν απί τς ιδυό τσι μπρόβιρνι, ίδρους κρυγιός τς έκουφτι. Πστεύγαν πλια σίγουρα πους έδινι του γαμπρό, πους τν ώρα που λέγαν τα γράμματα γοι παπάδις φτος δέχα μια κλουστή τσι έκανε τρεις κόμπ’. Έφτα άμανι γίνονταν, τέλειουνι πλια, γαμπρός γέν’ντου ανίκανους, άμα δε ντουν λυούσαν. Τσι απαντέχαν να φύγ’ γιου κόσμους, να πέσ’ γη νύφ’ μι του γαμπρό, να δουν τ’ απουτιλέσματα. Γοι σμπιθέρις, για να μη ντουν πιάσ’ του γαμπρό του δέσ(ι)μου, κριμάζαν στ’ μέσηντ απού μέσα π’ του παντιλόνιντ του ψαλίδ’, ένα κουμμάτ’ δίχτ’, ένα σκόρδου, ένα γαλαμπό τσι ό,τ’ άλλου ίβαζι νούσντουν, αλλά ούλα ήνταν ανίκανα να μιτατρέψιν τν ιδέα τς αυτουυπουβουλής.

Τσιρνούσαν πλια του κόσμου, για να χιριτήσ’. Δίναν τσι ένα πιατέλ(ι) σταφίδις μι τς ζαγλαπίδις ανικατουμένις μαζί μι μια μοίρα κλιτς στου καθέναν. Φεύγουντας, πουλλοί λουγιάζαν να κλέψιν π’ του σπίτ’ ό,τ’ βρίσκαν, γιατί λέγαν, σα δε κλέψιν, δε στιριών(ι) γάμους. Άμανι ξιζαλ(ι)ζόνταν, κάναν πλια τουν απουλουγ(ι)σμό, να δουν τι λείπ’ απ’ του σπίτ’.

Άμα βλουγούσαν τ’ αντρόγ(ι)νου, σκώναν του κμπάρου στα χέρια τσι τουν βάζαν να τάξ’. Άμα δένι έταζι, ε ντουν κατιβάζαν τσι ανιγκάζντου να τάξ’ ρατσιά, γιουβέτσια τσι έδγιτς γλύτουνι τσι παγαίναν πλια στου καφινέ τσι διασκιδάζαν μέρις μι τς μουσικές. Οσουναφουρά για τα χρυσαφικά που κριμάζαν σ’ νύφ’, συνιχίζιτι τσι σήμιρα, εν ιξαφανίσ’τσι μαζί μι τ’ άλλα, απόμνι πλια καντέμ του έθιμου.

Αφού έφιβγι απ’ του σπίτ’ πλια ούλους κόσμους, χιριτούσαν τ’ αντρόγ(ι)νου τσι γοι γουνιοί, ιφτσόνταν να είνι στιριουμέν(ι) τσι καλά ξιμπιρδέματα. Γαμπρός ουδήγα τ’ νύφ’ στ’ κάμαρ’, αλλά θάργι πους τουν παν σ’ καρμανιόλα, γιατί είχι τν ιδέα πους τουν δέσαν τσι ε θα μπουρεί να τα ξιμπιρδέψ’. Αφού ξικουκαλίζαν τν όρθα μι τς υπουδείξις τ’ γαμπρού, πίναν του κρασί τσι ιτοιμάζνταν να πέσιν. Γαμπρός όμους ε ντα ίβλιπι τα πράματα καλά, γιατί του πλιντ, απί τν ώρα που είδι τ’ Κουκουβάλα, του πήρι γη νύπνους τσι ε ντου’ χι στου νουντ να νιώσ’. Βρε απού δω, βρε απού κει, τίπουτα, εν ανιμίζντου, ψόφσι για καλά. Ίδρουνι, ξαναΐδρουνι, μο που σάλιουνι σαν του σάλιακα του βασιλ(ι)τσιώτκου. Άμανι ίβλιπι πους ήνταν αδύνατου να ποίσ’ τίπουτα, ξάπλουνι, τουν ίπιρνι νύπνους, μι τ’ πίκρα στ’ αχείλ(ι). Γοι σμπιθέρις εν είχαν νου να ξμιρώσ’, για να παν να κόψιν τ’ ζημιά που λέγαν, να δουν τ’ τιμή τς νυφς, ότι ήνταν παρθένα, να ρίξιν τα μπαξίσια μες στου στρώμα τσι να πάριν του σιντόν(ι) μι τα αίματα, να δουν τσοι γοι ιγ(ι)τόν(ι)σις, να ξιθαρρέσιν πους σών(ι) τσι καλά γη νύφ’ ήνταν παρθένα. Αλίμουνου άμα δένι βιβιόνταν. Θαν αρχίζαν του κουτσουμπόλ(ι) τσι γοι καβγάδις, που ε θαν είχαν πουτές τιλειουμό.

Άμανι παγαίναν στου σπίτ’, είχαν μαζίντουν γη μια γάλα, μια βίκα, τσι γη άλλ(ι) καρδουπαπούδις μι του γιρλίσιου του μέλ(ι) σα δναμουτκό για του γαμπρό. Γιγέδσις τσι μαθμένις τσι γοι δυο, μόλις αντικρίζαν τ’ αντρόγ(ι)νου, γνιβγόνταν μια πι τν άλλ(ι) τσι σκώναν τα φρύδια ντουν πρους τα πάνου. Κόντιβγι ύστιρα γη μάνα τ’ κόρ’ τσι μάθινι για ούλ(ι) τν ιπιχείρησ’. Άμανι ήταν γοι ιπιθέσεις άκαρπις, γοι σμπιθέρις γύριζαν πρους τουν’ Άγλια τσι καταριόνταν τ’ Κουκουβάλα για του κακό που ποίτσι στ’ αντρόγ(ι)νου. Τα καθοίτσια καθούνταν σ’ πόρτις ταχτέρ ταχτέρ, να μάθιν τι γίν(ι)τσι. Μόλις ίν(ι)γι γη πόρτα τσι μπρουβέρναν, αρχίνζι του ψι ψι ψι, άλλ(ι) ίλιγι μάγια τουν ποίκαν του γαμπρό, γιατί αγάπα τ’ τάδι τσι έκανι πέρα, άλλ(ι) ε τν ίβρι γαμπρός καλή τσι θα τν αφήσ’. Αφήναν τς ιδλειές τ’ σπιτιούντουν τσι ούλ(ι) τ’ μέρα τα’ χαν μι τ’ αντρόγ(ι)νου, γη μια τό ‘κουφτι, γη άλλ(ι) τ’ αμπόλιβγι.

Του βράδ’ πάλι γοι σμπιθέρις παγαίναν στου σπίτ’ μι ματζούνια, κουκνάρια, αμυγδαλουπαπούδις μι του μέλ(ι), μπριζόλις, καλό κρασί, τσι γη μάνα τς νυφς καθουγίδιβγι τ’ κόρ’ να μην πέσ’ σα μλάρ’, μου να γαργαλίξ’ κουμμάτ’ του γαμπρό, για να τουν ιριθίσ’. Φεύγουντας πάλι, καρσλαντίζαν τουν Άγλια, τουν παρακαλιούσαν τσι φτον να βουγηθήσ’, τσι ύστιρα τσι γοι δυο μαζί παγαίναν τσι σ’ Παναγιά να πουν του καμόντουν τσι να γυρέψιν τσι φνης τ’ βουγήθεια. Άμα τιλειώναν, φεύγαν στα σπίτια ντουν τσι συμφουνούσαν πάλι να πιράσ’ γη μια απ’ του σπίτ’ τς αλλουνής, μόλις χαράξ’ ,τσι να παν να δουν. Αφού παγαίναν τσι τ’ δεύτιρ’ τ’ μέρα τσι ένι γέν’ ντου τίπουτα τσι γαμπρός ούλου τσι έλιουνι σαν του τσηρί, απουφασίζαν να έβριν του κατάλληλου τουν άθριπου να πα σ’ Κουκουβάλα τσι να διαπραγματιφτεί μαζίντ του λύσ(ι)μου. Γη Κουκουβάλα είχι παπτσίδκου, έφτου πο ‘χ(ι) γη Κουτσούκα ξυλουργείου, ήνταν δε ξακστός τιχνίτ’ς. Άμανι έκανι παπούτσια, τα ίβαζι μες στ’ ζγαριά τσι εν απείχι του ένα μι τ’ άλλου σι βάρους μηδί ένα γραμμάριου. Σν αρχή έκανι πους ε ξέρ’ χαμπάρ’, ύστιρα αφού του ‘βγαζι στου μιγ(ι)ντάν(ι) τσι σάζαν τι θα τ’ δώσιν, έσιρνι του χουτζιρέ, ίβγαζι ένα κτέλ(ι) που βάζαν τα σπίρτα τ’ τφιτσιού, ίβγαζι τ’ κλουστή πουμέσα μι τς τρεις τς κόμπ’, φόργι τα ματουγυάλιαντ τσι έλι τς κόμπ’ μπρουστά στουν άθριπου. Μουρμούρζι μες στα δόντια, ίλιγι απ’ τν ανάπουδ’ τα γράμματα, ίπιρνι τς παράδις τσι έδνι τ’ κλουστή μέσα σι ένα χαρτέλ(ι) στουν άθριπου. Τσι τ’ ίλιγι να τνη πα στου γαμπρό τα ίσα, χουρίς νά σταθεί πούβιτα, τσι να πει πους τουν έλ(ι)σι τσι είνι καλά. Μόλις ίβλιπι γαμπρός τ’ κλουστή μι τς κόμπ’ ιλ(ι)μέν(ι) τσι τ’ βιβαίουνι τσι γη άθριπους πους είδι τ’ Κουκουβάλα μι τα μάτιαντ που μάγιβγι τσι έλι τς κόμπ’, πίστιβγι, ίβγαζι τ’ σκουριασμέν(ι) τν ιδέα τσι γίν’ντου φιλούρ’. Ποιος μπόργι πλια να τουν βαστάξ’ τσι να τουν ζαπλαντίσ’. Να ‘νταν μόδους να τνη καταπιεί ζουντανή τ’ νύφ’. Σάνι μαθαίναν πλια τα σμπιθιρκά πους ιπέτυχι γη ιπίθισ’, πιτούσαν τα μπαξίσια μες στου στρώμα τσ’ αρπούσαν του σιντόν(ι) τσι σν ιγ(ι)τουνιά τσι σ’ παραμαχαλάδις καμιά φουρά, για να παρατήσ’ πλια του κουτσουμπόλ(ι). Ύστιρα αρχίζαν τα γλέντια, γοι αντίγαμ’ που λέγαν, τσι παρατίζαν άμα δεν είχαν πλια τακάτ να σταθούν λόρτ’.

Έγιουτις γοι ιστουρίις βαστάξαν πάρα πουλλά χρόνια, τσακ που γίν’τσι του Παπτσέλ(ι) παπάς. Τότις απαγόριψι τς γάμ στα σπίτια τσι τς κουλμπήθρις τς βλόγα σν ακκλησιά. Ιντουμιταξύ πιθάναν τσι έφτοι γοι τύπ’ που ξιμπιρδέβγαν τς βρουμουδλειές εις βάρους τουν αφιλών ανθρώπουν.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 16/1983

Ο ΝΕΟΣ ΠΕΡΙ ΓΑΜΟΥ ΝΟΜΟΣ

ΓΑΜΟΣ, ΝΟΜΟΣ, ΣΚΟΡΠΙΟΣ

ΣΚΟΡΠΙΟΣ, 25-01-1930